Πέμπτη, 18 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:46
Δύση: 20:04
Σελ. 10 ημ.
109-257
16ος χρόνος, 5906η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΤΩΒΙΤ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14 (ΙΔ)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΑΙ ἐπαύσατο ἐξομολογούμενος Τωβίτ. 1 Τωβίας επεράτωσε τον ύμνον της δοξολογίας προς τον Θεόν. 1 Καὶ μὲ τὸ Ἀλληλούϊα ἐτελείωσε τὴν δοξολογητικὴν προσευχήν του ὁ Τωβίτ.
2 καὶ ἦν ἐτῶν πεντηκονταοκτώ, ὅτε ἀπώλεσε τὰς ὄψεις, καὶ μετὰ ἔτη ὀκτὼ ἀνέβλεψε. καὶ ἐποίει ἐλεημοσύνας καὶ προσέθετο φοβεῖσθαι Κύριον τὸν Θεὸν καὶ ἐξωμολογεῖτο αὐτῷ. 2 Αυτός, όταν έχασε τους οφθαλμούς του, ήτο πεντήκοντα οκτώ ετών. Επειτα από οκτώ έτη ανέκτησε την όρασίν του. Εκαμνε ελεημοσύνας, συνείχετο δε πάντοτε από ευλαβή φόβον προς Κυριον τον Θεόν, τον οποίον και εδοξολογούσε και ευχαριστούσε. 2 Ὅταν ἔχασε τὸ φῶς του, ἦτο ἡλικίας πενῆντα ὀκτὼ ἐτῶν. Μετὰ δὲ ἀπὸ ὀκτῶ χρόνια εἶδε καὶ πάλιν τὸ φῶς τοῦ ἡλίου. Ἔκαμνε δὲ συνεχῶς ἐλεημοσύνας καὶ συνέχισε νὰ εὐλαβῆται καὶ νὰ ὑπολογίζῃ τὸν Κύριον καὶ Θεὸν καὶ νὰ Τὸν δοξολογῇ.
3 μεγάλως δὲ ἐγήρασε· καὶ ἐκάλεσε τὸν υἱὸν αὐτοῦ καὶ τοὺς υἱοὺς αὐτοῦ καὶ εἶπεν αὐτῷ· τέκνον, λάβε τοὺς υἱούς σου· ἰδοὺ γεγήρακα καὶ πρὸς τὸ ἀποτρέχειν ἐκ τοῦ ζῆν εἰμι. 3 Ηλθεν εις βαθύ γήρας. Προσεκάλεσε τότε τον υιόν του και τα παιδιά του υιού του και είπεν εις αυτόν· “τέκνον, πάρε τους υιούς σου· ιδού έχω γηράσει και προχωρώ ταχέως προς το τέρμα της ζωής. 3 Ὅταν δὲ ἔφθασεν εἰς βαθειὰ γηρατειά, ἐκάλεσε τὸν υἱόν του Τωβίαν καὶ τοὺς ἐγγονούς του καὶ εἶπεν εἰς τὸν υἱόν του: Παιδί μου, πάρε καὶ προστάτευσε τὰ παιδιά σου. Ὅπως βλέπεις, ἐγὼ ἔχω γηράσει καὶ βαδίζω γρήγορα πρὸς τὸν τάφον.
