Παρασκευή, 19 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:45
Δύση: 20:05
Σελ. 11 ημ.
110-256
16ος χρόνος, 5907η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΝΕΕΜΙΑΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6 (Ϛ)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΑΙ ἐγένετο καθὼς ἠκούσθη τῷ Σαναβαλλὰτ καὶ Τωβίᾳ καὶ τῷ Γησὰμ τῷ ᾿Αραβὶ καὶ τοῖς καταλοίποις ἐχθρῶν ἡμῶν ὅτι ᾠκοδόμησα τὸ τεῖχος, καὶ οὐ κατελείφθη ἐν αὐτοῖς πνοή. ἕως τοῦ καιροῦ ἐκείνου θύρας οὐκ ἐπέστησα ἐν ταῖς πύλαις. 1 Οταν επληροφορήθησαν ο Σαναβαλλάτ, ο Τωβιας, ο Γησάμ ο Αραψ, και οι υπόλοιποι εχθροί μας, ότι εγώ ανοικοδόμησα το τείχος, περιέπεσαν εις κατάπληξιν και στενοχωρίαν και τους εκόπη η αναπνοή. Μέχρι της εποχής εκείνη εγώ δεν είχα ακόμη τοποθετήσει τας θύρας εις τας πύλας του τείχους. 1 Όταν ἔμαθαν ὁ Σαναβαλλάτ, ὁ Τωβίας,ὁ Ἄραβας Γησὰμ καὶ οἱ ἄλλοι ἐχθροί μας ὅτι ἔκτισα τὸ τεῖχος τῆς Ἱερουσαλὴμ καὶ δὲν θὰ ἠμποροῦσαν πλέον νὰ εἰσέλθουν εἰς αὐτήν, ἐκυριεύθησαν ἀπὸ τόσην ὀργὴν καὶ κατάπληξιν, ὥστε τοὺς ἐκόπη ἡ ἀναπνοή. Ἐν τῷ μεταξὺ δὲν εἶχα βάλει ἀκόμη τὰς θύρας τῶν πυλῶν τοῦ τείχους.
2 καὶ ἀπέστειλε Σαναβαλλὰτ καὶ Γησὰμ πρός με λέγων· δεῦρο καὶ συναχθῶμεν ἐπὶ τὸ αὐτὸ ἐν ταῖς κώμαις ἐν πεδίῳ ᾿Ωνώ· καὶ αὐτοὶ λογιζόμενοι ποιῆσαί μοι πονηρίαν. 2 Ο Σοναβαλλάτ και ο Γησάμ απέστειλαν εις εμέ ανθρώπους των και μου είπαν· “Ελα να συναντηθώμεν εις μίαν από τα πόλεις της πεδιάδος Ωνώ”. Εκείνοι όμω είχαν δόλιον σκοπόν εναντίον μου. 2 Ἔστειλε λοιπὸν ἀνθρώπους του πρὸς ἐμὲ ὁ Σαναβαλλὰτ μαζὶ μὲ τὸν Γησὰμ καὶ μοῦ εἶπαν: Ἔλα νὰ συναντηθῶμεν καὶ νὰ συζητήσωμεν εἰς μίαν ἀπὸ τὰς πόλεις τῆς πεδιάδος Ὠνώ. Αὐτοὶ ὅμως εἶχαν πονηρὸν σκοπὸν ἐναντίον μου.
3 καὶ ἀπέστειλα ἐπ' αὐτοὺς ἀγγέλους λέγων· ἔργον μέγα ἐγὼ ποιῶ καὶ οὐ δυνήσομαι καταβῆναι, μή ποτε καταπαύσῃ τὸ ἔργον· ὡς ἂν τελειώσω αὐτό, καταβήσομαι πρὸς ὑμᾶς. 3 Εστειλα προς αυτούς ιδικούς μου αγγελιοφόρους και είπα· “Εγώ εκτελώ μέγα έργον και δεν είναι δυνατόν να κατεβώ εις την πεδιάδα, δια να μη διακοπή δια τη απουσίας μου το έργον. Οταν όμως φέρω αυτό εις πέρας, θα έλθω προς συνάντησίν σας”. 3 Ἔστειλα τότε καὶ ἐγὼ ἰδικούς μου ἀνθρώπους πρὸς αὐτοὺς καὶ τοὺς εἶπα: Εἶμαι ἀπησχολημένος μὲ μεγάλο ἔργον καὶ δὲν θὰ ἠμπορέσω νὰ κατεβῶ διὰ νὰ σᾶς συναντήσω, διότι φοβοῦμαι μήπως διακοπὴ τὸ ἔργον αὐτό, ὅταν ἀπουσιάσω. Σᾶς ὑπόσχομαι ὅμως ὅτι, μόλις ὁλοκληρώσω τὴν ἀνοικοδόμησιν τοῦ τείχους, θὰ κατεβῶ πρὸς συνάντησίν σας.
