Παρασκευή, 29 Μαρτίου 2024
Ανατ: 06:15
Δύση: 18:46
Σελ. 20 ημ.
89-277
16ος χρόνος, 5886η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΠΑΡΑΛΕΙΠΟΜΕΝΩΝ Β' - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6 (Ϛ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΤΟΤΕ εἶπε Σαλωμών· Κύριος εἶπε τοῦ κατασκηνῶσαι ἐν γνόφῳ· 1 Τοτε είπεν ο Σολομών· “ο Κυριος απεφάσισε να κατοικήση μέσα εις την σκοτεινήν νεφέλην. 1 Τότε ὁ Σολομὼν εἶπεν: «Ὁ Κύριος ἀπεφάσισε νὰ κατασκηνώσῃ μέσα εἰς σκοτεινὸν καὶ πυκνὸν σύννεφον·
2 καὶ ἐγὼ ᾠκοδόμηκα οἶκον τῷ ὀνόματί σου ἅγιόν σοι καὶ ἕτοιμον τοῦ κατασκηνῶσαι εἰς τοὺς αἰῶνας. 2 Εγώ όμως, Κυριε, οικοδόμησα τον ναόν αυτόν στο Ονομά σου, αφιερωμένον εις σέ, έτοιμον δια να κατοικήσης εις αυτόν στους αιώνας των αιώνων”. 2 ἐγὼ ὅμως, Κύριε, ἀνοικοδόμησα μεγαλοπρεπῆ ναὸν εἰς τὸ ὄνομά σου, ἀφιερωμένον εἰς σέ, διὰ νὰ κατασκηνώσῃς εἰς αὐτὸν μονίμως, αἰωνίως».
3 καὶ ἐπέστρεψεν ὁ βασιλεὺς τὸ πρόσωπον αὐτοῦ καὶ εὐλόγησε τὴν πᾶσαν ἐκκλησίαν ᾿Ισραήλ, καὶ πᾶσα ἡ ἐκκλησία ᾿Ισραὴλ παρειστήκει. 3 Ο βασιλεύς Σολομών εγύρισε το πρόσωπόν του προς τον λαόν και ευλόγησεν όλην την συνάθροισιν των Ισραηλιτών. Ολοι δε οι Ισραηλίται ίσταντο όρθιοι με ευλάβειαν. 3 Ἔπειτα ὁ βασιλιᾶς ἔστρεψε τὸ πρόσωπόν του πρὸς τὸν λαὸν καὶ εὐλόγησε ὅλην τὴν συνάθροισιν τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ· ὅλος δὲ ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαός, ποὺ εἶχε συναθροισθῇ, ἐστέκετο ὄρθιος.
4 καὶ εἶπεν· εὐλογητὸς Κύριος ὁ Θεὸς ᾿Ισραήλ, ὡς ἐλάλησεν ἐν στόματι αὐτοῦ πρὸς Δαυὶδ τὸν πατέρα μου καὶ ἐν χερσὶν αὐτοῦ ἐπλήρωσε λέγων· 4 Ο Σολομών εδοξολόγησε τότε τον Θεόν και είπε· “δοξασμένος ας είναι Κυριος ο Θεός του ισραηλιτικού λαού, διότι αυτός ο ίδιος υπεσχέθη προς τον πατέρα μου τον Δαυίδ και με τα παντοδύναμα χέρια του εξετέλεσεν ο,τι τότε είχεν υποσχεθή. 4 Καὶ ὁ βασιλιᾶς Σολομὼν εἶπεν: «Ἂς εἶναι εὐλογημένος καὶ δοξασμένος ὁ Κύριος, τὸν ὁποῖον μόνοι ἀπὸ ὅλα τὰ ἔθνη ἐγνώρισαν καὶ ἐλάτρευσαν οἱ Ἰσραηλῖται, καὶ δι’ αὐτὸ ὀνομάζεται ἰδικός των Θεός, Θεὸς τοῦ Ἰσραήλ· ἂς εἶναι εὐλογημένος καὶ δοξασμένος, διότι ἐμίλησε μὲ τὸ στόμα του εἰς τὸν Δαβίδ, τὸν πατέρα μου, διὰ τὴν ἀνοικοδόμησιν τοῦ Ναοῦ καὶ μὲ τὰ χέρια του ἐξεπλήρωσε τὴν ὑπόσχεσίν του. Ὁ Θεὸς ὑπεσχέθη εἰς τὸν Δαβὶδ τὴν ἀνοικοδόμησιν τοῦ Ναοῦ, ὅταν τοῦ εἶπεν:
5 ἀπὸ τῆς ἡμέρας, ἧς ἀνήγαγον τὸν λαόν μου ἐκ γῆς Αἰγύπτου, οὐκ ἐξελεξάμην ἐν πόλει ἀπὸ πασῶν φυλῶν ᾿Ισραὴλ τοῦ οἰκοδομῆσαι οἶκον τοῦ εἶναι τό ὄνομά μου ἐκεῖ καὶ οὐκ ἐξελεξάμην ἀνδρὶ τοῦ εἶναι εἰς ἡγούμενον ἐπὶ τὸν λαόν μου ᾿Ισραήλ· 5 Αυτός είχεν είπει· Από την ημέραν, κατά την οποίαν έβγαλα ελεύθερον τον λαόν μου από την χώραν της Αιγύπτου, καμμίαν άλλην πόλιν από όλας τας φυλάς του ισραηλιτικού λαού δεν εξέλεξα, δια να οικοδομήσω εκεί ναόν προς τιμήν του Ονόματός μου, ει μη μόνον την Ιερουσαλήμ. Και κανένα άλλον άνδρα δεν εξέλεξα ως βασιλέα επί του Ισραηλιτικού λαού. Πλην του Δαυίδ. 5 «Ἀπὸ τὴν ἡμέραν, κατὰ τὴν ὁποίαν ἐλευθέρωσα τὸν λαόν μου καὶ τὸν ἔβγαλα ἀπὸ τὴν χώραν τῆς Αἰγύπτου, δὲν ἐδιάλεξα καμμίαν πόλιν ἀπὸ ὅλες τὶς φυλὲς τοῦ Ἰσραήλ, εἰς τὴν ὁποίαν νὰ οἰκοδομήσω ἐκεῖ ναόν, ἀφιερωμένον εἰς τὸ ὄνομά μου, ὥστε νὰ λατρεύουν καὶ νὰ ἐπικαλοῦνται ἐκεῖ τὸ ὄνομά μου. Οὔτε ἐδιάλεξα ὁποιονδήποτε ἄνδρα διὰ νὰ εἶναι βασιλιᾶς τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ μου.
6 καὶ ἐξελεξάμην τὴν ῾Ιερουσαλὴμ γενέσθαι τὸ ὄνομά μου ἐκεῖ καὶ ἐξελεξάμην ἐν Δαυὶδ τοῦ εἶναι ἐπὶ τὸν λαόν μου ᾿Ισραήλ. 6 Εγώ εξέλεξα την Ιερουσαλήμ, δια να δοξάζεται εκεί το Ονομά μου, και εγώ εξέλεξα τον Δαυίδ, δια να είναι βασιλεύς στον λαόν μου τον ισραηλιτικόν. 6 Τώρα ὅμως ἐδιάλεξα τὴν Ἱερουσαλήμ, διὰ νὰ λατρεύεται ἐκεῖ τὸ ὄνομά μου· ἐδιάλεξα δὲ καὶ τὸν Δαβίδ, διὰ νὰ εἶναι βασιλιᾶς τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ μου».
