Παρασκευή, 29 Μαρτίου 2024
Ανατ: 06:15
Δύση: 18:46
Σελ. 20 ημ.
89-277
16ος χρόνος, 5886η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΙΩΒ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 39 (ΛΘ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΕΙ ἔγνως καιρὸν τοκετοῦ τραγελάφων πέτρας, ἐφύλαξας δὲ ὠδῖνας ἐλάφων; 1 Μηπως συ εγνώρισες και ώρισες τον χρόνον του τοκετού των αγρίων αιγών, που ζουν στους αποκρήμνους βράχους; Μηπως συ φροντίζεις και παρακολουθείς το κοιλοπόνημα των ελάφων; 1 Σὲ ἐρωτῶ, ἐὰν ἐγνώρισες τὸν καιρὸν τῆς ἐγκυμοσύνης καὶ τὸν τοκετὸν τῶν ἀγρίων γιδιῶν, ποὺ ἀναρριχῶνται εἰς τὰς ἀποτόμους πέτρας, ἐὰν δὲ παρετήρησες καὶ ἐπετήρησες τὸν κοιλόπονον τοῦ τοκετοῦ τῶν ἐλάφων;
2 ἠρίθμησας δὲ μῆνας αὐτῶν πλήρεις τοκετοῦ αὐτῶν, ὠδῖνας δὲ αὐτῶν ἔδυσας; 2 Μηπως εγνώρισες ακριβώς επί πόσους μήνας θα κυοφορήσουν; Κατεπράϋνες δε και έλυσες τους πόνους των κατά τους τοκετούς αυτών; 2 Ἐγνώρισες δὲ τὸν πλήρη ἀριθμὸν τῶν μηνῶν τὸ τοκετοῦ των, ἔλυσες δὲ καὶ κατέπαυσες τοὺς πόνους των κατὰ τοὺς τοκετούς των;
3 ἐξέθρεψας δὲ αὐτῶν τὰ παιδία ἔξω φόβου; ὠδῖνας δὲ αὐτῶν ἐξαποστελεῖς; 3 Συ έθρεψες και ανέθρεψες τα νεογνά των, ασφαλή από κάθε φόβον και από κάθε κίνδυνον της ζωής των; Μηπως διέλυσες και έδιωξες μακράν από τας μητέρας των τους πόνους του τοκετου των; 3 Ἐξέθρεψες δὲ τὰ νεογνά των ἀσφαλισμένα ἀπὸ φόβον κατὰ παντὸς κινδύνου τῆς ζωῆς των; Ἔδιωξες δὲ μακρὰν τοὺς πόνους τοῦ τοκετοῦ των;
4 ἀπορρήξουσι τὰ τέκνα αὐτῶν, πληθυνθήσονται ἐν γεννήματι· ἐξελεύσονται, καὶ οὐ μὴ ἀνακάμψουσιν αὐτοῖς. 4 Θα αποδιώξουν δε αυταί στον κατάλληλον καιρόν τα τέκνα των, ώστε αυτά να μεγαλώσουν και να πληθυνθούν μέσα εις τα γεννήματα των αγρών. Θα βγουν έξω από τας φωλεάς των και δεν θα επιστρέψουν πλέον στους γονείς των. 4 Θὰ ἀποσπασθοῦν δὲ τὰ τέκνα των καὶ θὰ μεγαλώσουν μέσα εἰς τὰ γεννήματα τῶν ἀγρῶν· θὰ βγοῦν ἔξω ἀπὸ τὴν φωλεάν των καὶ δὲν θὰ γυρίσουν πάλιν εἰς τοὺς γεννήτοράς των.
