Παρασκευή, 19 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:45
Δύση: 20:05
Σελ. 11 ημ.
110-256
16ος χρόνος, 5907η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΝΕΕΜΙΑΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 (Β)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΑΙ ἐγένετο ἐν μηνὶ Νισὰν ἔτους εἰκοστοῦ ᾿Αρθασασθὰ βασιλεῖ καὶ ἦν ὁ οἶνος ἐνώπιον ἐμοῦ, καὶ ἔλαβον τὸν οἶνον καὶ ἔδωκα τῷ βασιλεῖ, καὶ οὐκ ἦν ἕτερος ἐνώπιον αὐτοῦ. 1 Κατά τον μήνα Νισάν του εικοστού έτους της βασιλείας του Αρταξέρξου ευρίσκετο ενώπιόν μου ο οίνος, τον οποίον επρόκειτο να δώσω στον βασιλέα. Επήρα, λοιπόν, τον οίνον αυτόν και τον προσέφερα στον βασιλέα. Κανένας άλλος δεν ευρίσκετο την ώραν εκείνην ενώπιον του βασιλέως. 1 Κατὰ τὸν μῆνα Νισὰν τοῦ εἰκοστοῦ ἔτους τῆς βασιλείας τοῦ Ἀρταξέρξου, κάποιαν ἡμέραν ποὺ ἔπρεπε νὰ προσφέρω τὸ κρασί, ποὺ εἶχα ἐμπρός μου, καὶ ἐνῷ δὲν εὑρίσκετο κανεὶς ἄλλος παρὼν ἐνώπιον τοῦ βασιλέως, ἐπῆρα τὸ κρασὶ καὶ τοῦ τὸ ἐπρόσφερα.
2 καὶ εἶπέ μοι ὁ βασιλεύς· διατί τὸ πρόσωπόν σου πονηρὸν καὶ οὐκ εἶ μετριάζων; καὶ οὐκ ἔστι τοῦτο, εἰ μὴ πονηρία καρδίας. καὶ ἐφοβήθην πολὺ σφόδρα, 2 Ο βασιλεύς με ηρώτησε· “διατί το πρόσωπόν σου είναι σκυθρωπόν και δεν είσαι ειρηνικός; Τούτο δεν είναι τίποτε άλλο παρά κάποια ταραχή εις την καρδίαν σου”. Από τον λόγον αυτόν του βασιλέως εφοβήθηκα πάρα πολύ. 2 Μοῦ εἶπε δὲ τότε ὁ βασιλεύς: Διατὶ εἶναι σκυθρωπὸ τὸ προσωπό σου καὶ δὲν εἶσαι ἤρεμος; Αὐτὸ εἶναι σημάδι ὅτι κάτι βασανίζει τὴν καρδιά σου. Τὰ λόγια του αὐτὰ μὲ ἔκαμαν νὰ κυριευθῶ ἀπὸ πολὺ μεγάλον φόβον.
3 καὶ εἶπα τῷ βασιλεῖ· ὁ βασιλεὺς εἰς τὸν αἰῶνα ζήτω· διατί οὐ μὴ γένηται πονηρὸν τὸ πρόσωπόν μου, διότι ἡ πόλις, οἶκος μνημείων πατέρων μου, ἠρημώθη καὶ αἱ πύλαι αὐτῆς κατεβρώθησαν ἐν πυρί; 3 Αλλά απήντησα στον βασιλέα· “ας ζήση χρόνους πολλούς ο βασιλεύς. Πως να μη είναι περίλυπον το πρόσωπόν μου, αφού η πόλις, όπου υπάρχουν οι τάφοι των προγόνων μου, είναι ερημωμένη και αι πύλαι της πόλεως αυτής έχουν καταφαγωθή από το πυρ;” 3 Καὶ εἶπα εἰς τὸν βασιλέα: Εὔχομαι νὰ ζῇ ὁ βασιλεύς μου αἰωνίως! Ὅμως πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ μὴ εἶναι σκυθρωπὸ τὸ προσωπό μου, ὅταν ἡ πόλις, ὅπου εὑρίσκονται οἱ τάφοι τῶν πατέρων μου, ἔχῃ ἐρημωθῆ καὶ ἔχῃ καταφάγει ἡ φωτιὰ τὰς πύλας της;
