Σάββατο, 20 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:43
Δύση: 20:06
Σελ. 12 ημ.
111-255
16ος χρόνος, 5908η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΘΡΗΝΟΙ ΙΕΡΕΜΙΟΥ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 (Γ)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΕΓΩ ἀνὴρ ὁ βλέπων πτωχείαν ἐν ράβδῳ θυμοῦ αὐτοῦ ἐπ' ἐμέ· 1 Εγώ είμαι ενας άνθρωπος, ο οποίος εγνωριζα την αθλιότητα υπό τα κτυπήματα της οργής του Κυρίου. 1 Εγὼ εἶμαι ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος ἔχει δοκιμασθῇ καὶ ἐξοικειωθῇ μὲ τὸν πόνον καὶ τὴν θλῖψιν κάτω ἀπὸ τὰ κτυπήματα, ποὺ μοῦ ἐπέφερεν ὁ θυμὸς τοῦ Κυρίου.
2 παρέλαβέ με καὶ ἀπήγαγέ με εἰς σκότος καὶ οὐ φῶς, 2 Με παρέλαβε και με ωδήγησεν όχι στο φως, αλλά στο σκότος. 2 Μὲ παρέλαβε καὶ μὲ ὡδήγησεν εἰς τὸ σκοτάδι «τὴν δυστυχίαν καὶ τὸν πόνον» καὶ ὄχι εἰς τὸ φῶς.
3 πλὴν ἐν ἐμοὶ ἐπέστρεψε χεῖρα αὐτοῦ ὅλην τὴν ἡμέραν. 3 Εναντίον μου έστρεψε την τιμωρόν δεξιάν του όλας τας ημέρας. 3 Ἐναντίον μου καὶ ὄχι ἐναντίον κανενὸς ἄλλου ἔστρεψε τὸ τιμωρητικὸν του χέρι ἐπανειλημμένως, καθ' ὅλην τὴν ἡμέραν.
4 ᾿Επαλαίωσε σάρκα μου καὶ δέρμα μου, ὀστέα μου συνέτριψεν· 4 Εμαύρισε με τα κτυπήματα και έφθειρε την σάρκα μου και το δέρμα μου. Συνέτριψε τα κόκκαλά μου. 4 Μὲ τὰ κτυπήματα ποὺ μοῦ κατέφερε καὶ τὶς πληγὲς ἔχει μελανιάσει, ἔχει φθείρει τὴν σάρκα μου καὶ τὸ δέρμα μου· συνέτριψε τὰ ὀστά μου.
5 ἀῳκοδόμησε κατ' ἐμοῦ καὶ ἐκύκλωσε κεφαλήν μου καὶ ἐμόχθησεν, 5 Κατεσκεύασε και έβαλεν επάνω μου βαρύν ζυγόν. Συνέσφιξε την κεφαλήν μου και την έκαμε να δοκιμάση πόνον και μόχθον. 5 Ἔκτισε γύρω - γύρω ἀπὸ ἐμὲ πρόχωμα «ὅπως αὐτοὶ ποὺ ἀποκλείουν καὶ πολιορκοῦν τὶς πόλεις» καὶ συνέσφιγξεν ὡσὰν εἰς κλοιὸν τὴν κεφαλήν μου, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ δοκιμάσῃ αὐτὴ πολὺν πόνον καὶ κόπον.
6 ἐν σκοτεινοῖς ἐκάθισέ με ὡς νεκροὺς αἰῶνος. 6 Με εκάθισεν εις σκοτεινούς τόπους, όπως και όπου είναι οι απ' αρχαιοτάτων χρόνων νεκροί. 6 Μὲ ἔκαμε νὰ καθήσω εἰς τὸν σκοτεινὸν τῆς μαύρης συμφορᾶς Ἅδην, ὅπου λησμονημένος καὶ ἐγκαταλελειμμένος κινδυνεύω νὰ ἀποθάνω, ὅπως οἱ νεκροὶ ποὺ ἀπέθαναν πρὶν ἀπὸ πολλὰ χρόνια καὶ τοὺς ὁποίους οὐδεὶς πλέον ἐνθυμεῖται.
7 ᾿Ανῳκοδόμησε κατ' ἐμοῦ, καὶ οὐκ ἐξελεύσομαι, ἐβάρυνε χαλκόν μου· 7 Υψωσε ολόγυρά μου φραγμόν, από όπου δεν ημπορώ να εξέλθω. Βαρειές είναι αι χάλκινες χειροπέδες μου. 7 Μὲ περιέφραξε γύρω - γύρω καὶ μὲ ἀπεμόνωσεν, ὥστε νὰ μὴ ἠμπορῶ νὰ ἐξέλθω· μὲ καταπιέζει μὲ βαρειὲς χάλκινες ἁλυσίδες εἰς τὰ χέρια.
8 καί γε κεκράξομαι καὶ βοήσω, ἀπέφραξε προσευχήν μου· 8 Και όταν άκομα κράζω προς αυτόν και βοώ ζητών την βοήθειάν του, αυτός μου σταματά την προσευχήν· δεν την δέχεται. 8 Ἀκόμη καὶ ὅταν φωνάξω δυνατὰ καὶ βοήσω πρὸς Αὐτὸν διὰ βοήθειαν, μοῦ κλείει τὸ στόμα καὶ δὲν δέχεται τὴν προσευχήν μου.
