Παρασκευή, 19 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:45
Δύση: 20:05
Σελ. 11 ημ.
110-256
16ος χρόνος, 5907η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8 (Η)


 
 
Αρχαίο κείμενο Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ καθεξῆς καὶ αὐτὸς διώδευεν κατὰ πόλιν καὶ κώμην κηρύσσων καὶ εὐαγγελιζόμενος τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, καὶ οἱ δώδεκα σὺν αὐτῷ, 1 Κατά τον χρόνον που ακολούθησε, επερνούσε ο Κυριος την μίαν μετά την άλλην, κάθε πόλιν και χωρίον και εκήρυττε και εδίδασκε το χαρμόσυνον άγγελμα της βασιλείας του Θεού. Μαζή δε με αυτόν ήσαν και οι δώδεκα μαθηταί, 1 Καὶ εἰς τὸν μετέπειτα χρόνον συνέβη ὁ Ἰησοῦς νὰ διέρχεται μίαν πρὸς μίαν ἕκαστην πόλιν καὶ χωρίον, καὶ ἐκήρυττε καὶ ἐδίδασκε τὸ χαρμόσυνον μήνυμα, ὅτι διὰ τῆς ἱδρύσεως τῆς Ἐκκλησίας ἐπεκτείνεται καὶ ἐπὶ τῆς γῆς ἡ οὐράνιος βασιλεῖα τοῦ Θεοῦ. Ἦσαν δὲ μαζί του εἰς τὴν περιοδείαν αὐτὴν καὶ οἱ δώδεκα Ἀπόστολοι,
2 καὶ γυναῖκές τινες αἳ ἦσαν τεθεραπευμέναι ἀπὸ νόσων καὶ μαστίγων καὶ πνευμάτων πονηρῶν καὶ ἀσθενειῶν, Μαρία ἡ καλουμένη Μαγδαληνή, ἀφ’ ἧς δαιμόνια ἑπτὰ ἐξεληλύθει, 2 και μερικαί γυναίκες αι οποίαι είχαν θεραπευθή υπ' αυτού από νόσους και βασανιστικές παθήσεις και από πνεύματα πονηρά και από ασθενείας η Μαρία, η οποία ελέγετο Μαγδαληνή και από την οποίαν είχαν εκδιωχθή με την δύναμιν του Κυρίου επτά δαιμόνια 2 καὶ μερικαὶ γυναῖκες, αἱ ὁποῖαι εἶχαν θεραπευθῇ ὑπὸ τοῦ Ἰησοῦ ἀπὸ νοσήματα καὶ βασανιστικοὺς πόνους καὶ ἀπὸ πνεύματα πονηρὰ καὶ ἀσθενείας. Δηλαδὴ ἡ Μαρία, ἡ ὁποία ἐλέγετο Μαγδαληνή, (διότι πιθανῶς κατήγετο ἀπὸ τὰ Μάγδαλα), ἀπὸ τὴν ὁποίαν διὰ τῆς παρεμβάσεως τοῦ Κυρίου εἶχαν βγῇ ἑπτὰ δαιμόνια,
3 καὶ Ἰωάννα γυνὴ Χουζᾶ ἐπιτρόπου Ἡρῴδου καὶ Σουσάννα καὶ ἕτεραι πολλαί, αἵτινες διηκόνουν αὐτῷ ἀπὸ τῶν ὑπαρχόντων αὐταῖς. 3 και η Ιωάννα, σύζυγος του Χουζά, ο οποίος ήτο οικονομικός διαχειριστής του Ηρώδου και η Σουσάννα και άλλαι πολλαί, αι οποίαι υπηρετούσαν αυτόν και προσέφεραν δια την συντήρησιν αυτού και των Αποστόλων από τα υπάρχοντά των. 3 καὶ ἡ Ἰωάννα ἡ σύζυγος τοῦ Χουζά, τοῦ οἰκονομοῦ καὶ διαχειριστοῦ τοῦ Ἡρῴδου, καὶ ἡ Σουσάννα καὶ πολλαὶ ἄλλαι, αἱ ὁποῖαι ὑπηρέτουν τὸν Κύριον καὶ εἰσέφερον διὰ τὴν συντήρησιν αὐτοῦ καὶ τῶν Ἀποστόλων του ἀπὸ τὰ ὑπάρχοντά των.