7 καὶ ἐγένετο ἐπὶ καρδίαν Δαυὶδ τοῦ πατρός μου τοῦ οἰκοδομῆσαι οἶκον τῷ ὀνόματι Κυρίου Θεοῦ ᾿Ισραήλ, 7 Εις την καρδίαν δε του Δαυίδ του πατρός μου εγενήθη η επιθυμία και ο πόθος να ανοικοδομήση ναόν εν τω ονόματι Κυρίου του Θεού του Ισραήλ. 7 Ὁ Σολομὼν συνέχισεν: «Ἐγεννήθη δὲ εἰς τὴν καρδία τοῦ Δαβίδ, τοῦ πατέρα μου, ἡ δυνατὴ ἐπιθυμία νὰ ἀνοικοδομήσῃ ναὸν ἀφιερωμένον εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου, τοῦ Θεοῦ τῶν Ἰσραηλιτῶν.
8 καὶ εἶπε Κύριος πρὸς Δαυὶδ πατέρα μου· διότι ἐγένετο ἐπὶ καρδίαν σου τοῦ οἰκοδομῆσαι οἶκον τῷ ὀνόματί μου, καλῶς ἐποίησας, ὅτι ἐγένετο ἐπὶ τὴν καρδίαν σου· 8 Αλλά ο Κυριος είπε προς τον Δαυίδ, τον πατέρα μου· Η επιθυμία, που εγενήθη εις την καρδίαν σου να οικοδομήσης ναόν εις δόξαν του ονόματός μου, καλή επιθυμία είναι και καλώς αυτή εγέμισε την καρδίαν σου. 8 Ἀλλ’ ὁ Κύριος, ποὺ εἶδε τὴν ἐπιθυμίαν αὐτὴν τοῦ πατέρα μου, τοῦ εἶπε: « Τὸ ὅτι ἐγεννήθη εἰς τὴν καρδία σου ἡ ἐπιθυμία νὰ ἀνοικοδομήσῃς ναὸν εἰς τὸ ὄνομά μου, ἦταν πολὺ καλόν. Εἶχες ἀπόλυτον δίκαιον νὰ ἐπιθυμήσῃς καὶ νὰ σχεδιάσῃς ἕνα τέτοιο ἔργον
9 πλὴν σὺ οὐκ οἰκοδομήσεις τὸν οἶκον, ὅτι ὁ υἱός σου, ὃς ἐξελεύσεται ἐκ τῆς ὀσφύος σου, οὗτος οἰκοδομήσει τὸν οἶκον τῷ ὀνόματί μου. 9 Πλην όμως συ δεν θα ανοικοδομήσης τον ναόν αυτόν, άλλα ο υιός σου, ο οποίος θα εξέλθη από τα σπλάγχνα σου, αυτός θα ανοικοδομήση τον ναόν τον αφιερωμένον στο Ονομά μου. 9 Παρ’ ὅλα ὅμως αὐτὰ δὲν θὰ ἀνοικοδομήσῃς σὺ τὸν Ναόν, ἀλλὰ ὁ υἱός σου, ὁ ὁποῖος θὰ γεννηθῇ ἀπὸ σέ· αὐτὸς εἶναι ἐκεῖνος, ποὺ θὰ κτίσῃ τὸν Ναὸν αὐτὸν εἰς τὸ ὄνομά μου».
10 καὶ ἀνέστησε Κύριος τὸν λόγον τοῦτον, ὃν ἐλάλησε, καὶ ἐγενήθην ἀντὶ Δαυὶδ τοῦ πατρός μου καὶ ἐκάθισα ἐπὶ τὸν θρόνον ᾿Ισραήλ, καθὼς ἐλάλησε Κύριος, καὶ ᾠκοδόμησα τὸν οἶκον τῷ ὀνόματι Κυρίου Θεοῦ ᾿Ισραὴλ 10 Ο Κυριος εξεπλήρωσε την υπόσχεσίν του αυτήν, την οποίαν ρητώς είχεν είπει, και ιδού ότι εγώ διεδέχθην τον πατέρα μου, τον Δαυίδ, και εκάθισα στον βασιλικόν θρόνον του ισραηλιτικού λαού, όπως είχεν υποσχεθή ο Κυριος. Και ανοικοδόμησα τον ναόν προς δόξαν του ονόματος Κυρίου του Θεού του ισραηλιτικού λαού. 10 Τώρα λοιπὸν ὁ Κύριος ἐπραγματοποίησε τὴν ὑπόσχεσιν αὐτήν, τὴν ὁποίαν ἔδωκε· καὶ διεδέχθηκα τὸν Δαβίδ, τὸν πατέρα μου, καὶ ἐκάθησα εἰς τὸν βασιλικὸν θρόνον τοῦ Ἰσραήλ, ὅπως ὑπεσχέθη ὁ Κύριος· καὶ ἀνοικοδόμησα τὸν Ναὸν εἰς τὸ ὄνομα Κυρίου, τοῦ Θεοῦ Ἰσραήλ.
11 καὶ ἔθηκα ἐκεῖ τὴν κιβωτόν, ἐν ᾗ ἐκεῖ διαθήκη Κυρίου, ἣν διέθετο τῷ ᾿Ισραήλ. 11 Εκεί έθεσα την Κιβωτόν του Μαρτυρίου, μέσα εις την οποίαν υπάρχει η Διαθήκη του Κυρίου, την οποίαν αυτός συνήψε με τον ισραηλιτικόν λαόν”. 11 Καὶ ἐκεῖ εἰς τὸν Ναὸν ἐτοποθέτησα τὴν Κιβωτόν, εἰς τὴν ὁποίαν ὑπάρχουν οἱ θεοχάρακτες λίθινες πλάκες τῆς Διαθήκης, τὴν ὁποίαν εἶχε συνάψει ὁ Θεὸς μὲ τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαόν».
12 Καὶ ἔστη κατέναντι τοῦ θυσιαστηρίου Κυρίου ἔναντι πάσης ἐκκλησίας ᾿Ισραὴλ καὶ διεπέτασε τὰς χεῖρας αὐτοῦ· 12 Εστάθη ο Σολομών όρθιος ενώπιον του θυσιαστηρίου των ολοκαυτωμάτων και ενώπιον όλης της συγκεντρώσεως του ισραηλιτικού λαού και ύψωσε τας χείρας αυτού στον ουρανόν, δια να προσευχηθή προς τον Κυριον. 12 Κατόπιν ὁ Σολομὼν ἐστάθη ὄρθιος ἐμπρὸς εἰς τὸ θυσιαστήριον τῶν ὁλοκαυτωμάτων τοῦ Κυρίου, ἐνώπιον ὅλης τῆς συναθροίσεως τῶν Ἰσραηλιτῶν, καὶ ὕψωσε τὰ χέρια του πρὸς τὸν οὐρανόν·
13 ὅτι ἐποίησε Σαλωμὼν βάσιν χαλκῆν καὶ ἔθηκεν αὐτὴν ἐν μέσῳ τῆς αὐλῆς τοῦ ἱεροῦ, πέντε πήχεων τὸ μῆκος αὐτῆς καὶ πέντε πήχεων τὸ εὖρος αὐτῆς καὶ τριῶν πήχεων τὸ ὕψος αὐτῆς, καὶ ἔστη ἐπ' αὐτῆς καὶ ἔπεσεν ἐπὶ τὰ γόνατα ἔναντι πάσης ἐκκλησίας ᾿Ισραὴλ καὶ διεπέτασε τὰς χεῖρας αὐτοῦ εἰς τὸν οὐρανὸν 13 Είχεν ήδη κατασκευάσει ο Σολομών χάλκινον βάθρον, το οποίον έθεσεν στο μέσον της αυλής του ναού, το μήκος του βάθρου αυτού ήτο πέντε πήχεις, το πλάτος του επίσης πέντε πήχεις, το δε ύψος του ήτο τρεις πήχεις. Ανέβη και εστάθη ο Σολομών επάνω στο βάθρον αυτό, έπειτα έπεσεν εις τα γόνατα ενώπιον της συγκεντρώσεως ολοκλήρου του ισραηλιτικού λαού, ύψωσε τας χείρας του προς τον ουρανόν και είπε· 13 [διότι ὁ Σολομὼν κατεσκεύασε χάλκινον βάθρον (ἐξέδραν) καὶ τὸ ἐτοποθέτησεν εἰς τὸ μέσον τῆς αὐλῆς τοῦ ἱεροῦ· τὸ μῆκος τοῦ βάθρου αὐτοῦ ἦταν πέντε (ἑβραικοί) πήχεις (2,25 μέτρα), τὸ πλάτος του πέντε (ἑβραικοί) πήχεις (2,25 μέτρα) καὶ τὸ ὕψος του τρεῖς (ἑβραϊκοί) πήχεις (1 35 μέτρα). Ὁ Σολομὼν ἀνέβη καὶ ἐστάθη ἐπάνω εἰς τὸ βάθρον αὐτό· κατόπιν ἔπεσεν εἰς τὰ γόνατα ἐνώπιον ὅλης τῆς συναθροίσεως τῶν Ἰσραηλιτῶν καὶ ὕψωσε τὰ χέρια του εἰς τὸν οὐρανόν]
14 καὶ εἶπε· Κύριε ὁ Θεὸς ᾿Ισραήλ, οὐκ ἔστιν ὅμοιός σοι Θεὸς ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ τῆς γῆς, φυλάσσων τὴν διαθήκην καὶ τὸ ἔλεος τοῖς παισί σου τοῖς πορευομένοις ἐναντίον σου ἐν ὅλῃ καρδίᾳ. 14 “Κυριε, Θεέ του ισραηλιτικού λαού, δεν υπάρχει στον ουρανόν και εις την γην άλλος Θεός όμοιος προς σέ, ο οποίος εκπληρώνεις τας υποσχέσεις σου και παρέχστο έλεός σου στους δούλους σου, οι οποίοι πορεύονται ενώπιόν σου με όλην την ειλικρίνειαν της καρδίας των. 14 καὶ εἶπεν: «Ὦ Κύριε, Θεὲ τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ, δὲν ὑπάρχει κανένας ἄλλος θεὸς ὅμοιος μὲ Σὲ εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ εἰς τὴν γῆν! Σὺ τηρεῖς τὴν ὑπόσχεσιν καὶ τὴν εὐσπλαγχνίαν εἰς τοὺς δούλους σου, οἱ ὁποῖοι βαδίζουν ἐνώπιόν σου μὲ ὅλην τὴν καρδιά των καὶ σὲ ὑπακούουν προθύμως.