9 ἀνῳκοδόμησεν ὁδούς μου, ἐνέφραξε τρίβους μου, ἐτάραξεν. 9 Εκλεισε με τείχος ολόγυρα τους δρόμους μου, Εφραξε τας διαβάσεις μου, με συνεκλόνισε με τας θλίψεις και τους πόνους. 9 Ὕψωσε τεῖχος γύρω - γύρω ἀπὸ τοὺς δρόμους μου, ἔφραξε καὶ ἀπέκλεισε τὰ μονοπάτιά μου· μὲ συνετάραξε λόγῳ τῶν θλίψεων καὶ τῶν δοκιμασιῶν, ποὺ ἐπέτρεψε νὰ μὲ κτυπήσουν.
10 ῎Αρκος ἐνεδρεύουσα αὐτός μοι, λέων ἐν κρυφαίοις· 10 Εγινεν εις εμέ ο Κυριος ωσάν παραμονεύουσα άρκτος, άγρυπνος λέων εις κρύφους τόπους. 10 Δι’ ἐμὲ ὁ Κύριος ἔγινε ὡσὰν ἀρκούδα, ἡ ὁποία παραμονεύει τὸ θήραμά της, καὶ ὡσὰν λιοντάρι, τὸ ὁποῖον καραδοκεῖ εἰς κρυφοὺς τόπους ἄγρυπνον κατὰ τοῦ θύματός του.
11 κατεδίωξεν ἀφεστηκότα καὶ κατέπαυσέ με, ἔθετό με ἠφανισμένην. 11 Με κατεδίωξε, καθώς έφευγα μακράν, και με συνέλαβε. Με εσταμάτησε, με εξηφάνισε κάτω από τα πλήγματα της θείας του δικαιοσύνης. 11 Μὲ κατεδίωξε, καθὼς ἔτρεχα νὰ φύγω μακριά, μὲ ἐπρόφθασε, μὲ ἐσταμάτησε καὶ μὲ συνέλαβε· μὲ ἐκτύπησε καὶ μὲ ἐξαφάνισε.
12 ἐνέτεινε τόξον αὐτοῦ καὶ ἐστήλωσέ με ὡς σκοπὸν εἰς βέλος. 12 Ετέντωσε το τόξον του, με έστησεν ως στόχον εις τα βέλη του. 12 Ἐτέντωσε τὸ τόξον του καὶ μὲ ἔστησεν ὡς στόχον διὰ τὰ βέλη του.
13 Εἰσήγαγεν ἐν τοῖς νεφροῖς μου ἰοὺς φαρέτρας αὐτοῦ· 13 Εφύτευσεν εις τα νεφρά μου τα δηλητηριασμένα βέλη της φαρέτρας του. 13 Ἐξετόξευσε καὶ ἐφύτευσε μέσα εἰς τὰ νεφρά μου τὰ ἀλειμμένα μὲ θανατηφόρον δηλητήριον βέλη τῆς φαρέτρας του.
14 ἐγενήθην γέλως παντὶ λαῷ μου, ψαλμὸς αὐτῶν ὅλην τὴν ἡμέραν· 14 Εγινα περίγελως εις όλον τον λαόν μου, ειρωνικόν τραγούδι των όλας τας ημέρας. 14 Ἔγινα ἀντικείμενον γέλωτος καὶ χλευασμοῦ εἰς ὅλον τὸν λαόν μου, εἰρωνικὸν τραγούδι των ὅλην τὴν ἡμέραν.
15 ἐχόρτασέ με πικρίας, ἐμέθυσέ με χολῆς. 15 Με εχόρτασεν από πικρίας, με επότισε και με εμέθυσεν από κατάπικρον χολήν. 15 Μὲ ἐχόρτασεν ἀπὸ πικρίαν, μὲ ἐπότισε καὶ μὲ ἐμέθυσεν ἀπὸ κατάπικρη χολήν.
16 Καὶ ἐξέβαλε ψήφῳ ὀδόντας μου, ἐψώμισέ με σποδόν· 16 Εσπασε με χαλίκια τα δόντια μου και μου τα έβγαλε. Μου έδωκεν αντί άρτου στάκτην. 16 Ἔσπασε τὰ δόντια μου μὲ μικρὴ πέτρα «χαλίκι» καὶ μοῦ τὰ ἔβγαλε· μοῦ ἔδωκε δὲ ἀντὶ ψωμί, στάκτην!
17 καὶ ἀπώσατο ἐξ εἰρήνης ψυχήν μου, 17 Εδίωξε την ειρήνην από την ζωήν μου. 17 Μοῦ ἐστέρησε τὴν εἰρήνην, τὴν ἀπεμάκρυνεν ἀπὸ τὴν ζωήν μου·
18 ἐπελαθόμην ἀγαθά, καὶ εἶπα· ἀπώλετο νῖκός μου καὶ ἡ ἐλπίς μου ἀπὸ Κυρίου. 18 Και εις αυτήν την θλιβεράν κατάστασιν ευρισκόμενος ελησμόνησα, ότι υπάρχουν αγαθά εις την γην και είπα· Εχάθη πλέον από εμέ οριστικώς η νίκη μου κατά των συμφορών και των εχθρών, και η έλπίς μου από τον Κυριον. 18 ἐλησμόνησα τὰ ἀγαθὰ καὶ τὶ εἶναι εὐτυχία καὶ εἶπα κατ' ἐμαυτόν: «Ἐχάθη πλέον ὁριστικῶς ἡ νίκη μου κατὰ τῶν συμφορῶν καὶ τῶν ἐχθρῶν, καὶ κάθε ἐλπίδα μου ποὺ ἐστήριζα εἰς τὸν Κύριον».
