Παρασκευή, 29 Μαρτίου 2024
Ανατ: 06:15
Δύση: 18:46
Σελ. 20 ημ.
89-277
16ος χρόνος, 5886η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΗΣΑΪΑΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 66 (ΞϚ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΟΥΤΩΣ λέγει Κύριος· ὁ οὐρανός μοι θρόνος, ἡ δὲ γῆ ὑποπόδιον τῶν ποδῶν μου· ποῖον οἶκον οἰκοδομήσετέ μοι; καὶ ποῖος τόπος τῆς καταπαύσεώς μου; 1 Αυτά λέγει ο Κυριος· Ο απέραντος ουρανός Είναι θρόνος μου, η δε γη υποπόδιον των ποδών μου. Ποίον, λοιπόν, οίκον αντάξιον προς το μεγαλείον μου θα οικοδομήσετε δι' εμέ; Και ποίος τόπος είναι κατάλληλος, δια να αναπαυθώ εις αυτόν; 1 Αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος: Ὁ οὐρανὸς ὁλόκληρος εἶναι θρόνος μου, ἡ δὲ γῆ εἶναι στήριγμα κάτω ἀπὸ τὰ πόδια μου.Ποῖον λοιπὸν οἶκον θὰ οἰκοδομήσετε δι’ Ἐμέ, ἱκανὸν να μὲ περιλάβῃ; Καὶ ποῖος τόπος εἶναι κατάλληλος διὰ νὰ ἀναπαυθῶ;
2 πάντα γὰρ ταῦτα ἐποίησεν ἡ χείρ μου, καὶ ἔστιν ἐμὰ πάντα ταῦτα, λέγει Κύριος· καὶ ἐπὶ τίνα ἐπιβλέψω, ἀλλ᾿ ἢ ἐπὶ τὸν ταπεινὸν καὶ ἡσύχιον καὶ τρέμοντα τοὺς λόγους μου; 2 Διότι, όλα αυτά, τον ουρανόν και την γην και όσα υπάρχουν εις αυτά, εδημιούργησεν η παντοδύναμος δεξιά μου, ανήκουν όλα εις εμέ, λέγει ο Κυριος. Εγώ όμώς προς ποίον θα ρίψω στοργικόν και προστατευτικόν το βλέμμα μου, ει μη μόνον στον άνθρωπον τον ταπεινόν, τον ήσυχον, ο οποίος τρέμει με σεδασμον τα λόγιά μου και αγωνίζεται να τα εφαρμόζη εις την ζωήν του; 2 Κανένα τόπον ἢ χῶρον δὲν ἔχετε σεῖς.Διότι ὅλα αὐτὰ τὰ ἐδημιούργησεν ἡ ἰδική μου χεὶρ καὶ συνεπῶς εἶναι ἰδικά μου ὅλα ἀνεξαιρέτως ταῦτα, λέγει ὁ Κύριος.Καὶ ἐπὶ ποιοῦ θὰ ρίψω εὐμενὲς τὸ βλέμμα μου, παρὰ μόνον εἰς τὸν ταπεινὸν καὶ εἰρηνικὸν καὶ ὑπομονητικὸν καὶ εἰς ἐκεῖνον, ποὺ μετὰ φόβου πολλοῦ ἐπιμελεῖται τὴν τήρησιν τῶν λόγων μου;
3 ὁ δὲ ἄνομος ὁ θύων μοι μόσχον ὡς ὁ ἀποκτένων κύνα, ὁ δὲ ἀναφέρων σεμίδαλιν ὡς αἷμα ὕειον, ὁ διδοὺς λίβανον εἰς μνημόσυνον ὡς βλάσφημος· καὶ αὐτοὶ ἐξελέξαντο τὰς ὁδοὺς αὐτῶν καὶ τὰ βδελύγματα αὐτῶν, ἃ ἡ ψυχὴ αὐτῶν ἠθέλησε, 3 Εξ αντιθέτου εκείνος, που καταπατεί τον Ναμον μου και έχει εν τούτοις την τόλμην να προσφέρη θυσίαν εις εμέ μόσχον, είναι ώσάν εκείνον, ο οποίος προσφέρει σκύλον προς θυσίαν. Και ο παραβάτης του Νομου μου, που προσφέρει θυσίαν σεμιγδάλεως, ομοιάζει με εκείνον, που κάνει σπονδήν με αίμα χοίρου. Και ο αμετανόητος αμαρτωλός, που προσφέρει λιβάνι, δια να τον ενθυμηθή και τφοστατεύση ο Θεός, είναι όμοιος με τον βλάσφημον, διότι αυτοί εις την πραγματικότητα επροτίμησαν τους αμαρτωλούς τρόπους της ζωής των και τα βδελυρά των είδωλα, τα οποία ηθέλησεν η ψυχή των. 3 Ἐκεῖνος ὅμως, ὁ ὁποῖος παραβαίνει τὸν Νόμον μου καὶ θυσιάζει εἰς Ἐμὲ μόσχον, εἶναι ὡσὰν αὐτὸν ποὺ ὡς θυσίαν σκοτώνει σκύλον, ἀπὸ τὸν ὁποῖον θέλει νὰ ἀπαλλαγῇ καὶ μοῦ τὸν προσφέρει· αὐτὸς δέ, ποὺ προσφέρει εἰς τὸ θυσιαστήριόν μου σιμιγδάλι, ὁμοιάζει πρὸς αὐτόν, ποὺ κάμνει σπονδὴν μὲ αἷμα χοίρου· καὶ αὐτὸς ὁ παράνομος, ποὺ προσφέρει θυμίαμα διὰ νὰ ὑπενθυμίσῃ τὸν ἑαυτόν του εἰς τὸ ἔλεός μου, εἶναι ὡσὰν τὸν βλάσφημον.Διότι οὖτοι ἐπροτίμησαν τὸν τρόπον τῆς ζωῆς, ποὺ τοὺς ἀρέσει, καὶ τὰ μυσαρὰ τῶν εἴδωλα, τὰ ὁποῖα ἠθέλησεν ἡ ψυχή των.
