Παρασκευή, 19 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:45
Δύση: 20:05
Σελ. 11 ημ.
110-256
16ος χρόνος, 5907η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΙΩΒ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11 (ΙΑ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΥΠΟΛΑΒΩΝ δὲ Σωφὰρ ὁ Μιναῖος λέγει· 1 Ελαβε τότε τον λόγον ο Σωφάρ ο Μιναίος και είπεν· 1 Λαβὼν δὲ τὸν λόγον ὁ Σωφὰρ ὁ Μιναῖος λέγει:
2 ὁ τὰ πολλὰ λέγων, καὶ ἀντακούσεται· ἢ καὶ ὁ εὔλαλος οἴεται εἶναι δίκαιος; εὐλογημένος γεννητὸς γυναικὸς ὀλιγόβιος. 2 “εκείνος, που λέγει πολλά και θα ακούση εις απάντησιν να του λέγωνται επίσης πολλά. Η μήπως αυτός, που ομιλεί με ευκολίαν και με ρητορείαν πολλά, νομίζει ότι είναι δίκαιος; Ευλογημένος είναι ο υιός της γυναικός, ο οποίος έζησεν ολίγα χρόνια εδώ εις την γην. 2 «Ἐκεῖνος ποὺ λέγει τὰ πολλά, θὰ ἀκούσῃ καὶ αὐτὸς τὸν συνομιλητήν του ἀποκρινόμενον εἰς ταῦτα.Ἢ μήπως αὐτός, ποὺ ὁμιλεῖ εὔκολα καὶ πολλά, νομίζει ὅτι εἶναι δίκαιος; Ἀληθῶς· εἶναι εὐλογημένος ἐκεῖνος τῆς γυναικὸς ὁ ἀπόγονος, ὅστις ἔζησεν ὀλίγα χρόνια.
3 μὴ πολὺς ἐν ρήμασι γίνου, οὐ γάρ ἐστιν ὁ ἀντικρινόμενός σοι· 3 Μη λέγης πολλά λόγια και βαρετά, διότι τάχα δεν θα υπάρξη κανείς, που θα θελήση να σου απαντήση. 3 Μὴ λέγῃς πολλὰ καὶ ἐπαινετικὰ ἢ δικαιολογητικὰ διὰ τὸν ἑαυτόν σου.Διότι τί νομίζεις; Δὲν θὰ εἶναι κάποιος, ποὺ θὰ κριθῇ μαζί σου καὶ θὰ ἀποδείξῃ ἀσύστατα τὰ ὅσα λέγεις;
4 μὴ γὰρ λέγε ὅτι καθαρός εἰμι τοῖς ἔργοις καὶ ἄμεμπτος ἐναντίον αὐτοῦ. 4 Μη λέγης, ότι είμαι καθαρός εις τα έργα μου και άμεμπτος ενώπιον του Κυρίου. 4 Θὰ ὑπάρξῃ ἀσφαλῶς κάποιος νὰ σοῦ ἀντείπῃ.Διότι μὴ λέγῃς, ὅτι εἶμαι καθαρὸς εἰς τὰς πράξεις μου καὶ ἄμεμπτος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.
5 ἀλλὰ πῶς ἂν ὁ Κύριος λαλήσαι πρός σε, καὶ ἀνοίξει χείλη αὐτοῦ μετὰ σοῦ; 5 Είσαι και συ ένοχος και σκέψου, πως ο Κυριος θα ωμιλούσε προς σε και πως θα ανοίξουν τα χείλη του, ώστε να συνδιαλεχθή μαζή σου; 5 Εἶσαι καὶ σὺ ἔνοχος καὶ δι’ αὐτὸ πάσχεις.Ἀλλὰ πῶς ὁ Κύριος θὰ ὠμιλοῦσε πρὸς σὲ καὶ πῶς θὰ ἀνοίξουν τὰ χείλη του, ὥστε νὰ συνδιαλεχθῇ μετὰ σοῦ καὶ νὰ σοῦ ἀποδείξῃ ὅτι δικαίως πάσχεις;
6 εἶτα ἀναγγελεῖ σοι δύναμιν σοφίας, ὅτι διπλοῦς ἔσται τῶν κατά σέ· καὶ τότε γνώσῃ ὅτι ἄξιά σοι ἀπέβη ἀπὸ Κυρίου ὧν ἡμάρτηκας. 6 Επειτα, όταν ο Θεός ομιλήση με σέ, θα σου αναγγείλη την δύναμιν της σοφίας του και θα πεισθής ότι είναι απείρως ανώτερος από σε και τα ζητήματά σου. Τοτε δε θα γνωρίσης καλά, ότι τα παθήματά σου εκ μέρους του Κυρίου είναι ανάλογα προς εκείνα, τα οποία συ ημάρτησες. 6 Ἔπειτα, ὅταν ὁ Θεὸς ὁμιλήσῃ, θὰ σοῦ ἀναγγείλῃ τὴν δύναμιν καὶ ἄπειρον σοφίαν του, διὰ τῆς ὁποίας γνωρίζει τὰ πάντα, καὶ θὰ ἀποδειχθῇ ὅτι εἶναι πολὺ ἀνώτερος ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ σὲ ἀφοροῦν, καὶ γνωρίζει κάθε τι ποὺ ἔκαμες, καὶ τότε θὰ μάθῃς ὅτι σοῦ συνέβησαν ἀπὸ τὸν Κύριον ἄξια ἐκείνων, τὰ ὁποῖα ἔχεις ἁμαρτήσει.