19 ᾿Εμνήσθην ἀπὸ πτωχείας μου καὶ ἐκδιωγμοῦ μου πικρίας καὶ χολῆς μου. 19 Βυθισμένος εις τας θλίψεις και στους διωγμούς μου σκέπτομαι και ξανασκέπτομαι τας πικρίας μου, τας συμφοράς μου, που είναι πικραί όπως η χολή. 19 Εἰς τὴν ἀπελπιστικὴν αὐτὴν κατάστασιν σκέπτομαι συνεχῶς, λόγῳ τῆς ἀθλιότητος, τοῦ πόνου καὶ τῶν διωγμῶν μου, μόνον δυστυχίες καὶ συμφορές, οἱ ὁποῖες εἶναι κατάπικρες, ὅπως ἡ χολή.
20 μνησθήσεται καὶ καταδολεσχήσει ἐπ' ἐμὲ ἡ ψυχή μου· 20 Αυτά πάντοτε αναλογίζομαι, με αυτά ασχολείται συνεχώς η ψυχή μου. 20 Αὐτὰ ἐνθυμοῦμαι συνεχῶς καὶ γύρω ἀπὸ αὐτὰ συγκεντρώνω τὴν διάνοιάν μου καὶ τὰ μελετῶ κατ' ἐμαυτόν.
21 ταύτην τάξω εἰς τὴν καρδίαν μου, διὰ τοῦτο ὑπομενῶ. 21 Αυτήν την θλίψιν ανακαλώ συνεχώς εις την καρδίαν μου· δια την απαλλαγήν μου από αυτήν δεικνύω υπομονήν και έχω ελπίδα. 21 Τὴν ἐνθύμησιν αὐτὴν τῆς ἀκριβοῦς γνώσεως τῆς καταστάσεώς μου θὰ ἐναποθέσω εἰς τὴν καρδίαν μου καὶ θὰ ὑπομείνω τὴν παιδαγωγίαν τοῦ Θεοῦ μὲ ἐλπίδα εἰς τὸ ἔλεός του.
22 Τὰ ἐλέη Κυρίου, ὅτι οὐκ ἐξέλιπέμε, ὅτι οὐσυνετελέσθησαν οἱ οἰκτιρμοὶ αὐτοῦ· μῆνας εἰς τὰς πρωΐας ἐλέησον, Κύριε, ὅτι οὐ συνετελέσθημεν, ὅτι οὐ συνετελέσθησαν οἱ οἰκτιρμοὶ αὐτοῦ. 22 Εις τα ελέη του Κυρίου ελπίζω, διότι αυτά δεν με εγκατέλειψαν. Δεν εξηντλήθησαν οι οικτιρμοί του. Καθε ημέραν όλους αυτούς τους μήνας κράζω· ελέησέ με, Κυριε, διότι ούτε ημείς εχάθημεν ούτε οι οικτιρμοί σου εξηντλήθησαν. 22 Διότι ἀσφαλῶς τὰ ἐλέη καὶ ἡ εὐσπλαγχνία τοῦ Θεοῦ δὲν ἔπαυσαν νὰ ἐκδηλώνωνται πρὸς Ἐμέ, ἐπειδὴ δὲν ἐξηντλήθησαν οἱ οἰκτιρμοί του. Κάθε ἡμέραν ὅλους τοὺς μῆνες φωνάζω καὶ ἱκετεύω, Κύριε, ἐλέησον, διότι οὔτε ἐμεῖς ἐχαθήκαμε ἐντελῶς, ἀλλ’ οὔτε καὶ οἱ οἰκτιρμοὶ καὶ ἡ εὐσπλαγχνία σου ἐξηντλήθησαν.
23 καινὰ εἰς τὰς πρωΐας, πολλὴ ἡ πίστις σου. 23 Καθ' έκαστην πρωΐαν νέα ελέη εξαποστέλλεις· μεγάλη είναι η αξιοπιστία σου, Κυριε. 23 Κάθε πρωῒ στέλλεις καινούργια ἐλέη καὶ οἰκτιρμούς· ἡ ἀξιοπιστία σου, Κύριε, εἶναι πολὺ μεγάλη.
24 μερίς μου Κύριος, εἶπεν ἡ ψυχή μου· διὰ τοῦτο ὑπομενῶ αὐτῷ. 24 Το μερίδιον της κληρονομίας μου είναι ο Κυριος, έτσι είπεν η ψυχή μου. Δα τούτο υπομένω και περιμένω από Αυτόν σωτηρίαν. 24 Δὲν ἔχω ἄλλο καταφύγιον, εἰς τὸ ὁποῖον νὰ προσφύγω· μερίδιον τῆς κληρονομίας μου εἶναι ὁ Κύριος, εἶπεν ἡ ψυχή μου. Διὰ τοῦτο θὰ περιμένω τὴν σωτηρίαν μὲ πολλὴν ὑπομονὴν καὶ ἔχων ἀκράδαντον ἐλπίδα εἰς τὴν βοήθειαν τοῦ Κυρίου.
