Πέμπτη, 25 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:37
Δύση: 20:11
Σελ. 17 ημ.
116-250
16ος χρόνος, 5913η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΕΣΘΗΡ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 (Δ)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 Ο δὲ Μαρδοχαῖος ἐπιγνοὺς τὸ συντελούμενον διέρρηξεν τὰ ἱμάτια ἑαυτοῦ καὶ ἐνεδύσατο σάκκον καὶ κατεπάσατο σποδὸν καὶ ἐκπηδήσας διὰ τῆς πλατείας τῆς πόλεως ἐβόα φωνῇ μεγάλῃ· αἴρεται ἔθνος μηδὲν ἠδικηκός. 1 Ο Μαρδοχαίος όταν επληροφορήθη αυτά, τα οποία εγίνοντο, διέρρηξε τα ενδύματά του και εφόρεσε ένα σάκκον εις ένδειξιν του μεγάλου πένθους του. Εσκόρπισε στάκτην επάνω στο κεφάλι του, εβγήκε ταχέως εις την πλατείαν της πόλεως και εκραύγαζε με φωνήν μεγάλην. “Εξολοθρεύεται ένα έθνος, ενώ δεν έχει διαπράξει καμμίαν αδικίαν”. 1 Ο δὲ Μαρδοχαῖος, ὅταν ἐπληροφορήθη αὐτὸ ποὺ ἐπρόκειτο νὰ συντελεσθῇ, ἔσχισε τὰ ἐνδύματά του καὶ ἐνεδύθη τρίχινον σάκκον καὶ ἐσκόρπισε στάκτην ἐπὶ τῆς κεφαλῆς του καί, ἀφοῦ ἐπήδησεν ἔξω διὰ μέσου τῆς πλατείας τῆς πόλεως, ἐφώναζε μὲ φωνὴν μεγάλην: «Σηκώνεται ἀπὸ τῆς γῆς καὶ ἐξαφανίζεται ἔθνος, τὸ ὁποῖον δὲν ἔχει διαπράξει κανὲν ἀδίκημα».
2 καὶ ἦλθεν ἕως τῆς πύλης τοῦ βασιλέως καὶ ἔστη· οὐ γὰρ ἦν αὐτῷ ἐξὸν εἰσελθεῖν εἰς τὴν αὐλὴν σάκκον ἔχοντι καὶ σποδόν. 2 Εφθασεν έως εις την πύλην της βασιλικής αυλής και εκεί εσταμάτησε, διότι δεν του ήτο επιτετραμμένον να εισέλθη εις την αυλήν, επειδή εφορούσε ένδυμα από σάκκον και είχεν στο κεφάλι του στάκτην. 2 Καὶ ἦλθε μέχρι τῆς πύλης τῶν ἀνακτόρων τοῦ βασιλέως καὶ ἐστάθη· διότι δὲν ἦτο ἐπιτετραμμένον εἰς αὐτὸν νὰ εἰσέλθη εἰς τὴν αὐλὴν τοῦ ἀνακτόρου, ἐφ’ ὅσον εἶχε σάκκον καὶ στάκτην.
3 καὶ ἐν πάσῃ χώρᾳ, οὗ ἐξετίθετο τὰ γράμματα, κραυγὴ καὶ κοπετὸς καὶ πένθος μέγα τοῖς ᾿Ιουδαίοις, σάκκον καὶ σποδὸν ἔστρωσαν ἑαυτοῖς. 3 Εις όλην δε την χώραν, όπου εκοινοποιείτο το διάταγμα του βασιλέως, θρηνώδεις κραυγαί και κοπετοί ηκούοντο μεταξύ των Ιουδαίων, διότι μεγάλο πένθος είχεν απλωθή εις αυτούς. Πολλοί από αυτούς έστρωναν σάκκινα ενδύματα και εκοιμώντο επάνω εις αυτά και εις την στάκτην. 3 Καὶ εἰς ὅλην τὴν χώραν, παντοῦ, ὅπου ἐδημοσιεύοντο τὰ βασιλικὰ γράμματα, ἐγίνετο κραυγὴ καὶ κοπετὸς καὶ μέγα πένθος εἰς τοὺς Ἰουδαίους, οἱ ὁποῖοι ἀντὶ κλίνῃς ἔστρωσαν χάμω εἰς τὴν γῆν διὰ τὸν ἑαυτόν τους σάκκον καὶ στάκτην καὶ ἐκοιμῶντο ἐπ’ αὐτῶν.
4 καὶ εἰσῆλθον αἱ ἅβραι καὶ οἱ εὐνοῦχοι τῆς βασιλίσσης καὶ ἀνήγγειλαν αὐτῇ, καὶ ἐταράχθη ἀκούσασα τὸ γεγονὸς καὶ ἀπέστειλε στολίσαι τὸν Μαρδαχαῖον καὶ ἀφελέσθαι αὐτοῦ τὸν σάκκον· ὁ δὲ οὐκ ἐπείσθη. 4 Αι δούλαι και οι αυλικοί υπηρέται της βασιλίσσης παρουσιάσθησαν εις την Εσθήρ και της ανήγγειλαν τα του πένθους και του θρήνου του Μαρδοχαίου. Εκείνη εταράχθη, όταν επληροφορήθη τα γεγονότα αυτά, και έστειλεν ανθρώπους να αφαιρέσουν από τον Μαρδοχαίον το σάκκινόν του ένδυμα και να τον ενδύσουν ευπρεπώς. Ο Μαρδοχαίος όμως δεν επείσθη και δεν συνεμορφώθη προς την υπόδειξίν της. 4 Καὶ εἰσῆλθον αἱ θεραπαινίδες καὶ οἱ εὐνοῦχοι τῆς βασιλίσσης καὶ ἀνήγγειλαν εἰς αὐτὴν τὰ τοῦ πένθους τοῦ Μαρδοχαίου καὶ ἐταράχθη, ὅταν ἤκουσε τὸ γεγονὸς τῆς πενθίμου περιβολῆς καὶ τῶν θλιβερῶν διαμαρτυριῶν τοῦ Μαρδοχαίου, καὶ ἀπέστειλε κατάλληλον ἔνδυμα νὰ στολίσῃ τὸν Μαρδοχαῖον καὶ νὰ ἀφαιρέσῃ ἀπὸ αὐτὸν τὸν σάκκον, ὥστε νὰ καταστῇ δυνατὸν νὰ εἰσέλθῃ οὗτος εἰς τὰ ἀνάκτορα καὶ νὰ ἐπικοινωνήσῃ μετ' αὐτῆς· ἀλλ’ αὐτὸς δὲν ἐπείσθη νὰ ἀποβάλῃ τὸν σάκκον.