4 κἀγὼ ἐκλέξομαι τὰ ἐμπαίγματα αὐτῶν καὶ τὰς ἁμαρτίας ἀνταποδώσω αὐτοῖς· ὅτι ἐκάλεσα αὐτοὺς οὐχ ὑπήκουσάν μου, ἐλάλησα καὶ οὐκ ἤκουσαν, καὶ ἐποίησαν τὸ πονηρὸν ἐναντίον ἐμοῦ καὶ ἃ οὐκ ἠβουλόμην ἐξελέξαντο. - 4 Και εγώ εις τιμωρίαν των θα εκλέξω τρόπους, δια των οποίων θα τους εμπαίξω και θα τους εξευτελίσω και θα ανταποδώσω τιμωρίαν εις αυτούς δια τας αμαρτίας των. Διότι τους προσεκάλεσα με στοργήν και αυτοί δεν με υπήκουσαν. Ελάλησα προς αυτούς ως πατήρ προς τέκνα και αυτοί δεν με ήκουσαν και διέπραξαν το πονηρόν ενώπιόν μου. Και επροτίμησαν εκείνα, τα οποία εγώ δεν ήθελα. 4 Καὶ Ἐγὼ θὰ ἐκλέξω τοὺς τρόπους, μὲ τοὺς ὁποίους θὰ ἐξευτελισθοῦν, καὶ θὰ ἀνταποδώσω εἰς αὐτοὺς τὰς ἁμαρτίας των διότι τοὺς ἐκάλεσα καὶ δὲν ὑπήκουσαν εἰς Ἐμέ, τοὺς ὡμίλησα καὶ δὲν ἤκουσαν.Καὶ διέπραξαν τὸ πονηρὸν ἐνώπιόν μου καὶ ἐπροτίμησαν ἐκεῖνα, ποὺ δὲν ἤθελα.
5 ᾿Ακούσατε ρήματα Κυρίου οἱ τρέμοντες τὸν λόγον αὐτοῦ· εἴπατε, ἀδελφοὶ ἡμῶν, τοῖς μισοῦσιν ὑμᾶς καὶ βδελυσσομένοις, ἵνα τὸ ὄνομα Κυρίου δοξασθῇ καὶ ὀφθῇ ἐν τῇ εὐφροσύνῃ αὐτῶν, κἀκεῖνοι αἰσχυνθήσονται. 5 Ακούσατε τους λόγους του Κυρίου σεις, οι οποίοι με ιερόν δέος προσέχετε τον λόγον αυτού. Είπατε σεις, οι αδελφοί μας οι ευσεβείς, εις εκείνους οι οποίοι σας μισούν και σας αποστρέφονται, προς τους κακούς Ισραηλίτας, ότι το όνομα του Κυρίου εξάπαντος θα δοξασθή και θα φανή η παντοδύναμος προς σας προστασία του, καθ' ον χρόνον εκείνοι θα ευφραίνωνται εν αναμονή της καταστροφής σας! Αυτοί λοιπόν θα καταισχυνθούν. 5 Ἀκούσατε λόγους Κυρίου σεῖς, οἱ ὁποῖοι μετ’ ἐμφόβου σπουδῆς προσέχετε εἰς τὸν λόγον Αὐτοῦ, πρόθυμοι νὰ συμμορφωθῆτε πρὸς αὐτόν.Ὦ ἀδελφοί μας, εἴπατε πρὸς αὐτούς, οἱ ὁποῖοι σᾶς μισοῦν καὶ σᾶς σιχαίνονται, διὰ νὰ δοξασθῇ ἔτσι τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου καὶ καταστῇ ἐμφανὴς ἡ ἔνδοξος προστασία, τὴν ὁποίαν θὰ δείξῃ εἰς σᾶς, καθ’ ὃν χρόνον αὐτοὶ θὰ εὐφραίνωνται προβλέποντες τὴν καταστροφήν σας.Θὰ διαψευσθοῦν ὅμως αἱ ἐλπίδες των καὶ συνεπῶς ἐκεῖνοι θὰ ἐντροπιασθοῦν.