4 καὶ εἶπέ μοι ὁ βασιλεύς· περὶ τίνος τοῦτο σὺ ζητεῖς; καὶ προσηυξάμην πρὸς τὸν Θεὸν τοῦ οὐρανοῦ 4 Ο βασιλεύς με ηρώτησε· “τι είναι αυτό, το οποίον συ ζητείς;” Εγώ προσηυχήθην εσωτερικώς προς τον Θεόν του ουρανού 4 Καὶ ὁ βασιλεὺς μοῦ εἶπε: Τί εἶναι λοιπὸν αὐτό, ποὺ ζητεῖς ἀπὸ ἐμέ; Προσευχήθηκα τότε ἀμέσως μυστικὰ πρὸς τὸν Θεὸν τὸν οὐρανοῦ καὶ ἐζήτησα τὸν φωτισμόν Του,
5 καὶ εἶπα τῷ βασιλεῖ· εἰ ἐπὶ τὸν βασιλέα ἀγαθόν, καὶ εἰ ἀγαθυνθήσεται ὁ παῖς σου ἐνώπιόν σου ὥστε πέμψαι αὐτὸν ἐν ᾿Ιούδᾳ εἰς πόλιν μνημείων πατέρων μου, καὶ ἀνοικοδομήσω αὐτήν. 5 και είπα στον βασιλέα· “εάν ο βασιλεύς το ευρίσκη καλόν και εάν εγώ ο δούλος σου απολαμβάνω την αγαθότητά σου και την ευμένειάν σου, ζητώ να με αποστείλης εις την Ιουδαίαν, εις την πόλιν Ιερουσαλήμ, όπου υπάρχουν οι τάφοι των προγόνων μου, δια να την ανοικοδομήσω”. 5 καὶ εἶπα εἰς τὸν βασιλέα: Ἐὰν φαίνεται καλὸν εἰς τὸν βασιλέα καὶ ἐὰν ἐγώ, ὁ δοῦλος σου, εὑρῆκα χάριν ἐνώπιόν σου καὶ μὲ ἐκτιμᾷς, ἤθελα νὰ στείλῃς ἐμέ, τὸν δοῦλον σου, εἰς τὴν Ἰουδαίαν, εἰς τὴν πόλιν ὅπου ὑπάρχουν οἱ τάφοι τῶν πατέρων μου, καὶ νὰ μοῦ ἐπιτρέψῃς νὰ τὴν ἀνοικοδομήσω.
6 καὶ εἶπέ μοι ὁ βασιλεὺς καὶ ἡ παλλακὴ ἡ καθημένη ἐχόμενα αὐτοῦ· ἕως πότε ἔσται ἡ πορεία σου καὶ πότε ἐπιστρέψεις; καὶ ἠγαθύνθη ἐνώπιον τοῦ βασιλέως, καὶ ἀπέστειλέ με, καὶ ἔδωκα αὐτῷ ὅρον, 6 Ο βασιλεύς, πλησίον του οποίου εκάθητο η δευτέρας σειράς σύζυγός του, με ηρώτησε· “πόσον θα διαρκέση η πορεία σου; Και πότε θα επιστρέψης;” Ο βασιλεύς έδειξεν ευμένειαν απέναντί μου, ενέκρινε το ταξίδιόν μου και μου έδωσε την άδειαν να αναχωρήσω. Εγώ δε ώρισα τον χρόνον της επανόδου μου. 6 Μὲ ἐρώτησε τότε ὁ βασιλεύς, ἐνῷ ἡ γυναῖκα του ἐκάθητο δίπλα του: Μέχρι πότε θὰ διαρκέσῃ τὸ ταξίδι σου καὶ πότε θὰ ἐπιστρέψῃς; Ἔτσι ἔγινε εὐμενῶς δεκτὸν ἀπὸ τὸν βασιλέα αὐτό, ποὺ τοῦ ἐζήτησα, καὶ μοῦ ἐπέτρεψε νὰ φύγω. Ὥρισα ὅμως τὸν χρόνον τῆς ἐπιστροφῆς μου.
