Παρασκευή, 29 Μαρτίου 2024
Ανατ: 06:15
Δύση: 18:46
Σελ. 20 ημ.
89-277
16ος χρόνος, 5886η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΘΡΗΝΟΙ ΙΕΡΕΜΙΟΥ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 (Δ)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΠΩΣ ἀμαυρωθήσεται χρυσίον, ἀλλοιωθήσεται τὸ ἀργύριον τὸ ἀγαθόν; ἐξεχύθησαν λίθοι ἅγιοι ἀπ' ἀρχῆς πασῶν ἐξόδων. 1 Πως εμαύρισεν ο χρυσός, πως ηλλοιώθη ο εκλεκτός άργυρος ! Εξεχύθησαν και διεσκορπίσθησαν εις τας γωνίας όλων των οδών οι πολύτιμοι ιεροί λίθοι ! 1 Πῶς ἐσκοτείνιασε, ἐμαύρισε τὸ ἀστραφτερὸ χρυσάφι; Πῶς ἔχει ἀλλοιωθῆ τὸ ἐκλεκτὸν ἀσῆμι; Ἐσκορπίσθησαν τὰ πολύτιμα ἱερὰ πετράδια εἰς τὶς γωνίες ὅλων τῶν δρόμων!
2 Υἱοὶ Σιὼν οἱ τίμιοι, οἱ ἐπῃρμένοι ἐν χρυσίῳ, πῶς ἐλογίσθησαν εἰς ἀγγεῖα ὀστράκινα, ἔργα χειρῶν κεραμέως; 2 Τα τέκνα της Σιών, τα πολύτιμα αυτά διαμάντια, ανώτεροι και από τον χρυσόν, πως εθεωρήθησαν ωσάν πήλινα αγγεία, έργα κεραμοποιού και συνετρίβησαν; 2 Τὰ τέκνα τῆς Σιών, οἱ πολυτιμότατοι αὐτοὶ λίθοι, οἱ ἀνώτεροι καὶ ἀπὸ τὸ χρυσάφι, πῶς ἐλογαριάσθησαν καὶ συνετρίβησαν ὡς δοχεῖα εὔθραυστα καὶ χωματένια, ἔργα κατεσκευασμένα ἀπὸ τὰ χέρια κεραμέως;
3 Καί γε δράκοντες ἐξέδυσαν μαστούς, ἐθήλασαν σκύμνοι αὐτῶν· θυγατέρες λαοῦ μου εἰς ἀνίατον ὡς στρουθίον ἐν ἐρήμῳ. 3 Τα μικρά των θηρίων ευρίσκουν την θηλήν του μητρικού μαστού και οι σκύμνοι των λεόντων θηλάζουν το γάλα των μητέρων των. Αι θυγατέρες όμως του λαού μου αποστεωμέναι από την πείναν, ωσάν στρουθία εις την έρημον που δεν ευρίσκουν κόκκον δια να τραφούν, αδυνατούν να γαλουχήσουν τα παιδιά των. 3 Καὶ αὐτὰ ἀκόμη τὰ μικρὰ τῶν δρακόντων «ἀγρίων θηρίων» εὐρίσκουν τὴν θηλὴν τοῦ μαστοῦ τῆς μητέρας των καὶ τὰ μικρὰ λιοντάρια θηλάζουν τὸ γάλα τῆς μητέρας των ἐνῷ οἱ θυγατέρες τὸν λαοῦ μου, σκελετωμένες ἕνεκα τῆς πείνας, ἀδυνατοῦν νὰ θηλάσουν τὰ βρέφη των, διότι εἶναι ὡσὰν τὰ σπουργίτια εἰς τὴν ἔρημον, ποὺ δὲν εὐρίσκουν κανένα κόκκον διὰ νὰ τραφοῦν.