6 φωνὴ κραυγῆς ἐκ πόλεως, φωνὴ ἐκ ναοῦ, φωνὴ Κυρίου ἀνταποδιδόντος ἀνταπόδοσιν τοῖς ἀντικειμένοις. 6 Μεγαλόφωνος κραυγή οδύνης και απελπισίας ακούεται από την πόλιν της Ιερουσαλήμ. Φωνή ακούεται από τον ναόν της. Ακούεται όμώς και η φωνή του Κυρίου, ο οποίος αποστέλλει την δικαίαν τιμωρίαν στους αντιτιθεμένους πρυς αυτόν. 6 Φωνὴ ἀγωνιώδους κραυγῆς ἀκούεται ἀπὸ τὴν πόλιν τῶν Ἱεροσολύμων, φωνὴ ἀκούεται ἀπὸ τὸν Ναὸν αὐτῆς, φωνὴ Κυρίου, ὁ Ὁποῖος ἀνταποδίδει τὴν δικαίαν τιμωρίαν εἰς τοὺς ἀντικειμένους.
7 πρὶν ἢ τὴν ὠδίνουσαν τεκεῖν, πρὶν ἐλθεῖν τὸν πόνον τῶν ὠδίνων, ἐξέφυγε καὶ ἔτεκεν ἄρσεν. 7 Πριν η γεννήση η έγκυος, που αναμένει τας ωδίνας του τοκετού, πριν έλθουν οι πόνοι του τοκετού, διαφεύγει αυτούς και γεννά μάλιστα τέκνον αρσενικόν. 7 Προτοῦ ἡ ἐγκυμονοῦσα γεννήσῃ, προτοῦ νὰ ἔλθῃ ὁ πόνος τοῦ τοκετοῦ, ἐξέφυγε τοῦτον καὶ ἐγέννησεν ἀρσενικόν.
8 τίς ἤκουσε τοιοῦτο, καὶ τίς ἑώρακεν οὕτως; ἦ ὤδινε γῆ ἐν ἡμέρᾳ μιᾷ, ἢ καὶ ἐτέχθη ἔθνος εἰς ἅπαξ; ὅτι ὤδινε καὶ ἔτεκε Σιὼν τὰ παιδία αὐτῆς. 8 Ποιός ήκουσε κάτι τέτοιο και ποιός είδε να πραγματοιτοιήται αυτό; Ανεβλάστησε ποτέ και εκαρποφόρησεν η γη εις μίαν και μονήν ημέραν, η εγεννήθη έθνος ολόκληρον εις μίαν στιγμήν; Και όμώς η νέα Ιερουσαλήμ κατελήφθη αιφνιδίως από τας ωδίνας του τοκετού και εγέννησεν αμέσως τα τέκνα της. 8 Ποῖος ἤκουσε τοιοῦτο γεγονός ποτέ; Καὶ ποῖος ἔχει ἴδει νὰ γίνεται οὕτω; Ἀνεβλάστησεν ἄραγε ποτὲ ἡ γῆ εἰς μίαν ἡμέραν καὶ ἀπέδωκεν ὥριμον τὸν καρπόν της ἢ καὶ ἐγεννήθη ποτὲ ἔθνος ὁλόκληρον αἰφνιδίως καὶ εἰς μίαν στιγμήν; Τὰ ἀδύνατα ὅμως αὐτὰ ἔγιναν, διότι ἐκοιλοπόνησεν ἡ νέα Ἱερουσαλὴμ καὶ ἐγέννησεν ἀμέσως τὰ τέκνα της.
