Σάββατο, 20 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:43
Δύση: 20:06
Σελ. 12 ημ.
111-255
16ος χρόνος, 5908η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΠΡΟΣ ΤΙΜΟΘΕΟΝ Α' - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 (Α)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Αρχαίο κείμενο Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 Παῦλος, ἀπόστολος Ἰησοῦ Χριστοῦ κατ’ ἐπιταγὴν Θεοῦ σωτῆρος ἡμῶν καὶ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ τῆς ἐλπίδος ἡμῶν, 1 Εγώ ο Παύλος, απόστολος του Ιησού Χριστού κατόπιν προσταγής του Θεού, του Σωτήρος μας, και του Κυρίου Ιησού Χριστού, που είνα η ελπίδα μας, 1 Εγὼ ὁ Παῦλος, ἀπόστολός του Ἰησοῦ Χριστοῦ κατὰ διαταγὴν τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι σωτήρ μας, καὶ τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι ἡ ἐλπίδα μας,
2 Τιμοθέῳ γνησίῳ τέκνῳ ἐν πίστει· χάρις, ἔλεος, εἰρήνη ἀπὸ Θεοῦ πατρὸς ἡμῶν καὶ Χριστοῦ Ἰησοῦ τοῦ Κυρίου ἡμῶν. 2 στον Τιμόθεον, που είναι δια της πίστεως στο κήρυγμά μου γνήσιον πνευματικόν μου τέκνον, είθε η χάρις, το έλεος και η ειρήνη να δοθή από τον Θεόν Πατέρα μας και από τον Χριστόν Ιησούν, τον Κυριον μας. 2 γράφω τὴν ἐπιστολὴν αὐτὴν εἰς τὸν Τιμόθεον, ποὺ διὰ τῆς πίστεως εἰς τὸ κήρυγμά μου ἔγινε γνήσιον πνευματικόν μου τέκνον. Εἴθε νὰ σουῦ δοθῇ, ὦ Τιμόθεε, χάρις ἔλεος καὶ εἰρήνη ἀπὸ τὸν Θεόν πατέρα μας καὶ ἀπὸ τὸν Χριστὸν Ἰησοῦν τὸν Κύριόν μας.
3 Καθὼς παρεκάλεσά σε προσμεῖναι ἐν Ἐφέσῳ, πορευόμενος εἰς Μακεδονίαν, ἵνα παραγγείλῃς τισὶ μὴ ἑτεροδιδασκαλεῖν 3 Καθώς σε είχα παρακελέσει τότε, που επήγαινα εις την Μακεδονίαν, να παραμείνης εις την Εφεσον, έτσι σε παρακαλώ και τώρα να μείνης, δια να παραγγέλλης εις μερικούς και να συμβουλεύης να μη διδάσκουν διαφορετικήν διδασκαλίαν από την του Ευαγγελίου, 3 Καθὼς σὲ παρεκάλεσα νὰ παραμείνῃς εἰς τὴν Ἔφεσον, ὅταν ἐπήγαινα εἰς Μακεδονίαν, ἔτσι σὲ παρακαλῶ καὶ τώρα. Καὶ σὲ παρεκάλεσα τότε νὰ παραμείνῃς διὰ νὰ παραγγείλῃς εἰς μερικοὺς νὰ μὴ διδάσκουν διαφορετικὰ ἀπὸ τὴν διδασκαλίαν τοῦ Εὐαγγελίου,
4 μηδὲ προσέχειν μύθοις καὶ γενεαλογίαις ἀπεράντοις, αἵτινες ζητήσεις παρέχουσι μᾶλλον ἢ οἰκονομίαν Θεοῦ τὴν ἐν πίστει· 4 ούτε να δίδουν προσοχήν εις μύθους και εις τας ατελεώτους γενεαλογίας προγόνων, αι αποίαι παρέχουν μάλλον αφορμήν και παρασύρουν εις ανωφελείς και επιβλαβείς συζητήσεις και φιλονεικίας, παρά στο έργον της σωτηρίας, το οποίον με απείρους σοφούς τρόπους προσφέρεται από τον Θεόν στους ανθρώπους δια της πίστεως. 4 οὔτε νὰ προσέχουν εἰς μύθους καὶ εἰς γενεαλογίας προγόνων ἡ μυθικῶν θεῶν ἀτελειώτους, αἱ ὁποῖαι προκαλοῦν ἀνωφελεῖς συζητήσεις καὶ φιλονεικίας μᾶλλον παρὰ συντελοῦν εἰς τὴν διακονίαν, μὲ τὴν ὁποίαν οἰκονομεῖται ἡ διὰ τῆς πίστεως σωτηρία τῶν διδασκομένων.
