Παρασκευή, 29 Μαρτίου 2024
Ανατ: 06:15
Δύση: 18:46
Σελ. 20 ημ.
89-277
16ος χρόνος, 5886η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΙΩΒ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 22 (ΚΒ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΥΠΟΛΑΒΩΝ δὲ ᾿Ελιφὰζ ὁ Θαιμανίτης λέγει· 1 Ελαβε τον λόγον τότε ο Ελιφάζ ο Θαιμανίτης και είπε· 1 Αφοῦ δὲ ἔλαβε τὸν λόγον ὁ Ἐλιφὰζ ὁ Θαιμανίτης εἶπε:
2 πότερον οὐχὶ ὁ Κύριός ἐστιν ὁ διδάσκων σύνεσιν καὶ ἐπιστήμην; 2 “λοιπόν, ο Κυριος δεν είναι αυτός, που μας διδάσκει την σύνεσιν, την σοφίαν και την δικαιοσύνην; 2 «Τί νομίζεις; Σὺ θὰ διδάξῃς τὸν Θεὸν ἢ δὲν εἶναι Αὐτός, ποὺ διδάσκει εἰς ὅλους σύνεσιν καὶ γνῶσιν καὶ σοφίαν;
3 τί γὰρ μέλει τῷ Κυρίῳ, ἐὰν σὺ ἦσθα τοῖς ἔργοις ἄμεμπτος; ἢ ὠφέλεια, ὅτι ἁπλώσεις τὴν ὁδόν σου; 3 Διότι επιτέλους τι ενδιαφέρον και τι συμφέρον έχει ο Κυριος, εάν συ υπήρξες άμεμπτος εις τα έργα σου; Η ποίαν ωφέλειαν έχει αυτός να αποκομίση, εάν συ έζησες με απλότητα και ακεραιότητα την ζωήν σου; Καμμίαν. 3 Διότι τί ἐνδιαφέρει καὶ τί συμφέρον ἔχει ὁ Κύριος, ἐὰν σὺ εἶσαι ἄμεμπτος εἰς τὰ ἔργα σου; Ἢ ποία ὠφέλεια θὰ προσγίνῃ εἰς Αὐτόν, ἐὰν σὺ καταστήσῃς τέλειον τὸν τρόπον τῆς συμπεριφορᾶς σου;
4 ἦ λόγον σου ποιούμενος ἐλέγξει σε, καὶ συνεισελεύσεταί σοι εἰς κρίσιν; 4 Η μήπως, διότι σε υπολογίζει, θα σε ελέγξη και θα σε τιμωρήση, και θα έλθη τρόπον τινά εις κρίσιν και αντιδικίαν μαζή σου; 4 Ἢ μήπως διότι σὲ λογαριάζει καὶ σὲ φοβεῖται, θὰ σὲ ἐλέγξῃ καὶ θὰ σὲ τιμωρήσῃ, καὶ θὰ ἔλθῃ μαζί σου εἰς κρίσιν, δικάζων καὶ κατακρίνων σε;
5 πότερον οὐχ ἡ κακία σού ἐστι πολλή, ἀναρίθμητοι δὲ σού εἰσιν αἱ ἁμαρτίαι; 5 Σκέψου δεν είναι μεγάλη η κακία σου και ανυπολόγιστοι αι αμαρτίαι σου; 5 Τί νομίζεις; Δὲν εἶναι ἡ κακία σου πολλή, ἀναρίθμητοι δὲ δὲν εἶναι αἱ ἁμαρτίαι σου;
6 ἠνεχύραζες δὲ τοὺς ἀδελφούς σου διακενῆς, ἀμφίασιν δὲ γυμνῶν ἀφείλου· 6 Συ, δια το τίποτε, εζητούσες και έπαιρνες ενέχυρα από τους αδελφούς σου. Επαιρνες δε το μοναδικόν ένδυμα ανθρώπων, οι οποίοι δεν είχον άλλο να καλύψουν την γύμνωσίν των. 6 Ἀπαιτοῦσες δὲ ἐνέχυρον ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς ἀδελφούς σου διὰ τὸ τίποτε, δὲν ἐδίσταζες δὲ νὰ ἀφαιρῇς τὴν ἐνδυμασίαν ἀνθρώπων γυμνῶν, ποὺ δὲν εἶχαν ἄλλο ἔνδυμα νὰ φορέσουν.