4 ἄπελθε εἰς τὴν Μηδίαν, τέκνον, ὅτι πέπεισμαι ὅσα ἐλάλησεν ᾿Ιωνᾶς ὁ προφήτης περὶ Νινευῆ, ὅτι καταστραφήσεται, ἐν δὲ τῇ Μηδίᾳ ἔσται εἰρήνη μᾶλλον ἕως καιροῦ, καὶ ὅτι οἱ ἀδελφοὶ ἡμῶν ἐν τῇ γῇ σκορπισθήσονται ἀπὸ τῆς ἀγαθῆς γῆς, καὶ ῾Ιεροσόλυμα ἔσται ἔρημος, καὶ ὁ οἶκος τοῦ Θεοῦ ἐν αὐτῇ κατακαήσεται καὶ ἔρημος ἔσται μέχρι χρόνου. 4 Πηγαινε, παιδί μου, εις την Μηδίαν, διότι έχω πεισθή ότι όσα προεφήτευσεν ο Ιωνάς ο προφήτης δια την Νινευή, είναι αληθινά και αυτή θα καταστραφή. Εις την Μηδίαν όμως θα επικρατή μάλλον ειρήνη έως ωρισμένον καιρόν. Οι αδελφοί μας Ιουδαίοι, που ευρίσκονται εις την χώραν της Ιουδαίας, θα διασκορπισθούν από την ευλογημένην εκείνην γην. Η Ιερουσαλήμ θα ερημωθή, ο ναός του Θεού, που υπάρχει εις αυτήν, θα κατακαή και θα μείνη έρημος μέχρις ωρισμένου καιρού. 4 Φύγε λοιπόν, παιδί μου, ἀπὸ τὴν Νινευῆ καὶ πήγαινε εἰς τὴν Μηδίαν, διότι εἶμαι βέβαιος ὅτι, ὅσα ἐπροφήτευσεν ὁ προφήτης Ἰωνᾶς διὰ τὴν Νινευῆ, θὰ βγοῦν ἀληθινὰ καὶ ἡ πόλις αὐτὴ θὰ καταστροφῇ. Ἀντιθέτως εἰς τὴν Μηδίαν θὰ ὑπάρξῃ περισσοτέρα εἰρήνη καὶ ἀσφάλεια δι' ἀρκετὸν χρονικὸν διάστημα. Σοῦ λέγω ἐπίσης ὅτι οἰ συμπατριῶται μας εἰς τὴν Πατρίδα μας, τὴν Ἰουδαίαν, θὰ διασκορπισθοῦν ἀπὸ τὴν εὐλογημένην ἐκείνην χώραν. Τὰ δὲ Ἱεροσόλυμα θὰ ἐρημωθοῦν καὶ ὁ Ναὸς τοῦ Θεοῦ, ποὺ εὑρίσκεται εἰς αὐτὴν τὴν πόλιν, θὰ κατακαῇ καὶ θὰ μείνῃ ἔρημος δι' ὡρισμένον καιρόν.
5 καὶ πάλιν ἐλεήσει αὐτοὺς ὁ Θεὸς καὶ ἐπιστρέψει αὐτοὺς εἰς τὴν γῆν, καὶ οἰκοδομήσουσι τὸν οἶκον, οὐχ οἷος ὁ πρότερος, ἕως πληρωθῶσι καιροὶ τοῦ αἰῶνος. καὶ μετὰ ταῦτα ἐπιστρέψουσιν ἐκ τῶν αἰχμαλωσιῶν καί οἰκοδομήσουσιν ῾Ιερουσαλὴμ ἐντίμως, καὶ ὁ οἶκος τοῦ Θεοῦ ἐν αὐτῇ οἰκοδομηθήσεται εἰς πάσας τὰς γενεὰς τοῦ αἰῶνος οἰκοδομῇ ἐνδόξῳ, καθὼς ἐλάλησαν περὶ αὐτῆς οἱ προφῆται. 5 Αλλά και πάλιν ο Θεός θα τους ελεήση, θα τους επαναφέρη εις την χώραν της Ιουδαίας και θα ανοικοδομήσουν αυτοί τον ναόν. Δεν θα είναι όμως αυτός τόσον λαμπρός, όπως ήτο ο προηγούμενος. Αυτά όλα θα πραγματοποιηθούν, έως ότου συμπληρωθούν οι ορισμένοι χρόνοι. Μετά ταύτα θα επανέλθουν από τας αιχμαλωσίας των και κατά τρόπον λαμπρόν θα ανοικοδομήσουν πάλιν τον ναόν του Θεού εις την πόλιν Ιερουσαλήμ, ώστε να μένη εις όλας τας γενεάς του αιώνος. Ετσιν ακριβώς, όπως ελάλησαν δι' αυτήν οι προφήται. 