Παρασκευή, 26 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:35
Δύση: 20:12
Σελ. 18 ημ.
117-249
16ος χρόνος, 5914η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΚΡΙΤΑΙ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 (Δ)


 
 

 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΑΙ προσέθεντο οἱ υἱοὶ ᾿Ισραὴλ ποιῆσαι τὸ πονηρὸν ἐνώπιον Κυρίου· καὶ ᾿Αὼδ ἀπέθανε. 1 Και πάλιν όμως οι Ισραηλίται διέπραξαν το κακόν της ειδωλολατρείας και της αμαρτίας ενώπιον του Κυρίου, αφού ήδη είχεν αποθάνει ο Αώδ. 1 Οἱ Ἰσραηλῖται μετὰ τὸν θάνατον τοῦ Ἀὼδ παρεσύρθησαν πάλιν εἰς παρεκτροπὲς καὶ ἁμαρτωλὲς πράξεις καὶ ἔκαμαν ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον εἶναι πονηρὸν εἰς τὰ μάτια τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ ἐλάτρευσαν τὰ εἴδωλα· ἀπέθανε καὶ ὁ Ἀώδ.
2 καὶ ἀπέδοτο τοὺς υἱοὺς ᾿Ισραὴλ Κύριος ἐν χειρὶ ᾿Ιαβὶν βασιλέως Χαναάν, ὃς ἐβασίλευσεν ἐν ᾿Ασώρ· καὶ ὁ ἄρχων τῆς δυνάμεως αὐτοῦ Σισάρα, καὶ αὐτὸς κατῴκει ἐν ᾿Αρισὼθ τῶν ἐθνῶν. 2 Ο Κυριος παρέδωκεν αυτούς εις τα χέρια του Ιαβίν, βασιλέως της Χαναάν, ο οποίος είχεν ως πρωτεύουσαν του βασιλείου του την Ασώρ. Αρχιστράτηγος των πολεμικών του δυνάμεων το ο Σισάρα, ο οποίος κατοικούσεν εις την πάλιν Αρισώθ, εις περιοχήν ονομαζομένην “Χωρα Εθνών”. 2 Διὰ τοῦτο ὁ Κύριος ἐγκατέλειψε καὶ παρέδωσε τοὺς Ἰσραηλῖτες ὡς δούλους εἰς τὴν ἐξουσίαν του Ἰαβίν, βασιλιᾶ τῆς Χαναάν, ὁ ὁποῖος εἶχε τὸν βασιλικόν το θρόνον εἰς τὴν πόλιν Ἀσώρ. Ἀρχιστράτηγος δὲ τοῦ στρατοῦ του ἦταν ὁ Σισάρα, ὁ ὁποῖος εἶχε τὴν ἕδραν του εἰς τὴν πόλιν Ἀρισώθ, ποὺ εὑρίσκετο εἰς τὴν περιοχὴν τῆς Γαλιλαίας, εἰς τὴν ὁποίαν ἑκατοικοῦσαν πολλοὶ ἐθνικοί.
3 καὶ ἐκέκραξαν οἱ υἱοὶ ᾿Ισραὴλ πρὸς Κύριον, ὅτι ἐννακόσια ἅρματα σιδηρᾶ ἦν αὐτῷ, καὶ αὐτὸς ἔθλιψε τὸν ᾿Ισραὴλ κατὰ κράτος εἴκοσιν ἔτη. 3 Οι Ισραηλίται με κραυγήν μεγάλην παρεκάλεσαν τον Κυριον διότι ο εχθρός, πολύ δυνατός με τα εννεακόσια σιδηρά άρματά που είχε, κατέθλιβε τους Ισραηλίτας πάρα πολύ επί είκοσιν έτη. 3 Καὶ οἱ Ἰσραηλῖται ὕψωσαν κραυγὴν ἰσχυρὰν καὶ ἐφώναξαν μὲ ἱκεσίαν δυνατὴν πρὸς τὸν Κύριον διὰ νὰ τοὺς λυτρώσῃ, διότι ὁ ἐχθρὸς αὐτὸς ἦταν πολὺ δυνατός, ἀφοῦ εἶχε ἐννιακόσια σιδερένια ἅρματα ὑπὸ τὶς διαταγές του. Καὶ αὐτὸς συνέθλιψε μὲ ὅλην τὴν σκληρότητα, τὴν βιαιότητα καὶ τὴν δύναμίν του καὶ κατεπίεσεν ἐξ ὁλοκλήρου τοὺς Ἰσραηλῖτες ἐπὶ εἴκοσι χρόνια.
