Παρασκευή, 29 Μαρτίου 2024
Ανατ: 06:15
Δύση: 18:46
Σελ. 20 ημ.
89-277
16ος χρόνος, 5886η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΙΩΑΝΝΟΥ Α' - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 (Δ)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Αρχαίο κείμενο Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 Ἀγαπητοί, μὴ παντὶ πνεύματι πιστεύετε, ἀλλὰ δοκιμάζετε τὰ πνεύματα εἰ ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστιν, ὅτι πολλοὶ ψευδοπροφῆται ἐξεληλύθασιν εἰς τὸν κόσμον. 1 Αγαπητοί, μη δίδετε εμπιστοσύνην εις κάθε πνεύμα ανθρώπων, αλλά να εξετάζετε τους ανθρώπους, που διαβεβαιώνουν ότι έχουν Πνεύμα Θεού και πνευματικά χαρίσματα, εάν πράγματι είναι από τον Θεόν, διότι πολλοί ψευδοπροφήται έχουν βγη στον κόσμον. 1 Αγαπητοί, μὴ δίδετε ἐμπιστοσύνην εἰς καθένα, ποὺ σᾶς λέγει, ὅτι ἐμπνέεται ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ καὶ ὅτι ἔχει πνευματικὸν χάρισμα. Ἀλλ’ ἐξετάζετε καὶ διακρίνετε τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ ἐμφανίζονται ἐμπνεόμενοι ἀπὸ τὸ Πνεῦμα, ἐὰν πράγματι προέρχωνται οὗτοι ἀπὸ τὸν Θεόν. Διότι πολλοὶ ψευδοπροφῆται ἐβγῆκαν εἱς τὸν κόσμον.
2 ἐν τούτῳ γινώσκετε τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ· πᾶν πνεῦμα ὃ ὁμολογεῖ Ἰησοῦν Χριστὸν ἐν σαρκὶ ἐληλυθότα, ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστι· 2 Ημπορείτε δε να ξεχωρίζετε και να γνωρίζετε το Πνεύμα του Θεού με τούτο το κριτήριον· κάθε δηλαδή άνθρωπος που παρουσιάζεται ότι έχει Πνεύμα Θεού, εάν ομολογή αδιστάκτως και πιστεύη, ότι ο Ιησούς Χριστός έλαβε σάρκα και ήλθεν ως Θεάνθρωπος λυτρωτής εις την γην, είναι πράγματι εκ του Θεού. 2 Μὲ αὐτὸ δὲ τὸ σημάδι καὶ μὲ αὐτὸ τὸ κριτήριον γνωρίζετε καὶ διακρίνετε ἀσφαλῶς τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ· κάθε ἄνθρωπος δηλαδή, ποὺ παρουσιάζεται μὲ χάρισμα Πνεύματος, ἐὰν ὁμολογῇ ὄχι μόνον μὲ λόγια ἀλλὰ καὶ μὲ ἔργα, ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἐσαρκώθη πράγματι καὶ ἔζησεν ὡς ἄνθρωπος φέρων τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν, εἶναι ἐκ τοῦ Θεοῦ.