7 οὐδὲ ὕδωρ διψῶντας ἐπότισας, ἀλλὰ πεινώντων ἐστέρησας ψωμόν· 7 Δεν έδωκες ποτέ νερό στους διψώντας, και από αυτούς ακόμη τους πεινώντας αφαιρούσες το ψωμί. 7 Οὔτε νερὸ ἀκόμη δὲν ἔδωκες νὰ πιοῦν ἄνθρωποι, ποὺ ἐδιψοῦσαν, ἀλλὰ τοὐναντίον ἐστέρησες τοὺς πεινῶντας καὶ ἀπὸ αὐτὴν ἀκόμη τὴν μπουκιὰν τοῦ ψωμιοῦ, ποὺ ἦσαν ἄλλοι πρόθυμοι νὰ τοὺς δώσουν.
8 ἐθαύμασας δέ τινων πρόσωπον, ᾤκισας δὲ τοὺς ἐπὶ τῆς γῆς. 8 Εθαύμασες δε και ετίμησες μερικούς ανθρώπους, που κατείχαν αξιώματα και θέσεις, μολονότι ήσαν ασεβείς, και παρεχώρησες εις αυτούς τόπον να κατοικήσουν εις την χώραν σου. Ενῷ τους πτωχούς εις ουδέν τους υπελόγιζες. 8 Ἐθαύμασες δὲ τὸ πρόσωπον μερικῶν, παρὰ τὸ ὅτι ἐπεζήτουν οὖτοι ἄδικα, ἐγκατέστησες δὲ καὶ ἔδωκες κατοικίαν εἰς ἀνθρώπους ἔχοντας ἐπὶ τῆς γῆς ἰσχὺν καὶ ἐπιρροήν.
9 χήρας δὲ ἐξαπέστειλας κενάς, ὀρφανοὺς δὲ ἐκάκωσας. 9 Εδιωξες τας χήρας με αδειανά τα χέρια, χωρίς να δώσης καμμίαν εις αυτάς βοήθειαν, και κατέθλιψες τα ορφανά. 9 Χήρας δέ, ποὺ ἦλθον νὰ ζητήσουν τὴν βοήθειάν σου, τὰς ἀπέπεμψες μὲ ἀδειανὰς χεῖρας, ἐκακοποίησες δὲ παιδιὰ ὀρφανὰ καὶ ἀπροστάτευτα.
10 τοιγαροῦν ἐκύκλωσάν σε παγίδες, καὶ ἐσπούδασέ σε πόλεμος ἐξαίσιος. 10 Εξ αιτίας, λοιπόν, αυτών, τα οποία έπραξες, σε περικύκλωσαν πολλαί παγίδες θλίψεων και καταστροφών, εξέσπασε δε εναντίον σου απροσδόκητος μεγάλος και φοβερός πόλεμος εκ μέρους των ανθρώπων. 10 Λοιπόν, ὕστερα ἀπὸ ὅλα αὐτά, ποὺ ἔκαμες, σὲ ἐκύκλωσαν πολλαὶ παγίδες, καὶ ἐπῆλθε μετὰ σπουδῆς καὶ ἀπροσδοκήτως ἐπὶ σοῦ πόλεμος ἀσυνήθης καὶ ἔκτακτος, γεμᾶτος φόβους καὶ τρόμους.
11 τὸ φῶς σοι σκότος ἀπέβη, κοιμηθέντα δὲ ὕδωρ σε ἐκάλυψε. 11 Το φως της χαρούμενης ζωής σου έγινε σκοτάδι δυστυχίας και θλίψεως, και σε εσκέπασε το νερό της πλημμύρας, ενώ εκοιμάσο ήσυχος και αμέριμνος. 11 Τὸ φῶς τῆς χαρουμένης ζωῆς σου ἔγινε σκότος δυστυχίας, ἐνῷ δὲ ἐκοιμήθης ἥσυχος, μὴ ὑποπτευόμενος τὴν ἐπικειμένην συμφοράν, σὲ κατεκάλυψε νερὸ πολὺ καὶ κατεποντίσθης.