25 ᾿Αγαθὸς Κύριος τοῖς ὑπομένουσιν αὐτόν, ψυχὴ ἣ ζητήσει αὐτὸν ἀγαθὸν 25 Αγαθός και ευεργετικός είναι ο Κυριος εις εκείνους, οι οποίοι δεικνύουν υπομονήν, προς αυτόν. Ψυχή δέ, η οποία θα ζητήση με πίστιν κάτι το αγαθόν από αυτόν 25 Ὁ Κύριος εἶναι ἀγαθὸς καὶ εὐεργετικὸς εἰς ἐκείνους οἱ ὁποῖοι τὸν ὑπομένουν καὶ τὸν ἐμπιστεύονται· ἡ ψυχὴ ἐκείνη ποὺ θὰ τὸν ἀναζητήσῃ ὡς ἀγαθόν «ἤ, κατ’ ἄλλην ἑρμηνείαν: Θὰ ζητήσῃ ἀπὸ αὐτὸν μὲ πίστιν κάποιο ἀγαθόν»,
26 καὶ ὑπομεννεῖ καὶ ἡσυχάσει εἰς τὸ σωτήριον Κυρίου. 26 και θα δείξη υπομονήν, θα εύρη ανάπαυσιν και ειρήνην εις την σωτηρίαν της εκ μέρους του Κυρίου. 26 θὰ δείξῃ ὑπομονήν, καὶ ἀνάπαυσιν θὰ εὕρῃ εἰς τὴν σωτηρίαν τῆς ἐκ μέρους τοῦ Κυρίου.
27 ἀγαθὸν ἀνδρί, ὅταν ἄρῃ ζυγὸν ἐν νεότητι αὐτοῦ. 27 Είναι καλόν δια τον άνθρωπον, όταν σηκώνη με πίστιν και υπομονήν τον ζυγόν των θλίψεων από την νεότητα του. 27 Εἶναι καλόν, χρήσιμον καὶ ὠφέλιμον διὰ τὸν ἄνθρωπον νὰ σηκώνῃ, μὲ ὑπομονὴν καὶ ἐμπιστοσύνην εἰς τὸν Θεόν, ἀπὸ τὴν νεότητά του τὸν ζυγὸν τῶν δοκιμασιῶν, τὶς ὁποῖες παραχωρεῖ εἰς αὐτὸν ὁ Κύριος.
28 Καθήσεται κατὰ μόνας καὶ σιωπήσεται, ὅτι ᾖρεν ἐφ' ἑαυτῷ· 28 Θα καθίση κατά μόνας, θα μείνη σιωπηλός, διότι σηκώνει με ανδρείαν τον ζυγόν της δοκιμασίας του. 28 Νὰ καθήσῃ κατάμονος, χωρισμένος ἀπὸ τοὺς ἄλλους καὶ σιωπηλός, διότι σηκώνει μὲ καρτερίαν, ἐλπίδα καὶ ἀνδρείαν τὸν ζυγὸν τῶν δοκιμασιῶν του·
30 δώσει τῷ παίοντι αὐτὸν σιαγόνα, χορτασθήσεται ὀνειδισμῶν. 30 Οταν ο Κυριος τον κτυπά θα στρέφη την παρειάν του προς αυτόν. Θα χόρταση από ονειδισμούς, θα υπομείνη αυτά, 29 νὰ γυρίζῃ τὴν σιαγόνα του εἰς τὸν Κύριον, ὁ Ὁποῖος τὸν ραπίζει σύμφωνα μὲ τὴν στοργικὴν παιδαγωγίαν του, καὶ νὰ χορτάσῃ ἀπὸ ὀνειδισμούς.
31 ῞Οτι οὐκ εἰς τὸν αἰῶνα ἀπώσεται Κύριος. 31 και ας είναι βέβαιος ότι ο Κυριος δεν θα τον απωθήση δια παντός. 30 Ἂς ὑπομείνῃ ὅλα αὐτὰ μὲ καρτερίαν,» διότι ὁ Κύριος δὲν πρόκειται νὰ τὸν ἀπορρίψῃ καὶ νὰ τὸν ἀπωθήσῃ παντοτινά.
32 ὅτι ὁ ταπεινώσας οἰκτειρήσει κατὰ τὸ πλῆθος τοῦ ἐλέους αὐτοῦ· 32 Διότι ο Κυριος, ο οποίος τον εταπείνωσε, θα τον λυπηθή και θα τον ελεήση σύμφωνα με το απροσμέτρητον μέγα έλεός του. 31 Διότι Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος τὸν ἐταπείνωσε θὰ τὸν λυπηθῇ καὶ θὰ τὸν εὐσπλαγχνισθῇ σύμφωνα μὲ τὸ ἄπειρον ἔλεός του.
33 ὅτι οὐκ ἀπεκρίθη ἀπὸ καρδίας αὐτοῦ καὶ ἐταπείνωσεν υἱοὺς ἀνδρός. 33 Διότι δεν είναι ότι ο Κυριος με ευχαρίστησιν ταπεινώνει και θλίβει τους υιούς των ανθρώπων. 32 Διότι ὁ φιλάνθρωπος καὶ ἐλεήμων Κύριος παιδαγωγεῖ τὸν ἄνθρωπον πρὸς ὠφέλειαν καὶ δὲν τιμωρεῖ οὔτε ταπεινώνει τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων μὲ εὐχαρίστησιν, ἐπειδὴ τοῦ ἀρέσει.