4 ᾿Εκολλήθη ἡ γλῶσσα θηλάζοντες πρὸς τὸν φάρυγγα αὐτοῦ ἐν δίψει· νήπια ᾔτηησαν ἄρτον, ὁ διακλῶν οὐκ ἔστιν αὐτοῖς. 4 Η γλώσσα του θηλάζοντος βρέφους εκολλήθη στον λάρυγγα αυτού από την έλλειψιν γάλακτος. Τα νήπια εζήτησαν ολίγον άρτον και δεν υπάρχει κανείς να κόψη δι'αυτά ένα κομμάτι. 4 Ἡ γλῶσσα τῶν βρεφῶν ποὺ θηλάζουν ἐκόλλησεν εἰς τὸν λάργυγά των ἀπὸ τὴν δίψαν «ἔλλειψιν μητρικοῦ γάλακτος ἢ νεροῦ»· τὰ νήπια ἐζήτησαν ψωμί, δὲν ὑπάρχει ὅμως κανεὶς νὰ κόψῃ ἕνα κόμματι, διὰ νὰ τοὺς δώσῃ.
5 Οἱ ἔσθοντες τὰς τρυφὰς ἠφανίσθησαν ἐν ταῖς ἐξόδοις, οἱ τιθηνούμενοι ἐπὶ κόκκων περιεβάλλοντο κοπρίας. 5 Εκείνοι οι οποίοι ετρυφούσαν εις πολυτελή τραπέζια, εξηφανίσθησαν στους δρόμους. Εκείνοι που είχαν διατραφή και ανατραφή επάνω εις τας πορφυράς, κυλίονται τώρα εις την κόπρον. 5 Οἱ καλομαθημένοι καὶ καλοαναθρεμμένοι ἀπέθαναν εἰς τοὺς δρόμους· ὅσοι εἶχαν ἀνατραφῇ μὲ πλούσια καὶ ἐκλεκτὰ γεύματα εἰς ἐπίσημα τραπέζια, τώρα κυλίονται εἰς τὴν κοπριάν.
6 Καὶ ἐμεγαλύνθη ἀνομία θυγατρὸς λαοῦ μου ὑπὲρ ἀνομίας Σοδόμων τῆς κατεστραμμένης ὥσπερ σπουδῇ, καὶ οὐκ ἐπόνεσαν ἐν αὐτῇ χεῖρας. 6 Αι παρανομίαι της θυγατρός του λαού μου, της Σιών, επληθύνθησαν περισσότερον από τας παρανομίας των Σοδόμων, της πόλεως αυτής, η οποία κατεστράφη αμέσως, χωρίς να κοπιάσουν εναντίον της αι εχθρικαί χείρες. 6 Διότι οἱ παραβάσεις τῶν ἁγίων νόμων τοῦ Θεοῦ ἐκ μέρους τῆς θυγατέρας τοῦ λαοῦ μου, δηλαδὴ τῆς Ἱερουσαλήμ, ἐπληθύνθησαν περισσότερον ἀπὸ τὶς παραβάσεις τῶν κατοίκων τῶν Σοδόμων, τὰ ὁποῖα κατεστράφησαν αἰφνιδίως καὶ ἀμέσως, χωρὶς νὰ τὰ ἐγγίσουν καὶ νὰ τὰ πληγώσουν καὶ χωρὶς νὰ κοπιάσουν διὰ τὴν καταστροφήν των ἀνθρώπινα χέρια, ὅπως ἐκοπίασαν οἱ ἐχθροὶ διὰ τὴν ἅλωσιν καὶ καταστροφὴν τῆς Ἱερουσαλήμ.
7 ᾿Εκαθαριώθησαν Ναζιραῖοι αὐτῆς ὑπὲρ χιόνα, ἔλαμψαν ὑπὲρ γάλα, ἐπυρώθησαν ὑπὲρ λίθους σαπφείρου τὸ ἀπόσπασμα αὐτῶν. 7 Αλλοτε οι Ναζιραίοι της ήσαν καθαροί και κατάλευκοι, περισσότερον από το χιόνι. Ελαμπαν περισσότερον από το γάλα. Η ακτινοβολία των ήτο λαμπρότερα από τας πυρώδεις ακτίνας, που ρίπτει ο σάπφειρος. 7 Ἄλλοτε οἱ Ναζιραῖοι τῆς Ἱερουσαλὴμ ἦσαν ὁλοκάθαροι, περισσότερον λευκοὶ καὶ ἀπὸ τὸ χιόνι, ἔλαμπαν μὲ τὴν λευκότητά των περισσότερον ἀπὸ τὸ γάλα· ἡ ἀκτινοβολία των ἦταν ἰσχυρότερη καὶ φωτεινότερη ἀπὸ ἐκείνην ποὺ ἐκπέμπει ὁ πολύτιμος λίθος σάπφειρος «ζαφείρι».
