Παρασκευή, 19 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:45
Δύση: 20:05
Σελ. 11 ημ.
110-256
16ος χρόνος, 5907η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΠΡΟΣ ΤΙΜΟΘΕΟΝ Α' - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 (Β)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Αρχαίο κείμενο Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 Παρακαλῶ οὖν πρῶτον πάντων ποιεῖσθαι δεήσεις, προσευχάς, ἐντεύξεις, εὐχαριστίας, ὑπὲρ πάντων ἀνθρώπων, 1 Σας παρακαλώ, λοιπόν, και σας προτρέπω πρώτον από όλα να κάμνετε δεήσεις, προσευχάς, παρακλήσεις, ευχαριστίας δι' όλους τους ανθρώπους, 1 Αφοῦ δὲ σύμφωνα μὲ τὰ ἀνωτέρω ὀφείλομεν νὰ ἀγαπῶμεν ὅλους καὶ ἀφοῦ ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἦλθε νὰ σώσῃ ὅλους τοὺς ἁμαρτωλούς, λοιπόν, καὶ ἑγὼ προτρέπω καὶ σέ, ὦ Τιμόθεε, καὶ τοὺς λοιποὺς ἀδελφοὺς πρῶτον ἀπὸ ὅλα να κάνετε δεήσεις, προσευχάς, παρακλήσεις, εὐχαριστίας δι’ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους,
2 ὑπὲρ βασιλέων καὶ πάντων τῶν ἐν ὑπεροχῇ ὄντων, ἵνα ἤρεμον καὶ ἡσύχιον βίον διάγωμεν ἐν πάσῃ εὐσεβείᾳ καὶ σεμνότητι. 2 δια τους βασιλείς και δι' όλους εκείνους που κατέχουν αξιώματα και θέσεις μέσα εις την κοινωνίαν, ώστε να τους φωτίζη ο Θεός να κυβερνούν με σύνεσιν, δια να διερχώμεθα τον βίον μας ειρηνικόν και ήσυχον με κάθε ευσέβειαν και σεμνότητα. 2 διὰ τοὺς βασιλεῖς καὶ δι’ ὅλους ὅσοι ἔχουν ἀξίωμα καὶ θέσιν ἀνωτέραν, διὰ νὰ τοὺς φωτίζῃ καὶ τοὺς κραταιώνῃ ὁ Θεός, ὅπως ἐξασφαλίζουν τὴν εἰρηνικὴν συμβίωσιν τῶν πολιτῶν, ὥστε νὰ περνῶμεν καὶ ἡμεῖς βίον ἤρεμον καὶ ἥσυχον μὲ πᾶσαν εὐσέβειαν καὶ σεμνότητα.
3 τοῦτο γὰρ καλὸν καὶ ἀπόδεκτον ἐνώπιον τοῦ σωτῆρος ἡμῶν Θεοῦ, 3 Διότι το να προσευχώμεθα δια την πρόοδον και την σωτηρίαν των άλλων, αυτό είναι καλόν, ευάρεστον και ευπρόσδεκτον ενώπιον του Σωτήρος ημών Θεού, 3 Διότι τοῦτο, ἤτοι τὸ νὰ προσευχώμεθα δι’ ὅλους, εἶναι καλὸν καὶ εὐάρεστον ἐνώπιον τοῦ σωτῆρος μας Θεοῦ.
4 ὃς πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν. 4 ο οποίος θέλει να σωθούν όλοι οι άνθρωποι, να προχωρήσουν και να λάβουν πλήρη και καθαράν γνώσιν της αληθείας (δια να βαδίσουν ανεπηρέαστοι από τας πλάνας στον δρόμον της σωτηρίας). 4 Καὶ εἶναι τοῦτο εὐάρεστον εἰς τὸν Θεόν, διότι αὐτὸς θέλει ὅλοι οἱ ἄνθρωποι νὰ σωθοῦν καὶ διὰ τῆς πίστεως νὰ λάβουν πλήρη γνῶσιν τῆς ἀληθείας.