3 καὶ πᾶν πνεῦμα ὃ μὴ ὁμολογεῖ τὸν Ἰησοῦν Χριστὸν ἐν σαρκὶ ἐληλυθότα, ἐκ τοῦ Θεοῦ οὐκ ἔστι· καὶ τοῦτό ἐστι τὸ τοῦ ἀντιχρίστου, ὃ ἀκηκόατε ὅτι ἔρχεται, καὶ νῦν ἐν τῷ κόσμῳ ἐστὶν ἤδη. 3 Και κάθε άνθρωπος, που ισχυρίζεται, ότι εμπνέεται από το Πνεύμα, δεν ομολογεί όμως, ότι ο Ιησούς Χριστός ήλθεν εκ του ουρανού και έλαβε σάρκα ανθρωπίνην, αυτός δεν είναι από τον Θεόν. Και αυτό ακριβώς, το να αρνήται κανείς την ενανθρώπησιν του Υιού του Θεού, είναι το κήρυγμα του αντιχρίστου, περί του οποίου έχετε ακούσει ότι πρόκειται να έλθη. 3 Καὶ καθένας ὁ ὁποῖος λέγει μέν, ὅτι ἔχει ἔμπνευσιν Πνεύματος, δὲν ὁμολογεῖ ὅμως, ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἐνηνθρώπησε καὶ ἦλθεν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ εἰς τὴν γῆν μὲ σάρκα ἀνθρωπίνην, δὲν εἶναι ἐκ τοῦ Θεοῦ. Καὶ τοῦτο, ἤτοι τὸ νὰ ἀρνῆται κανεὶς τὸν Θεάνθρωπον Ἰησοῦν, εἶναι τὸ πνεῦμα τοῦ ἀντιχρίστου, περὶ τοῦ ὁποίου ἔχετε ἀκούσει, ὅτι πρόκειται νὰ ἔλθῃ. Καὶ τώρα πλέον εἶναι ὁ ἀντίχριστος ἐν τῷ κόσμῳ διὰ τῶν αἱρέσεων καὶ τῶν ψευδοδιδασκαλιῶν, ποὺ προπαρασκευάζουν τὸ ἔδαφος διὰ τὴν προσωπικὴν ἔλευσίν του.
4 Ὑμεῖς ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστε, τεκνία, καὶ νενικήκατε αὐτούς, ὅτι μείζων ἐστὶν ὁ ἐν ὑμῖν ἢ ὁ ἐν τῷ κόσμῳ. 4 Και τώρα ευρίσκεται στον κόσμον εκπροσωπούμενος από τους αιρετικούς και τους ψευδοδιδασκάλους. Σεις, όμως, αγαπητά μου παιδιά, είσθε από τον Θεόν και έχετε νικήσει τους αιρετικούς, τους προδρόμους αυτούς του αντιχρίστου, διότι είναι μεγαλύτερος ο Θεός, που ευρίσκεται μέσα σας, που σας φωτίζει και σας ενισχύει, παρά ο σατανάς, που ενεργεί μέσα στον σκληρόν και αμετανόητον κόσμον. 4 Σεῖς ὅμως, παιδάκια μου, ἔχετε ἀναγεννηθῇ ἀπὸ τὸν Θεόν καὶ ἔχετε νικήσει τοὺς ψευδοδιδασκάλους αὐτοὺς διὰ τῆς ἐμμονῆς σας εἰς τὴν ἀληθῆ διδασκαλίαν. Καὶ τοὺς ἔχετε νικήσει, διότι ὁ Θεός, ποὺ εἶναι μέσα σας καὶ σᾶς φωτίζει καὶ σᾶς ἐνισχύει, εἶναι μεγαλύτερος καὶ δυνατώτερος παρὰ ὁ σατανᾶς, ποὺ ἐνεργεῖ καὶ ἄρχει μεταξὺ τοῦ κόσμου τῶν ἀνθρώπων, ποὺ εἶναι μακρὰν τοῦ Θεοῦ.
5 αὐτοὶ ἐκ τοῦ κόσμου εἰσί· διὰ τοῦτο ἐκ τοῦ κόσμου λαλοῦσι καὶ ὁ κόσμος αὐτῶν ἀκούει. 5 Αυτοί οι ψευδοπροφήται προέρχονται από τον αμαρτωλόν κόσμον. Δια τούτο και ομιλούν σύμφωνα με τας αμαρτωλάς αντιλήψεις και διαθέσστου κόσμου και ο κόσμος τους ακούει και τους προσέχει. 5 Αὐτοὶ οἱ ψευδοπροφῆται προέρχονται καὶ ἐμπνέονται ἀπὸ τὸν μακρὰν τοῦ Θεοῦ κόσμον. Δι’ αὐτὸ διδάσκουν σύμφωνα μὲ τὸ πνεῦμα τοῦ κόσμου καὶ ὁ κόσμος τοὺς ἀκούει καὶ τοὺς δέχεται.
