Σάββατο, 20 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:43
Δύση: 20:06
Σελ. 12 ημ.
111-255
16ος χρόνος, 5908η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΖΑΧΑΡΙΑΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 (Δ)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΑΙ ἐπέστρεψεν ὁ ἄγγελος ὁ λαλῶν ἐν ἐμοὶ καὶ ἐξήγειρέ με ὃν τρόπον ὅταν ἐξεγερθῇ ἄνθρωπος ἐξ ὕπνου αὐτοῦ 1 Ο άγγελος, ο οποίος μου ωμιλούσε, εστράφη και με εξύπνησεν, όπως όταν κανείς εξεγερθή από τον ύπνον του, 1 Ο ἄγγελος, ὁ ὁποῖος συνωμιλοῦσε μαζί μου, ἐπέστρεψε καὶ μὲ ἐξύπνησεν, ὅπως συμβαίνει, ὅταν ξυπνήσω ἀπὸ τὸν ὕπνον ὁ ἄνθρωπος ποὺ κοιμᾶται.
2 καὶ εἶπε πρός με· τί σὺ βλέπεις; καὶ εἶπα· ἑώρακα καὶ ἰδοὺ λυχνία χρυσῆ ὅλη, καὶ τὸ λαμπάδιον ἐπάνω αὐτῆς, καὶ ἑπτὰ λύχνοι ἐπάνω αὐτῆς, καὶ ἑπτὰ ἐπαρυστρίδες τοῖς λύχνοις τοῖς ἐπάνω αὐτῆς· 2 και μου είπε· “τι βλέπεις συ;” Απήντησα· βλέπω· ιδού μία λυχνία ολόχρυσος και επάνω στον κεντρικόν της στύλον ο λύχνος. Επτά ήσαν όλοι οι λύχνοι κα επτά βραχίονες, εις τα άκρα των οποίων ήσαν τοποθετημένοι οι λύχνοι. 2 Καὶ ὁ ἄγγελος εἶπε πρὸς ἐμέ: «Τί βλέπεις;» Καὶ ἐγὼ ἀπάντησα: «Βλέπω· νά, μία ὁλόχρυση λυχνία, ἐπάνω δὲ εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ λυχνοστάτου «κεντρικοῦ στύλου» της ὑπάρχει ὁ λύχνος (ἢ ὀρθότερον τὸ στρογγυλὸν δοχεῖον). Εἰς τὸν λυχνοστάτην της ὑπῆρχαν ἑπτὰ λύχνοι καὶ ἑπτὰ βραχίονες, εἰς τὰ ἄκρα τῶν ὁποίων ὑπῆρχαν οἱ ἑπτὰ λύχνοι - κανδήλια.
3 καὶ δύο ἐλαῖαι ἐπάνω αὐτῆς, μία ἐκ δεξιῶν τοῦ λαμπαδίου αὐτῆς καὶ μία ἐξ εὐωνύμων. 3 Επάνω από την λυχνίαν υπήρχον δύο κλάδοι ελαίας, ο ενας εκ δεξιών και ο άλλος εξ αριστερών του κεντρικού λύχνου της. 3 Δίπλα καὶ ἐπάνω ἀπὸ τὴν χρυσῆν λυχνίαν ὑπῆρχαν δύο ἐλαιόδενδρα, ἕνα εἰς τὰ δεξιὰ τὸν λυχνοστάτου «κεντρικοῦ στύλου» της καὶ ἕνα εἰς τὰ ἀριστερά».