5 ἡ δὲ ᾿Εσθὴρ προσεκαλέσατο ᾿Αχραθαῖον τὸν εὐνοῦχον αὐτῆς, ὃς παρειστήκει αὐτῇ, καὶ ἀπέστειλε μαθεῖν αὕτη παρὰ τοῦ Μαρδοχαίου τὸ ἀκριβές. 5 Εκάλεσε τότε η Εσθήρ τον αυλικόν υπηρέτην της Αχραθαίον, που ευρίσκετο πάντοτε κοντά της, και τον έστειλε να μάθη από τον Μαρδοχαίον τι ακριβώς έχει συμβή. 5 Ἡ δὲ Ἐσθὴρ προσεκάλεσε τότε τὸν Ἀχραθαῖον, τὸν εὐνοῦχον αὐτῆς, ὁ ὁποῖος παρίστατο ἀπεσπασμένος εἰς τὴν ὑπηρεσίαν της, καὶ ἀπέστειλε νὰ μάθῃ αὐτὴ ἀπὸ τὸν Μαρδοχαῖον, τί ἀκριβῶς συνέβαινεν.
7 ὁ δὲ Μαρδοχαῖος ὑπέδειξεν αὐτῷ τὸ γεγονὸς καὶ τὴν ἐπαγγελίαν, ἣν ἐπηγγείλατο ᾿Αμὰν τῷ βασιλεῖ εἰς τὴν γάζαν ταλάντων μυρίων, ἵνα ἀπολέσῃ τοὺς ᾿Ιουδαίους· 7 Ο Μαρδοχαίος κατέστησεν εις αυτόν γνωστόν το γεγονός, όπως και την υπόσχεσιν, την οποίαν ο Αμάν έδωσεν στον βασιλέα, να καταβάλη στο θησαυροφυλάκιον του βασιλέως δέκα χιλιάδες τάλαντα αργυρά, δια να εξολοθρεύση τους Ιουδαίους. 7 Ὁ δὲ Μαρδοχαῖος κατέστησεν εἰς αὐτὸν γνωστὸν τὸ γεγονὸς καὶ τὴν ὑπόσχεσιν, τὴν ὁποίαν ὑπεσχέθη ὁ Ἀμὰν εἰς τὸν βασιλέα, νὰ παραδώσῃ εἰς τὸ ταμεῖον δέκα χιλιάδας τάλαντα διὰ νὰ παραδώσῃ εἰς τὴν ἀπώλειαν τοὺς Ἰουδαίους.
8 καὶ τὸ ἀντίγραφον τὸ ἐν Σούσοις ἐκτεθὲν ὑπὲρ τοῦ ἀπολέσθαι αὐτοὺς ἔδωκεν αὐτῷ δεῖξαι τῇ ᾿Εσθήρ. καὶ εἶπεν αὐτῷ, ἐντείλασθαι αὐτῇ εἰσελθούσῃ παραιτήσασθαι τὸν βασιλέα καὶ ἀξιῶσαι αὐτὸν περὶ τοῦ λαοῦ μνησθεῖσα ἡμερῶν ταπεινώσεώς σου, ὡς ἐτράφης ἐν χειρί μου, διότι ᾿Αμὰν ὁ δευτερεύων τῷ βασιλεῖ ἐλάλησε καθ᾿ ἡμῶν εἰς θάνατον· ἐπικάλεσαι τὸν Κύριον καὶ λάλησον τῷ βασιλεῖ περὶ ἡμῶν ρῦσαι ἡμᾶς ἐκ θανάτου. 8 Αντίγραφον δε του διατάγματος δια την καταστροφήν των Ιουδαίων, που είχε δημοσιευθή και εις τα Σούσα, έδωκεν ο Μαρδοχαίος στον αυλικόν, δια να το δείξη εις την Εσθήρ και του είπε· “να της δώσης εκ μέρους μου εντολήν, όπως παρουσιασθή ενώπιον του βασιλέως και ζητήση επιμόνως από αυτόν να σώση τον λαόν της από την καταστροφήν και να της προσθέσης επί λέξει· Ενθυμήσου τας ημέρας της δυστυχίας και της ταλαιπωρίας σου, τότε που ανετράφης από εμέ. Σου καθιστώ δε γνωστόν ότι ο δεύτερος μετά τον βασιλέα ως προς την εξουσίαν εις την χώραν, ο Αμάν, ωμίλησεν εναντίον μας, δια να μας θανατώση. Παρακάλεσε, λοιπόν, τον Κυριον και μίλησε μετά παρρησίας στον βασιλέα, δια να μας λυτρώση από τον όλεθρον”. 8 Καὶ τὸ ἀντίγραφον τοῦ διατάγματος, τὸ ὁποῖον ἐξετέθη καὶ ἐκοινοποιήθη δημοσία περὶ τοῦ νὰ ἐξοντωθοῦν οἱ Ἰουδαῖοι, ἔδωκεν εἰς αὐτὸν διὰ νὰ τὸ δείξῃ εἰς τὴν Ἐσθήρ. Καὶ εἶπεν εἰς τοῦτον νὰ τῆς μεταβιβάσῃ τὴν ἐντολήν, ἀφοῦ εἰσέλθῃ νὰ ζητήσῃ μετὰ θερμῶν παρακλήσεων ἀπὸ τὸν βασιλέα καὶ νὰ ἀξιώσῃ ἀπὸ αὐτὸν διὰ τὴν σωτηρίαν τοῦ λαοῦ, «ἐνθυμηθεῖσα τὰς ἡμέρας τῆς πτωχείας καὶ ταπεινώσεώς σου, ὅτε ἐτράφης διὰ τῆς χειρός μου, διότι ὁ Ἀμάν, ὁ ὁποῖος ἔχει τὸ δεύτερον μετὰ τὸν βασιλέα ἀξίωμα, ὡμίλησεν ἐναντίον ἠμῶν ζητῶν τὸν θάνατόν μας· ἐπικαλέσθητι τὸν Κύριον καὶ ὁμίλησε πρὸς τὸν βασιλέα ὑπὲρ ἡμῶν, γλύτωσέ μας ἀπὸ τὸν θάνατον».
9 εἰσελθὼν δὲ ὁ ᾿Αχραθαῖος ἐλάλησεν αὐτῇ πάντας τοὺς λόγους τούτους. 9 Ο Αχραθαίος παρουσιάσθη πράγματι ενώπιον της Εσθήρ και κατέστησεν εις αυτήν γνωστούς όλους αυτούς τους λόγους. 9 Ἀφοῦ δὲ εἰσῆλθεν εἰς τὰ ἀνάκτορα ὁ Ἀχραθαῖος, ὡμίλησε πρὸς αὐτὴν ὅλους τοὺς λόγους αὐτοὺς τοῦ Μαρδοχαίου.