7 καὶ εἶπα τῷ βασιλεῖ· εἰ ἐπὶ τὸν βασιλέα ἀγαθόν, δότω μοι ἐπιστολὰς πρὸς τοὺς ἐπάρχους πέραν τοῦ ποταμοῦ ὥστε παραγαγεῖν με, ἕως ἔλθω ἐπὶ ᾿Ιούδαν, 7 Και είπα στον βασιλέα· “εάν φαίνεται καλόν και αγαθόν στον βασιλέα, ας μου δώση συστατικάς επιστολάς προς τους πέραν του ποταμού Ευφράτου διοικητάς, ώστε να με αφήσουν να περάσω, έως ότου φθάσω εις την Ιουδαίαν. 7 Εἶπα δὲ ἐπὶ πλέον εἰς τὸν βασιλέα: Ἐὰν τὸ θεωρῇ σωστὸν ὁ βασιλεύς, ἂς μοῦ δώσῃ ἐπιστολὰς πρὸς τοὺς διοικητάς, ποὺ εὑρίσκονται πέραν τοῦ Εὐφράτου ποταμοῦ, ὥστε νὰ μὲ ἀφήσουν νὰ περάσω ἐλεύθερα ἀπὸ τὰς ἐπαρχίας των καὶ νὰ φθάσω εἰς τὴν Ἰουδαίαν.
8 καὶ ἐπιστολὴν ἐπὶ ᾿Ασὰφ φύλακα τοῦ παραδείσου, ὅς ἐστι τῷ βασιλεῖ, ὥστε δοῦναί μοι ξύλα στεγάσαι τὰς πύλας καὶ εἰς τὸ τεῖχος τῆς πόλεως καὶ εἰς οἶκον, ὃν εἰσελεύσομαι εἰς αὐτόν. καὶ ἔδωκέ μοι ὁ βασιλεὺς ὡς χεὶρ Θεοῦ ἡ ἀγαθή. 8 Και μίαν άλλην επιστολήν προς τον Ασάφ, τον φύλακα του δάσους, που ανήκει εις σε τον βασιλέα, ώστε να μου δώση ξύλα να στεγάσω τας πύλας του τείχους και δι' αυτό τούτο το τείχος της πόλεως και δια τον ιδικόν μου οίκον, στον οποίον θα εγκατασταθώ”. Ο βασιλεύς μου έδωσε τας επιστολάς αυτάς και τούτο, διότι το αγαθόν και προστατευτικόν χέρι του Θεού ήτο επάνω μου. 8 Θέλω ἐπίσης καὶ μίαν ἐπιστολὴν πρὸς τὸν Ἀσάφ, τὸν ὑπεύθυνον διὰ τὴν διαφύλαξιν τοῦ βασιλικοῦ δάσους, διὰ νὰ μοῦ δώσῃ ξύλα, τὰ ὁποῖα θὰ χρησιμοποιήσω διὰ τὰς πύλας καὶ τὸ τεῖχος τῆς πόλεως, καθὼς καὶ διὰ τὸ σπίτι, ὅπου θὰ ἔμβω νὰ κατοικήσω. Καὶ ἐπειδὴ τὸ προστατευτικὸ χέρι τοῦ Θεοῦ ἦτο ἐπάνω μου, μοῦ ἔδωσεν ὁ βασιλεὺς μὲ εὐκολίαν τὰς ἐπιστολάς, ποὺ τοῦ ἐζήτησα.
9 καὶ ἦλθον πρὸς τοὺς ἐπάρχους πέραν τοῦ ποταμοῦ καὶ ἔδωκα αὐτοῖς τὰς ἐπιστολὰς τοῦ βασιλέως, καὶ ἀπέστειλε μετ' ἐμοῦ ὁ βασιλεὺς ἀρχηγοὺς δυνάμεως καὶ ἱππεῖς. 9 Ηλθα στους διοικητάς του βασιλέως, που ευρίσκοντο εις την πέραν του ποταμού Ευφράτου χώραν, και παρέδωκα προς αυτούς τας επιστολάς του βασιλέως. Ο δε βασιλεύς είχε στείλει μαζή μου στρατιωτικούς αρχηγούς και ιππείς. 9 Ἤλθα λοιπὸν εἰς τοὺς διοικητὰς τῶν πέραν τοῦ Εὐφράτου ποταμοῦ ἐπαρχιῶν καὶ τοὺς παρέδωσα τὰς ἐπιστολὰς τοῦ βασιλέως, τὰς σχετικὰς μὲ τὸ ταξίδι μου. Ἔστειλε δὲ ὁ βασιλεὺς μαζί μου καὶ ἀξιωματικοὺς καὶ ἱππεῖς.