15 ἃ ἐφύλαξας τῷ παιδί σου Δαυὶδ τῷ πατρί μου, ἃ ἐλάλησας αὐτῷ λέγων, καὶ ἐλάλησας ἐν στόματί σου καὶ ἐν χερσί σου ἐπλήρωσας ὡς ἡ ἡμέρα αὕτη. 15 Συ επραγματοποίησες στον δούλον σου, τον πατέρα μου Δαυίδ, εκείνα, τα οποία είχες είπει εις αυτόν περί του ναού όσα με το ίδιο σου το στόμα του υπεσχέθης επραγματοποίησες δια της παντοδυνάμου χειρός σου, όπως μαρτυρεί η σημερινή ημέρα. 15 Σὺ ἐτήρησες ὅσα ὑπεσχέθης εἰς τὸν δοῦλον σου τὸν Δαβίδ, τὸν πατέρα μου, ὅσα τοῦ ὑπεσχέθης διὰ τὸν Ναόν. Ὅ,τι δὲ τοῦ ὑπεσχέθης μὲ τὸν λόγον σου περὶ τοῦ Ναοῦ, τὸ ἐξεπλήρωσες μὲ τὸ παντοδύναμον χέρι σου, ὅπως τὸ βεβαιώνει ἡ σημερινὴ ἡμέρα.
16 καὶ νῦν, Κύριε ὁ Θεὸς ᾿Ισραήλ, φύλαξον τῷ παιδί σου τῷ Δαυὶδ τῷ πατρί μου ἃ ἐλάλησας αὐτῷ λέγων· οὐκ ἐκλείψει σοι ἀνὴρ ἀπὸ προσώπου μου καθήμενος ἐπὶ θρόνου ᾿Ισραήλ, πλὴν ἐὰν φυλάξωσιν οἱ υἱοί σου τὴν ὁδὸν αὐτῶν τοῦ πορεύεσθαι ἐν τῷ νόμῳ μου, ὡς ἐπορεύθης ἐναντίον μου. 16 Και τώρα, Κυριε, Θεέ του Ισραήλ, εκπλήρωσε και όσά άλλα υπεσχέθης στον δούλον σου, τον πατέρα μου Δαυίδ, όταν εις αυτόν έλεγες· Δεν θα παύση να υπάρχη ενώπιόν μου βασιλεύς επί του ισραηλιτικού θρόνου απόγονός σου, υπό την προϋπόθεσιν ότι οι απόγονοί σου θα προσέξουν και θα φυλάξουν τον δρόμον των, ώστε να πορεύωνται σύμφωνα με τον νόμον μου, όπως επορεύθης συ ενώπιόν μου. 16 Τώρα λοιπόν, ὡ Κύριε, Θεὲ τοῦ Ἰσραήλ, ἐκπλήρωσε εἰς τὸν δοῦλον σου τὸν Δαβίδ, τὸν πατέρα μου, ὅσα τοῦ ὑπεσχέθης, ὅταν τοῦ εἶπες: «Οὐδέποτε θὰ παύσῃ νὰ ὑπάρχῃ ἐνώπιόν μου ἄνθρωπος ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους (διαδόχους) σου, ὁ ὁποῖος θὰ βασιλεύῃ εἰς τὸν θρόνον τοῦ Ἰσραήλ· αὐτὸ ὅμως θὰ γίνῃ, ἐφ’ ὅσον οἱ ἀπόγονοι σου προσέξουν, ὥστε νὰ βαδίζουν μὲ ὁλόψυχον ἀφοσίωσιν καὶ ὁλοκάρδιον ὑπακοὴν εἰς τὸν νόμον μου, ὅπως ἐφέρθης σὺ ἀπέναντί μου».
17 καὶ νῦν, Κύριε ὁ Θεὸς ᾿Ισραήλ, πιστωθήτω δὴ τὸ ρῆμά σου, ὃ ἐλάλησας τῷ παιδί σου τῷ Δαυίδ, 17 Και τώρα Κυριε, Θεέ του Ισραηλιτικού λαού, ας αποδειχθή πιστός και αληθινός ο λόγος σου και ας πραγματοποιηθή αυτό, το οποίον υπεσχέθης στον δούλον σου τον Δαυίδ. 17 Καὶ τώρα, ὦ Κύριε, Θεὲ τοῦ Ἰσραήλ, ἂς ἐπαληθευθῇ, σὲ παρακαλῶ, ἡ ὑπόσχεσίς σου, τὴν ὁποίαν ἔδωκες εἰς τὸν δοῦλον σου τὸν Δαβίδ.