10 εἶπε δὲ ᾿Εσθὴρ πρὸς ᾿Αχραθαῖον· πορεύθητι πρὸς Μαρδοχαῖον καὶ εἰπόν, 10 Είπε τότε η Εσθήρ προς τον Αχραθαίον, “πήγαινε στον Μαρδοχαίον και ειπέ του, ότι όλα τα έθνη της βασιλείας γνωρίζουν, 10 Εἶπε δὲ ἡ Ἐσθὴρ πρὸς τὸν Ἀχραθαῖον: «Πήγαινε εἰς τὸν Μαρδοχαῖον καὶ εἶπε εἰς αὐτόν,
11 ὅτι τὰ ἔθνη πάντα τῆς βασιλείας γινώσκει, ὅτι πᾶς ἄνθρωπος ἢ γυνή, ὃς εἰσελεύσεται πρὸς τὸν βασιλέα εἰς τὴν αὐλὴν τὴν ἐσωτέραν ἄκλητος, οὐκ ἔστιν αὐτῷ σωτηρία· πλὴν ᾧ ἐκτείνῃ ὁ βασιλεὺς τὴν χρυσῆν ράβδον, οὗτος σωθήσεται· κἀγὼ οὐ κέκλημαι εἰσελθεῖν πρὸς τὸν βασιλέα, εἰσὶν αὗται ἡμέραι τριάκοντα. 11 ότι κάθε άνθρωπος, άνδρας η γυναίκα, που θα παρουσιασθή προς τον βασιλέα εις την εσωτερικήν αυλήν των ανακτόρων του απρόσκλητος, δεν πρόκειται πλέον να ζήση. Και μόνον εκείνος, στον οποίον ο βασιλεύς θα απλώση την χρυσήν του ράβδον, θα διαφύγη την εκτέλεσιν. Εγώ δε δεν έχω προσκληθή υπό του βασιλέως να εισέλθω προς αυτόν. Τριάντα ημέραι έχουν περάσει, που δεν εκλήθην”. 11 ὅτι ὅλα τὰ ἔθνη τοῦ βασιλείου γνωρίζουν, ὅτι κάθε ἄνθρωπος ἢ γυναῖκα, ὁ ὁποῖος θὰ εἰσέλθῃ εἰς τὸν βασιλέα, εἰς τὰ ἐσωτερικὰ διαμερίσματα τῶν ἀνακτόρων, χωρὶς νὰ ἔχῃ κληθῇ, θὰ θανατωθῇ καὶ δὲν ὑπάρχει εἰς αὐτὸν σωτηρία· ἐκτὸς εἰς ἐκεῖνον, εἰς τὸν ὁποῖον ὁ βασιλεὺς θὰ ἐκτείνῃ τὸ χρυσόν του σκῆπτρον, αὐτὸς θὰ σωθῇ. Καὶ ἐγὼ δὲν ἔχω κληθῇ νὰ εἰσέλθω πρὸς τὸν βασιλέα, ἐπὶ ἡμέρας, αἱ ὁποῖαι κατὰ τὸν ἀριθμὸν εἶναι τριάκοντα.
12 καὶ ἀπήγγειλεν ᾿Αχραθαῖος Μαρδοχαίῳ πάντας τοὺς λόγους ᾿Εσθήρ, 12 Ο Αχραθαίος κατέστησε γνωστά στον Μαρδοχαίον όλα αυτά τα λόγια της Εσθήρ. 12 Καὶ ἀνέφερεν ὁ Ἀχραθαῖος εἰς τὸν Μαρδοχαῖον ὅλους τοὺς λόγους τῆς Ἐσθήρ.
13 καὶ εἶπε Μαρδοχαῖος πρὸς ᾿Αχραθαῖον· πορεύθητι καὶ εἶπον αὐτῇ· ᾿Εσθήρ, μὴ εἴπῃς σεαυτῇ, ὅτι σωθήσῃ μόνη ἐν τῇ βασιλείᾳ παρὰ πάντας τοὺς ᾿Ιουδαίους· 13 Ο Μαρδοχαίος του απήντησε· “πήγαινε και ειπέ εις την Εσθήρ τούτο· Εσθήρ, μη σου έλθη η ιδέα και πιστέψης, ότι συ μόνη μεταξύ των Ιουδαίων θα σωθής εις την βασιλείαν αυτήν. 13 Καὶ εἶπεν ὁ Μαρδοχαῖος εἰς τὸν Ἀχραθαῖον: «Πήγαινε καὶ εἰπὲ εἰς αὐτήν «Ἐσθήρ, μὴ εἴπῃς εἰς τὸν ἑαυτόν σου, ὅτι χάρις εἰς τὸ βασιλικόν σου ἀξίωμα θὰ σωθῇς σὺ μόνη ἀπὸ ὅλους τοὺς Ἰουδαίους.
14 ὡς ὅτι ἐὰν παρακούσῃς ἐν τούτῳ τῷ καιρῷ, ἄλλοθεν βοήθεια καὶ σκέπη ἔσται τοῖς ᾿Ιουδαίοις, σὺ δὲ καὶ ὁ οἶκος τοῦ πατρός σου ἀπολεῖσθε· καὶ τίς οἶδεν, εἰ εἰς τὸν καιρὸν τοῦτον ἐβασίλευσας; 14 Διότι, εάν παρακούσης την εντολήν μου και σιωπήσης κατά την περίστασιν αυτήν, βοήθεια μεν και προστασία στους Ιουδαίους θα έλθη κατ' άλλον τρόπον, συ όμως και η οικογένεια του πατρός σου θα εξολοθρευθήτε. Και ποιός ξέρει, εάν ακριβώς δια την περίστασιν αυτήν δεν εγινες συ βασίλισσα;” 14 Διότι, ἐὰν παρακούσῃς εἰς τὸ καθῆκον σου κατὰ τοῦτον τὸν καιρόν, θὰ εἶναι ἀπὸ ἄλλο μέρος βοήθεια καὶ προστασία εἰς τοὺς Ἰουδαίους, σὺ ὅμως καὶ ὁ οἶκος τοῦ πατρός σου θὰ χαθῆτε. Καὶ ποῖος ἠξεύρει, ἐὰν διὰ τὸν κρίσιμον καὶ κινδυνώδη αὐτὸν καιρὸν ἔγινες βασίλισσα;»
15 καὶ ἐξαπέστειλεν ᾿Εσθὴρ τὸν ἥκοντα πρὸς αὐτήν, πρὸς Μαρδοχαῖον λέγουσα· 15 Η Εσθήρ έστειλε πάλιν τον προς αυτήν επανελθόντα αυλικόν, να έλθη προς τον Μαρδοχαίον και του παρήγγειλε· 15 Καὶ ἐξαπέστειλεν ἡ Ἐσθὴρ τὸν ἐκ μέρους τοῦ Μαρδοχαίου ἐρχόμενον πρὸς αὐτήν, λέγουσα πρὸς τὸν Μαρδοχαῖον:
16 βαδίσας ἐκκλησίασον τοὺς ᾿Ιουδαίους τοὺς ἐν Σούσοις καὶ νηστεύσατε ἐπ᾿ ἐμοὶ καὶ μὴ φάγητε μηδὲ πίητε ἐπὶ ἡμέρας τρεῖς νύκτα καὶ ἡμέραν, κἀγὼ δὲ καὶ αἱ ἅβραι μου ἀσιτήσομεν, καὶ τότε εἰσελεύσομαι πρὸς τὸν βασιλέα παρὰ τὸν νόμον, ἐὰν καὶ ἀπολέσθαι με δέῃ. 16 “πήγαινε συγκέντρωσε τους Ιουδαίους, που ευρίσκονται εις τα Σούσα. Νηστεύσατε προς χάριν μου, χωρίς να φάτε και χωρίς να πιήτε επί τρία ημερονύκτια. Εντελώς δε νηστικαί κατά τας τρεις αυτάς ημέρας θα μείνωμεν και εγώ και αι δούλαι μου. Επειτα δε θα εισέλθω προς τον βασιλέα, παραβαίνουσα τον σχετικόν νόμον, έστω και αν πρόκειται να αποθάνω”. 16 «Πήγαινε καὶ σύναξε τὴν συνέλευσιν ὅλων τῶν ἐν Σούσοις Ἰουδαίων. Καὶ νηστεύσατε δι’ ἐμὲ καὶ μὴ φάγητε οὔτε νὰ πίετε ἐπὶ ἡμέρας τρεῖς, νύκτα καὶ ἡμέραν. Καὶ ἐγὼ δὲ καὶ αἱ ὑπηρέτριαί μου θὰ παραμείνωμεν ἄσιτοι. Καὶ τότε θὰ εἰσέλθω πρὸς τὸν βασιλέα παραβαίνουσα τὸν νόμον, καὶ ἐὰν ἀκόμη παραστῇ ἀνάγκη νὰ θανατωθῶ».