8 ᾿Εσκότασεν ὑπὲρ ἀσβόλην τὸ εἶδος αὐτῶν, οὐκ ἐπεγνώσθησαν ἐν ταῖς ἐξόδοις· ἐπάγη δέρμα αὐτῶν ἐπὶ τὰ ὀστέα αὐτῶν, ἐξηράνθησαν, ἐγενήθησαν ὥσπερ ξύλον. 8 Τωρα όμως η μορφή των έγινε περισσότερον σκοτεινή και μελανή από την καπνιάν. Αγνώριστοι κατήντησαν στους δρόμους της ζωής των. Εκόλλησε το δέρμα των επάνω εις τα κόκκαλά των. Εξηράνθησαν, έγιναν ώσαν το ξύλον. 8 Τώρα ὅμως ἡ ἄλλοτε φωτεινὴ ὄψις των «τῶν Ναζιραίων» ἔγινε σκοτεινὴ καὶ μαύρη περισσότερον ἀπὸ τὴν καπνιά, κατήντησαν ἀγνώριστοι εἰς τοὺς δρόμους· ἐσκελετώθησαν, τὸ δέρμα των ἐκόλλησεν εἰς τὰ ὀστᾶ των, ἐκοκκάλιασαν, ἔγιναν ὅπως τὰ ξηρὰ ξύλα.
9 Καλοὶ ἦσαν οἱ τραυματίαι ρομφαίας ἢ οἱ τραυματίαι λιμοῦ· ἐπορεύθησαν ἐκκεκεντημένοι ἀπὸ γεννημάτων ἀγρῶν. 9 Κερδισμένοι ήσαν αυτοί, που έπεσαν εν στόματι ρομφαίας, παρά εκείνοι οι οποίοι αποθνήσκουν από την πείναν. Υπέκυψαν κατεξηντλημένοι εξ αιτίας της ελλείψεως προϊόντων του αγρού. 9 Ἦσαν εὐτυχέστεροι ὅσοι ἐφονεύθησαν μὲ τὸ πλατὺ καὶ μεγάλο ἀμφίστομον σπαθὶ τοῦ ἐχθροῦ, ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἀπέθαναν ἀπὸ τὴν πεῖναν. Ἔλειωσαν, ἐξηντλήθησαν καὶ ἀπέθαναν λόγῳ ἐλλείψεως ἀγροτικῶν προϊόντων.
10 Χεῖρες γυναικῶν οἰκτριρμόνων ἥψησαν τὰ παιδία αὐτῶν, ἐγενήθησαν εἰς βρῶσιν αὐταῖς ἐν τῷ συννντρίμματι τῆς θυγατρὸς τοῦ λαοῦ μου. 10 Τρυφεραί και στοργικαί γυναίκες έψησαν με τα ίδια των τα χέρια τα παιδιά των, τα έκαμαν φαγητόν των κατά το διάστημα της συντριβής και της ταλαιπωρίας της θυγατρός του λαού μου, της Σιών. 10 Στοργικές, εὐσπλαγχνικὲς γυναῖκες ἔψησαν μὲ τὰ χέρια των τὰ παιδιά των, τὰ ὁποῖα καὶ ἀπετέλεσαν τὴν τροφήν των κατὰ τὴν ἅλωσιν καὶ τὴν καταστροφὴν τῆς θυγατέρας τοῦ λαοῦ μου, τῆς Ἱερουσαλήμ.
11 Συνετέλεσε Κύριος θυμὸν αὐτοῦ, ἐξέχεε θυμὸν ὀργῆς αὐτοῦ καὶ ἀνῆψε πῦρ ἐν Σιών, καὶ κατέφαγε τὰ θεμέλια αὐτῆς. 11 Ωλοκλήρωσεν ο Κυριος τον θυμόν του εναντίον μας. Αδειασε τον θυμόν της οργής του εναντίον μας και ήναψε φωτιάν καταστροφής εις την Σιών, η οποία και την κατέφαγε μέχρι των θελεμίων της. 11 Ἔφερεν εἰς πέρας, ἐξήντλησεν ὁ Κύριος τὸν θυμόν του, ἐξεθύμανε ἀπὸ τὴν δικαίαν ὀργήν του καὶ ἄναψε φωτιὰ εἰς τὴν Σιών, ἡ ὁποία καὶ κατέφαγε τὰ θεμέλιά της.