4 Συνιόντος δὲ ὄχλου πολλοῦ καὶ τῶν κατὰ πόλιν ἐπιπορευομένων πρὸς αὐτὸν εἶπε διὰ παραβολῆς· 4 Ενώ δε εμαζεύετο πολύς λαός και από κάθε πόλιν ήρχοντο προς αυτόν, είπεν ο Κυριος διδασκαλίαν με παραβολήν. 4 Ἐνῷ δὲ ἐμαζεύετο λαὸς πολὺς καὶ ἤρχοντο ἀπὸ κάθε πόλιν εἰς αὐτὸν διὰ νὰ τὸν ἀκούσουν, εἶπεν ὁ Κύριος μὲ παραβολήν·
5 Ἐξῆλθεν ὁ σπείρων τοῦ σπεῖραι τὸν σπόρον αὐτοῦ. καὶ ἐν τῷ σπείρειν αὐτὸν ὃ μὲν ἔπεσε παρὰ τὴν ὁδόν, καὶ κατεπατήθη, καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ κατέφαγεν αὐτό· 5 “Εβγήκε ο σπορεύς στο χωράφι, δια να σπείρη τον σπόρον του. Και καθώς αυτός έσπερνε, άλλο μεν μέρος του σπόρου έπεσε κοντά στον δρόμον, κατεπατήθη από τους διαβάτας και τα πτηνά του ουρανού το κατέφαγαν. 5 Ἐβγῆκεν αὐτός, ποὺ σπέρνει ἔξω εἰς τὸ χωράφι, διὰ νὰ σπείρῃ τὸν σπόρον του. Καὶ καθὼς αὐτὸς ἔσπερνεν, ἄλλο μὲν μέρος τοῦ σπόρου ἔπεσε κοντὰ εἰς τὸν δρόμον τοῦ χωραφιοῦ καὶ κατεπατήθη ἀπὸ τοὺς διαβάτας, καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ τὸ κατέφαγαν.
6 καὶ ἕτερον ἔπεσεν ἐπὶ τὴν πέτραν, καὶ φυὲν ἐξηράνθη διὰ τὸ μὴ ἔχειν ἰκμάδα· 6 Και άλλο έπεσε εις την πετρώδη γην και αφού εφύτρωσε, εξηράνθη, διότι δεν είχε υγρασίαν. 6 Καὶ ἄλλο μέρος ἔπεσεν ἐπάνω εἰς τὴν πέτραν, καὶ ἀφοῦ ἐφύτρωσεν, ἐξηράνθη, ἐπειδὴ δὲν εἶχεν ὑγρασίαν.
7 καὶ ἕτερον ἔπεσεν ἐν μέσῳ τῶν ἀκανθῶν, καὶ συμφυεῖσαι αἱ ἄκανθαι ἀπέπνιξαν αὐτό. 7 Και άλλο έπεσε ανάμεσα εις αγκάθια και καθώς εβλάστησαν και εμεγάλωσαν τα αγκάθια, το έπνιξαν εντελώς. 7 Καὶ ἄλλο μέρος ἔπεσε μέσα εἰς ἔδαφος γεμᾶτον ἀπὸ σπόρους ἀγκαθιῶν. Καὶ ἐβλάστησαν μαζὶ τὰ ἀγκάθια καὶ τὸ ἔπνιξαν τελείως.