9 ἐγὼ δὲ ἔδωκα τὴν προσδοκίαν ταύτην, καὶ οὐκ ἐμνήσθης μου, εἶπε Κύριος. οὐκ ἰδοὺ ἐγὼ γεννῶσαν καὶ στεῖραν ἐποίησα; εἶπεν ὁ Θεός σου. 9 Εγώ δε έδωσα εις σέ, την επιγειον Ιερουσαλήμ, αυτήν την προσδοκίαν και ελπίδα. Συ όμώς δεν με ενεθυμήθης, είπεν ο Κυριος. Δεν είμαι εγώ εκείνος, ο οποίος έκαμα την νέαν Ιερουσαλήμ, ενώ ήτο στείρα, να γεννά; Και την γυναίκα, που έως τώρα εγεννούσε, την παλαιάν Ιερουσαλήμ, δεν την κατέστησα στείραν; Είπεν ο Θεός. 9 Ἐγὼ δὲ ἔδωκα εἰς σέ, τὴν ἐπίγειον Ἱερουσαλήμ, τὴν προσδοκίαν καὶ ἐλπίδα αὐτήν, κατὰ τὴν ὁποίαν θὰ συνετελεῖτο εἰς σὲ τὸ θαῦμα τοῦτο τῆς αἰφνιδίας, ἀθρόας καὶ θαυμαστῆς ἀναγεννήσεως.Ἀλλὰ σὺ δέν μὲ ἐνεθυμήθης, εἶπεν ὁ Κύριος.Ἰδοὺ ὅμως· δὲν ἔκαμα Ἐγὼ τὴν ἐξ ἐθνῶν Ἐκκλησίαν, ποὺ ἦτο στεῖρα, νὰ γεννᾷ ἤδη, καὶ σὲ τὴν γεννῶσαν δὲν σὲ κατέστησα στεῖραν;
10 εὐφράνθητι, ῾Ιερουσαλήμ, καὶ πανηγυρίσατε ἐν αὐτῇ, πάντες οἱ ἀγαπῶντες αὐτήν, χάρητε ἅμα αὐτῇ χαρᾷ, πάντες ὅσοι πενθεῖτε ἐπ᾿ αὐτῇ, 10 Συν λοιπόν, η νέα Ιερουσαλήμ, ας πλημμυρίσης από χαράν και ευφροσύνην. Ας πανηγυρίσουν δι' αυτήν και εις αυτήν όλοι όσοι την αγαπούν. Χαρήτε χαράν μεγάλην, όσοι άλλοτε είχατε πένθος δια την κοταστροφήν της, 10 Εὐφράνθητι, ὦ νέα Ἱερουσαλήμ, καὶ πανηγυρίσατε δι’ αὐτὴν ὅλοι, ὅσοι τὴν ἀγαπᾶτε· χαρῆτε χαρὰν μεγάλην μετ’ αὐτῆς ὅλοι, ὅσοι πενθεῖτε τώρα δι’ αὐτήν.
11 ἵνα θηλάσητε καὶ ἐμπλησθῆτε ἀπὸ μαστοῦ παρακλήσεως αὐτῆς, ἵνα ἐκθηλάσαντες τρυφήσητε ἀπὸ εἰσόδου δόξης αὐτῆς. 11 δια να θηλάσετε τώρα και χορτάσετε από τον μαστόν της παρηγορίας της. Και αφού χορτασθήτε από το πνευματικόν τούτο γάλα της χαράς, να τρυφήσετε, όταν έλθη η δόξα αυτής. 11 Ἔλθετε διὰ να θηλάσετε καὶ χορτάσετε ἀπὸ τὸν μαστὸν τῆς παρηγορίας της, ἵνα, ἀφοῦ χορτασθῆτε ἀπὸ τὸ γάλα τοῦτο, τρυφήσετε, ὅταν ἔλθῃ ἡ δόξα αὐτῆς.
12 ὅτι τάδε λέγει Κύριος· ἰδοὺ ἐγὼ ἐκκλίνω εἰς αὐτοὺς ὡς ποταμὸς εἰρήνης καὶ ὡς χειμάρρους ἐπικλύζων δόξαν ἐθνῶν· τὰ παιδία αὐτῶν ἐπ᾿ ὤμων ἀρθήσονται καὶ ἐπὶ γονάτων παρακληθήσονται. 12 Διότι αυτά λέγει ο Κυριος δια την νέαν Ιερουσαλήμ· Ιδού εγώ στρέφομαι προς αυτούς, σαν πλούσιος ποταμός ειρήνης και χαράς, σαν χείμαρρος, που πλημμυρίζει από την δόξαν των εθνών. Τα έθνη θα προσέλθουν εις την νέαν Σιών, τα παιδιά των θα φέρωνται επάνω στους ώμους των, και εις τα γόνατα των θα ευρίσκουν παρηγορίαν και χαράν. 12 Ναί, θὰ ἐντρυφήσετε ἀπολαμβάνοντες τὴν δόξαν τῆς νέας Ἱερουσαλήμ.Διότι αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος: Ἰδού, Ἐγὼ στρέφομαι πρὸς αὐτοὺς ὡσὰν ποταμὸς ἥσυχος, κομίζων εἰρήνην καὶ εὐτυχίαν, καὶ ὡσὰν χείμαρρος, ὁ ὁποῖος δημιουργεῖ πλήμμυραν ἀπὸ τὴν δόξαν τῶν ἐθνῶν.Τὰ ἔθνη θὰ συρρεύσουν εἰς αὐτὴν καὶ τὰ μικρὰ παιδιά των θὰ σηκώνωνται ἐπὶ τῶν ὤμων καὶ ἐπὶ τῶν γονάτων θὰ παρηγορώνται, στοργικῶς θωπευόμενα καὶ συγκρατούμενα ὑπὸ τῶν γονέων των.