6 ἡμεῖς ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐσμεν· ὁ γινώσκων τὸν Θεὸν ἀκούει ἡμῶν. ὃς οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ Θεοῦ οὐκ ἀκούει ἡμῶν. ἐκ τούτου γινώσκομεν τὸ πνεῦμα τῆς ἀληθείας καὶ τὸ πνεῦμα τῆς πλάνης. 6 Ημείς όμως, οι απόστολοι και οι κήρυκες του Ευαγγελίου, είμεθα εκ του Θεού και εμπνεόμεθα από αυτόν. Εκείνος δε που έχει γνωρίσει και πιστεύσει στον Θεόν, μας ακούει με προθυμίαν και προσοχήν. Οποιος όμως δεν προέρχεται από τον Θεόν, δεν μας ακούει και δεν δέχεται το κήρυγμά μας. Με αυτό δε το κριτήριον γνωρίζομεν και ξεχωρίζομεν το Πνεύμα της αληθείας, και το πνεύμα του διαβόλου, που οδηγεί εις την πλάνην. 6 Ἡμεῖς ὅμως οἰ Ἀπόστολοι καί οἰ διδάσκαλοι τοῦ εὐαγγελίου καταγόμεθα ἀπὸ τὸν Θεόν καὶ ἐμπνεόμεθα ἀπὸ τὸν Θεόν· ἐκεῖνος δέ, ποὺ ἀνεγεννήθη ἀπὸ τὸν Θεόν καὶ γνωρίζει τὸν Θεόν, ἀκούει μὲ προθυμίαν τὴν διδασκαλίαν μας. Ἐκεῖνος, ποὺ δὲν εἶναι ἀπὸ τὸν Θεόν καὶ δὲν ἔχει ἀναγεννηθῇ ἀπὸ αὐτόν, δὲν ἀκούει καὶ δὲν δέχεται τὴν διδασκαλίαν μας. Μὲ τὸ σημάδι αὐτὸ διακρίνομεν τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ποὺ ὁδηγεῖ εἰς τὴν ἀλήθειαν, καὶ τὸ πνεῦμα τοῦ διαβόλου ποὺ ὁδηγεῖ εἰς τὴν πλάνην.
7 Ἀγαπητοί, ἀγαπῶμεν ἀλλήλους, ὅτι ἡ ἀγάπη ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστι, καὶ πᾶς ὁ ἀγαπῶν ἐκ τοῦ Θεοῦ γεγέννηται καὶ γινώσκει τὸν Θεόν. 7 Αγαπητοί, ας αγαπώμεν ο ένας τον άλλον, διότι η αγάπη προέρχεται εκ του Θεού, ο οποίος είναι αγάπη. Και καθένας που αγαπά με ειλικρίνειαν τους άλλους, έχει γεννηθή από τον Θεόν, ζη εν τω Θεώ και ως εκ τούτου γνωρίζει τον Θεόν. 7 Ἀγαπητοί, ἂς ἀγαπῶμεν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, διότι ἡ ἀγάπη πηγάζει καὶ ἔχει τὴν ἀρχήν της ἀπὸ τὸν Θεόν. Καὶ καθένας, ποὺ ἀγαπᾷ καὶ ἔχει τὴν ἀγάπην ὁδηγὸν καὶ κανόνα τοῦ βίου του, ἔχει γεννηθῇ ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ εὑρίσκεται εἰς οἰκείας σχέσεις πρὸς τὸν Θεόν. Λόγῳ δὲ τῶν σχέσεών του τούτων πρὸς τὸν Θεόν γνωρίζει τὸν Θεὸν ὁλονὲν καὶ τελειότερον.
8 ὁ μὴ ἀγαπῶν οὐκ ἔγνω τὸν Θεόν, ὅτι ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστίν. 8 Εκείνος όμως που δεν έχει αυτήν την αγάπην, δεν εγνώρισε ποτέ τον Θεόν, διότι ο Θεός είναι αγάπη και η πηγή της αγάπης. 8 Ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἀγαπᾷ, δὲν ἐγνώρισε ποτὲ τὸν Θεόν, διότι ὁ Θεὸς εἶναι ἀγάπη.
9 ἐν τούτῳ ἐφανερώθη ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἐν ἡμῖν, ὅτι τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἀπέσταλκεν ὁ Θεὸς εἰς τὸν κόσμον ἵνα ζήσωμεν δι’ αὐτοῦ. 9 Εφανερώθη δε εν μέσω ημών αυτή η άπειρος αγάπη του Θεού με τούτο το μέγα γεγονός· με το ότι δηλαδή ο Θεός έστειλε τον μονογενή του Υιόν στον κόσμον, δια να αποκτήσωμεν ημείς οι αμαρτωλοί άνθρωποι με την θυσίαν εκείνου την αιωνίαν ζωήν. 9 Ἔγινε δὲ φανερὰ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἐν μέσῳ ἡμῶν μὲ τοῦτο κατ’ ἐξοχὴν τὸ γεγονός, μὲ τὸ γεγονὸς δηλαδὴ ὅτι τὸν Υἱόν του τὸν μονάκριβον ἔχει ἀποστείλει εἰς τὸν κόσμον, ἵνα ἡμεῖς, ποὺ λόγῳ τῶν ἁμαρτιῶν μας εἴχομεν καταδικασθῆ εἰς θάνατον αἰώνιον, ζήσωμεν δι’ αὐτοῦ τὴν πνευματικὴν καὶ αἰωνίαν ζωήν.
10 ἐν τούτῳ ἐστὶν ἡ ἀγάπη, οὐχ ὅτι ἡμεῖς ἠγαπήσαμεν τὸν Θεόν, ἀλλ’ ὅτι αὐτὸς ἠγάπησεν ἡμᾶς καὶ ἀπέστειλε τὸν υἱὸν αὐτοῦ ἱλασμὸν περὶ τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν. 10 Και στούτο ακριβώς συνίσταται και φαίνεται η αγάπη του Θεού, στο ότι δεν είμεθα ημείς, που πρώτοι ηγαπήσαμεν τον Θεόν, αλλ' στο ότι αυτός ημάς τους αμαρτωλούς και ενόχους μας ηγάπησε και έστειλε τον Υιόν του, δια να προσφέρη τον εαυτόν του λυτρωτικήν θυσία υπέρ των αμαρτιών μας και να μας συμφιλιώση με τον Θεόν. 10 Εἰς αὐτὸ συνίσταται ἡ ἀγάπη, ὄχι εἰς τὸ ὅτι ἡμεῖς πρῶτοι ἠγαπήσαμεν τὸν Θεόν, ἀλλ’ εἰς τὸ ὅτι αὐτὸς ἠγάπησεν ἡμᾶς, καίτοι ἤμεθα ἀνάξιοι καὶ δὲν τὸν ἠγαπῶμεν. Καὶ μᾶς ἠγάπησε τόσον, ὥστε ἀπέστειλε τὸν Υἱόν του διὰ νὰ προσφέρῃ τὸ αἷμα του θυσίαν ἐξιλεωτικὴν διὰ τὰς ἁμαρτίας μας.
11 Ἀγαπητοί, εἰ οὕτως ὁ Θεὸς ἠγάπησεν ἡμᾶς, καὶ ἡμεῖς ὀφείλομεν ἀλλήλους ἀγαπᾶν. 11 Αγαπητοί, εάν κατ' αυτόν τον θαυμαστόν τρόπον μας ηγάπησεν ο Θεός, έχομεν και ημείς υποχρέωσιν να αγαπώμεν ο ένας τον άλλον. 11 Ἀγαπητοί, ἐὰν τόσον ἐξαιρετικὰ μᾶς ἠγάπησεν ὁ Θεός, ἕπεται ἐκ τούτου, ὅτι καὶ ἡμεῖς ἔχομεν χρέος νὰ ἀγαπώμεθα μεταξύ μας.
12 Θεὸν οὐδεὶς πώποτε τεθέαται· ἐὰν ἀγαπῶμεν ἀλλήλους, ὁ Θεὸς ἐν ἡμῖν μένει καὶ ἡ ἀγάπη αὐτοῦ τετελειωμένη ἐστὶν ἐν ἡμῖν. 12 Τον Θεόν κανείς ποτέ έως τώρα δεν έχει ιδεί και γνωρίσει εις όλην του την τελειότητα. Εάν όμως αγαπώμεν ο ένας τον άλλον, τότε ο αόρατος και ακατάληπτος Θεός μένει έντος ημών και η άπειρος αγάπη του παραμένει πλήρης και τελεία μέσα μας. 12 Ποῖος εἶναι εἰς τὴν φύσιν του καὶ εἰς τὴν οὐσίαν του ὁ Θεός, κανεὶς δὲν ἔχει ἴδει ποτέ. Καὶ ὅμως ὁ ἀόρατος καὶ ἀνώτερος πάσης κατανοήσεως Θεός, ἐὰν ἀγαπώμεθα μεταξύ μας, μένει μέσα μας καὶ τὴν πρὸς ἡμᾶς ἀγάπην του αἰσθανόμεθα τελείαν καὶ πλήρη εἰς τὸ ἐσωτερικόν μας.
13 ἐν τούτῳ γινώσκομεν ὅτι ἐν αὐτῷ μένομεν καὶ αὐτὸς ἐν ἡμῖν, ὅτι ἐκ τοῦ Πνεύματος αὐτοῦ δέδωκεν ἡμῖν. 13 Με τούτο το γεγονός γνωρίζομεν, ότι μένομεν μέσα στον Θεόν και ο Θεός μένει έντος ημών, με το ότι μας έχει δώσει από το πνεύμα του και κατέστησε τον εαυτόν μας κατοικίαν ιδικήν του. 13 Μὲ τοῦτο τὸ σημεῖον γνωρίζομεν, ὅτι μένομεν ἐν αὐτῷ καὶ αὐτὸς μένει ἐν ἡμῖν, μὲ τὸ ὅτι μᾶς ἔχει δώσει ἀπὸ τὸ Πνεῦμα του, τὸ ὁποῖον μᾶς κατέστησε ναοὺς καὶ κατοικητήριά του.
14 Καὶ ἡμεῖς τεθεάμεθα καὶ μαρτυροῦμεν ὅτι ὁ πατὴρ ἀπέσταλκε τὸν υἱὸν σωτῆρα τοῦ κόσμου. 14 Και ημείς οι Απόστολοι είδαμεν με τα ίδια μας τα μάτια και σαν αυτόπται μάρτυρες διαβεβαιώνομεν, ότι ο Θεός Πατήρ από την άπειρον προς ημάς αγάπην του κινούμενος έστειλε τον Υιόν του σωτήρα του κόσμου. 14 Καὶ ἐπὶ πλέον ἡμεῖς οἱ Ἀπόστολοι ἔχομεν ἴδει μὲ τὰ μάτια μας καὶ ὡς αὐτόπται μαρτυροῦμεν, ὅτι ὁ Πατὴρ ἔχει ἀποστείλει τὸν Υἱόν του ὡς σωτῆρα τοῦ κόσμου καὶ ἐξεδήλωσεν ἔτσι τὴν τελείαν του ἀγάπην πρὸς ἡμᾶς.
15 ὃς ἂν ὁμολογήσῃ ὅτι Ἰησοῦς ἐστιν ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ Θεὸς ἐν αὐτῷ μένει καὶ αὐτὸς ἐν τῷ Θεῷ. 15 Οποιος, λοιπόν ομολογήσει με καθαράν και ακλόνητον πίστιν, ότι ο Ιησούς είναι ο σαρκωθείς Υιός του Θεού, ο Θεός μένει έντος αυτού και αυτός μένει εν τω Θεώ. 15 Ὁποιοσδήποτε ὁμολογήσῃ μὲ ὅλας τὰς δυνάμεις του, ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ ἐνανθρωπήσας Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ Θεὸς μένει ἐν αὐτῷ καὶ αὐτὸς μένει ἐν τῷ Θεῷ.
16 καὶ ἡμεῖς ἐγνώκαμεν καὶ πεπιστεύκαμεν τὴν ἀγάπην ἣν ἔχει ὁ Θεὸς ἐν ἡμῖν. Ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστί, καὶ ὁ μένων ἐν τῇ ἀγάπῃ ἐν τῷ Θεῷ μένει καὶ ὁ Θεὸς ἐν αὐτῷ. 16 Και ημείς από όσα είδαμεν και ηκούσαμεν και εδοκιμάσαμεν εκ πείρας, έχομεν γνωρίσει και έχομεν πιστεύσει εις αυτήν την αγάπην, την οποίαν έχει προς ημάς ο Θεός. Ο Θεός είναι η αγάπη και η πηγή της αγάπης και όποιος μένει εις αυτήν την αγάπην και την ασκεί δια των έργων, μένει εν τω Θεώ και ο Θεός μένει εν αυτώ. 16 Καὶ ἡμεῖς ἔχομεν γνωρίσει διὰ τῆς χριστιανικῆς μας πείρας καὶ ἔχομεν πιστεύσει τὴν ἀγάπην, τὴν ὁποίαν ἔχει πρὸς ἡμᾶς ὁ Θεός, καὶ τρανὸν δεῖγμα αὐτῆς εἶναι ἡ ἐνανθρώπησις τοῦ Υἱοῦ του. Ὁ Θεὸς εἶναι ἀγάπη καὶ ἐκεῖνος ποὺ μένει ἐν τῇ ἀγάπῃ καὶ ἀσκεῖ αὐτὴν συνεχῶς, μένει ἐν τῷ Θεῷ καὶ ὁ Θεὸς μένει ἐν αὐτῷ.
17 Ἐν τούτῳ τετελείωται ἡ ἀγάπη μεθ’ ἡμῶν, ἵνα παρρησίαν ἔχωμεν ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως, ὅτι καθὼς ἐκεῖνός ἐστι, καὶ ἡμεῖς ἐσμεν ἐν τῷ κόσμῳ τούτῳ. 17 Τούτο δε είναι τοό σημείον και η απόδειξις, ότι η αγάπη μας έχει ολοκληρωθή και φθάσει στον τέλειον βαθμόν, το να έχωμεν θάρρος και να περιμένωμεν άφοβοι την μεγάλην εκείνην ημέραν της Κρίσεως. Διότι με την αγάπην γινόμεθα όμοιοι προς Εκείνον, που υπάρχει τώρα στους ουρανούς πλήρης αγάπης, ημείς, οι οποίοι γεμάτοι αγάπην ζώμεν και ευρισκόμεθα ακόμη ανάμεσα στον αμαρτωλόν κόσμον. 17 Σημεῖον δὲ ὅτι ἡ ἀγάπη ἔφθασεν εἰς τελειότατον βαθμὸν μαζί μας καὶ προωδεύσαμεν εἰς αὐτὴν εἰς τὸν τέλειον βαθμόν, εἶναι τὸ νὰ ἀναμένωμεν μὲ θάρρος καὶ ἀφοβίαν τὴν ἡμέραν τῆς κρίσεως. Καὶ θὰ ἔχωμεν τὸ θάρρος καὶ τὴν ἀφοβίαν αὐτὴν κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην, διότι διὰ τῆς ἀγάπης γινόμεθα ὅμοιοι πρὸς τὸν Κριτήν, ποὺ θὰ μᾶς κρίνῃ. Ὅπως δηλαδὴ εἶναι τώρα ὁ Χριστὸς ἐν τῷ οὐρανῷ πλήρης ἀγάπης, τοιοῦτοι εἴμεθα καὶ ἡμεῖς. Γεμᾶτοι δηλαδὴ ἀγάπην μεταξὺ τοῦ κόσμου αὐτοῦ, ποὺ στερεῖται καὶ δὲν ἔχει τὴν ἀγάπην.
18 φόβος οὐκ ἔστιν ἐν τῇ ἀγάπῃ, ἀλλ’ ἡ τελεία ἀγάπη ἔξω βάλλει τὸν φόβον, ὅτι ὁ φόβος κόλασιν ἔχει, ὁ δὲ φοβούμενος οὐ τετελείωται ἐν τῇ ἀγάπῃ. 18 Φοβος ενώπιον του κριτού και της κρίσεως δεν υπάρχει εις την καρδίαν του ανθρώπου, που αγαπά, αλλ' η τελεία κατά Θεόν αγάπη βγάζει έξω από την ψυχήν και διώχνει τον φόβον. Διότι ο φόβος προϋποθέτει την τιμωρίαν εξ αιτίας της ενοχής. Και εκείνος που φοβείται εξ αιτίας της ενοχής του, είναι φανερόν ότι δεν έχει προχωρήσει και δεν έχει γίνει τέλειος εις την αγάπην. 18 Φόβος τοῦ Κριτοῦ ἐξ αἰτίας ἐνοχῆς, διὰ τὴν ὁποίαν θὰ μᾶς δικάσῃ, δὲν ὑπάρχει εἰς ἐκεῖνον ποὺ ἀγαπᾷ, ἀλλ’ ἡ ἀγάπη, ὅταν εἶναι τελεία, ἀπομακρύνει καὶ βγάζει ἔξω ἀπὸ τὴν ψυχὴν τὸν φόβον. Διότι ὁ φόβος προκαλεῖ βάσανον καὶ τιμωρίαν λόγῳ τῆς ποινῆς, τὴν ὁποίαν μετὰ τρόμου ὁ ἔνοχος περιμένει νὰ τοῦ ἐπιβάλει ὁ Κριτὴς διὰ τὰς ἁμαρτίας του. Ἐκεῖνος δὲ ποὺ φοβεῖται ἐξ αἰτίας τῆς ἐνοχῆς του, δὲν ἔχει γίνει τέλειος εἰς τὴν ἀγάπην.
