Τετάρτη, 24 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:38
Δύση: 20:10
Σελ. 16 ημ.
115-251
16ος χρόνος, 5912η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΖΑΧΑΡΙΑΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 (Β)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΑΙ ᾖρα τοὺς ὀφθαλμούς μου καὶ εἶδον καὶ ἰδοὺ τέσσαρα κέρατα. 1 Ο προφήτης συνεχίζει· ύψωσα τους οφθαλμούς μου και ιδού τέσσαρα κέρατα. 1 Εσήκωσα τὰ μάτια μου, συνεχίζει ὁ προφήτης Ζαχαρίας, καὶ νά· εἶδα μίαν ὅρασιν: Εἶδα τέσσερα κέρατα.
2 καὶ εἶπα πρὸς τὸν ἄγγελον τὸν λαλοῦντα ἐν ἐμοί· τί ἐστι ταῦτα, Κύριε; καὶ εἶπε πρός με· ταῦτα τὰ κέρατα τὰ διασκορπίσαντα τὸν ᾿Ιούδαν καὶ τὸν ᾿Ισραὴλ καὶ ῾Ιερουσαλήμ. 2 Ηρώτησα τον άγγελον, ο οποίος συνωμιλούσε με εμέ, τι σημαίνουν αυτά, Κυριε; Και εκείνος μου ειπε· “αυτά τα κέρατα συμβολίζουν τας δυνάμεις τας εχθρικάς, αι οποίαι διεσκόρπισαν τους Ιουδαίους και τους Ισραηλίτας και τους κατοίκους της Ιερουσαλήμ”. 2 Ἀπευθυνόμενος δὲ πρὸς τὸν ἄγγελον, ποὺ συνωμιλοῦσε μαζί μου, τὸν ἐρώτησα: «Τί συμβολίζουν τὰ τέσσερα αὐτὰ κέρατα, Κύριε;» Καὶ αὐτὸς μοῦ ἀπάντησε: «Τὰ κέρατα αὐτὰ συμβολίζουν τις ἰσχυρὲς ἐχθρικὲς δυνάμεις «ἔθνη», ποὺ διεσκόρπισαν τοὺς Ἰουδαίους «τὸ βασίλειον τοῦ Ἰούδα» καὶ τοὺς Ἰσραηλῖτες «τὸ βασίλειον τοῦ Ἰσραήλ» καὶ τοὺς κατοίκους τῆς Ἱερουσαλήμ».
3 καὶ ἔδειξέ μοι Κύριος τέσσαρας τέκτονας. 3 Ο Κυριος μου παρουσίασε τότε τέσσαρας μαραγκούς και είπα· 3 Κατόπιν ὁ Κύριος μοῦ ἔδειξε τέσσερις σιδηρουργούς.
4 καὶ εἶπα· τί οὗτοι ἔρχονται ποιῆσαι; καὶ εἶπε· ταῦτα τὰ κέρατα τὰ διασκορπίσαντα τὸν ᾿Ιούδα καὶ τὸν ᾿Ισραὴλ κατέαξαν, καὶ οὐδεὶς αὐτῶν ᾖρε κεφαλήν· καὶ ἐξήλθοσαν οὗτοι τοῦ ὀξῦναι αὐτὰ εἰς χεῖρας αὐτῶν τὰ τέσσαρα κέρατα τὰ ἔθνη τὰ ἐπαιρόμενα κέρας ἐπὶ τὴν γῆν Κυρίου τοῦ διασκορπίσαι αὐτήν. 