18 ὅτι εἰ ἀληθῶς κατοικήσει Θεὸς μετὰ ἀνθρώπων ἐπὶ τῆς γῆς; εἰ ὁ οὐρανὸς καὶ ὁ οὐρανὸς τοῦ οὐρανοῦ οὐκ ἀρκέσουσί σοι, καὶ τίς ὁ οἶκος οὗτος, ὃν ᾠκοδόμησα; 18 Αλλά πως είναι δυνατόν να κατοικήση ο Θεός μαζή με τους ανθρώπους επί της γης; Εάν το στερέωμα και ο ουρανός του ουρανού δεν είναι αρκετοί να βαστάσουν το μεγαλείον σου, τι είναι ο οίκος αυτός, τον οποίον εγώ έχώ ανοικοδομήσει; 18 Πράγματι· Σύ, ὁ ἄπειρος καὶ ἀνεξιχνίαστος Θεός, θὰ κατοικήσῃς μὲ τοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ φθαρτοὺς ἀνθρώπους εἰς τὴν μικρὰν αὐτὴν γῆν; Ἐὰν ὁλόκληρος αὐτὸς ὁ ἀπέραντος οὐρανός, τὸν ὁποῖον βλέπομεν, καὶ ὁ οὐρανὸς τοῦ ἀχανοῦς οὐρανοῦ, εἰς τὸν ὁποῖον δὲν φθάνει τὸ ἀνθρώπινον βλέμμα, δὲν ἠμποροῦν νὰ χωρέσουν σέ, τὸν ἄπειρον Θεόν, τὶ εἶναι ἀπὸ πλευρᾶς χωρητικότητος ὁ Ναὸς αὐτός, τὸν ὁποῖον ἐγὼ ἔκτισα;
19 καὶ ἐπιβλέψῃ ἐπὶ τὴν προσευχὴν παιδός σου καὶ ἐπὶ τὴν δέησίν μου, Κύριε ὁ Θεός, τοῦ ἐπακοῦσαι τῆς δεήσεως καὶ τῆς προσευχῆς, ἧς ὁ παῖς σου προσεύχεται ἐναντίον σου σήμερον, 19 Αλλά, συ Κυριε και Θεέ μου, θα συγκαταβής να επιβλέψης εις την προσευχήν του δούλου σου, να ακούσης την δέησίν μου και την προσευχήν μου, την οποίαν ο δούλος σου απευθύνει ενώπιόν σου σήμερον. 19 Παρ’ ὅλα αὐτὰ ρῖψε, σὲ παρακαλῶ, εὐσπλαγχνικὸν τὸ βλέμμα σου εἰς τὴν προσευχὴν ἐμοῦ τοῦ δούλου σου, Κύριε καὶ Θεέ, διὰ νὰ ἀκούσῃς τὴν δέησιν καὶ τὴν προσευχήν, τὴν ὁποίαν ἐγώ, ὁ δοῦλος σου, ἀπευθύνω σήμερα εἰς σέ, τὸν ἄπειρον Θεόν,
20 τοῦ εἶναι ὀφθαλμούς σου ἀνεῳγμένους ἐπὶ τὸν οἶκον τοῦτον ἡμέρας καὶ νυκτὸς εἰς τὸν τόπον τοῦτον, ὃν εἶπας ἐπικληθῆναι τὸ ὄνομά σου ἐκεῖ, τοῦ ἀκοῦσαι τῆς προσευχῆς, ἧς προσεύχεται ὁ παῖς σου εἰς τὸν τόπον τοῦτον. 20 Σε ικετεύω να είναι ανοικτοί οι οφθαλμοί σου ημέραν και νύκτα στον ναόν και τον τόπον τούτον, όπου συ ώρισες να επικαλούνται το Ονομά σου οι άνθρωποι. Ας είναι ανοικτοί οι οφθαλμοί σου και τα ώτα σου, δια να ακούης την προσευχήν, την οποίαν σου απευθύνω εγώ ο δούλος σου στον τόπον αυτόν. 20 καὶ ἂς εἶναι οἱ ὀφθαλμοί σου ἀνοικτοὶ (ἄγρυπνοι) καὶ στραμμένοι εἰς τὸν Ναὸν τοῦτον ἡμέραν καὶ νύκτα, εἰς τὸν ἱερὸν αὐτὸν τόπον, διὰ τὸν ὁποῖον ὤρισες νὰ ἐπικαλοῦνται ἐκεῖ τὸ ὄνομά σου· ἂς εἶναι, σὲ παρακαλῶ, οἱ ὀφθαλμοί σου ἀνοικτοί (ἄγρυπνοι) καὶ στραμμένοι εἰς τὸν Ναόν σου, διὰ νὰ ἀκούῃς τὴν προσευχήν, τὴν ὁποίαν ἀπευθύνει ὁ δοῦλος σου εἰς τὸν ἱερὸν αὐτὸν τόπον.
21 καὶ ἀκούσῃ τῆς δεήσεως τοῦ παιδός σου καὶ τοῦ λαοῦ σου ᾿Ισραήλ, ἃ ἂν προσεύξωνται εἰς τὸν τόπον τοῦτον, καὶ σὺ εἰσακούσῃ ἐν τῷ τόπῳ τῆς κατοικήσεώς σου ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἀκούσῃ καὶ ἵλεως ἔσῃ. 21 Θα ακούσης, Κυριε, τας δεήσεις εμού του δούλου σου και του ισραηλιτικού λαού, τας οποίας θα απευθύνουν προς σε στον τόπον τούτον. Ναι, Κυριε, θα ακούσης από τον τόπον της ουρανίου κατοικίας σου τας προσευχάς, θα τας δεχθής και θα γίνης σπλαγχνικός στους προσευχομένους προς σέ. 21 Εἰς τὸν ἱερὸν αὐτὸν τόπον τῆς λατρείας θὰ εἰσακούῃς τὶς παρακλήσεις καὶ ἰκεσίες ἐμοῦ του δούλου σου καὶ τοῦ λαοῦ σου τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ, ὅσες θὰ σοῦ ἀπευθυνοῦν εἰς τὸν τόπον τοῦτον. Καὶ σὺ θὰ εἰσακούσῃς τὶς δεήσεις μας ἀπὸ τὸ οὐράνιον κατοικητήριόν σου, θὰ τὶς κάμῃς δεκτὲς καὶ θὰ φανῇς συγχωρητικὸς καὶ εὐσπλαγχνικὸς ἀπέναντί μας.
22 ἐὰν ἁμάρτῃ ἀνὴρ τῷ πλησίον αὐτοῦ καὶ λάβῃ ἐπ' αὐτὸν ἀρὰν τοῦ ἀρᾶσθαι αὐτόν, καὶ ἔλθῃ καὶ ἀράσηται κατέναντι τοῦ θυσιαστηρίου ἐν τῷ οἴκῳ τούτῳ, 22 Εάν κανείς αδικήση τον πλησίον του και πάρη επάνω του όρκον και έλθη αυτός και ορκισθή ενώπιον του θυσιαστηρίου των ολοκαυτωμάτων στον ναόν τούτον, 22 Ἐὰν κανεὶς ἄνθρωπος ἀδικήσῃ τὸν πλησίον του, αὐτὸς δὲ ὁ ὁποῖος ἔχει ἀδικηθῇ, ὑποχρεώσῃ ἐκεῖνον ποὺ τὸν ἀδίκησε νὰ ὁρκισθῇ, τότε αὐτὸς ποὺ ἀδίκησε θὰ ἔλθῃ καὶ θὰ δώσῃ ἔνορκον διαβεβαίωσιν μὲ κατάραν ἐμπρὸς εἰς τὸ θυσιαστήριον τῶν ὁλοκαυτωμάτων, ποὺ εὑρίσκεται εἰς τὸν Ναὸν αὐτόν·
23 καὶ σὺ εἰσακούσῃ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καὶ ποιήσεις καὶ κρινεῖς τοὺς δούλους σου τοῦ ἀποδοῦναι τῷ ἀνόμῳ καὶ ἀποδοῦναι ὁδοὺς αὐτοῦ εἰς κεφαλὴν αὐτοῦ, καὶ τοῦ δικαιῶσαι δίκαιον, τοῦ ἀποδοῦναι αὐτῷ κατὰ τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ. 23 συ θα ακούσης από τον ουρανόν και θα κάμης την κρίσιν σου μεταξύ των δούλων σου, ώστε εάν ο αδικήσας ορκισθή ψευδώς, να τιμωρήσης τον άνομον και να ρίψης επάνω στο κεφάλι του την αδικίαν, που διέπραξεν, έτσι δε θα αποδείξης αθώον τον δίκαιον και θα αποδώσης εις αυτόν ανάλογα με την δικαιοσύνην του. 23 τότε Σὺ θὰ εἰσακούσῃς ἀπὸ τὸν οὐρανὸν τὴν ἔνορκον διαβεβαίωσίν του, ὅπως καὶ κάθε Ἰσραηλίτου, καὶ θὰ ἐκφέρῃς τὴν δικαίαν ἀπόφασίν σου διὰ τοὺς δούλους σου, ὥστε να φανῇ ἡ ἐνοχὴ τοῦ ἀδίκου καὶ να τιμωρηθῇ· ἔτσι θὰ τιμωρήσῃς τὸν ἔνοχον (τὸν ἄδικον), ὁ ὁποῖος ὁρκίζεται ψευδῶς καὶ περιφρονεῖ τὴν θείαν δικαιοσύνην, ὅπως τοῦ ἀξίζει· θὰ ρίψῃς εἰς τὴν κεφαλὴν τοῦ ἐνόχου τὴν τιμωρίαν σου καὶ θὰ ἀθωώσὴς τὸν ἀθῶον μὲ τὸ νὰ ἀποδώσῃς εἰς αὐτὸν τὸ δίκαιόν του.