5 τίς δέ ἐστιν ὁ ἀφεὶς ὄνον ἄγριον ἐλεύθερον, δεσμοὺς δὲ αὐτοῦ τίς ἔλυσεν; 5 Ποίος είναι εκείνος που αφήκεν ελεύθερον τον άγριον όνον, ποιός κατήργησε τα σχοινιά, με τα οποία θα εδένετο; 5 Ποῖος δὲ εἶναι ἐκεῖνος, ποὺ ἀφῆκε τὸν ἄγριον ὄνον ἐλεύθερον, ποῖος δὲ ἔλυσε τὰ σχοινιά, μὲ τὰ ὁποῖα θὰ ἐδένετο;
6 ἐθέμην δὲ τὴν δίαιταν αὐτοῦ ἔρημον, καὶ τὰ σκηνώματα αὐτοῦ ἁλμυρίδα· 6 Εγώ ώρισα ως κατοικίαν του την έρημον περιοχήν και τους αλμυρούς τόπους ως διαμονήν του. 6 Ἐγὼ δὲ ἔθεσα τόπον τῆς κατοικίας του τὴν ἔρημον, καὶ εἰς τὴν ἁλμυρὰν χώραν τὰς κατασκηνώσεις του.
7 καταγελῶν πολυοχλίας πόλεως, μέμψιν δὲ φορολόγου οὐκ ἀκούων, 7 Εμπαίζων δε αυτός και καταφρονών τον θόρυβον της πολυανθρώπου πόλεως, μη ακούων την ωργισμένην φωνήν οδηγού, 7 Περιφρονῶν δὲ αὐτὸς τὸν πολὺν θόρυβον τῆς πόλεως, μὴ ἀκούων δὲ καὶ τὴν ἐπιτιμητικὴν φωνὴν ἐπιβλητικοῦ καὶ ἐξουσιαστικοῦ ὁδηγοῦ,
8 κατασκέψεται ὄρη νομὴν αὐτοῦ καὶ ὀπίσω παντὸς χλωροῦ ζητεῖ. 8 παρατηρεί με προσοχήν και ερευνά τα βουνά δια την ανεύρεσιν της τροφής του, και την αναζητεί εκεί, όπου υπάρχει τρυφερά χλόη. 8 κατασκοπεύει βουνὰ διὰ νὰ εὕρῃ τὴν τροφήν του καὶ ἀναζητεῖ αὐτὴν τρέχων ὀπίσω ἀπὸ κάθε τρυφερὰν χλόην.
9 βουλήσεται δέ σοι μονόκερως δουλεῦσαι ἢ κοιμηθῆναι ἐπὶ φάτνης σου; 9 Μηπως θα θελήση ποτέ ο ρινόκερως, να σε υπηρετήση η να κοιμηθή στον σταύλον σου; 9 Θὰ θελήσῃ δὲ νὰ δουλεύσῃ εἰς σὲ ὁ ἄγριος βοῦς ἢ νὰ περιορισθῇ εἰς τὴν φάτνην σου καὶ νὰ περάσῃ τὴν νύκτα του ἐκεῖ;
10 δήσεις δὲ ἐν ἱμᾶσι ζυγὸν αὐτοῦ ἢ ἑλκύσει σου αὔλακας ἐν πεδίῳ; 10 Θα ημπορέσης να τον δέσης με λουριά στον ζυγόν του, ώστε να σύρη το άροτρον, δια να ανοίξη αυλάκια στον αγρόν; 10 Θὰ ἠμπορέσῃς δὲ νὰ τὸν δέσῃς μὲ λωρία εἰς ζυγὸν βασταζόμενον ὑπ’ αὐτοῦ ἢ θὰ σύρῃ μὲ τὸ ἄροτρον αὐλάκια εἰς τὸν ἀγρόν σου;