13 ὡς εἴ τινα μήτηρ παρακαλέσει, οὕτως κἀγὼ παρακαλέσω ὑμᾶς, καὶ ἐν ῾Ιερουσαλὴμ παρακληθήσεσθε. 13 Οπως η μητέρα παρηγορεί και χαροποιεί το παιδί της, έτσι και εγώ θα σας παρηγορήσω, θα σας δώσω χαράν και σεις θα παρηγορηθήτε και θα ενισχυθήτε εις την Ιερουσαλήμ. 13 Ὅπως δὲ θὰ παρηγορήσῃ μία μητέρα τὸν τυχὸν θλιβόμενον υἱόν της, οὕτω καὶ Ἐγὼ θὰ σᾶς παρηγορήσω, καὶ μέσα εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ ὡς συμμέτοχοι τῆς εὐτυχοῦς της καταστάσεως θὰ παρηγορηθῆτε.
14 καὶ ὄψεσθε, καὶ χαρήσεται ἡ καρδία ὑμῶν, καὶ τὰ ὀστᾶ ὑμῶν ὡς βοτάνη ἀνατελεῖ· καὶ γνωσθήσεται ἡ χεὶρ Κυρίου τοῖς φοβουμένοις αὐτόν, καὶ ἀπειλήσει τοῖς ἀπειθοῦσιν. - 14 Θα ίδετε την νέαν Ιερουσαλήμ και την δόξαν της, θα χαρή η καρδία σας, και τα κόκκαλα σας θα αναθάλλουν· θα αναζωογονηθούν ωσάν την αναβλαστάνουσαν χλόην. Θα γίνη πλέον γνωστή η παντοδύναμος δεξιά του Κυρίου στους φοβουμένους αυτόν, η οποία όμως θα είναι απειλητική εναντίον εκείνων, που θα εξακολουθούν να παρακούουν. 14 Καὶ θὰ ἴδετε τὴν χαρμόσυνον μεταβολήν, καὶ θὰ χαρῇ ἡ καρδία σας· τὰ δὲ ὀστᾶ σας θὰ λιπανθοῦν καὶ θὰ ἀνανεωθοῦν ὡσὰν τὴν ἀνατέλλουσαν καὶ ἀναφυομένην χλόην καὶ θὰ ἀναγνωρισθῇ ἡ δύναμις τοῦ Κυρίου ὑπὸ τῶν φοβουμένων Αὐτὸν ὡς προστατεύουσα αὐτούς, καὶ θὰ ἀπειλήσῃ συγκλονιστικῶς τοὺς ἀπειθοῦντας.
15 ᾿Ιδοὺ γὰρ Κύριος ὡς πῦρ ἥξει καὶ ὡς καταιγὶς τὰ ἅρματα αὐτοῦ ἀποδοῦναι ἐν θυμῷ ἐκδίκησιν αὐτοῦ καὶ ἀποσκορακισμὸν αὐτοῦ ἐν φλογὶ πυρός. 15 Διότι, ιδού ο Κυριος θα έλθη σαν φωτιά καταστρεπτική δια τους αμαρτωλούς. Τα άρματα του σαν φοβερή καταιγίδα, δια να αποδώση επάνω στον δίκαιον θυμόν του την πρέπουσαν τιμωρίαν, την αποπομπήν και την εξαφάνισιν των αμαρτωλών μέσα εις την φλόγα του πυρός. 15 Ναί· θὰ γίνῃ αἰσθητὴ ἡ ὀργὴ καὶ ἡ ἀπειλή Του· διότι ἰδού, ὁ Κύριος θὰ ἔλθῃ ὡσὰν φωτιὰ καταστρεπτική, καὶ τὸ ἅρμα, ἐπὶ τὸν ὁποίου θὰ κάθηται, θὰ ἐπιπέσῃ ὡσὰν καταιγίς, διὰ νὰ ἀποδώσῃ μὲ θυμὸν τὴν ἐκδίκησίν Του καὶ τὴν ἀποπομπὴν τῶν ἐχθρῶν Του εἰς φλόγα φωτιᾶς.