12 μὴ οὐχὶ ὁ τὰ ὑψηλὰ ναίων ἐφορᾷ; τοὺς δὲ ὕβρει φερομένους ἐταπείνωσε; 12 Μηπως ο Θεός, που κατοικεί εις τα ύψη των ουρανών, δεν επιβλέπει τα όσα συμβαίνουν εις την γην; Μηπως αυτός δεν εταπείνωσεν εκείνους, που φέρονται με αλαζονείαν και θρασύτητα; 12 Μήπως Ἐκεῖνος, ποὺ κατοικεῖ εἰς τὰ ὕψη τῶν οὐρανῶν, δὲν ἐπιβλέπει τὰ ἐν τῇ γῇ συμβαίνοντα; Ἢ μήπως Αὐτὸς δὲν ἐταπείνωσε τοὺς συμπεριφερομένους μὲ ἀσεβῆ ἀλαζονείαν καὶ θρασύτητα;
13 καὶ εἶπας· τί ἔγνω ὁ ἰσχυρός; ἦ κατὰ τοῦ γνόφου κρινεῖ; 13 Αλλά συ είπες· τι γνωρίζει ο παντοδύναμος; Μηπως είναι δυνατόν να διακρίνη δια μέσου των σκοτεινών νεφών όσα συμβαίνουν εις την γην και να αποδώση δικαιοσύνην; 13 Αὐτὸς λοιπὸν σὲ ἐτιμώρησεν.Ἀλλὰ σὺ εἶπες: «Τί ἔμαθεν ὁ Δυνατὸς Θεὸς ἀπὸ τὰς πράξεις τῶν ἀδυνάτων ἀνθρώπων; Ἢ μήπως παρακολουθεῖ καὶ κρίνει τοὺς ἀνθρώπους διὰ μέσου τῆς πυκνῆς νεφέλης, ἡ ὁποία τὸν περιβάλλει;
14 νεφέλη ἀποκρυφὴ αὐτοῦ, καὶ οὐχ ὁραθήσεται καὶ γῦρον οὐρανοῦ διαπορεύεται. 14 Νεφέλη τον κρύπτει και έτσι ούτε κανείς θα τον ίδη ούτε αυτός βλέπει και ενδιαφέρεται δια κανένα. Αυτός απλώς και μόνον κάμνει τον περίπατόν του στον γύρον του ουρανού. 14 Νεφέλη τὸν κρύπτει καὶ δὲν θὰ τὸν ἴδῃ κανείς, ἀλλ’ οὔτε καὶ ἐνδιαφέρεται νὰ γίνῃ ὁρατός, καὶ περιπατεῖ εἰς τὸν γῦρον τοῦ οὐρανοῦ, διασχίζων αὐτὸν ἀπὸ τοῦ ἑνὸς ἄκρου εἰς τὸ ἄλλο, χωρὶς νὰ ἔχῃ ἀνάγκην τῆς γῆς διὰ τοὺς περιπάτους του».
15 μὴ τρίβον αἰώνιον φυλάξεις, ἣν ἐπάτησαν ἄνδρες δίκαιοι, 15 Μηπως και συ θα βαδίσης τον παλαιόν δρόμον, τον οποίον επάτησαν και εβάδισαν άνθρωποι φαινομενικώς δίκαιοι, εις την πραγματικότητα δε αμαρτωλοί, 15 Μήπως θὰ φυλάξῃς παλαιὸν δρόμον, βαδίζων καὶ σὺ εἰς αὐτόν, τὸν ὁποῖον ἐπάτησαν ἄνθρωποι τῆς κακῆς ὥρας δίκαιοι,
16 οἳ συνελήφθησαν ἄωροι; ποταμὸς ἐπιρρέων οἱ θεμέλιοι αὐτῶν, 16 οι οποίοι πρόωρα και εις νεαράν ηλικίαν περιέπεσαν εις όλεθρον και καταστροφήν; Τα θεμέλια της ζωής των και της νομιζομένης ευτυχίας των είναι ασταθή, ωσάν τα ρέοντα ύδατα του ποταμού. 16 οἱ ὁποῖοι πρόωρα καὶ εἰς νεαρὰν ἡλικίαν συνελήφθησαν εἰς τὴν παγίδα τοῦ ὀλέθρου; Τὰ θεμέλια τῆς εὐτυχίας των ὑπῆρξαν ὄχι βράχος ἀδιάσειστος, ἀλλὰ ποταμὸς συνεχῶς ρέων.