5 Ὁ Θεὸς ὅμως θὰ τοὺς εὐσπλαγχνισθῇ καὶ πάλιν καὶ θὰ τοὺς ἐπαναφέρῃ εἰς τὴν γῆν μας. Θὰ κτίσουν δὲ τὸν Ναὸν τοῦ Κυρίου, ἀλλ' ὅμως δὲν θὰ εἶναι τόσον λαμπρός, ὅπως ὁ προηγούμενος. Ὅλα αὐτὰ θὰ γίνουν, ἕως ὅτου συμπληρωθοῦν οἱ καιροί, ποὺ καθώρισεν εἰς τοὺς αἰῶνας ὁ Θεός. Μετὰ ταῦτα ὅμως θὰ ἐπιστρέφουν εἰς τὴν Πατρίδα οἱ συμπατριῶται μας, ποὺ ζοῦν αἰχμάλωτοι εἰς διαφόρους χώρας, καὶ θὰ κτίσουν τὴν Ἱερουσαλὴμ μεγαλοπρεπῶς, ὅπως πρέπει εἰς τὴν ἀξίαν της. Ὁ δὲ Ναὸς τοῦ Θεοῦ, ποὺ εὑρίσκεται εἰς αὐτήν, θὰ κτισθῇ διὰ νὰ ὑπάρχῃ εἰς ὅλας τὰς γενεᾶς αἰωνίως. Ἡ οἰκοδομὴ ἐκείνη τοῦ Ναοῦ θὰ εἶναι μεγαλοπρεπής, ὅπως ὡμίλησαν δι’ αὐτήν οἱ Προφῆται.
6 καὶ πάντα τὰ ἔθνη ἐπιστρέψουσιν ἀληθινῶς φοβεῖσθαι Κύριον τὸν Θεὸν καὶ κατορύξουσι τὰ εἴδωλα αὐτῶν, καὶ εὐλογήσουσι πάντα τὰ ἔθνη Κύριον. 6 Θα έλθη καιρός, κατά τον οποίον όλα τα ειδωλολατρικά έθνη θα επανέλθουν προς τον Θεόν, δια να λατρεύουν αυτόν κατ' αλήθειαν και θα θάψουν τα είδωλά των εις την γην. Ολα τα έθνη θα δοξολογήσουν τον Κυριον. 6 Ὅλα δὲ τὰ ἔθνη θὰ ἐπιστρέψουν μὲ εἰλικρινῆ μετάνοιαν εἰς τὸν Κύριον, ὥστε νὰ σέβωνται καὶ νὰ ὑπολογίζουν εἰς τὸ ἑξῆς τὸν ἀληθινὸν Θεόν. Θὰ κρημνίσουν μάλιστα καὶ θὰ χώσουν εἰς τὴν γῆν τὰ εἴδωλά των καὶ θὰ δοξολογοῦν ὅλα τὰ ἔθνη τὸν Κύριον.
7 καὶ ὁ λαὸς αὐτοῦ ἐξομολογήσεται τῷ Θεῷ, καὶ ὑψώσει Κύριος τὸν λαὸν αὐτοῦ, καὶ χαρήσονται πάντες οἱ ἀγαπῶντες Κύριον τὸν Θεὸν ἐν ἀληθείᾳ καὶ δικαιοσύνῃ, ποιοῦντες ἔλεος τοῖς ἀδελφοῖς ἡμῶν. 7 Τοτε ο λαός Του θα δοξολογή και θα ευχαριστή τον αληθινόν Θεόν και ο Κυριος θα αναδείξη τον λαόν αυτόν. Θα χαρούν όλοι όσοι αγαπούν Κυριον τον Θεόν με ειλικρίνειαν και δικαιοσύνην, αυτοί οι οποίοι κάμνουν ελεημοσύνας στους αδελφούς μας. 7 Καὶ ὁ ἐκλεκτὸς λαὸς Τοῦ Ἰσραὴλ θὰ ἀνυμνῇ τὸν Θεόν. Ὁ δὲ Κύριος θὰ δοξάσῃ τὸν λαόν Του. Καὶ θὰ εὐφρανθοῦν ὅλοι, ὅσοι ἀγαποῦν εἰλικρινῶς τὸν Θεὸν καὶ ζοῦν μὲ ἀρετὴν καὶ δικαιοσύνην καὶ ἐλεοῦν τοὺς ἀδελφούς μας.
