Παρασκευή, 19 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:45
Δύση: 20:05
Σελ. 11 ημ.
110-256
16ος χρόνος, 5907η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΝΕΕΜΙΑΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 (Δ)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΑΙ ἐγένετο ὡς ἤκουσε Σαναβαλλὰτ καὶ Τωβία καὶ οἱ ῎Αραβες καὶ οἱ ᾿Αμμανῖται ὅτι ἀνέβη ἡ φυὴ τοῖς τείχεσιν ῾Ιερουσαλήμ, ὅτι ἤρξαντο αἱ διασφαγαὶ ἀναφράσσεσθαι, καὶ πονηρὸν αὐτοῖς ἐφάνη σφόδρα· 1 Οταν επληροφορήθησαν ο Σαναβαλλάτ, ο Τωβίας, οι Αραβες και οι Αμμωνίται, ότι η επιδιόρθωσις και ανέγερσις των τειχών της Ιερουσαλήμ είχεν αρκετά προχωρήσει, και ότι αι ρωγμαί του τείχους είχαν φραγή, κατελήφθησαν υπό μανίας, διότι τους εφάνη το γεγονός αυτό πολύ κακόν και ανυπόφορον. 1 Όταν λοιπὸν ἔμαθαν ὁ Σαναβαλλὰτ καὶ ὁ Τωβίας μαζὶ μὲ τοὺς συμμάχους των Ἄραβας καὶ Ἀμμανίτας ὅτι ἐπροχώρησεν ἀρκετὰ ἡ ἀνοικοδόμησις τῶν τειχῶν τῆς Ἱερουσαλὴμ καὶ ὅτι εἶχαν ἐπισκευασθῇ καὶ διορθωθῇ ὅλα τὰ χαλάσματα, ἐκυριεύθηκαν ἀπὸ ὀργήν, διότι τοὺς ἐφάνη τοῦτο πολὺ κακόν.
2 καὶ συνήχθησαν πάντες ἐπὶ τὸ αὐτὸ ἐλθεῖν παρατάξασθαι ἐν ῾Ιερουσαλὴμ καὶ ποιῆσαι αὐτὴν ἀφανῆ. 2 Συνησπίσθησαν, λοιπόν, όλοι και συνεκεντρώθησαν στο αυτό μέρος, δια να επέλθουν και αντιπαραταχθούν εναντίον της Ιερουσαλήμ με τον σκοπόν να την εξαφανίσουν εξ ολοκλήρου. 2 Καὶ ἐμαζεύθηκαν ὅλοι εἰς ἕνα τόπον μὲ σκοπὸν νὰ ἐπιτεθοῦν ἐναντίον τῆς Ἱερουσαλὴμ διὰ νὰ τὴν καταστρέψουν καὶ τὴν ἑξαφανίσουν.
3 καὶ προσηυξάμεθα πρὸς τὸν Θεὸν ἡμῶν καὶ ἐστήσαμεν προφύλακας ἐπ' αὐτοὺς ἡμέρας καὶ νυκτὸς ἀπὸ προσώπου αὐτῶν. 3 Τοτε ημείς προσηυχήθημεν προς τον Θεόν μας, συγχρόνως δε εγκατεστήσαμεν και φρουράν εναντίον αυτών ημέραν και νύκτα, δια να προφυλαχθώμεν από την επιδρομήν των. 3 Κατεφύγαμεν τότε μὲ τὴν προσευχὴν εἰς τὸν Θεόν μας καὶ ἐγκατεστήσαμεν ἀμέσως ἀπέναντί των φρουρούς, ποὺ ἦσαν ἐστραμμένοι πρὸς αὐτοὺς ἡμέραν καὶ νύκτα.
4 καὶ εἶπεν ᾿Ιούδας· συνετρίβη ἡ ἰσχὺς τῶν ἐχθρῶν, καὶ ὁ χοῦς πολύς, καὶ ἡμεῖς οὐ δυνησόμεθα οἰκοδομεῖν ἐν τῷ τείχει. 4 Οι Ιουδαίοι είπαν τότε. “Η δύναμις των εχθρών μας με τον συνασπισμόν των έγινε μεγάλη. Αφ' ετέρου τα ερείπια του τείχους είναι πολλά και δεν θα ημπορέσωμεν ημείς να συνεχίσωμεν το έργον της ανοικοδομήσεως στο τείχος”. 4 Οἱ ἄνθρωποι τῆς φυλῆς Ἰούδα ὅμως ἐδειλίασαν καὶ εἶπαν ὅτι ἡ δύναμις τῶν ἐχθρῶν εἶναι συντριπτικὴ καὶ τὰ ἐρείπια τοῦ τείχους πολλὰ καὶ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ συνεχίσωμεν τὴν ἀνέγερσιν τῶν τειχῶν.