12 Οὐκ ἐπίστευσαν βασιλεῖς γῆς, πάντες οἱ κατοικοῦντες τὴν οἰκουμένην, ὅτι εἰσελεύσεται ἐχθρὸς καὶ ἐκθλίβων διὰ τῶν πυλῶν ῾Ιερουσαλήμ. 12 Οι βασιλείς της γης και όλοι οι κάτοικοι της οικουμένης δεν επίστευσαν, ότι θα εισήρχετο ο εχθρός, ο δυνάστης, δια μέσου των πυλών της Ιερουσαλήμ. 12 Οἱ βασιλεῖς τῆς γῆς οὐδέποτε ἐπίστευσαν, ὅπως ἐπίσης καὶ οἱ κάτοικοι τῆς οἰκουμένης, ὅτι ἦταν δυνατὸν νὰ εἰσέλθῃ ἐχθρὸς καὶ πολέμιος καταπιεστὴς διὰ τῶν πυλῶν τῆς Ἱερουσαλήμ.
13 ᾿Εξ ἁμαρτιῶν προφητῶν αὐτῆς, ἀδικιῶν ἱερέων αὐτῆς τῶν ἐκχεόντων αἷμα δίκαιον ἐν μέσῳ αὐτῆς. 13 Αυτό έγινεν από τας αμαρτίας των ψευδοπροφητών, από τας αδικίας των ιερέων της, οι οποίοι έχυναν αίμα δικαίων ανθρώπων μέσα εις αυτήν. 13 Οἱ συμφορὲς αὐτὲς προεκλήθησαν λόγῳ τῶν ἁμαρτιῶν τῶν ψευδοπροφητῶν τῆς Ἱερουσαλὴμ καὶ τῶν ἀδικιῶν τῶν ἱερέων της, οἱ ὁποῖοι ἔχυναν τὸ αἷμα τῶν δικαίων εἰς τὸ μέσον τῆς πόλεως.
14 ᾿Εσαλεύθησαν ἐγρήγοροι αὐτῆς ἐν ταῖς ἐξόδοις, ἐμολύνθησαν ἐν αἵματι· ἐν τῷ μὴ δύνασθαι αὐτοὺς ἥψαντο ἐνδυμάτων αὐτῶν. 14 Συνεκλονίσθησαν, εκυριεύθησαν από τρόμον οι φρουροί της καθώς γυρίζουν στους δρόμους· εμολύνθησαν από αίματα. Δεν ημπορούσαν να εγγίσουν τα μολυσμένα από το αίμα ενδύματα των. 14 Ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ἔπρεπε νὰ ἀγρυπνοῦν καὶ νὰ τὴν φρουροῦν συνεκλονίσθησαν, ἐπανικοβλήθησαν, καθὼς περιπλανῶνται περιφρονημένοι εἰς τοὺς δρόμους· ἐμολύνθησαν ἀπὸ τὰ αἵματα τῶν ἀθώων θυμάτων των. Προκειμένου νὰ τοὺς σύρουν πρὸς τὸν τάφον, ἐπειδὴ δὲν ἠμποροῦσαν νὰ τοὺς ἐγγίσουν διότι ἦσαν μολυσμένοι «νομικῶς ἀκάθαρτοι», τοὺς ἔπιασαν καὶ τοὺς ἔσυραν ἀπὸ τὰ ἐνδύματά των «ἤ, κατ’ ἄλλην ἑρμηνείαν: Ἐπειδὴ ἦσαν μολυσμένοι μὲ αἷμα, ὅ,τι δὲν ἔπρεπε νὰ ἐγγίσουν τὸ ἐγγίζουν μὲ τὰ ἐνδύματά των ἤ, κατ’ ἄλλους: Ἦσαν μολυσμένοι μὲ αἷμα, ἔτσι ὥστε κανεὶς δὲν ἐτολμοῦσε νὰ ἐγγίσῃ τὰ ροῦχα των».