4 “τι έρχονται να κάμουν αυτοί;” Εκείνος μου απήντησε· “τα κέρατα αυτά είναι αι εχθρικαί δυνάμεις, αι οποίαι διεσκόρπισαν τους Ιουδαίους και συνέτριψαν τους Ισραηλίτας, ώστε κανείς απ' αυτούς να μη ημπορέση να σηκώση την κεφαλήν. Αυτοί δε οι τέκτονες εβγήκαν, δια να παροξύνουν και εξερεθίσουν εναντίον αλλήλων τα τέσσαρα αυτά έθνη, τα οποία αλαζονικά ύψωσαν την δύναμίν των εναντίον της χώρας του Κυρίου, ώστε να διασκορπίσουν αυτήν”. 4 Καὶ εἶπα: «Τί ἔρχονται νὰ κάμουν αὐτοί;» Καὶ Ἐκεῖνος μοῦ ἀπάντησε: «Τὰ τέσσερα αὐτὰ κέρατα εἶναι οἱ ἰσχυρὲς ἐχθρικὲς δυνάμεις «ἔθνη», οἱ ὁποῖες διεσκόρπισαν τοὺς Ἰουδαίους καὶ συνέτριψαν τοὺς Ἰσραηλῖτες τόσον πολύ, ὥστε κανεὶς ἀπὸ αὐτοὺς νὰ μὴ ἠμπορῇ νὰ σηκώσῃ κεφάλι. Τώρα λοιπὸν αὐτοὶ οἱ τέσσερις σιδηρουργοί «οἱ οὐράνιες δυνάμεις» ἐβγῆκαν διὰ νὰ ἐξερεθίσουν καὶ διεγείρουν ἐναντίον ἀλλήλων τὰ τέσσερα αὐτὰ ἐχθρικὰ ἔθνη, ποὺ ὕψωσαν μὲ τρόπον ἀλαζονικὸν τὴν δύναμίν των, ὡσὰν αὐτὴ νὰ ἦταν ἀήττητη καὶ ἄθραυστη, ἐναντίον τῆς Ἰουδαίας, τῆς χώρας τοῦ Κυρίου, διὰ νὰ συντρίψουν καὶ διασκορπίσουν τὸν λαόν της». «Μὲ τὸν τρόπον αὐτὸν θὰ τιμωρηθοῦν μεταξύ των δι’ ὅσα ἔπραξαν κατὰ τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ».
5 Καὶ ᾖρα τοὺς ὀφθαλμούς μου καὶ εἶδον καὶ ἰδοὺ ἀνὴρ καὶ ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ σχοινίον γεωμετρικόν. 5 Εσήκωσα τους οφθαλμούς μου και είδον· και ιδού ενας ανήρ, ο οποίος εκρατούσε εις τα χέρια του σχοινίον καταμετρήσεως εκτάσεων γης. 5 Κατόπιν ἐσήκωσα τὰ μάτια μου καὶ νά· εἶδα ἄλλην ὅρασιν: Εἶδα ἕνα ἄνδρα, ὁ ὁποῖος ἐκρατοῦσε εἰς τὰ χέρια του σχοινί, μὲ τὸ ὁποῖον μετροῦν μεγάλης ἐκτάσεως γῆν.
6 καὶ εἶπα πρὸς αὐτόν· ποῦ σὺ πορεύῃ; καὶ εἶπε πρός με· διαμετρῆσαι τὴν ῾Ιερουσαλὴμ τοῦ ἰδεῖν πηλίκον τὸ πλάτος αὐτῆς ἐστι καὶ πηλίκον τὸ μῆκος. 6 Ηρώτησα, λοιπόν, αυτόν και είπα· “που συ πηγαίνεις;” Εκείνος μου απήντησε· “πηγαίνω να καταμετρήσω την Ιερουσαλήμ, δια να ίδω πόσον είναι το πλάτος της και πόσον είναι το μήκος αυτής”. 6 Καὶ ἐρώτησα τὸν νέον ἄνδρα: «Ποῦ πηγαίνεις;» Καὶ αὐτὸς μοῦ ἀπεκρίθη: «Πηγαίνω νὰ καταμετρήσω τὴν Ἱερουσαλὴμ ἀπὸ τὴν μίαν ἄκρην ἕως τὴν ἄλλην, διὰ νὰ ἰδῶ πόσον μεγάλο εἶναι τὸ πλάτος της καὶ πόσον μεγάλο εἶναι τὸ μῆκος της».
