Πέμπτη, 28 Μαρτίου 2024
Ανατ: 06:17
Δύση: 18:45
Σελ. 19 ημ.
88-278
16ος χρόνος, 5885η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΜΑΚΑΒΑΙΩΝ Δ' - ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 (Β)


 
 

 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 Καὶ τί θαυμαστόν; εἰ αἱ τῆς ψυχῆς ἐπιθυμίαι πρὸς τὴν τοῦ κάλλους μετουσίαν ἀκυροῦνται; 1 Και διατί είναι άξιον θαυμασμού; Εάν χάνουν την δύναμίν των και ατονούν αι προς απόλαυσιν του κάλλους επιθυμίαι; 1
2 ταύτῃ γοῦν ὁ σώφρων ᾿Ιωσὴφ ἐπαινεῖται, ὅτι τῷ λογισμῷ καὶ τῇ διανοίᾳ περιεκράτησε τῆς ἡδυπαθείας. 2 Τέτοιος είναι ο έπαινος του σώφρονος Ιωσήφ, ότι δηλαδή με τον ευσεβή λογισμόν και την διάνοιαν υπερίσχυσεν εναντίον της ηδυπαθείας. 2
3 νέος γὰρ ὢν καὶ ἀκμάζων πρὸς συνουσιασμὸν ἠκύρωσε τῷ λογισμῷ τὸν τῶν παθῶν οἶστρον. 3 Διότι, αν και ήτο νέος και ακμαίος προς συνεύρεσιν με γυναίκα, διέγραψε και έσβησε δια του λογισμού την μανίαν των παθών. 3
4 οὐ μόνον δὲ τὴν τῆς ἡδυπαθείας οἰστρηλασίαν ἐπικρατεῖν ὁ λογισμὸς φαίνεται, ἀλλὰ καὶ πάσης ἐπιθυμίας. 4 Φαίνεται δε καθαρά ότι ο λογισμός κυριαρχεί μόνον επάνω εις την φλόγα της λαγνείας, αλλά και επάνω εις κάθε επιθυμίαν. 4
5 λέγει γοῦν ὁ νόμος· οὐκ ἐπιθυμήσεις τὴν γυναῖκα τοῦ πλησίον σου οὐδὲ ὅσα τῷ πλησίον σου ἐστίν. 5 Λέγει, λοιπόν, ο νόμος του Θεού· δεν θα επιθυμήσης την γυναίκα του άλλου ούτε όσα ανήκουν εις τον άλλον. 5
6 καίτοι ὅτε μὴ ἐπιθυμεῖν ἡμᾶς εἴρηκεν ὁ νόμος, πολὺ πλέον πείσαιμ' ἂν ὑμᾶς ὅτι τῶν ἐπιθυμιῶν κρατεῖν δύναται ὁ λογισμός. - ῞Ωσπερ καὶ τῶν κωλυτικῶν τῆς δικαιοσύνης παθῶν· 6 Και, αφού ο Νομος απηγόρευσε να επιθυμούμεν, πολύ ευκολώτερον δύναμαι να σας πείσω, ότι ο λογισμός ημπορεί να κυριαρχήση επί των επιθυμιών. Ομοίως κάμνει επάνω εις τα πάθη, που εμποδίζουν την δικαιοσύνην. 6
7 ἐπεὶ τίνα τρόπον μονοφάγος τις ὢν τὸ ἦθος καὶ γαστρίμαργος καὶ μέθυσος μεταπαιδεύεται, εἰ μὴ δῆλον ὅτι κύριός ἐστι τῶν παθῶν ὁ λογισμός; 7 Αλλως τε με ποίον τρόπον, ενώ κάποιος είναι άνθρωπος παμφάγος, λαίμαργος και μέθυσος, έπειτα μεταβάλλεται; Είναι φανερόν ότι αυτό οφείλεται στον λογισμόν, ο οποίος είναι κύριος επί των παθών. 7
8 αὐτίκα γοῦν τῷ νόμῳ πολιτευόμενος, κἂν φιλάργυρός τις ᾖ, βιάζεται τὸν ἑαυτοῦ τρόπον τοῖς δεομένοις δανείζων χωρὶς τόκων, καὶ τὸ δάνειον τῶν ἑβδομάδων ἐνστασῶν χρεοκοπούμενος. 8 Επίσης, εάν βέβαια ένας συμμορφώνεται με τον νόμον, και εάν είναι φιλάργυρος, συμπνίγει το μειονέκτημά του αυτό και δανείζει χωρίς τόκον, εις όσους έχουν ανάγκην, και χάνει μερικές φορές το δάνειόν του μετά πάροδον ωρισμένων εβδομάδων. 8
