Παρασκευή, 19 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:45
Δύση: 20:05
Σελ. 11 ημ.
110-256
16ος χρόνος, 5907η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΤΩΒΙΤ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 (Β)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΟΤΕ δὲ κατῆλθον εἰς τὸν οἶκόν μου καὶ ἀπεδόθη μοι ῎Αννα ἡ γυνή μου, καὶ Τωβίας ὁ υἱός μου, ἐν τῇ πεντηκοστῇ ἑορτῇ, ἥ ἐστιν ἁγία ἑπτὰ ἑβδομάδων, ἐγενήθη ἄριστον καλόν μοι, καὶ ἀνέπεσα τοῦ φαγεῖν. 1 Οταν επανήλθα στο σπίτι μου, μου απεδόθη η σύζυγός μου η Αννα και ο υιός μου ο Τωβίας. Κατά την εορτήν της Πεντηκοστής, εορτήν που γίνεται επτά εβδομάδας μετά το Πασχα, παρεκαθήσαμεν εις ένα πλούσιον γεύμα. Ανεκλίθην εις την χαμηλήν κλίνην, δια να φάγω. 1 Όταν λοιπὸν ἐπέστρεψα εἰς τὸ σπίτι μου, εἰς τὴν Νινευῆ, εἶχα κοντά μου καὶ πάλιν τὴν σύζυγόν μου Ἄνναν καὶ τὸν υἱόν μου Τωβίαν. Ὅταν δὲ ἦλθεν ἡ ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τῆς Πεντηκοστῆς, ποὺ εἶναι ἁγία ἑορτὴ καὶ ἐορτάζεται ἑπτὰ ἑβδομάδας μετὰ τὸ Πάσχα, ἐτοιμάσθη εὶς τὸ σπίτι μου πλούσιον δεῖπνον καὶ ἑξάπλωσα εἰς τὸ ντιβάνι διὰ νὰ φάγω.
2 καὶ ἐθεασάμην ὄψα πολλὰ καὶ εἶπα τῷ υἱῷ μου· βάδισον καὶ ἄγαγε ὃν ἂν εὕρῃς τῶν ἀδελφῶν ἡμῶν ἐνδεῆ, ὃς μέμνηται τοῦ Κυρίου, καὶ ἰδοὺ μένω σε. 2 Παρετήρησα όμως ότι ήσαν πολλά τα παρατεθέντα φαγητά και είπα στο παιδί μου· Πηγαινε εξω και φέρε εδώ όποιον πτωχόν θα εύρης εκ των αδελφών μας των Ισραηλιτών, ο οποίος μένει πιστός στον Κυριον. Ιδού εγώ σε περιμένω. 2 Μόλις ὅμως εἶδα τόσα πολλὰ φαγητά, εἶπα εἰς τὸν υἱόν μου: Πήγαινε καὶ φέρε ἐδῶ ὁποιονδήποτε πτωχὸν συμπατριώτην μας εὕρῃς, ὁ ὁποῖος ὅμως νὰ μένῃ ἀκόμη πιστὸς εἰς τὸν Κύριόν μας. Καὶ ἐγὼ θὰ σὲ περιμένω εἰς τὸ τραπέζι, ἕως ὅτου ἐπιστρέψῃς.
3 καὶ ἐλθὼν εἶπε· πάτερ, εἷς ἐκ τοῦ γένους ἡμῶν ἐστραγγαλωμένος ἔρριπται ἐν τῇ ἀγορᾷ. 3 Ο υιός μου επέστρεψε και είπε· “Πατερ, υπάρχει ένας από το γένος μας, στραγγαλισμένος όμως και ριγμένος εις την αγοράν”. 3 Καὶ ὅταν ἐπέστρεψεν ὁ Τωβίας εἰς τὸ σπίτι, μοῦ εἶπεν: Ἕνας συμπατριώτης μας, πατέρα, εἶναι στραγγαλισμένος καὶ ἔχει πεταχθῆ εἰς τὴν ἀγοράν.