17 οἱ λέγοντες· Κύριος τί ποιήσει ἡμῖν; ἢ τί ἐπάξεται ἡμῖν ὁ Παντοκράτωρ; 17 Αλαζονικώς δε αυτοί λέγουν· Τι θα μας κάμη ο Κυριος; Η ποίαν τιμωρίαν θα επιφέρη εναντίον μας ο Παντοκράτωρ; 17 Εἶναι αὐτοί, ποὺ λέγουν: «Τί θὰ μᾶς κάμῃ ὁ Κύριος; Ἢ ποίαν τιμωρίαν θὰ ἐπαγάγῃ εἰς ἡμᾶς ὁ Παντοκράτωρ;»
18 ὃς δὲ ἐνέπλησε τοὺς οἴκους αὐτῶν ἀγαθῶν, βουλὴ δὲ ἀσεβῶν πόρρω ἀπ᾿ αὐτοῦ. 18 Εν τούτοις αυτός ο καταφρονούμενος Θεός εγέμισε τα σπίτια των με αγαθά. Αλλ' αι σκέψεις και αι αποφάσεις των ασεβών είναι μακράν από αυτόν. 18 Ἐν τούτοις Αὐτὸς ἐν τῇ μακροθυμίᾳ Του ἐγέμισε τὰ σπίτια των μὲ ἀγαθά, παρὰ ταῦτα ὅμως ἡ βουλὴ καὶ αἱ ἀποφάσεις τῶν ἀσεβῶν εἶναι μακρὰν ἀπὸ Αὐτόν.
19 ἰδόντες δίκαιοι ἐγέλασαν, ἄμεμπτος δὲ ἐμυκτήρισεν. 19 Οι δίκαιοι όμως, όταν είδαν την επερχομένην καταστροφήν των ασεβών, ευχαριστήθησαν. Και ο άμεμπτος και ακέραιος εις την ζωήν και τα έργα του τους ελεεινολόγησε. 19 Οἱ δίκαιοι, ὅταν εἶδαν τὴν εὐτυχίαν τῶν ἀσεβῶν, ἐγέλασαν, μὴ ξιππασθέντες ἀπὸ αὐτήν, ὁ ἄμεμπτος δὲ τὴν περιεγέλασε.
20 εἰ μὴ ἠφανίσθη ἡ ὑπόστασις αὐτῶν, καὶ τὸ κατάλειμμα αὐτῶν καταφάγεται πῦρ. 20 Διότι πράγματι εξηφανίσθησαν όλα τα υπάρχοντα των ασεβών και ο,τι από αυτά απέμεινε θα τα φάγη η φωτιά. 20 Διότι εἰς τὸ τέλος δὲν ἔγινε τίποτε ἄλλο παρὰ ὅτι ἐξηφανίσθησαν ὅλα τὰ ὑπάρχοντά των, καὶ ὅ,τι ἀπέμεινεν ἀπὸ αὐτά, θὰ τὸ καταφάγῃ ἡ φωτιά.
