Πέμπτη, 25 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:37
Δύση: 20:11
Σελ. 17 ημ.
116-250
16ος χρόνος, 5913η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΕΣΘΗΡ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 (Ε)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 Καὶ ἐγενήθη ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῇ τρίτῃ, ὡς ἐπαύσατο προσευχομένη, ἐξεδύσατο τὰ ἱμάτια τῆς θεραπείας καὶ περιεβάλετο τὴν δόξαν αὐτῆς. καὶ γενηθεῖσα ἐπιφανής, ἐπικαλεσαμένη τῶν πάντων ἐπόπτην Θεὸν καὶ σωτῆρα, παρέλαβε τὰς δύο ἅβρας· καὶ τῇ μὲν μιᾷ ἐπηρείδετο ὡς τρυφερευομένη, ἡ δὲ ἑτέρα ἐπηκολούθει κουφίζουσα τὴν ἔνδυσιν αὐτῆς, καὶ αὐτὴ ἐρυθριῶσα ἀκμῇ κάλλους αὐτῆς, καὶ τὸ πρόσωπον αὐτῆς ἱλαρὸν ὡς προσφιλές, ἡ δὲ καρδία αὐτῆς ἀπεστενωμένη ἀπὸ τοῦ φόβου. καὶ εἰσελθοῦσα πάσας τὰς θύρας κατέστη ἐνώπιον τοῦ βασιλέως, καὶ αὐτὸς ἐκάθητο ἐπὶ τοῦ θρόνου τῆς βασιλείας αὐτοῦ καὶ πᾶσαν στολὴν τῆς ἐπιφανείας αὐτοῦ ἐνδεδύκει, ὅλος διὰ χρυσοῦ καὶ λίθων πολυτελῶν, καὶ ἦν φοβερὸς σφόδρα. καὶ ἄρας τὸ πρόσωπον αὐτοῦ πεπυρωμένον δόξῃ ἐν ἀκμῇ θυμοῦ ἔβλεψε, καὶ ἔπεσεν ἡ βασίλισσα καὶ μετέβαλε τὸ χρῶμα αὐτῆς ἐν ἐκλύσει καὶ κατεπέκυψεν ἐπὶ τὴν κεφαλὴν τῆς ἅβρας τῆς προπορευομένης. καὶ μετέβαλεν ὁ Θεὸς τὸ πνεῦμα τοῦ βασιλέως εἰς πραΰτητα, καὶ ἀγωνιάσας ἀνεπήδησεν ἀπὸ τοῦ θρόνου αὐτοῦ καὶ ἀνέλαβεν αὐτὴν ἐπὶ τὰς ἀγκάλας αὐτοῦ, μέχρις οὗ κατέστη, καὶ παρεκάλει αὐτὴν λόγοις εἰρηνικοῖς καὶ εἶπεν αὐτῇ· τί ἐστιν ᾿Εσθήρ; ἐγὼ ὁ ἀδελφός σου, θάρσει, οὐ μὴ ἀποθάνῃς ὅτι κοινὸν τὸ πρόσταγμα ἡμῶν ἐστι· πρόσελθε. 1 Κατά την τρίτην ημέραν, όταν η Εσθήρ ετελείωσε την προσευχήν της, έβγαλε τα ενδύματα τα ταπεινά της νηστείας και προσευχής και εφόρεσε την λαμπράν μεγαλοπρεπή στολήν της. Ετσι δε λαμπρά κατά την εμφάνισιν εζήτησε πάλιν την βοήθειαν Εκείνου, που εποπτεύει τα πάντα, του Θεού και σωτήρος, παρέλαβε και τας δύο αυτής θεραπαινίδας και εις μεν την μίαν εστηρίζετο ως τρυφερά και αδύνατος, ενώ η άλλη την παρακολουθούσε και εβάσταζε τα ενδύματα αυτής όπισθεν. Ελαμπεν εις όλην την ακμήν του κάλλους της, ενώ το πρόσωπόν της είχε χρώμα ροδαλόν. Ετσι δε ιλαρόν ήτο το πρόσωπόν της και