Πέμπτη, 25 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:37
Δύση: 20:11
Σελ. 17 ημ.
116-250
16ος χρόνος, 5913η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΜΑΚΑΒΑΙΩΝ Δ' - ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6 (Ϛ)


 
 

 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 Τοῦτον τὸν τρόπον ἀντιρρητορεύσαντα ταῖς τοῦ τυράννου παρηγορίαις, παραστάντες οἱ δορυφόροι πικρῶς ἔσυραν ἐπὶ τὰ βασανιστήρια τὸν ᾿Ελεάζαρον. 1 Ετσι απήντησεν εις τας δολίας προτροπάς του τυράννου ο Ελεάζαρος. Και αφού τον επλησίασαν οι στρατιώται, τον έσυραν βαναύσως εις τα βασανιστήρια. 1
2 καὶ πρῶτον μὲν περιέδυσαν τὸν γηραιὸν ἐγκοσμούμενον τῇ περὶ τὴν εὐσέβειαν εὐσχημοσύνῃ· 2 Και πρώτον μεν αφήρεσαν τα ενδύματα του γέροντος αυτού, ο οποίος εκοσμείτο με το ευπρεπές ένδυμα της ευσεβείας. 2
3 ἔπειτα περιαγκωνίσαντες ἑκατέρωθεν μάστιξι κατῄκιζον· 3 Επειτα, αφού του έδεσαν τους αγκώνας εκατέρωθεν, τον εχτυπούσαν δυνατά με μάστιγας. 3
4 πείσθητι ταῖς τοῦ βασιλέως ἐντολαῖς, ἑτέρωθεν κήρυκος ἐπιβοῶντος. 4 Από το άλλο μέρος ο κήρυξ εφώναζεν· “υπάκουσε εις τας εντολάς του βασιλέως”. 4
5 ὁ δὲ μεγαλόφρων καὶ εὐγενὴς ὡς ἀληθῶς ᾿Ελεάζαρος, ὥσπερ ἐν ὀνείρῳ βασανιζόμενος κατ' οὐδένα τρόπον μετετρέπετο, 5 Ο μεγαλόψυχος όμως και αληθινά γενναίος Ελεάζαρος, σαν να εβασανίζετο μέσα σε όνειρον, κατ' ουδένα τρόπον εκάμπετο. 5
6 ἀλλὰ ὑψηλοὺς ἀνατείνας εἰς τὸν οὐρανὸν τοὺς ὀφθαλμοὺς ἀπεξαίνετο ταῖς μάστιξι τὰς σάρκας ὁ γέρων καὶ κατερρεῖτο τῷ αἵματι 6 Αλλά ύψωσεν ο γέρων θαρραλέους τους οφθαλμούς προς τον ουρανόν, καθ' ον χρόνον κατεξεσχίζοντο αι σάρκες με τας μάστιγας, κατερραντίζετο με το αίμα, 6
7 καὶ τὰ πλευρὰ κατετιτρώσκετο, καὶ πίπτων εἰς τὸ ἔδαφος ἀπὸ τοῦ μηκέτι φέρειν τὸ σῶμα τὰς ἀλγηδόνας, ὀρθὸν εἶχε καὶ ἀκλινῆ τὸν λογισμόν. 7 εγέμιζε πληγάς εις τα πλευρά και, ενώ κατέπιπτεν στο έδαφος εκ του γεγονότος, ότι δεν αντείχε πλέον το σώμα στους πόνους, διετήρει το φρόνημα ορθόν και αλύγιστον. 7
8 Λὰξ γέ τοι τῶν πικρῶν τις δορυφόρων εἰς τοὺς κενεῶνας ἐναλλόμενος ἔτυπτεν, ὅπως ἐξανίσταιτο πίπτων. 8 Με ορμήν τότε αποπηδών κάποιος από τους σκληρούς στρατιώτας τον εκτύπα με λακτίσματα εις τας λαγόνας, δια να σηκώνεται μετά την πτώσιν. 8
