Σάββατο, 20 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:43
Δύση: 20:06
Σελ. 12 ημ.
111-255
16ος χρόνος, 5908η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΚΡΙΤΑΙ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 21 (ΚΑ)


 
 

 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΑΙ οἱ υἱοὶ ᾿Ισραὴλ ὤμοσαν ἐν Μασσηφὰθ λέγοντες· ἀνὴρ ἐξ ἡμῶν οὐ δώσει θυγατέρα αὐτοῦ τῷ Βενιαμὶν εἰς γυναῖκα. 1 Οι Ισραηλίται είχον ορκισθή εις Μασηφάθ λέγοντες· “κανείς από ημάς δεν θα δώση σύζυγον την θυγατέρα του εις άνδρα της φυλής Βενιαμίν”. 1 Όταν οἱ Ἰσραηλῖται ἐμαζεύθησαν εἰς Μασσηφάθ, ὡρκίσθησαν καὶ εἶπαν: Κανένας ἀπὸ ἡμᾶς δὲν θὰ δώσῃ τὴν θυγατέρα του ὡς σύζυγον εἰς ἀπόγονον τῆς φυλῆς Βενιαμίν».
2 καὶ ἦλθεν ὁ λαὸς εἰς Βαιθὴλ καὶ ἐκάθισαν ἐκεῖ ἕως ἑσπέρας ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ ᾖραν φωνὴν αὐτῶν καὶ ἔκλαυσαν κλαυθμὸν μέγαν 2 Ο Ισραηλιτικός λαός, μετά την νίκην του, ήλθεν εις Βαιθήλ, εκάθησαν εκεί έως την εσπέραν ενώπιον της Κιβωτού της Διαθήκης, ύψωσαν την φωνήν των και έκλαυσαν με μεγάλον σπαραγμόν, 2 Καὶ ὁ (νικητής) Ἰσραηλιτικὸς λαὸς ἦλθεν εἰς τὴν Βαιθήλ. Οἱ Ἰσραηλῖται ἐκάθησαν ἐκεῖ ἐμπρὸς εἰς τὸν Θεόν (εἰς τὴν Κιβωτὸν τῆς Διαθήκης) μέχρι τὸ ἑσπέρας. Ὑψωσαν δὲ τὴν φωνήν των καὶ ἔκλαυσαν μὲ πικρὸν θρῆνον καὶ μεγάλον κλάμα
3 καὶ εἶπαν· εἰς τί, Κύριε Θεὲ ᾿Ισραήλ, ἐγενήθη αὕτη τοῦ ἐπισκεπῆναι σήμερον ἀπὸ ᾿Ισραὴλ φυλὴν μίαν; 3 και είπαν· “διατί, Κυριε, και Θεέ του Ισραηλιτικού λαού έγινε αυτή η μεγάλη συμφορά, ώστε να εξοντωθή σήμερον ολόκληρος φυλή του Ισραήλ;” 3 καὶ εἶπαν: «Ὡ, Κύριε, Θεὲ τοῦ Ἰσραήλ· διατὶ συνέβη αὐτὴ ἡ τιμωρία καὶ δοκιμασία, ὥστε σχεδὸν νὰ ἐξαφανισθῇ σήμερα μία φυλὴ τοῦ Ἰσραήλ (ἡ φυλὴ Βενιαμίν);»
4 καὶ ἐγένετο τῇ ἐπαύριον καὶ ὤρθρισεν ὁ λαὸς καὶ ᾠκοδόμησαν ἐκεῖ θυσιαστήριον, καὶ ἀνήνεγκαν ὁλοκαυτώσεις καὶ τελείας. 4 Την επομένην ημέραν ηγέρθησαν οι Ισραηλίται, οικοδόμησαν εκεί θυσιαστήριον και προσέφεραν ολοκαυτώματα και άλλας ειρηνικάς θυσίας. 4 Συνέβη δὲ τοῦτο: Τὴν ἑπομένην ὁ λαὸς ἐσηκώθη πολὺ πρωΐ καὶ ἔκτισεν ἐκεῖ θυσιαστήριον καὶ προσέφερεν εἰς τὸν Θεὸν θυσίες ὁλοκαυτωμάτων καὶ θυσίες εἰρηνικές (εὐχαριστίας).