7 καὶ ἰδοὺ ὁ ἄγγελος ὁ λαλῶν ἐν ἐμοὶ εἱστήκει, καὶ ἄγγελος ἕτερος ἐξεπορεύετο εἰς συνάντησιν αὐτῷ. 7 Και ιδού, ο άγγελος, ο οποίος ωμιλούσε μαζή μου, ίστατο όρθιος. Ενας δε άλλος άγγελος εξήλθε προς συνάντησίν του. 7 Καὶ νά· ὁ ἄγγελος, ποὺ συνωμιλοῦσε μαζί μου, ἐστέκετο ἀκίνητος· ἕνας ἄλλος δὲ ἄγγελος ἐξῆλθε διὰ νὰ τὸν συναντήσῃ.
8 καὶ εἶπε πρὸς αὐτὸν λέγων· δράμε καὶ λάλησον πρὸς τὸν νεανίαν ἐκεῖνον λέγων· κατακάρπως κατοικηθήσεται ῾Ιερουσαλὴμ ἀπὸ πλήθους ἀνθρώπων καὶ κτηνῶν ἐν μέσῳ αὐτῆς· 8 Είπε δε προς αυτόν· “τρέξε και ομίλησε προς τον νεανίαν εκείνον και ειπέ· ωσάν ευρυχωροτάτη κατοικία θα κατοικηθή η Ιερουσαλήμ από πλήθος ανθρώπων· και κτήνη πολλά θα είναι εν μέσω αυτής. 8 Καὶ εἶπε πρὸς αὐτόν: «Πήγαινε, μίλησε εἰς τὸν νεανίαν ἐκεῖνον καὶ εἰπέ: «Ἡ Ἱερουσαλὴμ θὰ κατοικηθῇ τόσον πυκνά, ὥστε θὰ εἶναι κατάμεστη ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν ἀνθρώπων καὶ τῶν κτηνῶν, ποὺ θὰ εὑρίσκωνται εἰς αὐτὴν·
9 καὶ ἐγὼ ἔσομαι αὐτῇ, λέγει Κύριος, τεῖχος πυρὸς κυκλόθεν καὶ εἰς δόξαν ἔσομαι ἐν μέσῳ αὐτῆς. 9 Εγώ δε θα είμαι δι' αυτήν, λέγει ο Κυριος, ως ένα πύρινον τείχος ολόγυρά της και δόξα της εν μέσω αυτής”. 9 Ἑγὼ δὲ θὰ εἶμαι δι' αὐτήν, λέγει ὁ Κύριος, ὡς πύρινον τεῖχος ὁλοτρόγυρά της ἄμαχον καὶ ἀνυπέρβλητον καὶ δόξα ἰδική της ἀνάμεσά της».
10 ὦ ὦ φεύγετε ἀπὸ γῆς Βορρᾶ, λέγει Κύριος· διότι ἐκ τῶν τεσσάρων ἀνέμων τοῦ οὐρανοῦ συνάξω ὑμᾶς, λέγει Κύριος· 10 Ω, ω, σεις Ιουδαίοι, αναχωρήσατε από τα μέρη του βορρά, λέγει ο Κυριος, διότι από τα τέσσαρα σημεία του ορίζοντος εγώ θα σας συμμαζεύσω, λέγει ο Κυριος. 10 Ὤ! Ὤ! σεῖς Ἰουδαῖοι! Ἐμπρός· φεύγετε ἀπὸ τὴν χώραν τοῦ Βορρᾶ, τὴν χώραν τῶν Χαλδαίων, λέγει ὁ Κύριος· διότι ἀπὸ τὰ τέσσερα σημεῖα τοῦ ὁρίζοντος θὰ σᾶς συναθροίσω, λέγει ὁ Κύριος.