17 Καὶ βαδίσας Μαρδοχαῖος ἐποίησεν ὅσα ἐνετείλατο αὐτῷ ᾿Εσθήρ. 17α καὶ ἐδεήθη Κυρίου μνημονεύων πάντα τὰ ἔργα Κυρίου καὶ εἶπε· 17β Κύριε Κύριε, βασιλεῦ πάντων κρατῶν, ὅτι ἐν ἐξουσίᾳ σου τὸ πᾶν ἐστι, καὶ οὐκ ἔστιν ὁ ἀντιδοξῶν σοι ἐν τῷ θέλειν σε σῶσαι τὸν ᾿Ισραήλ· 17γ ὅτι σὺ ἐποίησας τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν καὶ πᾶν θαυμαζόμενον ἐν τῇ ὑπ᾿ οὐρανὸν καὶ Κύριος εἶ πάντων, καὶ οὐκ ἔστιν ὃς ἀντιτάξεταί σοι τῷ Κυρίῳ. 17δ σὺ πάντα γινώσκεις· σὺ οἶδας, Κύριε, ὅτι οὐκ ἐν ὕβρει οὐδὲ ἐν ὑπερηφανίᾳ οὐδὲ ἐν φιλοδοξίᾳ ἐποίησα τοῦτο, τὸ μὴ προσκυνεῖν τὸν ὑπερήφανον ᾿Αμάν, ὅτι ηὐδόκουν φιλεῖν πέλματα ποδῶν αὐτοῦ πρὸς σωτηρίαν ᾿Ισραήλ· 17ε ἀλλ᾿ ἐποίησα τοῦτο, ἵνα μὴ θῶ δόξαν ἀνθρώπου ὑπεράνω δόξης Θεοῦ, καὶ οὐ προσκυνήσω οὐδένα, πλὴν σοῦ τοῦ Κυρίου μου καὶ οὐ ποιήσω αὐτὰ ἐν ὑπερηφανίᾳ. 17ζ καὶ νῦν, Κύριε ὁ Θεός, ὁ βασιλεύς, ὁ Θεὸς ῾Αβραάμ, φεῖσαι τοῦ λαοῦ σου, ὅτι ἐπιβλέπουσιν ἡμῖν εἰς καταφθορὰν καὶ ἐπεθύμησαν ἀπολέσαι τὴν ἐξ ἀρχῆς κληρονομίαν σου· 17η μὴ ὑπερίδῃς τὴν μερίδα σου, ἣν σεαυτῷ ἐλυτρώσω ἐκ γῆς Αἰγύπτου· 17θ ἐπάκουσον τῆς δεήσεώς μου καὶ ἱλάσθητι τῷ κλήρῳ σου καὶ στρέψον τὸ πένθος ἡμῶν εἰς εὐωχίαν, ἵνα ζῶντες ὑμνῶμέν σου τὸ ὄνομα, Κύριε, καὶ μὴ ἀφανίσῃς στόμα αἰνούντων σε, Κύριε. 17ι καὶ πᾶς ᾿Ισραὴλ ἐκέκραξεν ἐξ ἰσχύος αὐτῶν, ὅτι θάνατος αὐτῶν ἐν ὀφθαλμοῖς αὐτῶν. 17κ Καὶ ᾿Εσθὴρ ἡ βασίλισσα κατέφυγεν ἐπὶ τὸν Κύριον ἐν ἀγῶνι θανάτου κατειλημμένη, καὶ ἀφελομένη τὰ ἱμάτια τῆς δόξης αὐτῆς ἐνεδύσατο ἱμάτια στενοχωρίας καὶ πένθους, καὶ ἀντὶ τῶν ὑπερηφάνων ἡδυσμάτων, σποδοῦ καὶ κοπριῶν ἐνέπλησε τὴν κεφαλὴν αὐτῆς καὶ τὸ σῶμα αὐτῆς ἐταπείνωσε σφόδρα καὶ πάντα τόπον κόσμου ἀγαλλιάματος αὐτῆς ἔπλησε στρεπτῶν τριχῶν αὐτῆς καὶ ἐδεῖτο Κυρίου Θεοῦ ᾿Ισραήλ, καὶ εἶπε· 17λ Κύριέ μου, βασιλεὺς ἡμῶν σὺ εἶ μόνος· βοήθησόν μοι τῇ μόνῃ καὶ μὴ ἐχούσῃ βοηθὸν εἰ μὴ σέ, ὅτι κίνδυνός μου ἐν χειρί μου. 17μ ἐγὼ ἤκουον ἐκ γενετῆς μου ἐν φυλῇ πατριᾶς μου ὅτι σύ, Κύριε, ἔλαβες τὸν ᾿Ισραὴλ ἐκ πάντων τῶν ἐθνῶν καὶ τοὺς πατέρας ἡμῶν ἐκ πάντων τῶν προγόνων αὐτῶν εἰς κληρονομίαν αἰώνιον καὶ ἐποίησας αὐτοῖς ὅσα ἐλάλησας. 17ν καὶ νῦν ἡμάρτομεν ἐνώπιόν σου, καὶ παρέδωκας ἡμᾶς εἰς χεῖρας τῶν ἐχθρῶν ἡμῶν, ἀνθ᾿ ὧν ἐδοξάσαμεν τοὺς θεοὺς αὐτῶν· δίκαιος εἶ, Κύριε. 17ξ καὶ νῦν οὐκ ἱκανώθησαν ἐν πικρασμῷ δουλείας ἡμῶν, ἀλλ᾿ ἔθηκαν τὰς χεῖρας αὐτῶν ἐπὶ τὰς χεῖρας τῶν εἰδώλων αὐτῶν ἐξάραι ὁρισμὸν στόματός σου καὶ ἀφανίσαι κληρονομίαν σου καὶ ἐμφράξαι στόμα αἰνούντων σοι καὶ σβέσαι δόξαν οἴκου σου καὶ θυσιαστηρίου σου, 17ο καὶ ἀνοῖξαι στόμα ἐθνῶν εἰς ἀρετὰς ματαίων καὶ θαυμασθῆναι βασιλέα σάρκινον εἰς αἰῶνα. 17π μὴ παραδῷς, Κύριε, τὸ σκῆπτρόν σου τοῖς μὴ οὖσι, καὶ μὴ καταγελασάτωσαν ἐν τῇ πτώσει ἡμῶν, ἀλλὰ στρέψον τὴν βουλὴν αὐτῶν ἐπ᾿ αὐτούς, τὸν δὲ ἀρξάμενον ἐφ᾿ ἡμᾶς παραδειγμάτισον. 17ρ μνήσθητι, Κύριε, γνώσθητι ἐν καιρῷ θλίψεως ἡμῶν καὶ ἐμὲ θάρσυνον, βασιλεῦ τῶν θεῶν καὶ πάσης ἀρχῆς ἐπικρατῶν· 17σ δὸς λόγον εὔρυθμον εἰς τὸ στόμα μου ἐνώπιον τοῦ λέοντος καὶ μετάθες τὴν καρδίαν αὐτοῦ εἰς μῖσος τοῦ πολεμοῦντος ἡμᾶς εἰς συντέλειαν αὐτοῦ καὶ τῶν ὁμονούντων αὐτῶ· 17τ ἡμᾶς δὲ ρῦσαι ἐν χειρί σου καὶ βοήθησόν μοι τῇ μόνῃ καὶ μὴ ἐχούσῃ εἰς μὴ σέ, Κύριε· 17υ πάντων γνῶσιν ἔχεις καὶ οἶδας ὅτι ἐμίσησα δόξαν ἀνόμων καὶ βδελύσσομαι κοίτην ἀπεριτμήτων καὶ παντὸς ἀλλοτρίου. 