34 Τοῦ ταπεινῶσαι ὑπὸ τοὺς πόδας αὐτοῦ πάντας δεσμίους γῆς, 34 Δεν θέλει να ποδοπατούνται κάτω από τους πόδας του νικητού όλοι οι αιχμάλωτοι της χώρας, 33 Τὸ νὰ ταπεινώνωνται καὶ νὰ ποδοπατοῦνται ἀπὸ τὸν νικητὴν ὅλοι οἱ αἰχμάλωτοι μιᾶς χώρας, ἡ ὁποία ἡττήθη·
35 τοῦ ἐκκλῖναι κρίσιν ἀνδρὸς κατέναντι προσώπου ῾Υψίστου, 35 να διαστρέφεται και να καταπατήται το δίκαιον ενός ανθρώπου ενώπιον του Υψίστου Θεού. 34 τὸ νὰ διαστρέφεται καὶ νὰ καταπατῆται τὸ δίκαιον ἑνὸς ἀνθρώπου κατὰ τρόπον προσβλητικὸν ἐνώπιον τοῦ Ὑψίστου Θεοῦ·
36 καταδικάσαι ἄνθρωπον ἐν τῷ κρίνεσθαι αὐτὸν Κύριος οὐκ εἶπε. 36 Ποτέ δεν έδωσεν εντολήν ο Κυριος να καταδικάζεται ενας αθώος άνθρωπος εις κάποιαν δίκην. 35 τὸ νὰ καταδικάζεται εἰς μίαν δίκην μὲ δόλον ἄνθρωπος ἀθῶος, ὅλα αὐτὰ δὲν τὰ διέταξεν οὔτε τὰ ἠθέλησεν ὁ Κύριος.
37 Τίς οὕτως εἶπε, καὶ ἐγενήθη; Κύριος οὐκ ἐνετείλατο. 37 Ποιός έδωσε τέτοιαν διαταγήν και εγιναν αυτά; Ο Κυριος δεν έδωσε τέτοιας εντολάς. 36 Ποῖος ἔδωσε τέτοιαν διαταγὴν καὶ ἔγιναν αὐτά; Ὁ Κύριος δὲν διέταξε τέτοια πράγματα.
38 ἐκ στόματος ῾Υψίστου οὐκ ἐξελεύσεται τὰ κακὰ καὶ τὸ ἀγαθόν; 38 Από το στόμα του Κυρίου δεν θα εξέλθη η εντολή δια το καλόν και η παραχώρησις δια το κακόν; 37 Διότι ἀπὸ ποὺ ἀλλοῦ, παρὰ ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Κυρίου δὲν θὰ ἐξέλθῃ ἡ ἐντολὴ διὰ τὸ ἀγαθὸν καὶ ἡ παραχώρησις διὰ τὴν τιμωρίαν καὶ τὸ κακόν;
39 τί γογγύσει ἄνθρωπος ζῶν, ἀνὴρ περὶ τῆς ἁμαρτίας αὐτοῦ; 39 Διατί, λοιπόν, παραπονείται κάθε άνθρωπος, επειδή τιμωρείται εξ αιτίας των αμαρτιών του; 38 Διατὶ λοιπὸν κάθε ζωντανὸς ἄνθρωπος νὰ ἀγανακτήσῃ παραπονούμενος, ἐπειδὴ τιμωρεῖται διὰ τὶς ἁμαρτίες ποὺ πράττει ὁ ἴδιος μὲ τὴν ἐλευθέραν θέλησίν του;
40 ᾿Εξηρευνήθη ἡ ὁδὸς ἡμῶν καὶ ἠτάσθη, κὶ ἐπιστρέψομεν ἕως Κυρίου· 40 Ας ανερευνήσωμεν επιμελώς τον δρόμον της ζωής μας, ας τον εξετάσωμεν με προσοχήν, και ας επιστρέψωμεν εν μετανοία πάλιν προς τον Κυριον. 39 Ἂς ἐρευνήσωμεν λοιπὸν μὲ ἐνδιαφέρον καὶ ἐπιμέλειαν τὴν ὅλην ἀναστροφὴν καὶ συμπεριφοράν μας, ἂς τὴν ἐξετάσωμεν καὶ ἂς σκεφθῶμεν βαθιὰ καὶ ἂς ἐπιστρέψωμεν μὲ μετάνοιαν εἰς τὸν Κύριον.
41 ἀναλάβωμεν καρδίας ἡμῶν ἐπὶ χειρῶν πρὸς ὑψηλὸν ἐν οὐρανῷ· 41 Ας πιάσωμεν με τα δυο μας τα χέρια τας καρδίας μας, ας τας ανυψώσωμεν προς τον ουρανόν. 40 Ἂς πιάσωμεν μὲ τὰ χέρια τὶς καρδιές μας καὶ ἄς τὶς ὑψώσωμεν ἀπὸ τὰ γήϊνα πρὸς τὸν ὑψηλὸν Θεόν, ὁ Ὁποῖος κατοικεῖ εἰς τὸν οὐρανόν.
42 ἡμαρτήσαμεν, ἠσεβήσαμεν, καὶ οὐχ ἱλάσθης. 42 Ας ομολογήσωμεν ότι ημαρτήσαμεν, διεπράξαμεν ασεβείας· και δια τούτο ο Θεός εν τη δικαιοσύνη του δεν εφάνη ίλεως προς ημάς. 41 Ἂς ὁμολογήσωμεν ὅτι ἔχομεν ἁμαρτήσει, ὅτι ἔχομεν ἀσεβήσει, καὶ ἑπομένως δικαίως δὲν ἐφάνης «Κύριε» εὐσπλαγχνικὸς ἀπέναντί μας καὶ δικαίως πάσχομεν.