11 πέποιθας δὲ ἐπ᾿ αὐτῷ, ὅτι πολλὴ ἡ ἰσχὺς αὐτοῦ, ἐπαφήσεις δὲ αὐτῷ τὰ ἔργα σου; 11 Εχεις, βέβαια, πεποίθησιν εις αυτόν, διότι μεγάλη είναι η δύναμίς του. Θα τον αφήσης όμως να εκτρελέση τα βαρειά έργα της καλλιεργειάς σου; 11 Μπορεῖς δὲ νὰ ἔχῃς πεποίθησιν εἰς αὐτόν, ἐπειδὴ εἶναι μεγάλη ἡ δύναμίς του, θὰ ἀφήσῃς δὲ εἰς αὐτὸν νὰ ἐκτελέσῃ τὰ ἐπίμοχθα ἔργα τῆς καλλιεργείας σου;
12 πιστεύσεις δὲ ὅτι ἀποδώσει σοι τὸν σπόρον, εἰσοίσει δέ σου τὸν ἅλωνα; 12 Θα εμπιστευθής δε εις αυτόν την κατευόδωσιν της σποράς και την καλλιέργειαν των αγρών σου, ώστε να σου αποδώση το εισόδημα, το οποίον θα συγκεντρώσης στο αλώνι σου; 12 θὰ ἐμπιστευθῇς δὲ εἰς αὐτόν, ὅτι θὰ δώσῃ πάλιν μεταφέρων ἀσφαλῶς τὸν φορτωθέντα ἐπ’ αὐτοῦ σπόρον καὶ ὅτι θὰ εἰσαγάγῃ εἰς τὴν σιταποθήκην τὸν συλλεγέντα εἰς τὸ ἁλώνιον σῖτον;
13 πτέρυξ τερπομένων νεέλασα, ἐὰν συλλάβῃ ἀσίδα καὶ νέσσα· 13 Καμαρώνει και τέρπεται η στρουθοκάμηλος δια το ωραίον της πτέρωμα, το οποίον φυσικά είναι ωραιότερον από τα πτερά του πελαργού και του ιέρακος. 13 Πτέρυξ προκαλοῦσα τέρψιν εἰς τὴν στρουθοκάμηλον, ἐὰν συμπαραβληθῇ πρὸς τὸν πελαργὸν καὶ τὸν ἱέρακα, ἀποδεικνύεται ἀνωφελὴς εἰς αὐτήν, ὀσονδήποτε ταχὺ καὶ ἂν καθιστᾲ τὸ τρέξιμόν της·
14 ὅτι ἀφήσει εἰς γῆν τὰ ὠὰ αὐτῆς καὶ ἐπὶ χοῦν θάλψει 14 Εν τούτοις στερείται αυτή της στοργής του πελαργού προς τα παιδιά της δι' αυτό και θα αφήση τα αυγά της εις την γην, εις την άμμον, δια να τα ζεστάνη και τα εκκολάψη αυτή. 14 διότι στερουμένη τῆς ὁρμῆς τοῦ πελαργοῦ θὰ ἀφήσῃ τὰ αὐγά της εἰς τὴν γῆν καὶ θὰ τὰ ζεστάνῃ εἰς τὴν ἄμμον.
15 καὶ ἐπελάθετο ὅτι ποὺς σκορπιεῖ καὶ θηρία ἀγροῦ καταπατήσει· 15 Δεν έλαβεν υπ' όψιν, ότι πόδια ανθρώπων, που βυθίζονται εις την άμμον, θα τα διασκορπίσουν και τα θηρία του αγρού θα τα καταπατήσουν. 15 Καὶ ἐλησμόνησεν ὅτι πόδια ἀνθρώπων, ποὺ βυθίζονται εἰς τὴν ἄμμον, θὰ τὰ σκορπίσουν καὶ τὰ ἄγρια θηρία θὰ τὰ καταπατήσουν.