5 καὶ εἶπαν οἱ υἱοὶ ᾿Ισραήλ· τίς οὐκ ἀνέβη ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ ἀπὸ πασῶν φυλῶν ᾿Ισραὴλ πρὸς Κύριον; ὅτι ὁ ὅρκος μέγας ἦν τοῖς οὐκ ἀναβεβηκόσι πρὸς Κύριον εἰς Μασσηφὰθ λέγοντες· θανάτῳ θανατωθήσεται. 5 Εκεί δε ηρώτησαν· “ποίος από τους Ισραηλίτας δεν εβάδισε μαζή με τους συγκεντρωθέντας Ισραηλίτας εναντίον των Βενιαμιτών, όπως είχε διατάξει ο Κυριος;” Ηρεύνησαν δε να μάθουν, διότι είχαν κάμει βαρύν όρκον ενώπιον του Κυρίου εις Μασσηφάθ, εναντίον εκείνων που δεν είχαν ακολουθήσει εις την κατά των Βενιαμιτών εκστρατείαν λέγοντες· “ότι αυτός θα θανατωθή”. 5 Τότε ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαὸς ἐρώτησε: Ποιὸς ἀπὸ ὅλες τὶς φυλὲς τοῦ Ἰσραὴλ δὲν ἦλθεν εἰς τὴν συνέλευσιν τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ, ποὺ ἔγινε ἐμπρὸς εἰς τὸν Κύριον διὰ τὴν ἐκστρατείαν ἐναντίον τῆς φυλῆς Βενιαμίν;» (Ὑπέβαλαν τὴν ἐρώτησιν αὐτήν, διότι εἶχαν κάμει μεγάλον ἱερόν [φοβερόν] ὅρκον σχετικῶς μὲ ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι δὲν ἔλαβαν μέρος εἰς τὴν συγκέντρωσιν ἐμπρὸς εἰς τὸν Κύριον εἰς τὴν Μασσηφάθ· οἱ Ἰσραηλῖται εἶχαν ὁρκισθῇ τότε καὶ εἶπαν «αὐτοὶ θὰ θανατωθοῦν ὁπωσδήποτε»),
6 καὶ παρεκλήθησαν οἱ υἱοὶ ᾿Ισραὴλ πρὸς Βενιαμὶν ἀδελφὸν αὐτῶν καὶ εἶπαν· ἐξεκόπη σήμερον φυλὴ μία ἀπὸ ᾿Ισραήλ· 6 Οι Ισραηλίται, κατόπιν όλων αυτών, ελυπήθησαν τους αδελφούς των τους Βενιαμίτας και είπαν· “εξωλοθρεύθη σήμερον μία από τας φυλάς του Ισραήλ. 6 Οἱ Ἰσραηλῖται ὅμως ἐλυπήθησαν καὶ ἐσυμπάθησαν τοὺς ἀδελφούς των τῆς φυλῆς Βενιαμὶν καὶ εἶπαν (μετανοημένοι): «Ἀπεκόπη, κατεστράφη καὶ ἐχάθη σήμερα μία ὁλόκληρος φυλὴ ἀπὸ τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαόν·
7 τί ποιήσωμεν αὐτοῖς τοῖς περισσοῖς τοῖς ὑπολειφθεῖσιν εἰς γυναῖκας; καὶ ἡμεῖς ὠμόσαμεν ἐν Κυρίῳ τοῦ μὴ δοῦναι αὐτοῖς ἀπὸ τῶν θυγατέρων ἡμῶν εἰς γυναῖκας. 7 Τι λοιπόν πρέπει να κάμωμεν δια τους υπολειφθέντας εξακοσίους Βενιαμίτας; Θα δώσωμεν εις αυτούς συζύγους; Ημείς όμως ωρκίσθημεν ενώπιον του Κυρίου να μη τους δώσωμεν συζύγους από τας θυγατέρας μας”. 7 τί πρέπει νὰ κάμωμεν λοιπὸν εἰς αὐτούς (τοὺς ἑξακοσίους), οἱ ὁποῖοι ἀπέμειναν (ἐσώθησαν) ἀπὸ τὴν φυλὴν Βενιαμίν, ὥστε νὰ τοὺς δώσωμεν γυναῖκες ὡς συζύγους; Διότι ἐμεῖς ὠρκισθήκαμε εἰς τὸν Κύριον νὰ μὴ δώσωμεν εἰς αὐτοὺς γυναῖκες (ὡς συζύγους) ἀπὸ τὶς θυγατέρες μας».