11 εἰς Σιὼν ἀνασώζεσθε οἱ κατοικοῦντες θυγατέρα Βαβυλῶνος. 11 Σεις οι Ιουδαίοι, που κατοικείτε εις την πόλιν της Βαβυλώνος, ελάτε εις την Σιών, δια να εύρετε σωτηρίαν και ασφάλειαν. 11 Ὅσοι Ἰουδαῖοι κατοικεῖτε εἰς τὴν πόλιν τῆς Βαβυλῶνος, φύγετε καὶ ἐλᾶτε εἰς τὴν Σιών, διὰ νὰ διασωθῆτε.
12 διότι τάδε λέγει Κύριος παντοκράτωρ· ὀπίσω δόξης ἀπέσταλκέ με ἐπὶ τὰ ἔθνη τὰ σκυλεύσαντα ὑμᾶς, διότι ὁ ἁπτόμενος ὑμῶν ὡς ὁ ἁπτόμενος τῆς κόρης τοῦ ὀφθαλμοῦ αὐτοῦ. 12 Διότι αυτά λέγει Κυριος ο παντοκράτωρ· εις δόξαν του Ονόματός του με έστειλεν εναντίον των εθνών, που σας ελαφυραγώγησαν, διότι εκείνος ο οποίος απλώνει το χέρι του εχθρικώς εναντίον σας, είναι σαν εκείνον, ο οποίος με τον δάχτυλόν του εγγίζει την κόρην του οφθαλμού του. 12 Διότι αὐτὰ λέγει ὁ παντοκράτωρ Κύριος: Πρὸς δόξαν τοῦ ἁγίου Ὀνόματός του μὲ ἔχει ἀποστείλει ἐναντίον τῶν εἰδωλολατρικῶν ἐθνῶν, τὰ ὁποῖα σᾶς ἐλεηλάτησαν διότι ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος σᾶς πλησιάζει ἐχθρικῶς καὶ ἀπλώνει τὸ χέρι του διὰ νὰ σᾶς βλάψῃ καὶ λυπήσῃ, εἶναι σὰν ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος μὲ τὸ δάκτυλόν του ἐγγίζει καὶ προσβάλλει τὴν κόρην τοῦ ματιοῦ μου.
13 διότι ἰδοὺ ἐγὼ ἐπιφέρω τὴν χεῖρά μου ἐπ᾿ αὐτούς, καὶ ἔσονται σκῦλα τοῖς δουλεύουσιν αὐτοῖς, καὶ γνώσεσθε ὅτι Κύριος παντοκράτωρ ἀπέσταλκέ με. 13 Ιδού, ότι εγώ τώρα εκτείνω τιμωρόν την χείρα μου εναντίον των εχθρών σας και αυτοί θα λαφυραγωγηθούν από τους Ιουδαίους, τους οποίους είχαν αιχμαλωτίσει. Και τότε θα γνωρίσετε καλά, ότι ο Κυριος ο παντοκράτωρ με απέστειλε προς σας. 13 Διότι, νά· ἐγὼ θὰ φέρω τιμωρὸν τὸ χέρι μου κατεπάνω τῶν ἐχθρῶν τοῦ Ἰουδαϊκοῦ λαοῦ· καὶ αὐτοί, οἱ πρώην κύριοι, θὰ λαφυραγωγηθοῦν ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους, τοὺς ὁποίους εἶχαν αἰχμαλωτίσει· καὶ τότε θὰ ἐννοήσετε καλὰ ὅτι ὁ Κύριος ὁ παντοκράτωρ μὲ ἀπέστειλεν εἰς σᾶς.
14 τέρπου καὶ εὐφραίνου, θύγατερ Σιών, διότι ἰδοὺ ἐγὼ ἔρχομαι καὶ κατασκηνώσω ἐν μέσῳ σου, λέγει Κύριος. 14 Τέρπου, λοιπόν, και ευφραίνου, κόρη μου Σιών, διότι ιδού, εγώ έρχομαι και θα κατασκηνώσω εν μέσω σου, λέγει ο Κυριος. 14 Ἀγάλλου λοιπόν, χαῖρε καὶ εὐφραίνου, θυγατέρα μου Σιών, διότι, νά· Ἐγὼ ἔρχομαι καὶ θὰ κατασκηνώσω ἀνάμεσά σου, λέγει ὁ Κύριος!