19 Ἡμεῖς ἀγαπῶμεν αὐτόν, ὅτι αὐτὸς πρῶτος ἠγάπησεν ἡμᾶς. 19 Ολοι ημείς οι πιστοί αγαπώμεν τον Θεόν, επειδή έχομεν γνωρίσει και αισθανθή βαθειά, ότι αυτός πρώτος μας έχει αγαπήσει. 19 Ἡμεῖς οἱ Χριστιανοὶ ἀγαπῶμεν τὸν Θεόν, ἐπειδὴ αὐτὸς πρῶτος μᾶς ἠγάπησε καὶ προηγήθη ἒν τῇ ἀγάπῃ του πρὸς ἡμᾶς.
20 ἐάν τις εἴπῃ ὅτι ἀγαπῶ τὸν Θεόν, καὶ τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ μισῇ, ψεύστης ἐστίν· ὁ γὰρ μὴ ἀγαπῶν τὸν ἀδελφὸν ὃν ἑώρακε, τὸν Θεὸν ὃν οὐχ ἑώρακε πῶς δύναται ἀγαπᾶν; 20 Εάν όμως κανείς πη ότι αγαπώ τον Θεόν και συγχρόνως μισή τον αδελφόν του, είναι ψεύστης. Διότι εκείνος που δεν αγαπά τον αδελφόν του, τον οποίον είδε και βλέπει κάθε ημέραν, πως είναι δυνατόν να αγαπά τον Θεόν, τον οποίον ποτέ δεν έχει ίδει· 20 Ἔχομεν λοιπὸν χρέος νὰ τὸν ἀγαπῶμεν. Καὶ τότε ἀγαπῶμεν τὸν Θεόν, ὅταν δεικνύωμεν τὴν ἀγάπην μας καὶ πρὸς τοὺς ἀδελφούς μας, ποὺ εἶναι εἰκόνες καὶ τέκνα τοῦ Θεοῦ. Ἐὰν εἴπῃ κανείς, ὅτι ἀγαπῶ τὸν Θεόν καὶ κατὰ τὸν αὐτὸν χρόνον μισῇ τὸν ἀδελφόν του Χριστιανόν, αὐτὸς δὲν λέγει ἀλήθειαν καὶ εἶναι ψεύστης. Διότι ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἀγαπᾷ τὸν ἀδελφόν του, τὸν ὁποῖον ἀπὸ μακροῦ χρόνου ἑξακολουθητικῶς βλέπει, πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ ἀγαπᾷ τὸν Θεόν, ποὺ δὲν ἔχει ἴδει ποτέ;
21 καὶ ταύτην τὴν ἐντολὴν ἔχομεν ἀπ’ αὐτοῦ, ἵνα ὁ ἀγαπῶν τὸν Θεὸν ἀγαπᾷ καὶ τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ. 21 Και αυτήν την εντολήν έχομεν πάρει από αυτόν· εκείνος που αγαπά τον Θεόν να αγαπά και τον αδελφόν του. 21 Καὶ ταύτην τὴν ἐντολὴν ἐλάβομεν ἀπὸ τὸν Θεόν, δηλαδὴ ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπᾷ τὸν Θεόν, ν’ ἀγαπᾷ καὶ τὸν ἀδελφόν του Χριστιανόν.