9 ὁ δὲ ὑπέμεινε τοὺς πόνους καὶ περιεφρόνει τῆς ἀνάγκης 9 Εκείνος υπέμεινε τους πόνους· καταφρονούσε την βίαν 9
10 καὶ διεκαρτέρει τοὺς αἰκισμούς, καὶ καθάπερ γενναῖος ἀθλητὴς τυπτόμενος ἐνίκα τοὺς βασανίζοντας ὁ γέρων· 10 και υπέφερε καρτερικώς τας κακοποιήσεις και ως εάν αυτός ο γέρων ήτο ρωμαλέος αθλητής, που εκτυπάτο, κατανικούσεν εκείνους, που τον εβασάνιζαν. 10
11 ἱδρῶν γέ τοι τὸ πρόσωπον καὶ ἐπασθμαίνων σφοδρῶς καὶ ὑπ' αὐτῶν τῶν βασανιζόντων ἐθαυμάζετο ἐπὶ τῇ εὐψυχίᾳ. - 11 Με ιδρωμένον το πρόσωπον και εντόνως ασθμαίνων εθαυμάζετο και από αυτούς ακόμη τους βασανιστάς του δια την γενναιότητά του. 11
12 ῞Οθεν τὰ μὲν ἐλεοῦντες τὰ τοῦ γήρως αὐτοῦ, 12 Δια τούτο αφ' ενός μεν από ευσπλαγχνίαν προς το γήρας του, 12
13 τὰ δὲ ἐν συμπαθείᾳ τῆς συνηθείας ὄντες, τὰ δὲ ἐν θαυμασμῷ τῆς καρτερίας προσιόντες αὐτῷ τινὲς τῶν τοῦ βασιλέως ἔλεγον· 13 αφ' ετέρου δε από συμπάθειαν λόγω της οικειότητος αλλά και από θαυμασμόν λόγω της καρτερίας του, αφού τον επλησίασαν μερικοί από τους συμβούλους του βασιλέως του ελεγαν· 13
14 τί τοῖς κακοῖς τούτοις σεαυτὸν ἀλογίστως ἀπόλεις, ᾿Ελεάζαρε; 14 “διατί χάνεις απερισκέπτως την ζωήν σου εξ αιτίας των δεινών αυτών, ω 'Ελεαζαρε; 14
15 ἡμεῖς μέν τοι τῶν ὑψημένων σοι βρωμάτων παραθήσομεν, σὺ δὲ ὑποκρινόμενος τῶν ὑείων ἀπογεύεσθαι, σώθητι. - 15 Ημείς θα σου παραθέσωμεν από τα μαγειρευμένα δια σε κρέατα και συ υποκρινόμενος ότι δοκιμάζστο χοιρινόν σώσε τον εαυτόν σου”. 15
16 Καὶ ὁ ᾿Ελεάζαρος, ὥσπερ πικρότερον διὰ τῆς συμβουλίας αἰκισθείς, ἀνεβόησε· 16 Και ο Ελεαζαρος, ωσάν να είχε κακοποιηθή οδυνηρότερα από την συμβουλή αυτήν, εκραύγασεν· 16
17 μὴ οὕτως κακῶς φρονήσαιμεν οἱ ῾Αβραὰμ παῖδες ὥστε μαλακοψυχήσαντας ἀπρεπὲς ἡμῖν δρᾶμα ὑποκρίνασθαι. 17 “ας μη τυφλωθώμεν τόσον πολύ ημείς τα τέκνα του Αβραάμ, ώστε από δειλίαν και μικροψυχίαν να υποκριθώμεν και να παίξωμεν θέατρον, που δεν αρμόζει εις ημάς. 17