24 καὶ ἐὰν θραυσθῇ ὁ λαός σου ᾿Ισραὴλ κατέναντι τοῦ ἐχθροῦ, ἐὰν ἁμάρτωσί σοι, καὶ ἐπιστρέψωσι καὶ ἐξομολογήσωνται τῷ ὀνόματί σου καὶ προσεύξωνται καὶ δεηθῶσιν ἐναντίον σου ἐν τῷ οἴκῳ τούτῳ, 24 Εάν συντριβούν και αιχμαλωτισθούν από τον εχθρόν των οι Ισραηλίται, διότι ημάρτησαν ενώπιόν σου, έπειτα όμως επιστρέψουν εν μετάνοια προς σε και δοξάσουν το Ονομά σου και προσευχηθούν και δεηθούν ενώπιόν σου στρεφόμενοι προς τον ναόν τούτον, 24 Ἐὰν δὲ ὁ λαός σου ὁ Ἰσραηλιτικὸς νικηθῇ καὶ πέσῃ αἰχμάλωτος εἰς τὰ χέρια τοῦ ἐχθροῦ του, διότι ἁμάρτησε ἐνώπιόν σου, κατόπιν ὅμως οἱ Ἰσραηλῖται ἐπιστρέψουν μὲ μετάνοιαν εἰς σὲ καὶ δοξολογήσουν τὸ ὄνομά σου καὶ προσευχηθοῦν ταπεινὰ καὶ σὲ παρακαλέσουν μὲ θερμὴν ἱκεσίαν ἐνώπιόν σου (κατ’ ἄλλην ἑρμηνείαν: Μὲ τὸ πρόσωπον ἐστραμμένον) εἰς τὸν Ναὸν αὐτόν, διὰ νὰ τοὺς συγχωρήσῃς,
25 καὶ σὺ εἰσακούσῃ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἵλεως ἔσῃ ταῖς ἁμαρτίαις λαοῦ σου ᾿Ισραὴλ καὶ ἀποστρέψεις αὐτοὺς εἰς τὴν γῆν, ἣν ἔδωκας αὐτοῖς καὶ τοῖς πατράσιν αὐτῶν. 25 συ θα ακούσης από τον ουρανόν την προσευχήν των, θα γίνης ίλεως εις τας αμαρτίας του ισραηλιτικού λαού, θα ελευθερώσης και θα επιστρέψης αυτούς από την αιχμαλωσίαν εις την χώραν αυτήν, την οποίαν συ έχεις δώσει εις αυτούς και στους προγόνους των. 25 τότε Σὺ θὰ εἰσακούσῃς ἀπὸ τὸν οὐρανὸν τὴν προσευχὴν καὶ τὴν ἱκεσίαν των καὶ θὰ φανῇς συγχωρητικὸς καὶ εὐσπλαγχνικὸς εἰς τὶς ἁμαρτίες τοῦ λαοῦ σου τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ· θὰ τοὺς ἐλευθερώσῃς δὲ ἀπὸ τὴν αἰχμαλωσίαν καὶ θὰ τοὺς φέρῃς πίσω εἰς τὴν χώραν αὐτήν, τὴν ὁποίαν ἔδωκες ὡς κληρονομίαν εἰς αὐτοὺς καὶ εἰς τοὺς προπάτορές των.
26 ἐν τῷ συσχεθῆναι τὸν οὐρανὸν καὶ μὴ γενέσθαι ὑετόν, ὅτι ἁμαρτήσονταί σοι, καὶ προσεύξονται εἰς τὸν τόπον τοῦτον καὶ αἰνέσουσι τὸ ὄνομά σου καὶ ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν αὐτῶν ἐπιστρέψουσιν, ὅτι ταπεινώσεις αὐτούς, 26 Οταν δε κλείση ο ουρανός και δεν πέση βροχή εις την γην, διότι θα έχουν αμαρτήσει απέναντί σου οι δούλοι σου, προσευχηθούν όμως στον τόπον τούτον και δοξάσουν το Ονομά σου και μετανοήσουν από τας αμαρτίας των εξ αιτίας της θλίψεως, που τους απέστειλες, 26 Ὅταν κλείσῃ ὁ οὐρανὸς καὶ δὲν πίπτῃ βροχὴ εἰς τὴν γῆν, διότι οἱ Ἰσραηλῖται ἁμάρτησαν εἰς σέ, προσευχηθοῦν ὅμως εἰς τὸν ἱερὸν αὐτὸν τόπον καὶ δοξολογήσουν τὸ ἅγιον ὄνομά σου καὶ ἐπιστρέψουν μὲ μετάνοιαν ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες των, ἐπειδὴ τοὺς ἐτιμώρησες καὶ τοὺς ἔθλιψες μὲ τὴν ἀνομβρίαν,
27 καὶ σὺ εἰσακούσῃ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἵλεως ἔσῃ ταῖς ἁμαρτίαις τῶν παίδων σου καὶ τοῦ λαοῦ σου ᾿Ισραήλ, ὅτι δηλώσεις αὐτοῖς τὴν ὁδὸν τὴν ἀγαθήν, ἐν ᾗ πορεύσονται ἐν αὐτῇ, καὶ δώσεις ὑετὸν ἐπὶ τὴν γῆν σου, ἣν ἔδωκας τῷ λαῷ σου εἰς κληρονομίαν. 27 συ πάλιν θα ακούσης από τον ουρανόν την προσευχήν των, θα είσαι ίλεως δια τας αμαρτίας των δούλων σου και όλου του ισραηλιτικού λαού, θα δείξης εις αυτούς την ευθείαν οδόν, που πρέπει να βαδίσουν, και θα στείλης βροχήν εις την γην σου, την οποίαν συ έδωκες εις τον λαόν σου ως κληρονομίαν. 27 τότε Σὺ θὰ εἰσακούσῃς πάλιν ἀπὸ τὸν οὐρανὸν τὴν προσευχὴν καὶ τὴν ἱκεσίαν των καὶ θὰ φανῇς συγχωρητικὸς διὰ τὶς ἁμαρτίες τῶν δούλων σου καὶ τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ σου· θὰ τὰ κάμῃς ὅλα αὐτά, ἀφοῦ τοὺς διδάξῃς καὶ τοὺς φανερώσῃς τὸν ἀγαθὸν δρόμον, τὸν ὁποῖον πρέπει νὰ βαδίζουν καὶ τότε θὰ στείλῃς βροχὴν εἰς τὴν γῆν σου, τὴν ὁποίαν ἔδωκες ὡς μόνιμον κληρονομίαν εἰς τὸν λαόν σου.