16 ἐν γὰρ τῷ πυρὶ Κυρίου κριθήσεται πᾶσα ἡ γῆ καὶ ἐν τῇ ρομφαίᾳ αὐτοῦ πᾶσα σάρξ· πολλοὶ τραυματίαι ἔσονται ὑπὸ Κυρίου. 16 Δια του πυρός του Κυρίου θα κριθούν και θα δικασθούν όλοι οι αμαρτωλοί της οικουμένης και δια της ρομφαίας αυτού θα σφαγή κάθε αμαρτωλή ανθρωπίνη ύπαρξις. Πολλοί θα είναι εκείνοι οι οποίοι θα τιμωρηθούν από τον Κυριον. 16 Διότι διὰ τοῦ πυρὸς τοῦ Κυρίου θὰ κριθοῦν καὶ θὰ δοκιμασθοῦν πάντες οἱ κατοικοῦντες ἐν τῇ γῇ, καὶ μὲ τὴν ρομφαίαν Αὐτοῦ θὰ προστατευθῇ ἢ θὰ κατασφαγῇ κάθε ἄνθρωπος· πολλοὶ θὰ τραυματισθοῦν ἀπὸ τὸν Κύριον.
17 οἱ ἁγνιζόμενοι καὶ καθαριζόμενοι εἰς τοὺς κήπους καὶ ἐν τοῖς προθύροις ἔσθοντες κρέας ὕειον καὶ τὰ βδελύγματα καὶ τὸν μῦν ἐπὶ τὸ αὐτὸ ἀναλωθήσονται, εἶπε Κύριος, 17 Αυτοί δε είναι εκείνοι, οι οποίοι αγνίζονται και καθαρίζονται στους ειδωλολατρικούς κήπους. Αυτοί, που τρώγουν χοίρειον κρέας εις τα πρόθυρα των ειδωλολατρικών ναών, τα σιχαμερά είδωλόθυτα και τους ποντικούς. Ολοι αυτοί μαζή θα κατακαούν και θα καταστραφούν, είπεν ο Κυριος. 17 Αὐτοί, οἱ ὁποῖοι ὑποβάλλονται εἰς εἰδωλολατρικοὺς ἁγνισμοὺς καὶ καθαρμοὺς εἰς τοὺς κήπους καὶ τὰ ἄλση καὶ οἱ ὁποῖοι εἰς τὰ πρόθυρα τῶν ναῶν τῶν εἰδώλων τρώγουν κρέας χοιρινὸν καὶ τὰ μυσαρὰ εἰδωλόθυτα καὶ τὸν ποντικόν, θὰ τιμωρηθοῦν.Ὅλοι μαζὶ ταυτοχρόνως θὰ κατακαοῦν καὶ θὰ ἐξαφανισθοῦν, εἶπεν ὁ Κύριος.
18 κἀγὼ τὰ ἔργα αὐτῶν καὶ τὸν λογισμὸν αὐτῶν ἐπίσταμαι. ἔρχομαι συναγαγεῖν πάντα τὰ ἔθνη καὶ τὰς γλώσσας, καὶ ἥξουσι καὶ ὄψονται τὴν δόξαν μου. 18 Εγώ δε γνωρίζω τας σκέψεις και τα έργα αυτών, θα έλθω, δια να συγκεντρώσω όλα τα έθνη και όλας τας γλώσσας της γης· και θα έλθουν και θα ίδουν την δόξαν μου. 18 Καὶ ἐγὼ τὰ ἔργα των καὶ τὰς σκέψεις των γνωρίζω καλῶς.Ἔρχομαι νὰ συναθροίσω ὅλα τὰ ἔθνη καὶ τοὺς λαλοῦντας διαφόρους γλώσσας λαούς· καὶ θὰ ἔλθουν καὶ θὰ ἴδουν τὴν ἔνδοξον δικαιοσύνην καὶ δύναμίν μου τιμωροῦσαν τοὺς εἰς τὰ εἴδωλα ἐκκλίναντας καὶ ἀπιστήσαντας.