5 τὸ δὲ τέλος τῆς παραγγελίας ἐστὶν ἀγάπη ἐκ καθαρᾶς καρδίας καὶ συνειδήσεως ἀγαθῆς καὶ πίστεως ἀνυποκρίτου, 5 Το δε τέλος και ο σκοπός της παραγγελίας μου είναι αγάπη από καθαράν και αγνήν καρδίαν και από συνείδησιν αγαθήν, που δεν την ταράσσουν αι τύψεις, και από πίστιν ειλικρινή και ορθήν. 5 Τὸ συμπλήρωμα δὲ τῆς παραγγελίας μου εἶναι ἀγάπη ἀπὸ καθαρὰν καὶ ἀνιδιοτελῆ καρδίαν καὶ ἀπὸ συνείδησιν ἀγαθήν, ἐλευθέραν ἀπὸ κάθε τύψιν, καὶ ἀπὸ πίστιν εἰλικρινῆ καὶ ἀληθῆ.
6 ὧν τινες ἀστοχήσαντες ἐξετράπησαν εἰς ματαιολογίαν, 6 Από αυτάς δε τας αρετάς μερικοί παρεξέκλιναν και έπεσαν έξω και παρεξετράπησαν εις κενάς και ανωφελείς αργολογίας, 6 Ἀπὸ τὰς ἀρετὰς ὅμως αὐτὰς ἔπεσαν ἔξω καὶ ἀπεμακρύνθησαν μερικοὶ καὶ δι’ αὐτὸ παρεξετράπησαν εἰς ματαίους καὶ ἀνωφελεῖς λόγους καὶ διδασκαλίας.
7 θέλοντες εἶναι νομοδιδάσκαλοι, μὴ νοοῦντες μήτε ἃ λέγουσι μήτε περὶ τίνων διαβεβαιοῦνται. 7 θέλοντες να παρουσιάζωνται ως διδάσκαλοι του Νομου, χωρίς να ενοούν ούτε εκείνα που λέγουν ούτε εκείνα τα οποία προσφέρουν με τόσο αυθεντικάς τάχα και κατηγορηματικάς διαβεβαιώσεις. 7 Θέλουν νὰ παρουσιάζωνται ὡς διδάσκαλοι τοῦ νόμου, καὶ δὲν καταλαβαίνουν οὔτε ἐκεῖνα ποὺ λέγουν, οὔτε ἐκεῖνα διὰ τὰ ὁποῖα δίδουν αὐθεντικὰς διαβεβαιώσεις.
8 Οἴδαμεν δὲ ὅτι καλὸς ὁ νόμος, ἐάν τις αὐτῷ νομίμως χρῆται, 8 Ημείς βέβαια γνωρίζομεν ότι ο νόμος είναι καλός, εάν τον χρησιμοποιή κανείς κατά τρόπον τον οποίον εδόθη. 8 Ἐνῷ δὲ αὐτοὶ δὲν καταλαβαίνουν, ἠμεῖς οἰ Χριστιανοὶ ἀντιθέτως γνωρίζομεν, ὅτι ὁ νόμος εἶναι καλός, ἐὰν τὸν μεταχειρίζεται κανεὶς σύμφωνα μὲ τὸν σκοπὸν τοῦ νόμου. Ὁ σκοπὸς δὲ τοῦ νόμου εἶναι νὰ ὁδηγήσῃ τὸν ἄνθρωπον εἰς τὸν Χριστόν.