4 καὶ ἀπέστειλαν πρός με ὡς τὸ ρῆμα τοῦτο, καὶ ἀπέστειλα αὐτοῖς κατὰ ταῦτα. 4 Εκείνοι επανέλαβον την ιδίαν πρότασιν και εγώ απήντησα προς αυτούς κατά τον ίδιον τρόπον. 4 Αὐτοὶ ὅμως ἔστειλαν καὶ πάλιν ἀνθρώπους τῶν καὶ ἐπανέλαβαν τὰ ἴδια, ὅπως προηγουμένως, ἀλλὰ καὶ ἐγὼ τοὺς ἀπήντησα μὲ τὸν ἴδιον τρόπον.
5 καὶ ἀπέστειλε πρός με Σαναβαλλὰτ τὸν παῖδα αὐτοῦ καὶ ἐπιστολὴν ἀνεῳγμένην ἐν χειρὶ αὐτοῦ. 5 Ο Σαναβαλλάτ μου έστειλε μίαν επιστολήν ανοικτήν με ένα δούλον του, την οποίαν εκρατούσε στο χέρι του. 5 Ὁ δὲ Σαναβαλλὰτ μοῦ ἔστειλε κατόπιν καὶ τὸν δοῦλον του μὲ μίαν ἀνοικτὴν ἐπιστολὴν εἰς τὸ χέρι του.
6 καὶ ἦν γεγραμμένον ἐν αὐτῇ· «᾿Εν ἔθνεσιν ἠκούσθη ὅτι σὺ καὶ οἱ ᾿Ιουδαῖοι λογίζεσθε ἀποστατῆσαι, διὰ τοῦτο σὺ οἰκοδομεῖς τὸ τεῖχος, καὶ σὺ ἔσῃ αὐτοῖς εἰς βασιλέα· 6 Εις την επιστολήν αυτήν ήσαν γραμμένα τα εξής· “Μεταξύ των λαών έχει διαδοθή ότι συ και οι άλλοι Ιουδαίοι σκέπτεσθε να αποστατήσετε από τον βασιλέα και δια τούτο συ ανοικοδομείς το τείχος, δια να γίνη εις αυτούς βασιλεύς. 6 Εἰς τὴν ἐπιστολὴν αὐτὴν εἶχε γραφῆ τὸ ἑξῆς: Ἔχει κυκλοφορήσει μεταξὺ τῶν ἐθνῶν ἡ φήμη ὅτι σὺ καὶ οἱ Ἰουδαῖοι σχεδιάζετε νὰ ἐπαναστατήσετε ἐναντίον τοῦ βασιλέως καὶ δι’ αὐτὸ κτίζεις τὸ τεῖχος. Ἔχεις μάλιστα σκοπὸν νὰ γίνῃς σὺ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων.