21 γενοῦ δὴ σκληρός, ἐὰν ὑπομείνῃς· εἶτα ὁ καρπός σου ἔσται ἐν ἀγαθοῖς. 21 Σφίξε, λοιπόν, με σκληρότητα τον εαυτόν σου. Δείξε ακλόνητον καρτερίαν και υπομονήν. Καρπός δε αυτών των προσπαθειών σου και της ακεραίας ζωής σου θα είναι τα πολυάριθμα αγαθά. 21 Γίνε δὲ αὐστηρὸς καὶ ἄκαμπτος εἰς τὸ ἀγαθόν.Θὰ ἐπιτύχῃς δὲ τοῦτο, ἐὰν δείξῃς ὑπομονὴν εἰς τοὺς πειρασμούς.Ἔπειτα ὡς συνέπεια τούτου θὰ ἐπακολουθήσῃ, ὅτι ὁ καρπὸς τῆς ὑπομονῆς καὶ τῶν προσπαθειῶν σου θὰ εἶναι γεμᾶτος ἀπὸ ἀγαθά.
22 ἔκλαβε δὲ ἐκ στόματος αὐτοῦ ἐξηγορίαν καὶ ἀνάλαβε τὰ ρήματα αὐτοῦ ἐν καρδίᾳ σου. 22 Δέξου, λοιπόν, και βάλε μέσα σου όλα όσα το στόμα του Θεού διακηρύττει. Βαλε τα λόγια του Κυρίου μέσα εις την καρδίαν σου. 22 Λάβε προσεκτικὰ ἀπὸ τὸ στόμα του τὴν ἐμπιστευτικὴν ἀνακοίνβσιν τοῦ νόμου του καὶ ἐγκολπώθητι τοὺς λόγους του εἰς τὰ βάθη τῆς καρδίας σου.
23 ἐὰν δὲ ἐπιστραφῇς καὶ ταπεινώσῃς σεαυτὸν ἔναντι Κυρίου, πόρρω ἐποίησας ἀπὸ διαίτης σου ἄδικον. 23 Εάν δε επιστρέψης προς τον Κυριον με ειλικρινή μετάνοιαν και ταπεινώσης τον εαυτόν σου ενώπιον αυτού, τότε έδιωξες πλέον από την ζωήν σου κάθε αδικίαν και δυστυχίαν. 23 Ἐὰν δὲ δι’ εἰλικρινοῦς μετανοίας γυρίσῃς πάλιν εἰς τὸν Θεὸν καὶ ταπεινώσῃς τὸν ἑαυτὸν σου ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, τότε ἀπεδίωξας μακρὰν ἀπὸ τὸ σπίτι σου πᾶν ἄδικον.
24 θήσῃ ἐπὶ χώματι ἐν πέτρᾳ καὶ ὡς πέτρα χειμάρρου Σωφίρ. 24 Τοτε θα στηρίξης την ζωήν και το σπίτι σου επάνω εις χώμα, που ευρίσκεται επί την πέτραν, και η πέτρα αυτή θα είναι χρυσή ωσάν τον χρυσόν, που κατεβάζει ο χείμαρρος της χώρας Σωφίρ. 24 Θὰ στηρίξῃς δὲ τὸ σπίτι σου ἐπὶ χώματος, τὸ ὁποῖον εὑρίσκεται ἐπάνω εἰς πέτραν, καὶ ἡ πέτρα αὐτὴ θὰ εἶναι σὰν τὴν πέτραν, ποὺ κατεβάζει ὁ χρυσοφόρος χείμαρρος Σωφίρ.
25 ἔσται οὖν σου ὁ Παντοκράτωρ βοηθὸς ἀπὸ ἐχθρῶν, καθαρὸν δὲ ἀποδώσει σε ὥσπερ ἀργύριον πεπυρωμένον. 25 Τοτε ο Θεός ο Παντοκράτωρ θα είναι βοηθός σου εναντίον των εχθρών σου και θα σε καταστήση καθαρόν, όπως γίνεται ο άργυρος που καθαρίζεται δια του πυρός. 25 Θὰ εἶναι λοιπὸν βοηθός σου κατὰ τῶν ἐχθρῶν σου Αὐτός, ποὺ κρατεῖ καὶ κυριαρχεῖ τὰ πάντα, θὰ σὲ καταστήσῃ δὲ οὗτος καθαρὸν σὰν τὸν ἄργυρον, τὸν καθαρισμένον εἰς τὴν φωτιά.