8 καὶ ἕτερον ἔπεσεν εἰς τὴν γῆν τὴν ἀγαθήν, καὶ φυὲν ἐποίησε καρπὸν ἑκατονταπλασίονα. ταῦτα λέγων ἐφώνει· Ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω. 8 Και άλλο έπεσεν εις την εύφορον και καλήν γην και αφού εφύτρωσε, έκαμε καρπόν εκατονταπλάσιον”. Ενώ δε έλεγε αυτά, είπε με φωνήν μεγάλην· “Εκείνος που έχει αυτιά πνευματικά, δια να ακούη την αλήθειαν του Θεού, ας ακούη αυτά που εγώ διδάσκω”. 8 Καὶ ἄλλο μέρος τοῦ σπόρου ἔπεσε μέσα εἰς τὴν γῆν τὴν μαλακὴν καὶ εὔφορον καὶ ὅταν ἐφύτρωσεν, ἔκαμε καρπὸν ἑκατὸν φορὰς περισσότερον ἀπὸ ὅ,τι ὁ σπόρος. Ἐνῷ δὲ ἔλεγεν αὐτά, διὰ νὰ δώσῃ μεγαλύτερον τόνον εἰς τοὺς λόγους του καὶ διεγείρῃ τὴν προσοχὴν τῶν ἀκροατῶν του, ἐφώναζε δυνατά· Αὐτὸς ποὺ ἔχει αἰτιὰ πνευματικὰ καὶ ἐνδιαφέρον πνευματικὸν διὰ νὰ ἀκούῃ καὶ ἐγκολπώνεται αὐτὰ ποὺ λέγω, ἂς ἀκούῃ.
9 Ἐπηρώτων δὲ αὐτὸν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ λέγοντες· Τίς εἴη ἡ παραβολή αὕτη;. 9 Τον ερωτούσαν δε οι μαθηταί του λέγοντες· “ποιό είναι το νόημα αυτής της παραβολής;” 9 Τὸν ἐρωτοῦσαν δὲ οἱ μαθηταί του καὶ ἔλεγαν· Ποία εἶναι ἡ ἔννοια καὶ ἡ σημασία αὐτῆς τῆς παραβολῆς;
10 ὁ δὲ εἶπεν· Ὑμῖν δέδοται γνῶναι τὰ μυστήρια τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, τοῖς δὲ λοιποῖς ἐν παραβολαῖς, ἵνα βλέποντες μὴ βλέπωσι καὶ ἀκούοντες μὴ συνιῶσιν. 10 Αυτός δε είπεν· “εις σας που έχετε αγαθήν διάθεσιν, εδόθη από τον Θεόν το προνόμιον και η χάρις να γνωρίζετε τας μυστηριώδεις αληθείας της βασιλείας του Θεού. Τους άλλους δε (επειδή δεν έχουν αγαθήν διάθεσιν και ενδιαφέρον να ακούσουν και δεχθούν την αλήθειαν και δια να τους προφυλάξω από την μεγάλη ευθύνην, που θα είχαν ενώπιον του Θεού, αν εκαταλάβαιναν και περιφρονούσαν τας θείας αληθείας) τους διδάσκω με παραβολάς, ώστε, ενώ βλέπουν να μη ημπορούν να εισχωρήσουν στο βαθύτερον νόημα, και ενώ ακούουν να μη ημπορούν να ενοήσουν την αλήθειαν. 10 Αὐτὸς δὲ εἶπεν· Εἰς σᾶς, ποὺ ἔχετε ἐνδιαφέρον καὶ καλὴν διάθεσιν, ἐδόθη ἀπὸ τὸν Θεὸν ὡς χάρις νὰ μάθετε τὰς μυστηριώδεις ἀληθείας τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, εἰς τοὺς ἄλλους ὅμως ὁμιλῶ μὲ παραβολάς. Αὐτοὶ δὲν ἔχουν ἐνδιαφέρον διὰ νὰ γνωρίσουν καὶ νὰ δεχθοῦν τὰς πνευματικὰς ἀληθείας. Καὶ ὁ νοῦς των εἶναι παχυλὸς καὶ ἀνίκανος διὰ πνευματικὴν διδασκαλίαν. Δι’ αὐτὸ διδάσκω μὲ τὸν τρόπον αὐτόν, διὰ νὰ μὴ ἠμποροῦν νὰ ἴδουν βαθύτερον καὶ καθαρώτερον, ἐνῷ βλέπουν μὲ τοὺς ὀφθαλμοῦς τοῦ σώματος, διὰ νὰ μὴ ἠμποροῦν νὰ καταλάβουν, ἐνῷ ἄκουουν τὴν διδασκαλίαν, ποὺ τοὺς ἐξηγεῖ τὰ μυστήρια. Καὶ πράττω τοῦτο ὄχι μόνον κατὰ λόγον δικαιοσύνης, ἀλλὰ καὶ ἐξ ἀγαθότητος, ἵνα μὴ οὔτοι διὰ τῆς περιφρονήσεως τῆς ἀληθείας ἐπιβαρύνουν τὴν θέσιν των καὶ σκληρυνθοῦν περισσότερον.