4 καὶ ἐπηρώτησα καὶ εἶπα πρὸς τὸν ἄγγελον τὸν λαλοῦντα ἐν ἐμοὶ λέγων· τί ἐστι ταῦτα, κύριε; 4 Ηρώτησα και είπα στον άγγελον που ωμιλούσε μαζή μου· τι σημαίνουν αυτά, Κυριε; 4 Ἐρώτησα δὲ πάλιν καὶ εἶπα πρὸς τὸν ἄγγελον, ποὺ συνωμιλοῦσε μαζί μου: «Τί σημαίνουν αὐτά, Κύριε;»
5 καὶ ἀπεκρίθη ὁ ἄγγελος ὁ λαλῶν ἐν ἐμοὶ καὶ εἶπε πρός με λέγων· οὐ γινώσκεις τί ἐστι ταῦτα; καὶ εἶπα· οὐχί, κύριε. 5 Ο δε άγγελος, ο οποίος ωμιλούσε με εμέ, μου είπε· “δεν γνωρίζεις τι σημαίνουν αυτά; Και είπα· “οχι, Κυριε”. 5 Καὶ ὁ ἄγγελος, ποὺ συνωμιλοῦσε μαζί μου, ἀπεκρίθη καὶ μοῦ εἶπε: «Δὲν γνωρίζεις τί σημαίνουν αὐτά;» Καὶ ἀπάντησα: «Ὄχι, Κύριε!»
6 καὶ ἀπεκρίθη καὶ εἶπε πρός με λέγων· οὗτος ὁ λόγος Κυρίου πρὸς Ζοροβάβελ λέγων· οὐκ ἐν δυνάμει μεγάλῃ οὐδὲ ἐν ἰσχύϊ, ἀλλ᾿ ἢ ἐν πνεύματί μου, λέγει Κύριος παντοκράτωρ. 6 Εκείνος απήντησε και μου είπε· “αυτό το όραμα είναι ο λόγος του Κυρίου προς τον Ζοροβάβελ, όταν του είπε· όχι με μεγάλην υλικήν δύναμιν, ούτε με ισχύν ανθρωπίνην, αλλά δια του Πνεύματός μου, λέγει Κυριος ο παντοκράτωρ, θα αποπερατωθή το έργον σου. 6 Τότε ὁ ἄγγελος ἀπεκρίθη καὶ μοῦ εἶπεν: «Ἡ ὅρασις αὐτή, ποὺ βλέπεις, εἶναι ὁ λόγος τοῦ Κυρίου πρὸς τὸν Ζοροβάβελ, ὅταν τοῦ εἶπεν: «Ὄχι μὲ μεγάλην δύναμιν «στρατὸν καὶ ὅπλα», οὔτε μὲ ἀνθρωπίνην ἰσχύν, ἀλλὰ μὲ τὴν χάριν καὶ τὴν ἐνίσχυσιν τοῦ Πνεύματός μου, λέγει ὁ Κύριος ὁ παντοκράτωρ, θὰ ὁλοκληρώσῃς τὸ ἔργον σου.
7 τίς εἶ σύ, τό ὄρος τὸ μέγα, τὸ πρὸ προσώπου Ζαροβάβελ τοῦ κατορθῶσαι; καὶ ἐξοίσω τὸν λίθον τῆς κληρονομίας ἰσότητα χάριτος χάριτα αὐτῆς. 7 Ποιός είσαι συ, το μέγα όρος, που ίσταται ενώπιον του Ζοροβάβελ εμπόδιον, δια να μη στήση αυτός κατορθώματα; Εγώ θα βγάλω τους λίθους από το λατομείον δια την οικοδομήν του ναού, την κληρονομίαν μου αυτήν προς τον λαόν, ισότητα χάριτος και πλήθος χαρίτων δι' αυτόν”. 7 Ποῖον εἶσαι σύ, τὸ μεγάλο βουνό, ποὺ ὑψώνεσαι ἐμπρὸς εἰς τὸν Ζοροβάβελ καὶ τὸν ἐμποδίζεις νὰ ἐπιτύχῃ εἰς τὸ ἔργον του; Ἐγὼ δὲ θὰ βγάλω ἀπὸ τὸ λατομεῖον μου τοὺς λίθους, ποὺ χρειάζονται διὰ τὴν ἀνοικοδόμησιν τοῦ Ναοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι ἡ κληρονομία μου πρὸς τὸν λαόν, καὶ ἡ μία κατόπιν τῆς ἄλλης γεμᾶτες χάριν ἐνέργειές μου θὰ ἀποτελειώσουν καὶ θὰ καταστολίσουν τὸν Ναόν».