43 ᾿Επεσκέπασας ἐν θυμῷ καὶ ἀπεδίωξας ἡμᾶς· ἀπέκτεινας, οὐκ ἐφείσω. 43 Επάνω στον δίκαιον θυμόν σου εσκέπασες το πρόσωπόν σου, δια να μη μας ίδης· και μας εξεδίωξες, μας εθανάτωσες και δεν μας ελυπήθης. 42 Ἐπάνω εἰς τὸν δίκαιον θυμόν σου διὰ τὶς ἀσέβειές μας ἐσκέπασες καὶ ἔκαμες ὥστε νὰ μὴ φαίνεται τὸ πρόσωπόν σου «ἤ, κατ' ἄλλην ἑρμηνείαν: Μᾶς ἐκάλυψες διὰ τοῦ θυμοῦ σου» καὶ μᾶς ἔδιωξες μακριά· μᾶς ἐφόνευσες καὶ δὲν μᾶς ἐλυπήθης.
44 ᾿Επεσκέπασας νεφέλην σεαυτῷ ἕνεκεν προσευχῆς, 44 Εσκέπασες το πρόσωπόν σου με νεφέλην, ώστε να μη φανή ενώπιόν σου η προσευχή μας. 43 Κατεκάλυψες τὸ πρόσωπόν σου μὲ πυκνὸν σύννεφον, ὥστε νὰ μὴ ἠμπορῇ νὰ τὸ διαπεράσῃ ἡ προσευχή μας καὶ νὰ φθάσῃ εἰς Σέ·
45 καμμύσαι με καὶ ἀπωσθῆναι ἔθηκας ἡμᾶς ἐν μέσῳ τῶν λαῶν. 45 Εκλεισες τα μάτιά σου από εμέ, με απώθησες, μας διεσκόρπισες εν μέσω ξένων λαών. 44 ἔκλεισες τὰ μάτια σου ἀπὸ ἐμέ, μὲ περιεφρόνησες καὶ μὲ ἀπώθησες· μᾶς διεσκόρπισες μεταξὺ τῶν ξένων λαῶν.
46 Διήνοιξαν ἐφ' ἡμᾶς τὸ στόμα αὐτῶν πάντες οἱ ἐχθροὶ ἡμῶν· 46 Ετσι δε όλοι οι εχθροί μας ήνοιξαν διάπλατα το στόμα των, δια να μας καταπίουν. 45 Ἄνοιξαν διάπλατα τὸ στόμα των λοιδοροῦντες ἢ ζητοῦντες νὰ μᾶς καταπιοῦν ὅλοι οἱ ἐχθροί μας.
47 φόβος καὶ θυμὸς ἐγενήθη ἡμῖν, ἔπαρσις καὶ συντριβή. 47 Φοτος μας εκυρίευσεν εξ αιτίας του δικαίου θυμού σου. Μας εσήκωσες υψηλά και μας συνέτριψες κάτω. 46 Ἀπὸ τὶς ποικίλες συμφορὲς ποὺ μᾶς ἐκτύπησαν καὶ ἐξ αἰτίας τοῦ δικαίου θυμοῦ σου μᾶς ἐκυρίευσε φόβος· οἱ ἐχθροί, ἐπαιρόμενοι ἐναντίον μας, μᾶς συνέτριψαν «ἤ, κατ' ἄλλην ἑρμηνείαν: Συνετρίβημεν λόγῳ τῆς ἐπάρσεως καὶ τῆς ἀλαζονείας μας».
48 ἀφέσεις ὑδάτων κατάξει ὁ ὀφθαλμός μου ἐπὶ τὸ σύντριμμα τῆς θυγατρὸς τοῦ λαοῦ μου. 48 Χειμάρρους υδάτων θα αναβλύσουν οι οφθαλμοί μας δια την συντριβήν της θυγατρός του λαού μου, της Ιερουσαλήμ. 47 Ἀσταμάτητοι χείμαρροι δακρύων θὰ τρέξουν ἀπὸ τὰ μάτια μου διὰ τὴν συντριβὴν καὶ ἐρήμωσιν τῆς θυγατέρας τοῦ λαοῦ μου, τῆς Ἱερουσαλήμ.
49 ῾Ο ὀφθαλμός μου κατεπόθη, καὶ οὐ σιγήσομαι τοῦ μὴ εἶναι ἔκνηψιν, 49 Επνίγησαν εις τα δάκρυα οι οφθαλμοί μου. Δεν θα παύσω να θρηνώ και να κλαίω, διότι δεν υπάρχει εις εμέ τρόπος ανανήψεως και σωτηρίας. 48 Τὰ μάτια μου ἐπνίγησαν εἰς τὰ δάκρυα, ἐσκοτείνιασαν δὲν θὰ παύσω δὲ νὰ θρηνῶ καὶ νὰ κλαίω, διότι δὲν ὑπάρχει δι' ἐμὲ ὁ Κύριος νὰ ἀγρυπνῇ, ἀφοῦ δὲν μὲ προσέχει λόγῳ τῶν ἁμαρτιῶν μου.