17φ σὺ οἶδας τὴν ἀνάγκην μου, ὅτι βδελύσσομαι τὸ σημεῖον τῆς ὑπερηφανίας μου, ὅ ἐστιν ἐπὶ τῆς κεφαλῆς μου ἐν ἡμέραις ὀπτασίας μου· βδελύσσομαι αὐτὸ ὡς ράκος καταμηνίων καὶ οὐ φορῶ αὐτὸ ἐν ἡμέραις ἡσυχίας μου. 17χ καὶ οὐκ ἔφαγεν ἡ δούλη σου τράπεζαν ᾿Αμὰν καὶ οὐκ ἐδόξασα συμπόσιον βασιλέως, οὐδὲ ἔπιον οἶνον σπονδῶν· 17ψ καὶ οὐκ ηὐφράνθη ἡ δούλη σου ἀφ᾿ ἡμέρας μεταβολῆς μου μέχρι νῦν, πλὴν ἐπὶ σοί, Κύριε, ὁ Θεὸς ῾Αβραάμ. 17ω ὁ Θεὸς ὁ ἰσχύων ἐπὶ πάντας, εἰσάκουσον φωνὴν ἀπηλπισμένων καὶ ρῦσαι ἡμᾶς ἐκ χειρὸς τῶν πονηρευομένων, καὶ ρῦσαί με ἐκ τοῦ φόβου μου. 17 Ο Μαρδοχαίος ανεχώρησε και έκαμε, όπως του είχε δώσει εντολήν η Εσθήρ. 17α Είχεν στον νουν και την καρδίαν του όλα τα έργα του Κυρίου, προσηυχήθη δε και είπε· 17β “Κυριε, Κυριε, παντοκράτωρ βασιλεύ, τα πάντα είναι υπό την εξουσίαν σου υποτεταγμένα και κανείς δεν υπάρχει, που να δυνηθή να φέρη εμπόδιον εις σέ, αν συ θα θελήσης να σώσης τον ισραηλιτικόν λαόν. 17γ Διότι συ, Κυριε, ως παντοδύναμος που είσαι, εδημιούργησες τον ουρανόν και την γην, κάθε τι ωραίον και αξιοθαύμαστον που υπάρχει από τον ουρανόν. Είσαι ο Κυριος όλων και δεν υπάρχει κανείς, ο οποίος θα αντιταχθή εις σέ, τον Κυριον. 17δ Συ, Κυριε, γνωρίζεις τα πάντα. Συ, Κυριε, γνωρίζεις πολύ καλά, ότι εάν εγώ δεν προσκυνώ τον υπερήφανον Αμάν, δεν το πράττω από αλαζονείαν, ούτε από υπερηφάνειαν, ούτε από φιλοδοξίαν. Αλλά προκειμένου να σώσω τους Ισραηλίτας, είμαι έτοιμος να φιλήσω και τα πέλματα των ποδών του Αμάν. 17ε Αλλά έπραξα τούτο, δια να μη βάλω την δόξαν ανθρώπου υπεράνω από την δόξαν σου του Θεού. Κανένα δεν θα προσκυνήσω πλην σου του Κυρίου μου. Ταύτα δε οχι από υπερηφάνειαν. 17ζ Και τώρα, Κυριε ο Θεός μου και ο βασιλεύς μου, ο Θεός του Αβραάμ, λυπήσου τον λαόν σου, διότι οι εχθροί έχουν στρέψει κακούργα τα βλέμματά των εναντίον μας, δια να μας εξολοθρεύσουν. Φλέγονται από την πονηράν επιθυμίαν να καταστρέψουν την από αρχαιοτάτων χρόνων ιδικήν σου κληρονομίαν. 17η Μη, λοιπόν, αποστρέψης με αδιαφορίαν το βλέμμα σου από τον λαόν σου, τον οποίον συ, δια να είναι λαός σου, τον εγλύτωσες από την δουλείαν της χώρας Αιγύπτου. 17θ Ακουσε την προσευχήν μου και λυπήσου την κληρονομίαν σου. Μετάβαλε το πένθος μας εις συμπόσιον χαράς, δια να ζώμεν και να δοξολογούμεν το όνομά σου, Κυριε. Μη επιτρέψης να εξαφανισθή το στόμα των ανθρώπων, οι οποίοι σε δοξολογούν”. 17ι Και όλοι οι Ισραηλίται έκραξαν προσευχόμενοι προς τον Θεόν, με όλην των την δύναμιν, διότι ο θάνατος ευρίσκετο πλέον εμπρός εις τα μάτια των. 17κ Και αυτή η βασίλισσα Εσθήρ, κυριευμένη από την αγωνίαν του θανάτου, κατέφυγε δια της προσευχής προς τον Κυριον. Αφήρεσε τα λαμπρά της ενδύματα, εφόρεσεν άλλα δηλωτικά της στενοχωρίας και του πένθους. Αντί δε από τα πανάκριβα αρώματά της, εγέμισε το κεφάλι και το σώμα της από στάκτην και κοπρίαν, εσκληραγώγησε πάρα πολύ το σώμα της και με τας μαδημένος τρίχας της κεφαλής της εκαλύφθη εκεί, που άλλοτε υπήρχον τα κοσμήματα της χαράς της. Και παρεκάλει Κυριον τον Θεόν με θέρμην και είπε· 17λ “Κυριέ μου, συ είσαι ο μόνος και αληθινός βασιλεύς μας. Βοήθησε εμέ την μόνην, η οποία δεν έχω στον κόσμον αυτόν άλλον βοηθόν, ει μη μόνον σέ, διότι ο κίνδυνος του θανάτου ευρίσκεται μτροστά μου. 17μ Εγώ από της γεννήσεώς μου και εντεύθεν ήκουον από ανθρώπους της φυλής μου, ότι συ, Κυριε, επήρες τον ισραηλιτικόν λαόν από όλα τα έθνη και εδιάλεξες τους πατέρας ημών από τους προπάτοράς των, δια να είναι αιωνία ιδική σου κληρονομία. Εξεπλήρωσες όλα όσα είχες υποσχεθή εις αυτούς. 