15 καὶ καταφεύξονται ἔθνη πολλὰ ἐπὶ τὸν Κύριον ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ καὶ ἔσονται αὐτῷ εἰς λαὸν καὶ κατασκηνώσουσιν ἐν μέσῳ σου, καὶ ἐπιγνώσῃ ὅτι Κύριος παντοκράτωρ ἐξαπέσταλκέ με πρός σε. 15 Τοτε, κατά την εποχήν εκείνην της σωτηρίας και λυτρώσεως, πολλά έθνη θα καταφύγουν προς τον Κυριον, θα γίνουν ιδικός του λαός και θα κατασκηνώσουν εν μέσω σου. Τοτε θα μάθετε καλά ότι πράγματι ο Κυριος ο παντοκράτωρ έστειλεν εμέ προς σας ως πρρφήτην. 15 Καὶ κατὰ τὴν εὐλογημένην καὶ εὐτυχισμένην ἐκείνην ἐποχὴν τῆς λυτρώσεως ἔθνη πολλὰ θὰ καταφύγουν καὶ θὰ ἐπιστρέψουν εἰς τὸν Κύριον, θὰ γίνουν δὲ λαὸς ἰδικός του καὶ θὰ κατασκηνώσουν ἀνάμεσά σου. Τότε θὰ γνωρίσῃς πολὺ καλὰ ὅτι ὁ παντοκράτωρ Κύριος μὲ ἀπέστειλεν ἐπισήμως πρὸς σέ.
16 καὶ κατακληρονομήσει Κύριος τὸν ᾿Ιούδαν, τὴν μερίδα αὐτοῦ ἐπὶ τὴν ἁγίαν, καὶ αἱρετιεῖ ἔτι τὴν ῾Ιερουσαλήμ. 16 Τοτε ο Κυριος θα κληρονομήση τους Ιουδαίους και ως ιδικήν του περιοχήν την αγίαν χώραν της Ιουδαίας, θα εκλέξη τότε και πάλιν ως ιδιαιτέραν του πόλιν την Ιερουσαλήμ. 16 Καὶ ὁ Κύριος θὰ λάβῃ ὡς κληρονομίαν ἰδικήν του τὸν Ἰουδαϊκὸν λαὸν καὶ ὡς περιοχὴν ἰδικήν του τὴν ἁγίαν καὶ ἐκλεκτὴν χώραν των, τὴν Ἰουδαίαν· ἀκόμη θὰ ἐκλέξῃ καὶ πάλιν ὡς ἰδιαιτέραν του πόλιν τὴν Ἱερουσαλήμ.
17 εὐλαβείσθω πᾶσα σὰρξ ἀπὸ προσώπου Κυρίου, ὅτι ἐξεγήγερται ἐκ νεφελῶν ἁγίων αὐτοῦ. 17 Καθε άνθρωπος, λοιπόν, ας πλημμυρίση από ευλάβειαν ενώπιον του Κυρίου, διότι εσηκώθη και από τας αγίας νεφέλας του κατέβη εις την γην, σωτήρ και λυτρωτής των ανθρώπων. 17 Κάθε ἄνθρωπος λοιπὸν ἂς σταθῇ ἐνώπιον τοῦ Κυρίου μὲ βαθὺν σεβασμόν, συστολήν, ἅγιον φόβον καὶ σιγήν, διότι ἔχει σηκωθῆ ἀπὸ τὸν θρόνον του, ποὺ εἶναι στημένος εἰς τὶς ἅγιες νεφέλες, καὶ κατέβη διὰ νὰ προσφέρῃ σωτηρίαν καὶ λύτρωσιν εἰς ἡμᾶς τοὺς ἀνθρώπους.