8 καὶ εἶπαν· τίς εἷς ἀπὸ φυλῶν ᾿Ισραήλ, ὃς οὐκ ἀνέβη πρὸς Κύριον εἰς Μασσηφάθ; καὶ ἰδοὺ οὐκ ἦλθεν ἀνὴρ εἰς τὴν παρεμβολὴν ἀπὸ ᾿Ιαβὶς Γαλαὰδ εἰς τὴν ἐκκλησίαν. 8 Εσκέφθησαν όμως και είπαν· “ποιός από τας φυλάς του Ισραήλ δεν ηκολούθησεν εις Μασσηφάθ ενώπιον του Κυρίου;” Εγνωστοποιήθη τότε εις αυτούς ότι κανένας από τους Ισραηλίτας της πόλεως Ιαβίς της χώρας Γαλαάδ δεν ήλθεν στο στρατόπεδον κατά την συγκέντρωσιν του λαού. 8 Τότε ἐσκέφθησαν καὶ εἶπαν: «Ὑπάρχει κανεὶς ἀπὸ τὶς φυλὲς τοῦ Ἰσραήλ, ὁ ὁποῖος δὲν ἦλθεν εἰς τὴν συγκέντρωσιν ἐμπρὸς εἰς τὸν Κύριον, εἰς τὴν Μασσηφάθ;» Καὶ νά· διεπιστώθη ὅτι κανεὶς ἄνδρας ἀπὸ τὴν πόλιν Ἰαβὶς τῆς Γαλαὰδ δὲν ἦλθεν εἰς τὸ στρατόπεδον, εἰς τὴν συνέλευσιν τῶν Ἰσραηλιτῶν (εἰς Μασσηφάθ).
9 καὶ ἐπεσκέπη ὁ λαός, καί οὐκ ἦν ἐκεῖ ἀνὴρ ἀπὸ οἰκούντων ᾿Ιαβὶς Γαλαάδ. 9 Εγινεν έρευνα και διεπιστώθη ότι πράγματι κανείς δεν ευρέθη εκεί από τους κατοικούντας την Ιαβίς της χώρας Γαλαάδ. 9 Κατὰ τὴν καταμέτρησιν, τὸ προσκλητήριον καὶ τὴν ἐπιθεώρησιν, ποὺ ἔγινε μεταξύ (τῶν πολεμιστῶν) τὸν λαοῦ, εὑρέθη ὅτι δὲν ὑπῆρχεν ἐκεῖ κανεὶς ἀπὸ τοὺς Ἰσραηλῖτες κατοίκους τῆς πόλεως Ἰαβὶς τῆς χώρας Γαλαάδ.
10 καὶ ἀπέστειλεν ἐκεῖ ἡ συναγωγὴ δώδεκα χιλιάδας ἀνδρῶν ἀπὸ υἱῶν τῆς δυνάμεως καὶ ἐνετείλατο αὐτοῖς λέγοντες· πορεύεσθε καὶ πατάξατε τοὺς οἰκοῦντας ᾿Ιαβὶς Γαλαὰδ ἐν στόματι ρομφαίας. 10 Τοτε ο ισραηλιτικός λαός έστειλε δώδεκα χιλιάδας πολεμιστάς άνδρας και έδωσεν εις αυτούς την εντολήν· “πηγαίνετε και φονεύσατε τους κατοίκους της Ιαβίς εις Γαλαάδ περνώντες αυτούς εν στόματι μαχαίρας. 10 Ἔτσι ἡ συνέλευσις τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ ἔστειλεν εἰς τὴν Ἰαβὶς δώδεκα χιλιάδες (12.000) ἄνδρες, ἀπὸ τοὺς πιὸ γενναίους· εἰς αὐτοὺς ἔδωκαν διαταγὴν καὶ τοὺς εἶπαν: Πηγαίνετε καὶ κτυπῆστε τοὺς κατοίκους τῆς Ἰαβὶς τῆς χώρας Γαλαὰδ καὶ περάστε ὅλους ἀπὸ τὸ στόμα τῆς μαχαίρας.