8 καὶ νῦν, τέκνον, ἄπελθε ἀπὸ Νινευῆ, ὅτι πάντως ἔσται ἃ ἐλάλησεν ὁ προφήτης ᾿Ιωνᾶς. 8 Και τώρα, παιδί μου, φύγε από την Νινευή, διότι πάντως θα πραγματοποιηθούν εκείνα τα οποία προείπεν ο προφήτης Ιωνάς. 8 Καὶ τώρα, παιδί μου, σοῦ λέγω καὶ πάλιν ὅτι πρέπει να φύγῃς ἀπὸ τὴν Νινευῆ, διότι θὰ γίνουν ὁπωσδήποτε αὐτά, ποὺ ἐπροφήτευσεν ὁ προφήτης Ἰωνᾶς.
9 σὺ δὲ τήρησον τὸν νόμον καὶ τὰ προστάγματα καὶ γενοῦ φιλελεήμων καὶ δίκαιος, ἵνα σοι καλῶς ᾖ. καὶ θάψον με καλῶς καὶ τὴν μητέρα σου μετ᾿ ἐμοῦ, καὶ μηκέτι αὐλισθῆτε εἰς Νινευῆ. 9 Συ όμως να τηρής τον νόμον και τας εντολάς του Θεού, να είσαι ελεήμων και δίκαιος, δια να ευτυχήσης. Με την πρέπουσαν τιμήν θάψε εμέ και μαζή με εμέ την μητέρα σου. Μη μείνετε πλέον εις την Νινευή. 9 Σὺ δὲ νὰ τηρῇς τὸν Νόμον καὶ τὰ προστάγματα τοῦ Κυρίου καὶ νὰ εἶσαι φιλάνθρωπος καὶ δίκαιος, διὰ νὰ εὐτυχῇς εἰς τὴν ζωήν σου. Φρόντισε δὲ νὰ μὲ θάψῃς, ὅπως πρέπει. Νὰ θάψῃς ἐπίσης κοντά μου καὶ τὴν μητέρα σου. Ἐπαναλαμβάνω καὶ τονίζω ὅτι δὲν πρέπει νὰ παραμείνετε περισσότερον εἰς τὴν Νινευῆ.
10 τέκνον, ἰδὲ τί ἐποίησεν ᾿Αμὰν ᾿Αχιαχάρῳ τῷ θρέψαντι αὐτόν, ὡς ἐκ τοῦ φωτὸς ἤγαγεν αὐτὸν εἰς τὸ σκότος, καὶ ὅσα ἀνταπέδωκεν αὐτῷ· καὶ ᾿Αχιάχαρος μὲν ἐσώθη, ἐκείνῳ δὲ τὸ ἀνταπόδομα ἐπεδόθη, καὶ αὐτὸς κατέβη εἰς τὸ σκότος. Μανασσῆς ἐποίησεν ἐλεημοσύνην καὶ ἐσώθη ἐκ παγίδος θανάτου, ἧς ἔπηξεν αὐτῷ, ᾿Αμὰν δὲ ἐνέπεσεν εἰς τὴν παγίδα καὶ ἀπώλετο. 