5 καὶ εἶπαν οἱ θλίβοντες ἡμᾶς· οὐ γνώσονται καὶ οὐκ ὄψονται ἕως ὅτου ἔλθωμεν εἰς μέσον αὐτῶν καὶ φονεύσωμεν αὐτοὺς καὶ καταπαύσωμεν τὸ ἔργον. 5 Οι εχθροί που μας καταστενοχωρούσαν είπαν μεταξύ των· “Δεν πρέπει να μάθουν τίποτε οι Ιουδαίοι. Δεν πρέπει να ίδουν κανένα από ημάς, μέχρις ότου να φθάσωμεν αιφνιδίως στο μέσον αυτών και τους φονεύσωμεν και έτσι σταματήσωμεν το έργον των”. 5 Οἱ δὲ ἐχθροί μας, ποὺ μᾶς ἐπίεζαν ἀπὸ παντοῦ, εἶπαν: Οὔτε θὰ πάρουν εἴδησιν, οὔτε θὰ μᾶς ἰδοῦν, ἕως ὅτου ἔλθωμεν ἀνάμεσά τους καὶ τοὺς φονεύσωμεν καὶ σταματήσωμεν ἔτσι τὸ ἔργον, ποὺ ἐπιχειροῦν.
6 καὶ ἐγένετο ὡς ἤλθοσαν οἱ ᾿Ιουδαῖοι οἱ οἰκοῦντες ἐχόμενα αὐτῶν καὶ εἴποσαν ἡμῖν· ἀναβαίνουσιν ἐκ πάντων τῶν τόπων ἐφ' ἡμᾶς. 6 Τοτε οι Ιουδαίοι της υπαίθρου, οι οποίοι κατοικούσαν πλησίον στους εχθρούς ημών, ήλθαν και μας είπαν αυτά, ότι δηλαδή εκείνοι έρχονται εναντίον μας από όλα τα μέρη, δια να μας αιφνιδιάσουν. 6 Μόλις λοιπὸν ἦλθαν οἱ Ἰουδαῖοι, ποὺ κατοικοῦσαν δίπλα εἰς τοὺς συναγμένους ἐχθρούς, καὶ μᾶς εἶπαν ὅτι αὐτοὶ προχωροῦν καὶ ἀνεβαίνουν ἐναντίον μας ἀπὸ ὅλας τὰς διευθύνσεις, ἔκαμα τὸ ἑξῆς:
7 καὶ ἔστησα εἰς τὰ κατώτατα τοῦ τόπου κατόπισθεν τοῦ τείχους ἐν τοῖς σκεπεινοῖς καὶ ἔστησα τὸν λαὸν κατὰ δήμους μετὰ ρομφαιῶν αὐτῶν, λόγχας αὐτῶν καὶ τόξα αὐτῶν. 7 Αμέσως εγώ ετοποθέτησα εις τα κατώτερα μέρη, πίσω από το τείχος, εις μέρη σκεπασμένα και αθέατα, ανθρώπους κατά δήμους, οι οποίοι ήσαν ωπλισμένοι με μαχαίρας, λόγχας και τόξα. 7 Ὠδήγησα καὶ ἐτοποθέτησα τὸν λαὸν κατὰ δήμους εἰς τὰ χαμηλότερα σημεῖα τοῦ τόπου, πίσω ἀπὸ τὸ τεῖχος, εἰς μέρη καλυμμένα καὶ ἀθέατα. Ὅλοι αὐτοὶ εἶχαν μαζί των τὰς ρομφαίας των, τὰς λόγχας των καὶ τὰ τόξα των.