9 εἰδὼς τοῦτο, ὅτι δικαίῳ νόμος οὐ κεῖται, ἀνόμοις δὲ καὶ ἀνυποτάκτοις, ἀσεβέσι καὶ ἁμαρτωλοῖς, ἀνοσίοις καὶ βεβήλοις, πατρολῴαις καὶ μητρολῴαις, ἀνδροφόνοις, 9 Ας γνωρίζη δε καθένας, ότι ο Νομος δεν εδόθη και δεν έχει ισχύν δια τον δίκαιον, του οποίου η συμπεριφορά ανταποκρίνεται εκ των προτέρων στον Νομον. Αλλ' ο Νομος υπάρχει και έχει ισχύν εναντίον των παρανόμων και των ανυποτάκτων στο θείον θέλημα, εναντίον των ασεβών και αμαρτωλών, εναντίον εκείνων που δεν έχουν τίποτε το όσιον και βεβηλώνουν τα πάντα. Εδόθη και έχει ισχύν δια τους πατροκτόνους και μητροκτόνους, δια τους φονείς των ανθρώπων, 9 Ἂς γνωρίζῃ δὲ ὁ χρησιμοποιῶν τὸν νόμον τοῦτο, ὅτι δηλαδὴ ὁ νόμος δὲν ὡρίσθη οὔτε εἶναι ἀναγκαῖος διὰ τὸν δίκαιον, διότι αὐτὸς ἔχει ὁδηγὸν τὸν ἔμφυτον ἠθικὸν νόμον, ποὺ φυσικὸ εἶναι γραμμένος εἰς τὴν καρδίαν του. Ὁ νόμος ὡρίσθη διὰ τοὺς ἀνόμους καὶ τοὺς ἀνυποτάκτους, διὰ τοὺς ἀσεβεῖς καὶ ἁμαρτωλούς, δι’ ἐκείνους ποὺ δὲν ἔχουν ἱερὸν καὶ ὅσιον καὶ βεβηλώνουν τὰ πάντα, δι’ αὐτοὺς ποὺ κακοποιοῦν καὶ θανατώνουν τὸν πατέρα των καὶ τὴν μητέρα των, διὰ τοὺς φονεῖς,
10 πόρνοις, ἀρσενοκοίταις, ἀνδραποδισταῖς, ψεύσταις, ἐπιόρκοις, καὶ εἴ τι ἕτερον τῇ ὑγιαινούσῃ διδασκαλίᾳ ἀντίκειται, 10 δια τους πόρνους, τους αρσενοκοίτας, δι' αυτούς, που πωλούν ως ανδράποδα τους ανθρώπους, δια τους ψεύστας και τους επιόρκους και δι' εκείνους, οι οποίοι διαπράττουν και ο,τι άλλο αντιστρατεύεται εις την ορθήν και αληθινήν διδασκαλίαν του Χριστού, 10 τοὺς πόρνους, τοὺς ἀρσενοκοίτας, δι’ ἐκείνους ποὺ πωλοῦν ὡς ἀνδράποδα τοὺς ἀνθρώπους, διὰ τοὺς ψεύστας, τοὺς ἐπιόρκους καὶ ἐν γένει διὰ τοὺς ἐνόχους εἰς κάθε τι, ποὺ ἀντιστρατεύεται πρὸς τὴν διδασκαλίαν τὴν ἀληθῆ καὶ ἐλευθέραν ἀπὸ τὴν ἀρρώστιαν καὶ τὸ θανατηφόρον μίασμα τῆς αἱρέσεως καὶ πλάνης.
11 κατὰ τὸ εὐαγγέλιον τῆς δόξης τοῦ μακαρίου Θεοῦ, ὃ ἐπιστεύθην ἐγώ. 11 αυτήν που είναι σύμφωνος με το Ευαγγέλιον της δόξης του μακαρίου Θεού και το οποίον Ευαγγέλιον το ενεπιστεύθη ο Θεός εις εμέ. 11 Καὶ διδασκαλία τέτοια εἶναι μόνη αὐτή, ποὺ συμφωνεῖ πρὸς τὸ Εὐαγγέλιον, τὸ ὁποῖον εἶναι δόξα τοῦ μακαρίου Θεοῦ καὶ τὸ ὁποῖον ὁ Θεὸς ἐνεπιστεύθη εἰς ἐμέ.
12 Καὶ χάριν ἔχω τῷ ἐνδυναμώσαντί με Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν, ὅτι πιστόν με ἡγήσατο, θέμενος εἰς διακονίαν, 12 Και ευχαριστώ τον Ιησούν Χριστόν, τον Κυριον μας, που με ενίσχυσε και εδυνάμωσεν στο έργον του Ευαγγελίου, διότι με ενέκρινεν άξιον της εμπιστοσύνης του και με έθεσεν εις την ιεράν αυτήν υπηρεσίαν του κηρύγματος 12 Καὶ εὐχαριστῶ τὸν Χριστὸν Ἰησοῦν τὸν Κύριόν μας, ποὺ μὲ ἐνίσχυσε. Καὶ τὸν εὐχαριστῶ, διότι μὲ ἔκρινεν ἄξιον τῆς ἐμπιστοσύνης του καὶ ἔθεσεν εἰς τὴν διακονίαν τοῦ εὐαγγελίου ἐμέ,
13 τὸν πρότερον ὄντα βλάσφημον καὶ διώκτην καὶ ὑβριστήν· ἀλλ’ ἠλεήθην, ὅτι ἀγνοῶν ἐποίησα ἐν ἀπιστίᾳ, 13 εμέ, που ήμουν προηγουμένως βλάσφημος του αγίου ονόματός του, διώκτης και υβριστής του έργου του και της Εκκλησίας του. Αλλ' ελεήθην από τον Θεόν, διότι όσα τότε έκαμνα, τα έκαμνα εξ αγνοίας, ευρισκόμενος εις την κατάστασιν της απιστίας. 13 ποὺ ἤμην προτήτερα βλάσφημος καὶ διώκτης καὶ ὑβριστὴς τῆς Ἐκκλησίας του. Ἀλλ’ ἐλεήθην ἀπὸ τὸν Θεόν, διότι ἐξ ἀγνοίας ἔκαμα ταῦτα, ὅταν ἤμην ἀκόμη ἐν τῇ ἀπιστίᾳ.