28 λιμὸς ἐὰν γένηται ἐπὶ τῆς γῆς, θάνατος ἐὰν γένηται, ἀνεμοφθορία καὶ ἴκτερος, ἀκρὶς καὶ βροῦχος ἐὰν γένηται, καὶ ἐὰν θλίψῃ αὐτὸν ὁ ἐχθρὸς κατέναντι τῶν πόλεων αὐτῶν, κατὰ πᾶσαν πληγὴν καὶ πάντα πόνον, 28 Εάν πέση πείνα εις την χώραν αυτήν, εάν συμβή θανατηφόρος επιδημία, ελονοσία και ίκτερος, εάν επιπέση ακρίδα και βρούχος, εάν εχθρός καταθλίψη τον λαόν σου πολιορκών τας πόλστου, εάν οιαδήποτε πληγή και θλίψις εκσπάση εναντίον του, 28 Ἐὰν συμβῇ εἰς τὴν χώραν τοῦ Ἰσραὴλ πεῖνα· ἐὰν συμβῇ ἔξαφνα ἐπιδημία θανατικῆς ἀρρώστιας· ἐὰν τὰ σπαρτὰ καταστραφοῦν ἀπὸ καυστικὸν ἄνεμον (νοτιοδυτικὸν ἄνεμον, σιρόκον)· ἐὰν ἔλθῃ ἴκτερος καὶ μαραίνωνται τὰ φυτὰ καὶ κιτρινίζουν· ἐὰν κτυπήσουν τὴν χώραν αὐτὴν σμήνη ἀκρίδων καὶ βρούχου (ἀκρίδων, ποὺ δὲν ἔχουν ἀκόμη πτερὰ ἢ εἶναι χωρὶς πτερά)· ἐὰν ὁ ἐχθρός των τοὺς πολιορκήσῃ εἰς τὶς πόλεις τῶν γενικῶς ἐὰν ἐνσκήψῃ ὁποιαδήποτε πληγή, ὁποιαδήποτε ὀδυνηρὴ ἀσθένεια·
29 καὶ πᾶσα προσευχὴ καὶ πᾶσα δέησις, ἣ ἐὰν γένηται παντὶ ἀνθρώπῳ καὶ παντὶ λαῷ σου ᾿Ισραήλ, ἐὰν γνῷ ἄνθρωπος τὴν ἀφὴν αὐτοῦ καὶ τὴν μαλακίαν αὐτοῦ καὶ διαπετάσῃ τὰς χεῖρας αὐτοῦ εἰς τὸν οἶκον τοῦτον, 29 Τοτε δε αναπεμφθή προς σε κάθε προσευχή και κάθε δέησις από ενός εκάστου ανθρώπου και από όλον μαζή τον ισραηλιτικόν σου λαόν, όταν οι άνθρωποι αυτοί συναισθανθούν την θλίψιν των και την ασθένειάν των, και υψώσουν τας χείρας των προς σε στον ναόν τούτον, 29 κάτω δὲ ἀπὸ τὴν πίεσιν τῶν λυπηρῶν αὐτῶν γεγονότων κάθε ἄνθρωπος καὶ ὅλος ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαός σου ἀπευθύνουν ὁποιανδήποτε προσευχὴν ἢ ὅποιανδήποτε ἱκεσίαν, μόλις συναισθανθοῦν τὰ ὀδυνηρὰ αὐτὰ κτυπήματα καὶ τὴν ἀδυναμίαν των, καὶ ὑψώσουν τὰ χέρια των εἰς τὸν ἅγιον αὐτὸν Ναὸν καὶ προσευχηθοῦν εἰς σέ,
30 καὶ σὺ εἰσακούσῃ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἐξ ἑτοίμου κατοικητηρίου σου καὶ ἱλάσῃ καὶ δώσεις ἀνδρὶ κατὰ τὰς ὁδοὺς αὐτοῦ, ὡς ἂν γνῷς τὴν καρδίαν αὐτοῦ, ὅτι μόνος γινώσκεις τὴν καρδίαν υἱῶν ἀνθρώπων, 30 συ από τον ουρανόν, από το τέλειον αυτό κατοικητήριόν σου, θα ακούσης την προσευχήν των και θα γίνης ίλεως προς αυτούς. Θα δώσης στον καθένα από αυτούς κατά τας επιθυμίας των, όταν κατανοήσης την καρδίαν των συ, ο οποίος μόνος γνωρίζεις τας καρδίας των υιών των ανθρώπων. 30 τότε Σὺ θὰ εἰσακούσῃς τὴν προσευχήν των ἀπὸ τὸν οὐρανόν, ἀπὸ τὴν μεγαλοπρεπῶς καὶ ἀσαλεύτως ἐτοιμασμένην εἰς τὸν οὐρανὸν ἁγιωτάτην κατοικίαν σου καὶ θὰ φανῇς συγχωρητικὸς καὶ εὐσπλαγχνικὸς πρὸς αὐτούς· καὶ θὰ δώσῃς εἰς τὸν καθένα ἄνθρωπον ἀναλόγως τῆς ὅλης διαγωγῆς του καὶ τῶν ἐλατηρίων τῆς καρδιᾶς του, τὰ ὁποῖα γνωρίζεις. Διότι Σὺ μόνος, ὡς παντογνώστης καὶ καρδιογνώστης, γνωρίζεις τὸ ἐσωτερικὸν τῆς καρδιᾶς ὅλων τῶν ἀνθρώπων.
31 ὅπως φοβῶνται πάσας ὁδούς σου πάσας τὰς ἡμέρας, ἃς αὐτοὶ ζῶσιν ἐπὶ πρόσωπον τῆς γῆς, ἧς ἔδωκας τοῖς πατράσιν ἡμῶν. 31 Αυτό δέ, δια να σέβωνται οι άνθρωποι όλας τας οδούς σου, καθ' όλας τας ημέρας, κατά τας οποίας αυτοί θα ζουν επάνω εις την γην, την οποίαν συ έδωσες στους πατέρας ημών. 31 Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπον θὰ σέβωνται καὶ θὰ εὐλαβοῦνται βαθύτατα ὅλες τὶς ἐντολές σου, ὅλες τὶς ἡμέρες, ὅσες θὰ ζοῦν εἰς τὴν χώραν αὐτήν, τὴν ὁποίαν ἐδωκες ὡς μόνιμον κληρονομίαν εἰς τοὺς προπάτορές μας.