15 ᾿Απόστητε ἐκαθάρτων -καλέσατε αὐτούς- ἀπόστητε, ἀπόστητε, μὴ ἅπτεσθε, ὅτι ἀνήφθησαν καί γε ἐσαλεύθησαν· εἴπατε ἐν τοῖς ἔθνεσιν· οὐ μὴ προσθῶσι τοῦ παροικεῖν. 15 Φωνάξατε προς αυτούς· φύγετε και φυλαχθήτε από τα ακάθαρτα. Απομακρυνθήτε, απομακρυνθήτε, μη εγγίζετε· φωτιά έχει αναφθή. Κατελήφθησαν από τρόμον. Είπατε και ας μάθουν τα έθνη· δεν θα ανθέξουν και δεν τους είναι πλέον δυνατόν να μείνουν μεταξύ των ξένων εθνών. 15 Ὁ λαὸς φωνάζει δι' αὐτοὺς πρὸς τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους: «Φυλαχθῆτε, σταθῆτε μακριὰ ἀπὸ τοὺς νομικῶς ἀκαθάρτους! Φυλαχθῆτε! φυλαχθῆτε! ἀπομακρυνθῆτε! μὴ ἐγγίζετε!» Διότι φωτιὰ ἔχει ἀναφθῇ καὶ ἔχουν ἐπίσης συγκλονισθῇ, τρικλίζουν. Εἴπατε καὶ ἂς τὸ πληροφορηθοῦν τὰ ἔθνη: Δὲν θὰ ἀνθέξουν, δὲν θὰ τοὺς ἐπιτρέπεται πλέον νὰ παραμένουν ἔστω καὶ μεταξὺ τῶν εἰδωλολατρικῶν ἐθνῶν!
16 Πρόσωπον Κυρίου μερὶς αὐτῶν, οὐ προσθήσει ἐπιβλέπψαι αὐτοῖς· πρόσωπον ἱερέων οὐκ ἔλαβον, πρεσβύτας οὐκ ἠλέησαν. 16 Ο Κυριος ήτο άλλοτε η έλπις και η κληρονομία των. Αυτός όμως δεν πρόκειται πλέον να επιβλέψη με ευμένειαν εις αυτούς και να τους βοηθήση. Πρόσωπα των ιερέων δεν τα εσεβάσθησαν, τους γέροντας δεν τους ελυπήθησαν. 16 Διότι ὁ Κύριος ἦταν ἡ κληρονομία, ἡ ἐλπίδα καὶ τὸ στήριγμά των «ἐνῷ τώρα τοὺς ἀπώθησε». Δὲν θὰ ἐπιβλέψῃ πλέον μὲ εὐμενὲς βλέμμα πρὸς αὐτούς, διὰ νὰ τοὺς βοηθήσῃ. Τὰ πρόσωπα τῶν εὐσεβῶν ἱερέων δὲν τὰ ἐσεβάσθησαν «οἱ ἐχθροί, ἢ ὁ λαός, ἤ οἱ ἀσεβεῖς ἱερεῖς καὶ ψευδοπροφῆται», τοὺς δὲ ἐναρέτους γέροντας δὲν τοὺς ἐλυπήθησαν.
17 ῎Ετι ὄντων ἡμῶν ἐξέλιπον οἱ ὀοφθαλμοὶ ἡμῶν εἰς τὴν βοήθειαν ἡμῶν μάταια· ἀποσκοπευόντων ἡμῶν ἀπεσκοπεύσαμεν εἰς ἔθνος οὐ σῷζον. 17 Ενῷ ακόμη είμεθα ελεύθεροι, έσβησαν τα μάτια μας από τα δάκρυα, καθ' ον χρόνον εζητούσαμεν, αλλά ματαίως, βοήθειαν. Εστρέφαμεν τα μάτια μας και παρετηρούσαμεν με προσοχήν προς έθνος, από το οποίον όμως καμμίαν βοήθειαν και σωτηρίαν δεν ελάβομεν. 17 Ἐνῷ ἀκόμη ἤμεθα ἐλεύθεροι, καὶ πρὶν ἀκόμη καταληφθῶ καὶ καταστραφῇ ἡ Ἱερουσαλήμ, ἔσβησαν τὰ μάτια μας ἀπὸ τὰ πολλὰ δάκρυα, ἐνῷ ἀνεμέναμε ματαίως βοήθειαν. Ὡσὰν ἄλλοι σκοποὶ εἰς τὴν σκοπιάν των, εἴχαμε ἐπιμόνως στραμμένη τὴν προσοχήν μας πρὸς ἕνα ἔθνος «τὸ Αἰγυπτιακόν», τὸ ὁποῖον ὅμως καμμίαν βοήθειαν δὲν ἤθελε, ἀλλ' οὔτε καὶ ἦταν δυνατὸν νὰ μᾶς προσφέρῃ.