14 ὑπερεπλεόνασε δὲ ἡ χάρις τοῦ Κυρίου ἡμῶν μετὰ πίστεως καὶ ἀγάπης τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ. 14 Αλλ' εδόθη εις εμέ με το παραπάνω η χάρις του Κυρίου ημών μαζή με την φωτισμένην πίστιν και την πλουσίαν αγάπην, που απορρέουν και προσφέρονται από τον Ιησούν Χριστόν. 14 Ἀλλ’ ἐπλεόνασε μὲ τὸ παραπάνω ἡ χάρις τοῦ Κυρίου μας, ἡ ὁποία ἐγέμισε τὸ ἐσωτερικόν μου μὲ ἐκείνην τὴν πίστιν καὶ τὴν ἀγάπην, αἱ ὁποία κατορθώνονται καὶ πηγάζουν ἀπὸ τὴν κοινωνίαν καὶ σχέσιν μὲ τὸν Ἰησοῦν Χριστόν.
15 Πιστὸς ὁ λόγος καὶ πάσης ἀποδοχῆς ἄξιος, ὅτι Χριστὸς Ἰησοῦς ἦλθεν εἰς τὸν κόσμον ἁμαρτωλοὺς σῶσαι, ὧν πρῶτός εἰμι ἐγώ· 15 Αξιόπιστος είναι ο λόγος, που θα σου πω, και άξιος ολοψύχου και αδιστάκτου αποδοχής εκ μέρους όλων· ότι δηλαδή ο Ιησούς Χριστός ήλθεν στον κόσμον να σώση τους αμαρτωλούς, μεταξύ των οποίων πρώτος είμι εγώ. 15 Ὁ λόγος, ποὺ θὰ εἴπω, εἶναι ἀξιόπιστος καὶ ἄξιος νὰ τὸν δεχθοῦν μὲ τὴν ψυχήν τους ὅλοι· ὅτι δηλαδὴ ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἦλθεν εἰς τὸν κόσμον νὰ σώσῃ ἁμαρτωλούς, ἀπὸ τοὺς ὁποίους πρῶτος εἶμαι ἐγώ.
16 ἀλλὰ διὰ τοῦτο ἠλεήθην, ἵνα ἐν ἐμοὶ πρώτῳ ἐνδείξηται Ἰησοῦς Χριστὸς τὴν πᾶσαν μακροθυμίαν, πρὸς ὑποτύπωσιν τῶν μελλόντων πιστεύειν ἐπ’ αὐτῷ εἰς ζωὴν αἰώνιον. 16 Αλλά δια τούτο ακριβώς ηλεήθην, δια να δείξη ολοκάθαρα ο Ιησούς Χριστός εις εμέ, περισσότερον από οιανδήποτε άλλον, όλην την μακροθυμίαν του προς παραδειγματισμόν και ενθάρρυνσιν όλων εκείνων, που έμελλαν να πιστεύσουν εις αυτόν, δια να απολαύσουν την αιωνίαν ζωήν. 16 Ἀλλ’ ἀκριβῶς δι’ αὐτὸ ἐλεήθην, διὰ νὰ δείξῃ ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἰς ἑμὲ περισσότερον ἀπὸ κάθε ἄλλον ὁλόκληρον τὴν μακροθυμίαν του καὶ χρησιμεύσω ὡς ὑπόδειγμα εἰς ἐκείνους, ποὺ μέλλουν νὰ πιστεύσουν εἰς αὐτὸν διὰ νὰ κληρονομήσουν τὴν αἰώνιον ζωήν.