5 εἷς γὰρ Θεός, εἷς καὶ μεσίτης Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων, ἄνθρωπος Χριστὸς Ἰησοῦς, 5 Διότι ένας είναι ο Θεός, Θεός όλων ανεξαιρέτως των ανθρώπων, ένας είναι και ο μεσίτης ματαξύ του Θεού και των ανθρώπων, ο Ιησούς Χριστός, ο υιός του Θεού, που έγινεν άνθρωπος 5 Θέλει δὲ τὴν σωτηρίαν ὅλων, διότι ἕνας καὶ μόνος εἶναι Θεός, Θεὸς ὅλων, ὄχι ὡρισμένου μόνον ἔθνους Θεός· ἕνας εἶναι καὶ μεσίτης μεταξὺ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ποὺ ἔγινεν ἄνθρωπος,
6 ὁ δοὺς ἑαυτὸν ἀντίλυτρον ὑπὲρ πάντων, τὸ μαρτύριον καιροῖς ἰδίοις, 6 και έδωκε τον εαυτόν του λύτρον δια την εξαγοράν και απολύτρωσιν όλων από την δουλείαν και τον θάνατον της αμαρτίας, γεγονός το οποίον επεμαρτυρήθη και επεβεβαιώθη από αυτόν τον ίδιον στους καθωρισμένους από τον Θεόν καιρούς. 6 καὶ ἔδωκε τὸν ἑαυτόν του λύτρον διὰ νὰ ἑξαγοράσῃ ὅλους. Διὰ τὸ γεγονὸς δὲ αὐτὸ τῆς ἑξαγορᾶς μᾶς κάνει λόγον ἡ μαρτυρία, ἡ ὁποία καὶ ἀπὸ ἡμᾶς τοὺς Ἀποστόλους δίδεται, Ἀλλὰ πρὸ παντὸς ἐδόθη ἀπὸ αὐτὸν καὶ ἐπεσφραγίσθη εἰς τοὺς ὡρισμένους ὑπὸ τῆς θείας Προνοίας καιροὺς μὲ τὸν θάνατόν του.
7 εἰς ὃ ἐτέθην ἐγὼ κῆρυξ καὶ ἀπόστολος, - ἀλήθειαν λέγω ἐν Χριστῷ, οὐ ψεύδομαι, - διδάσκαλος ἐθνῶν ἐν πίστει καὶ ἀληθείᾳ. 7 Δι' αυτήν δε την μαρτυρίαν και διακήρυξιν έχω κληθή και τεθή από τον Θεόν κήρυξ και απόστολος-σας λέγω την αλήθειαν ενώπιον του Χριστού, δεν ψεύδομαι-διδάσκαλος των εθνικών, δια να τους φανερώσω την πίστιν και την αλήθειαν. 7 Διὰ τὴν μαρτυρίαν αὐτὴν ἀνεδείχθην καὶ ὡρίσθην ἀπὸ τὸν Θεόν κῆρυξ καὶ Ἀπόστολος ἐγώ. Λέγω ἀλήθειαν, ὅπως μοῦ τὸ ἐπιβάλλει ἡ μετὰ τοῦ Χριστοῦ κοινωνία μου· δὲν ψεύδομαι. Ἐτάχθην νὰ εἶμαι διδάσκαλος τῶν ἐθνικῶν ἐν τῇ πίστει καὶ τῇ ἀληθείᾳ.
8 Βούλομαι οὖν προσεύχεσθαι τοὺς ἄνδρας ἐν παντὶ τόπῳ, ἐπαίροντας ὁσίους χεῖρας χωρὶς ὀργῆς καὶ διαλογισμοῦ. 8 Θελω, λοιπόν, να προσεύχωνται οι άνδρες εις κάθε τόπον, να υψώνουν προς τον ουρανόν χέρια αμόλυντα από την αμαρτίαν και με πλουσίους τους καρπούς της αρετής, να προσεύχωνται χωρίς οργήν και χωρίς καμμίαν αμφιβολίαν και ολιγοπιστίαν. 8 (Συνεχίζω τώρα τὸν λόγον μου περὶ προσευχῆς). Θέλω λοιπὸν νὰ προσεύχωνται οἱ ἄνδρες εἰς κάθε τόπον, καὶ νὰ σηκώνουν πρὸς τὸν οὐρανὸν χέρια καθαρὰ ἀπὸ κάθε μολυσμόν, ἐλεύθεροι ἀπὸ ὀργὴν καὶ δισταγμὸν ὀλιγοπιστίας.
9 Ὡσαύτως καὶ γυναῖκας ἐν καταστολῇ κοσμίῳ, μετὰ αἰδοῦς καὶ σωφροσύνης κοσμεῖν ἑαυτάς, μὴ ἐν πλέγμασιν ἢ χρυσῷ ἢ μαργαρίταις ἢ ἱματισμῷ πολυτελεῖ, 9 Επίσης αι γυναίκες πρέπει να προσεύχωνται με ενδυμασίαν σεμνήν, να στολίζουν δε τον εαυτόν των με συστολήν και σεμνότητα και σωφροσύνην και όχι με εξεζητημένα πλεξίματα των μαλλιών η με χρυσά κοσμήματα η με μαργαριτάρια η με πολυτελή ενδύματα, 9 Τὸ ἴδιο θέλω καὶ αἱ γυναῖκες νὰ προσεύχωνται μὲ ἐνδυμασίαν σεμνήν, νὰ στολίζουν τὸν ἑαυτόν τους μὲ συστολὴν καὶ σωφροσύνην, ὄχι μὲ φιλάρεσκα πλεξίματα τῶν μαλλιῶν τους ἢ μὲ χρυσᾶ ἢ μαργαριταρένια κοσμήματα ἢ μὲ ρούχα πολυτελῆ,
10 ἀλλ’ ὃ πρέπει γυναιξὶν ἐπαγγελλομέναις θεοσέβειαν, δι’ ἔργων ἀγαθῶν. 10 αλλά με ο,τι ταιριάζει εις γυναίκας, αι οποίαι έχουν ως έργον των την ευσέβειαν· δηλαδή τους ταιριάζει να στολίζωνται με έργα αγαθά. 10 ἀλλὰ μὲ ὅ,τι πρέπει εἰς γυναῖκας, ποὺ παρουσιάζονται εἰς τὰ μάτια ὅλων, ὅτι σέβονται τὸν Θεόν. Θέλω δηλαδὴ αἱ γυναῖκες νὰ στολίζωνται μὲ ἔργα ἀγαθά.