32 καὶ πᾶς ἀλλότριος, ὃς οὐκ ἐκ τοῦ λαοῦ σου ᾿Ισραήλ ἐστιν αὐτὸς καὶ ἔλθῃ ἐκ γῆς μακρόθεν διὰ τὸ ὄνομά σου τὸ μέγα καὶ τὴν χεῖρά σου τὴν κραταιὰν καὶ τὸν βραχίονά σου τὸν ὑψηλὸν καὶ ἔλθωσι καὶ προσεύξωνται εἰς τὸν τόπον τοῦτον, 32 Και κάθε ξένος, ο οποίος δεν προέρχεται από τον ισραηλιτικόν λαόν, ήλθεν όμως από μακρυνήν χώραν εδώ, διότι έχει πληροφορηθή θαυμαστά γεγονότα δια το μέγα Ονομά σου, δια το παντοδύναμον και ένδοξον χέρι σου, εάν και αυτός έλθη και προσευχηθήήστον τόπον τούτον, 32 Ἐπὶ πλέον (θὰ εἰσακούσῃς) καὶ τὴν προσευχὴν παντὸς ξένου, ὁ ὁποῖος δὲν ἀνήκει εἰς τὸν περιούσιον λαόν σου, ἔλθῃ δὲ ἐδῶ ἀπὸ χώραν μακρινήν, ἐπειδὴ προσειλκύσθη ἀπὸ τὸ μέγα ὄνομά σου, τὸ παντοδύναμον χέρι σου καὶ τὸν βραχίονά σου, ὁ ὁποῖος ὑψώνεται ἐπάνω ἀπὸ κάθε ἀντίστασιν καὶ μὲ τὴν ἀκαταγώνιστον δύναμίν του τὴν κατασυντρίβει· ἐὰν λοιπὸν ὁ ξένος αὐτός (ἤ οἱ ξένοι) ἔλθῃ καὶ προσευχηθῇ εἰς τὸν ἱερὸν αὐτὸν Ναόν,
33 καὶ σὺ εἰσακούσῃ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἐξ ἑτοίμου κατοικητηρίου σου καὶ ποιήσεις κατὰ πάντα, ὅσα ἂν ἐπικαλέσηταί σε ὁ ἀλλότριος, ὅπως γνῶσι πάντες οἱ λαοὶ τῆς γῆς τὸ ὄνομά σου καὶ τοῦ φοβεῖσθαί σε ὡς ὁ λαός σου ᾿Ισραὴλ καὶ τοῦ γνῶναι ὅτι τὸ ὄνομά σου ἐπικέκληται ἐπὶ τὸν οἶκον τοῦτον, ὃν ᾠκοδόμησα. 33 συ από τον ουρανόν, από το τέλειον κατοικητήριόν σου, θα ακούσης την προσευχήν του και θα εκπληρώσης όλα όσα ζητήση από σε ο ξένος αυτός. Και τούτο, δια να μάθουν όλοι οι λαοί της γης το Ονομά σου και να σε σέβωνται, όπως σε σέβεται ο ισραηλιτικός λαός, δια να μάθουν ότι το Ονομά σου δοξάζεται και αυτό επικαλούνται στον οίκον τούτον, τον οποίον εγώ οικοδόμησα. 33 Σὺ θὰ εἰσακούσῃς ἀπὸ τὸν οὐρανόν, ἀπὸ τὴν μεγαλοπρεπῶς καὶ ἀσαλεύτως ἐτοιμασμένην εἰς τὸν οὐρανὸν ἁγιωτάτην κατοικίαν σου, τὴν προσευχήν του καὶ θὰ δώσῃς εἰς αὐτὸν ὅλα, ὅσα ὁ ξένος αὐτὸς θὰ σοῦ ζητήσῃ. Τοῦτο θὰ γίνῃ, διὰ νὰ γνωρίσουν ὅλοι οἱ λαοὶ τῆς γῆς τὸ ἅγιον ὄνομά σου καὶ διὰ νὰ σὲ σέβωνται καὶ σὲ εὐλαβοῦνται βαθύτατα, ὅπως κάμνει καὶ ὁ λαός σου ὁ Ἰσραηλιτικός· ἀκόμη δὲ διὰ νὰ μάθουν ὅτι τὸ ὄνομά σου λατρεύομεν καὶ αὐτὸ ἐπικαλούμεθα εἰς τὸν ἅγιον αὐτὸν Ναόν, τὸν ὁποῖον ἔκτισα.
34 ἐὰν δὲ ἐξέλθῃ ὁ λαός σου εἰς πόλεμον ἐπὶ τοὺς ἐχθροὺς αὐτοῦ ἐν ὁδῷ, ᾗ ἀποστελεῖς αὐτούς, καὶ προσεύξωνται πρός σε κατὰ τὴν ὁδὸν τῆς πόλεως ταύτης, ἣν ἐξελέξω ἐν αὐτῇ, καὶ οἴκου, οὗ ᾠκοδόμηκα τῷ ὀνόματί σου, 34 Εάν ο λαός σου εξέλθη εις πόλεμον εναντίον των εχθρών του κατά διαταγήν σου και στον δρόμον, στον οποίον θα στείλης αυτούς, προσευχηθούν προς σε εστραμμένοι προς την πόλιν αυτήν, εντός της οποίας εξέλεξες συ να μένης, και προς τον ναόν αυτόν, τον οποίον οικοδόμησα και αφιέρωσα στο Ονομά σου, 34 Ἐὰν δὲ ὁ λαός σου βγῇ διὰ νὰ πολεμήσῃ ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν του καὶ ἀκολουθήσῃ τὸν (ὁποιονδήποτε) δρόμον, εἰς τὸν ὁποῖον θὰ τοὺς ἀποστείλῃς, καὶ προσευχηθοῦν εἰς σὲ μὲ τὸ πρόσωπον στραμμένον πρὸς τὴν πόλιν αὐτήν (τὴν Ἱερουσαλήμ), τὴν ὁποίαν ἐδιάλεξες διὰ νὰ κατοικῇς, καὶ πρὸς τὸν ἅγιον Ναόν, τὸν ὁποῖον ἔκτισα εἰς τὸ ὄνομά σου,
35 καὶ ἀκούσῃ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ τῆς προσευχῆς αὐτῶν καὶ τῆς δεήσεως αὐτῶν καὶ ποιήσεις τὸ δικαίωμα αὐτῶν. 35 συ θα ακούσης από τον ουρανόν την προσευχήν και την δέησιν αυτών και θα αποδώσης εις αυτούς το δίκαιον. 35 τότε Σὺ θὰ εἰσακούσῃς ἀπὸ τὸν οὐρανὸν τὴν προσευχὴν καὶ τὴν δέησίν των καὶ θὰ ὑποστηρίξῃς τὴν δικαίαν ὑπόθεσίν των μὲ τὸ νὰ τοὺς δώσῃς τὴν νίκην.
36 ὅτι ἁμαρτήσονταί σοι (ὅτι οὐκ ἔσται ἄνθρωπος, ὃς οὐχ ἁμαρτήσεται) καὶ πατάξεις αὐτοὺς καὶ παραδώσεις αὐτοὺς κατὰ πρόσωπον ἐχθρῶν καὶ αἰχμαλωτεύσουσιν αὐτοὺς οἱ αἰχμαλωτεύοντες αὐτοὺς εἰς γῆν ἐχθρῶν εἰς γῆν μακρὰν ἢ ἐγγὺς 36 Εάν αμαρτήσουν απέναντί σου, (διότι δεν θα υπάρξη άνθρωπος, που δεν θα αμαρτήση) και τιμωρήσης αυτούς και τους παραδώσης εις τα χέρια των εχθρών των, οι δε εχθροί των τους αιχμαλωτίσουν και τους μεταφέρουν εις εχθρικήν χώραν πλησίον η μακράν, 36 Ὅταν οἱ Ἰσραηλῖται ἁμαρτήσουν εἰς σέ (διότι ὅλοι ἁμαρτάνομεν· δὲν ὑπάρχει ἄνθρωπος, ποὺ νὰ μὴ ἁμαρτήσῃ εἰς σέ), θὰ ὀργισθῇς ἐναντίον των καὶ θὰ τοὺς τιμωρήσῃς καὶ θὰ τοὺς παραδώσῃς εἰς τὰ χέρια τῶν ἐχθρῶν, αὐτοὶ δὲ θὰ τοὺς σύρουν αἰχμαλώτους εἰς μακρινὴν ἢ κοντινὴν ἐχθρικὴν χώραν.