11 Ἔστι δὲ αὕτη ἡ παραβολή· ὁ σπόρος ἐστὶν ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ· 11 Το νόημα δε της παραβολής αυτής είναι το εξής· Ο σπόρος συμβολίζει τον λόγον του Θεού. 11 Εἶναι δὲ ἡ ἔννοια τῆς παραβολῆς αὐτή. Ὁ σπόρος σημαίνει τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ.
12 οἱ δὲ παρὰ τὴν ὁδόν εἰσιν οἱ ἀκούσαντες, εἶτα ἔρχεται ὁ διάβολος καὶ αἴρει τὸν λόγον ἀπὸ τῆς καρδίας αὐτῶν, ἵνα μὴ πιστεύσαντες σωθῶσιν. 12 Εκείνοι δε που ομοιάζουν προς το έδαφος κοντά στον δρόμον, είναι όσοι ήκουσαν και δεν επρόσεξαν τον λόγον του Θεού. Επειτα έρχεται ο διάβολος και παίρνει τον λόγον από την καρδία των, δια να μην πιστεύσουν και σωθούν. 12 Ἐκεῖνοι δὲ ποὺ ὁμοιάζουν πρὸς τὸ ἔδαφος, τὸ ὁποῖον εἶναι πλησίον εἰς τὸν δρόμον, εἶναι αὐτοὶ ποὺ ἤκουσαν ἁπλῶς καὶ μόνον τὸν λόγον. Ἔπειτα ἔρχεται ὁ διάβολος καὶ ἀφαιρεῖ τὸν λόγον ἀπὸ τὰς καρδίας των, διὰ νὰ μὴ πιστεύσουν εἰς τὸν λόγον καὶ σωθοῦν.
13 οἱ δὲ ἐπὶ τῆς πέτρας οἳ ὅταν ἀκούσωσι, μετὰ χαρᾶς δέχονται τὸν λόγον, καὶ οὗτοι ῥίζαν οὐκ ἔχουσιν, οἳ πρὸς καιρὸν πιστεύουσι καὶ ἐν καιρῷ πειρασμοῦ ἀφίστανται. 13 Εκείνοι δε που συμβολίζονται με την πετρώδη γην, είναι όσοι όταν ακούσουν δέχονται με χαράν τον λόγον του Θεού, δεν έχουν όμως βαθειές ρίζες εις την καρδία των και δι' αυτό ολίγον καιρόν πιστεύουν και εις εποχήν πειρασμού απομακρύνονται από την πίστιν. 13 Ἐκεῖνοι δὲ ποὺ ἐδέχθησαν τὸν σπόρον, ὁ ὁποῖος ἔπεσεν ἐπὶ τῆς πέτρας, εἶναι αὐτοί, οἱ ὁποῖοι, ὅταν ἀκούσουν, δέχονται μὲ χαρὰν καὶ ἐνθουσιασμὸν τὸν λόγον. Δὲν ἔχει ὅμως εἰς αὐτοὺς ρίζαν βαθεῖαν ὁ λόγος, ὥστε νὰ στερεώσῃ μέσα τους. Ὡς ἐκ τούτου αὐτοὶ δι’ ὀλίγον χρόνον πιστεύουν καὶ ὅταν ἔλθῃ καιρὸς πειρασμοῦ ἢ διωγμοῦ ἀπομακρύνονται ἀπὸ τὴν πίστιν.