10 καὶ ἤκουσε Σαναβαλλὰτ ὁ ᾿Αρωνὶ καὶ Τωβία ὁ δοῦλος ᾿Αμμωνί, καὶ πονηρὸν αὐτοῖς ἐγένετο ὅτι ἥκει ὁ ἄνθρωπος ζητῆσαι ἀγαθὸν τοῖς υἱοῖς ᾿Ισραήλ. 10 Οταν επληροφορήθη ο Σαναβαλλάτ, ο Αρωνίτης και ο Τωβίας ο δούλος του ο Αμμωνίτης αυτά, ότι δηλαδή ήλθεν άνθρωπος από την Περσίαν να βοηθήση τους Ισραηλίτας, τα εθεώρησαν πολύ κακά. 10 Ὅταν ἔμαθαν τὸν σκοπὸν τὸν ταξιδιοῦ μου ὁ Σαναβαλλὰτ ὁ Ἀρωνίτης καὶ ὁ Τωβία ὁ Ἀμμωνίτης, ποὺ ἦτο προηγουμένως δοῦλος, οἱ ὁποῖοι καὶ οἱ δύο ἦσαν ἐχθροὶ τῶν Ἰουδαίων, ἐπικράθηκαν, διότι ἔφθασε κάποιος ἄνθρωπος, ποὺ ἐπεδίωκε νὰ κάμῃ κάτι καλὸν εἰς τοὺς Ἰσραηλίτας.
11 Καὶ ἦλθον εἰς ῾Ιερουσαλὴμ καὶ ἤμην ἐκεῖ ἡμέρας τρεῖς. 11 Εγώ ήλθα εις την Ιερουσαλήμ και ανεπαύθην εκεί τρεις ημέρας. 11 Ἀφοῦ λοιπὸν ἔφθασα εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ, ἔμεινα ἐκεῖ ἄπρακτος τὰς τρεῖς πρώτας ἡμέρας, διὰ νὰ ἀναπαυθῶ καὶ νὰ ἐνημερωθῶ ὡς πρὸς τὰ προβλήματά της.
12 καὶ ἀνέστην νυκτὸς ἐγὼ καὶ ἄνδρες ὀλίγοι μετ' ἐμοῦ· καὶ οὐκ ἀπήγγειλα ἀνθρώπῳ τί ὁ Θεὸς δίδωσιν εἰς καρδίαν μου τοῦ ποιῆσαι μετὰ τοῦ ᾿Ισραήλ, καὶ κτῆνος οὐκ ἔστι μετ' ἐμοῦ, εἰ μὴ τὸ κτῆνος, ᾧ ἐγὼ ἐπιβαίνω ἐπ' αὐτῷ. 12 Κατόπιν κατά την νύκτα εσηκώθηκα εγώ και ολίγοι άνδρες, οι οποίοι ήσαν μαζή μου. Δεν εγνωστοποίησα όμως εις κανένα άνθρωπον, ποίας αποφάσεις είχε θέσει ο Θεός εις την καρδίαν μου, δια να τας πραγματοποιήσω εις όφελος του ισραηλιτικού λαού. Κανένα άλλο μεταγωγικόν ζώον δεν είχα, πλην εκείνου στο οποίον εγώ επέβαινα. 12 Ἐν συνεχείᾳ ἐσηκώθηκα κατὰ τὴν νύκτα καὶ ἐπῆρα μαζί μου καὶ ὀλίγους ἄνδρας. Δὲν εἶπα δὲ εἰς κανένα ἄνθρωπον τί ἔβαλε μέσα εἰς τὴν καρδιάν μου ὁ Θεὸς καὶ τί ἐσκόπευα νὰ κάμω χάριν τῶν Ἰσραηλιτῶν. Δὲν εἶχα δὲ μαζί μου κανένα ἄλλο ζῶον, παρὰ μόνον τὸ ὑποζύγιον, ἐπάνω εἰς τὸ ὁποῖον ἤμουν καθισμένος.