αγαπητόν, η καρδία της όμως ευρίσκετο καταστενοχωρημένη και πιεζομένη από τον φόβον. Η Εσθήρ επέρασεν όλας τας θύρας του ανακτόρου και παρουσιάσθη ενώπιον του βασιλέως. Αυτός εκάθητο επάνω στον βασιλικόν του θρόνον, ήτο δε ενδεδυμένος όλην την λαμπράν και εντυπωσιακήν βασιλικήν στολήν, λαμπροστόλιστος με χρυσά κοσμήματα και λίθους πολυτελείς. Η όψις του ήτο πράγματι πολύ φοβερά. Εσήκωσε τα πρόσωπόν του, το οποίον ακτινοβολούσε από δόζαν, και την παρετήρησε γεμάτος οργήν. Η βασίλισσα, όταν τον είδεν, εκλονίσθη, έχασε το χρώμα της, και έτοιμη να λιποθυμήση έκλινε και εστηρίχθη στον ώμον της δούλης της, η οποία επροπορεύετο. Ο Θεός όμως μετέβαλε την οργήν του βασιλέως εις πραότητα. Αυτός καταληφθείς από ανησυχίαν και αγωνίαν ανεπήδησεν από τον θρόνον του, επήρεν αυτήν εις την αγκάλην του, μέχρις ότου εκείνη συνήλθε. Και με λόγια ειρηνικά και ενθαρρυντικά την παρηγορούσε και έλεγε προς αυτήν· “Τι συμβαίνει, Εσθήρ; Εγώ είμαι ο αδελφός σου έχε θάρρος. Δεν πρόκειται να αποθάνης, διότι κάθε διαταγή δική μου, είναι και δική σου, είναι δικές μας διαταγές. Πλησίασε”. 1 Καὶ ἐγένετο κατὰ τὴν τρίτην ἡμέραν, ὅταν ἔπαυσε νὰ προσεύχηται, ἐξεδύθη τὰ ἐνδύματα τὰ ταπεινὰ τῆς μετανοίας καὶ τοῦ πένθους καὶ περιεβλήθη τὴν μεγαλοπρεπῆ καὶ ἔνδοξον περιβολήν της. Καὶ ἀφοῦ ἔγινε περίβλεπτος καὶ ἐπιβλητική, ἐπικαλεσθεῖσα τὸν ἐπιβλέποντα τὰ πάντα καὶ τοὺς πάντας Θεὸν καὶ σωτῆρα, παρέλαβε τὰς δύο θεραπαινίδας της. Καὶ εἰς μὲν τὴν μίαν ἐστηρίζετο σὰν λεπτοκαμωμένη καὶ ἐξησθενισμένη, ἡ ἄλλη δὲ ἠκολούθει ὑποβαστάζουσα καὶ ἐλαφρώνουσα τὴν ἐνδυμασίαν της. Καὶ αὕτη μὲ χρῶμα ἐρυθρὸν εἰς τὸν ὕψιστον βαθμὸν τοῦ κάλλους της, καὶ τὸ πρόσωπόν της ἱλαρὸν καὶ γλυκύ, πάρα πολὺ ἐλκυστικὸν καὶ ἀξιαγάπητον, ἡ καρδία της ὅμως πολὺ στενοχωρημένη ἕνεκα τοῦ φόβου. Καὶ ἀφοῦ ἐπέρασεν ὅλας τὰς θύρας, εὑρέθη ἐνώπιον τοῦ βασιλέως καὶ αὐτὸς ἐκάθητο ἐπὶ τοῦ βασιλικοῦ του θρόνου καὶ εἶχεν ἐνδυθῆ ὅλην τὴν στολὴν τῆς ἐπισήμου ἐμφανίσεώς του, στολισμένος ὅλος μὲ χρυσὸν καὶ μὲ λίθους πολυτελεῖς καὶ ἦτο πάρα πολὺ φοβερός. Καὶ σηκώσας τὸ πρόσωπόν του, ἀπαστράπτον ἀπὸ τὰ λαμπρὰ κοσμήματα, μὲ θυμὸν εἰς μεγάλον βαθμὸν ἔρριψεν ἐν