11 καὶ τοῦτο ποιήσετε· πᾶν ἄρσεν καὶ πᾶσαν γυναῖκα εὐδυῖαν κοίτην ἄρσενος ἀναθεματιεῖτε, τὰς δὲ παρθένους περιποιήσεσθε. καὶ ἐποίησαν οὕτως. 11 Θα κάμετε όμως και τούτο ακόμη· κάθε άνδρα και κάθε γυναίκα η οποία έχει έλθει εις γάμον με άνδρα, θα τους αναθεματίσετε και θα τους εξοντώσετε. Τας παρθένους όμως θα τας διαφυλάξετε εν τη ζωή και θα τας περιποιηθήτε”. Ετσι και έκαμαν. 11 Κάμετε ἐπίσης καὶ τοῦτο: Κάθε ἀρσενικὸν καὶ κάθε γυναῖκα, ποὺ ἐκοιμήθη μὲ ἄνδρα καὶ συνευρέθη μαζί του, νὰ τοὺς ἐξολοθρεύσετε ἐντελῶς, ὡς ἀνάθεμα· τὶς γυναῖκες ὅμως ποὺ εἶναι παρθένοι, νὰ περιποιηθῆτε καὶ νὰ μὴ τὶς φονεύσετε». Οἱ ἀπεσταλμένοι ἔκαμαν ὅπως τοὺς διέταξαν,
12 καὶ εὗρον ἀπὸ οἰκούντων ᾿Ιαβὶς Γαλαὰδ τετρακοσίας νεάνιδας παρθένους, αἵτινες οὐκ ἔγνωσαν ἄνδρα εἰς κοίτην ἄρσενος, καὶ ἤνεγκαν αὐτὰς εἰς τὴν παρεμβολὴν εἰς Σηλὼμ τὴν ἐν γῇ Χαναάν. 12 Οι Ισραηλίται που ήλθον εις την Ιαβίς της Γαλαάδ ευρήκαν τετρακοσίας νεαράς παρθένους, αι οποίαι δεν είχαν έλθει εις ουδεμίαν συνάφειαν με άνδρα. Τας έφεραν στο στρατόπεδον, το οποίον ευρίσκετο εις Σηλώμ της χώρας Χαναάν. 12 Εὑρῆκαν δὲ μεταξὺ τῶν κατοίκων τῆς Ἰαβὶς τῆς χώρας Γαλαὰδ τετρακόσιες (400) νεαρὲς κόρες παρθένους, οἱ ὁποῖες δὲν ἐκοιμήθησαν μὲ ἄνδρα καὶ δὲν συνευρέθησαν μαζί του. Αὐτὲς τὶς ἔφεραν εἰς τὸ στρατόπεδον τῶν Ἰσραηλιτῶν εἰς τὴν Σηλώμ, ποὺ εὑρίσκεται εἰς τὴν χώραν τῆς Χαναάν.
13 καὶ ἀπέστειλαν πᾶσα ἡ συναγωγὴ καὶ ἐλάλησαν πρὸς τοὺς υἱοὺς Βενιαμὶν ἐν τῇ πέτρᾳ Ρεμμὼν καὶ ἐκάλεσαν αὐτοὺς εἰς εἰρήνην. 13 Οι Ισραηλίται, όλος ο λαός, έστειλαν αγγελιαφόρους, οι οποίοι ωμίλησαν προς τους Βενιαμίτας, που ευρίσκοντο στον βράχον Ρεμμών, και τους προσεκάλεσαν εις ειρήνην και συμφιλίωσιν. 13 Τότε ὅλη ἡ συνέλευσις τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ ἔστειλαν ἀπεσταλμένους καὶ ἐμίλησαν πρὸς τοὺς ἄνδρες τῆς φυλῆς Βενιαμίν, ποὺ εἶχαν καταφύγει εἰς τὸν βράχον Ρεμμών, καὶ τοὺς ἐπρότειναν συμφιλίωσιν καὶ εἰρήνην.