16 ἀπεσκλήρυνε τὰ τέκνα ἑαυτῆς, ὥστε μὴ ἑαυτήν, εἰς κενὸν ἐκοπίασεν ἄνευ φόβου· 16 Φέρεται με σκληρότητα προς τα τέκνα της, ως εάν αυτά δεν ήσαν ιδικά της. Και ως εάν μάτην εκοπίασε, δεν φοβείται μήπως χαθούν τα τέκνα της. 16 Δεικνύεται σκληρὰ εἰς τὰ τέκνα της, ὡς νὰ μὴ ἦσαν ἰδικά της· καὶ σὰν νὰ ἦτο ἀνωφελὴς καὶ μάταιος ὁ κόπος της, δὲν αἰσθάνεται φόβον μήπως ὑπάγει χαμένος.
17 ὅτι κατεσιώπησεν αὐτῇ ὁ Θεὸς σοφίαν καὶ οὐκ ἐπεμέρισεν αὐτῇ ἐν τῇ συνέσει. 17 Συμβαίνει δε αυτό, διότι ο Θεός απεσιώπησε και δεν την εδίδαξε την σοφίαν της στοργής, δεν κατεμέρισεν εις αυτήν σύνεσιν. 17 Συμβαίνει δὲ αὐτό, διότι ὁ Θεὸς ἐσιώπησε τελείως καὶ δὲν ἐδίδαξεν αὐτὴν σοφίαν καὶ δὲν τῆς ἐμοίρασε μερίδιον συνέσεως.
18 κατὰ καιρὸν ἐν ὕψει ὑψώσει, καταγελάσεται ἵππου καὶ τοῦ ἐπιβάτου αὐτοῦ. 18 Εις ώρας όμως κινδύνου θα υψώση τα ωραία πτερά της και θα τρέχη τόσον γρήγορα, ώστε θα κατανικήση και θα καταγελάση οιονδήποτε ίππον και τον ιππέα, που επιβαίνει εις αυτόν. 18 Ἐν καιρῷ κινδύνου ὅμως θὰ ὑψώσῃ εἰς ὕψος τὰς πτέρυγάς της καὶ θὰ τρέχῃ τόσον γρήγορα, ὥστε θὰ κατανικήσῃ καὶ θὰ καταγελάσῃ οἱονδήποτε ἵππον καὶ τὸν ἐπ' αὐτοῦ ἐπιβαίνοντα.
19 ἦ σὺ περιέθηκας ἵππῳ δύναμιν, ἐνέδυσας δὲ τραχήλῳ αὐτοῦ φόβον; 19 Μηπως συ περιέβαλες με δύναμιν τον ίππον και ενέδυσες τον τράχηλόν του με ευκινησίαν, που εμπνέει φόβον; 19 Ἢ μήπως σὺ ἔχεις θέσει γύρω ἀπὸ τὸν ἵππον τὴν δύναμιν ποὺ ἔχει, ἐνέδυσας δὲ τὸν τράχηλόν του μὲ τὴν εὐκινησίαν ἐκείνην, ποὺ ἐμπνέει τὸν τρόμον, ὅταν οὗτος χρεμετίζῃ;
20 περιέθηκας δὲ αὐτῷ πανοπλίαν, δόξαν δὲ στηθέων αὐτοῦ τόλμῃ; 20 Συ τον περιέβαλες με τόλμην, ως με πανοπλίαν; Συ του ενέβαλες εις τα στήθη τόλμην και θάρρος; 20 Σὺ τὸν ἔχεις ὁπλίσει μὲ τὴν ταχύτητα καὶ τὴν τόλμην ἐκείνην, ποὺ ἀποτελεῖ ἀληθινὴν πανοπλίαν εἰς αὐτόν; Σὺ δὲ τοῦ ἐνέβαλες τὴν τόλμην καὶ τὸ θάρρος εἰς ,τὰ στήθη του, τὰ ὁποῖα δημιουργοῦν τὴν δόξαν του;
21 ἀνορύσσων ἐν πεδίῳ γαυριᾷ, ἐκπορεύεται δὲ εἰς πεδίον ἐν ἰσχύϊ· 21 Ανυπόμονος σκάπτει με τα πόδια του το έδαφος, όπου στέκεται, επιπίπτει δέ με ασυγκράτητον ορμήν στο πεδίον της μάχης. 21 Σκάπτων τὸ ἔδαφος εἰς τὸ μέρος, ὅπου ἀναγκάζεται νὰ ἀναμένῃ, ἐκδηλοῖ ὑπερήφανον ἀνυπομονησίαν, ἐφορμᾷ δὲ μὲ δύναμιν ἀσυγκράτητον εἰς τὸ πεδίον τῆς μάχης.