8 καὶ εἶδον καὶ ἀνέστην καὶ εἶπα πρὸς τοὺς ἐντίμους καὶ πρὸς τοὺς στρατηγοὺς καὶ πρὸς τοὺς καταλοίπους τοῦ λαοῦ· μὴ φοβηθῆτε ἀπὸ προσώπου αὐτῶν· μνήσθητε τοῦ Θεοῦ ἡμῶν τοῦ μεγάλου καὶ φοβεροῦ καὶ παρατάξασθε περὶ τῶν ἀδελφῶν ὑμῶν, υἱῶν ὑμῶν, θυγατέρων ὑμῶν, γυναικῶν ὑμῶν καὶ οἴκων ὑμῶν. 8 Επεθεώρησα έπειτα αυτούς, εσηκώθην δε και είπα στους αξιωματούχους άνδρας και στους στρατηγούς και στον υπόλοιπον λαόν· “Μη φοβηθήτε εμπρός από τους εχθρούς μας. Ενθυμηθήτε τον Θεόν μας, ο οποίος είναι, μεγάλος, τρομερός, και αντιπαραταχθήτε εναντίον των εχθρών μας υπέρ των αδελφών σας, υπέρ των υιών και.θυγατέρων σας, υπέρ των γυναικών σας και των οικιών σας”. 8 Καὶ ἀφοῦ εἶδα ὅτι ἐτακτοποιήθηκαν ἐκεῖ ὅλοι, ἐσηκώθηκα καὶ εἶπα πρὸς τοὺς προεστούς, πρὸς τοὺς ἀξιωματικοὺς καὶ πρὸς ὅλον τὸν λαόν: Μὴ φοβηθῆτε ἐμπρὸς εἰς τοὺς ἐχθρούς μας! Θυμηθῆτε τὸν Θεόν μας, ποὺ εἶναι μέγας καὶ φοβερός, ἐμπιστευθῆτε εἰς Αὐτὸν καὶ ἐτοιμασθῆτε νὰ ἀγωνισθῆτε διὰ τοὺς ἀδελφούς σας, διὰ τοὺς υἱούς σας, διὰ τὰς θυγατέρας σας, διὰ τὰς γυναῖκας σας καὶ διὰ τὰ σπίτια σας.
9 καὶ ἐγένετο ἡνίκα ἥκουσαν οἱ ἐχθροὶ ἡμῶν ὅτι ἐγνώσθη ἡμῖν καὶ διεσκέδασεν ὁ Θεὸς τὴν βουλὴν αὐτῶν, καὶ ἐπεστρέψαμεν πάντες ἡμεῖς εἰς τὸ τεῖχος, ἀνὴρ εἰς τὸ ἔργον αὐτοῦ. 9 Οι εχθροί μας επληροφορήθησαν, ότι έγινεν εις ημάς γνωστή η επιβουλή των, όπως και ο τρόπος της επιθέσεώς των, και ο Θεός ενέπνευσεν εις αυτούς αποκαρδίωσιν και φόβον και διέλυσε την απόφασίν των. Και τότε ημείς επεστρέψαμεν όλοι εις τα τείχη, ο καθένας στο έργον του. 9 Ἐν τῷ μεταξὺ μόλις οἱ ἐχθροί μας ἔμαθαν ὅτι ἐμεῖς ἐγνωρίζαμεν τὰς κινήσεις καὶ τὰ σχέδιά των, ἐκυριεύθηκαν ἀπὸ ἀποθάρρυνσιν καὶ ἔτσι ὁ Θεὸς διέλυσε τὰ σχέδιά των. Κατόπιν τούτου ἐπεστρέψαμεν ὅλοι μας εἰς τὸ τεῖχος, καθένας εἰς τὸ ἔργον, ποὺ ἔκαμνε προηγουμένως.
10 καὶ ἐγένετο ἀπὸ τῆς ἡμέρας ἐκείνης ἥμισυ τῶν ἐκτετιναγμένων ἐποίουν τὸ ἔργον καὶ ἥμισυ αὐτῶν ἀντείχοντο, καὶ λόγχαι καὶ θυρεοὶ καὶ τόξα καὶ θώρακες καὶ οἱ ἄρχοντες ὀπίσω παντὸς οἴκου ᾿Ιούδα 10 Από την ημέραν δε εκείνην ενώ το ήμισυ των ανδρών ησχολείτο με την ανοικοδόμησιν των τειχών, το άλλο ήμισυ εκρατούσαν τας λόγχας, τας ασπίδας και τα τόξα και τους θώρακας έτοιμοι προς άμυναν. Οπισθεν δε και πλησίον αυτών ήσαν οι αρχηγοί της φυλής του Ιούδα. 10 Ἀπὸ τὴν ἡμέραν ἐκείνην καὶ ἐξῆς οἱ μισοὶ ἀπὸ τοὺς θαρραλέους ἄνδρας μας, ἐνῷ ἦσαν ἕτοιμοι νὰ τιναχθοῦν ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν, εἰργάζοντο διὰ τὴν ἐπιδιόρθωσιν τοῦ τείχους. Οἱ δὲ ἄλλοι μισοὶ τοὺς ὑπεστήριζαν σὰν φρουροὶ μὲ λόγχας καὶ ἀσπίδας καὶ τόξα καὶ θώρακας. Ἦσαν μάλιστα παρόντες ἐκεῖ, πίσω ἀπὸ κάθε ἰουδαϊκὴν οἰκογένειαν, καὶ οἱ ἄρχοντές των.