7 ἦ ἴχνος Κυρίου εὑρήσεις ἢ εἰς τὰ ἔσχατα ἀφίκου, ἃ ἐποίησεν ὁ Παντοκράτωρ; 7 Μηπως και ημπορείς να εύρης τα ίχνη από τους πόδας του Κυρίου η να φθάσης έως εις τα πέρατα των έργων, τα οποία έκαμεν ο Παντοκράτωρ; 7 Ἢ μήπως θὰ εὕρῃς τὰ ἴχνη τῆς σοφίας τοῦ Κυρίου, ὥστε νὰ κατανοήσῃς τὰς βουλὰς καὶ τὰ σχέδια αὐτοῦ; Ἢ μήπως ἔφθασες εἰς τὴν πλήρη καὶ μέχρι τῶν ἐσχάτων λεπτομερειῶν γνῶσιν ἐκείνων, τὰ ὅποία ἐποίησεν ὁ Παντοκράτωρ;
8 ὑψηλὸς ὁ οὐρανός, καὶ τί ποιήσεις; βαθύτερα δὲ τῶν ἐν ᾃδου τί οἶδας; 8 Εργον του είναι ο υψηλός ουρανός. Συ δε μέχρι που ημπορείς να φθάσης, η τι ημπορείς να κάμης; Τα ακρότατα των έργων του είναι βαθύτερα από των του άδου· τι γνωρίζεις συ από αυτά; 8 Εἶναι ὁ Θεὸς ὑψηλότερος ἀπὸ τὸν οὐρανόν.Καὶ τί λοιπὸν θὰ κάμῃς σύ, ὁ τόσον μικρὸς καὶ ἀφανής, Εἶναι βαθύτερος ἀπὸ τὸν Ἅδην.Καὶ τί λοιπὸν ἠμπορεῖς σὺ νὰ γνωρίσῃς περὶ αὐτοῦ;
9 ἢ μακρότερα μέτρου γῆς ἢ εὔρους θαλάσσης; 9 Εκτείνονται πολύ πέραν από τα μέτρα της γης και από τα ευρύτερα όρια της θαλάσσης. 9 Ἢ δὲν εἶναι τὸ μέτρον του μακρότερον ἀπὸ τὸ μέτρον τῆς γῆς καὶ πλατύτερον ἀπὸ τὴν θάλασσαν;
10 ἐὰν δὲ καταστρέψῃ τὰ πάντα, τίς ἐρεῖ αὐτῷ· τί ἐποίησας; 10 Εάν ο Κυριος θελήση και καταστρέψη τα πάντα, ποιός θα είπη εις αυτόν· Τι έκαμες; 10 Ἐὰν δὲ καταστρέψῃ τὰ πάντα, ποῖος θὰ εἴπῃ εἰς τὸν Παντοδύναμον καὶ Παντοκράτορα αὐτόν· Τί εἶναι αὐτό, ποὺ ἔκαμες; Κανείς.
11 αὐτὸς γὰρ οἶδεν ἔργα ἀνόμων, ἰδὼν δὲ ἄτοπα οὐ παρόψεται. 11 Διότι αυτός γνωρίζει πολύ καλά τα έργα των παρανόμων. Βλέπει τα άτοπα· δεν θα τα αντιπαρέλθη, ούτε θα τα αφήση ατιμώρητα. 11 Διότι Αὐτὸς γνωρίζει τὰ ἔργα τῶν παρανόμων, ἅπαξ δὲ εἶδε τὰ ἄτοπα, δὲν θὰ τὰ παραβλέψῃ, ἀλλὰ θὰ τιμωρήσῃ αὐτά.