4 καὶ Δεββώρα γυνὴ προφῆτις γυνὴ Λαφιδώθ, αὕτη ἔκρινε τὸν ᾿Ισραὴλ ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ. 4 Τοτε έζη μία γυνή Δεββώρα ονόματι προφήτις σύζυγος του Λαφιδώθ, η οποία ήτο Κριτής του ισραηλιτικού λαού κατά τον καιρόν εκείνον. 4 Καὶ ἡ Δεββώρα, μία γυναῖκα ποὺ ἐφωτίσθη ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ ἀνεδείχθη προφήτις καὶ ἡ ὁποία ἦταν σύζυγος τοῦ Λαφιδώθ, ἔκαμνε χρέη Κριτοῦ μεταξὺ τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ κατὰ τὴν ἐποχὴν ἐκείνην.
5 καὶ αὐτὴ ἐκάθητο ὑπὸ φοίνικα Δεββώρα ἀνὰ μέσον τῆς Ραμὰ καὶ ἀνὰ μέσον τῆς Βαιθὴλ ἐν τῷ ὄρει ᾿Εφραίμ, καὶ ἀνέβαινον πρὸς αὐτὴν οἱ υἱοὶ ᾿Ισραὴλ εἰς κρίσιν. 5 Η γυνή αυτή, η Δεββώρα, είχε την κατοικίαν της κάτω από ένα φοίνικα, μεταξύ των πόλεων Ραμά και Βαιθήλ στο όρος Εφραίμ και ανέβαιναν προς αυτήν οι Ισραηλίται, δια να κρίνη και δικάση τας μεταξύ των διαφοράς. 5 Ἡ γυναῖκα αὐτή, ἡ Δεββώρα, ἦταν ἐγκατεστημένη κάτω ἀπὸ μιὰ φοινικιὰ μεταξὺ τῶν πόλεων Ραμᾶ καὶ Βαιθήλ, εἰς τὴν ὀρεινὴν περιοχὴν τοῦ Ἐφραίμ· καὶ ἐπήγαιναν εἰς αὐτὴν οἱ Ἰσραηλῖται, διὰ νὰ κρίνῃ καὶ δικάζῃ τὶς ὑποθέσεις των.
6 καὶ ἀπέστειλε Δεββώρα καὶ ἐκάλεσε τὸν Βαρὰκ υἱὸν ᾿Αβινεὲμ ἐκ Κάδης Νεφθαλὶ καὶ εἶπε πρὸς αὐτόν· οὐχὶ ἐνετείλατο Κύριος ὁ Θεὸς ᾿Ισραήλ σοι καὶ ἀπελεύσῃ εἰς ὄρος Θαβὼρ καὶ λήψῃ μετὰ σεαυτοῦ δέκα χιλιάδας ἀνδρῶν ἐκ τῶν υἱῶν Νεφθαλὶ καὶ ἐκ τῶν υἱῶν Ζαβουλών; 6 Η Δεββώρα έστειλε και εκάλεσεν από την πόλιν Καδης της φυλής Νεφθαλί, τον Βαράκ, υιόν του Αβινεέμ, και είπε προς αυτόν· “εσένα δεν σε διέταξε Κυριος ο Θεός να μεταβής στο όρος Θαβώρ, αφού πρώτον συγκαλέσης και καταρτίσης στρατόν εκ δέκα χιλιάδων ανδρών από τας φυλάς Νεφθαλί και Ζαβουλών; 6 Ἡ προφήτις Δεββώρα, φωτιζομένη ἀπὸ τὸν Θεόν, ἔστειλε καὶ ἐκάλεσε τὸν Βαράκ, τὸν υἱὸν τοῦ Ἀβινεέμ, ἀπὸ τὴν πόλιν Κάδης Νεφθαλὶ καί, μὲ πεποίθησιν ὅτι τοῦ δίδει ἐντολὴν καὶ παραγγελίαν τοῦ Κυρίου, τοῦ εἶπε: «Σοῦ τὸ λέγω ἐγώ, ἀλλ' αὐτὸ μήπως δὲν εἶναι ἐντολὴ Κυρίου τοῦ Θεοῦ Ἰσραήλ; Πρόσεξε· Ἐκεῖνος μήπως δὲν λέγει νὰ μεταβῇς εἰς τὸ Θαβώρ, ἀφοῦ προηγουμένως στρατολογήσεις καὶ πάρῃς μαζί σου δέκα χιλιάδες ἄνδρες ἀπό τὶς φυλὲς τοῦ Νεφθαλὶ καὶ τοῦ Ζαβουλών;
7 καὶ ἐπάξω πρὸς σὲ εἰς τὸν χειμάρρουν Κισῶν τὸν Σισάρα ἄρχοντα τῆς δυνάμεως ᾿Ιαβὶν καὶ τὰ ἅρματα αὐτοῦ καὶ τὸ πλῆθος αὐτοῦ καὶ παραδώσω αὐτόν εἰς χεῖράς σου. 7 Εγώ θα οδηγήσω προς σέ, στον χείμαρρον Κισών, τον Σισάρα, αρχιστράτηγον του στρατού του βασιλέως Ιαβίν, τα άρματά του και το πλήθος των στρατιωτών του, και θα παραδώσω αυτόν εις τα χέρια σου”. 7 Σοῦ ὑπόσχομαι δὲ ὅτι ἐγὼ θὰ ὁδηγήσω κοντά σου εἰς τὸν ξεροπόταμον Κισὼν τὸν Σισάρα, ἀρχιστράτηγον τοῦ στρατοῦ τοῦ Ἰαβίν, καὶ τὰ ἐννιακόσια ἅρματά του καὶ τὸ πλῆθος τῶν στρατιωτῶν του· καὶ θὰ τὸν παραδώσω εἰς τὰ χέρια σου, μὲ ὅλην τὴν δύναμίν του, νικημένον καὶ κατεντροπιασμένον».