11 τῶν οἰκοδομούντων ἐν τῷ τείχει, καὶ οἱ αἴροντες ἐν τοῖς ἀρτῆρσιν ἐν ὅπλοις· ἐν μιᾷ χειρὶ ἐποίει αὐτοῦ τὸ ἔργον καὶ ἐν μιᾷ ἐκράτει τὴν βολίδα. 11 Αλλά και μεταξύ εκείνων, οι οποίοι ανοικοδομούσαν τα τείχη, υπήρχον άνδρες, οι οποίοι έφεραν τα όπλα των κρεμασμένα στους ώμους των. Με το ένα χέρι ανοικοδομούσαν τα τείχη, με το άλλο δε χέρι εκρατούσαν το βέλος. 11 Ἦσαν δὲ ὡπλισμένοι καὶ αὐτοὶ ποὺ ἔκτιζαν τὸ τεῖχος, καὶ αὐτοὶ ποὺ ἐσήκωναν καὶ μετέφεραν διάφορα βάρη. Μὲ τὸ ἕνα χέρι ἔκαμνε καθένας τὸ ἔργον του καὶ μὲ τὸ ἄλλο ἐκρατοῦσε τὸ βέλος, τὸ ὅπλον του.
12 καὶ οἱ οἰκοδόμοι ἀνὴρ ρομφαίαν αὐτοῦ ἐζωσμένος ἐπὶ τὴν ὀσφὺν αὐτοῦ καὶ ᾠκοδομοῦσαν καὶ ὁ σαλπίζων ἐν τῇ κερατίνῃ ἐχόμενα αὐτοῦ. 12 Πολλοί δε από τους οικοδόμους έφεραν ο καθένας από αυτούς ζωσμένην γύρω από την μέσην του ρομφαίαν και συγχρόνως οικοδομούσαν. Πλησίον δε του Νεεμίου ευρίσκετο πάντοτε έτοιμος ο σαλπιγκτής με την κερατίνην σάλπιγγα. 12 Ἀλλὰ καὶ κάθε τεχνίτης οἰκοδόμος ἦτο ζωσμένος εἰς τὴν μέσην του μὲ τὴν ρομφαίαν του καὶ ἔκτιζαν ὅλοι ὡπλισμένοι. Ὁ δὲ σαλπιγκτὴς ἔστεκε διαρκῶς ἐκεῖ κοντά, μὲ τὴν κερατίνην σάλπιγγα εἰς τὸ χέρι, ἕτοιμος νὰ σαλπίσῃ κάθε πρόσταγμά μου.
13 καὶ εἶπα πρὸς τοὺς ἐντίμους καὶ πρὸς τοὺς ἄρχοντας καὶ πρὸς τοὺς καταλοίπους τοῦ λαοῦ· τὸ ἔργον πλατὺ καὶ πολύ, καὶ ἡμεῖς σκορπιζόμεθα ἐπὶ τοῦ τείχους μακρὰν ἀνὴρ ἀπὸ τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ. 13 Τοτε είπα προς τους αξιωματούχους, τους αρχηγούς και τους υπολοίπους άνδρας, του λαού· “Το έργον είναι μεγάλο. Εκτείνεται εις μεγάλην έκτασιν. Ημείς δε είμεθα διασκορπισμένοι επάνω στο τείχος, μακράν ο ενας από τον άλλον. 13 Εἶπα τότε πρὸς τοὺς προεστούς, πρὸς τοὺς ἀξιωματούχους καὶ πρὸς τοὺς ὑπολοίπους Ἰουδαίους: Τὸ ἔργον τῆς ἀνεγέρσεως τοῦ τείχους εἶναι μεγάλο καὶ πολὺ πλατὺ καὶ εἴμαστε κατ’ ἀνάγκην διασκορπισμένοι ἐπάνω εἰς τὸ τεῖχος. Καθένας μας εὑρίσκεται μακρυὰ ἀπὸ τὸν ἀδελφόν του.