22 συναντῶν βασιλεῖ καταγελᾷ καὶ οὐ μὴ ἀποστραφῇ ἀπὸ σιδήρου· 22 Εάν συναντήση σιδηρόφρακτον και περιφρουρούμενον βασιλέα, τον καταφρονεί και τον εμπαίζει, και δεν πτοείται ούτε και γυρίζει πίσω ενώπιον σιδηρών όπλων, μαχαιρών και τόξων. 22 Ὅταν δὲ συναντᾷ βασιλέα φρουρούμενον ὑπὸ τοῦ στρατοῦ του, μετὰ περιφρονήσεως καταγελᾷ αὐτὸν καὶ κατ’ οὐδένα λόγον θὰ γυρίσῃ ὀπίσω πτοούμενος ἀπὸ σιδηρᾶ ὅπλα.
23 ἐπ᾿ αὐτῷ γαυριᾷ τόξον καὶ μάχαιρα, 23 Επάνω εις αυτόν κάθεται υπερήφανα ο ιππεύς και χρησιμοποιεί το τόξον και την μάχαιράν του. 23 Ἐπ' αὐτοῦ καθήμενος ἀσφαλῶς ὁ ἱππεὺς κινεῖ ὑπερηφάνως τὸ τόξον καὶ τὴν μάχαιράν του.
24 καὶ ὀργῇ ἀφανιεῖ τὴν γῆν καὶ οὐ μὴ πιστεύσει, ἕως ἂν σημάνῃ σάλπιγξ· 24 Από τον θυμόν του, όταν τον υποχρεώνουν να περιμένη, κατασκάπτει και εξαφανίζει με τα πόδια του την γην· δεν θα μείνη ήσυχος, έως ότου η σάλπιγξ θα δώση το σύνθημα της επιθέσεως. 24 Καὶ ἀπὸ τὸν θυμόν, ποὺ κυριεύεται, ὅταν τὸν ἀναγκάζουν νὰ περιμένῃ, κατατρώγει μὲ τὰ πόδια του τὴν γῆν καὶ δὲν θὰ μείνῃ ἥσυχος, ἕως ὅτου σημάνῃ ἡ σάλπιγξ τὸ σύνθημα τῆς ἐξορμήσεως.
25 σάλπιγγος δὲ σημαινούσης λέγει· εὖγε. πόρρωθεν δὲ ὀσφραίνεται πολέμου σὺν ἅλματι καὶ κραυγῇ. 25 Οταν δε η σάλπιγξ σημάνη εξόρμησιν, ικανοποιείται και φαίνεται σαν να λέγη· Εύγε! Από μακρυά οσφραίνεται τον πόλεμον και τρέχει με μεγάλα άλματα εκεί, που ακούονται πολεμικαί κραυγαί. 25 Ὅταν δὲ σημάνῃ ἡ σάλπιγξ, ἐκδηλώνει ἰκανοποίησιν σὰν νὰ λέγῃ· «Εὖγε».Ἀπὸ μακριὰ δὲ μυρίζεται τὸν πόλεμον, εἰς τὸν ὁποῖον θὰ χρειασθῇ ὄχι μόνον νὰ τρέξῃ, ἀλλὰ νὰ κάμῃ καὶ ἅλματα, καὶ ὅπου θὰ ἐκβάλλωνται κραυγαί.