8 καὶ εἶπε πρὸς αὐτὴν Βαράκ· ἐὰν πορευθῇς μετ᾿ ἐμοῦ, πορεύσομαι, καὶ ἐὰν μὴ πορευθῇς, οὐ πορεύσομαι· ὅτι οὐκ οἶδα τὴν ἡμέραν, ἐν ᾗ εὐοδοῖ Κύριος τὸν ἄγγελον μετ᾿ ἐμοῦ. 8 Απήντησε δε προς αυτήν ο Βαράκ· “εάν πορευθής και συ μαζή μου, θα πορευθώ και εγώ. Εάν όμως δεν έλθης μαζή μου, ούτε εγώ θα προχωρήσω· διότι δεν γνωρίζω την ημέραν, κατά την οποίαν με τον άγγελόν του ο Θεός θα κατευοδώση εις επιτυχίαν τας προσπάθειάς μου”. 8 Καὶ ὁ Βαρὰκ εἶπεν εἰς τὴν Δεββώραν: «Ναί· θὰ πάω, ἀλλὰ ὑπὸ ἕνα ὅρον θὰ πάω, ἐὰν ἔλθῃς καὶ σὺ μαζί μου· ἐὰν ὅμως δὲν ἔλθῃς μαζί μου καὶ δὲν μὲ συνοδεύσῃς, δὲν θὰ προχωρήσω. Διότι δὲν γνωρίζω τὴν ἡμέραν, κατὰ τὴν ὁποίαν ὁ Θεὸς θὰ στείλῃ τὸν ἄγγελόν του, διὰ νὰ μὲ ἐνισχύσῃ καὶ νὰ κατευθύνῃ μὲ ἐπιτυχίαν τὴν ἐπίθεσίν μου· σὺ ὅμως, ὡς προφήτις ποὺ εἶσαι, ὅταν εἶσαι μαζί μου θὰ μὲ πληροφορήσεις καὶ ἔτσι θὰ μὲ ἐνθαρρύνῃς μὲ τὴν βεβαίαν ὑπόσχεσιν, ὅτι ἐκείνην τὴν ὥραν ὁ Θεὸς πολεμεῖ μαζί μου».
9 καὶ εἶπε· πορευομένη πορεύσομαι μετὰ σοῦ· πλὴν γίνωσκε ὅτι οὐκ ἔσται τὸ προτέρημά σου ἐπὶ τὴν ὁδόν, ἣν σὺ πορεύῃ, ὅτι ἐν χειρὶ γυναικὸς ἀποδώσεται Κύριος τὸν Σισάρα. καὶ ἀνέστη Δεββώρα καὶ ἐπορεύθη μετὰ τοῦ Βαρὰκ ἐκ Κάδης. 9 Η Δεββώρα του είπε· “μάλιστα, θα πορευθώ οπωσδήποτε μαζή σου. Πλην όμως γνώριζε τούτο, ότι η δόξα δια το κατόρθωμά σου στον δρόμον, τον οποίον συ τώρα βαδίζεις δεν θα είναι ιδική σου, διότι εις τα χέρια γυναικός θα παραδώση ο Κυριος τον Σισάρα”. Ηγέρθη η Δεββώρα ητοιμάσθη και εβάδισε μαζή με τον Βαράκ εκ Καδης. 9 Ἡ Δεββώρα ἐδέχθη τὸν ὅρον καὶ τοῦ εἶπε: «Μάλιστα· θὰ ἔλθω μαζί σου. Μάθε ὅμως ὅτι, ἂν ἔλθω μαζί σου, ὁ δρόμος ποὺ ἀκολουθεῖς, διὰ νὰ ἐκτελέσῃς τὴν στρατιωτικὴν αὐτὴν ἀποστολήν, δὲν θὰ ὁδηγήσῃ εἰς ἰδικήν σου δόξαν· τὸ κατόρθωμα δὲν θὰ εἶναι ἰδικόν σου, οὔτε ἰδική σου ἐπιτυχία. Διότι ὄχι μὲ τὴν δύναμίν σου, ἀλλὰ μὲ τὸ χέρι μιᾶς γυναίκας θὰ σοῦ παραδώσῃ ὁ Κύριος τὸν Σισάρα. Ἂν ἔλθω μαζί σου, δὲν θὰ ἠμπορέσῃς νὰ καυχηθῇς ὅτι ἐνίκησες τὸν ἀρχιστράτηγον τοῦ Ἰαβίν». Καὶ ἡ Δεββώρα ἐτοιμάσθη καὶ ἐπῆγε μὲ τὸν Βαρὰκ εἰς τὴν Κάδης,