17ν Και τώρα, Κυριε, ομολογούμεν ότι ημαρτήσαμεν ενώπιόν σου, δια τούτο και επέτρεψες να παραδοθώμεν εις τας χείρας των εχθρών μας, επειδή ελατρεύσαμεν τους θεούς αυτών, αντί σου του αληθινού Θεού. Δικαιος είσαι, Κυριε. 17ξ Αλλ' ιδού, Κυριε, ότι αυτοί οι εχθροί μας δεν έμειναν ικανοποιημένοι από τας πικρίας της σκλαβιάς μας, αλλά άπλωσαν τα χέρια των και ωρκίσθησαν εις τα είδωλά των να εξαφανίσουν κάθε εντολήν, που εβγήκεν από το στόμα σου, να καταστρέψουν την κληρονομίαν σου, και έτσι να βουλώσουν τα στόματα εκείνων, οι οποίοι σε δοξολογούν, και να σβήσουν την μεγαλοπρέπειαν του ναού σου και του αγίου σου θυσιαστηρίου. 17ο Ακόμη δε ωρκίσθησαν να ανοίξουν τα στόματα των ειδωλολατρών, δια να επαινούν τα μάταια είδωλά των και να καταστήσουν αξίους θαυμασμού και λατρείας στον αιώνα βασιλείς σαρκίνους. 17π Μη παραδώσης, Κυριε, το σκήπτρον σου εις ανθρώπους αναξίους και μηδαμινούς, και μη επιτρέψης να γίνωμεν καταγέλαστοι με την καταστροφήν μας, αλλά συ με την παντοδυναμίαν σου μετάβαλε την βουλήν των εναντίον αυτών των ιδίων και τιμώρησε κατά τρόπον παραδειγματικόν εκείνον, που πρώτος ήρχισε τον εξοντωτικόν εναντίον μας διωγμόν 17ρ Μνήσθητί μας, Κυριε, κάμε ώστε να σε γνωρίσωμεν και να σε αισθανθώμεν στον καιρόν αυτόν της θλίψεώς μας. Δώσε και εις εμέ θάρρος, συ, ο βασιλεύς των Θεών και κύριος πάσης εξουσίας. 17σ Λογον σοφόν και πειστικόν βάλε στο στόμα μου ενώπιον του λέοντος, του βασιλέως. Μετάβαλε την καρδίαν αυτού, ώστε να μισήση εκείνον, ο οποίος μας πολεμεί, και να διατάξη την εκτέλεσιν αυτού και των ομοφρόνων του. 17τ Ημάς δε γλύτωσέ μας με την παντοδύναμον δεξιάν σου. Βοήθησε εμέ, η οποία είμαι μόνη και δεν έχω κανένα άλλον παρά μόνον σέ, Κυριε. 17υ Είσαι παντογνώστης και γνωρίζεις ότι εγώ εμίσησα την δόξαν των παρανόμων ανδρών και αποστρέφομαι με αηδίαν την κλίνην των απεριτμήτων και παντός αλλοεθνούς. 17φ Συ είσαι παντογνώστης και γνωρίζεις πολύ καλά την ανάγκην, υπό την οποίαν ευρίσκομαι, και ότι αποστρέφομαι με αηδίαν τα σημεία αυτά της δόξης μου και το διάδημα, το οποίον υπάρχει επάνω εις την κεφαλήν μου, όταν αναγκάζωμαι να εμφανίζωμαι δημοσία. Το αηδιάζω σαν ράκος γυναικείων καταμηνίων. Και κατά τας ημέρας της ησυχίας μου, που είμαι μόνη, δεν το φορώ. 17χ Γνωρίζεις ότι η δούλη σου δεν έφαγε ποτέ από την τράπεζαν του Αμάν και δεν ετίμησε το συμπόσιον του βασιλέως, ούτε έπιε ποτέ οίνον από τας σπονδάς του. 17ψ Η δούλη σου ποτέ δεν εγνώρισε χαράν και ευφροσύνην από την ημέραν, που ήλλαξε την στολήν της, όταν έγινε βασίλισσα, μέχρις αυτής της στιγμής. Παρά μόνον χαίρω εις σέ, Κυριε, Θεέ του Αβραάμ. 17ω Συ ο Θεός ο έχων ακατανίκητον δύναμιν και κυριαρχών επάνω εις όλους, άκουσε την φωνήν ημών των απηλπισμένων δούλων σου και γλύτωσέ μας από τα χέρια των πονηρών ανθρώπων. Απάλλαξε δε και εμέ από τον φόβον, που με συνέχει”. 