7 καὶ πρὸς τούτοις προφήτας ἔστησας σεαυτῷ, ἵνα καθίσῃς ἐν ῾Ιερουσαλὴμ εἰς βασιλέα ἐπὶ ᾿Ιούδα· καὶ νῦν ἀπαγγελήσονται τῷ βασιλεῖ οἱ λόγοι οὗτοι· καὶ νῦν δεῦρο βουλευσώμεθα ἐπὶ τὸ αὐτό. 7 Επί πλέον διεδόθη, ότι συ διώρισες προς εξυπηρέτησίν σου προφήτας, δια να προπαρασκευάσουν αυτοί τον λαόν και ενθρονισθής βασιλεύς των Ιουδαίων εις την Ιερουσαλήμ. Τώρα θα αναφερθούν στον βασιλέα όλα αυτά τα πράγματα. Ελα λοιπόν εδώ δια να συσκεφθώμεν”. 7 Διαδίδεται ἐπὶ πλέον ὅτι σὺ ὥρισες ἰδικούς σου ἀνθρώπους ὡς προφήτας διὰ νὰ κηρύττουν καὶ νὰ προετοιμάζουν τὸν λαόν, ὥστε νὰ ἐγκατασταθῇς εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ ὡς βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων. Ἔχε ὑπ’ ὄψιν σου ὅτι ὅλα αὐτά, ποὺ διαδίδονται, θὰ ἀνακοινωθοῦν τώρα εἰς τὸν βασιλέα. Ἔλα λοιπὸν ἀμέσως διὰ νὰ συζητήσωμεν καὶ νὰ ἐξετάσωμεν μαζὶ τὴν ὑπόθεσιν.
8 καὶ ἀπέστειλα πρὸς αὐτὸν λέγων· οὐκ ἐγενήθη ὡς οἱ λόγοι οὗτοι, ὡς σὺ λέγεις, ὅτι ἀπὸ καρδίας σου σὺ ψεύδῃ αὐτούς. 8 Εγώ έστειλα τότε προς αυτόν άλλον αγγελιαφόρον και του είπα· “Τιποτε από όσα είπες δεν συνέβη. Αλλά συ ψεύδεσαι και πλάθεις εκ την πονηράν σου καρδίαν τας ψευδολογίας αυτάς. 8 Ἔστειλα λοιπὸν καὶ ἐγὼ ἀγγελιαφόρον μου πρὸς αὐτὸν καὶ τοῦ εἶπα: Δὲν συνέβη τίποτε παρόμοιον μὲ αὐτὰ ποὺ ὑποστηρίζεις. Ὅλα εἶναι ψέματα καὶ πηγάζουν ἀπὸ τὴν καρδιάν σου, ποὺ ἔχει κακίαν ἐναντίον μου.
9 ὅτι πάντες φοβερίζουσιν ἡμᾶς λέγοντες· ἐκλυθήσονται αἱ χεῖρες αὐτῶν ἀπὸ τοῦ ἔργου τούτου, καὶ οὐ ποιηθήσεται· καὶ νῦν ἐκραταίωσα τὰς χεῖράς μου». 9 Ολοι μας φοβερίζουν και θέλουν να μας τρομάξουν λέγοντες· Θα παραλύσουν τα χέρια των από το έργον των και δεν θα κατορθώσουν να το φέρουν εις πέρας. Εγώ όμως έδωκα θάρρος εις όλους δια το έργον αυτό, που επιτελείται, με τα χέρια μου”. 9 Ἤξευρα ὅτι καὶ αὐτὸς καὶ ὅλοι οἱ φίλοι του ἐπιχειροῦσαν νὰ μᾶς φοβερίσουν καὶ ἔλεγαν: Θὰ κουρασθοῦν, θὰ παραλύσουν τὰ χέρια των ἀπὸ τὸ μεγάλο αὐτὸ ἔργον καὶ δὲν θὰ ἠμπορέσουν νὰ τὸ ὁλοκληρώσουν. Καὶ ὅμως ἐγὼ εἶχα θάρρος καὶ ἔνοιωσα πολλὴν δύναμιν ἀπὸ Θεοῦ εἰς τὰ χέρια μου.