10 Τέκνον μου, ιδέ τι έκαμεν ο Αμάν στον Αχιάχαρον, ο οποίος τον είχεν αναθρέψει και πως ο ευεργετηθείς αυτός Αμάν τον ωδήγησεν από το φως στο σκότος. Και πόσα κακά αντί της ευεργεσίας ανταπέδωσεν εις αυτόν. Και ο Αχιάχαρος μεν διεσώθη, εις εκείνον δε εδόθη η δικαία ανταπόδοσις και κατέβη στο σκότος του άδου. Ο Μανασσής εποίησεν ελεημοσύνας και εσώθη από την παγίδα του θανάτου, την οποίαν είχε στήσει εις αυτόν ο Αμάν. Ο Αμάν δε ενέπεσεν εις αυτήν την παγίδα και εχάθη. 10 Σκέψου ἐπίσης, παιδί μου, τί ἔκαμεν ὁ Ἀμὰν εἰς τὸν Ἀχιάχαρον, ὁ ὁποῖος ἦτο εὐεργέτης του καὶ τὸν ἀνέθρεψε. Θυμήσου πῶς τὸν ὠδήγησεν ἀπὸ τὸ φῶς εἰς τὸ σκοτάδι, καὶ πόσα ἄλλα φοβερὰ τοῦ ἐπροξένησεν, ἀντὶ τῶν εὐεργεσιῶν ποὺ ἐδέχθη ἀπὸ αὐτόν. Τελικῶς ὅμως ἐσώθη ὁ Ἀχιάχαρος καὶ ἐτιμωρήθη δικαίως καὶ ὅπως τοῦ ἔπρεπεν ὁ Ἀμάν. Κατέβη δηλαδὴ ὁ ἴδιος εἰς τὸ σκοτάδι τοῦ τάφου. Ἀλλὰ καὶ ὁ Μανασσῆς, ὅπως ξεύρεις, ἐπειδὴ ἦτο ἄνθρωπος ἐλεήμων, ἐσώθη ἀπὸ τὴν παγίδα, ποὺ τοῦ ἔστησεν ὁ Ἀμάν. Ἔπεσε δὲ εἰς τὴν παγίδα ἐκείνην ὁ ἴδιος ὁ Ἀμὰν καὶ ἐχάθη.
11 καὶ νῦν, παιδία, ἴδετε τί ἐλεημοσύνη ποιεῖ, καὶ τί δικαιοσύνη ρύεται. καὶ ταῦτα αὐτοῦ λέγοντος, ἐξέλιπεν ἡ ψυχὴ αὐτοῦ ἐπὶ τῆς κλίνης· ἦν δὲ ἐτῶν ἑκατὸν πεντηκονταοκτώ, καὶ ἔθαψαν αὐτὸν ἐνδόξως. 11 Και τώρα, παιδιά μου, ίδετε τι κατορθώνει η ελεημοσύνη και από ποία κακά μας απαλλάσσει η δικαιοσύνη”. Ενώ δε έλεγεν αυτά ο Τωβίτ, έσβησεν ήρεμα η ζωη του επάνω εις την κλίνην του. Ητο δε τότε εκατόν πεντήκοντα οκτώ ετών. Τον έθαψαν μετά μεγάλης τιμής. 11 Ἔτσι λοιπόν, παιδιά μου, σκεφθῆτε καὶ προσέξατε καὶ τώρα τί χαρίζει ἡ ἐλεημοσύνη καὶ ἀπὸ ποίας συμφορᾶς λυτρώνει τὸν ἄνθρωπον ἡ δικαιοσύνη καὶ ἀρετή. Καὶ ἐνῷ ἔλεγεν αὐτὰ ὁ Τωβὶτ πρὸς τοὺς ἀπογόνους του, ἐξεψύχησεν ἤρεμος εἰς τὸ κρεββάτι του. Ἦτο δὲ τότε ἡλικίας ἑκατὸν πενῆντα ὀκτὼ ἐτῶν. Καὶ τὸν ἔθαψαν μὲ μεγάλας τιμάς.