4 κἀγὼ πρὶν ἢ γεύσασθαί με, ἀναπηδήσας ἀνειλόμην αὐτὸν εἴς τι οἴκημα, ἕως οὗ ἔδυ ὁ ἥλιος. 4 Εγώ πριν αρχίσω να δοκιμάζω το φαγητόν μου, ανεπήδησα από την θέσιν μου, επήγα, τον επήρα, τον έβαλα σε κάποιο οίκημα, έως ότου εβασίλεψεν ο ήλιος. 4 Καὶ ἐγώ, μόλις τὸ ἄκουσα, ἐπετάχθηκα ἀμέσως ἀπὸ τὸ ντιβάνι, πρὶν βάλω κάτι εἰς τὸ στόμα μου· ἐπῆγα δὲ καὶ τὸν ἐσήκωσα καὶ τὸν ἔβαλα εἰς ἕνα οἴκημα, ἕως ὅτου δύσῃ ὁ ἥλιος.
5 καὶ ἐπιστρέψας ἐλουσάμην καὶ ἤσθιον τὸν ἄρτον μου ἐν λύπῃ· 5 Επέστρεψα στο σπίτι, επλύθηκα και έτρωγα το φάγητόν μου λυπημένος. 5 Καὶ ἀφοῦ ἐπέστρεψα εἰς τὸ σπίτι μου, ἐπλύθηκα, ὅπως ὥριζεν ὁ Νόμος τοῦ Κυρίου, καὶ ἔτρωγα λυπημένος τὸ φαγητόν μου.
6 καὶ ἐμνήσθην τῆς προφητείας ᾿Αμώς, καθὼς εἶπε· στραφήσονται αἱ ἑορταὶ ὑμῶν εἰς πένθος καὶ πᾶσαι αἱ εὐφροσύναι ὑμῶν εἰς θρῆνον, 6 Τοτε ενεθυμήθην την προφητείαν του Αμώς, ο οποίος είχεν είπει “αι εορταί σας θα μεταστραφούν εις πένθος και ότι όλαι αι ευφροσύναι σας θα μεταβληθούν εις θρήνον”. 6 Ἐθυμήθηκα δὲ τὴν ὥραν ἐκείνην τὴν προφητείαν τοῦ Ἀμώς, ὁ ὁποῖος εἶχε προφητεύσει: Αἱ ἑορταί σας θὰ μεταστραφοῦν εἰς πένθος καὶ κάθε χαρὰ καὶ εὐφροσύνη σας εἰς θρῆνον.
7 καὶ ἔκλαυσα. καὶ ὅτε ἔδυ ὁ ἥλιος, ᾠχόμην καὶ ὀρύξας ἔθαψα αὐτόν. 7 Εκλαυσα τότε. Οταν δε εβασιλευσεν ο ήλιος, επήγα, ήνοιξα τάφον και έθαψα εκείνον. 7 Εἶχα συγκινηθῆ δὲ τόσον πολύ, ὥστε ἔκλαυσα. Καὶ μόλις ἔδυσεν ὁ ἥλιος, ἐπῆγα καί, ἀφοῦ ἔσκαψα ἕνα λάκκον, ἔθαψα ἐκεῖ τὸν συμπατριώτην μου.
8 καὶ οἱ πλησίον ἐπεγέλων λέγοντες· οὐκ ἔτι φοβεῖται φονευθῆναι περὶ τοῦ πράγματος τούτου, καὶ ἀπέδρα, καὶ ἰδοὺ πάλιν θάπτει τοὺς νεκρούς. 8 Οι γύρω μου άνθρωποι με ενέπαιζον και έλεγαν μεταξύ των· “Παλιν δεν φοβείται, μήπως φονευθή δια το έργον αυτό που κάνει. Δια το ίδιον έργον άλλοτε εδραπέτευσε, δια να αποφύγη την καταδίκην. Και ιδού, πάλιν θάπτει τους νεκρούς”. 8 Οἱ δὲ γείτονες καὶ οἱ γνωστοὶ μὲ περιγελοῦσαν καὶ ἔλεγαν εἰς βάρος μου μεταξύ των: Ἀκόμη δὲν φοβᾶται μήπως θανατωθῇ διὰ τὸ ἔργον αὐτὸ τῆς ταφῆς! Καὶ ἐνῷ ἐδραπέτευσεν ἄλλοτε διὰ τὸ θέμα αὐτό, νά, τώρα καὶ πάλιν θάβει τοὺς νεκρούς!