13 καὶ ἐξῆλθον ἐν πύλῃ τοῦ Γωληλὰ καὶ πρὸς στόμα πηγῆς τῶν συκῶν καὶ εἰς πύλην τῆς κοπρίας καὶ ἤμην συντρίβων ἐν τῷ τείχει ῾Ιερουσαλήμ, ὃ αὐτοὶ καθαιροῦσι καὶ πύλαι αὐτῆς κατεβρώθησαν πυρί. 13 Εβγήκα, λοιπόν, από την πύλην του τείχους, η οποία ωνομάζετο Γωληλά και διηυθύνθην στο στόμιον της πηγής των συκιών προς την πύλην της κοπρίας. Εκεί παρέμεινα και παρατηρούσα το τείχος της Ιερουσαλήμ, το οποίον εκείνοι είχαν κρημνίσει και τας πύλας της, αι οποίαι είχαν καταφαγωθή από το πυρ. 13 Καὶ ἐβγῆκα ἀπὸ τὴν πύλην Γωληλὰ καὶ ἦλθα ἐκεῖ ποὺ ἀναβλύζει ἡ Πηγὴ τῶν συκοδένδρων, καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἐπῆγα εἰς τὴν πύλην τῆς Κοπρίας, ποὺ ὁδηγεῖ πρὸς τὴν κοιλάδα Ἐννώμ. Ἔβλεπα δὲ ἐκεῖ συντετριμμένος τὸ ἐρειπωμένο τεῖχος τῆς Ἱερουσαλήμ, ποὺ τὸ εἶχαν γκρεμίσει οἱ ἐχθροί, καὶ τὰς πύλας της, ποὺ εἶχαν καταφαγωθῆ ἀπὸ τὴν φωτιάν.
14 καὶ παρῆλθον ἐπὶ πύλην τοῦ ᾿Αΐν καὶ εἰς κολυμβήθραν τοῦ βασιλέως, καὶ οὐκ ἦν τόπος τῷ κτήνει παρελθεῖν ὑποκάτω μου. 14 Ηλθα εις την πύλην Αῒν και εις την δεξαμένην του βασιλέως. Δεν υπήρχεν όμως δίοδος να πέραση το υποζύγιον, επί του οποίου εγώ επέβαινα. 14 Κατόπιν ἐπῆγα εἰς τὴν πύλην τοῦ Ἀΐν καὶ εἰς τὴν Δεξαμενὴν τοῦ Βασιλέως, ὅπου λόγῳ τοῦ σωροῦ τῶν ἐρειπίων δὲν ἠμποροῦσε νὰ περάσῃ τὸ ζῶον, ἐπάνω εἰς τὸ ὁποῖον ἐπέβαινα.
15 καὶ ἤμην ἀναβαίνων ἐν τῷ τείχει χειμάρρου νυκτὸς καὶ ἤμην συντρίβων ἐν τῷ τείχει, καὶ ἤμην ἐν πύλῃ τῆς φάραγγος καὶ ἐπέστρεψα. 15 Από εκεί, εν καιρώ νυκτός, ανέβηκα στο τείχος, το οποίον ήτο πλησίον του χειμάρρου. Εκεί παρέμεινα και παρετήρουν το τείχος. Κατόπιν δια της πύλης της φάραγγος επέστρεψα εκεί, από όπου εξεκίνησα. 15 Ἔπειτα, καὶ ἐνῷ ἀκόμη ἦτο νύκτα, ἀνέβαινα κατὰ μῆκος τοῦ τείχους, ποὺ ἦτο δίπλα εἰς τὸν χείμαρρον τῶν Κέδρων, καὶ ἐβλεπα μὲ συντριβὴν καὶ πόνον τὸ τεῖχος. Καὶ ἀφοῦ ἐπέρασα τὴν πύλην τῆς Φάραγγος, ἐπέστρεψα εἰς τὴν ἀφετηρίαν μου.