10 καὶ ἐβόησε Βαρὰκ τὸν Ζαβουλὼν καὶ τὸν Νεφθαλὶ ἐκ Κάδης, καὶ ἀνέβησαν κατὰ πόδας αὐτοῦ δέκα χιλιάδες ἀνδρῶν· καί ἀνέβη Δεββώρα μετ᾿ αὐτοῦ. 10 Μεγαλοφώνως δε ο Βαράκ προσεκάλεσε τας φυλάς Ζαβουλών και Νεφθαλί εις Καδης και εστρατολόγησεν άνδρας, οι οποίοι τον ηκολούθησαν δέκα χιλιάδας. Μαζή του επορεύθη και η Δεββώρα. 10 Καὶ ὁ Βαρὰκ ἐκήρυξεν ἀπὸ τὴν Κάδης ἐπιστράτευσιν μεταξὺ τῶν φυλῶν Ζαβουλὼν καὶ Νεφθαλί. Καὶ πολὺ γρήγορα ἐμαζεύθησαν καὶ τὸν ἀκολούθησαν δέκα χιλιάδες πολεμισταί. Μαζί του δὲ ἀκολούθησε καὶ ἡ Δεββώρα.
11 καὶ Χαβὲρ ὁ Κιναῖος ἐχωρίσθη ἀπὸ Καινᾶ ἀπὸ τῶν υἱῶν ᾿Ιωβὰβ γαμβροῦ Μωυσῆ καὶ ἔπηξε τὴν σκηνὴν αὐτοῦ ἕως δρυὸς πλεονεκτούντων, ἥ ἐστιν ἐχόμενα Κεδές. 11 Ο Χαβέρ ο Κιναίος εχωρίσθη από τους άλλους Κιναίους, απογόνους του Ιωβάβ, του πενθερού του Μωϋσέως και εγκατεστάθη μέχρι της τοποθεσίας, που λέγεται “Δρυς των πλεονεκτούντων” η οποία τοποθεσία είναι πλησίον της πόλεως Κεδές. 11 (Ἐν τῷ μεταξύ) ὁ Χαβὲρ ὁ Κιναῖος ἐχωρίσθη ἀπὸ τοὺς ἄλλους Κιναίους, τοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἰωβάβ, πενθεροῦ τοῦ Μωϋσῆ (ποὺ ἐκατοικοῦσαν εἰς τὰ νότια τῆς ἐρήμου τῆς Ἰουδαίας), ἦλθε πρὸς βορρᾶν καὶ ἔστησε τὴν σκηνήν του εἰς τὴν τοποθεσίαν «Βελανιδιὰ τῶν πλεονεκτούντων» καὶ ἐγκατεστάθη ἐκεῖ. Ἡ τοποθεσία αὐτὴ εἶναι κοντὰ εἰς τὴν πόλιν Κεδές.
12 καὶ ἀνηγγέλη Σισάρᾳ, ὅτι ἀνέβη Βαρὰκ υἱὸς ᾿Αβινεὲμ εἰς ὄρος Θαβώρ. 12 Ανηγγέλθη δε στον αρχιστράτηγον Σισάρα, ότι ο Βαράκ, ο υιός του Αβινεέμ, ανέβη στο όρος Θαβώρ με στρατόν. 12 Καὶ ἐπληροφόρησαν τὸν Σισάρα, ὅτι ὁ Βαράκ, ὁ υἱὸς τοῦ Ἀβινεέμ, ἀνέβηκε μὲ τὸν στρατόν του εἰς τὸ ὅρος Θαβώρ.