11 Γυνὴ ἐν ἡσυχίᾳ μανθανέτω ἐν πάσῃ ὑποταγῇ· 11 Η γυναίκα ας προσπαθή να μαθαίνη την αλήθειαν του Ευαγγελίου με ησυχίαν, χωρίς να εκτρέπεται εις πολυλογίας και θορύβους, αλλά με κάθε σεμνότητα και υπακοήν. 11 Ἡ γυναῖκα ἂς μανθάνῃ τὴν σωτηριώδη γνῶσιν τοῦ εὐαγγελίου ἥσυχα, χωρὶς νὰ δημιουργῇ θόρυβον μὲ τὴν πολυλογίαν ἢ τὰς ἀντιρρήσεις της, ἀλλὰ νὰ δεικνύῃ πᾶσαν ὑποταγήν.
12 γυναικὶ δὲ διδάσκειν οὐκ ἐπιτρέπω, οὐδὲ αὐθεντεῖν ἀνδρός, ἀλλ’ εἶναι ἐν ἡσυχίᾳ. 12 Δεν επιτρέπω δε εις την γυναίκα να διδάσκη εις τας λατρευτικάς συγκεντρώσεις των πιστών, ούτε να κυριαρχή και να εξουσιάζή επί του ανδρός, αλλά να παραμένη ήσυχος χωρίς αντιρρήσεις και θορύβους. 12 Δὲν ἐπιτρέπω δὲ εἰς τὴν γυναῖκα νὰ διδάσκῃ εἰς τὰς συνάξεις τῆς λατρείας, οὔτε νὰ ἐξουσιάζῃ καὶ νὰ γίνεται κυρία τοῦ ἀνδρός της, ἀλλ’ ὀφείλει νὰ μένῃ ἥσυχος, χωρὶς νὰ ἀντιλέγῃ ἢ νὰ θορυβῇ.
13 Ἀδὰμ γὰρ πρῶτος ἐπλάσθη, εἶτα Εὔα· 13 Ταιριάζει να υποτάσσεται η γυναίκα, διότι ο Αδάμ επλάσθη πρώτος και έπειτα από αυτόν επλάσθη η Εύα. 13 Δὲν πρέπει δὲ νὰ ἐξουσιάζῃ τὸν ἄνδρα της ἡ γυνή, διότι ὁ Ἀδὰμ ἐπλάσθη πρῶτος, ἔπειτα ἐπλάσθη ἡ Εὕα, διὰ νὰ εἶναι βοηθὸς τοῦ ἀνδρός.
14 καὶ Ἀδὰμ οὐκ ἠπατήθη, ἡ δὲ γυνὴ ἀπατηθεῖσα ἐν παραβάσει γέγονε· 14 Και ο μεν Αδάμ δεν ηπατήθη από τον διάβολον, η δε γυναίκα εξηπατήθη από την υποβολήν του πονηρού και έπεσεν εις την παράβασιν. 14 Καὶ ἐπὶ πλέον ὁ Ἀδὰμ δὲν ἐξηπατήθη ἀπὸ τὸ φίδι, ἡ γυνὴ ὅμως ἐξηπατήθη ἀπὸ τὴν συμβουλὴν τοῦ φιδιοῦ καὶ ἔπεσεν εἰς τὴν παράβασιν.
15 σωθήσεται δὲ διὰ τῆς τεκνογονίας, ἐὰν μείνωσιν ἐν πίστει καὶ ἀγάπῃ καὶ ἁγιασμῷ μετὰ σωφροσύνης. 15 Θα σωθή δε κάθε γυναίκα δια της τεκνογονίας, με την απόκτησιν δηλαδή και καλήν ανατροφήν των τέκνων της, εάν βέβαια μείνουν μέχρι τέλους εις την πίστιν προς τους άνδρας των, εις την αγάπην προς αυτούς και στον αγιασμόν με την σωφροσύνην και την αγνότητά των. 15 Θὰ σωθῇ δὲ κάθε γυναῖκα μὲ τὴν γέννησιν καὶ τὴν ἀνατροφὴν τέκνων, ἄρκει νὰ τηρήσουν αἱ γυναῖκες πίστιν εἰς τοὺς ἄνδρας των καὶ ἀγάπην εἰς αὐτοὺς καὶ νὰ διαφυλάξουν μὲ σωφροσύνην τὸν ἁγιασμὸν τῆς ἁγνότητος.