Παρασκευή, 29 Μαρτίου 2024
Ανατ: 06:15
Δύση: 18:46
Σελ. 20 ημ.
89-277
16ος χρόνος, 5886η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΕΣΘΗΡ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6 (Ϛ)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 Ο δὲ Κύριος ἀπέστησε τὸν ὕπνον ἀπὸ τοῦ βασιλέως τὴν νύκτα ἐκείνην, καὶ εἶπε τῷ διακόνῳ αὐτοῦ εἰσφέρειν γράμματα μνημόσυνα τῶν ἡμερῶν ἀναγινώσκειν αὐτῷ. 1 Ομως ο Κυριος κατά την νύκτα εκείνην απεμ'Ακρυνε τον ύπνον από τον βασιλέα. Ο βασιλεύς, άγρυπνος καθώς ήτο, διέταξε τον υπηρέτην του να του φέρη το βιβλίον των απομνημονευμάτων και να του αναγνώση κάτι, από όσα είχαν γραφή εις αυτό. 1 Ο Κύριος δὲ ἀπεμάκρυνε τὸν ὕπνον ἀπὸ τὸν βασιλέα κατὰ τὴν νύκτα ἐκείνην. Καὶ εἶπεν ὁ βασιλεὺς εἰς τὸν ὑπηρετοῦντα αὐτὸν αὐλικὸν νὰ φέρῃ ἐντὸς τοῦ δωματίου τὰ ἐγγράφως κατακεχωρισμένα ἀπομνημονεύματα τῶν συμβάντων κατὰ τὰς ἡμέρας του, διὰ νὰ ἀναγινώσκη ταῦτα εἰς αὐτόν.
2 εὗρε δὲ τὰ γράμματα τὰ γραφέντα περὶ Μαρδοχαίου, ὡς ἀπήγγειλε τῷ βασιλεῖ περὶ τῶν δύο εὐνούχων τοῦ βασιλέως ἐν τῷ φυλάσσειν αὐτοὺς καὶ ζητῆσαι ἐπιβαλεῖν τὰς χεῖρας ᾿Αρταξέρξῃ. 2 Ο υπηρέτης ήνοιξε το βιβλίον και ευρήκε το μέρος εκείνο, που είχαν γραφή τα περί Μαρδοχαίου· όσα δηλαδή ο Μαρδοχαίος είχεν αποκαλύψει στον βασιλέα δια τους δύο αυλικούς, τους σωματοφύλακας, οι οποίοι είχαν συνωμοτήσει και επιζητήσει να απλώσουν δολοφονικάς τας χείρας εναντίον του βασιλέως Αρταξέρξου. 2 Εὗρε δὲ τὴν γραπτὴν ἔκθεσιν, ἥτις ἐγράφη περὶ τοῦ Μαρδοχαίου, ὅτι δηλαδὴ ἐγνωστοποίησεν οὗτος εἰς τὸν βασιλέα διὰ τοὺς δύο εὐνούχους τοῦ βασιλέως, ὅταν ἐφύλασσαν οὗτοι τὰ ἀνάκτορα καὶ ἐζήτησαν νὰ ἐπιβάλουν τὰς χεῖρας κατὰ τοῦ Ἀρταξέρξου καὶ νὰ φονεύσουν αὐτόν.
3 εἶπε δὲ ὁ βασιλεύς· τίνα δόξαν ἢ χάριν ἐποιήσαμεν τῷ Μαρδοχαίῳ; καὶ εἶπαν οἱ διάκονοι τοῦ βασιλέως· οὐκ ἐποίησας αὐτῷ οὐδέν. 3 Ο βασιλεύς τότε ηρώτησε· “ποίον αξίωμα η ποίον αμοιβήν εδώσαμεν στον Μαρδοχαίον;” Οι υπηρέται του βασιλέως απήντησαν· ότι “δεν έδωκες εις αυτόν καμμίαν αμοιβήν”. 3 Εἶπε δὲ ὁ βασιλεύς: »Ποίαν τιμὴν ἢ ποίαν ἀμοιβὴν ἐκάμαμεν εἰς τὸν Μαρδοχαῖον;» Καὶ εἶπαν οἱ αὐλικοὶ οἱ ὑπηρετοῦντες τὸν βασιλέα: «Δὲν ἔκαμες εἰς αὐτὸν τίποτε».
4 ἐν δὲ τῷ πυνθάνεσθαι τὸν βασιλέα περὶ τῆς εὐνοίας Μαρδοχαίου, ἰδοὺ ᾿Αμὰν ἐν τῇ αὐλῇ. εἶπε δὲ ὁ βασιλεύς· τίς ἐν τῇ αὐλῇ; ὁ δὲ ᾿Αμὰν εἰσῆλθεν εἰπεῖν τῷ βασιλεῖ κρεμάσαι τὸν Μαρδοχαῖον ἐπὶ τῷ ξύλῳ, ᾧ ἡτοίμασε. 4 Καθ' ον χρόνον ο βασιλεύς εζητούσε να μάθη δια τας αμοιβάς, τας οποίας έπρεπε να είχε δώσει στον Μαρδοχαίον, ιδού ο Αμάν ενεφανίσθη εις την αυλήν. Ο βασιλεύς ηρώτησε ποίος είναι κάτω εις την αυλήν; Ο δε Αμάν είχεν εισέλθει λίαν πρωϊ εις την αυλήν, δια να είπη στον βασιλέα να εκδώση διαταγήν και κρεμασθή ο Μαρδοχαίος στο ξύλον, το οποίον αυτός είχεν ετοιμάσει δι' εκείνον. 4 Καθ’ ὃν δὲ χρόνον ἐζήτει πληροφορίας ὁ βασιλεὺς διὰ τὴν εὔνοιαν τὴν ἐπιδειχθεῖσαν εἰς τὸν Μαρδοχαῖον, ἰδοὺ ἦλθεν ὁ Ἀμὰν εἰς τὴν αὐλήν. Εἶπε δὲ ὁ βασιλεύς: «Ποῖος εἶναι εἰς τὴν αὐλήν;» Ὁ Ἀμὰν δὲ εἰσῆλθεν ἐκεῖ διὰ νὰ εἴπῃ εἰς τὸν βασιλέα νὰ κρεμάσῃ τὸν Μαρδοχαῖον εἰς τὸ ξύλον, τὸ ὁποῖον εἶχεν ἑτοιμάσει.
5 καὶ εἶπαν οἱ διάκονοι τοῦ βασιλέως· ἰδοὺ ᾿Αμὰν ἕστηκεν ἐν τῇ αὐλῇ. καὶ εἶπεν ὁ βασιλεύς· καλέσατε αὐτόν. 5 Οι υπηρέται του βασιλέως είπαν· “ο Αμάν ευρίσκεται εις την αυλήν”. Ο βασιλεύς είπε· “καλέσατέ τον”. 5 Καὶ εἶπαν οἰ αὐλικοὶ οἱ ὑπηρετοῦντες τὸν βασιλέα: «Ἰδοὺ ὁ Ἀμὰν στέκεται εἰς τὴν αὐλήν». Καὶ εἶπεν ὁ βασιλεύς: «Καλέσατέ τον νὰ εἰσέλθῃ ἐδῶ».
6 εἶπε δὲ ὁ βασιλεὺς τῷ ᾿Αμάν· τί ποιήσω τῷ ἀνθρώπῳ, ὃν ἐγὼ θέλω δοξάσαι; εἶπε δὲ ἐν ἑαυτῷ ᾿Αμάν· τίνα θέλει ὁ βασιλεὺς δοξάσαι εἰ μὴ ἐμέ; 6 Ο βασιλεύς ηρώτησε τότε τον Αμάν· “τι πρέπει εγώ να κάμω εις άνθρωπον, τον οποίον θέλω να τιμήσω;” Ο Αμάν εσκέφθη από μέσα του και είπε· ποιόν άλλον θέλει να τιμήση ο βασιλεύς πάρα μόνον εμέ; 6 Εἶπε δὲ ὁ βασιλεὺς εἰς τὸν Ἀμάν: «Τί νὰ κάμω εἰς τὸν ἄνθρωπον, τὸν ὁποῖον ἐγὼ θέλω νὰ δοξάσω;» Εἶπε δὲ μέσα του καὶ καθ' ἑαυτὸν ὁ Ἀμάν: «Ποῖον ἄλλον θέλει νὰ δοξάσῃ ὁ βασιλεὺς παρὰ ἐμέ;»
7 εἶπε δὲ πρὸς τὸν βασιλέα· ἄνθρωπον, ὃν ὁ βασιλεὺς θέλει δοξάσαι, 7 Βέβαιος δε περί τούτου είπε προς τον βασιλέα· “δια τον άνθρωπον, τον οποίον ο βασιλεύς θέλει να δοξάση, 7 Εἶπε δὲ πρὸς τὸν βασιλέα ὁ Ἀμάν: «Διὰ τὸν ἄνθρωπον, τὸν ὁποῖον ὁ βασιλεὺς θέλει νὰ δοξάσῃ,
8 ἐνεγκάτωσαν οἱ παῖδες τοῦ βασιλέως στολὴν βυσσίνην, ἣν ὁ βασιλεὺς περιβάλλεται, καὶ ἵππον ἐφ᾿ ὃν ὁ βασιλεὺς ἐπιβαίνει, 8 ας φέρουν οι δούλοι του μίαν μεγαλοπρεπή από βύσσον στολήν, την οποίαν ενδύεται ο ίδιος ο βασιλεύς, και ίππον, επάνω στον οποίον ιππεύει ο βασιλεύς. 8 ἂς φέρουν οἱ ὑπηρέται τοῦ βασιλέως στολὴν ἐκ λεπτοῦ λιναριοῦ, τὴν ὁποίαν ὁ βασιλεὺς φορεῖ, καὶ ἵππον, ἐπὶ τοῦ ὁποίου ὁ βασιλεὺς ἱππεύει,
9 καὶ δότω ἑνὶ τῶν φίλων τοῦ βασιλέως τῶν ἐνδόξων καὶ στολισάτω τὸν ἄνθρωπον, ὃν ὁ βασιλεὺς ἀγαπᾷ, καὶ ἀναβιβασάτω αὐτὸν ἐπὶ τὸν ἵππον καὶ κηρυσσέτω διὰ τῆς πλατείας τῆς πόλεως λέγων· οὕτως ἔσται παντὶ ἀνθρώπῳ, ὃν ὁ βασιλεὺς δοξάζει. 9 Αυτά δε ας δοθούν εις ένα από τους πλέον ενδόξους φίλους του βασιλέως, δια να στολίση εκείνος τον άνθρωπον αυτόν, τον οποίον ο βασιλεύς αγαπά. Εν συνεχεία δε ας τον βοηθήση να ιππεύση επάνω εις ταν βασιλικόν ίππον και θα περιφέρη αυτόν εις την πλατείαν της πόλεως και θα διαλαλή και θα λέγη· Ετσι θα γίνεται εις κάθε άνθρωπον, τον οποίον ο βασιλεύς δοξάζει”. 9 καὶ ἂς δώσῃ εἰς ἕνα ἀπὸ τοὺς φίλους τοῦ βασιλέως τοὺς ἐνδόξους καὶ ἂς στολίσῃ αὐτὸς τὸν ἄνθρωπον, τὸν ὁποῖον ὁ βασιλεὺς ἀγαπᾷ, καὶ ἂς ἀναβιβάσῃ ὁ ἀξιωματοῦχος αὐτὸς τοῦτον ἐπὶ τοῦ ἵππου καὶ ἂς κηρύσσῃ διασχίζων τὴν πλατεῖαν τῆς πόλεως καὶ λέγων: «Ἔτσι θὰ γίνεται εἰς κάθε ἄνθρωπον, τὸν ὁποῖον ὁ βασιλεὺς δοξάζει».
10 εἶπε δὲ ὁ βασιλεὺς τῷ ᾿Αμάν· καλῶς ἐλάλησας. οὕτως ποίησον τῷ Μαρδοχαίῳ τῷ ᾿Ιουδαίῳ τῷ θεραπεύοντι ἐν τῇ αὐλῇ, καὶ μὴ παραπεσάτω σου λόγος, ὧν ἐλάλησας. 10 Απήντησεν ο βασιλεύς στον Αμάν· “καλά είπες· έτσι εσύ τώρα θα πράξης προς τιμήν του Μαρδοχαίου, του Ιουδαίου, του δούλου μου, ο οποίος υπηρετεί εις την αυλήν μου, μη τυχόν και παραμελήσης κάτι από όλα εκείνα τα οποία είπες!” 10 Εἶπε δὲ ὁ βασιλεὺς εἰς τὸν Ἀμάν: «Καλῶς ὡμίλησες. Ἔτσι ἀκριβῶς κάμε εἰς τὸν Μαρδοχαῖον τὸν Ἰουδαῖον, ποὺ ὑπηρετεῖ εἰς τὴν αὐλήν, καὶ ἂς μὴ παραπέσῃ ἀπὸ σὲ λόγος ἐξ ἐκείνων, τοὺς ὁποίους ἐλάλησας, ἀλλὰ νὰ ἐκτελεσθοῦν ὅλα ἐπακριβῶς».
11 ἔλαβε δὲ ᾿Αμὰν τὴν στολὴν καὶ τὸν ἵππον, καὶ ἐστόλισε τὸν Μαρδοχαῖον, καὶ ἀνεβίβασεν αὐτὸν ἐπὶ τὸν ἵππον καὶ διῆλθε διὰ τῆς πλατείας τῆς πόλεως καὶ ἐκήρυσσε λέγων· οὕτως ἔσται παντὶ ἀνθρώπῳ, ὃν ὁ βασιλεὺς θέλει δοξάσαι. 11 Ο Αμάν κατεντροπιασμένος και καταστενοχωρημένος επήρε την βασιλικήν στολήν και τον βασιλικόν ίππον, εστόλισε τον Μαρδοχαίον, τον εβοήθησε να αναβή στον ίππον και επέρασε δια μέσου της πλατείας της πόλεως και διαλαλούσε λέγων· “έτσι θα γίνεται εις κάθε άνθρωπον, τον οποίον ο βασιλεύς θέλει να δοξάση”. 11 Ἔλαβε δὲ ὁ Ἀμὰν τὴν στολὴν καὶ τὸν ἵππον καὶ ἐστόλισε τὸν Μαρδοχαῖον καὶ ἀνέβασεν αὐτὸν ἐπὶ τοῦ ἵππου καὶ ἐπέρασε διὰ μέσου τῆς πλατείας τῆς πόλεως καὶ ἐφώναζε δυνατὰ λέγων: «Ἔτσι θὰ γίνῃ εἰς πάντα ἄνθρωπον, τὸν ὁποῖον ὁ βασιλεὺς θέλει νὰ δοξάσῃ».