13 καὶ ἐκάλεσε Σισάρα πάντα τὰ ἅρματα αὐτοῦ ἐννακόσια ἅρματα σιδηρᾶ, καὶ πάντα τὸν λαὸν τὸν μετ᾿ αὐτοῦ ἀπὸ ᾿Αρισὼθ τῶν ἐθνῶν εἰς τὸν χειμάρρουν Κισῶν. 13 Εκάλεσε τότε ο Σισάρα και επήρε μαζή του όλα τα εννεακόσια σιδηρά άρματα και όλον τον στρατόν του από την Αρισώθ της περιοχής των εθνών, και ήλθεν στον χείμαρρον Κισών. 13 Ὁ Σισάρα, ποὺ εἶχε καταστρώσει σχέδιον διὰ νὰ κυκλώσῃ τοὺς Ἰσραηλῖτες, ἐκάλεσε καὶ συνεκέντρωσε ὅλα τὰ σιδερένια ἅρματά του, ἐννιακόσια συνολικῶς ἅρματα, καὶ ὅλον τὸν στρατὸν ποὺ διέθετε, καί (ἐπροχώρησεν) ἀπὸ τὴν Ἀρισώθ, ποὺ εὑρίσκετο εἰς τὴν περιοχὴν τῆς Γαλιλαίας, εἰς τὴν ὁποίαν ἑκατοικοῦσαν πολλοὶ ἐθνικοί, καὶ ἦλθεν εἰς τὸν ξεροπόταμον Κισῶν.
14 καὶ εἶπε Δεββώρα πρὸς Βαράκ· ἀνάστηθι, ὅτι αὕτη ἡ ἡμέρα, ἐν ᾗ παρέδωκε Κύριος τὸν Σισάρα ἐν τῇ χειρί σου, ὅτι Κύριος ἐξελεύσεται ἔμπροσθέν σου. καὶ κατέβη Βαρὰκ κατὰ τὸ ὄρος Θαβὼρ καὶ δέκα χιλιάδες ἀνδρῶν ὀπίσω αὐτοῦ. 14 Είπε δε η Δεδδώρα προς τον Βαράκ· “σήκω και ετοιμάσου, διότι αυτή η ημέρα είναι εκείνη, κατά την οποίαν ο Κυριος παρέδωσε τον Σισάρα εις τα χέρια σου· διότι ο Κυριος σαν παντοδύναμος αρχιστράτηγος, θα προηγήται από σε και τον στρατόν σου”. Ο Βαράκ κατέβη από το όρος το Θαβώρ και μαζή του ακολουθούσαν αι δέκα χιλιάδες των στρατιωτών του. 14 Τότε ἡ Δεββώρα ἐφώναξε καὶ εἶπεν εἰς τὸν Βαράκ: «Τί κάθεσαι; Σήκω γρήγορα καὶ ἐτοιμάσου. Διότι αὐτὴ εἶναι ἡ ἡμέρα, κατὰ τὴν ὁποίαν ὁ Κύριος παρέδωκεν εἰς τὰ χέρια σου τὸν Σισάρα· διότι ὁ παντοδύναμος Κύριος θὰ προχωρήσῃ ἐμπρὸς εἰς τὴν μάχην ὡς ἀρχηγὸς τοῦ στρατοῦ σου». Καὶ ὁ Βαρὰκ χωρὶς κανένα δισταγμὸν ἐξεκίνησεν ἀμέσως καὶ κατέβη μὲ ὅλον τὸν στρατόν του ἀπὸ τὸ ὅρος Θαβώρ· πίσω του δὲ ἀκολουθοῦσαν δέκα χιλιάδες πολεμισταί.
15 καὶ ἐξέστησε Κύριος τὸν Σισάρα καὶ πάντα τὰ ἅρματα αὐτοῦ καὶ πᾶσαν τὴν παρεμβολὴν αὐτοῦ ἐν στόματι ρομφαίας ἐνώπιον Βαράκ· καὶ κατέβη Σισάρα ἐπάνωθεν τοῦ ἅρματος αὐτοῦ καὶ ἔφυγε τοῖς ποσὶν αὐτοῦ. 15 Ενέβαλε δε ο Κυριος φόβον και τρόμον στον Σισάρα, εις όλα τα άρματά του και εις όλον τον στρατόν του, όταν αντίκρυσαν τας ρομφαίας του στρατού του Βαράκ. Ο Σισάρα τόσον ετρόμαξε και εταράχθη, ώστε κατέβη από το άρμα του και ετράπη πεζός εις φυγήν. 15 Καὶ ὁ Κύριος ἐνέπνευσε τρόμον, πανικὸν καὶ σύγχυσιν εἰς τὸν Σισάρα καὶ εἰς ὅλα τὰ σιδερένια ἅρματά του καὶ εἰς ὅλον τὸ στράτευμά του, μόλις ἐδέχθησαν τὴν ἐπίθεσιν ἀπὸ τὰ ξίφη τοῦ στρατοῦ τοῦ Βαράκ. Ἐδημιουργήθη δὲ τέτοια σύγχυσις καὶ φυγὴ ἀπὸ τὸν πανικὸν αὐτόν, ὥστε ἐπανικοβλήθη καὶ αὐτὸς ὁ Σισάρα καὶ ἐπήδησεν ἀπὸ τὸ ἅρμα του, εἰς τὸ ὁποῖον ἐκάθητο, καί, διὰ νὰ σωθῇ γρηγορότερα, ἔτρεχε μὲ τὰ πόδια του.