10 Κἀγὼ εἰσῆλθον εἰς οἶκον Σεμεΐ υἱοῦ Δαλαΐα, υἱοῦ Μεταβεήλ —καὶ αὐτὸς συνεχόμενος— καὶ εἶπε· συναχθῶμεν εἰς οἶκον τοῦ Θεοῦ ἐν μέσῳ αὐτοῦ καὶ κλείσωμεν τὰς θύρας αὐτοῦ, ὅτι ἔρχονται νυκτὸς φονεῦσαί σε. 10 Εγώ μετέβην στον οίκον του Σεμεΐ, υιού του Δαλαΐα, υιού του Μεταβεήλ- αυτός ήτο περιωρισμένος στον οίκον του- και μου είπε· “Ας μεταβώμεν στον ναόν του Θεού, ας εισέλθωμεν στο μέσον του ναού τούτου και ας κλείσωμεν τας θύρας του, διότι κατά το διάστημα της νυκτός μερικοί άνθρωποι θέλουν να σε φονεύσουν”. 10 Κατόπιν ἐπῆγα εἰς τὸ σπίτι τοῦ Σεμεΐ, τοῦ υἱοῦ τοῦ Δαλαΐα, ποὺ ἦτο ἀπόγονος τοῦ Μεταβεήλ. Ὁ δὲ Σεμεΐ, ποὺ ἦτο κλεισμένος μὲ πολλὴν μυστικότητα εἰς τὸ σπίτι του, μοῦ εἶπεν: Ἔλα νὰ καταφύγωμεν εἰς τὸν Ναὸν τοῦ Θεοῦ, καὶ μάλιστα εἰς τὸ κέντρον του, καὶ ἂς κλείσωμεν καλὰ τὰς θύρας του, διότι θὰ ἔλθουν κατὰ τὴν νύκτα αὐτὴν ἐχθροὶ διὰ νὰ σὲ θανατώσουν.
11 καὶ εἶπα· τίς ἐστιν ὁ ἀνήρ, ὃς εἰσελεύσεται εἰς τὸν οἶκον καὶ ζήσεται; 11 Εγώ όμως είπα προς αυτόν· Ποιός είναι ο άνθρωπος εκείνος, ο οποίος θα εισελθη στον ναόν και θα ζήση; 11 Ἐγὼ ὅμως τοῦ εἶπα: Ποιὸς ἄνθρωπος, ποὺ δὲν εἶναι ἱερεύς, θὰ ἔμβῃ μέσα εἰς τὸ ἐσωτερικὸν τὸν Ναοῦ, πρᾶγμα ποὺ ἀπαγορεύεται, καὶ θὰ τιμωρηθῇ μὲ θάνατον;
12 καὶ ἐπέγνων καὶ ἰδοὺ ὁ Θεὸς οὐκ ἀπέστειλεν αὐτόν, ὅτι ἡ προφητεία λόγος κατ' ἐμοῦ, καὶ Τωβίας καὶ Σαναβαλλὰτ ἐμισθώσαντο 12 Εκατάλαβα δε ότι δεν απέστειλεν ο Θεός αυτόν προς εμέ και ότι η προφητεία του αυτή είχε χαλκευθή εναντίον μου. Ο Τωβίας και ο Σαναδαλλάτ είχον δωροδοκήσει ανθρώπους 12 Ἐκατάλαβα δηλαδὴ ὅτι ὁ Σεμεῒ δὲν εἶχε σταλῇ πρὸς βοήθειάν μου ἀπὸ τὸν Θεόν, διότι αὐτὰ ποὺ ἔλεγεν, ἦσαν προφητεία εἰς βάρος μου. Ἦτο ὄργανον τοῦ Τωβία καὶ τοῦ Σαναβαλλάτ, οἱ ὁποῖοι τὸν εἶχαν ἐξαγοράσει μὲ χρήματα διὰ νὰ εἴπῃ τὰ ὅσα εἶπε.
