Παρασκευή, 19 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:45
Δύση: 20:05
Σελ. 11 ημ.
110-256
16ος χρόνος, 5907η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΖΑΧΑΡΙΑΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13 (ΙΓ)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΕΝ τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ ἔσται πᾶς τόπος διανοιγόμενος τῷ οἴκῳ Δαυὶδ καὶ τοῖς κατοικοῦσιν ῾Ιερουσαλὴμ εἰς τὴν μετακίνησιν καὶ εἰς τὸν χωρισμόν. 1 Κατά τας ημέρας εκείνας όλος ο τόπος θα είναι ανοικτός στους απογόνους του οίκου Δαβίδ και εις όλους, όσοι θα κατοικούν την Ιερουσαλήμ, ώστε ελευθέρως αυτοί να μετακινούνται και να κυκλοφορούν, όπου θέλουν. 1 Κατὰ τὴν ἱστορικὴν ἐκείνην ἡμέραν θὰ συμβῇ τοῦτο: Ὅλος ὁ τόπος θὰ εἶναι ἀνοικτὸς εἰς τὸν οἶκον τοῦ Δαβὶδ καὶ εἰς ὅλους, ὅσοι θὰ κατοικοῦν εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ, δι' ἐλευθέραν διακίνησιν καὶ ἀκώλυτον κυκλοφορίαν.
2 καὶ ἔσται ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ, λέγει Κύριος Σαβαώθ, ἐξολοθρεύσω τὰ ὀνόματα τῶν εἰδώλων ἀπὸ τῆς γῆς, καὶ οὐκ ἔτι αὐτῶν ἔσται μνεία· καὶ τοὺς ψευδοπροφήτας καὶ τὸ πνεῦμα τὸ ἀκάθαρτον ἐξαρῶ ἀπὸ τῆς γῆς. 2 Κατά την έποχην εκείνην, λέγει ο Κυριος των δυνάμεων, θα εξολοθρεύσω και τα ονόματα ακόμη των ειδώλων από την γην και δεν θα τα ενθυμούνται πλέον οι άνθρωποι. Θα ξερριζώσω από την γην τους ψευδοπροφήτας των ειδώλων και θα εξαφανίσω το ακάθαρτον πνεύμα, που τους ενέπνεε. 2 Κατὰ τὴν ἱστορικὴν δὲ ἐκείνην ἡμέραν θὰ συμβῇ τοῦτο, λέγει ὁ Κύριος τῶν οὐρανίων δυνάμεων, ὁ Παντοκράτωρ: Θὰ ἐξολοθρεύσω τὰ ὀνόματα τῶν εἰδώλων ἀπὸ τὴν χώραν τῆς Ἰουδαίας, καὶ οἱ ἄνθρωποι δὲν θὰ τὰ ἐνθυμοῦνται πλέον θὰ τὰ λησμονήσουν. Ἐπίσης θὰ ξερριζώσω καὶ θὰ ἐξαφανίσω ἀπὸ τὴν χώραν τῆς Ἰουδαίας τοὺς ψευδοπροφήτας καὶ τὸ ἀκάθαρτον καὶ πονηρὸν πνεῦμα, τὸ ὁποῖον τοὺς ἐμπνέει καὶ τοὺς παραπλάνα.
3 καὶ ἔσται ἐὰν προφητεύσῃ ἄνθρωπος ἔτι, καὶ ἐρεῖ πρὸς αὐτὸν ὁ πατὴρ αὐτοῦ καὶ ἡ μήτηρ αὐτοῦ, οἱ γεννήσαντες αὐτόν· οὐ ζήσῃ, ὅτι ψευδῆ ἐλάλησας ἐπ᾿ ὀνόματι Κυρίου· καὶ συμποδιοῦσιν αὐτὸν ὁ πατὴρ αὐτοῦ καὶ ἡ μήτηρ αὐτοῦ, οἱ γεννήσαντες αὐτόν, ἐν τῷ προφητεύειν αὐτόν. 3 Θα συμβή δε και τούτο· εάν παρουσιασθή κάποιος ψευδοπροφήτης και θελήση να προφητεύση, ο πατήρ του και η μητέρα του, αυτοί οι οποίοι τον εγέννησαν, θα του είπουν· “δεν θα ζήσης θα θανατωθής, διότι ετόλμησες να λαλήσης ψεύδη εν ονόματι του Κυρίου”. Και θα δέσουν αυτού τους πόδας και θα τον παραδώσουν εις θάνατον ο πατέρας του και η μητέρα του, αυτοί οι οποίοι τον εγέννησαν, διότι προεφήτευσε ψεύδη. 3 Καὶ τότε θὰ συμβῇ τοῦτο: Ἐὰν κάποιος ψευδοπροφήτης σννεχίζῃ ἀκόμη νὰ προφητεύῃ, ὁ πατέρας του καὶ ἡ μητέρα του, τὰ πρόσωπα ποὺ τὸν ἐγέννησαν, θὰ τοῦ εἰποῦν: «Δὲν θὰ ζήσῃς· θὰ ἀποθάνῃς, διότι ἐτόλμησες νὰ προφητεύσῃς ψευδῶς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου». Καὶ θὰ δέσουν τὰ πόδια του, διὰ νὰ τὸν θανατώσουν ὁ πατέρας του καὶ ἡ μητέρα του, αὐτοί οἱ ὁποῖοι τὸν ἐγέννησαν, διότι ἐτόλμησε νᾲ προφητεύσῃ ψευδῶς.