8 καὶ ἐγένετο λόγος Κυρίου πρός με λέγων· 8 Ο Κυριος ωμίλησε προς εμέ και μου είπε· 8 Ὁ δὲ Κύριος ὡμίλησε πρὸς ἐμὲ «τὸν προφήτην» καὶ εἶπε:
9 αἱ χεῖρες Ζοροβάβελ ἐθεμελίωσαν τὸν οἶκον τοῦτον, καὶ αἱ χεῖρες αὐτοῦ ἐπιτελέσουσιν αὐτόν, καὶ ἐπιγνώσῃ, διότι Κύριος παντοκράτωρ ἐξαπέσταλκέ με πρός σε. 9 “αι χείρες του Ζοροβάβελ εθεμελίωσαν τον ναόν τούτον και αι χείρες του θα τον φέρουν εις πέρας. Και θα μάθης συ, λαέ, ότι Κυριος ο παντοκράτωρ έχει αποστείλει εμέ προς σέ. 9 «Τὰ χέρια τοῦ Ζοροβάβελ ἔθεσαν τὸν θεμέλιον λίθον τοῦ Ναοῦ αὐτοῦ, καὶ τὰ ἰδικά του ἐπίσης χέρια θὰ τὸν φέρουν εἰς αἴσιον καὶ τέλειον πέρας· «καὶ τότε θὰ πληροφορηθῇς, Ἰουδαϊκὲ λαέ, ὅτι ὁ Κύριος ὁ παντοκράτωρ μὲ ἔχει ἀποστείλει ἐπισήμως πρὸς σέ».
10 διότι τίς ἐξουδένωσεν εἰς ἡμέρας μικράς; καὶ χαροῦνται καὶ ὄψονται τὸν λίθον τὸν κασσιτέρινον ἐν χειρὶ Ζοροβάβελ. ἑπτὰ οὗτοι ὀφθαλμοὶ Κυρίου εἰσὶν οἱ ἐπιβλέποντες ἐπὶ πᾶσαν τὴν γῆν. 10 Ποίος δύναται να καταφρονήση τας φαινομενικώς μικράς και ασήμους αυτάς ημέρας; Οι Ιουδαίοι θα χαρούν, διότι θα βλέπουν εκλεκτούς λίθους εις τα χέρια του Ζοροβάβελ δια την ανοικοδόμησίν του ναού. Οι επτά άγρυπνοι οφθαλμοί της προνοίας του Κυρίου επιβλέπουν εις ολόκληρον την γην”. 10 Διότι ποῖος θὰ τολμήσῃ νὰ περιφρονήσῃ αὐτὰ τὰ φαινομενικῶς ταπεινὰ καὶ μικρὰ ἔργα, τὶς δύσκολες, ἀσήμαντες αὐτὲς ἡμέρες καὶ περιστάσεις τῆς ἀνοικοδομήσεως τοῦ Ναοῦ; Ὁ Ἰουδαϊκὸς λαὸς θὰ χαρῇ, ὅταν ἰδῇ τὸ νῆμα τῆς στάθμης «ἤ, κατ' ἄλλους: Τὸν λίθον τὸν ἐκλεκτόν, αὐτὸν ποὺ ἔχει προορισθῇ νὰ τεθῇ εἰς τὴν οἰκοδομὴν τελευταῖος» εἰς τὰ χέρια τοῦ Ζοροβάβελ. Οἱ ἑπτὰ ἄγρυπνοι ὀφθαλμοὶ τοῦ Κυρίου, σύμβολα τῆς παγγνωσίας καὶ ἀκριβοὺς ἐξετάσεως καὶ προνοίας τῶν πάντων ἐκ μέρους του, περισκοποῦν ὁλόκληρον τὴν γῆν».