9 καὶ ἐν αὐτῇ τῇ νυκτὶ ἀνέλυσα θάψας καὶ ἐκοιμήθην μεμιαμμένος παρὰ τὸν τοῖχον τῆς αὐλῆς, καὶ τὸ πρόσωπόν μου ἀκάλυπτον ἦν. 9 Κατά την νύκτα αυτήν, αφού έθαψα εκείνον, επέστρεψα στο σπίτι μου. Επειδή όμως ήμουν, σύμφωνα με τον νόμον του Μωυσέως, ακάθαρτος, δεν εισήλθον στον οίκον μου, αλλά εκοιμήθην πλησίον του τοίχου της αυλής. Το πρόσωπόν μου το είχα ακάλυπτον. 9 Κατὰ τὴν ἰδίαν λοιπὸν νύκτα ἐπέστρεψα εἰς τὴν οἰκίαν μου μετὰ τὴν ταφήν. Ἐπειδὴ ὅμως ἤμουν ἀκάθαρτος σύμφωνα μὲ τὸν Νόμον τοῦ Κυρίου, ἐφ’ ὅσον εἶχα ἐγγίσει νεκρόν, δὲν ἐκοιμήθηκα ἐκείνην τὴν νύκτα μέσα εἰς τὸ σπίτι μου. Ἐπλάγιασα δίπλα εἰς τὸν τοῖχον τῆς αὐλῆς. Ἐκοιμόμουν δὲ μὲ ἀκάλυπτον τὸ πρόσωπόν μου.
10 καὶ οὐκ ᾔδειν ὅτι στρουθία ἐν τῷ τοίχῳ ἐστί, καὶ τῶν ὀφθαλμῶν μου ἀνεῳγότων, ἀφώδευσαν τὰ στρουθία θερμὸν εἰς τοὺς ὀφθαλμούς μου, καὶ ἐγενήθη λευκώματα ἐν τοῖς ὀφθαλμοῖς μου. καὶ ἐπορεύθην πρὸς ἰατρούς, καὶ οὐκ ὠφέλησάν με· ᾿Αχιάχαρος δὲ ἔτρεφέ με, ἕως οὗ ἐπορεύθην εἰς τὴν ᾿Ελυμαΐδα. 10 Δεν εγνώριζα δε ότι στον τοίχον εκείνον υπήρχον στρουθία. Και την στιγμήν που είχα ανοίξει τα μάτια μου, τα στρουθία αφήκαν να πέση θερμή η ακαθαρσία των επάνω στους οφθαλμούς μου. Και οι οφθαλμοί μου έπαθαν λευκώματα. Επήγα στους ιατρούς, αλλά ματαίως. Τιποτε δεν με ωφέλησαν. Κατά το διάστημα της τυφλώσεώς μου με διέτρεφεν ο Αχιάχαρος, έως ότου μετέβην εις την Ελυμαΐδα. 10 Δὲν ἤξευρα ὅμως ὅτι εἰς τὸν τοῖχον αὐτὸν ὑπῆρχαν σπουργίτια. Καὶ μόλις ἄνοιξα μίαν στιγμὴν τὰ μάτιά μου, τὰ πουλιὰ ἀφώδευσαν θερμὴν τὴν ἀκαθαρσίαν των μέσα εἰς τὰ μάτια μου. Ἐξ αἰτίας αὐτοῦ παρουσιάσθηκαν λευκώματα (λευκαὶ κηλῖδες) εἰς τὰ μάτια μου. Ἐπῆγα λοιπὸν ἀμέσως εἰς τοὺς ἰατρούς, ἀλλὰ δὲν εἶδα καμμίαν ὠφέλειαν. Κατὰ τὸ χρονικὸν διάστημα τῆς τυφλώσεώς μου ἐφρόντιζε διὰ τὴν διατροφήν μου ὁ ἀνεψιός μου Ἀχιάχαρος, ἕως ὅτου ἔφυγα ἀπὸ τὴν Νινευῆ καὶ ἐπῆγα εἰς τὴν Ἐλυμαΐδα.
11 καὶ ἡ γυνή μου ῎Αννα ἠριθεύετο ἐν τοῖς γυναικείοις· 11 Η σύζυγός μου η Αννα ησχολείτο με γυναικείας εργασίας. 11 Ὅσον καιρὸν ἤμουν τυφλός, ἡ γυναῖκα μου Ἄννα ἐδούλευεν ὡς ἐργάτρια εἰς γυναικείας ἐργασίας, ὅπως ἦσαν τὸ γνέσιμο μαλλιῶν καὶ ἡ ὑφαντική.