4 καὶ ἔσται ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ καταισχυνθήσονται οἱ προφῆται, ἕκαστος ἐκ τῆς ὁράσεως αὐτοῦ, ἐν τῷ προφητεύειν αὐτόν, καὶ ἐνδύσονται δέρριν τριχίνην ἀνθ᾿ ὧν ἐψεύσαντο. 4 Κατά την εποχήν εκείνην, όλοι οι ψευδοπροφήται θα κατεντροπιασθούν, ο καθένας εξ αιτίας των ψευδών οραμάτων και των ψευδών προφητειών των, και θα ενδυθούν ένδυμα τρίχινον, διότι εκήρυτταν ψεύδη. 4 Κατὰ τὴν ἱστορικὴν καὶ εὐλογημένην ἐκείνην ἡμέραν θὰ συμβῇ τοῦτο: θὰ κατεντροπιασθοῦν οἱ ψευδοπροφῆται, ὁ καθένας ἕνεκα τῶν ψευδῶν ὁραμάτων του, ἐπειδὴ θὰ προφητεύῃ ψευδῶς, καὶ θὰ ἐνδυθοῦν τρίχινον σάκκον, διότι ἐκήρυτταν ψεύδη καὶ ἀπατούσαν τὸν λαόν.
5 καὶ ἐρεῖ· οὐκ εἰμὶ προφήτης ἐγώ, διότι ἄνθρωπος ἐργαζόμενος τὴν γῆν ἐγώ εἰμι, ὅτι ἄνθρωπος ἐγέννησέ με ἐκ νεότητός μου. 5 Κατεντροπιασμένος δε ο καθένας από αυτούς θα απαντά· “δεν είμαι εγώ προφήτης. Είμαι ενας απλούς άνθρωπος που εργάζεται εις τα χωράφια. Απλοί και άσημοι άνθρωποι υπήρξαν οι γονείς μου, το ίδιο και εγώ εκ νεότητός μου”. 5 Καὶ καθένας ἀπὸ αὐτοὺς θὰ λέγῃ: «Ἐγὼ δὲν εἶμαι προφήτης· ἐγὼ εἶμαι ἄνθρωπος ἄσημος, ποὺ ἀπὸ τὰ νεανικά του χρόνια ἐργάζεται καὶ καλλιεργεῖ τὴν γῆν καὶ ἀπὸ ἄνθρωπον ἀπλοῦν, ἄσημον, ἰδιώτην ἐγεννήθηκα».
6 καὶ ἐρῶ πρὸς αὐτόν· τί αἱ πληγαὶ αὗται ἀναμέσον τῶν χειρῶν σου; καὶ ἐρεῖ· ἃς ἐπλήγην ἐν τῷ οἴκῳ τῷ ἀγαπητῷ μου. 6 Και εάν κανείς τον ερωτήση, εκ ποίας αιτίας υπάρχουν αύται αι πληγαί εις τα χέριά σου; Εκείνος θα απαντήση· “τας πληγάς αυτάς τας έλαβα στον οίκον των αγαπητών μου φίλων και συγγενών”. 6 Καὶ ἂν τὸν ἐρωτήσω «ἂν κάποιος τὸν ἐρωτήσῃ»: «Τί εἶναι αὐτὰ τὰ τραύματα καὶ τὰ χαράγματα εἰς τὰ χέρια σου;» Αὐτὸς θὰ ἀπαντήσῃ: «Αὐτὰ τὰ τραύματα εἶναι ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα ἔλαβα εἰς τὸ σπίτι τῶν ἀνθρώπων ποὺ μὲ ἐγέννησαν, τῶν συγγενῶν μου».