βλέμμα καὶ ἡ βασίλισσα ἔπεσε κάτω καὶ μετέβαλε τὸ χρῶμα της λόγῳ λιποθυμίας καὶ παραλελυμένη ἔσκυψεν ἐπὶ τῆς κεφαλῆς τῆς θεραπαινίδος, ἡ ὁποία προεπορεύετο. Καὶ μετέβαλεν ὁ Θεὸς τὴν διάθεσιν καὶ τὰ συναισθήματα τοῦ βασιλέως εἰς πραότητα, καὶ καταληφθεὶς οὗτος ὑπὸ ἀγωνιώδους ἀνησυχίας ἐπήδησεν ἐπάνω ἀπὸ τὸν θρόνον του καὶ τὴν ἐπῆρεν εἰς τὰς ἀγκάλας του, μέχρις ὅτου αὕτη ἀποκατεστάθη καὶ συνῆλθε, καὶ τὴν παρηγόρει μὲ λόγους εἰρηνικοὺς καὶ εἶπε πρὸς αὐτήν: «Τὶ συμβαίνει, Ἐσθήρ; Ἐγὼ εἶμαι ἀδελφός σου· λάβε θάρρος· δὲν θὰ θανατωθῇς. Διότι τὸ πρόσταγμά μας, τὸ ὁποῖον ἐπὶ ποινὴ θανάτου ἀπαγορεύει νὰ παρουσιάζεταί τις ἀπρόσκλητος εἰς τὸν βασιλέα, εἶναι διὰ τὸ πολὺ πλῆθος· πλησίασε ἄφοβα».
2 καὶ ἄρας τὴν χρυσῆν ράβδον ἐπέθηκεν ἐπὶ τὸν τράχηλον αὐτῆς καὶ ἠσπάσατο αὐτὴν καὶ εἶπε· λάλησόν μοι. καὶ εἶπεν αὐτῷ· εἶδόν σε, κύριε, ὡς ἄγγελον Θεοῦ, καὶ ἐταράχθη ἡ καρδία μου ἀπὸ φόβου τῆς δόξης σου, ὅτι θαυμαστὸς εἶ, κύριε, καὶ τὸ πρόσωπόν σου χαρίτων μεστόν. ἐν δὲ τῷ διαλέγεσθαι αὐτὴν ἔπεσεν ἀπὸ ἐκλύσεως αὐτῆς καὶ ὁ βασιλεὺς ἐταράσσετο, καὶ πᾶσα ἡ θεραπεία αὐτοῦ παρεκάλει αὐτήν. 2 Ο βασιλεύς εσήκωσε την χρυσήν του ράβδον, την έθεσεν στον τράχηλόν της, την ησπάσθη και είπε· “μίλησέ μου, είπέ μου τι συμβαίνει;” Εκείνη του είπε·“«σε είδα, κύριε, σαν άγγελον του Θεού και η καρδιά μου εταράχθη από τον φόβον της μεγαλοπρεπείας σου, διότι συ είσαι αξιοθαύμαστος, κύριε, και το πρόσωπόν σου είναι γεμάτον από χάριτας”. Ενῷ δε έτσι συνωμιλούσε προς τον βασιλέα, κατέπεσε λιπύθυμος. Ο βασιλεύς εταράχθη. Ολοι δε οι ευρισκόμενοι εκεί εφρόντιζον, να την επαναφέρουν εις τας αισθήσεις της. 2 Καὶ ἀφοῦ ἐσήκωσε τὴν χρυσῆν ράβδον του, ἔθεσεν αὐτὴν ἐπὶ τοῦ τραχήλου της καὶ τὴν ἠσπάσθη καὶ εἶπε: «Μίλησέ μου καὶ εἶπέ μου, τὶ θέλεις;» Καὶ εἶπεν εἰς αὐτόν: «Σὲ εἶδον, κύριε, σὰν ἄγγελον θεοῦ καὶ ἐταράχθη ἡ καρδία μου ἀπὸ τὸν φόβον τῆς μεγαλοπρεποῦς καὶ ἐνδόξου παραστάσεως καὶ ἐμφανίσεώς σου· διότι εἶσαι θαυμαστός, κύριε, καὶ τὸ πρόσωπόν σου εἶναι γεμᾶτον ἀπὸ χάρες». Καθ’ ὃν ὅμως χρόνον ἔλεγεν αὕτη ταῦτα, ἔπεσεν ἕνεκα νέας λιποθυμίας της καὶ ὁ βασιλεὺς ἐταράσσετο καὶ ὅλη ἡ ὑπηρεσία τοῦ βασιλέως τὴν παρηγόρει.