18 ᾿Εθηρεύσαμεν μικροὺς ἡμῶν τοῦ μὴυ προεύεσθαι ἐν ταῖς πλατείαις ἡμῶν· 18 Ωσάν άγρυπνοι κυνηγοί παρηκολουθούσαμεν με προσοχήν τα μικρά μας παιδιά, να μη κυκλοφορούν εις τας πλατείας μας. 18 Ὡσὰν ἄγρυπνοι κυνηγοὶ παρακολουθούσαμε μὲ πολλὴν προσοχὴν τὰ μικρά μας παιδιά, διὰ νὰ μὴ κυκλοφοροῦν εἰς τὶς πλατεῖες μας καὶ φονευθοῦν «διότι οἱ Βαβυλώνιοι ἔρριχναν τὰ βέλη των μέσα εἰς τὴν πόλιν ἀπὸ τὶς ὑψηλὲς πολιορκητικὲς μηχανὲς ποὺ ἔστησαν γύρω - γύρω ἀπὸ τὰ τείχη τῆς Ἱερουσαλήμ».
19 ἤγγικεν ὁ καιρὸς ἡμῶν, ἐκπληρώθησαν αἱ ἡμέραι ἡμῶν, πάρεστιν ὁ καιρὸς ἡμῶν. Κοῦφοι ἐγένοντο οἱ διώκοντες ἡμᾶς ὑπὲρ ἀετοὺς οὐρανοῦ, ἐπὶ τῶν ὀρέων ἐξέπτησαν, ἐν ἐρήμῳ ἐνύδρευσαν ἡμᾶς. 19 Διότι είχε φθάσει πλέον ο καιρός της τιμωρίας μας. Συνεπληρώθησαν αι ημέραι της μοοκροθυμίας του Θεού και της ζωής ημών. Εφθασεν ο καιρός της θείας οργής. Ταχύτατοι εγιναν οι εχθροί, οι οποίοι μας κατεδίωκαν. Εφευγαν ταχύτερον από τους αετούς του ουρανού. Επέταξαν επάνω εις τα όρη, μας έστησαν ενέδρας εις ερημικούς τόπους. 19 Ἐπλησίασεν ὁ καιρὸς τῆς τιμωρίας μας, συνεπληρώθησαν οἱ ἡμέρες τῆς θείας μακροθυμίας καὶ τῆς ζωῆς μᾶς, ἔφθασεν ὁ καιρὸς διὰ νὰ ἐκσπάσῃ ἡ δικαία ὀργὴ τοῦ Θεοῦ ἐναντίον μας. Οἱ ἐχθροί, οἱ ὁποῖοι μᾶς ἐδίωκαν, ἔγιναν ταχύτατοι, περισσότερον ταχεῖς καὶ ἀπὸ τοὺς ἀετοὺς τοῦ οὐρανοῦ· ἐπέταξαν ἐπάνω εἰς τὰ ὅρη, μᾶς ἔστησαν ἐνέδρες εἰς τόπους ἐρημικούς.