18 καὶ γὰρ ἀλόγιστον, εἰ πρὸς ἀλήθειαν ζήσαντες τὸν μέχρι γήρως βίον καὶ τὴν ἐπ' αὐτῷ δόξαν νομίμως φυλάξαντες, 18 Διότι είναι απερίσκεπτον και παράλογον, αφού εζήσαμεν την ζωήν μας σύμφωνα προς την αλήθειαν μέχρι της γεροντικής ηλικίας και διετηρήσαμεν δια τούτο νομίμως την υπόληψίν μας, 18
19 νῦν μεταβαλοίμεθα καὶ αὐτοὶ μὲν ἡμεῖς γενοίμεθα τοῖς νέοις ἀσεβείας τύπος, ἵνα παράδειγμα γενώμεθα τῆς μιαροφαγίας. 19 να αλλάξωμεν τώρα συμπεριφαράν και ημείς οι ίδιοι να γίνωμεν πρότυπα ασεβείας δια τους νέους, με το να δώσωμεν το παράδειγμα της βρώσεως μολυσμένων κρεάτων. 19
20 αἰσχρὸν δὲ εἰ ἐπιβιώσωμεν ὀλίγον χρόνον καὶ τοῦτον καταγελώμενοι πρὸς ἁπάντων ἐπὶ δειλίᾳ, 20 Είναι δε εντροπή να ζήσωμεν επί ολίγον ακομή ύστερα από αυτά και μάλιστα εμπαιζόμενοι από όλους δια την δειλίαν μας, 20
21 καὶ ὑπὸ μὲν τοῦ τυράννου καταφρονηθῶμεν ὡς ἄνανδροι, τὸν δὲ θεῖον ἡμῶν νόμον μέχρι θανάτου μὴ προασπίσαιμεν. 21 και ως άνανδροι να καταφρονηθώμεν από τον τύραννον και να μη υπερασπισώμεν τον θείον νόμον μας μέχρι θανάτου. 21
22 πρός ταῦτα ὑμεῖς μέν, ᾦ ῾Αβραὰμ παῖδες, εὐγενῶς ὑπὲρ τῆς εὐσεβείας τελευτᾶτε. 22 Δι' αυτούς τους λόγους, τέκνα του Αβραάμ, γενναίως να αποθνήσκετε προ χάριν της ευσεβούς πίστεως σας. 22
23 οἱ δὲ τοῦ τυράννου δορυφόροι, τί μέλλετε; - 23 Σεις δέ, στρατιώται του τυράννου, διατί βραδύνετε;” 23
24 Πρὸς τὰς ἀνάγκας οὕτως μεγαλοφρονοῦντα αὐτὸν ἰδόντες καὶ μηδὲ πρὸς τὸν οἰκτριρμὸν αὐτῶν μεταβαλλόμενον ἐπὶ τὸ πῦρ αὐτὸν ἤγαγον. 24 Οταν τον είδαν να επιδεικνύη τόσην μεγαλοψυχίαν προ το βασανιστηρίων και να μη κάμπτεται, ακόμη και μετά την εκδήλωσιν της ευσπλαγχνίας προ αυτόν, τον ωδήγησαν στο πυρ. 24
25 ἔνθα διὰ κακοτέχνων ὀργάνων καταφλέγοντες αὐτὸν ὑπέρριπτον καὶ δυσώδεις χυλοὺς εἰς τοὺς μυκτῆρας αὐτοῦ κατέχεον. 25 Τον έρριπτον ολίγον κατ' ολίγον εις αυτό κατακαίοντες αυτόν με όργανα κατασκευασθέντα με πολλήν κακότητα· έχυναν δε στους ρώθωνάς του και βρωμερά υγρά. 25
26 ὁ δὲ μέχρι τῶν ὀστέων ἤδη κατακεκαυμένος καὶ μέλλων λιποθυμεῖν ἀνέτεινε τά ὄμματα πρὸς τὸν Θεὸν καὶ εἶπεν· 26 Ο δε 'Ελεαζαρος, ενώ αι φλόγες είχαν πλέον φθάσει μέχρι και των όστών του και θα ελιποθυμούσε από στιγμή σε στιγμή, ύψωσε τα μάτια προς τον Θεόν και είπε· 26