12 ἄνθρωπος δὲ ἄλλως νήχεται λόγοις, βροτὸς δὲ γεννητὸς γυναικὸς ἴσα ὄνῳ ἐρημίτῃ. 12 Καθε άνθρωπος κολυμβά εις τα μάταια λόγια του. Καθε θνητός, που γεννάται από γυναίκα, ομοιάζει με όνον άγριον, ο οποίος μένει μόνος εις την έρημον. 12 Ἐνῷ δὲ ὁ Θεὸς εἶναι ἀπείρως σοφὸς καὶ δίκαιος, ὁ ἄνθρωπος ἀντιθέτως κολυμβᾷ μέσα εἰς λόγους ματαίους καὶ ξένους πρὸς τὴν πραγματικὴν ἀλήθειαν· ὁ θνητὸς δὲ γεννᾶται ἀπὸ τὴν γυναῖκα μητέρα του ὅμοιος πρὸς ἄγριον ὄνον, ἀτίθασος καὶ αὐτὸς καὶ ἀχαλίνωτος σὰν ἐκεῖνον.
13 εἰ γὰρ σὺ καθαρὰν ἔθου τὴν καρδίαν σου, ὑπτιάζεις δὲ χεῖρας πρὸς αὐτόν, 13 Διότι, εάν συ θεωρής ότι έχεις καθαράν την καρδίαν, ύψωσε τας χείρας σου προς τον Θεόν. 13 Ἐὰν ὅμως σὺ καθαρίσῃς τὴν καρδίαν σου, σηκώνῃς δὲ ὑπτίας τὰς χεῖρας σου εἰς προσευχὴν πρὸς Αὐτόν,
14 εἰ ἄνομόν τί ἐστιν ἐν χερσί σου, πόρρω ποίησον αὐτὸ ἀπὸ σοῦ, ἀδικία δὲ ἐν διαίτῃ σου μὴ αὐλισθήτω. 14 Εάν όμως υπάρχη κάποιο παράνομον έργον εις τα χέρια σου, απομάκρυνε το από σέ. Αδικία δε ας μη υπάρχη και ας μη παραμένη εις σε και εις την κατοικίαν σου. 14 ἐὰν ὑπάρχῃ κάτι παράνομον καὶ ἄδικον εἰς τὰς χεῖρας σου, ἀπομάκρυνέ το ἀπὸ τὸν ἑαυτόν σου, ἀδικία δὲ ἂς μὴ παραμείνῃ καὶ ἂς μὴ διανυκτερεύσῃ εἰς τὴν κατοικίαν σου.
15 οὕτως γὰρ ἀναλάμψει σου τὸ πρόσωπον ὥσπερ ὕδωρ καθαρόν, ἐκδύσῃ δὲ ρύπον, καὶ οὐ μὴ φοβηθῇς· 15 Ετσι δε το πρόσωπόν σου θα αναλάμψη καθαρόν, ωσάν το υλοκάθαρον ύδωρ· θα αποβάλης δε κάθε ρύπον από την ψυχήν σου και δεν θα έχης να φοβηθής τίποτε. 15 Σοῦ συνιστῶ δὲ ταῦτα καὶ τὴν ἀποχὴν ἀπὸ πάσης ἀδικίας, διότι ἔτσι τὸ πρόσωπόν σου θὰ γίνῃ καὶ πάλιν λαμπρὸν καὶ καθαρόν, σὰν τὸ διαυγὲς καὶ καθαρὸν νερόν, θὰ ἐκδυθῇς δὲ καὶ θὰ ἀποβάλῃς τὸν ρύπον τῶν ἁμαρτιῶν καὶ δὲν θὰ φοβηθῇς πλέον νέαν τινὰ τιμωρίαν ἀπὸ τὸν Θεόν.
16 καὶ τὸν κόπον ἐπιλήσῃ ὥσπερ κῦμα παρελθὸν καὶ οὐ πτοηθήσῃ. 16 Τοτε τας ταλαιπωρίας και τας θλίψεις σου θα λησμονήσης, όπως λησμονείται το κύμα που διέρχεται, και δεν θα έχης να πτοηθής από τίποτε. 16 Καὶ τὴν δυστυχίαν, ποὺ ὑποφέρεις τώρα, θὰ τὴν ξεχάσῃς, σὰν κῦμα ποὺ ἐπέρασε καὶ ἐχάθη, καὶ δὲν θὰ φοβῆσαι, μήπως καὶ πάλιν δυστυχήσῃς.