16 τότε οἱ φυλάσσοντες οὐκ ἔγνωσαν τί ἐπορεύθην καὶ τί ἐγὼ ποιῶ, καὶ τοῖς ᾿Ιουδαίοις καὶ τοῖς ἱερεῦσι καὶ τοῖς ἐντίμοις καὶ τοῖς στρατηγοῖς καὶ τοῖς καταλοίποις τοῖς ποιοῦσι τὰ ἔργα, ἕως τότε οὐκ ἀπήγγειλα. 16 Οι φρουροί δεν κατώρθωσαν να μάθουν, που μετέβην και τι έκαμα. Μέχρι δε εκείνης της ώρας δεν είχα ανακοινώσει τίποτε στους Ιουδαίους, στους ιερείς, στους επισήμους, στους αρχηγούς, ούτε και στον υπόλοιπον λαόν, οι οποίοι ησχολούντο με τα έργα. 16 Τὴν ὥραν ἐκείνην οἱ σκοποὶ τῆς πόλεως δὲν ἤξεραν διατὶ ἐπῆγα καί τί ἐσχεδίαζα νὰ κάμω. Δὲν εἶχα ἀνακοινώσει δὲ ἕως τότε τίποτε εἰς τοὺς Ἰουδαίους, οὔτε εἰς τοὺς ἱερεῖς καὶ εἰς τοὺς ἐπισήμους καὶ τοὺς ἄρχοντας, οὔτε εἰς τοὺς ὑπολοίπους, ποὺ θὰ ἐκοπίαζαν διὰ νὰ ὁλοκληρώσουν τὸ ἔργον τῆς ἀνοικοδομήσεως τῶν τειχῶν.
17 καὶ εἶπα πρὸς αὐτούς· ὑμεῖς βλέπετε τὴν πονηρίαν ταύτην, ἐν ᾗ ἐσμεν ἐν αὐτῇ, πῶς ῾Ιερουσαλὴμ ἔρημος καὶ αἱ πύλαι αὐτῆς ἐδόθησαν πυρί· δεῦτε καὶ διοικοδομήσωμεν τὸ τεῖχος ῾Ιερουσαλήμ, καὶ οὐκ ἐσόμεθα ἔτι ὄνειδος. 17 Είπα μόνον εις αυτούς· “Βλέπετε σεις την θλιβεράν αυτήν κατάστασιν εις την οποίαν ευρισκόμεθα. Πως δηλαδή η Ιερουσαλήμ είναι ερημωμένη και αι πύλαι αυτής έχουν παραδοθή εις την φωτιάν. Εμπρός, λοιπόν, να ανοικοδομήσωμεν το τείχος της Ιερουσαλήμ, ώστε να μη είμεθα πλέον αντικείμενον εξευτελισμού και εμπαιγμού”. 17 Κάποιαν ὥραν ὅμως τοὺς εἶπα: Βλέπετε καὶ σεῖς οἱ ἴδιοι τὴν ἀθλίαν κατάστασιν, εἰς τὴν ὁποίαν ἔχομεν καταντήσει, πῶς ἐρημώθηκε δηλαδὴ ἡ Ἱερουσαλὴμ καὶ πῶς ἔχουν κατακαῇ αἱ πύλαι της. Ἐλᾶτε λοιπὸν νὰ οἰκοδομήσωμεν ὅλοι μαζὶ τὸ τεῖχος τῆς Ἱερουσαλήμ, διὰ νὰ μὴ μᾶς ἐμπαίζουν οἱ ἐχθροί μας.
18 καὶ ἀπήγγειλα αὐτοῖς τὴν χεῖρα τοῦ Θεοῦ, ἥ ἐστιν ἀγαθὴ ἐπ' ἐμέ, καὶ τοὺς λόγους τοῦ βασιλέως, οὓς εἶπέ μοι, καὶ εἶπα· ἀναστῶμεν καὶ οἰκοδομήσωμεν. καὶ ἐκραταιώθησαν αἱ χεῖρες αὐτῶν εἰς τὸ ἀγαθόν. 18 Τοτε διηγήθην εις αυτούς ότι το προστατευτικόν χέρι του Θεού ευρίσκεται επάνω μου και τους ανέφερα τους λόγους του βασιλέως, αυτούς τους οποίους εκείνος μου είπε. Και τους είπα· “Ας οηκωθώμεν και ας ανοικοδομήσωμεν τα τείχη”. Επειτα από τα λόγιά μου αυτά ενεθαρρύνθησαν και ενισχύθησαν αυτοί στο καλόν τούτο έργον. 18 Τοὺς ἀνέφερα δὲ τὸ πόσον μὲ ἐβοήθησε τὸ προστατευτικὸ χέρι τοῦ Θεοῦ, καθὼς ἐπίσης καὶ ὅλα, ὅσα μοῦ εἶπε ὁ βασιλεύς, καὶ τοὺς εἶπα: Ἐμπρὸς λοιπόν, ἂς σηκωθοῦμε καὶ ἂς κτίσωμε τὸ τεῖχος! Μὲ τὰ λόγια αὐτὰ ἐπῆραν αὐτοὶ θάρρος καὶ δύναμιν καὶ ἀπεφάσισαν νὰ ἀναλάβουν τὸ καλὸν αὐτὸ ἔργον.