3 καὶ εἶπεν ὁ βασιλεύς· τί θέλεις, ᾿Εσθήρ; καὶ τί σού ἐστι τὸ ἀξίωμα; ἕως τοῦ ἡμίσους τῆς βασιλείας μου, καὶ ἔσται σοι. 3 Ηρώτησεν ο βασιλεύς· “Εσθήρ, τι θέλεις; Ποιό είναι το αίτημά σου; Θα σου δώσω μέχρι και το ήμισυ της βασιλείας μου, θα είναι ιδικόν σου”. 3 Καὶ εἶπεν ὁ βασιλεύς: «Τί θέλεις, Ἐσθήρ; Καὶ ποία εἶναι ἡ ἀξίωσίς σου; Θὰ σοῦ γίνῃ ὅ,τι θέλεις μέχρι τοῦ να σοῦ δώσω τὸ ἥμισυ τοῦ βασιλείου μου».
4 εἶπε δὲ ᾿Εσθήρ· ἡμέρα μου ἐπίσημος σήμερόν ἐστι· εἰ οὖν δοκεῖ τῷ βασιλεῖ, ἐλθάτω καὶ αὐτὸς καὶ ᾿Αμὰν εἰς τὴν δοχήν, ἣν ποιήσω σήμερον. 4 Η Εσθήρ απήντησεν· “η σημερινή ημέρα είναι δι' εμέ επίσημος ημέρα. Εάν, λοιπόν, φαίνεται αρεστόν στον βασιλέα, ας έλθη, μαζή δε με αυτόν και ο Αμάν, εις την τράπεζαν, την οποίαν εγώ σήμερον θα παραθέσω”. 4 Εἶπε δὲ ἡ Ἐσθήρ: «Σήμερον εἶναι ἡμέρα ἐπίσημος δι’ ἐμέ· ἐὰν λοιπὸν φαίνεται καλὸν εἰς τὸν βασιλέα, ἂς ἔλθῃ καὶ αὐτὸς καὶ ὁ Ἀμὰν εἰς τὸ πρὸς ὑποδοχὴν συμπόσιον, τὸ ὁποῖον θὸ κάμω σήμερον».
5 καὶ εἶπεν ὁ βασιλεύς· κατασπεύσατε ᾿Αμάν, ὅπως ποιήσωμεν τὸν λόγον ᾿Εσθήρ· καὶ παραγίνονται ἀμφότεροι εἰς τὴν δοχήν, ἣν εἶπεν ᾿Εσθήρ. 5 Ο βασιλεύς έστειλεν ανθρώπους και είπε· “σπεύσατε αμέσως προς τον Αμάν και ειδοποιήσατέ τον να εκτελέσωμεν την παράκλησιν αυτήν της Εσθήρ”. Ηλθον λοιπόν και οι δύο, ο βασιλεύς και ο Αμάν, στο συμπόσιον, το οποίον παρέθεσεν η Εσθήρ. 5 Καὶ εἶπεν ὁ βασιλεύς: «Εἰδοποιήσατε γρήγορα τὸν Ἀμάν, διὰ νὰ κάμωμεν τὸν λόγον, ποὺ εἶπεν ἡ Ἐσθήρ». Καὶ ἔρχονται καὶ οἱ δύο εἰς τὸ συμπόσιον, περὶ τοῦ ὁποίου εἶπεν ἡ Ἐσθήρ.
6 ἐν δὲ τῷ πότῳ εἶπεν ὁ βασιλεὺς πρὸς ᾿Εσθήρ· τί ἐστι βασίλισσα ᾿Εσθήρ; καὶ ἔσται ὅσα ἀξιοῖς. 6 Κατά την διάρκειαν του συμποσίου τούτου, ο βασιλεύς ηρώτησε την Εσθήρ· “βασίλισσα Εσθήρ, τι θέλεις; Οσα μου ζητήσης, θα γίνουν”. 6 Ὅταν δὲ εἰς τὸ τέλος τοῦ φαγητοῦ ἔπιναν οἶνον, εἶπεν ὁ βασιλεὺς εἰς τὴν Ἐσθήρ: «Τί εἶναι τὸ αἴτημά σου, βασίλισσα Ἐσθήρ: Καὶ ὠρισμένως θὰ γίνουν ὅσα ἔχεις τὴν ἀξίωσιν».
7 καὶ εἶπε· τὸ αἴτημά μου καὶ τὸ ἀξίωμα· 7 Εκείνη του είπε· “θέλετε να μάθετε τα αίτημά μου και την απαίτησίν μου; 7 Καὶ εἶπεν ἡ Ἐσθήρ: «Τὸ αἴτημά μου καὶ ἡ ἀξίωσίς μου εἶναι ἡ ἐξῆς:
8 εἰ εὗρον χάριν ἐνώπιον τοῦ βασιλέως, ἐλθάτω ὁ βασιλεὺς καὶ ᾿Αμὰν ἔτι τὴν αὔριον εἰς τὴν δοχήν, ἣν ποιήσω αὐτοῖς, καὶ αὔριον ποιήσω τὰ αὐτά. 8 Εάν έχω εύρει χάριν ενώπιον του βασιλέως, ας έλθη ο βασιλεύς και ο Αμάν ακόμη αύριον στο συμπόσιον, το οποίον εγώ θα παραθέσω προς τιμήν των και αύριον θα ανακοινώσω τα αιτήματά μου”. 8 Ἐὰν εὗρον εὔνοιαν καὶ χάριν ἐνώπιον τοῦ βασιλέως, παρακαλῶ, ἂς ἔλθῃ ὁ βασιλεὺς καὶ ὁ Ἀμὰν ἀκόμη καὶ αὔριον εἰς τὸ πρὸς ὑποδοχὴν συμπόσιον, τὸ ὁποῖον θὰ κάμω δι’ αὐτούς· καὶ αὔριον θὰ κάμω τὰ ἴδια, τὰ ὁποῖα καὶ σήμερον».
9 Καὶ ἐξῆλθεν ὁ ᾿Αμὰν ἀπὸ τοῦ βασιλέως ὑπερχαρὴς εὐφραινόμενος· ἐν δὲ τῷ ἰδεῖν ᾿Αμὰν Μαρδοχαῖον τὸν ᾿Ιουδαῖον ἐν τῇ αὐλῇ ἐθυμώθη σφόδρα 9 Ο Αμάν εβγήκεν από το βασιλικόν ανάκτορον γεμάτος χαράν ευφραινόμενος. Οταν όμως κατά την έξοδόν του είδε τον Ιουδαίον Μαρδοχαίον εις την βασιλικήν αυλήν, κατελήφθη από μεγάλην οργήν. 9 Καὶ ἐβγῆκεν ὁ Ἀμὰν ἀπὸ τὸν βασιλέα γεμᾶτος χαρὰν εὐφραινόμενος· ὅταν ὅμως εἶδεν ὁ Ἀμὰν τὸν Ἰουδαῖον Μαρδοχαῖον εἰς τὴν αὐλήν, ἐπειδὴ δὲν τὸν προσεκύνησεν, ἐθύμωσε πάρα πολύ.
10 καὶ εἰσελθὼν εἰς τὰ ἴδια ἐκάλεσε τοὺς φίλους καὶ Ζωσάραν τὴν γυναῖκα αὐτοῦ, 10 Εισήλθεν εις την οικίαν του, εκάλεσε τους φίλους του και την σύζυγόν του Ζωσάραν, 10 Καὶ ἀφοῦ εἰσῆλθεν εἰς τὸν οἶκον του, ἐκάλεσε τοὺς φίλους του καὶ τὴν γυναῖκα τοῦ Ζωσάραν
11 καὶ ὑπέδειξεν αὐτοῖς τὸν πλοῦτον αὐτοῦ καὶ τὴν δόξαν, ἣν ὁ βασιλεὺς αὐτῷ περιέθηκε, καὶ ὡς ἐποίησεν αὐτὸν πρωτεύειν καὶ ἡγεῖσθαι τῆς βασιλείας. 11 και ανέφερεν αλαζονικώς εις αυτούς τον πλούτον και την δόξαν, με την οποίαν ο βασιλεύς τον είχε τιμήσει, διότι τον κατέστησε πρώτον μεταξύ όλων των άλλων, αρχηγόν εις όλην την βασιλείαν του. 11 καὶ περιέγραψεν εἰς αὐτοὺς τὸν πλοῦτον του καὶ τὴν δόξαν, μὲ τὴν ὁποίαν ὁ βασιλεὺς τὸν περιέβαλε, καὶ πῶς τὸν ὥρισε νὰ πρωτεύῃ καὶ προηγῆται ἐν τῷ βασιλείῳ.
12 καὶ εἶπεν ᾿Αμάν· οὐ κέκληκεν ἡ βασίλισσα μετὰ τοῦ βασιλέως οὐδένα εἰς τὴν δοχὴν ἀλλ᾿ ἢ ἐμέ, καὶ εἰς τὴν αὔριον κέκλημαι· 12 Και έπειτα προσέθεσεν ο Αμάν· “και η βασίλισσα δεν εκάλεσε άλλον μαζή με τον βασιλέα, παρά μόνον εμέ. Με εκάλεσε δε και πάλιν δια το συμπόσιον της αυριανής ημέρας. 12 Καὶ εἶπεν ὁ Ἀμάν: «Δὲν ἔχει καλέσει ἡ βασίλισσα μὲ τὸν βασιλέα κανένα ἄλλον εἰς τὸ συμπόσιον, ἀλλὰ μόνον ἐμέ· καὶ ἔχω κληθῇ πάλιν καὶ διὰ τὴν αὔριον.
13 καὶ ταῦτά μοι οὐκ ἀρέσκει, ὅταν ἴδω Μαρδοχαῖον τὸν ᾿Ιουδαῖον ἐν τῇ αὐλῇ. 13 Εκείνο όμως το οποίον δεν μου αρέσει, αλλά με καταστενοχωρεί, είναι το να βλέπω εις την βασιλικήν αυλήν τον Μαρδοχαίον, τον Ιουδαίον”. 13 Καὶ ταῦτα δὲν μοῦ ἀρέσουν, ὅταν ἴδω εἰς τὴν αὐλὴν τὸν Ἰουδαῖον Μαρδοχαῖον».
14 καὶ εἶπε πρὸς αὐτὸν Ζωσάρα ἡ γυνὴ αὐτοῦ καὶ οἱ φίλοι· κοπήτω σοι ξύλον πηχῶν πεντήκοντα, ὄρθρου δὲ εἰπὸν τῷ βασιλεῖ καὶ κρεμασθήτω Μαρδοχαῖος ἐπὶ τοῦ ξύλου· σὺ δὲ εἴσελθε εἰς τὴ δοχὴν σὺν τῷ βασιλεῖ καὶ εὐφραίνου. καὶ ἤρεσε τὸ ρῆμα τῷ ᾿Αμάν, καὶ ἡτοιμάσθη τὸ ξύλον. 14 Η γυναίκα του η Ζωσάρα και οι φίλοι του του είπαν τότε· “δώσε διαταγήν να κοπή ένα ξύλον πενήντα εβραϊκών πήχεων. Λιαν δε πρωϊ ειπέ στον βασιλέα να δώση διαταγήν να κρεμασθή ο Μαρδοχαίος επάνω εις αυτό το ξύλον. Συ δε έπειτα πήγαινε στο συμπόσιον μαζή με τον βασιλέα, δια να ευφρανθής με αυτόν”. Η συμβουλή αυτή ήρεσεν στον Αμάν, έδωσε διαταγήν και ητοιμάσθη το ξύλον. 14 Καὶ εἶπε πρὸς αὐτὸν ἡ Ζωσάρα ἡ σύζυγός του καὶ οἱ φίλοι του: «Ἂς κοπῇ κατὰ διαταγήν σου ξύλον ὕψους πεντήκοντα πήχεων λίαν πρωῒ δὲ εἶπε εἰς τὸν βασιλέα καὶ μὲ τὴν ἔγκρισιν αὐτοῦ ἂς κρεμασθῇ ὁ Μαρδοχαῖος ἐπί του ξύλου· σὺ δὲ ἔμβα εἰς τὸ συμπόσιον μετὰ τοῦ βασιλέως καὶ ἀπόλαυσέ το γεμᾶτος χαράν». Καὶ ἤρεσεν ὁ λόγος οὗτος εἰς τὸν Ἀμὰν καὶ ἡτοιμάσθη τὸ ξύλον.