Παρασκευή, 26 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:35
Δύση: 20:12
Σελ. 18 ημ.
117-249
16ος χρόνος, 5914η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΠΑΡΑΛΕΙΠΟΜΕΝΩΝ Β' - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 23 (ΚΓ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΑΙ ἐν τῷ ἔτει τῷ ὀγδόῳ ἐκραταίωσεν ᾿Ιωδαὲ καὶ ἔλαβε τοὺς ἑκατοντάρχους, τὸν ᾿Αζαρίαν υἱὸν ᾿Ιωρὰμ καὶ τὸν ᾿Ισμαὴλ υἱὸν ᾿Ιωανὰν καὶ τὸν ᾿Αζαρίαν υἱὸν ᾿Ωβὴδ καὶ τὸν Μαασαίαν υἱὸν ᾿Αδαΐα καὶ τὸν ᾿Ελισαφὰν υἱὸν Ζαχαρίου, μεθ' ἑαυτοῦ εἰς οἶκον Κυρίου. 1 Κατά το όγδοον έτος ο αρχιερεύς Ιωδαέ αναθαρρήσας εκάλεσε τους εκατοντάρχους, τον Αζαρίαν, υιόν του Ιωράμ, τον Ισμαήλ υιόν του Ιωανάν, τον Αζαρίαν υιόν του Ωβήδ, τον Μαασαίαν υιόν του Αδαΐα και τον Ελισαφάν υιόν του Ζαχαρίου, και ήλθε μαζή με αυτούς στον ναόν του Κυρίου. 1 Κατὰ τὸ ὄγδοον ἔτος τῆς βασιλείας τῆς Γοθολίας ὁ ἀρχιερεὺς Ἰωδαὲ ἐνεδυναμώθη καὶ ἀπεφάσισεν ὅτι ἦταν καιρὸς να ἐπέμβῃ. Ἔστειλεν ἀπεσταλμένους καὶ ἐκάλεσε κοντά του εἰς τὸν Ναὸν τοῦ Κυρίου τοὺς ἑκατοντάρχους: Τὸν Ἀζαρίαν, υἱὸν τοῦ Ἰωράμ, καὶ τὸν Ἰσμαήλ, υἱὸν τοῦ Ἰωανάν, καὶ τὸν Ἀζαρίαν, υἱὸν τοῦ Ὠβήδ, καὶ τὸν Μαασαίαν, υἱὸν τοῦ Ἀδαΐα, καὶ τὸν Ἐλισαφάν, υἱὸν τοῦ Ζαχαρία.
2 καὶ ἐκύκλωσαν τὸν ᾿Ιούδαν καὶ συνήγαγον τοὺς Λευίτας ἐκ πασῶν τῶν πόλεων ᾿Ιούδα καὶ ἄρχοντας πατριῶν τοῦ ᾿Ισραήλ, καὶ ἦλθον εἰς ῾Ιερουσαλήμ. 2 Από εκεί διεσπάρησαν αυτοί κύκλω ανά την χώραν του βασιλείου Ιούδα, συνεκέντρωσαν τους Λευίτας από όλας τας πόλστου Ιούδα και τους αρχηγούς των φυλών του Ισραήλ και ήλθον με αυτούς εις την Ιερουσαλήμ. 2 Αὐτοὶ περιῆλθαν ὅλον τὸ βασίλειον τοῦ Ἰούδα καὶ ἐμάζευσαν ὅλους τοὺς Λευῖτες ἀπὸ ὅλες τὶς πόλεις τοῦ βασιλείου τοῦ Ἰούδα καὶ τοὺς ἀρχηγοὺς τῶν πατριαρχικῶν φυλῶν τοῦ Ἰσραήλ (=τοῦ Ἰούδα) καὶ ὅλοι μαζὶ ἦλθαν εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ.
3 καὶ διέθεντο πᾶσα ἡ ἐκκλησία ᾿Ιούδα διαθήκην ἐν οἴκῳ τοῦ Θεοῦ μετὰ τοῦ βασιλέως, καὶ ἔδειξεν αὐτοῖς τὸν υἱὸν τοῦ βασιλέως καὶ εἶπεν αὐτοῖς· ἰδοὺ ὁ υἱὸς τοῦ βασιλέως βασιλευσάτω, καθὼς ἐλάλησε Κύριος ἐπὶ τὸν οἶκον Δαυίδ. 3 Ολη αυτή η συγκέντρωσις υπέγραψε συμφωνίαν στον ναόν του Θεού με τον εκεί ευρισκόμενον νεαρόν βασιλέα. Ο Ιωδαέ έδειξεν εις αυτούς τον Ιωάς, τον υιόν του βασιλέως, και τους είπεν· “Ιδού ο νόμιμος υιός του βασιλέως. Αυτός πρέπει να βασιλεύση, όπως ο Θεός ώρισε δια τον οίκον του Δαυίδ. 3 Ὅλη δὲ ἐκείνη ἡ συνάθροισις τῶν Ἰουδαίων συνῆψε συμφωνίαν εἰς τὸν Ναὸν τοῦ Θεοῦ μαζὶ μὲ τὸν βασιλιᾶ, ποὺ ἦταν κρυμμένος ἐκεῖ. Ὁ ἀρχιερεὺς Ἰωδαὲ ἔδειξεν εἰς αὐτοὺς τὸν μικρὸν Ἰωάς, υἱὸν τοῦ βασιλιᾶ Ὀχοζία, καὶ τοὺς εἶπε: «Νά, ὁ νόμιμος υἱὸς τοῦ τελευταίου βασιλιᾶ· αὐτὸς ἂς βασιλεύσῃ τώρα, ὅπως ὑπεσχέθη ὁ Κύριος εἰς τὴν βασιλικὴν δυναστείαν τοῦ Δαβίδ.
4 νῦν ὁ λόγος οὗτος, ὃν ποιήσετε· τὸ τρίτον ἐξ ὑμῶν εἰσπορευέσθωσαν τὸ σάββατον, τῶν ἱερέων καὶ τῶν Λευιτῶν, καὶ εἰς τὰς πύλας τῶν εἰσόδων, 4 Θα σας είπω δε τώρα, τι προς τον σκοπόν αυτόν πρέπει να κάμετε. Το εν τρίτον από σας τους ιερείς και τους Λευίτας, οι οποίοι θα εισέλθετε κατά το Σαββατον εις την υπηρεσίαν του ναού, θα καταλάβετε τας πύλας των είσοδων προς τον ναόν. 4 Τώρα αὐτὸ θὰ κάμετε διὰ τὴν ἀνακήρυξιν τοῦ Ἰωὰς ὡς βασιλιᾶ: Τὸ ἕνα τρίτον ἀπὸ σᾶς, τοὺς ἱερεῖς καὶ τοὺς Λευῖτες, ποὺ ἔρχεσθε νὰ ἀναλάβετε ὑπηρεσίαν κατὰ τὸ Σάββατον, πρέπει νὰ καταλάβῃ καὶ νὰ φρουρῇ τὶς πύλες τῶν εἰσόδων εἰς τὸν Ναόν·
5 καὶ τὸ τρίτον ἐν οἴκῳ τοῦ βασιλέως, καὶ τὸ τρίτον ἐν τῇ πύλῃ τῇ μέσῃ, καὶ πᾶς ὁ λαὸς ἐν αὐλαῖς οἴκου Κυρίου. 5 Το άλλο εν τρίτον θα ευρίσκεται στο βασιλικόν ανάκτορον και το τελευταίον τρίτον θα ευρίσκεται εις την μέσην πύλην. Ολος δε ο άλλος λαός θα ευρίσκεται εις τας αυλάς του ναού του Κυρίου. 5 τὸ ἄλλο ἕνα τρίτον θὰ φρουρῇ τὸ βασιλικὸν ἀνάκτορον, καὶ τὸ ἄλλο τρίτον θὰ σταθμεύῃ εἰς τήν «Μέσην Πύλην». Ὅλος δὲ ὁ λαὸς θά εἶναι συγκεντρωμένος εἰς τὰ προαύλια τοῦ Ναοῦ τοῦ Κυρίου.
6 καὶ μὴ εἰσελθέτω εἰς οἶκον Κυρίου ἐὰν μὴ οἱ ἱερεῖς καὶ οἱ Λευῖται καὶ οἱ λειτουργοῦντες τῶν Λευιτῶν· αὐτοὶ εἰσελεύσονται, ὅτι ἅγιοί εἰσι, καὶ πᾶς ὁ λαὸς φυλασσέτω φυλακὰς Κυρίου. 6 Εις τον ναόν του Κυρίου δεν θα εισέλθη κανείς άλλος, ειμή μόνον οι ιερείς και οι Λευίται και εκείνοι από τους Λευίτας, οι οποίοι θα έχουν υπηρεσίαν στον ναόν. Αυτοί θα εισέλθουν, διότι είναι καθιερωμένοι και άξιοι να εισέλθουν. Ολος ο άλλος λαός θα τηρήση την εντολήν του Κυρίου και βα μείνη έξω από τον ιερόν χώρον. 6 Κανεὶς δὲν πρέπει νὰ εἰσέλθῃ εἰς τὸν Ναόν, παρὰ μόνον οἱ ἱερεῖς καὶ οἱ Λευῖται καὶ ὅσοι ἀπὸ τοὺς Λευῖτες προσφέρουν ὑπηρεσίαν. Αὐτοὶ μόνον ἠμποροῦν νὰ εἰσέλθουν, διότι εἶναι ἀφιερωμένοι καὶ ξεχωρισμένοι διὰ τὴν ὑπηρεσίαν. Ὅλος δὲ ὁ ἄλλος λαὸς πρέπει νὰ πειθαρχήσῃ εἰς τὶς ἐντολὲς καὶ ὁδηγίες τοῦ Κυρίου καὶ νὰ μείνῃ ἔξω ἀπὸ τὸν Ναόν.
7 καὶ κυκλώσουσιν οἱ Λευῖται τὸν βασιλέα κύκλῳ, ἀνδρὸς σκεῦος σκεῦος ἐν χειρὶ αὐτοῦ, καὶ ὁ εἰσπορευόμενος εἰς τὸν οἶκον ἀποθανεῖται· καὶ ἔσονται μετὰ τοῦ βασιλέως ἐκπορευομένου καὶ εἰσπορευομένου αὐτοῦ. 7 Οι ωρισμένοι αυτοί Λευίται θα περιβάλλουν προστατευτικώς τον βασιλέα κρατούντες ο καθένας εις τα χέρια του το όπλον του. Οιοσδήποτε άλλος τολμήση να εισέλθη στον ναόν, θα φονευθή. Αυτοί θα είναι μαζή με τον βασιλέα και θα ακολουθούν αυτόν, όπου εκείνος εισέρχεται και εξέρχεται”. 7 Οἱ καθωρισμένοι Λευϊται θὰ περικυκλώσουν τὸν βασιλιᾶ, καθένας δὲ ἀπὸ αὐτοὺς θὰ κρατῇ εἰς τὰ χέρια του γυμνὸν τὸ σπαθί του· ὅποιος ἄλλος τολμήσῃ νὰ εἰσέλθῃ εἰς τὸν Ναόν, θὰ θανατωθῇ. Οἱ Λευῖται αὐτοὶ θὰ εἶναι μαζὶ μὲ τὸν βασιλιᾶ, φρουρὰ προσωπική του, κάθε φορὰν ποὺ αὐτὸς θὰ βγαίνῃ ἔξω καὶ κάθε φορὰν ποὺ θὰ μπαίνῃ μέσα».
8 καὶ ἐποίησαν οἱ Λευῖται καὶ πᾶς ᾿Ιούδα κατὰ πάντα, ὅσα ἐνετείλατο αὐτοῖς ᾿Ιωδαὲ ὁ ἱερεύς, καὶ ἔλαβον ἕκαστος τοὺς ἄνδρας αὐτοῦ ἀπ' ἀρχῆς τοῦ σαββάτου ἕως ἐξόδου τοῦ σαββάτου, ὅτι οὐ κατέλυσεν ᾿Ιωδαὲ ὁ ἱερεὺς τὰς ἐφημερίας. 8 Οι Λευίται και όλοι οι Ιουδαίοι έκαμαν ακριβώς, όπως τους είχε διατάξει ο αρχιερεύς ο Ιωδαέ. Επήρεν ο καθένας από αυτούς τους άνδρας του, οι οποίοι θα ανελάμβαναν υπηρεσίαν στον ναόν κατά το Σαββατον, όπως επίσης και εκείνους των οποίων η υπηρεσία έληγε και θα εξήρχοντο. Ο αρχιερεύς Ιωδαέ δεν επέτρεψεν εις καμμίαν από τας ιερατικάς τάξεις, που έληγεν η υπηρεσία της, να φύγη από τον ναόν και διαλυθή. 8 Οἱ Λευῖται καὶ ὅλος ὁ Ἰουδαϊκὸς λαὸς ἔκαμαν σύμφωνα μὲ ὅλα, ὅσα τοὺς διέταξεν ὁ ἀρχιερεὺς Ἰωδαέ. Καθένας ἀπὸ αὐτοὺς ἐπῆρε τοὺς ἄνδρες του, ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἤρχοντο ν' ἀναλάβουν ὑπηρεσίαν τὸ Σάββατον καὶ ἐκείνους οἰ ὁποῖοι θὰ ἔφευγαν ἀπὸ τὴν ὑπηρεσίαν τὸ Σάββατον, διότι ὁ ἀρχιερεὺς Ἰωδαὲ δὲν ἀπέλυσε καμμίαν ἀπὸ τὶς ἱερατικὲς τάξεις, ποὺ ἐφημέρευαν, ὥστε νὰ φύγῃ καὶ να διαλυθῇ.
9 καὶ ἔδωκεν ᾿Ιωδαὲ τὰς μαχαίρας καὶ τοὺς θυρεοὺς καὶ τὰ ὅπλα, ἃ ἦν τοῦ βασιλέως Δαυίδ, ἐν οἴκῳ τοῦ Θεοῦ. 9 Ο ίδιος ο αρχιερεύς παρέδωκεν εις αυτούς τας μαχαίρας, τας μεγάλας ασπίδας και τα όπλα, τα οποία ανήκον στον βασιλέα Δαυίδ και ήσαν αποτεθειμένα στον ναόν του Θεού. 9 Καὶ ὁ Ἰωδαὲ παρέδωκεν εἰς αὐτοὺς τὰ μαχαίρια καὶ τοὺς θυρεούς (μακρὲς ἀσπίδες, ποὺ ἐσκέπαζαν ὅλον τὸ σῶμα) καὶ τὰ ὅπλα, τὰ ὁποῖα ἀνῆκαν εἰς τὸν βασιλιᾶ Δαβὶδ καὶ ἐφυλάσσοντο εἰς τὸν Ναὸν τοῦ Θεοῦ.
10 καὶ ἔστησε τὸν λαὸν πάντα, ἕκαστον ἐν τοῖς ὅπλοις αὐτοῦ, ἀπὸ τῆς ὠμίας τοῦ οἴκου τῆς δεξιᾶς ἕως τῆς ὠμίας τῆς ἀριστερᾶς τοῦ θυσιαστηρίου καὶ τοῦ οἴκου ἐπὶ τὸν βασιλέα κύκλῳ. 10 Ετοποθέτησεν όλον τον λαόν, καθένα ωπλισμένον με το όπλον του, από την δεξιάν πλευράν του ναού μέχρι την αριστεράν πλευράν αυτού πλησίον στο θυσιαστήριον των ολοκαυτωμάτων και στον ναόν εις τρόπον, ώστε να περιβάλλουν τον βασιλέα κύκλω. 10 Κατόπιν ἐτοποθέτησεν ὅλον τὸν λαόν, τὸν καθένα ὡπλισμένον μὲ τὰ ὅπλα του, ἀπὸ τὴν δεξιὰν πλευράν (τὸν βόρειον τοῖχον) τοῦ Ναοῦ μέχρι τῆς ἀριστερᾶς πλευρᾶς (τοῦ νοτίου τοίχου) τοῦ Ναοῦ, κοντὰ εἰς τὸ θυσιαστήριον τῶν ὁλοκαυτωμάτων, ἐμπρὸς εἰς τὸν Ναόν, γύρω - γύρω ἀπὸ τὸν νεαρὸν βασιλιᾶ, ὁ ὁποῖος εὑρίσκετο μέσα εἰς τὸν Ναόν.
11 καὶ ἐξήγαγε τὸν υἱὸν τοῦ βασιλέως καὶ ἔδωκεν ἐπ' αὐτὸν τὸ βασίλειον καὶ τὰ μαρτύρια, καὶ ἐβασίλευσαν καὶ ἔχρισαν αὐτὸν ᾿Ιωδαὲ ὁ ἱερεὺς καὶ οἱ υἱοὶ αὐτοῦ καὶ εἶπαν· ζήτω ὁ βασιλεύς. 11 Τοτε ο Ιωδαέ έβγαλεν από τον ναόν τον Ιωάς, τον υιόν του βασιλέως, έθεσεν επάνω εις αυτόν το βασιλικόν διάδημα, έδωσεν εις τα χέρια του τον Νομον και αφού ο αρχιερεύς Ιωδαέ και οι υιοί του τον έχρισαν, τον ανεκήρυξαν βασιλέα και εκραύγασαν· “ζήτω ο βασιλεύς”. 11 Κατόπιν ὁ Ἰωδαὲ ἔβγαλε ἀπὸ τὸν Ναὸν τὸν υἱὸν τοῦ βασιλιᾶ, τοῦ ἐφόρεσε τὸ βασιλικὸν στέμμα καὶ τοῦ ἔδωκεν εἰς τὰ χέρια ἀντίγραφον τοῦ Νόμου καὶ ὁ ἀρχιερεὺς Ἰωδαὲ καὶ τὰ παιδιὰ του τὸν ἔχρισαν καὶ τὸν ἀνεκήρυξαν βασιλιᾶ καὶ ἐφώναξαν: «Ζήτω ὁ βασιλιᾶς!»
12 καὶ ἤκουσε Γοθολία τὴν φωνὴν τοῦ λαοῦ τρεχόντων καὶ ἐξομολογουμένων καὶ αἰνούντων τὸν βασιλέα καὶ εἰσῆλθε πρὸς τὸν βασιλέα εἰς οἶκον Κυρίου. 12 Οταν η Γοθολία ήκουσε τας φωνάς των ανθρώπων αυτών, οι οποίοι έτρεχαν και εφώναζαν δοξάζοντες και αινούντες τον βασιλέα, εισήλθε και αυτή στον ιερόν χώρον του ναού του Κυρίου, όπου ευρίσκετο ο βασιλεύς. 12 Ἡ βασίλισσα Γοθολία ἄκουσε τὶς ζητωκραυγὲς τοῦ λαοῦ, ὁ ὁποῖος ἔτρεχε καὶ ἐζητωκραύγαζε καὶ ὑμνοῦσε τὸν βασιλιᾶ, καὶ ἔτρεξεν εἰς τὸν Ναὸν τοῦ Κυρίου, ὅπου εὑρίσκετο ὁ βασιλιᾶς.
13 καὶ εἶδε καὶ ἰδοὺ ὁ βασιλεὺς ἐπὶ τῆς στάσεως αὐτοῦ, καὶ ἐπὶ τῆς εἰσόδου οἱ ἄρχοντες καὶ αἱ σάλπιγγες καὶ οἱ ἄρχοντες περὶ τὸν βασιλέα, καὶ πᾶς ὁ λαὸς τῆς γῆς ηὐφράνθη καὶ ἐσάλπισαν ταῖς σάλπιγξι καὶ οἱ ᾄδοντες ἐν τοῖς ὀργάνοις ᾠδοὶ καί ὑμνοῦντες αἶνον· καὶ διέρρηξε Γοθολία τὴν στολὴν αὐτῆς καὶ ἐβόησεν· ἐπιτιθέμενοι ἐπιτίθεσθε. 13 Παρετήρησε και αίφνης είδε τον βασιλέα επί ενός βάθρου παρά την είσοδον της αυλής του ναού. Πλησίον αυτού και περί αυτόν ήσαν οι άρχοντες, οι σαλπιγκταί, όλοι οι άρχοντες γύρω από τον βασιλέα και όλος ο λαός της χώρας, οι οποίοι και έχαιραν. Οι σαλπιγκταί εσάλπιζαν με τας σάλπιγγας αυτών, οι ψάλται με τα μουσικά των όργανα ανέπεμπαν αίνους και ωδάς. Η Γοθολία, όταν είδεν όλα αυτά, έσχισε την βασιλικήν της στολήν και εφώναξε· “σεις, λοιπόν, συνωμοτήσατε και επιτίθεσθε εναντίον μου”. 13 Καὶ ἔξαφνα, νά· εἶδεν ὅτι ὁ νέος βασιλιᾶς ἐστέκετο ἐπάνω εἰς τὴν ἐξέδραν του, κοντὰ εἰς τὴν εἴσοδον τοῦ Ναοῦ. Δίπλα του ἐστέκοντο οἱ ἀξιωματικοὶ καὶ οἱ σαλπιγκταὶ καὶ γύρω ἀπὸ τὸν βασιλιᾶ οἱ ἄρχοντες καὶ ὅλος ὁ λαὸς τῆς χώρας πανηγυρίζοντες· καὶ οἱ σαλπιγκταὶ ἐσάλπισαν μὲ τὶς σάλπιγγες καὶ οἱ ψάλται τοῦ Ναοῦ ἔψαλλαν μὲ τὰ ὄργανά των καὶ προεξῆρχαν εἰς τὴν ὑμνωδίαν. Ἡ Γοθολία ἐμπρὸς εἰς τὸ ἀναπάντεχον αὐτὸ θέαμα ἔσχισε τὴν βασιλικήν της στολὴν καὶ ἐφώναξε: «Κάνετε συνωμοσίαν καὶ ἐπιτίθεσθε ἐναντίον μου!»
14 καὶ ἐξῆλθεν ᾿Ιωδαὲ ὁ ἱερεύς, καὶ ἐνετείλατο ᾿Ιωδαὲ ὁ ἱερεὺς τοῖς ἑκατοντάρχοις καὶ τοῖς ἀρχηγοῖς τῆς δυνάμεως καὶ εἶπεν αὐτοῖς· ἐκβάλετε αὐτὴν ἐκτὸς τοῦ οἴκου καὶ εἰσέλθατε ὀπίσω αὐτῆς, καὶ ἀποθανέτω μαχαίρᾳ· ὅτι εἶπεν ὁ ἱερεύς· μὴ ἀποθανέτω ἐν οἴκῳ Κυρίου. 14 Ο αρχιερεύς Ιωδαέ εβγήκεν από εκεί, όπου ευρίσκετο. Διέταξε τους εκατοντάρχους και τους άλλους αρχηγούς της στρατιωτικής δυνάμεως και τους είπε· “διώξτε αυτήν έξω από τον ναόν, ακολουθήσατέ την και ας εκτελεσθή δια μαχαίρας”. Τούτο δε έγινε, διότι ο αρχιερεύς είχεν είπει· “δεν πρέπει να φονευθή αυτή εντός του ιερού χώρου”. 14 Τότε ὁ ἀρχιερεὺς Ἰωδαὲ ἐβγῆκε ἀπὸ ἐκεῖ, ὅπου εὑρίσκετο· καὶ ὁ ἀρχιερεὺς Ἰωδαὲ διέταξε τοὺς ἀξιωματικοὺς ἑκατοντάρχους καὶ τοὺς ἄλλους ἀρχηγοὺς τῆς στρατιωτικῆς δυνάμεως καὶ τοὺς εἶπε: «Συλλάβετε τὴν Γοθολίαν καὶ ὁδηγῆστε τὴν ἔξω ἀπὸ τὸν Ναὸν καὶ ἀκολουθῆστε πίσω ἀπὸ αὐτὴν καὶ ἂς φονευθῇ μὲ μαχαίρι». Αὐτὸ διέταξεν ὁ ἀρχιερεὺς Ἰωδαέ, διότι εἶπεν: «Ἡ Γοθολία δὲν πρέπει νὰ φονευθῇ μέσα εἰς τὴν περιοχὴν τοῦ Ναοῦ τοῦ Κυρίου».
15 καὶ ἔδωκαν αὐτῇ ἄνεσιν καὶ διῆλθε διὰ τῆς πύλης τῶν ἱππέων τοῦ οἴκου τοῦ βασιλέως, καὶ ἐθανάτωσαν αὐτὴν ἐκεῖ. 15 Εδωσαν εις αυτήν δίοδον, αυτή δε εξήλθε δια της θύρας των ιππέων του βασιλικού ανακτόρου. Εκεί δε και την εθανάτωσαν. 15 Ἔτσι παρεμέρισαν καὶ τῆς ἄνοιξαν πέρασμα καί, ὅταν ἔφθασεν εἰς τὴν «Πύλην τῶν Ἱππέων» τοῦ βασιλικοῦ ἀνακτόρου, τὴν ἐθανάτωσαν ἐκεῖ.
16 καὶ διέθετο ᾿Ιωδαὲ διαθήκην ἀνὰ μέσον αὐτοῦ καὶ τοῦ λαοῦ καὶ τοῦ βασιλέως εἶναι λαὸν τῷ Κυρίῳ. 16 Ο αρχιερεύς Ιωδαέ έκλεισε συμφωνίαν μεταξύ αυτού, του λαού και του βασιλέως, να είναι όλοι λαός του Κυρίου. 16 Ὁ ἀρχιερεὺς Ἰωδαὲ συνῆψε συμφωνίαν καὶ συνθήκην φιλίας μεταξὺ αὐτοῦ καὶ τοῦ λαοῦ καὶ τοῦ βασιλιᾶ, ὅτι ὁ λαὸς θὰ εἶναι λαός, ὁ ὁποῖος θὰ ἀνήκῃ ἐξ ὁλοκλήρου εἰς τὸν Κύριον.
17 καὶ εἰσῆλθε πᾶς ὁ λαὸς τῆς γῆς εἰς οἶκον Βάαλ καὶ κατέσπασαν αὐτὸν καὶ τὰ θυσιαστήρια αὐτοῦ καὶ τὰ εἴδωλα αὐτοῦ ἐλέπτυναν καὶ τὸν Ματθὰν ἱερέα Βάαλ ἐθανάτωσαν ἐναντίον τῶν θυσιαστηρίων αὐτοῦ. 17 Κατόπιν ο λαός των Ιουδαίων εισώρμησεν στον ναόν του Βααλ και κατέστρεψεν αυτόν και τα θυσιαστήριά του. Τα είδωλα αυτού εκονιορτοποίησε και εφόνευσαν τον ιερέα του Βααλ, τον Ματθάν ενώπιον των θυσιαστηρίων αυτού. 17 Κατόπιν ὅλος ὁ Ἰουδαϊκὸς λαός (τῆς πόλεως τῶν Ἱεροσολύμων) ὥρμησε πρὸς τὸν εἰδωλολατρικόν ναὸν τοῦ Βάαλ καὶ τὸν κατεδάφισεν. Ὁ λαὸς σννέτριψεν ἐπίσης ἐντελῶς καὶ μὲ δύναμιν τὰ θυσιαστήρια τοῦ Βάαλ καὶ τὰ εἴδωλά του τὰ ἔκαμαν θρύψαλα· ἐπίσης ἐθανάτωσαν καὶ τὸν Ματθάν, τὸν ἱερέα τοῦ Βάαλ, ἐμπρὸς εἰς τὰ θυσιαστήριά του.
18 καὶ ἐνεχείρισεν ᾿Ιωδαὲ ὁ ἱερεὺς τὰ ἔργα οἴκου Κυρίου διὰ χειρὸς ἱερέων καὶ Λευιτῶν καὶ ἀνέστησε τὰς ἐφημερίας τῶν ἱερέων καὶ τῶν Λευιτῶν, ἃς διέστειλε Δαυὶδ ἐπὶ τὸν οἶκον Κυρίου καὶ ἀνενέγκαι ὁλοκαυτώματα Κυρίῳ, καθὼς γέγραπται ἐν νόμῳ Μωυσῆ, ἐν εὐφροσύνῃ καὶ ἐν ᾠδαῖς διὰ χειρὸς Δαυίδ. 18 Ο αρχιερεύς Ιωδαέ ενεπιστεύθη τα έργα του ναού του Κυρίου εις την εποπτείαν των ιερέων και των Λευιτών. Αποκατέστησε τας τάξεις των ιερέων και των Λευιτών, όπως είχεν ορίσει ο Δαυίδ, στον ναόν του Κυρίου, δια να προσφέρουν τα ολοκαυτώματα στον Κυριον σύμφωνα με όσα είναι γραμμένα στον Νομον του Μωϋσέως. Αυτό έγινε με χαράν και με άσματα, όπως άλλωστε και ο Δαυίδ είχε δώσει εντολήν. 18 Ὁ ἀρχιερεὺς Ἰωδαὲ ἀνέθεσε τὰ ἔργα τοῦ Ναοῦ τοῦ Κυρίου ὑπὸ τὴν εὐθύνην τῶν ἱερέων καὶ τῶν Λευϊτῶν. Ἀποκατέστησεν ἐπίσης τὶς ἐφημερίες τῶν ἱερέων καὶ τῶν Λευιτῶν, τὶς ὁποῖες εἶχε καθορίσει ὁ Δαβὶδ εἰς τὸν Ναὸν τοῦ Κυρίου· καὶ ὥρισε να προσφέρουν θυσίες ὁλοκαυτωμάτων εἰς τὸν Κύριον, σύμφωνα μὲ ὅσα ἔχουν γραφῆ εἰς τὸν Μωσαϊκὸν νόμον, μὲ εὐφροσύνην καὶ ἄσματα, κατὰ τὶς διατάξεις τοῦ Δαβίδ.
19 καὶ ἔστησαν οἱ πυλωροὶ ἐπὶ τὰς πύλας οἴκου Κυρίου, καὶ οὐκ εἰσελεύσεται ἀκάθαρτος εἰς πᾶν πρᾶγμα. 19 Ετοποθετήθησαν οι θυρωροί εις τας πύλας του ναού του Κυρίου, δια να μη εισέρχεται εκεί δι' οιονδήποτε λόγον κανένας νομικώς ακάθαρτος. 19 Κατὰ διαταγὴν τοῦ Ἰωδαὲ ὡρίσθησαν ἐπίσης οἱ θυρωροὶ εἰς τὶς πύλες τοῦ Ναοῦ τοῦ Κυρίου, ὥστε νὰ μὴ ἠμπορῇ νὰ εἰσέρχεται κανένα πρόσωπον νομικῶς ἀκάθαρτον, διὰ κανένα λόγον.
20 καὶ ἔλαβε τοὺς πατριάρχας καὶ τοὺς δυνατοὺς καὶ τοὺς ἄρχοντας τοῦ λαοῦ καὶ πάντα τὸν λαὸν τῆς γῆς καὶ ἐπεβίβασαν τὸν βασιλέα εἰς οἶκον Κυρίου, καὶ εἰσῆλθε διὰ τῆς πύλης τῆς ἐσωτέρας εἰς τὸν οἶκον τοῦ βασιλέως, καὶ ἐκάθισαν τὸν βασιλέα ἐπὶ τοῦ θρόνου τῆς βασιλείας. 20 Ο Ιωδαέ επήρε μαζή του τους αρχηγούς των φυλών, τους επ' εξουσίαις και τους άρχοντας του λαού και όλον τον ιουδαϊκόν λαόν και έφεραν εν πομπή τον βασιλέα στον ναόν του Κυρίου. Από εκεί αυτός εισήλθε δια της εσωτερικής πύλης στο βασιλικόν ανάκτορον. Ενεθρόνισαν εκεί τον βασιλέα επί του βασιλικού θρόνου. 20 Κατόπιν ὁ Ἰωδαὲ παρέλαβε τοὺς ἀρχηγοὺς τῶν πατριαρχικῶν φυλῶν καὶ τοὺς εὐγενεῖς καὶ τοὺς ἀρχηγοὺς τοῦ λαοῦ καὶ ὅλον τὸν λαὸν τῆς χώρας καὶ μὲ τὴν συνοδείαν ὅλων αὐτῶν ὠδήγησαν τὸν βασιλιᾶ εἰς τὸν Ναὸν τοῦ Κυρίου. Ὁ δὲ βασιλιᾶς ἐμπῆκε διὰ τῆς ἐσωτερικῆς πύλης εἰς τὸ βασιλικὸν ἀνάκτορον. Ἐκεῖ ἀνέβασαν τὸν νέον βασιλιᾶ εἰς τὸν βασιλικὸν Θρόνον.
21 καὶ ηὐφράνθη πᾶς ὁ λαὸς τῆς γῆς, καὶ ἡ πόλις ἡσύχασε, καὶ τὴν Γοθολίαν ἐθανάτωσαν μαχαίρᾳ. 21 Με όλα αυτά τα γεγονότα ηυφράνθη όλος ο ιουδαϊκός λαός της χώρας, η δε πόλις Ιερουσαλήμ ησύχασε. Την Γοθολίαν είχον ήδη θανατώσει δια μαχαίρας. 21 Καὶ ὅλος ὁ λαὸς τοῦ βασιλείου τοῦ Ἰούδα ἐπανηγύρισε καὶ ἐχάρη· ἡσύχασεν ὅμως καὶ ἡ πόλις τῶν Ἱεροσολύμων. Τὴν Γοθολίαν δὲ τὴν ἐφόνευσαν μὲ μαχαίρι!