11 καὶ ἀπεκρίθην καὶ εἶπα πρὸς αὐτόν· τί αἱ δύο ἐλαῖαι αὗται, αἱ ἐκ δεξιῶν τῆς λυχνίας καὶ ἐξ εὐωνύμων; 11 Απεκρίθην τότε και είπα προς αυτόν· “αι δύο αυταί ελαίαι, η μία εκ δεξιών της λυχνίας και η άλλη εξ αριστερών, τι σημαίνουν;” 11 Κατόπιν ἐπροχώρησα καὶ ἐρώτησα τὸν ἄγγελον: «Τί σημαίνουν τὰ δύο αὐτὰ ἐλαιόδενδρα, ποὺ εἶναι τὸ μὲν ἕνα εἰς τὰ δεξιὰ τῆς χρυσῆς λυχνίας, τὸ δὲ ἄλλο εἰς τὰ ἀριστερά;»
12 καὶ ἐπηρώτησα ἐκ δευτέρου καὶ εἶπα πρὸς αὐτόν· τί οἱ δύο κλάδοι τῶν ἐλαιῶν οἱ ἐν ταῖς χερσὶ τῶν δύο μυξωτήρων τῶν χρυσῶν τῶν ἐπιχεόντων καὶ ἐπαναγόντων τὰς ἐπαρυστρίδας τὰς χρυσᾶς; 12 Δευτέραν φοράν τον ηρώτησα και είπα προς αυτόν· “τι σημαίνουν οι δύο κλάδοι των ελαίων εις τα δύο χρυσά δοχεία, όπου χύνεται το έλαιον και διοχετεύεται στους χρυσούς αγωγούς;” 12 Καὶ διὰ δευτέραν φορὰν τὸν ἐρώτησα διὰ νὰ πληροφορηθῶ καὶ τοῦ εἶπα: «Τί σημαίνουν τὰ δύο κλαδιὰ τῶν ἐλαιοδένδρων, ποὺ εὑρίσκονται εἰς τὰ δύο χρυσᾶ ὁμοιώματα τῶν μυκτήρων τοῦ μεγάλου κεντρικοῦ στύλου, τοῦ λυχνοστάτου, εἰς τοὺς ὁποίους «μυκτῆρες» χύνεται τὸ λάδι καὶ ἀπὸ τοὺς ὁποίους διοχετεύεται εἰς τοὺς ἑπτὰ σωληνοειδεῖς βραχίονες τοῦ λαδιοῦ «ποὺ τροφοδοτοῦν τοὺς ἑπτὰ λύχνους - κανδήλια);»
13 καὶ εἶπε πρός με· οὐκ οἶδας τί ἐστι ταῦτα; καὶ εἶπα οὐχί, κύριε. 13 Ο άγγελος με ηρώτησε· “δεν γνωρίζεις λοιπόν, τι σημαίνουν αυτά; Και είπα, όχι. 13 Ὁ δὲ ἄγγελος μὲ ἐρώτησε καὶ μοῦ εἶπε: «Δὲν γνωρίζεις τί σημαίνουν αὐτά;» Καὶ ἐγὼ ἀπάντησα: «Ὄχι, Κύριε».
14 καὶ εἶπεν· οὗτοι οἱ δύο υἱοὶ τῆς πιότητος παρεστήκασι Κυρίῳ πάσης τῆς γῆς. 14 Ο άγγελος είπε· “αυτοί είναι οι δύο εκλεκτοί άνδρες, οι οποίοι παρίστανται ενώπιον του Θεού, του κυριάρχου όλης της γης”. 14 Καὶ τότε μοῦ εἶπε: «Τὰ δύο κλαδιὰ τῶν ἐλαιοδένδρων εἶναι οἱ δύο ἐκλεκτοὶ καὶ ἐξαίρετοι «ἤ, κατὰ τὸ Ἑβραϊκόν: Οἱ δύο κεχρισμένοι» ἄνδρες, οἱ ὁποῖοι στέκονται κοντὰ εἰς τὸν Κύριον, τὸν Βασιλέα ὅλου τοῦ κόσμου».