19 καὶ ἤκουσε Σαναβαλλὰτ ὁ ᾿Αρωνὶ καὶ Τωβία ὁ δοῦλος ὁ ᾿Αμμωνὶ καὶ Γησὰμ ὁ ᾿Αραβὶ καὶ ἐξεγέλασαν ἡμᾶς καὶ ἦλθον ἐφ' ἡμᾶς καὶ εἶπαν· τί τὸ ρῆμα τοῦτο, ὃ ὑμεῖς ποιεῖτε; ᾖ ἐπὶ τὸν βασιλέα ὑμεῖς ἀποστατεῖτε; 19 Οταν όμως επληροφρήθησαν τούτο ο Σαναδολλάτ ο Αρωνίτης και Τωβίας ο Αμμωνίτης ο δούλος και Γησάμ ο καταγόμενος από την Αραβίαν, μας ενέπαιξαν, ήλθον προς ημάς και μας είπαν· Τι είναι αυτό το οποίον σεις κάμνετε; Επαναστατείτε λοιπόν εναντίον του βασιλέως; 19 Ὅταν τὸ ἐπληροφορήθησαν ὁ Σαναβαλλὰτ ὁ Ἀρωνίτης καὶ ὁ δοῦλος Τωβία ὁ Ἀμμωνίτης καὶ ὁ Γησάμ, ποὺ κατήγετο ἀπὸ τὴν Ἀραβίαν, ἐγέλασαν εἰς βάρος μας καὶ εἶπαν: Τί εἶναι αὐτὰ ποὺ κάμνετε; Ὥστε ἐπαναστατεῖτε ἐναντίον τοῦ βασιλέως;
20 καὶ ἐπέστρεψα αὐτοῖς λόγον καὶ εἶπα αὐτοῖς· ὁ Θεὸς τοῦ οὐρανοῦ, αὐτὸς εὐοδώσει ἡμῖν, καὶ ἡμεῖς δοῦλοι αὐτοῦ καθαροί, καὶ οἰκοδομήσομεν· καὶ ὑμῖν οὐκ ἔστι μερὶς καὶ δικαιοσύνη καὶ μνημόσυνον ἐν ῾Ιερουσαλήμ. 20 Απήντησα προς αυτούς και τους είπα. Ο Θεός του ουρανού, αυτός θα κατευοδώση το έργον μας, διότι ημείς είμεθα οι αληθινοί και καθαροί δούλοι του και θα ανοικοδομήσωμεν την πόλιν μας. Σεις δεν έχετε κανένα μερίδιον εις αυτήν και κανένα δικαίωμα δια σας, άλλωστε, κανείς ποτέ λόγος δεν έγινεν εις την πόλιν της Ιερουσαλήμ. 20 Ἀπήντησα τότε πρὸς αὐτοὺς καὶ τοὺς εἶπα: Ὁ Θεὸς τοῦ οὐρανοῦ εἶναι Ἐκεῖνος, ποὺ θὰ κατευοδώσῃ τὰ ἔργα μας. Ἐμεῖς εἴμαστε γνήσιοι καὶ καθαροὶ δοῦλοι Του καὶ πιστεύομεν ὅτι τελικῶς θὰ κτίσωμεν καὶ πάλιν τὸ τεῖχος. Σεῖς ὅμως δὲν ἔχετε κανένα μερίδιον καὶ δικαίωμα εἰς τὴν πόλιν μας καὶ δὲν ἀνεφέρθη ἀλλ’ οὔτε καὶ θὰ ἀναφερθῇ ποτὲ τὸ ὄνομά σας εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ!