Σάββατο, 20 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:43
Δύση: 20:06
Σελ. 12 ημ.
111-255
16ος χρόνος, 5908η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΠΑΡΑΛΕΙΠΟΜΕΝΩΝ Β' - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 16 (ΙϚ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΑΙ ἐν τῷ ὀγδόῳ καὶ τριακοστῷ ἔτει τῆς βασιλείας ᾿Ασὰ ἀνέβη βασιλεὺς ᾿Ισραὴλ ἐπὶ ᾿Ιούδαν καὶ ᾠκοδόμησε τὴν Ραμὰ τοῦ μὴ δοῦναι ἔξοδον καὶ εἴσοδον τῷ ᾿Ασὰ βασιλεῖ ᾿Ιούδα. 1 Κατά το τριακοστόν όγδοον έτος της βασιλείας του Ασά, ο Βαασά, βασιλεύς του βασιλείου του Ισραήλ, εξεστράτευσεν εναντίον του βασιλείου του Ιούδα και ωχύρωσε την Ραμά, δια να μη παρέχη στον Ασά, τον βασιλέα των Ιουδαίων, ελευθερίαν να εισέρχεται και να εξέρχεται εις την χώραν του. 1 Κατὰ τὸ τριακοστὸν ὄγδοον ἔτος τῆς βασιλείας τὸν Ἀσά, ὁ Βαασά, βασιλιᾶς τοῦ Ἰσραήλ, ἐξεστράτευσεν ἐναντίον τοῦ βασιλείου τοῦ Ἰούδα καὶ ὠχύρωσε τὴν πόλιν Ραμά, διὰ νὰ ἀπαγορεύσῃ εἰς τὸν Ἀσά, τὸν βασιλιᾶ τοῦ Ἰούδα, τὴν ἔξοδον καὶ τὴν εἴσοδόν του εἰς τὴν χώραν του.
2 καὶ ἔλαβεν ᾿Ασὰ ἀργύριον καὶ χρυσίον ἐκ θησαυρῶν οἴκου Κυρίου καὶ οἴκου τοῦ βασιλέως καὶ ἀπέστειλε πρὸς τὸν υἱὸν τοῦ ῎Αδερ βασιλέως Συρίας τὸν κατοικοῦντα ἐν Δαμασκῷ λέγων· 2 Ο Ασά επήρεν αργύριον και χρυσίον από τους θησαυρούς του ναού του Κυρίου και από το βασιλικόν θησαυροφυλάκιον και έστειλεν αυτά με απεσταλμένους του προς τον υιόν του Αδερ, βασιλέα της Συρίας, ο οποίος κατοικούσεν εις την Δαμασκόν και του παρήγγειλε· 2 Τότε ὁ Ἀσὰ ἐπῆρε ἀσῆμι καὶ χρυσάφι ἀπὸ τὸ Θησαυροφυλάκιον τοῦ Ναοῦ τοῦ Θεοῦ καὶ ἀπὸ τὸ Θησαυροφυλάκιον τοῦ βασιλικοῦ παλατιοῦ καὶ τὰ ἔστειλεν εἰς τὸν υἱὸν τοῦ Ἄδερ, βασιλιᾶ τῆς Συρίας, ὁ ὁποῖος ἑκατοικοῦσε εἰς τὴν Δαμασκόν, καὶ τοῦ ἐμήνυσεν:
3 διάθου διαθήκην ἀνὰ μέσον ἐμοῦ καὶ σοῦ καὶ ἀνὰ μέσον τοῦ πατρός μου καὶ ἀνὰ μέσον τοῦ πατρός σου· ἰδοὺ ἀπέσταλκά σοι χρυσίον καὶ ἀργύριον, δεῦρο καὶ διασκέδασον ἀπ' ἐμοῦ τὸν Βαασὰ βασιλέα ᾿Ισραὴλ καὶ ἀπελθέτω ἀπ' ἐμοῦ. 3 “κλείσε συμφωνίαν φιλίας μεταξύ εμού και σου, ομοίαν προς εκείνην που υπήρχε μεταξύ του πατρός μου και του πατρός σου. Ιδού εγώ σου έχω αποστείλει χρυσίον και αργύριον. Ελα και διασκόρπισε μακράν από εμέ τον Βαασά, βασιλέα των Ισραηλιτών, δια να απέλθη αυτός από την περιοχήν μου”. 3 «Ἂς κάμωμεν συνθήκην συμμαχίας μεταξὺ ἐμοῦ καὶ σοῦ, ὅπως ὑπῆρχε συμμαχία μεταξὺ τοῦ πατέρα μου καὶ τοῦ πατέρα σου. Νά· σοῦ ἔχω στείλει χρυσάφι καὶ ἀσῆμι. Ἐμπρός, ἔλα καὶ διασκόρπισε ἀπὸ ἐμὲ τὸν Βαασά, βασιλιᾶ τοῦ Ἰσραήλ, ὥστε νὰ ἀποσύρῃ τὸν στρατόν του καὶ νὰ φύγῃ ἀπὸ ἐμέ».
4 καὶ ἤκουσεν υἱὸς ῎Αδερ τοῦ βασιλέως ᾿Ασὰ καὶ ἀπέστειλε τοὺς ἄρχοντας τῆς δυνάμεως αὐτοῦ ἐπὶ τὰς πόλεις ᾿Ισραὴλ καὶ ἐπάταξε τὴν ᾿Αϊὼν καὶ τὴν Δὰν καὶ τὴν ᾿Αβελμαΐν καὶ πάσας τὰς περιχώρους Νεφθαλί. 4 Ο υιός του Αδερ, ο βασιλεύς της Συρίας εδέχθη την πρότασιν του Ασά και έστειλε τους αρχηγούς με τον στρατόν του εναντίον των πόλεων του βασιλείου του Ισραήλ και εκτύπησε τας πόλεις, την Αϊών, την Δαν και την Αβελαῒν και όλην την χώραν της φυλής του Νεφθαλί. 4 Ὁ υἱὸς Ἄδερ ἐδέχθη τὴν πρότασιν τοῦ βασιλιᾶ Ἀσὰ καὶ ἔστειλε τοὺς ἀρχηγοὺς τοῦ στρατοῦ του ἐναντίον τῶν πόλεων τοῦ βασιλείου τοῦ Ἰσραὴλ καὶ κατέλαβε τὴν Ἀϊών, τὴν Δὰν καὶ τὴν Ἀβελμαΐν καὶ ὅλην τὴν περιοχὴν τῆς φυλῆς Νεφθαλί.
5 καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ἀκοῦσαι Βαασὰ ἀπέλιπε τοῦ μηκέτι οἰκοδομεῖν τὴν Ραμὰ καὶ κατέπαυσε τὸ ἔργον αὐτοῦ. 5 Οταν ο Βαασά επληροφορήθη τούτο, εσταμάτησε πλέον να οχυρώνη την Ραμά και διέκοψε την εργασίαν του αυτήν. 5 Συνέβη δὲ τοῦτο: Μόλις ὁ Βαασὰ ἐπληροφορήθη ὅσα συνέβησαν, ἔπαυσε πλέον νὰ ὀχυρώνῃ τὴν Ραμά, ἐσταμάτησε τὸ ὀχυρωματικόν του ἔργον καὶ ἔφυγε.
6 καὶ ᾿Ασὰ βασιλεὺς ἔλαβε πάντα τὸν ᾿Ιούδαν καὶ ἔλαβε τοὺς λίθους τῆς Ραμὰ καὶ τὰ ξύλα αὐτῆς, ἃ ᾠκοδόμησε Βαασά, καὶ ᾠκοδόμησεν ἐν αὐτοῖς τὴν Γαβαὲ καὶ τὴν Μασφά. 6 Ο βασιλεύς Ασά επήρε τότε μαζή του όλους τους Ιουδαίους, ήλθεν εις την Ραμά, επήρε τους λίθους και τα ξύλα με τα οποία ωχύρωνεν ο Βαασά την Ραμά, και με αυτά ωχύρωσεν αυτός την Γαβαέ και την Μασφά. 6 Τότε ὁ βασιλιᾶς Ἀσὰ ἐμάζευσεν ὅλους τοὺς Ἰουδαίους καὶ μετέφερε τὶς πέτρες τῆς Ραμὰ καὶ τὴν ξυλείαν της, τὰ ὑλικὰ μὲ τὰ ὁποῖα τὴν ὠχύρωσεν ὁ Βαασά· μὲ τὰ ὑλικὰ δὲ αὐτὰ ὁ βασιλιᾶς Ἀσὰ ὠχύρωσε τὴν Γαβαὲ καὶ τὴν Μασφά.
7 καὶ ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ἦλθεν ᾿Ανανὶ ὁ προφήτης πρὸς ᾿Ασὰ βασιλέα ᾿Ιούδα καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἐν τῷ πεποιθέναι σε ἐπὶ βασιλέα Συρίας καὶ μὴ πεποιθέναι σε ἐπὶ Κύριον Θεόν σου, διὰ τοῦτο ἐσώθη ἡ δύναμις Συρίας ἀπὸ τῆς χειρός σου. 7 Κατά την εποχήν εκείνην ήλθεν προς τον Ασά, τον βασιλέα της φυλής Ιούδα, ο Ανανί ο προφήτης και του είπε· “επειδή συ εστήριξες την πεποίθησίν σου στον βασιλέα της Συρίας και δεν εστηρίχθης εις Κυριον τον Θεόν σου, δια τούτο διέφυγεν από τα χέρια σου ο στρατός της Συρίας και εσώθη. 7 Κατὰ τὸν καιρὸν ἐκεῖνον ἦλθεν ὁ προφήτης Ἀνανὶ εἰς τὸν Ἀσά, τὸν βασιλιᾶ τὸν βασιλείου τοῦ Ἰούδα, καὶ τοῦ εἶπεν: «Ἐπειδὴ ἐστήριξες τὴν ἐλπίδα καὶ τὴν πεποίθησίν σου εἰς τὸν βασιλιᾶ τῆς Συρίας καὶ δὲν ἐστήριξες τὴν ἐλπίδα καὶ τὴν πεποίθησίν σου εἰς τὸν Κύριον, τὸν Θεόν σου, διὰ τοῦτο ὁ στρατὸς τῆς Συρίας ἐγλύτωσε τὴν καταστροφὴν ἀπὸ τὰ χέρια σου.
8 οὐχ οἱ Αἰθίοπες καὶ Λίβυες ἦσαν εἰς δύναμιν πολλὴν εἰς θάρσος, εἰς ἱππεῖς εἰς πλῆθος σφόδρα; καὶ ἐν τῷ πεποιθέναι σε ἐπὶ Κύριον παρέδωκεν εἰς χεῖράς σου; 8 Οι Αιθίοπες και οι Λιβυες δεν ήσαν περισσότεροι και ορμητικότεροι; Δεν είχαν αυτοί και πολυάριθμον ιππικόν; Και όμως, επειδή είχες στηρίξει την πεποίθησίν σου στον Κυριον, ο Κυριος παρέδωκεν αυτούς εις τα χέρια σου. 8 Μήπως οἰ Αἰθίοπες καὶ οἱ Λίβυες δὲν ἀποτελοῦσαν μεγάλην καὶ ὁρμητικὴν στρατιωτικὴν δύναμιν μὲ πάρα πολλοὺς ἱππεῖς; Ἀλλ’ ἐπειδὴ ἐστήριξες τὴν ἐλπίδα καὶ τὴν πεποίθησίν σου εἰς τὸν Κύριον, ὁ Κύριος παρέδωκεν ὅλους αὐτοὺς εἰς τὰ χέρια σου.