9 κἂν φειδωλός τις ᾖ, ὑπὸ τοῦ νόμου κρατεῖται διὰ τὸν λογισμὸν μήτε ἐπικαρπολογούμενος τοὺς ἀμητοὺς μήτε ἐπιρρωγολογούμενος τοὺς ἀμπελῶνας. - Καὶ ἐπὶ τῶν ἑτέρων ἔστιν ἐπιγνῶναι τοῦτο, ὅτι τῶν παθῶν ἐστιν ὁ λογισμὸς κρατῶν. 9 Και εάν είναι κάποιος σφιχτοχέρης, συγκρατείται υπό του Νομου εξ αιτίας του ευσεβούς λογισμού και δεν παίρνει επικαρπίαν κατά την συγκομιδήν, ούτε ποσοστόν επί των σταψυλών των αμπελώνων. Και εις άλλας περιπτώσεις είναι δυνατόν να διαπιστωθή τούτο· ότι δηλαδή ο λογισμός επικρατεί επί των παθών. 9
10 ὁ γὰρ νόμος καὶ τῆς πρὸς γονεῖς εὐνοίας κρατεῖ μὴ καταπροδιδοὺς τὴν ἀρετὴν δι' αὐτοὺς 10 Διότι ο Νομος υπερισχύει και από αυτήν ακόμη την αγάπην προς τους γονείς και δεν καταπροδίδει προς χάριν των γονέων την αρετήν. 10
11 καὶ τῆς πρὸς γαμετὴν φιλίας ἐπικρατεῖ διὰ παρανομίαν αὐτὴν ἀπελέγχων. 11 Ακόμη δε και απέναντι του δεσμού προς την σύζυγον υπερισχύει και φθάνει μέχρι του σημείου να ελέγχη και κατηγορή αυτήν δια τας παρανομίας της. 11
12 καὶ τῆς τέκνων φιλίας κυριεύει διὰ κακίαν αὐτὰ κολάζων καὶ τῆς φίλων συνηθείας δεσπόζει διὰ πονηρίαν αὐτοὺς ἐξελέγχων. 12 Κυριαρχεί και επί της στοργής προς τα τέκνα, αφού επιβάλλει εις αυτά τιμωρίαν δια κάποιαν παράβασιν. Αλλά και από τας σχέσεις και τον δεσμόν προς τους φίλους είναι ανώτερος ο Νομος, και έχει την δύναμιν να χατηγορήση αυτούς δια φαυλότητα. 12
13 καὶ μὴ νομίσητε παράδοξον εἶναι, ὅπου γε καὶ ἔχθρας ὁ λογισμὸς ἐπικρατεῖν δύναται διὰ τὸν νόμον, 13 Και μη θεωρήσετε, ότι είναι παράδοξον, όταν δια την τήρησιν του Νομου έχη την δύναμιν ο ευσεβής λογισμός να νικήση και την έχθραν. 13
14 μήτε δενδροτομῶν τὰ ἥμερα τῶν πολεμίων φυτά, τὰ δὲ τῶν ἐχθρῶν τοῖς ἀπολέσασι διασώζων καὶ τὰ πεπτωκότα συνεγείρων. 14 Δεν κόπτει κανείς π. χ. τα ήμερα δένδρα των αντιπάλων του, αλλά τουναντίον ο,τι εχθρικόν έχει κρημνισθή βοηθεί να ανεγερθή να διασωθή προς χάριν εκείνων, που το έχουν καταστρέψει. 14
15 Καὶ τῶν βιαιοτέρων δὲ παθῶν ἐπικρατεῖν ὁ λογισμὸς φαίνεται, φιλαρχίας καὶ κενοδοξίας καὶ ἀλαζονείας καὶ μεγαλαυχίας καὶ βασκανίας. 15 Είναι φανερόν, ότι ο λογισμός επικρατεί και επί των βιαιοτέρων ακόμη παθών, της φιλαρχίας, της κενοδοξίας, της αλαζονείας, της μεγαλαυχίας, του φθόνου. 15