14 τὸ δὲ εἰς τὰς ἀκάνθας πεσόν, οὗτοί εἰσιν οἱ ἀκούσαντες, καὶ ὑπὸ μεριμνῶν καὶ πλούτου καὶ ἡδονῶν τοῦ βίου πορευόμενοι συμπνίγονται καὶ οὐ τελεσφοροῦσι. 14 Το δε μέρος του σπόρου, που έπεσε εις τα αγκάθια, συμβολίζει εκείνους οι οποίοι, όταν ήκουσαν τον λόγον του Θεού, τον εδέχθησαν και επροσπάθησαν να τον τηρήσουν με κάποιαν προθυμίαν, αλλά πνίγονται από αγωνιώδεις φροντίδας δια την απόκτησιν πλούτου και από τας υλιστικάς απολαύσεις της ζωής αυτής, και έτσι δεν προχωρούν μέχρι τέλους, ώστε να έχουν καλούς και μονίμους καρπούς. 14 Τὸ δὲ μέρος τοῦ σπόρου, ποὺ ἔπεσεν εἰς τὰ ἀγκάθια, σημαίνει ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι ἤκουσαν τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ ἀρχίζουν μὲ καποίαν προθυμίαν νὰ βαδίζουν εἰς τὸν δρόμον τῆς πίστεως. Πνίγονται ὅμως ἀπὸ τὰς ἀγωνιώδεις φροντίδας πρὸς ἀπόκτησιν πλοῦτου, καὶ ἀπὸ τὰς ἀπολαύσεις βίου σαρκικοῦ, εἰς τὸν ὁποῖον τὰ ἀποκτηθέντα πλούτη διευκολύνουν, καὶ ἔτσι δὲν προκόπτουν, οὔτε βγάζουν πέρα μέχρι τέλους τὸν καρπόν.
15 τὸ δὲ ἐν τῇ καλῇ γῇ, οὗτοί εἰσιν οἵτινες ἐν καρδίᾳ καλῇ καὶ ἀγαθῇ ἀκούσαντες τὸν λόγον κατέχουσι καὶ καρποφοροῦσιν ἐν ὑπομονῇ. 15 Το δε μέρος του σπόρου, που εσπάρθηκε εις την εύφορον γην, συμβολίζει τους καλοπροαιρέτους ανθρώπους, οι οποίοι με καλήν και αγαθήν καρδίαν, αφού ήκουσαν τον λόγον του Θεού, τον κρατούν με προσοχήν και ευλάβειαν μέσα των και έχουν ως καρπούς τα έργα της αρετής μαζή με την υπομονήν, την οποίαν θα δεικνύουν εις διαφόρους θλίψεις και περιπετείας. 15 Τὸ δὲ μέρος τοῦ σπόρου, ποὺ ἔπεσεν εἰς τὴν εὔφορον γῆν, σημαίνει τοὺς ἀνθρώπους ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι μὲ καρδίαν καλοπροαίρετον, εὐθεῖαν καὶ ἀγαθὴν ἤκουσαν καὶ κατενόησαν τὸν λόγον καὶ τὸν κρατοῦν σφικτὰ μέσα των, καὶ καρποφοροῦν τὰς ἀρετὰς δεικνύοντες ὑπομονὴν καὶ καρτερίαν εἰς τὰς θλίψεις καὶ τοὺς πειρασμοὺς καὶ εἰς ὅλα τὰ προσκόμματα, ποὺ συναντοῦν εἰς τὴν ἄσκησιν τῆς πνευματικῆς ζωῆς.
16 Οὐδεὶς δὲ λύχνον ἅψας καλύπτει αὐτὸν σκεύει ἢ ὑποκάτω κλίνης τίθησιν, ἀλλ’ ἐπὶ λυχνίας ἐπιτίθησιν, ἵνα οἱ εἰσπορευόμενοι βλέπωσι τὸ φῶς. 16 Κανείς δε, όταν ανάψη λύχνον, δεν τον σκεπάζει με δοχείον ούτε τον βάζει κάτω από το κρεββάτι, αλλά επάνω στον λυχνοστάτην, ώστε όσοι εισέρχονται να βλέπουν το φως. Και η διδασκαλία μου είναι φως επί την λυχνίαν, ώστε όσοι θέλουν να βλέπουν που και πως να προχωρούν. 16 Μὲ τὴν διδασκαλίαν μου ἤναψα εἰς τὰς ψυχάς σας φῶς καὶ ἐγίνατε πνευματικοὶ λύχνοι. Κανεὶς δέ, ὅταν ἀνάψῃ λύχνον, δὲν τὸν σκεπάζει μὲ δοχεῖον, οὔτε τὸν τοποθετεῖ κάτω ἀπὸ τὸ κρεββάτι. Ἀλλὰ τὸν βάζει ἐπάνω εἰς τὸν λυχνοστάτην, διὰ νὰ βλέπουν τὸ φῶς ἐκεῖνοι, ποὺ ἐμβαίνουν εἰς τὸ δωμάτιον.