16 καὶ Βαρὰκ διώκων ὀπίσω τῶν ἁρμάτων καὶ ὀπίσω τῆς παρεμβολῆς ἕως ᾿Αρισὼθ τῶν ἐθνῶν· καὶ ἔπεσε πᾶσα παρεμβολὴ Σισάρα ἐν στόματι ρομφαίας, οὐ κατελείφθη ἕως ἑνός. 16 Ο Βαράκ ήρχισεν αμέσως να καταδιώκη πίσω από τα άρματα και πίσω από τον εχθρικόν στρατόν μέχρι εις την Αρισώθ, της περιοχής των εθνών. Ολος ο στρατός του Σισάρα έπεσεν εν στόματι μαχαίρας από τον στρατόν του Βαράκ, και δεν διεσώθη ούτε ενας. 16 Καὶ ὁ Βαρὰκ κατεδίωκε τὰ σιδερένια ἅρματα καὶ τοὺς πολεμιστὰς τοῦ Σισάρα μέχρι τὴν Ἀρισώθ, ποὺ εὑρίσκετο εἰς τὴν περιοχὴν τῆς Γαλιλαίας, εἰς τὴν ὁποίαν ἑκατοικοῦσαν πολλοὶ ἐθνικοὶ καὶ ὅλοι οἱ πολεμισταὶ τοῦ Σισάρα ἐσφάγησαν (ἐπέρασαν ἀπὸ τὸ στόμα τῆς μαχαίρας) ἀπὸ τοὺς Ἰσραηλίτες· δὲν ἔμεινε οὔτε ἕνας, ποὺ νὰ γλυτώσῃ.
17 καὶ Σισάρα ἔφυγε τοῖς ποσὶν αὐτοῦ εἰς σκηνὴν ᾿Ιαὴλ γυναικὸς Χαβὲρ ἑταίρου τοῦ Κιναίου, ὅτι εἰρήνη ἦν ἀναμέσον ᾿Ιαβὶν βασιλέως ᾿Ασὼρ καὶ ἀναμέσον τοῦ οἴκου Χαβὲρ τοῦ Κιναίου. 17 Ο δε Σισάρα έφυγε πεζός και έφθασεν εις την σκηνήν της Ιαήλ συζύγου του Χαβέρ του Κιναίου, διότι υπήρχεν ειρήνη μεταξύ Ιαβίν του βασιλέως Ασώρ και του οίκου του Χαβέρ του Κιναίου. 17 Ὁ δὲ Σισάρα κατέφυγε τρέχοντας εἰς τὴν σκηνὴν τῆς Ἰαήλ, τῆς συζύγου τοῦ φίλου Χαβὲρ τοῦ Κιναίου· διότι οἱ σχέσεις μεταξὺ τοῦ Ἰαβίν, βασιλιᾶ τῆς Ἀσώρ, καὶ τῆς οἰκογενείας τοῦ Χαβὲρ τοῦ Κιναίου, ἦσαν φιλικὲς καὶ εἰρηνικές.
18 καὶ ἐξῆλθεν ᾿Ιαὴλ εἰς συνάντησιν Σισάρα καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἔκκλινον, κύριέ μου, ἔκλινον πρός με, μὴ φοβοῦ· καὶ ἐξέκλινε πρὸς αὐτὴν εἰς τὴν σκηνήν. καὶ περιέβαλεν αὐτὸν ἐπιβολαίῳ. 18 Η Ιαήλ εβγήκεν από την σκηνήν της εις συνάντησιν του Σισάρα και είπε προς αυτόν· “κύριέ μου, έλα προς το μέρος μου, έλα εις την σκηνήν μου να αναπαυθής και μη φοβησαι”. Ο Σισάρα εισήλθε πράγματι εις την σκηνήν αυτής δια να αναπαυθή και εκείνη τον εσκέπασε με ένα σκέπασμα. 18 Καὶ ἡ Ἰαὴλ ἐβγῆκε ἀπὸ τὴν σκηνήν της εἰς προϋπάντησιν τοῦ Σισάρα καὶ τοῦ εἶπε: «Ἔλα μέσα, κύριέ μου, ἔλα μέσα εἰς τὴν σκηνήν μου· μὴ φοβᾶσαι». Ὁ Σισάρα ἐμπῆκε εἰς τὴν σκηνήν της, αὐτὴ δὲ τὸν ἐσκέπασε μὲ ἕνα σκέπασμα.