14 καὶ ἐπέστρεψε Βενιαμὶν πρὸς τοὺς υἱοὺς ᾿Ισραὴλ ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, καὶ ἔδωκαν αὐτοῖς οἱ υἱοὶ ᾿Ισραὴλ τὰς γυναῖκας, ἃς ἐζωοποίησαν ἀπὸ τῶν θυγατέρων ᾿Ιαβὶς Γαλαάδ· καὶ ἤρεσεν αὐτοῖς οὕτω. 14 Οι Βενιαμίται, πεισθέντες, επέστρεψαν κατά τον καιρόν εκείνον προς τους Ισραηλίτας, οι οποίοι και έδωκαν εις αυτούς ως συζύγους τας παρθένους, τας οποίας από τας θυγατέρας των κατοίκων της Ιαβίς είχον διατηρήσει εν τη ζώη. Αυτό ηυχαρίστησε τους Βενιαμίτας. 14 Κατόπιν αὐτῶν οἱ ἄνδρες τῆς φυλῆς Βενιαμὶν ἐγύρισαν πίσω, κοντὰ εἰς τοὺς (ἄλλους) Ἰσραηλῖτες κατὰ τὴν ἐποχὴν ἐκείνην. Καὶ οἱ Ἰσραηλῖται ἔδωκαν εἰς τοὺς ἄνδρες τῆς φυλῆς Βενιαμὶν ὡς συζύγους τὶς θυγατέρες τῶν κατοίκων τῆς Ἰαβίς, τῆς χώρας Γαλαάδ, τὶς ὁποῖες δὲν εἶχαν σκοτώσει, ἀλλὰ τὶς ἀφῆκαν ζωντανές. Ἡ χειρονομία αὐτὴ τῶν Ἰσραηλιτῶν ἰκανοποίησε τοὺς ἄνδρες τῆς φυλῆς Βενιαμίν.
15 Καὶ ὁ λαὸς παρεκλήθη ἐπὶ τῷ Βενιαμίν, ὅτι ἐποίησε Κύριος διακοπὴν ἐν ταῖς φυλαῖς ᾿Ισραήλ. 15 Ο ισραηλιτικός λαός ησθάνθη συμπάθειαν προς τους Βενιαμίτας και μετεμελήθη τρόπον τινά, διότι ο Κυριος ήνοιξεν ένα ρήγμα εις τας φυλάς του Ισραήλ. 15 Ὁ δὲ Ἰσραηλιτικὸς λαὸς ἐλυπήθη καὶ ἐσυμπάθησε τοὺς ἀδελφούς του τῆς φυλῆς Βενιαμίν, διότι ὁ Κύριος μὲ τὴν τιμωρίαν, ποὺ τοὺς ἐπέβαλε, ἐδημιούργησε ρῆγμα, διέκοψε τὴν ἑνότητα τῶν φυλῶν τοῦ Ἰσραήλ (μὲ τὸ νὰ ἐξολοθρεύσῃ μίαν φυλήν).
16 καὶ εἶπον οἱ πρεσβύτεροι τῆς συναγωγῆς· τί ποιήσωμεν τοῖς περισσοῖς εἰς γυναῖκας; ὅτι ἠφανίσθη ἀπὸ Βενιαμὶν γυνή. 16 Οι άρχοντες όμως της Ισραηλιτικής κοινότητος είπον· “τι θα κάμωμεν τώρα δια τους υπολοίπους Βενιαμίτας δια την εξεύρεσιν συζύγων προς αυτούς; Διότι εξωντώθησαν όλαι αι γυναίκες της φυλής Βενιαμίν”. 16 Οἱ ἄρχοντες τῆς συνελεύσεως τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ εἶπαν: Τί πρέπει νὰ κάμωμεν, ὥστε νὰ δώσωμεν γυναῖκες εἰς ἐκείνους (τοὺς διακοσίους τῆς φυλῆς Βενιαμίν) ποὺ ἐπέζησαν; Διότι ἐχάθησαν πλέον ἀπὸ τὴν φυλὴν τοῦ Βενιαμὶν ὅλες οἱ γυναῖκες».
17 καὶ εἶπαν· Κληρονομία διασωζομένων τῶν Βενιαμίν, καὶ οὐκ ἐξαλειφθήσεται φυλὴ ἀπὸ ᾿Ισραήλ· 17 Είπαν και απεφάσισαν· “η δια κλήρου δοθείσα περιοχή εις την φυλήν Βενιαμίν παραμένεις στους διισωθέντος Βενιαμίτας διότι ουδεμία φυλή εκ των Ισραηλιτών δεν πρέπει να εξαφανισθή. 17 Ἀκόμη ἐσκέφθησαν καὶ εἶπαν: Πρέπει νὰ ὑπάρξῃ συνέχεια τῆς κληρονομίας (τῆς περιοχῆς ποὺ ἐδόθη εἰς τὸν Βενιαμίν) ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἐσώθησαν ἀπὸ τὴν φυλὴν Βενιαμίν· δὲν πρέπει νὰ ἑξαφανισθῇ καὶ νὰ χαθῇ καμμία φυλὴ ἀπὸ τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαόν.