19 καὶ καταλείψω ἐπ᾿ αὐτῶν σημεῖα καὶ ἐξαποστελῶ ἐξ αὐτῶν σεσωσμένους εἰς τὰ ἔθνη, εἰς Θαρσὶς καὶ Φοὺδ καὶ Λοὺδ καὶ Μοσὸχ καὶ εἰς Θοβὲλ καὶ εἰς τὴν ῾Ελλάδα καὶ εἰς τὰς νήσους τὰς πόρρω, οἳ οὐκ ἀκηκόασί μου τὸ ὄνομα οὐδὲ ἑωράκασί μου τὴν δόξαν, καὶ ἀναγγελοῦσι τὴν δόξαν μου ἐν τοῖς ἔθνεσι. 19 Θα κάμω και θα δώσω εις αυτούς θαυμαστά γεγονότα, θα αποστείλω από αυτούς σεσωσμένους εις τα έθνη, εις Θαρσίς και Φουδ και Λουδ και Μοσόχ, εις Θοβέλ και εις την Ελλάδα και εις τας μακρυνάς νήσους της Μεσογείου και τα παράλια, προς ανθρώπους, οι οποίοι δεν έχουν μέχρι σήμερον ακούσει το Οναμά μου ούτε και έχουν ίδει την δόξαν μου. Οι απόστολοί μου αυτοί θα κηρύξουν την δόξαν μου εις αυτά τα έθνη. 19 Καὶ θὰ τοὺς δώσω δύναμιν, διὰ τῆς ὁποίας θὰ ἐργάζωνται σημεῖα, καὶ θὰ ἀποστείλω ἀπὸ αὐτοὺς σεσωσμένους εἰς τὰ ἔθνη, εἰς Θαρσὶς καὶ εἰς τὰς Ἀφρικανικὰς χώρας Φοὺδ καὶ Λοὺδ καὶ εἰς τὰς ἀνὰ τὴν Μικρὰν Ἀσίαν Μοσὸχ καὶ Θοβὲλ καὶ εἰς τὰ παράλια τῆς Ἰωνίας καὶ εἰς τὰς ἀπωτάτας νήσους τῆς Μεσογείου θαλάσσης, εἰς αὐτούς, οἱ ὁποῖοι δὲν ἔχουν ἀκούσει τὸ ὄνομά μου, οὔτε ἔχουν ἴδει τὰ ἔνδοξα ἔργα μου· καὶ αὐτοί, τοὺς ὁποίους θὰ ἀποστείλω εἰς τούτους, θὰ κηρύξουν τὴν δόξαν μου μεταξὺ τῶν ἐθνῶν.
20 καὶ ἄξουσιν τοὺς ἀδελφοὺς ὑμῶν ἐκ πάντων τῶν ἐθνῶν δῶρον Κυρίῳ μεθ᾿ ἵππων καὶ ἁρμάτων ἐν λαμπήναις ἡμιόνων μετὰ σκιαδίων εἰς τὴν ἁγίαν πόλιν ῾Ιερουσαλήμ, εἶπε Κύριος, ὡς ἂν ἐνέγκαισαν οἱ υἱοὶ ᾿Ισραὴλ τὰς θυσίας αὐτῶν ἐμοὶ μετὰ ψαλμῶν εἰς τὸν οἶκον Κυρίου. 20 Και θα οδηγήσουν τους αδελφούς σας από δλα τα έθνη δώρον στον Κυριον, όχι ως αιχμαλώτους, άλλα θριαμβευτικώς με ίππους και με άρματα και με αμάξας σκεπασμένας με σκιάδια, τας οποίας θα σύρουν ημίονοι. Ολους αυτούς εις την αγίαν πόλιν, την νέαν Ιερουσαλήμ, είπεν ο Κυριος, θα τους οδηγήσουν δια να προσφέρουν εις εμέ οι Ισραηλίται με χαρμοσύνους ψαλμούς και ύμνούς τας θυσίας των, εις εμέ και στον ναόν του Κυρίου. 20 Καὶ θὰ ὁδηγήσουν τοὺς ἀδελφούς σας ἀπὸ ὅλα τὰ ἔθνη, τοὺς δεχομένους τὸ κήρυγμά των, δῶρον εἰς τὸν Κύριον, οὐχὶ ὡς αἰχμαλώτους, ἀλλ’ ἐν θριάμβῳ καὶ χαρᾷ μὲ ἵππους καὶ μὲ ἅρματα καὶ μὲ ἁμάξας συρομένας ἀπὸ ἡμιόνους καὶ σκεπασμένας μὲ σκιάδια εἰς τὴν ἁγίαν πόλιν, τὴν νέαν Ἰερουσαλήμ· εἶπε καὶ ἐβεβαίωσε τοῦτο ὁ ἀψευδὴς Κύριος.Θὰ τοὺς ὁδηγήσουν δέ, ὅπως θὰ προσέφερον εἰς Ἐμὲ οἱ Ἰσραηλῖται τὰς θυσίας των, ἐν λιτανευτικῇ πομπῇ μετὰ ψαλμῶν εἰς τὸν οἶκον τοῦ Κυρίου.