19 καὶ εἶπε Σισάρα πρὸς αὐτήν· πότισόν με δὴ μικρὸν ὕδωρ, ὅτι ἐδίψησα· καὶ ἤνοιξε τὸν ἀσκὸν τοῦ γάλακτος, καὶ ἐπότισεν αὐτὸν καὶ περιέβαλεν αὐτόν. 19 Είπε δε ο Σισάρα προς αυτήν· “δος μου λίγο νερό να πίω, διότι εδίψησα”. Εκείνη ήνοιξε τον ασκόν που περιείχε γάλα, έδωσεν εις αυτόν να πίη και εσκέπασεν αυτόν. 19 Καὶ ὁ Σισάρα εἶπε πρὸς τὴν Ἰαήλ: «Σὲ παρακαλῶ, δῶσε μου λίγο νερὸ νὰ πιῶ, διότι διψῶ». Καὶ ἡ Ἰαὴλ ἄνοιξε τὸ ἀσκὶ μὲ τὸ γάλα (= ξινόγαλο τῶν νομάδων τῆς ἐρήμου) καὶ τοῦ ἔδωκε νὰ πιῇ· κατόπιν τὸν ἐσκέπασε πάλιν.
20 καὶ εἶπε πρὸς αὐτὴν Σισάρα· στῆθι δὴ ἐπὶ τὴν θύραν τῆς σκηνῆς, καὶ ἔσται ἐὰν ἀνὴρ ἔλθῃ πρός σε καὶ ἐρωτήσῃ σε καὶ εἴπῃ· εἰ ἔστιν ὧδε ἀνήρ; καὶ ἐρεῖς· οὐκ ἔστι. 20 Ο δε Σισάρα είπε προς αυτήν· “στάσου τώρα εις την θύραν της σκηνής· και εάν τυχόν παρουσιασθή κανένας άνθρωπος και σε ερωτήση. Μηπως είναι κανένας άνδρας εντός της σκηνής; Εσύ θα απαντήσης, δεν είναι”. 20 Καὶ ὁ Σισάρα εἶπε πρὸς τὴν Ἰαήλ: «Τώρα στάσου εἰς τὴν πόρταν τῆς σκηνῆς. Ἐὰν δὲ παρουσιασθῇ κανένας ἄνθρωπος καὶ σοῦ ζητήσῃ πληροφορίαν καὶ σὲ ἐρωτήσῃ καὶ σοῦ εἰπῇ· «ὑπάρχει ἐδῶ εἰς τὴν σκηνὴν κανένας ἄνθρωπος;», Σὺ θὰ ἀπαντήσῃς· «ὄχι, δὲν ὑπάρχει ».
21 καὶ ἔλαβεν ᾿Ιαὴλ γυνὴ Χαβὲρ τὸν πάσσαλον τῆς σκηνῆς καὶ ἔθηκε τὴν σφῦραν ἐν τῇ χειρὶ αὐτῆς καὶ εἰσῆλθε πρὸς αὐτὸν ἐν κρυφῇ καὶ ἔπηξε τὸν πάσσαλον ἐν τῷ κροτάφῳ αὐτοῦ, καὶ διεξῆλθεν ἐν τῇ γῇ· καὶ αὐτὸς ἐξεστὼς ἐσκοτώθη καὶ ἀπέθανε. 21 Η Ιαήλ, η σύζυγος του Χαβέρ, εβγήκεν από την σκηνήν επήρε στο ένα χέρι της πάσσαλον της σκηνής και στο άλλο χέρι της το σφυρί και, ενώ ο Σισάρα εκοιμάτο, εισήλθεν ήσυχα εις την σκηνήν επλησίασε τον Σισάρα και εκάρφωσε τον πάσσαλον δια της σφύρας στον κρόταφον αυτού, εξήλθεν ο πάσσαλος από το άλλο μέρος και εσφηνώθη εις την γην. Ο δε Σισάρα, κοιμισμένος καθώς ήτο, περιήλθεν αμέσως στο επιθανάτιον σκότος και απέθανε. 21 Σὲ λίγο ὁ Σισάρα ἀπὸ τὴν πολλὴν κατάπτωσιν, τὸν μεγάλον κόπον καὶ τὴν βαθειὰν λύπην ἐβυθίσθη εἰς τὸν ὕπνον μὲ τὸ κεφάλι γυρμένον εἰς τὸ πλάϊ. Τότε ἡ Ἰαήλ, ἡ γυναῖκα τοῦ Χαβέρ, ἐβγῆκε ἀπὸ τὴν σκηνήν· ἐπῆρε ἕνα πάσσαλον τῆς σκηνῆς καὶ εἰς τὸ ἄλλο χέρι ἐπῆρε ἕνα σφυρὶ καὶ ἐμπῆκε ἐλαφρὰ καὶ ἀθόρυβα εἰς τὴν σκηνὴν καὶ τὸν ἐπλησίασε. Καὶ καθὼς ὁ Σισάρα ἐκοιμᾶτο, ἐκάρφωσε τὸν πάσσαλον εἰς τὸν κρόταφον τοῦ Σισάρα· ὁ πάσσαλος μὲ τὸ δυνατὸν κτύπημα ἐτρύπησε τὸ κεφάλι τοῦ Σισάρα καὶ ἐκαρφώθη εἰς τὸ ἔδαφος. Καὶ ὁ Σισάρα, ποὺ εἶχε βυθισθῆ εἰς βαρὺν ὕπνον, μὲ τὸ κάρφωμα τοῦ πασσάλου ἐκυριεύθη ἀπὸ τὸ σκοτάδι τοῦ θανάτου καὶ ἀπέθανε!