7 Ρομφαία ἐξεγέρθητι ἐπὶ τοὺς ποιμένας μου καὶ ἐπὶ ἄνδρα πολίτην μου, λέγει Κύριος παντοκράτωρ· πατάξατε τοὺς ποιμένας καὶ ἐκσπάσατε τὰ πρόβατα, καὶ ἐπάξω τὴν χεῖρά μου ἐπὶ τοὺς ποιμένας. 7 “Ρομφαία ας υψωθή εναντίον των κακών ποιμένων μου και εναντίον κάθε κακού συμπολίτου μου, λέγει Κυριος ο παντοκράτωρ. Κτυπήσατε τους ποιμένας, δια να αποσπάσετε και γλυτώσετε από τα χέρια των τα πρόβατα. Εγώ δε θα επιφέρω βαρείαν και τιμωρόν την χείρα μου εναντίον ποιμένων. 7 Πλατὺ καὶ μεγάλο ἀμφίστομον σπαθί, σήκω ἐπάνω ἄγρυπνον καὶ πρόθυμον ἐναντίον τῶν κακῶν ποιμένων μου καὶ ἐναντίον κάθε κακοῦ συμπολίτου μου, λέγει ὁ Κύριος ὁ Παντοκράτωρ. Κτυπῆστε καὶ θανατῶστε τοὺς κακοὺς ποιμένας, ἀποσπάστε καὶ ἐλευθερῶστε τὰ πρόβατα ἀπὸ τὰ χέρια των. Ἐγὼ δὲ θὰ καταφέρω βαρὺ καὶ τιμωρητικὸν τὸ χέρι μου ἐναντίον τῶν ποιμένων.
8 καὶ ἔσται ἐν πάσῃ τῇ γῇ, λέγει Κύριος, τὰ δύο μέρη αὐτῆς ἐξολοθρευθήσεται καὶ ἐκλείψει, τὸ δὲ τρίτον ὑπολειφθήσεται ἐν αὐτῇ· 8 Από όλους δε τους κατοίκους της ιουδαϊκής χώρας, λέγει ο Κυριος, τα δύο μέρη θα καταστραφούν και θα εξαφανισθούν, και μόνον το τρίτον μέρος θα μείνη εις αυτήν. 8 Θὰ συμβῇ δὲ τοῦτο: Ἀπὸ ὅλους τοὺς κατοίκους τῆς χώρας τῆς Ἰουδαίας θὰ καταστραφοῦν καὶ θὰ ἐξαλειφθοῦν τὰ δύο μέρη, μόνον δὲ τὸ τρίτον θὰ ἀπομείνῃ εἰς αὐτήν.
9 καὶ διάξω τὸ τρίτον διὰ πυρὸς καὶ πυρώσω αὐτούς, ὡς πυροῦται τὸ ἀργύριον, καὶ δοκιμῶ αὐτούς, ὡς δοκιμάζεται τὸ χρυσίον· αὐτὸς ἐπικαλέσεται τὸ ὄνομά μου, κἀγὼ ἐπακούσομαι αὐτῷ καὶ ἐρῶ· λαός μου οὗτός ἐστι, καὶ αὐτὸς ἐρεῖ, Κύριος ὁ Θεός μου. 9 Αυτό δε το τρίτον μέρος θα το περάσω δια μέσου του πυρός, θα τους δοκιμάσω με το πυρ των θλίψεων, όπως δοκιμάζεται με τη φωτιά ο άργυρος. Θα τους δοκιμάσω, όπως δοκιμάζεται και καθαρίζεται ο χρυσός με το πυρ. Αυτός ο λαός τότε θα επικαλεσθή το Ονομά μου και εγώ θα τον ακούσω και θα είπω· Αυτός είναι πράγματι ο λαός μου και αυτός θα μου πη· είσαι ο Κυριος και ο Θεός μου”. 9 Αὐτὸ ὅμως τὸ τρίτον μέρος τῶν κατοίκων θὰ τὸ περάσω ἀπὸ φωτιὰ καὶ θὰ τοὺς δοκιμάσω μὲ τὴν φωτιὰ τῶν θλίψεων, ὅπως ρίπτεται εἰς τὴν φωτιὰ τὸ ἀσῆμι διὰ νὰ καθαρισθῇ· θὰ τοὺς δοκιμάσω καὶ καθαρίσω, ὅπως δοκιμάζεται τὸ χρυσάφι μέσα εἰς τὸ χωνευτήρι, ὅπου διὰ τῆς φωτιᾶς ἀπαλλάσσεται ἀπὸ κάθε νοθείαν καὶ καθαρίζεται τελείως. Ὁ λαὸς δὲ αὐτός, ποὺ θὰ ἔχῃ πλέον καθαρισθῆ, θὰ ἐπικαλεσθῇ τὸ ὄνομά μου, καὶ Ἐγὼ θὰ εἰσακούσω τὴν ἐπίκλησίν του καὶ θὰ εἴπω: «Πράγματι· αὐτὸς εἶναι λαὸς ἰδικός μου»· αὐτὸς δὲ θὰ εἴπῃ πρὸς Ἐμέ: «Σὺ εἶσαι ὁ Κύριος ὁ Θεός μου».