20 Πνεῦμα προσώπου ἡμῶν χριστὸς Κυρίου συνελήφθη ἐν ταῖς διαφθοραῖς αὐτῶν, οὗ εἴπαμεν· ἐν τῇ σκιᾷ αὐτοῦ ζησόμεθα ἐν τοῖς ἔθνεσι. 20 Η πνοή του προσώπου μας, ο άρχων χρισμένος από τον Κυριον, ο βασιλεύς μας, συνελήφθη εις τας καταστρεπτικάς εκείνων ενέδρας. Δια τον βασιλέα μας είχαμεν ελπίσει και είπαμε· κάτω από την σκέπην του θα ζήσωμεν ανάμεσα εις τα άλλα έθνη. 20 Ἡ πνοὴ τοῦ προσώπου μας «αὐτὸς ποὺ εἶναι ἡ ζωὴ τοῦ ἔθνους μας», ὁ βασιλιᾶς μας «Σεδεκίας», ὁ ὁποῖος ἔχει χρισθῆ ἀπὸ τὸν Κύριον, συνελήφθη εἰς τὶς ὀλέθριες παγίδες ποὺ τοῦ ἔστησαν οἱ ἐχθροί. Διὰ τὸν βασιλιᾶ μας αὐτὸν εἴχαμε εἰπεῖ: «Κάτω ἀπὸ τὴν σκέπην καὶ τὴν προστασίαν του θὰ ζήσωμεν «εὑρισκόμενοι» μεταξὺ τῶν ἄλλων ἐθνῶν».
21 Χαῖρε καὶ εὐφραίνου, θύγατερ ᾿Ιδουμαίας ἡ κατοικοῦσα ἐπὶ γῆς· καί γε ἐπὶ σὲ διελε‘ύσεται τὸ ποτήριον Κυρίου καὶ μεθυσθήσῃ καὶ ἀποχεεῖς. 21 Ο λαός της Ιδουμαίας, που κατοικεί την χώραν αυτήν, ας χαίρη και ας ευφραίνεται δια την καταστροφήν μας ! Μαθε όμως, ότι το ποτήριον της οργής του Κυρίου θα, έλθη και εις σέ. Θα μεθύσης από την πικρίαν του και θα το εμέσης. 21 Χαῖρε καὶ εὐφραίνου, θυγατέρα τῆς Ἰδουμαίας «λαὲ τῆς Ἰδουμαίας», ποὺ κατοικεῖς εἰς τὴν χώραν αὐτήν· πανηγύριζε εὐφρόσυνα διὰ τὴν καταστροφὴν ἠμῶν τῶν Ἰουδαίων! Ἀλλὰ θὰ ἔλθῃ ὁπωσδήποτε καὶ εἰς σὲ τὸ ποτήριον τῆς ὀργῆς τοῦ Κυρίου· θὰ μεθύσῃς ἀπὸ τὴν ὑπερβολὴν τῶν δεινῶν ποὺ θὰ σὲ κτυπήσουν, καὶ θὰ ἐμέσης τὸ ποτήριον τοῦτο! «ἤ, κατὰ τὸ Ἑβραϊκόν: Θὰ μεθύσῃς καὶ θὰ γυμνωθῇς, ἐκτεθειμένη εἰς κοινὴν περιφρόνησιν!»
22 ᾿Εξέλιπεν ἡ ἀνομία σου, θύγατερ Σιών, οὐ προσθήσει τοῦ ἀποικίσαι σε. ἐπεσκέψατο ἀνομίας σου, θύγατερ ᾿Εδώμ· ἀπεκάλυψεν ἐπὶ τὰ ἀσεβήματά σου. 22 Θυγάτηρ Σιών, έλλειψε και εξηφανίσθη η παρανομία σου. Δεν θέλει ο Κυριος να τταροικής εξόριστος πλέον εις λαούς ξένους. Ο Κυριος επεσκέφθη και σέ, ω κόρη της Ιδουμαίας, αλλά δια να σε τιμωρήση. Εφερεν εις φως τας ασεβείας σου. 22 Ἐξιλεώθη τώρα ἡ ἁμαρτία σου, ἐξηφανίσθη, θυγατέρα μου Σιών! Ὁ Κύριος δὲν θὰ σὲ τιμωρήσῃ πλέον μὲ ἐξορίαν, ὥστε νὰ παροικῇς εἰς ξένην χώραν. Ἀλλ' ὁ Κύριος ἐπεσκέφθη καὶ σέ, θυγατέρα τῆς Ἰδουμαίας, διὰ νὰ σὲ τιμωρήσῃ διὰ τὶς ἁμαρτίες καὶ τὴν χαιρεκακίαν σου εἰς βάρος τῆς Ἱερουσαλήμ! Ὁ Κύριος ἀπεκάλυψε καὶ ἐφανέρωσε τὶς ἀσέβειές σου.