17 Καὶ σπεύσας ὁ Μαρδοχαῖος ἔκαμεν ὅσα παρήγγειλεν εἰς αὐτὸν ἡ Ἐσθήρ. 17α Καὶ παρεκάλεσε τὸν Κύριον ἐνθυμούμενος ὅλα τὰ θαυμαστὰ ἔργα τοῦ Κυρίου καὶ εἶπε: 17β «Κύριε, Κύριε, βασιλεῦ, ὁ ὁποῖος ἐκτείνεις τὸ κράτος Σου καὶ κυριαρχεῖς ἐπὶ πάντων, διότι τὸ πᾶν εἶναι εἰς τὴν ἐξουσίαν σου, καὶ δὲν ὑπάρχει κανεὶς ποὺ νὰ δύναται νὰ ἐπιβάλῃ ἀντίθετον ἀπόφασιν καὶ γνώμην πρὸς Σέ, ὅταν θέλῃς νὰ σώσῃς τὸν Ἰσραήλ. 17γ Διότι σὺ ἐποίησες τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν καὶ κάθε τι, ποὺ θαυμάζεται εἰς τὴν ὑπὸ τὸν οὐρανὸν ὑπάρχουσαν γῆν καὶ εἶσαι Κύριος πάντων, καὶ δὲν ὑπάρχει κανεὶς δυνάμενος νὰ ἀντιταχθῇ εἰς Σέ, τὸν Κύριον. 17δ Σὺ γνωρίζεις ὅλα· Σύ, Κύριε, γνωρίζεις, ὅτι οὐχὶ ὑβριστικῶς, οὔτε μὲ ὑπερηφάνειαν, διότι δηλαδὴ ἐδυσκολευόμην νὰ ταπεινωθῶ, οὔτε μὲ φιλοδοξίαν, ἐπειδὴ δῆθεν ἐπεθύμουν νὰ ἐπιδειχθῶ εἰς τοὺς ἄλλους αὐλικούς, ἔπραξα αὐτο, τὸ νὰ μὴ προσκυνῶ δηλαδὴ τὸν ὑπερήφανον Ἀμὰν διότι λίαν εὐχαρίστως θὰ ἐδεχόμην νὰ φιλῶ τὰ πέλματα τῶν ποδιῶν του διὰ τὴν σωτηρίαν τοῦ Ἰσραήλ. 17ε Ἀλλ’ ἔπραξα τοῦτο διὰ νὰ μὴ θέσω δόξαν ἀνθρώπου παραπάνω ἀπὸ τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ· καὶ δὲν θὰ προσκυνήσω κανένα ἄλλον ἐκτὸς ἀπὸ Σέ, τὸν Κύριόν μου· καὶ δὲν θὰ κάμω καὶ εἰς τὸ μέλλον αὐτὰ μὲ ὑπερηφάνειαν καὶ ἀλαζονείαν. 17ζ Καὶ τώρα, Κύριε ὁ Θεός, σὺ ὁ μόνος βασιλεύς, ὁ Θεὸς τοῦ γενάρχου μας Ἀβραάμ, λυπήσου τὸν λαόν σου, διότι μᾶς κυττάζουν μὲ ἄγριο μάτι διὰ νὰ μᾶς καταφθείρουν καὶ ἐπεθύμησαν νὰ ἐξοντώσουν τὸν λαόν, ποὺ ὡς διὰ κλήρου ἐξεχώρισες ἐξ ἀρχῆς τῆς συστάσεώς του νὰ εἶναι ἰδιοκτησία σου· 17η μὴ περιφρονήσῃς τὸ μερίδιόν σου, τὸ ὁποῖον μεταξὺ ὅλων τῶν λαῶν ἐδιάλεξες ἀπὸ τὴν χώραν τῆς Αἰγύπτου. 17θ Ἐπάκουσον τὴν δέησίν μου καὶ φανοῦ ἵλεως εἰς τὸν κλῆρον σου καὶ στρέψε τὸ πένθος μας εἰς ἄμετρον χαράν, ἵνα ζῶντες ὑμνῶμεν τὸ ὄνομά Σου, Κύριε, καὶ μὴ ἐπιτρέψῃς νὰ ἀφανισθῇ τὸ στόμα αὐτῶν ποὺ σὲ ὑμνοῦν, Κύριε». 17ι Καὶ ὅλος ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαὸς ἐφώναξε μὲ ὅλην τὴν δύναμίν των, διότι ὁ θάνατός των ἦτο ἐμπρὸς εἰς τὰ μάτια των. 17κ Καὶ ἡ βασίλισσα Ἐσθὴρ κατέφυγεν εἰς τὸν Κύριον κυριευμένη ἀπὸ ἀγωνίαν ἐκ τοῦ ἐπαπειλουμένου θανάτου. Καὶ ἀφοῦ ἀπέβαλε τὰ μεγαλοπρεπῆ ἐνδύματά της, ἐνεδύθη ἐνδύματα στενοχωρίας καὶ πένθους καὶ ἀντὶ τῶν σπανίων καὶ πολυτελῶν ἀρωμάτων, μὲ τὰ ὁποῖα ἤλειφε τὴν κεφαλήν της, τὴν ἐγέμισε μὲ στάκτην καὶ ἀκαθαρσίας καὶ ἐταπείνωσε τὸ σῶμα της πολὺ δι’ αὐστηρὰς νηστείας καὶ κάθε τόπον, ὅπου μὲ εὐχαρίστησιν πολλὴν ἔμβαινε προτήτερα διὰ νὰ στολίζεται, τὸν ἐγέμισε μὲ τὰς κατσαρὰς τρίχας της, ποὺ ὑπὸ τὸ κράτος τῆς θλίψεως ἀπέσπα ἀπὸ τὴν κόμην της. Καὶ παρεκάλει Κύριον τὸν Θεὸν τοῦ Ἰσραὴλ καὶ εἶπε: 17λ «Κύριέ μου· Σὺ εἶσαι ὁ μόνος βασιλεὺς ἠμῶν· βοήθησέ με τὴν μόνην καὶ μὴ ἔχουσαν ἄλλον βοηθὸν ἐκτὸς σοῦ, διότι ὁ κίνδυνος τῆς ζωῆς μου εἶναι εἰς τὰ χέρια μου καὶ τὸν πιάνω. 17μ Ἐγὼ ἤκουα ἀπὸ τῆς ἐποχῆς τῆς γεννήσεώς μου εἰς τὴν φυλὴν τῆς οἰκογενείας μου, ὅτι Σύ, Κύριε, ἐξέλεξες καὶ ἐπῆρες τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαὸν ἀπὸ ὅλα τὰ ἔθνη καὶ τοὺς πατέρας μας μεταξὺ ὅλων τῶν προγόνων των διὰ νὰ εἶναι κληρονομία σου καὶ κτῆμα σου παντοτινὸν καὶ αἰώνιον. Καὶ ἔκαμες εἰς αὐτοὺς ὅσα ἐλάλησας καὶ ὑπεσχέθης. 