17 Τῷ δὲ βασιλεῖ τῶν αἰώνων, ἀφθάρτῳ, ἀοράτῳ, μόνῳ σοφῷ Θεῷ, τιμὴ καὶ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων· ἀμήν. 17 Εις δε τον βασιλέα και κύριον όλων των αιώνων και όλων των δημιουργημάτων, που έγιναν δια μέσου των αιώνων, στον άφθαρτον, στον αόρατον, στον ένα και μόνον πάνσοφον Θεόν, ας είναι τιμή και δόξα στους αιώνας των αιώνων· αμήν. 17 Εἰς δὲ τὸν βασιλέα, ποὺ εἶναι κύριος τῶν αἰώνων καὶ ὅλων τῶν κτισμάτων ὅσα ἔγιναν κατ’ αὐτούς, εἰς τὸν ἄφθαρτον, ἀόρατον, εἰς τὸν ἕνα καὶ μόνον σοφὸν Θεόν, ἂς εἶναι τιμὴ καὶ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
18 Ταύτην τὴν παραγγελίαν παρατίθεμαί σοι, τέκνον Τιμόθεε, κατὰ τὰς προαγούσας ἐπὶ σὲ προφητείας, ἵνα στρατεύῃ ἐν αὐταῖς τὴν καλὴν στρατείαν, 18 Αυτήν την εντολήν παραθέτω εις τα χέρια σου, δια να την φυλάξης πιστώς, τέκνον Τιμόθεε, σύμφωνα με τας προφητείας και τας αποκαλύψστου Θεού, που ελέχθησαν δια σε, δηλαδή να είσαι συνεχώς ο καλός στρατιώτης, ο επιστρατευμένος εις αυτάς με την καλήν στρατείαν, 18 Ταύτην τὴν παραγγελίαν σου ἐμπιστεύομαι καὶ σοῦ ἀναθέτω νὰ τὴν φυλάξῃς ἀκριβῶς, τέκνον Τιμόθεε, σύμφωνα μὲ τὰς προφητείας, ποὺ ἐλέχθησαν διὰ σὲ καὶ μὲ ὠδήγησαν νὰ σὲ ἐκλέξω συνεργάτην μου. Σοῦ παραγγέλλω δηλαδὴ τώρα παρακινούμενος ἀπὸ τὰς προφητείας αὐτὰς νὰ στρατεύεσαι τὴν καλὴν στρατείαν,
19 ἔχων πίστιν καὶ ἀγαθὴν συνείδησιν, ἥν τινες ἀπωσάμενοι περὶ τὴν πίστιν ἐναυάγησαν· 19 έχων την ορθήν πίστιν, αγαθήν και ακατάκριτον συνείδησιν, την οποίαν συνείδησιν μερικοί απώθησαν, την κατέπνιξαν και την επέταξαν από την ψυχήν των και έτσι κατέληξαν εις ναυάγιον της πίστεως των. 19 γεμᾶτος πίστιν καὶ μὲ συνείδησιν, ποὺ νὰ μαρτυρῇ ἀγαθὰ καὶ νὰ εἶναι ἐλευθέρα ἀπὸ κάθε τύψιν. Μερικοὶ ἀπώθησαν καὶ κατέπνιξαν τῆς συνειδήσεως τὰς τύψεις καὶ διαμαρτυρίας της, δι’ αὐτὸ δὲ κατέληξαν εἰς ναυάγιον τῆς πίστεώς των.
20 ὧν ἐστιν Ὑμέναιος καὶ Ἀλέξανδρος, οὓς παρέδωκα τῷ σατανᾷ, ἵνα παιδευθῶσι μὴ βλασφημεῖν. 20 Από αυτούς είναι ο Υμέναιος και ο Αλέξανδρος, τους οποίους απεμάκρυνα από την Εκκλησίαν και τους παρέδωσα στον σατανάν. Τους απέκοψα δε από την Εκκλησίαν, δια να παιδαγωγηθούν με την σωφρονιστικήν αυτήν τιμωρίαν, ώστε να μη διδάσκουν πλέον ψευδολογίας και βλασφημίας. 20 Ἀπὸ αὐτοὺς εἶναι ὁ Ὑμέναιος καὶ ὁ Ἀλέξανδρος, τοὺς ὁποίους ἀπέκοψα ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν καὶ τοὺς παρέδωκα εἰς τὸν σατανᾶν. Καὶ ἔλαβα τὸ μέτρον αὐτὸ διὰ νὰ σωφρονισθοῦν μὲ τὴν παιδαγωγίαν αὐτὴν καὶ νὰ μὴ διδάσκουν βλάσφημα.