13 ἐπ' ἐμὲ ὄχλον, ὅπως φοβηθῶ καὶ ποιήσω οὕτως καὶ ἁμάρτω καὶ γένωμαι αὐτοῖς εἰς ὄνομα πονηρόν, ὅπως ὀνειδίσωσί με. 13 από τον όχλον εναντίον μου, δια να φοβηθώ και ενεργήσω έτσι, ώστε να αμαρτήσω εισερχόμενος στον ναόν του Κυρίου, και να γίνη αυτό αφορμή εναντίον μου να δυσφημισθή το άνομά μου και να με ονειδίσουν οι άνθρωποι αυτοί. 13 Εἶχαν ἐξαγοράσει ἄλλως τε αὐτοὶ ἐναντίον μου καὶ ἄλλους ἀπὸ τὸν λαόν. Τὸ σχέδιόν των ἦτο νὰ φοβηθῶ καὶ νὰ κάμω αὐτό, ποὺ μοῦ ἔλεγεν ὁ Σεμεΐ, ὥστε νὰ παραβῶ τὴν ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ἁμαρτήσω ἐνώπιόν Του, μὲ τὸ ὅτι θὰ εἰσερχόμουν εἰς τὸν Ναόν. Ἔτσι αὐτοὶ θὰ εὕρισκαν τὴν ἀφορμὴν διὰ να δυσφημήσουν τὸ ὄνομά μου καὶ νὰ μὲ ἐξευτελίσουν
14 μνήσθητι, ὁ Θεός, Τωβία καὶ Σαναβαλλάτ, ὡς τὰ ποιήματα αὐτοῦ ταῦτα, καὶ τῷ Νωαδίᾳ τῷ προφήτῃ καὶ τοῖς καταλοίποις τῶν προφητῶν, οἳ ἦσαν φοβερίζοντές με. 14 “Ενθυμήσου, Κυριε, και στείλε την πρέπουσαν τιμωρίαν στον Τωβίαν και στον Σαναβαλλάτ, σύμφωνα με τα πονηρά των έργα, και εναντίον του προφήτου Νωαδία και των άλλων προφητών, οι οποίοι με εφοβέρισαν κατ' αυτόν τον τρόπον”. 14 Ἐνθυμήσου, Κύριε ὁ Θεός, μὲ τὴν δικαιοσύνην Σου τὸν Τωβίαν καὶ τὸν Σαναβαλλὰτ καὶ ἀπόδωσε εἰς αὐτοὺς ἀναλόγως πρὸς τὰ πονηρὰ αὐτὰ ἔργα των Ἐνθυμήσου ἐπίσης, Κύριε, μὲ τὴν δικαιοσύνην Σου καὶ τὸν προφήτην Νωαδίαν καὶ τοὺς ὑπολοίπους προφήτας, ποὺ μὲ ἐφοβέριζαν διὰ νὰ μὲ φέρουν εἰς δύσκολον θέσιν καὶ νὰ μὲ κάμουν παραβάτην τοῦ Νόμον Σου.
15 Καὶ ἐτελέσθη τὸ τεῖχος πέμπτῃ καὶ εἰκάδι τοῦ ᾿Ελοὺλ μηνὸς εἰς πεντήκοντα καὶ δύο ἡμέρας. 15 Το τείχος ωλοκληρώθη την 25ην του μηνός Ελούλ εις διάστημα πεντήκοντα δύο ημερών. 15 Τελικῶς, παρὰ τὰς διαφόρους ἀντιδράσεις, ὠλοκληρώθη ἡ ἀνέγερσις τὸν τείχους τῆς Ἱερουσαλὴμ καὶ μάλιστα εἰς διάστημα πενῆντα δύο μόνον ἡμερῶν. Ἡ ἀποπεράτωσις ἔγινε τὴν εἰκοστὴν πέμπτην ἡμέραν τοῦ μηνὸς Ἐλούλ.
16 καὶ ἐγένετο ἡνίκα ἤκουσαν πάντες οἱ ἐχθροὶ ἡμῶν, καὶ ἐφοβήθησαν πάντα τὰ ἔθνη τὰ κύκλῳ ἡμῶν, καὶ ἐπέπεσε φόβος σφόδρα ἐν ὀφθαλμοῖς αὐτῶν, καὶ ἔγνωσαν ὅτι παρὰ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν ἐγενήθη τελειωθῆναι τὸ ἔργον τοῦτο. 16 Οταν δε όλοι οι γύρω εχθροί μας ήκουσαν τούτο, εφοβήθησαν. Φοβος επέπεσεν εις όλους τους λαούς, οι οποίοι ήσαν γύρω μας, διότι είδον και εκατάλαβαν ότι με την βοήθειαν του Θεού απεπερατώθη το έργον τούτο. 16 Ὅταν λοιπὸν τὸ ἔμαθαν αὐτὸ ὅλοι οἱ ἐχθροί μας, ἐφοβήθηκαν ὅλα τὰ ἔθνη, ποὺ ἦσαν γύρω μας. Τοὺς ἐκυρίευσε πολὺ μεγάλος φόβος ἀπὸ αὐτό, ποὺ εἶδαν τὰ μάτια των. Καὶ ἐκατάλαβαν ὅτι εἴχαμεν μαζί μας τὴν βοήθειαν τοῦ Θεοῦ μας καὶ δι’ αὐτὸ ἔφθασεν εἰς πέρας τόσον συντόμως τὸ μεγάλο αὐτὸ ἔργον.