12 καὶ ὅτε ἀπέθανεν ῎Αννα, ἔθαψεν αὐτὴν μετὰ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ, ἀπῆλθε δὲ Τωβίας μετὰ τῆς γυναικὸς αὐτοῦ καὶ τῶν υἱῶν αὐτοῦ εἰς ᾿Εκβάτανα πρὸς Ραγουὴλ τὸν πενθερὸν αὐτοῦ, 12 Οταν δε απέθανε και η Αννα, την έθαψεν ο Τωβίας κοντά στον πατέρα του. Ο Τωβίας έφυγε μαζή με την γυναίκα του και τα παιδιά του εις τα Εκβάτανα προς τον πενθερόν του τον Ραγουήλ. 12 Ὅταν δὲ κατόπιν πέθανε καὶ ἡ σύζυγος τοῦ Τωβὶτ Ἄννα, τὴν ἔθαψεν ὁ υἱός της Τωβίας καὶ τὴν ἔβαλε δίπλα εἰς τὸν πατέρα του. Μετὰ ταῦτα ἐπῆρεν ὁ Τωβίας τὴν γυναῖκα του καὶ τὰ παιδιά του καὶ ἔφυγαν ἀπὸ τὴν Νινευῆ καὶ ἦλθαν εἰς τὸν πενθερόν του, τὸν Ραγουήλ, ποὺ διέμενεν εἰς τὰ Ἐκβάτανα.
13 καὶ ἐγήρασεν ἐντίμως καὶ ἔθαψε τοὺς πενθεροὺς αὐτοῦ ἐνδόξως καὶ ἐκληρονόμησε τὴν οὐσίαν αὐτῶν καὶ Τωβὶτ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ. 13 Εφθασε και αυτός εις βαθύ και έντιμον γήρας, έθαψε τους πενθερούς του μετά μεγάλης τιμής και εκληρονόμησε την περιουσίαν αυτών, όπως και την περιουσίαν του Τωβίτ του πατρός του. 13 Ἔζησε δὲ ἕως τὰ βαθειὰ γεράματά του ζωὴν ἔντιμον καὶ ἀπελάμβανε τὴν ὑπόληψιν τῶν συνανθρώπων του. Καὶ ἀφοῦ ἔθαψε μὲ δόξαν καὶ τιμὴν καὶ τοὺς πενθερούς του, ἐκληρονόμησε τὴν περιουσίαν των, ὅπως καὶ τὴν περιουσίαν τοῦ πατρός του Τωβίτ.
14 καὶ ἀπέθανεν ἐτῶν ἑκατὸν εἰκοσιεπτὰ ἐν ᾿Εκβατάνοις τῆς Μηδίας. 14 Ο Τωβίας απέθανεν εις τα Εκβάτανα της Μηδίας εις ηλικίαν εκατόν είκοσι επτά ετών. 14 Ὅταν δὲ ἦλθε καὶ ἡ ἰδική του ὥρα καὶ πέθανε εἰς τὰ Ἐκβάτανα τῆς Μηδίας, ἦτο ἡλικίας ἑκατὸν εἴκοσι ἑπτὰ ἐτῶν.
15 καὶ ἤκουσε πρὶν ἢ ἀποθανεῖν αὐτὸν τὴν ἀπώλειαν Νινευῆ, ἣν ᾐχμαλώτισε Ναβουχοδονόσορ καὶ ᾿Ασύηρος, καὶ ἐχάρη πρὸ τοῦ ἀποθανεῖν ἐπὶ Νινευῆ. 15 Πριν δε αποθάνη, έμαθε την καταστροφήν της Νινευή και την αιχμαλωσίαν των κατοίκων της από τον Ναβουχοδονόσορα και τον Ασύηρον. Εχάρη δέ, πριν αποθάνη δια την δικαίαν αυτήν τιμωρίαν της Νινευή. 15 Πρὶν πεθάνη μάλιστα ὁ Τωβίας, ἐπρόλαβε καὶ ἐπληροφορήθη διὰ τὴν καταστροφὴν τῆς Νινευῆ, περὶ τῆς ὁποίας τοῦ εἶχεν εἰπεῖ ὁ πατέρας του. Ἔμαθε δηλαδὴ πῶς αἰχμαλώτισαν τοὺς κατοίκους της ὁ Ναβουχοδονόσορ καὶ ὁ Ἀσύηρος. Καὶ ἔτσι ἐχάρη πρὶν πεθάνῃ διὰ τὴν ἐκπλήρωσιν τῆς προφητείας ὡς πρὸς τὴν δικαίαν τιμωρίαν, ποὺ ἐπέβαλεν εἰς τὴν Νινευῆ ὁ Κύριος.