37 καὶ ἐπιστρέψωσι καρδίαν αὐτῶν ἐν τῇ γῇ αὐτῶν, οὗ μετήχθησαν ἐκεῖ, καί γε ἐπιστρέψωσι καὶ δεηθῶσί σου ἐν τῇ αἰχμαλωσίᾳ αὐτῶν λέγοντες· ἡμάρτομεν, ἠνομήσαμεν, ἠδικήσαμεν, 37 εάν αυτοί επιστρέψουν με ειλικρινή καρδίαν προς σε εκεί εις την εχθρικήν χώραν, όπου θα έχουν μεταφερθή, εάν επιστρέψουν εν μετανοία και εις την περίοδον της αιχμαλωσίας των αυτής προσευχηθούν προς σε λέγοντες· ημαρτήσαμεν, ηνομήσαμεν, ηδικήσαμεν· 37 Ἐάν ὅμως συνέλθουν καὶ μετανοήσουν μὲ ὅλην των τὴν καρδιὰ καὶ μὲ ὅλην των τὴν ψυχὴν ἐκεῖ εἰς τὴν ἐχθρικὴν χώραν, εἰς τὴν ὁποίαν μετεφέρθησαν· ἐὰν μετανοήσουν ἀληθινὰ καὶ εἰλικρινὰ καὶ σὲ ἰκετεύσουν μὲ λόγια συντριβῆς καὶ ἀναγνωρίσεως τῆς ἁμαρτίας των εἰς τὴν χώραν τῆς αἰχμαλωσίας των καὶ εἰποῦν· « ἁμαρτήσαμε, παρεβήκαμε τὸν νόμον σου, διεπράξαμεν ἀδικήματα πολλά»·
38 καὶ ἐπιστρέψωσι πρός σε ἐν ὅλῃ καρδίᾳ καὶ ἐν ὅλῃ ψυχῇ αὐτῶν ἐν γῇ αἰχμαλωτευσάντων αὐτοὺς καὶ προσεύξωνται ὁδὸν γῆς αὐτῶν, ἧς ἔδωκας τοῖς πατράσιν αὐτῶν, καὶ τῆς πόλεως, ἧς ἐξελέξω, καὶ τοῦ οἴκου, οὗ ᾠκοδόμησα τῷ ὀνόματί σου, 38 εάν αυτοί επιστρέψουν προς σε με όλην των την καρδίαν και με όλην των την ψυχήν εις την χώραν των εχθρών, που τους έχουν αιχμαλωτίσει, και προσευχηθούν εστραμμένοι προς την κατεύθυνσιν της χώρας των, την οποίαν συ έδωκες στους πατέρας των, προς την κατεύθυνσιν της πόλεως, την οποίαν συ εδιάλεξες, και του οίκου, τον οποίον εγώ οικοδόμησα εις δόξαν του Ονόματός σου, 38 ἔτσι δὲ ἐπιστρέφουν μὲ μετάνοιαν εἰς σὲ μὲ ὅλην τὴν καρδιά των καὶ μὲ ὅλην τὴν ψυχήν των εἰς τὴν χώραν, εἰς τὴν ὁποίαν οἱ ἐχθροὶ τοὺς ἔσυραν αἰχμαλώτους, ἐκεῖ δὲ προσευχηθοῦν μὲ τὸ πρόσωπον στραμμένον πρὸς τὴν χώραν των, τὴν ὁποίαν ἔδωκες εἰς τοὺς προπάτορές των, καὶ πρὸς τὴν πόλιν (τὴν Ἱερουσαλήμ), τὴν ὁποίαν ἐδιάλεξες, καὶ πρὸς τὸν ἅγιον Ναόν, τὸν ὁποῖον ἔκτισα εἰς τὸ ὄνομά σου,
39 καὶ ἀκούσῃ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἐξ ἑτοίμου κατοικητηρίου σου τῆς προσευχῆς αὐτῶν καὶ τῆς δεήσεως αὐτῶν καὶ ποιήσεις κρίματα καὶ ἵλεως ἔσῃ τῷ λαῷ τῷ ἁμαρτῶντί σοι. 39 συ θα ακούσης από τον ουρανόν, από το τέλειον κατοικητήριόν σου, την προσευχήν και την δέησιν αυτών, θα αποδώσης το δίκαιόν των και θα δειχθής σπλαγχνικός στον λαόν αυτόν, ο οποίος ημάρτησεν απέναντί σου. 39 τότε Σὺ θὰ εἰσακούσῃς τὴν προσευχήν των καὶ τὴν ἱκεσίαν των ἀπὸ τὸν οὐρανόν, ἀπὸ τὴν μεγαλοπρεπῶς καὶ ἀσαλεύτως ἐτοιμασμένην εἰς τὸν οὐρανὸν ἁγιωτάτην κατοικίαν σου, καὶ θὰ ὑποστηρίξῃς τὴν δικαίαν ὑπόθεσίν των καὶ θὰ φανῇς συγχωρητικὸς καὶ εὐσπλαγχνικὸς εἰς τὸν λαόν σου αὐτόν, ὁ ὁποῖος ἁμάρτησε εἰς σέ.
40 καὶ νῦν, Κύριε, ἔστωσαν δὴ οἱ ὀφθαλμοί σου ἀνεῳγμένοι καὶ τὰ ὦτά σου ἐπήκοα ἐπὶ τὴν δέησιν τοῦ τόπου τούτου. 40 Και τώρα, Κυριε, ας είναι ανοικτοί οι οφθαλμοί σου και τα ώτά σου πρόθυμα να ακούσουν κάθε δέησιν, η οποία θα αναπέμπεται προς σε από τον τόπον τούτον. 40 Τώρα λοιπόν, Κύριε, ἂς εἶναι, σὲ παρακαλῶ, τὰ μάτιά σου ἄγρυπνα καὶ τὰ αὐτιά σου ἀνοικτά, προσεκτικὰ καὶ πρόθυμα εἰς τὸ νὰ ἀκούουν τὴν δέησιν, ἡ ὁποία ἀναπέμπεται εἰς σὲ ἀπὸ τὸν τόπον αὐτόν!
41 καὶ νῦν ἀνάστηθι, Κύριε ὁ Θεός, εἰς τὴν κατάπαυσίν σου, σὺ καὶ ἡ κιβωτὸς τῆς ἰσχύος σου. οἱ ἱερεῖς σου, Κύριε ὁ Θεός, ἐνδύσαιντο σωτηρίαν, καὶ οἱ υἱοί σου εὐφρανθήτωσαν ἐν ἀγαθοῖς. 41 Και τώρα, Κυριε και Θεέ, σήκω και όλα στον τύπον αυτόν της αναπαύσεώς σου, συ και η Κιβωτός της δυνάμεώς σου. Οι ιερείς σου, Κυριε και Θεέ, ας ενδυθούν σωτηρίαν και τα τέκνα σου, οι ευλαβείς άνθρωποι, ας ευφρανθούν με τα αγαθά, τα οποία συ δίδεις. 41 Τώρα λοιπόν, Κύριε καὶ Θεέ, σήκω ἐπάνω διὰ νὰ ἔλθῃς εἰς τὸν ἅγιον Ναὸν τῆς Σιών, τὸν τόπον αὐτὸν τῆς μονίμου κατοικίας καὶ ἀναπαύσεώς σου, Σὺ καὶ ἡ μέχρι τώρα συνεχῶς κινουμένη καὶ μετατοπιζομένη Κιβωτός, τὸ σύμβολον τῆς θείας παντοδυναμίας σου. Οἱ ἱερεῖς σου, Κύριε καὶ Θεέ, ἂς ἐνδυθοῦν σωτηρίαν καὶ ὁ ἀφωσιωμένος λαός σου ἂς σκιρτήσῃ ἀπὸ εὐφροσύνην δι' ὅλες τὶς δωρεές, ποὺ τοὺς ἐχάρισεν ἡ ἀγαθότης σου.
42 Κύριε ὁ Θεός, μὴ ἀποστρέψῃς τὸ πρόσωπον τοῦ χριστοῦ σου, μνήσθητι τὰ ἐλέη Δαυὶδ τοῦ δούλου σου. 42 Κυριε ο Θεός μου, μη αποστρέψης το πρόσωπόν σου από εμέ, τον οποίον συ έχρισες βασιλέα και ενθυμήσου τα ελέη, τα όποία προς τον δούλον σου τον Δαυίδ έδωσες”. 42 Κύριε καὶ Θεέ, μὴ ἀποκρούσῃς καὶ μὴ ἀποστρέψῃς τὸ πρόσωπόν σου ἀπὸ ἐμέ, τὸν ὁποῖον ἔχρισες βασιλιᾶ· ἐνθυμήσου τὴν θερμὴν ἀγάπην καὶ εὐσέβειαν, ποὺ εἶχε πρὸς σὲ ὁ δοῦλος σου ὁ Δαβὶδ (κατ’ ἄλλην ἑρμηνείαν: Τὴν θερμὴν ἀγάπην, ποὺ ἔτρεφες πρὸς τὸν δοῦλον σου, τὸν Δαβίδ, καὶ τὶς ἀγαθὲς καὶ ἀξιόπιστες ὑποσχέσεις σου πρὸς αὐτόν)».