18 ὅτι ἡμεῖς οὐ δυνησόμεθα δοῦναι αὐτοῖς γυναῖκας ἀπὸ τῶν θυγατέρων ἡμῶν, ὅτι ὠμόσαμεν ἐν υἱοῖς ᾿Ισραὴλ λέγοντες· ἐπικατάρατος ὁ διδοὺς γυναῖκα τῷ Βενιαμίν. 18 Ημείς όμως δεν ημπορούμεν να δώσωμεν εις αυτούς συζύγους από τας θυγατέρας μας, διότι ωρκίσθημεν μεταξύ μας λέγοντες· Κατηραμένος θα είναι εκείνος που θα δώση σύζυγον στους άνδρας της φυλής Βενιαμίν”. 18 Ὅμως ἐμεῖς δὲν θὰ ἠμπορέσωμεν νὰ δώσωμεν εἰς αὐτούς (ποὺ ἐσωθησαν ἀπὸ τὴν φυλὴν Βενιαμίν) ὡς συζύγους γυναῖκες ἀπό τις θυγατέρες μᾶς, διότι ὅλοι, ὅσοι ἀνήκομεν εἰς τὸν Ἰοραηλιτικὸν λαόν, ὠρκισθήκαμε καὶ εἴπαμε: «Καταραμένος νὰ εἶναι ὅποιος δώσῃ γυναῖκα εἰς ἄνδρα τῆς φυλῆς Βενιαμίν».
19 καὶ εἶπαν· ἰδοὺ δὴ ἑορτὴ Κυρίου ἐν Σηλὼμ ἀφ᾿ ἡμερῶν εἰς ἡμέρας, ἥ ἐστιν ἀπὸ βορρᾶ τῆς Βαιθὴλ κατ᾿ ἀνατολάς ἡλίου ἐπὶ τῆς ὁδοῦ τῆς ἀναβαινούσης ἀπό Βαιθὴλ εἰς Συχέμ καὶ ἀπὸ νότου τῆς Λεβωνά. 19 Εσκέφθησαν όμως μεταξύ των και είπον· “ιδού, κατά το διάστημα του έτους τελούνται εορταί προς τιμήν του Κυρίου εις Σηλώμ”. Η πόλις αυτή ευρίσκεται προς βορράν της Βαιθήλ, ανατολικώς της οδού η οποία ανεβαίνει από Βαιθήλ εις Συχέμ και προς νότον της πόλεως Λεβωνά. 19 Τότε ἐσκέφθηκαν ὡς λύσιν τοῦ προβλήματος αὐτοῦ καὶ εἶπαν: Νά· πλησιάζει ἡ ἑορτὴ τοῦ Κυρίου εἰς τὴν Σηλώμ, ποὺ γίνεται κάθε χρόνον». (Ἡ Σηλὼμ εὑρίσκεται εἰς τὰ βόρεια τῆς Βαιθήλ, εἰς τὰ ἀνατολικὰ τοῦ δρόμου, ποὺ ὁδηγεῖ ἀπὸ τὴν Βαιθὴλ εἰς τὴν Συχέμ, καὶ εἰς τὰ νότια τῆς πόλεως Λεβωνά).
20 καὶ ἐνετείλαντο τοῖς υἱοῖς Βενιαμὶν λέγοντες· πορεύεσθε καὶ ἐνεδρεύσατε ἐν τοῖς ἀμπελῶσι· 20 Παρήγγειλαν λοιπόν στους άνδρας της φυλής Βενιαμίν και τους είπαν· “πηγαίνετε και στήσατε ενέδρας στους αμπελώνας έξω από την πόλιν. 20 Δι' αὐτό (οἱ ἄρχοντες τῆς συνελεύσεως) ἔδωσαν διαταγὴν εἰς τοὺς ἄνδρες τῆς φυλῆς Βενιαμὶν καὶ τοὺς παρήγγειλαν: «Πηγαίνετε, κρυφθῆτε καὶ στήσετε ἐνέδραν εἰς τὰ ἀμπέλια, ποὺ εἶναι ἔξω ἀπὸ τὴν Σηλώμ.