12 ἐπέστρεψε δὲ ὁ Μαρδοχαῖος εἰς τὴν αὐλήν. ᾿Αμὰν δὲ ὑπέστρεψεν εἰς τὰ ἴδια λυπούμενος κατὰ κεφαλῆς. 12 Ο Μαρδοχαίος, ύστερα από την τελετήν αυτήν της δόξης του, επέστρεψεν εις την αυλήν, ο δε Αμάν καταστενοχωρημένος και καταπικραμμένος επέστρεψεν στο σπίτι του. 12 Ἐπέστρεψε δὲ ὁ Μαρδοχαῖος εἰς τὴν αὐλήν. Ὁ Ἀμὰν δὲ ἦλθε κρυφὰ εἰς τὸ σπίτι του γεμᾶτος λύπην καὶ μὲ σκεπασμένην τὴν κεφαλήν.
13 καὶ διηγήσατο ᾿Αμὰν τὰ συμβεβηκότα αὐτῷ Ζωσάρᾳ τῇ γυναικὶ αὐτοῦ καὶ τοῖς φίλοις, καὶ εἶπαν πρὸς αὐτὸν οἱ φίλοι καὶ ἡ γυνή· εἰ ἐκ γένους ᾿Ιουδαίων Μαρδοχαῖος, ἦρξαι ταπεινοῦσθαι ἐνώπιον αὐτοῦ, πεσὼν πεσῇ καὶ οὐ μὴ δύνῃ αὐτὸν ἀμύνασθαι, ὅτι Θεὸς ζῶν μετ᾿ αὐτοῦ. 13 Ο Αμάν διηγήθη εις την σύζυγόν του την Ζωσάραν και τους φίλους του όλα όσα του συνέβησαν. Οι φίλοι του και η σύζυγός του του είπαν· “εάν ο Μαρδοχαίος κατάγεται από την φυλήν των Ιουδαίων, έχεις δε ήδη αρχίσει να εξευτελίζεσαι ενώπιόν του, δεν θα κατορθώσης να τον πολεμήσης, αλλά οριστικώς και βεβαίως θα πέσης και θα ταπεινωθής ενώπιόν του, διότι μαζή του είναι ο αληθινός, ο αιώνιος Θεός”. 13 Καὶ διηγήθη ὁ Ἀμὰν ὅσα τοῦ εἶχον συμβῇ εἰς τὴν σύζυγόν του Ζωσάραν καὶ εἰς τοὺς φίλους του, καὶ εἶπαν πρὸς αὐτόν οἱ φίλοι καὶ ἡ σύζυγός του: «Ἐὰν ὁ Μαρδοχαῖος εἶναι ἀπὸ τὸ γένος τῶν Ἰουδαίων, ἔχεις ἀρχίσει νὰ ταπεινοῦσαι ἐνώπιον του· θὰ πέσῃς λοιπὸν πολὺ καὶ δὲν θὰ ἠμπορέσῃς νὰ ἀντισταθῇς καὶ νὰ ἀμυνθῇς κατ’ αὐτοῦ, διότι εἶναι μαζί του Θεὸς ζωντανὸς καὶ ὄχι νεκρὸς σὰν τὰ εἴδωλα».
14 ἔτι αὐτῶν λαλούντων, παραγίνονται οἱ εὐνοῦχοι ἐπισπεύδοντες τὸν ᾿Αμὰν ἐπὶ τὸν πότον, ὃν ἡτοίμασεν ᾿Εσθήρ. 14 Ενῷ αυτοί ακόμη συνωμιλούσαν δια τα γεγονότα, ήλθαν οι αυλικοί του βασιλέως και ειδοποίησαν τον Αμάν να σπεύση στο συμπόσιον, το οποίον είχεν ετοιμάσει η Εσθήρ. 14 Ἐνῷ δὲ αὐτοὶ ἀκόμη ὡμίλουν, ἔρχονται οἱ εὐνοῦχοι τοῦ βασιλέως μετὰ σπουδῆς προσκαλοῦντες τὸν Ἀμὰν εἰς τὸν πότον, τὸν ὁποῖον ἡτοίμασεν ἡ Ἐσθήρ.