26 ἐκ δὲ τῆς σῆς ἐπιστήμης ἕστηκεν ἱέραξ, ἀναπετάσας τὰς πτέρυγας, ἀκίνητος, καθορῶν τὰ πρὸς νότον; 26 Μηπως από την ιδικήν σου σοφίαν, έμαθε το γεράκι να στέκεται στον αέρα ακίνητον απλώνοντας τας πτέρυγας του, και στρέφει το βλέμμα του προς τον νότον, όπου πρόκειται να πετάξη; 26 Ἀπὸ τὴν ἰδικήν σου δὲ σοφίαν καὶ γνῶσιν ἔμαθε νὰ στέκεται εἰς τὸν ἀέρα τὸ γεράκι ἀκίνητον, ἀφοῦ ἐξαπλώσῃ τὰ πτερά του, βλέπον καὶ διακρίνον τὰ πρὸς νότον θερμὰ κατὰ τὸν χειμῶνα μέρη διὰ νὰ μεταναστεύσῃ ἐκεῖ;
27 ἐπὶ δὲ σῷ προστάγματι ὑψοῦται ἀετός, γὺψ δὲ ἐπὶ νοσσιᾶς αὐτοῦ καθεσθεὶς αὐλίζεται 27 Κατόπιν ιδικής σου διαταγής πετά προς μεγάλα ύψη ο αετός, ο δε γυψ διέρχεται την νύκτα επί της φωλεάς του, εις την οποίαν θα καθίση 27 Ὑστέρα δὲ ἀπὸ ἰδικόν σου πρόσταγμα ἔλαβε τὴν δεξιότητα ὁ ἀετὸς νὰ σηκώνεται ὑψηλὰ καὶ νὰ πετᾷ εἰς μεγάλα ὕψη, τὸ ὄρνεον δὲ ἀπὸ σὲ ἐδιδάχθη, ἀφοῦ καθήσῃ εἰς τὴν φωλεάν του, νὰ περνᾷ τὴν νύκτα του εἰς αὐτήν,
28 ἐπ᾿ ἐξοχῇ πέτρας καὶ ἀποκρύφῳ; 28 και η οποία είναι κτισμένη εις απότομον και απόκρυφον προεξοχήν βράχου; 28 κτισμένην εἰς ἐξοχὴν βράχου ἀπότομον καὶ ἀπόκρυφον;
29 ἐκεῖσε ὢν ζητεῖ τὰ σῖτα, πόρρωθεν οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ σκοπεύουσι· 29 Ενῷ δε είναι εκεί, αναζητεί την τροφήν του, διότι βλέπουν από μακρυά τα μάτια του προς τα μέρη εκείνα όπου ευρίσκεται το θήραμά του. 29 Πρὸς τὰ μέρη δὲ ἐκεῖνα, ὅπου ζητεῖ τὴν τροφήν του, βλέπουν ἀπὸ μακριὰ τὰ μάτια του.
30 νεοσσοὶ δὲ αὐτοῦ φύρονται ἐν αἵματι, οὗ δ᾿ ἂν ὦσι τεθνεῶτες, παραχρῆμα εὑρίσκονται. 30 Τα πουλιά του, από τας πρώτας ημέρας της ζωής των, ζυμώνονται με το αίμα των κατασπαρασσομένων ζώων· όπου δε και αν υπάρχουν θνησιμαία, εκεί αμέσως ευρίσκονται και αυτά”. 30 Τὰ πουλιά του δέ, τρεφόμενα μὲ σάρκας κατασπαρασσομένης ἐν ζωῇ λείας, ζυμώνονται ἀπὸ τὰς πρώτας ἡμέρας τῆς ζωῆς των μὲ αἷμα, ὅπου δὲ καὶ ἂν ὑπάρχουν θνησιμαία, ἀμέσως καὶ πρὶν ἢ ταῦτα σαποῦν, εὑρίσκονται ἀπὸ τὰ σαρκοβόρα πτηνά».