17 ἡ δὲ εὐχή σου ὥσπερ ἑωσφόρος, ἐκ δὲ μεσημβρίας ἀνατελεῖ σοι ζωή· 17 Οι πόθοι και η ευχή σου θα είναι λαμπροί ωσάν το πρωϊνόν αστέρι, τον αυγερινόν. Η ζωη σου θα ανατείλη και θα λάμψη σαν το φως της μεσημβρίας. 17 Ἡ εὐχή σου δέ, ποὺ ἐκφράζει τοὺς πόθους σου τώρα, θὰ πραγματοποιηθῇ λαμπρῶς σὰν τὸ πρωϊνὸν ἄστρον, ποὺ λέγεται ἑωσφόρος ἢ αὐγερινός, ἡ ζωή σου δὲ θὰ ἀνατείλῃ καὶ θὰ λάμψῃ σὰν τὸ φῶς τῆς μεσημβρίας.
18 πεποιθώς τε ἔσῃ ὅτι ἔστι σοι ἐλπίς, ἐκ δὲ μερίμνης καὶ φροντίδος ἀναφανεῖταί σοι εἰρήνη. 18 Θα ζης και θα βαδίζης με πεποίθησιν εις την ασφάλειάν σου, διότι θα ελπίζης στον Θεόν. Παρ' όλας δε τας μερίμνας και φροντίδας της ζωής σου, θα λάμπη και θα παραμένη εις σε η ειρήνη. 18 Καὶ θὰ εἶσαι πάντοτε γεμᾶτος πεποίθησιν διὰ τὴν ἀσφάλειάν σου, διότι θὰ ὑπάρχῃ εἰς σὲ ἐλπίς, ποὺ θὰ σοῦ τὴν ἐμπνέῃ ἡ προστασία τοῦ Θεοῦ· ὅταν δὲ μέριμναι καὶ φροντίδες ἐπέρχωνται νὰ σὲ ζαλίσουν, ἀπὸ τὴν σύγχυσιν αὐτὴν θὰ ἀναφαίνεται εἰς σὲ εἰρήνη.
19 ἡσυχάσεις γάρ, καὶ οὐ ἔσται ὁ πολεμῶν σε· μεταβαλόμενοι δὲ πολλοί σου δεηθήσονται. 19 Θα απολαμβανηις ησυχίαν και ειρήνην, διότι κανείς δεν θα υπάρξη, που να σε επιβουλεύεται και να σε πολεμή. Πολλοί δε από αυτούς, οι ύποιοι σήμερον σε καταφρονούν, θα μεταβάλλουν στάσιν απέναντί σου και θα σε παρακαλούν ζητούντες την βοήθειάν σου. 19 Θὰ ἀπολαμβάνῃς δὲ εἰρήνην.Διότι καὶ κατὰ τὴν νύκτα θὰ ἠσυχάζῃς, παραδιδόμενος εἰς ὕπνον ἀδιατάρακτον, καὶ κανεὶς δὲν θὰ εἶναι ποὺ νὰ σὲ ἐπιβουλεύεται καὶ νὰ σὲ πολεμῇ.Πολλοὶ δὲ ἀπὸ αὐτούς, ποὺ τώρα σὲ περιφρονοῦν, θὰ μεταβάλουν στάσιν καὶ θὰ σὲ παρακαλοῦν ἱκετεύοντες τὴν προστασίαν σου.
20 σωτηρία δὲ αὐτοὺς ἀπολείψει· ἡ γὰρ ἐλπὶς αὐτῶν ἀπώλεια, ὀφθαλμοὶ δὲ ἀσεβῶν τακήσονται. 20 Δια τους ασεβείς όμως δεν θα υπάρχη σωτηρία, διότι η ελπίς αυτών στηρίζεται εις τα μάταια και αμαρτωλά και οχι στον Θεόν. Τα μάτια των ασεβών θα λυώσουν από την ματαίαν ελπίδα και προσμονήν”. 20 Αὐτοὺς ὅμως, ποὺ μὲ ψεύδη ζητοῦν νὰ ἐξασφαλίσουν βίον εὐτυχῆ, θὰ τοὺς ἐγκαταλίπῃ ἡ σωτηρία διότι ἡ ἐλπίς των στηρίζεται ἐπάνω εἰς πράγματα ποὺ χάνονται καὶ ὄχι εἰς τὸν Θεόν· τὰ μάτια δὲ τῶν ἀσεβῶν θὰ λειώσουν ἀπὸ τὸν κόπον καὶ τὴν ματαίαν ἀναμονήν».