21 καὶ ὄψεσθε καὶ ἰδού, ἐὰν ἐξέλθωσιν αἱ θυγατέρες τῶν οἰκούντων Σηλὼ χορεύειν ἐν τοῖς χοροῖς, καὶ ἐξελεύσεσθε ἐκ τῶν ἀμπελώνων καὶ ἁρπάσατε ἑαυτοῖς ἀνὴρ γυναῖκα, ἀπὸ τῶν θυγατέρων Σηλὼμ καὶ πορεύεσθε εἰς γῆν Βενιαμίν. 21 Προσέξατε ώστε όταν εξέλθουν αι θυγατέρες των κατοίκων Σηλώμ να χορεύσουν, αρπάξατε ο καθένας από σας μίαν γυναίκα ως σύζυγόν του από τας θυγατέρας των κατοίκων Σηλώμ και πηγαίνετε εις την χώραν της φυλής Βενιαμίν. 21 Ἀπὸ ἐκεῖ (κρυμμένοι) παρακολουθῆστε καὶ προσέξετε τοῦτο: Ὅταν βγοῦν οἱ θυγατέρες τῶν κατοίκων τῆς Σηλὼμ διὰ νὰ χορεύσουν εἰς τοὺς θρησκευτικούς (ἐορταστικούς) χορούς, θὰ ὁρμήσετε ἀπὸ τὶς κρύπτες σας (ἀπὸ τὰ ἀμπέλια)· καὶ ὁ κάθε ἄνδρας ἀπὸ σᾶς θὰ ἁρπάξῃ μίαν γυναῖκα ἀπὸ τὶς θυγατέρες (τῶν κατοίκων) τῆς Σηλὼμ καὶ θὰ τὴν ἀπαγάγῃ μαζί του εἰς τὴν χώραν τῆς φυλῆς Βενιαμίν.
22 καὶ ἔσται ὅταν ἔλθωσιν οἱ πατέρες αὐτῶν ἢ οἱ ἀδελφοὶ αὐτῶν κρίνεσθαι πρὸς ἡμᾶς, καὶ ἐροῦμεν αὐτοῖς· ἔλεος ποιήσατε ἡμῖν αὐτάς, ὅτι οὐκ ἐλάβομεν ἀνὴρ γυναῖκα αὐτοῦ ἐν τῇ παρατάξει, ὅτι οὐχ ὑμεῖς ἐδώκατε αὐτοῖς· ὡς κλῆροςπλημμελήσατε. 22 Εάν δε οι πατέρες η οι αδελφοί αυτών των γυναικών έλθουν να αντιδικήσουν προς σας, ημείς θα είπωμεν προς αυτούς· Δείξατε κατανόησιν και καλωσύνην προς χάριν ημών, διότι κατά την μάχην της Ιαβίς δεν ηχμαλωτίσαμεν γυναίκας ώστε να επαρκέσουν δι' ένα έκαστον άνδρα από τους διισωθέντος Βενιαμίτας. Αλλωστε δεν εδώσατε σεις τας θυγατέρας σας εις αυτούς, ώστε να θεωρηθή αυτό αμάρτημα της φυλής σας δια παράβασιν όρκου”. 22 Θὰ συμβῇ δὲ τοῦτο: Ἐὰν (ὅταν) ἔλθουν οἱ πατέρες τῶν νεαρῶν αὐτῶν κοριτσιῶν ἤ οἱ ἀδελφοί των διὰ νὰ παραπονεθοῦν καὶ διαμαρτυρηθοῦν εἰς ἡμᾶς, ἐμεῖς θὰ τοὺς εἴπουμε· «φανῆτε εὐνοϊκοὶ καὶ εὐσπλαγχνικοὶ ἀπέναντί μας καὶ ἀφῆστε τὶς γυναῖκες αὐτὲς εἰς ἡμᾶς (ἢ κατ' ἄλλην ἑρμηνείαν: Πρὸς χάριν μας)· διότι κατὰ τὸν πόλεμον εἰς τὴν Ἰαβὶς δὲν ἠμπορέσαμεν νὰ συλλάβωμεν καὶ νὰ ἑξασφαλίσωμεν διὰ κάθε ἄνδρα (τῆς φυλῆς Βενιαμίν) μίαν γυναῖκα, τὴν ὁποίαν νὰ τοῦ δώσωμεν ὡς σύζυγον. (Ἀφῆστε τὶς γυναῖκες αὐτὲς καὶ νὰ εἶσθε ἥσυχοι ὅτι δὲν παραβαίνετε τὸν ὅρκον σας) διότι δὲν τὶς ἐδώσατε σεῖς εἰς αὐτοὺς ὡς συζύγους μὲ τὴν θέλησίν σας. (Ἐὰν τὶς ἐδίδατε μόνοι σας, τότε θὰ παρεβαίνατε τὸν ὅρκον σας) καὶ θὰ ἧσθε ἔνοχοι καὶ σεῖς καὶ ὅλη ἡ φυλή σας».