17ν Καὶ τώρα ἡμαρτήσαμεν ἐνώπιόν Σου καὶ μᾶς παρέδωκες δι’ αὐτὸ εἰς χεῖρας τῶν ἐχθρῶν μας, τιμωρῶν ἡμᾶς διότι ἐδοξάσαμεν καὶ ἐλατρεύσαμεν τοὺς θεούς των· δίκαιος εἶσαι, Κύριε. 17ξ Καὶ τώρα δὲν ἰκανοποιήθησαν μὲ τὴν πικρίαν καὶ τὰ ἄλλα δεινὰ τῆς δουλείας μας, ἀλλ' ἔθεσαν τὰς χεῖρας των ἐπὶ τῶν χειρῶν τῶν εἰδώλων των, συμφωνοῦντες καὶ συνάπτοντες συνθήκην μὲ τοὺς ψευδεῖς θεούς των νὰ ματαιώσουν τὰ ὅσα περὶ τοῦ λαοῦ Σου ὥρισε καὶ ὑπεσχέθη τὸ στόμα Σου καὶ νὰ ἑξαφανίσουν τὴν κληρονομίαν Σου καὶ νὰ φράξουν διαπαντὸς τὸ στόμα αὐτῶν, οἱ ὁποῖοι Σὲ ὑμνοῦν, καὶ νὰ ἑξαλείψουν τὴν δόξαν καὶ μεγαλοπρέπειαν τοῦ ναοῦ Σου καὶ τοῦ θυσιαστηρίου Σου, 17ο καὶ νὰ ἀνοίξουν τὸ στόμα τῶν εἰδωλολατρῶν διὰ νὰ ἀνυμνοῦν τὰ μάταια εἴδωλα καὶ διὰ νὰ θαυμασθῇ εἰς τὸν αἰῶνα βασιλεὺς θνητὸς καὶ φέρων σάρκα. 17π Μὴ παραδώσης, Κύριε, τὸν λαόν Σου, ποὺ ἐκπροσωπεῖ τὴν ἐπὶ γῆς πνευματικὴν βασιλείαν Σου, εἰς τοὺς ψευδοθεούς, οἱ ὁποῖοι δὲν εἶναι τίποτε· καὶ ἂς μὴ χαροῦν καὶ καταγελάσουν μὲ τὴν πτῶσιν μας, ἀλλὰ στρέψε τὸ φονικὸν σχέδιον καὶ τὴν ἐπίβουλον ἀπόφασίν τους ἐπάνω τους, αὐτὸν δέ, ποὺ ἤρχισε νὰ μᾶς ἀδικῇ καὶ νὰ μᾶς ἑξαφανίσῃ, τιμώρησέ τον παραδειγματικῶς. 17ρ Μὴ μᾶς ξεχνᾷς, ἀλλ’ ἐνθυμήσου μας, Κύριε· καὶ κατάστησε τὸν ἑαυτόν Σου γνωστὸν δι' αἰσθητὴς ἐπεμβάσεώς σου κατὰ τὸν καιρὸν τῆς θλίψεως μας καὶ δός μου θάρρος, βασιλεῦ πάντων τῶν ὁπωσδήποτε ὀνομαζομένων θεῶν καὶ κυρίαρχε πάσης ἀρχῆς· 17σ δῶσε λόγον ἐλκυστικὸν καὶ πειστικὸν εἰς τὸ στόμα μου ἐνώπιον τοῦ ὡς ἅλλου λέοντος φοβεροῦ καὶ δυνατοῦ βασιλέως καὶ μετάθεσε τὴν καρδίαν του εἰς μῖσος κατὰ τοῦ Ἀμάν, ὁ ὁποῖος μᾶς πολεμεῖ, ὥστε νὰ καταστραφῇ αὐτὸς καὶ ὅσοι ὁμονοοῦν μὲ αὐτόν· 17τ ἡμᾶς ὅμως γλύτωσε ἀπὸ τὸν φοβερὸν κίνδυνον διὰ θαυμαστῆς ἐπεμβάσεως τῆς χειρός Σου καὶ εἰδικῶς διὰ τὴν ἐπικειμένην περίστασιν βοήθησέ με τὴν μόνην καὶ μὴ ἔχουσαν ἄλλον παρὰ μόνον Σέ, Κύριε. 17υ Ἔχεις γνῶσιν ὅλων ὡς παγγνώστης· καὶ γνωρίζεις ὅτι ἐμίσησα τὴν δόξαν, ποὺ μοῦ ἀποδίδουν διὰ τὸ βασιλικόν μου ἀξίωμα οἱ εἰδωλολάτραι ποὺ δὲν γνωρίζουν καὶ δὲν φυλάττουν τὸν νόμον Σου. Καὶ μισῶ καὶ σιχαίνομαι τὴν συγκοίμησιν μὲ ἀπεριτμήτους καὶ μὲ κάθε ξένον καὶ μὴ ἀνήκοντα εἰς τὸν λαόν Σου. 17φ Σὺ γνωρίζεις τὴν ἀνάγκην, ἡ ὁποία μὲ ἀνεβίβασε καὶ μὲ κρατεῖ ἐπὶ τοῦ θρόνου, διότι σιχαίνομαι τὸ σημεῖον τῆς ὑπερηφάνου δόξης μου, τὸ ὁποῖον εἶναι ἐπὶ τῆς κεφαλῆς μου κατὰ τὰς ἡμέρας τῆς ἐμφανίσεώς μου καὶ δημοσίας παραστάσεώς μου· τὸ σιχαίνομαι σὰν κουρέλι ἀκάθαρτον ἐμμήνων καὶ δὲν τὸ φορῶ κατὰ τὰς ἡμέρας τῆς ἡσυχίας μου εἰς τὰ ἰδιαίτερα διαμερίσματά μου. 17χ Καὶ δὲν ἔφαγεν ἡ δούλη σου εἰς τράπεζαν τοῦ εἰδωλολάτρου Ἀμὰν καὶ δὲν ἐθεώρησα ὡς δόξαν καὶ τιμὴν νὰ λαμβάνω μέρος εἰς συμπόσιον τοῦ βασιλέως, οὔτε ἔπιον οἶνον, ποὺ ἐχύθη ὡς θυσία σπονδῶν εἰς εἴδωλα. 17ψ Καὶ δὲν ηὐφράνθη ἡ δούλη Σου ἀπὸ τὴν ἡμέραν τῆς μεταβολῆς μου, ἡ ὁποία μὲ ἀνεβίβασεν εἰς τὸν θρόνον, μέχρι τώρα, ἐκτὸς μόνον διὰ Σέ, Κύριε, ὁ Θεὸς τοῦ Ἀβραάμ, ὅταν δηλαδὴ ἠρχόμην εἰς ἐπικοινωνίαν μετὰ Σοῦ καὶ ἐκραταιοῦτο ἡ ἐπὶ Σοῦ ἐλπίς μου. 17ω Ὁ Θεός, Σὺ ὁ Ὁποῖος ἰσχύεις ἐφ’ ὅλων, εἰσάκουσον τὴν φωνὴν τῶν ἀπηλπισμένων καὶ γλύτωσέ μας ἀπὸ τὴν δύναμιν αὐτῶν, οἱ ὁποῖοι σχεδιάζουν πονηρὰ εἰς βάρος μας, ἐλευθέρωσε δὲ καὶ έμὲ ἀπὸ τὸν φόβον μου».