21 καὶ ἀπ᾿ αὐτῶν λήψομαι ἐμοὶ ἱερεῖς καὶ Λευίτας, εἶπε Κύριος. 21 Θα εκλέξω και θα πάρω από αυτούς δι' εμέ ιερείς και Λευΐτας, είπεν ο Κυριος. 21 Καὶ ἀπὸ αὐτούς, τοὺς ἐκ παντὸς ἔθνους προσελθόντας εἰς τὴν νέαν Ἱερουσαλήμ, θὰ λάβω δι’ ἐμαυτὸν Ἱερεῖς καὶ Λευΐτας, εἶπε καὶ ἐβεβαίωσεν ὁ Κύριος.
22 ὃν τρόπον γὰρ ὁ οὐρανὸς καινὸς καὶ ἡ γῆ καινή, ἃ ἐγὼ ποιῶ, μένει ἐνώπιον ἐμοῦ, λέγει Κύριος, οὕτω στήσεται τὸ σπέρμα ὑμῶν καὶ τὸ ὄνομα ὑμῶν. 22 Οπως δε ο νέος ουρανός και η νέα γη, τους οποίους θα δημιουργήσω, θα παραμείνουν ενώπιόν μου αιώνια, έτσι και οι απόγονοί σας θα μείνουν αιώνιοι ενώπιόν μου και το όνομά σας αιώνιον, είπεν ο Κυριος. 22 Θὰ λάβω δὲ ἐκ τούτων τοὺς Ἱερεῖς μου καὶ τοὺς Λευΐτας, διότι ὅλοι θὰ μοῦ εἶναι ἐκλεκτοὶ αἰωνίως.Ὅπως δὲ ὁ νέος οὐρανὸς καὶ ἡ νέα γῆ, τὰ ὁποῖα Ἐγὼ θὰ δημιουργήσω, θὰ μένουν ἐνώπιόν μου αἰώνια, βεβαιώνει τοῦτο ὁ Κύριος, οὕτω καὶ τὸ σπέρμα ὑμῶν τοῦ νέου Ἰσραὴλ καὶ τὸ ὄνομά σας θὰ ἵστανται ἀκατάλυτα καὶ αἰώνια.
23 καὶ ἔσται μῆνα ἐκ μηνὸς καὶ σάββατον ἐκ σαββάτου ἥξει πᾶσα σάρξ τοῦ προσκυνῆσαι ἐνώπιον ἐμοῦ ἐν ῾Ιερουσαλήμ, εἶπε Κύριος. 23 Καθε δε πρώτην του μηνός και κάθε Σαββατον θα έρχωνται οι άνθρωποι εις την νέαν Ιερουσαλήμ, να με προσκυνήσουν, είπεν ο Κυριος. 23 Καὶ θὰ συμβῇ τοῦτο· κατὰ πᾶσαν νουμηνίαν καὶ πᾶν σάββατον, ἤτοι συνεχῶς καὶ κατὰ πᾶσαν ἡμέραν, θὰ ἔλθῃ πᾶς ἄνθρωπος ἐκ παντὸς ἔθνους διὰ νὰ προσκυνήσῃ ἐνώπιόν μου εἰς τὴν νέαν Ἱερουσαλήμ, εἶπε καὶ ἐβεβαίωσε τοῦτο ὁ Κύριος.
24 καὶ ἐξελεύσονται καὶ ὄψονται τὰ κῶλα τῶν ἀνθρώπων τῶν παραβεβηκότων ἐν ἐμοί· ὁ γὰρ σκώληξ αὐτῶν οὐ τελευτήσει, καὶ τὸ πῦρ αὐτῶν οὐ σβεσθήσεται, καὶ ἔσονται εἰς ὅρασιν πάσῃ σαρκί. 24 Θα εξέρχωνται δε και θα βλέπουν τα πτώματα και οστά των ανθρώπων εκείνων, που παρέβησαν τον Νομον μου. Ο σκώληξ που θα κατατρώγη αυτούς, δεν θα ψοφήση και η φωτιά, που θα τους ικατακαίη, δεν θα σβήση. Θα είναι θέαμα φοβερόν δι' όλους τους ανθρώπους. 24 Καὶ θὰ ἐξέλθουν ἀπὸ τῶν τειχῶν τῆς Ἱερουσαλὴμ καὶ θὰ ἴδουν τὰ πτώματα καὶ τὰ ὀστᾶ τῶν ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι ἔχουν παραβῆ τὸν Νόμον μου.Θὰ τὰ ἴδουν ἀσφαλῶς, διότι ὁ σκώληξ, ὁ κατατρώγων τὰς σάρκας των, δὲν θὰ ἔχῃ τέλος, καὶ ἡ φωτιά, ποὺ θὰ κατακαίῃ τὴν δυσωδίαν των, δὲν θὰ σβήσῃ ποτέ.Καὶ θὰ εἶναι φοβερὸν θέαμα διὰ κάθε ἄνθρωπον.