23 καὶ ἐποίησαν οὕτως οἱ υἱοὶ Βενιαμὶν καὶ ἔλαβον γυναῖκας εἰς ἀριθμὸν αὐτῶν ἀπὸ τῶν χορευουσῶν, ὧν ἥρπασαν· καὶ ἐπορεύθησαν καὶ ὑπέστρεψαν εἰς τὴν κληρονομίαν αὐτῶν καὶ ᾠκοδόμησαν τὰς πόλεις καὶ ἐκάθισαν ἐν αὐταῖς. 23 Οι άνδρες της φυλής Βενιαμίν έτσι έκαμαν. Επήραν από εκείνας που εχόρευαν τόσας εις αριθμόν, όσαι τους έλειπον. Ηρπασαν τας γυναίκας, ανεχώρησαν και επέστρεψαν εις την χώραν των. Ανοικοδόμησαν τας κατεστραμμένας πόλεις των και εγκατεστάθησαν εις αυτάς. 23 Καὶ οἱ ἄνδρες τῆς φυλῆς Βενιαμὶν ἔκαμαν, ὅπως ἀκριβῶς τοὺς διέταξαν οἱ ἄρχοντες. Καὶ ἔλαβαν ὡς συζύγους γυναῖκες, σύμφωνα μὲ τὸν ἀριθμόν των, ἀπὸ τὶς χορεύτριες τῆς Σηλώμ, τὶς ὁποῖες ἀπήγαγαν. Κατόπιν ἀνεχώρησαν καὶ ἐπέστρεψαν εἰς τὴν περιοχήν, ποὺ τοὺς εἶχε δοθῇ ὡς κληρονομία, καὶ ἔκτισαν πάλιν τὶς πόλεις, ποὺ εἶχαν καταστραφῇ κατὰ τὸν πόλεμον, καὶ ἐγκατεστάθησαν εἰς αὐτές.
24 καὶ περιεπάτησαν ἐκεῖθεν οἱ υἱοὶ ᾿Ισραὴλ ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ἀνὴρ εἰς φυλὴν αὐτοῦ καὶ εἰς συγγένειαν αὐτοῦ, καὶ ἐξῆλθον ἐκεῖθεν ἀνὴρ εἰς τὴν κληρονομίαν αὐτοῦ. 24 Μετά δε το πέρας των πολεμικών αυτών συρράξεων επανήλθον οι Ισραηλίται ο καθένας εις την φυλήν του και την οικογένειάν του. Επέστρεψεν έτσι ο καθένας από εκεί στον τόπον του. 24 Καὶ κατὰ τὴν (ἰδίαν) ἐκείνην ἐποχήν (ἐφ' ὅσον ἔληξεν ἡ συνέλευσις καὶ ἐτακτοποιήθη τὸ ζήτημα τῆς φυλῆς Βενιαμίν) ἀνεχώρησαν ἀπὸ ἐκεῖ καὶ οἱ ὑπόλοιποι Ἰσραηλῖται· καὶ ἐπέστρεψεν ὁ καθένας εἰς τὴν φυλήν του καὶ τὴν οἰκογένειάν του. Ἔτσι ἀνεχώρησαν ἀπὸ ἐκεῖ ὁ καθένας εἰς τὸν τόπον, ποὺ τοῦ ἐδόθη ὡς κληρονομία.
25 ἐν δὲ ταῖς ἡμέραις ἐκείναις οὐκ ἦν βασιλεὺς ἐν ᾿Ισραήλ· ἀνὴρ τὸ εὐθὲς ἐνώπιον αὐτοῦ ἐποίει. 25 Κατά την εποχήν εκείνην δεν υπήρχεν ακόμη βασιλεύς μεταξύ των Ισραηλιτών και ο καθένας από αυτούς έκανεν ο,τι ενόμιζεν ορθόν. 25 (Μὴ λησμονῶμεν ὅτι αὐτὰ ἐγίνοντο, διότι) κατὰ τὶς ἡμέρες ἐκεῖνες δὲν ὑπῆρχε βασιλιᾶς εἰς τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαόν· ὁ καθένας (ἕνεκα τῆς ἀναρχίας ποὺ ἐπικρατοῦσε) ἔκαμνε ὅ,τι ἐπιθυμοῦσε (ὅ,τι τοῦ ἐκάπνιζε)!