50 ἕως οὗ διακύψῃ καὶ ἴδῃ Κύριος ἐξ οὐρανοῦ· 50 Θα πενθώ και θα κλαίω, μέχρις ότου ο Κυριος σκύψη από τον ουρανόν και ίδη την θλίψιν μου. 49 Δὲν θὰ σταματήσω νὰ θρηνῶ, μέχρις ὅτου ὁ Κύριος συγκαταβῇ καὶ σκύψῃ ἀπὸ τὸν οὐρανὸν καὶ ἰδῇ τὴν μεγάλην δοκιμασίαν μου.
51 ὁ ὀφθαλμός μου ἐπιφυλλιεῖ ἐπὶ τὴν ψυχήν μου παρὰ πάσας θυγατέρας πόλεως. 51 Τα δάκρυα των οφθαλμών μου καταπονούν την ψυχήν μου. Κλαίω δι' όλας τας θυγατέρας της πόλεως. 50 Τὰ δάκρυα ποὺ χύνονται ἀπὸ τὰ μάτια μου δὲν μὲ ἀνακουφίζουν, ἀλλὰ μὲ κουράζουν, τρυγοῦν κυριολεκτικά «ἀπομυζοῦν» τὴν ψυχήν μου δι’ ὅλες «ἤ, κατ’ ἄλλους: Περισσότερον ἀπὸ ὅλες» τὶς θυγατέρες τῆς πόλεως.
52 Θηρεύοντες ἐθήρευσάν με ὡς στρουθίον πάντες οἱ ἐχθροί μου δωρεάν, 52 Ολοι οι εχθροί μου εντελώς αδίκως με εκυνήγησαν με επιμονήν, ωσάν στρουθίον. 51 Ἀναιτίως, ἀδίκως, χωρὶς ἀφορμὴν ὅλοι οἱ ἐχθροί μου μὲ ἐκυνήγησαν ἐπιμόνως, ὅπως κυνηγοῦν τὰ σπουργίτια.
53 ἐθανάτωσαν ἐν λάκκῳ ζωήν μου καὶ ἐπέθηκαν λίθον ἐπ' ἐμοί. 53 Με έρριψαν στον τάφον ως νεκρόν· έβαλαν στο στόμιον του λάκκου βαρύν λίθον. 52 Μὲ ἔρριψαν εἰς τὸν λάκκον ὡσὰν νεκρόν, καὶ ἔκλεισαν τὸ στόμιον τοῦ λάκκου μὲ βαρὺν λίθον.
54 ὑπερεχύθη ὕδωρ ἐπὶ τὴν κεφαλήν μου· εἶπα· ἀπῶσμαι. 54 Επλημμύρισε το νερό, εσκέπασε την κεφαλήν μου. Είπα· έχω πλέον χάσει κάθε ελπίδα σωτηρίας. 53 Ἐπλημμύρισε τὸ νερόν, ἐσκέπασε τὴν κεφαλήν μου. Εἶπα: «Ἐχάθηκα! Ἔχασα κάθε ἐλπίδα νὰ ἐπιζήσω!»
55 ᾿Επεκαλεσάμην τὸ ὄνομά σου, Κύριε, ἐκ λάκκου κατωτάτου· 55 Προσηυχήθην και επεκαλεσθην το όνομά σου, Κυριε, από τον βαθύτατον αυτόν λάκκον. 54 Τότε ἐπικαλέσθηκα τὸ ὄνομά σου, Κύριε, ἀπὸ τὸν βαθύτατον ἐκεῖνον λάκκον.
56 φωνήν μου ἤκουσας· μὴ κρύψῃς τὰ ὦτά σου εἰς τὴν δέησίν μου. 56 Συ δε ήκουσες την φωνήν της προσευχής, μου. Δεν έκλεισες τα αυτιά σου εις την δέησίν μου. 55 Σὺ δὲ ἄκυυσες τὴν ἰκετευτικὴν φωνήν μου μὴ ἀπυσύρῃς τὰ αὐτιά σου ἀπὸ τοῦ νὰ ἀκούσουν τὴν δέησίν μου.
57 εἰς τὴν βοήθειάν μου ἤγγισας ἐν ἡμέρᾳ, ᾗ ἐπεκαλεσάμην σε· εἶπάς μοι· μὴ φοβοῦ. 57 Με επλησίασες και με εβοήθησες κατά την ημέραν εκείνην, που εγώ σε επεκαλέσθην δια της προσευχής. Μου είπες· μη φοβείσαι. 56 Μὲ ἐπλησίασες καὶ ἦλθες εἰς βοήθειάν μου κατὰ τὴν ἡμέραν, κατὰ τὴν ὁποίαν Σὲ ἐπικαλέσθηκά· μοῦ εἶπες: «Μὴ φοβᾶσαι!»
58 ᾿Εδίκασας, Κύριε, τὰς δίκας τῆς ψυχῆς μου, ἐλυτρώσω τὴν ζωήν μου· 58 Συ Κυριε, έγινες ο δίκαιος δικαστής εις τας υποθέσεις της ζωής μου. Εσωσες και διεφύλαξες την ζωήν μου. 57 Κύριε, ἀνέλαβες νὰ ὑπερασπίσῃς τὰ δίκαιά μου, ἔσωσες καὶ διεφύλαξες τὴν ζωήν μου.