17 καὶ ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις ἀπὸ πολλῶν ἐντίμων ᾿Ιούδα ἐπιστολαὶ ἐπορεύοντο πρὸς Τωβίαν, καὶ αἱ Τωβία ἤρχοντο πρὸς αὐτούς, 17 Κατά τας ημέρας εκείνας, εκ μέρους πολλών επισήμων Ιουδαίων, εστέλλοντο επιστολαί προς τον Τωβίαν και επιστολαί του Τωβία ήρχοντο προς αυτούς. 17 Καὶ πάλιν ὅμως κατὰ τὰς ἡμέρας ἐκείνας πολλοὶ πρόκριτοι τῶν Ἰουδαίων (ποὺ δὲν συμπαθοῦσαν τὸν Νεεμίαν) ἔστελλαν ἐπιστολὰς πρὸς τὸν Τωβίαν, τὰ δὲ γράμματα τοῦ Τωβία, τὸ ἕνα μετὰ τὸ ἄλλο, ἔφθαναν εἰς αὐτούς.
18 ὅτι πολλοὶ ἐν ᾿Ιούδᾳ ἔνορκοι ἦσαν αὐτῷ, ὅτι γαμβρὸς ἦν τοῦ Σεχενία υἱοῦ ῾Ηραέ, καὶ ᾿Ιωνὰν υἱὸς αὐτοῦ ἔλαβε τὴν θυγατέρα Μεσουλὰμ υἱοῦ Βαραχία εἰς γυναῖκα. 18 Εγίνετο δε αυτό, επειδή πολλοί από τους επισήμους Ιουδαίους είχον συνδεθή με όρκον προς τον Τωβίαν, διότι ο Τωβίας ήτο γαμβρός του Σεχενία, υιού του Ηραέ, και ο υιός του Ιωνάν είχε λάβει ως σύζυγον την θυγατέρα του Μεσουλάμ, υιού Βαραχία. 18 Ἡ ἀλληλογραφία αὐτὴ καὶ ἡ μυστικὴ ἐπικοινωνία μεταξύ των ἐγίνετο, διότι πολλοὶ Ἰουδαῖοι εἶχαν ὁρκισθῇ νὰ βοηθήσουν τὸν Τωβίαν, ἐπειδὴ ἦτο γαμβρὸς τοῦ Σεχενία, τοῦ υἱοῦ τοῦ Ἡραέ. Ἐπὶ πλέον ὁ υἱὸς τοῦ Τωβία, ὁ Ἰωνάν, ἐπῆρεν ὡς σύζυγόν του τὴν κόρην τοῦ Μεσουλάμ, τοῦ υἱοῦ τοῦ Βαραχία.
19 καὶ τοὺς λόγους αὐτοῦ ἦσαν λέγοντες πρός με καὶ λόγους μου ἦσαν ἐκφέροντες αὐτῷ, καὶ ἐπιστολὰς ἀπέστειλε Τωβίας φοβερίσαι με. 19 Τας προτάσεις, λοιπόν, και τους λόγους αυτούς τους ανέφεραν εις εμέ και τους ιδικούς μου λόγους εγνωστοποίησαν εις αυτόν. Ο Τωβίας απέστειλεν επιστολήν εις εμέ δια να με φοβερίση. 19 Αὐτοὶ δὲ οἱ ἐπίσημοι Ἰουδαῖοι μοῦ ἔλεγαν τὰ ὅσα τοὺς ἔγραφε καὶ ἐπρότεινεν ὁ Τωβίας, καὶ μετέφεραν εἰς ἐκεῖνον αὐτά, ποὺ ἔλεγα ἐγώ. Ὁ σκοπός, διὰ τὸν ὁποῖον ἔγραφε καὶ ἔστελλε τὰς ἐπιστολάς του αὐτὰς ὁ Τωβίας, ἦτο νὰ μὲ φοβερίσῃ.