26 εἶτα παρρησιασθήσῃ ἐναντίον Κυρίου ἀναβλέψας εἰς τὸν οὐρανὸν ἱλαρῶς· 26 Επειτα θα έχης το θάρρος και την παρρησίαν ενώπιον του Κυρίου και θα σηκώνης τα βλέμματά σου στον ουρανόν, με ειρηνικόν και ιλαρόν το πρόσωπον. 26 Ἔπειτα θὰ ἔχῃς παρρησίαν ἐνώπιον τοῦ Κυρίου καὶ θὰ σηκώσῃς τοὺς ὀφθαλμούς σου εἰς τὸν οὐρανὸν μὲ εἰρηνικὸν τὸ ἐσωτερικόν σου.
27 εὐξαμένου δέ σου πρὸς αὐτὸν εἰσακούσεταί σου, δώσει δέ σοι ἀποδοῦναι τὰς εὐχάς· 27 Οταν δε προσεύχεσαι και κάνης τάματα εις αυτόν, θα ακούση την προσευχήν σου και θα σου δώση τα αγαθά, δια να εκπληρώσης το τάμα σου προς αυτόν. 27 Ὅταν δὲ θὰ προσεύχεσαι εἰς Αὐτόν, θὰ σὲ εἰσακούῃ, θὰ σοῦ δίδῃ δὲ τὰ μέσα διὰ νὰ ἐκτελῇς τὰ πρὸς Αὐτὸν ταξίματά σου.
28 ἀποκαταστήσει δέ σοι δίαιταν δικαιοσύνης, ἐπὶ δὲ ὁδοῖς σου ἔσται φέγγος. 28 Θα σε αποκαταστήση δε στερεόν και ακλόνητον ο Κυριος εις οικήμοτα δικαιοσύνης, εις ζωήν χαράς. Εις τους δρόμους δε της ζωής σου θα υπάρχη φως θείας καθοδηγήσεως και αγαλλιάσεως. 28 Θὰ σοῦ δώσῃ δὲ πάλιν διαμονὴν θεμελιωμένην εἰς τὴν δικαιοσύνην, ὥστε νὰ μὴ κινδυνεύῃ πλέον αὕτη νὰ καταστραφῇ, εἰς τοὺς δρόμους δὲ τῆς ζωῆς καὶ τῶν ἐπιχειρήσεών σου θὰ εἶναι φῶς εὐφροσύνης καὶ θείας καθοδηγήσεως, ὥστε πάντοτε νὰ χαίρῃς καὶ νὰ ἐπιτυγχάνῃς.
29 ὅτι ἐταπείνωσας σεαυτόν, καὶ ἐρεῖς· ὑπερηφανεύσατο, καὶ κύφοντα ὀφθαλμοῖς σώσει. 29 Αυτά θα πραγματοποιηθούν, διότι συ εταπείνωσες τον εαυτόν σου ενώπιον του Θεού και θα είπης· ότι όπως εκείνον που υπερηφανεύθη τον ετιμώρησεν ο Θεός, έτσι και εκείνον, που με ταπείνωσιν κύπτει τους οφθαλμούς και κεφαλήν κάτω, θα τον σώση και τον ανύψώση. 29 Θὰ σοῦ γίνῃ δὲ ἡ ἀποκατάστασις αὐτή, διότι ἐταπείνωσες τὸν ἑαυτόν σου καὶ θὰ εἴπῃς: «Ἐδοξάσθη καὶ ἀνυψώθη, καὶ ὁ Θεὸς θὰ σώσῃ αὐτόν, ποὺ μὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς κάτω κύπτει τὸν αὐχένα καὶ τὴν κεφαλήν».
30 ρύσεται ἀθῷον, καὶ διασώθητι ἐν καθαραῖς χερσί σου. 30 Θα προφυλάξη ο Θεός τον αθώον από κινδύνους και θλίψεις. Και συ θα διασωθής, εάν έχης καθαρά τα χέρια σου από κάθε αδικίαν. 30 Θὰ γλυτώσῃ ὁ Θεὸς τὸν ἀθῶον, καὶ σὺ λοιπὸν θὰ διασωθῇς διὰ τῶν καθαρῶν ἀπὸ πᾶσαν ἀδικίαν χειρῶν σου».