59 εἶδες, Κύριε, τὰς ταραχάς μου, ἔκρινας τὴν κρίσιν μου· 59 Είδες, Κυριε, την αναστάτωσιν και τους συγκλονισμούς, που μου επέφεραν οι εχθροί μου, ανέλαβες πλέον συ να εκδικάσης την δίκην μου, να μου αποδώσης το δίκαιον. 58 Εἶδες, Κύριε, τὶς θλίψεις καὶ τὶς συμφορές, τὶς ὁποῖες ἐπροξένησαν εἰς ἐμὲ οἱ ἐχθροί μου· ἀνέλαβες πλέον Σὺ νὰ ἐκδικάσῃς μὲ δικαιοσύνην τὴν ὑπόθεσιν μου.
60 εἶδες πᾶσαν τὴν ἐκδίκησιν αὐτῶν εἰς πάντας διαλογισμοὺς αὐτῶν ἐν ἐμοί. 60 Και στους διαλογισμούς των ακόμη, που είχαν εναντίον μου, είδες συ, Κυριε, όλην την εκδικητικήν των μανίαν. 59 Εἶδες ὅλα τὰ ἐκδικητικὰ σχέδιά των καὶ τὶς μυστικὲς σννωμοτικὲς ἐνέργειές των ἐναντίον μου.
61 ῎Ηκουσας τὸν ὀνειδισμὸν αὐτῶν, πάντας τοὺς διαλογισμοὺς αὐτῶν κατ' ἐμοῦ, 61 Ηκουσες τους εμπαιγμούς και τους εξευτελισμούς των και τους κρυφούς λογιομούς των, που έτρεφαν εναντίον μου. 60 Ἄκουσες ὅλες τὶς ἐναντίον μου φανερὲς λοιδορίες καὶ κατηγορίες, ὅλες τὶς μυστικὲς συνωμοσίες των.
62 χείλη ἐπανισταμένων μοι καὶ μελέτας αὐτῶν κατ' ἐμοῦ ὅλην τὴν ἡμέραν, 62 Ηκουσες τα απειλητικά λόγια των εχθρών μου και όσα αυτοί εμελετούσαν και εσχεδίαζαν εναντίον μου όλας τας ημέρας. 61 Ἄκουσες τὶς ἀπειλὲς ποὺ ἐξετόξευαν ἐναντίον μου ὅσοι ἐπαναστατοῦσαν κατ’ ἐμοῦ, καὶ ἐγνώρισες τὰ σχέδια ποὺ κατέστρωναν εἰς βάρος μου ὅλες τὶς ἡμέρες.
63 καθέδραν αὐτῶν καὶ ἀνάστασιν αὐτῶν· ἐπίβλεψον ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτῶν. 63 Σ υ γνωρίζεις πότε αναπαύονται και πότε σηκώνονται. Ιδέ την κακότητα, που εκφράζουν οι οφθαλμοί των. 62 Σὺ γνωρίζεις πότε «ἤ: Ἐὰν» κάθονται καὶ ἡσυχάζουν καὶ πότε «ἤ: Ἐὰν» σηκώνονται διὰ νὰ δράσουν. Ἰδὲ τοὺς σκοπούς των, τὰ ἐγκληματικὰ σχέδια ποὺ ἐτοιμάζουν «ἤ, κατ' ἄλλην ἑρμηνείαν: Τὰ γεμᾶτα μῖσος καὶ κακότητα ὑπερήφανα μάτια των».
64 ᾿Αποδώσεις αὐτοῖς ἀνταπόδομα, Κύριε, κατὰ τὰ ἔργα τῶν χειρῶν αὐτῶν. 64 Συ, Κυριε, θα ανταποδώσης εις αυτούς την δικαίον τιμωρίαν, ανάλογα με τα έργα των χειρών των. 63 Σύ, Κύριε, θὰ ἀνταποδώσῃς εἰς αὐτοὺς τὴν δικαίαν τιμωρίαν, ἀναλόγως τῶν ἔργων τῶν χειρῶν των.
65 ἀποδώσεις αὐτοῖς ὑπερασπισμὸν καρδίας, μόχθον σου αὐτοῖας, 65 θα αποδώσης εις αυτούς κατά την πώρωσιν της καρδίας των· το βάρος της τιμωρίας σου θα επιπέση εις αυτούς. 64 Σύ, Κύριε, θὰ ἀνταποδώσῃς εἰς αὐτοὺς κατὰ τὴν σκληρότητα καὶ πώρωσιν τῆς καρδιᾶς των· τὸ βάρος τῆς καταθλιπτικῆς τιμωρίας σου θὰ πέσῃ ἐπάνω των.
66 καταδιώξεις ἐν ὀργῇ καὶ ἐξαναλώσεις αὐτοὺς ὑποκάτωθεν τοῦ οὐρανοῦ, Κύριε. 66 Θα τους καταδιώξης εν τη δικαία σου οργή. Θα τους εξολοθρεύσης και θα τους εξαφανίσης από το πρόσωπον του ουρανού, Κυριε. 65 Θὰ τοὺς καταδιώξῃς κατὰ τὴν δικαίαν ὀργήν σου, θὰ τοὺς ἐξολοθρεύσῃς καὶ θὰ τοὺς ἐκμηδενίσῃς ἀπὸ τὸ κάτω μέρος τοῦ οὐρανοῦ «ἀπὸ τὸ πρόσωπον τῆς γῆς», Κύριε.