22 καὶ ἰδοὺ Βαρὰκ διώκων τὸν Σισάρα, καὶ ἐξῆλθεν ᾿Ιαὴλ εἰς συνάντησιν αὐτῷ καὶ εἶπεν αὐτῷ· δεῦρο καὶ δείξω σοι τὸν ἄνδρα, ὃν σὺ ζητεῖς. καὶ εἰσῆλθε πρὸς αὐτήν, καὶ ἰδοὺ Σισάρα ἐρριμμένος νεκρὸς καὶ ὁ πάσσαλος ἐν τῷ κροτάφῳ αὐτοῦ. 22 Και ιδού ο Βαράκ, καταδιώκων τον Σισάρα παρουσιάσθη εκεί, η δε Ιαήλ εξήλθεν εις συνάντησίν του και του ειπε· “έλα να σου δείξω τον άνδρα τον οποίον καταδιώκεις”. Ο Βαράκ εισήλθεν εις την σκηνήν και ιδού ότι ο Σισάρα ήτο ξαπλωμένος κάτω νεκρός, ο δε πάσσαλος έμενε σφηνωμένος στον κρόταφόν του. 22 Καὶ νά· ἀκριβῶς τότε ἔφθασεν ὁ Βαράκ, ποὺ κατεδίωκε τὸν Σισάρα, τὸν ὁποῖον ἐνόμιζεν ὅτι ἐζοῦσε. Ὅταν ἡ Ἰαὴλ διέκρινεν ἀπὸ μακριὰ τὸν Βαράκ, ἔτρεξε νὰ τὸν προϋπαντήσῃ καὶ τοῦ εἶπεν: «Ἔλα ἐδῶ καὶ θὰ σοῦ δείξω τὸν ἄνδρα, τὸν ὁποῖον ἀναζητεῖς». Καὶ ὁ Βαρὰκ ἐμπῆκε εἰς τὴν σκηνήν της καὶ νά· ὁ Σισάρα ἦταν ριγμένος κάτω νεκρὸς καὶ ὁ πάσσαλος ἦταν καρφωμένος εἰς τὸν κρόταφόν του.
23 καὶ ἐτρόπωσεν ὁ Θεὸς τὸν ᾿Ιαβὶν βασιλέα Χαναὰν ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ ἔμπροσθεν τῶν υἱῶν ᾿Ισραήλ. 23 Ετσι ο Θεός κατετρόπωσε κατά την ημέραν εκείνην ενώπιον των Ισραηλιτών τον Ιαβίν τον βασιλέα της Χαναάν. 23 Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπον κατετρόπωσεν ὁ Θεὸς τὸν Ἰαβίν, τὸν βασιλιᾶ τῆς Χαναάν, κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην ἐμπρὸς εἰς τοὺς Ἰσραηλῖτες.
24 καὶ ἐπορεύετο χεὶρ τῶν υἱῶν ᾿Ισραὴλ πορευομένη καὶ σκληρυνομένη ἐπὶ ᾿Ιαβὶν βασιλέα Χαναάν, ἕως οὗ ἐξωλόθρευσαν τὸν ᾿Ιαβὶν βασιλέα Χαναάν. 24 Από την ημέραν δε εκείνην εγίνοντο ολονέν και ισχυρότεροι οι Ισραηλίται εναντίον του Ιαβίν βασιλέως της Χαναάν, μέχρις ότου αυτοί εξωλόθρευσαν τον Ιαβίν βασιλέα της Χαναάν. 24 Ἀπὸ τὴν ἡμέραν τῆς μεγάλης ἐκείνης νίκης τὸ χέρι τῶν Ἰσραηλιτῶν ἐπίεζε συνεχῶς τὸν Ἰαβίν, τὸν βασιλιᾶ τῆς Χαναάν· ἡ πίεσις αὐτὴ ἐμεγάλωνε συνεχῶς καὶ περισσότερον, μέχρις ὅτου οἱ Ἰσραηλῖται ἐξωλόθρευσαν, ἐξεπάστρεψαν ἐντελῶς τὸν Ἰαβίν, τὸν βασιλιᾶ τῆς Χαναάν, καὶ τὴν δύναμίν του.