12 καὶ ἀπέστελλε τοῖς κυρίοις, καὶ ἀπέδωκαν αὐτῇ καὶ αὐτοὶ τὸν μισθὸν προσδόντες καὶ ἔριφον. 12 Εστελλε δε και επωλούσε τα προϊόντα της εργασίας της στους εμπόρους. Εκείνοι δε της έδιδαν το αντίτιμον της εργασίας της. Καποτε της έδωσαν επί πλέον ως δώρον ένα ερίφιον. 12 Ἔστελλε δὲ τὰ προϊόντα τῆς ἐργασίας της εἰς τοὺς ἐργοδότας καὶ ἐκεῖνοι τῆς ἔδιδαν τὴν ἀνάλογον ἀμοιβήν. Κάποτε ὅμως μαζὶ μὲ τὸν μισθὸν τῆς ἔδωσαν καὶ ἕνα κατσίκι.
13 ὅτε δὲ ἦλθε πρός με, ἤρξατο κράζειν· καὶ εἶπα αὐτῇ· πόθεν τὸ ἐρίφιον; μὴ κλεψιμαῖόν ἐστιν; ἀπόδος αὐτὸ τοῖς κυρίοις· οὐ γὰρ θεμιτόν ἐστι φαγεῖν κλεψιμαῖον. 13 Οταν δε αυτή ήλθε κοντά μου, το ερίφιον ήρχισε να βελάζη. Τοτε της είπα· από που προέρχεται το ερίφιον; Μηπως είναι από κλεψιά; Να το επιστρέψης στους κυρίους του, διότι δεν επιτρέπεται να φάγωμεν κλοπιμαίον. 13 Ὅταν δὲ ἦλθε κοντά μου μὲ τὸ κατσίκι, αὐτὸ ἄρχισε νὰ βελάζῃ. Καὶ εἶπα τότε εἰς τὴν Ἄνναν: Ἀπὸ ποὺ ἐπῆρες αὐτὸ τὸ κατσίκι; Μήπως προέρχεται ἀπὸ κλοπήν; Νὰ τὸ ἐπιστρέψῃς ἀμέσως εἰς τοὺς κυρίους του. Δὲν ἐπιτρέπεται νὰ φάγωμεν τίποτε κλοπιμαῖον.
14 ἡ δὲ εἶπε· δῶρον δέδοταί μοι ἐπὶ τῷ μισθῷ. καὶ οὐκ ἐπίστευον αὐτῇ καὶ ἔλεγον ἀποδιδόναι αὐτὸ τοῖς κυρίοις καί ἠρυθρίων πρὸς αὐτήν· ἡ δὲ ἀποκριθεῖσα εἶπέ μοι· ποῦ εἰσιν αἱ ἐλεημοσύναι σου καὶ αἱ δικαιοσύναι σου; ἰδοὺ γνωστὰ πάντα μετὰ σοῦ. 14 Εκείνη είπε· “Είναι δώρον, το οποίον μου έχει δοθήεπί πλέον από τον μισθόν μου”. Δεν επίστευα όμως εις αυτήν και της έλεγα να το επιστρέψη στους κυρίους του. Είχα δε κοκκινίσει από τα μαλλώματα προς την σύζυγόν μου. Και εκείνη πικραμμένη από τας υποψίας μου απεκρίθη και μου είπε· “που είναι αι ελεημοσύναι σου και αι άλλαι δίκαιαι πράξεις σου; Ιδού, και συ και τα έργα σου είναι γνωστά”. 14 Ἡ δὲ σύζυγός μου μοῦ εἶπε: Μοῦ ἐδόθη ὡς δῶρον ἐπὶ πλέον τοῦ μισθοῦ μου. Ἐγὼ ὅμως δὲν τὴν ἐπίστευσα καὶ ἔλεγα καὶ ἐπανελάμβανα νὰ ἐπιστρέψῃ τὸ κατσίκι εἰς τοὺς κυρίους του. Ἤμουν μάλιστα κατακόκκινος καὶ ἐφαινόμουν θυμωμένος ἀπέναντί της. Καὶ ἐκείνη ἀπεκρίθη καὶ μοῦ εἶπε μὲ πικρίαν: Ποὺ εἶναι λοιπὸν αἱ ἐλεημοσύναι σου καὶ τὰ ἔργα τῆς ἀρετῆς σου; Νά, φαίνονται πολὺ καλὰ τώρα ὅλα, ὅσα ἔκαμες! Καταλαβαίνει κανεὶς ποιὸν εἶσαι!