16 πάντα γὰρ ταῦτα τὰ κακοήθη πάθη ὁ σώφρων νοῦς εἰς ἀγαθὸν προτρέπων ἀπωθεῖται καὶ βιάζεται, ὥσπερ καὶ τὸν θυμόν· καὶ γὰρ τούτου δεσπόζει. 16 Διότι όλα αυτά τα κακοήθη πάθη ο σώφρων νους προτρέπει πάντοτε προς το αγαθόν, τα απωθεί βιαίως, όπως επίσης και τον θυμόν, διότι κυριαρχεί και επάνω στον θυμόν. 16
17 θυμούμενός γέ τοι Μωσῆς κατὰ Δαθὰν καὶ ᾿Αβειρὼν οὐ θυμῷ τι κατ' αὐτῶν ἐποίησεν, ἀλλὰ λογισμῷ τὸν θυμὸν διῄτησεν. 17 Ωργίσθη, βέβαια, ο Μωϋσής εναντίον του Δαθάν και του Αβειρών, δεν έκαμε όμως τίποτε κινούμενος από τον θυμόν του, αλλά με τον ορθόν λογισμόν διέλυσε τον θυμόν. 17
18 δυνατὸς γὰρ ὁ σώφρων νοῦς, ὡς ἔφην, κατὰ τῶν παθῶν ἀριστεῦσαι καὶ τὰ μὲν αὐτῶν μεταθεῖναι, τὰ δὲ καὶ ἀκυρῶσαι. 18 Διότι ο σώφρων νους έχει δύναμιν, όπως είπα, να αριστεύη στον αγώνα κατά των παθών και άλλα εξ αυτών να μεταβάλλη αλλά δε να τα εξαφανίζη. 18
19 ἐπεὶ διατί ὁ πάνσοφος ἡμῶν πατὴρ ᾿Ιακὼβ τοὺς περὶ Συμεὼν καὶ Λευΐν αἰτιᾶται, μὴ λογισμῷ τοὺς Σικιμίτας ἐθνηδὸν ἀποσφάξαντας λέγων· ἐπικατάρατος ὁ θυμὸς αὐτῶν; 19 Αλλως τε, διατί ο πάνσοφος πατήρ μας ο Ιακώβ κατηγορεί τους συντρόφους του Συμεών και του Λευϊ, οι οποίοι απερίσκεπτα κατέσφαξαν εξ ολοκλήρου τους Σικιμίτας; Τους ειπέ· “να είναι κατηραμένος ο θυμός των”. 19
20 εἰ μὴ γὰρ ἐδύνατο τοῦ θυμοῦ ὁ λογισμὸς κρατεῖν, οὐκ ἂν εἶπεν οὕτως. 20 Εάν δεν ημπορούσεν ο λογισμός να κυριαρχή επάνω στον θυμόν, δεν θα ωμιλούσεν έτσι ο Ιακώβ. 20
21 ὁπηνίκα γὰρ ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον κατεσκεύασε, τὰ πάθη αὐτοῦ καὶ τὰ ἤθη περιεφύτευσεν. 21 Διότι, ότε ο Θεός εδημιούργησε τον άνθρωπον, τον περιέβαλε με τα ίδικά του ιδιώματα και τους ιδικούς του τρόπους. 21
22 ἡνίκα δὲ ἐπὶ πάντων τὸν ἱερὸν ἡγεμόνα νοῦν διὰ τῶν ἔνδον αἰσθητηρίων ἐνεθρόνισε, 22 Οτε δε ενεθρόνισε κύριον επί πάντων τον νουν ως ιερόν ηγεμόνα, με την δύναμιν των εσωτερικών αισθητηρίων, 22
23 καί τούτῳ νόμον ἔδωκε, καθ' ὃν πολιτευόμενος βασιλεύσει βασιλείαν σώφρονά τε καὶ δικαίαν καὶ ἀγαθὴν καὶ ἀνδρείαν. - 23 έδωκεν εις αυτόν νόμον, σύμφωνα με τον οποίον να πολιτεύεται και να ασκή βασιλείαν σώφρονα, δικαίαν, αγαθήν και ανδρείαν. 23
24 Πῶς οὖν, εἴποι τις ἄν, εἰ τῶν παθῶν ὁ λογισμὸς κρατεῖ, λήθης καὶ ἀγνοίας οὐ κρατεῖ; 24 Αλλά ημπορεί να ερωτήση κανείς· Πως αφού κυριαρχεί ο λογισμός επί των παθών, δεν κυριαρχεί εν τούτοις εις την λήθην και εις την άγνοιαν; 24