14 ἐν τόπῳ, οὗ ἐὰν ἀκούσητε τὴν φωνὴν τῆς κερατίνης, ἐκεῖ συναχθήσεσθε πρὸς ἡμᾶς, καὶ ὁ Θεὸς ἡμῶν πολεμήσει περὶ ἡμῶν. 14 Εις όποιο, λοιπόν, σημείον της περιοχής ακούσετε το σάλπισμα της κερατίνης σάλπιγγος, εκεί αμέσως θα συγκεντρωθήτε πλησίον μας, δια την απόκρουσιν των εχθρών, και ο Θεός θα πολεμήση υπέρ ημών”. 14 Δι' αὐτό, ἂν χρειασθῇ, πρέπει νὰ συγκεντρωθῆτε ἀμέσως κοντά μας εἰς τὸν τόπον, ὅπου θὰ ἀκούσετε τὸ σάλπισμα τῆς κερατίνης σάλπιγγος. Καὶ νὰ εἶσθε βέβαιοι ὅτι ὁ Θεός μας θὰ πολεμήσῃ ὁπωσδήποτε διὰ λογαριασμόν μας.
15 καὶ ἡμεῖς ποιοῦντες τὸ ἔργον, καὶ ἥμισυ αὐτῶν κρατοῦντες τὰς λόγχας ἀπὸ ἀναβάσεως τοῦ ὄρθρου ἕως ἐξόδου τῶν ἄστρων. 15 Κατ' αυτόν τον τρόπον ημείς ειργαζόμεθα δια την ανοικοδόμησιν του τείχους. Το ήμισυ από ημάς εκρατούσε λόγχας έτοιμον δια πόλεμον από πολύ πρωϊ μέχρι το βράδυ που θα έβγαιναν τα άστρα. 15 Ἔτσι λοιπὸν συνεχίζαμεν τὸ ἔργον τῆς ἀνοικοδομήσεως τοῦ τείχους, ἐνῷ οἱ μισοὶ ἀπὸ ἐμᾶς ἐκρατοῦσαν εἰς τὰ χέρια των λόγχας, ἀπὸ τὰ βαθειὰ χαράματα καὶ ἕως ὅτου ἔκαμναν τὴν ἐμφάνισίν των τὰ ἄστρα.
16 καὶ ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ εἶπα τῷ λαῷ· ἕκαστος μετὰ τοῦ νεανίσκου αὐτοῦ αὐλίσθητε ἐν μέσῳ ῾Ιερουσαλήμ, καὶ ἔστω ὑμῖν ἡ νὺξ προφυλακὴ καὶ ἡ ἡμέρα ἔργον. 16 Κατά την εποχήν εκείνην είπα στον λαόν· “Ο καθένας από ημάς ας διανυκτερεύη με τον υπηρέτην του εντός της Ιερουσαλήμ, ώστε κατά την νύκτα να είναι φρουρός σας κατά δε την ημέραν ας επιδοθή στο έργον του”. 16 Εἶπα δὲ τότε εἰς τὸν λαόν: Καθένας σας νὰ διανυκτερεύῃ μὲ τὸν ὑπηρέτην του μέσα εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα. Καὶ τὴν μὲν νύκτα νὰ φυλάγετε μὲ τὴν σειράν σας σκοπιάν, τὴν δὲ ἡμέραν νὰ ἐργάζεσθε εἰς τὸ τεῖχος.
17 καὶ ἤμην ἐγὼ καὶ οἱ ἄνδρες τῆς προφυλακῆς ὀπίσω μου, καὶ οὐκ ἦν ἐξ ἡμῶν ἐκδιδυσκόμενος ἀνὴρ τά ἱμάτια αὐτοῦ. 17 Εγώ και οι άνδρες της φρουράς, οι οποίοι ήσαν μαζή μου, ποτέ δεν εβγάλαμεν τα ενδύματά μας. Ευρισκόμεθα πάντοτε εις επιφυλακήν. 17 Ἤμουν δὲ παρὼν ἐκεῖ διαρκῶς καὶ ἐγώ, καὶ πίσω μου εἶχα τοὺς ἄνδρας τῆς φρουρᾶς. Κανείς μας δὲ δὲν ἔβγαζε ποτὲ τὰ ἐνδύματά του. Ἤμεθα πάντοτε ἕτοιμοι διὰ πόλεμον ἢ ἐργασίαν.