27 σὺ οἶσθα, Θεέ, παρόν μοι σῴζεσθαι, βασάνοις καυστικαῖς ἀποθνήσκω διὰ τὸν νόμον. 27 “Σι Θεέ μου, γνωρίζεις ότι, ενώ ημπορούσα να σωθώ, αποθνήσκω χάριν του Νομου σου με το βασανιστήριον του πυρός. 27
28 τοιγαροῦν ἵλεως γενοῦ τῷ ἔθνει σου ἀρκεσθεὶς τῇ ἡμετέρᾳ ὑπὲρ αὐτῶν δίκῃ. 28 Δια τούτο, λοιπόν, γίνε σπλαγχνικός στο έθνος σου, αρκεσθείς εις την ιδικήν μας χάριν αυτών τιμωρίαν. 28
29 καθάρσιον αὐτῶν ποίησον τὸ ἐμὸν αἷμα καὶ ἀντίψυχον αὐτῶν λαβὲ τὴν ἐμὴν ψυχήν. 29 Καμε ιδικόν των καθαρτήριον το αίμα μου και σαν αντίτιμον της ζωής των πάρε την ιδικήν μου ζωήν”. 29
30 καὶ ταῦτα εἰπὼν ὁ ἱερὸς ἀνὴρ εὐγενῶς ταῖς βασάνοις ἐναπέθανε 30 Οταν είπε τα λόγια αυτά ο άγιος άνθρωπος, εξεψύχησε γενναίως εν μέσω των βασανιστηρίων. 30
31 καὶ μέχρι τῶν τοῦ θανάτου βασάνων ἀντέστη τῷ λογισμῷ διὰ τὸν νόμον. - ῾Ομολογουμένως οὖν δεσπότης ἐστὶ τῶν παθῶν ὁ εὐσεβὴς λογισμός. 31 Και εις αυτά τα θανάσιμα βασανιστήρια αντεστάθη χάριν του Νομου με την δύναμιν του ευσεβούς λογισμού. -Είναι, λοιπόν, αναντιρρήτως κύριος των παθών ο ευσεβής λογισμός. 31
32 εἰ γὰρ τὰ πάθη τοῦ λογισμοῦ κεκρατήκει, τούτοις ἂν ἀπέδομεν τὴν τῆς ἐπικρατείας μαρτυρίαν· 32 Διότι, εάν τα πάθη είχαν κυριαρχήσει επάνω στον λογισμόν, τότε θα είμεθα υποχρεωμένοι να ομολογήσωμεν και να μαρτυρήσωμεν την κυριαρχιαν των αυτήν. 32
33 νυνὶ δὲ τοῦ λογισμοῦ τὰ πάθη νικήσαντος, αὐτῷ προσηκόντως τὴν τῆς ἡγεμονίας προσνέμομεν ἐξουσίαν. 33 Τωρα όμως, αφού ο λογισμός ενίκησε τα πάθη, εις αυτόν απονέμομεν, όπως αρμόζει, την εξουσίαν να ηγεμονεύη. 33
34 καὶ δίκαιόν ἐστιν ὁμολογεῖν ἡμᾶς τὸ κράτος εἶναι τοῦ λογισμοῦ. ὅπου γε καὶ τῶν ἔξωθεν ἀλγηδόνων ἐπικρατεῖ, 34 Και είναι δίκαιον να ομολογώμεν, ότι η δύναμις ανήκει στον ευσεβή λογισμόν, αφού κυριαρχεί και επί των προκαλουμένων από εξωτερικάς αιτίας πόνων. 34
35 ἐπεὶ καὶ γελοῖον· καὶ οὐ μόνον τῶν ἀλγηδόνων ἐπιδείκνυμι κεκρατηκέναι τὸν λογισμόν, ἀλλὰ καὶ τῶν ἡδονῶν κρατεῖν, καὶ μηδὲν αὐταῖς ὑπείκειν. 35 Το αντίθέτον θα ήτο γελοίον. Και δεν αποδεικνύουν μόνον ότι ο λογισμός έχει κυριαρχήσει επάνω στους πόνους, αλλ' ότι κυριαρχεί και επί των ηδονών και ότι δεν υποχωρεί καθόλου εις αυτάς. 35