9 ὅτι οἱ ὀφθαλμοὶ Κυρίου ἐπιβλέπουσιν ἐν πάσῃ τῇ γῇ κατισχῦσαι ἐν πάσῃ καρδίᾳ πλήρει πρὸς αὐτόν. ἠγνόηκας ἐπὶ τούτῳ· ἀπὸ τοῦ νῦν ἔσται μετὰ σοῦ πόλεμος. 9 Διότι οι οφθαλμοί του Κυρίου επιβλέπουν εις όλην την οικουμένην, δια να στηρίζουν και να ενισχύουν εκείνους, οι οποίοι έχουν εξ ολοκλήρου αφωσιωμένην την καρδίαν των προς αυτόν. Συ όμως ηγνόησες αυτόν. Από τώρα και στο μέλλον θα γίνεται πόλεμος εναντίον σου”. 9 Διότι οἱ ὀφθαλμοὶ τοῦ Κυρίου παρακολουθοῦν ἀγρύπνως ὁλόκληρον τὴν γῆν διὰ νὰ στηρίξουν ὅλους ἐκείνους, τῶν ὁποίων οἱ καρδιὲς εἶναι ὑπάκουες καὶ ἀφωσιωμένες εἰς αὐτόν. Σὺ ὅμως παρέβλεψες τὸ γεγονὸς αὐτὸ καὶ ἐφέρθης ὡς ἀνόητος· διὰ τοῦτο ἀπὸ τοῦδε καὶ εἰς τὸ ἑξῆς θὰ εὐρίσκεσαι συνεχῶς εἰς ἐμπόλεμον κατάστασιν».
10 καὶ ἐθυμώθη ᾿Ασὰ τῷ προφήτῃ καὶ παρέθετο αὐτὸν εἰς φυλακήν, ὅτι ὠργίσθη ἐπὶ τούτῳ· καὶ ἐλυμήνατο ᾿Ασὰ ἐν τῷ λαῷ ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ. 10 Ο Ασά εθύμωσεν εναντίον του προφήτου και έρριψεν αυτόν εις την φυλακήν, διότι ωργίσθη δια τα λόγια του. Επί πλέον έλαβε κατά τον καιρόν εκείνον και σκληρά μέτρα εναντίον μερικών εκ του λαού του. 10 Ὁ Ἀσὰ ὠργίσθη ἐναντίον τοῦ προφήτου καὶ τὸν ἔβαλεν εἰς τὴν φυλακήν, διότι ἐθύμωσεν ἕνεκα τοῦ μηνύματος, τὸ ὁποῖον τοῦ μετέφερε. Κατὰ τὸν ἴδιον ἐκεῖνον καιρὸν ὁ Ἀσὰ ἐτιμώρησε σκληρὰ μερικοὺς ἀπὸ τὸν λαόν.
11 Καὶ ἰδοὺ οἱ λόγοι ᾿Ασὰ οἱ πρῶτοι καὶ οἱ ἔσχατοι γεγραμμένοι ἐν βιβλίῳ βασιλέων ᾿Ιούδα καὶ ᾿Ισραήλ. 11 Ιδού, τα αλλά έργα του Ασά τα πρώτα και τα τελευταία, είναι γραμμένα στο βιβλίον των βασιλέων του Ιούδα και του Ισραήλ. 11 Καὶ νά· τὰ ἔργα τοῦ Ἀσά, ἀπὸ τὰ πρῶτα τὰ τελευταῖα (ἡ ἱστορία του), εἶναι γραμμένα εἰς τὸ βιβλίον τῶν βασιλέων (τοῦ βασιλείου) τοῦ Ἰούδα καὶ τοῦ Ἰσραήλ.
12 καὶ ἐμαλακίσθη ᾿Ασὰ ἐν τῷ ἔτει τῷ ἐνάτῳ καὶ τριακοστῷ τῆς βασιλείας αὐτοῦ τοὺς πόδας, ἕως σφόδρα ἐμαλακίσθη· καὶ ἐν τῇ μαλακίᾳ αὐτοῦ οὐκ ἐζήτησε τὸν Κύριον, ἀλλὰ τοὺς ἰατρούς. 12 Ο Ασά κατά το τριακοστόν ένατον έτος της βασιλείας του, ησθένησε στους πόδας του και υπέφερε πάρα πολύ. Κατά την ασθένειάν του αυτήν δεν εζήτησε την βοήθειαν του Κυρίου, αλλά κατέφυγεν στους ιατρούς. 12 Ὁ Ἀσὰ κατὰ τὸ τριακοστὸν ἔνατον ἔτος τῇς βασιλείας του προσεβλήθη ἀπὸ ἀσθένειαν εἰς τὰ πόδια, ἡ ὁποῖα ἐπροχώρησε καὶ ἐξειλίχθη εἰς πολὺ σοβαρὰν καὶ ὀδυνηράν. Ἐν τούτοις ὁ Ἀσὰ κατὰ τὴν ἀσθένειάν του δὲν κατέφυγεν εἰς τὸν Κύριον καὶ δὲν ἐζήτησε τὴν βοήθειάν του, ἀλλὰ κατέφυγεν εἰς τοὺς ἰατρούς.
13 καὶ ἐκοιμήθη ᾿Ασὰ μετὰ τῶν πατέρων αὐτοῦ καὶ ἐτελεύτησεν ἐν τῷ τεσσαρακοστῷ ἔτει τῆς βασιλείας αὐτοῦ, 13 Ο Ασά απέθανε και ετάφη μαζή με τους πατέρας του. Απέθανε δε κατά το τεσσαρακοστόν έτος της βασιλείας του. 13 Ὁ Ἀσὰ ἀπέθανε καὶ προσετέθη εἰς τοὺς ἀποθαμένους προγόνους του· ἀπέθανε δὲ κατὰ τὸ τεσσαρακοστὸν ἔτος τῆς βασιλείας του· (ἄλλα χειρόγραφα γράφουν: Κατὰ τὸ τριακοστὸν ἔνατον ἔτος τῆς βασιλείας του).
14 καὶ ἔθαψαν αὐτὸν ἐν τῷ μνήματι, ᾧ ὤρυξεν ἑαυτῷ ἐν πόλει Δαυίδ, καὶ ἐκοίμησαν αὐτὸν ἐπὶ τῆς κλίνης καὶ ἔπλησαν ἀρωμάτων καὶ γένη μύρων μυρεψῶν καὶ ἐποίησαν αὐτῷ ἐκφορὰν μεγάλην ἕως σφόδρα. 14 Εθαψαν αυτόν εις μνημείον, το οποίον ο ίδιος δια τον εαυτόν του είχεν ανοίξει εις την πόλιν του Δαυίδ. Τον ετοποθέτησαν στο νεκροκράββατον, που είχαν γεμίσει με αρώματα και διάφορα άλλα είδη μύρων, τα οποία κατασκευάζουν οι μυροποιοί. Εκαμαν έτσι εις αυτόν πολύ μεγάλην και επίσημον κηδείαν. 14 Τὸν ἔθαψαν εἰς τὸ μνῆμα, τὸ ὁποῖον ὁ ἴδιος ἄνοιξε διὰ τὸν ἑαυτόν του εἰς τὴν πόλιν τοῦ Δαβίδ. Ἐτοποθέτησαν τὴν σορόν του ἐπάνω εἰς τὸ νεκρικὸν κρεββάτι, τὸ ὁποῖον ἐγέμισαν μὲ ἀρώματα, ποὺ εἶχαν κατασκευασθῇ ἀπὸ μυροποιοὺς μὲ τὴν ἀνάμειξιν διαφόρων ἀρωματικῶν ἐλαίων. Ἔτσι ἔκαμαν εἰς τὸν Ἀσὰ κηδείαν πολὺ μεγάλην καὶ ἐπίσημον.