17 οὐ γάρ ἐστι κρυπτὸν ὃ οὐ φανερὸν γενήσεται, οὐδὲ ἀπόκρυφον ὃ οὐ γνωσθήσεται καὶ εἰς φανερὸν ἔλθῃ. 17 Δεν υπάρχει κρυπτόν, το οποίον δε θα γίνη φανερόν και μυστικόν, το οποίον δε θα γίνη γνωστόν και δε θα φανερωθή. Αυτό συμβαίνει και με την διδασκαλία μου, η οποία οπωσδήποτε θα γίνη γνωστή εις όλον τον κόσμον. 17 Ἔτσι καὶ σεῖς σὰν ἄλλος λύχνος καλὰ τοποθετημένος πρέπει νὰ φωτίζετε τοὺς ἀνθρώπους καὶ αὐτά, ποὺ ἀκούετε τώρα, νὰ μὴ τὰ κρύπτετε, ἀλλὰ νὰ μεταδίδετε ταῦτα καὶ εἰς τοὺς ἄλλους. Διότι δὲν ὑπάρχει κρυφόν, τὸ ὀποῖον δὲν θὰ γίνῃ φανερόν· οὔτε μυστικόν, τὸ ὁποῖον δὲν θὰ γίνῃ γνωστὸν καὶ δὲν θὰ φανερωθῇ. Καὶ ἡ διδασκαλία μου λοιπόν, ἀκόμη καὶ ἐὰν σεῖς τὴν κρατήσετε μυστικήν, θὰ φανερωθῇ ἀπὸ ἄλλους καὶ θὰ φωτίσῃ τὸν κόσμον.
18 βλέπετε οὖν πῶς ἀκούετε· ὃς γὰρ ἐὰν ἔχῃ, δοθήσεται αὐτῷ, καὶ ὃς ἐὰν μὴ ἔχῃ, καὶ ὃ δοκεῖ ἔχειν ἀρθήσεται ἀπ’ αὐτοῦ. 18 Λοιπόν σεις, που σαν Απόστολοι της οικουμένης θα την διαδώσετε, προσέχετε πως την ακούετε. (Να την ακούετε με ακλόνητον πίστιν, δια να την κάμετε κτήμα σας). Διότι εις εκείνον που κατέχει την αλήθειαν, θα του δοθή πλουσιωτέρα και καθαρωτέρα. Ενώ από εκείνον που από αδιαφορίαν δεν κατέχει την αλήθειαν, θα του αφαιρεθή και αυτό που νομίζει ότι έχει”. 18 Ἀφοῦ λοιπὸν ἡ διδασκαλία μου θὰ γίνῃ φανερά, προσέχετε ! Σεῖς, ποὺ θὰ τὴν διαδώσετε, πῶς τὴν ἀκούετε. Νὰ τὴν ἀκούετε μὲ καθαρὰν καρδίαν καὶ νὰ τὴν κατανοῆτε καὶ νὰ τὴν ἐγκολπώνεσθε, ὥστε νὰ γίνετε τέλειοι διδάσκαλοι τῆς ἀληθείας. Διότι εἰς ἐκεῖνον, ποὺ ἀκούει προθύμως τὴν ἀλήθειαν καὶ κατέχει αὐτήν, θὰ τοῦ δοθῇ μεγαλυτέρα καὶ πλουσιωτέρα γνῶσις καὶ φωτισμὸς τῆς ἀληθείας. Καὶ ἀπὸ ἐκεῖνον, ποὺ δὲν κατέχει τὴν ἀλήθειαν, θὰ ἀφαιρεθῇ καὶ ἐκεῖνος ὁ βαθμὸς τῆς γνώσεως, ποὺ τοῦ φαίνεται, ὅτι κατέχει.
19 Παρεγένοντο δὲ πρὸς αὐτὸν ἡ μήτηρ καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ, καὶ οὐκ ἠδύναντο συντυχεῖν αὐτῷ διὰ τὸν ὄχλον. 19 Ενώ δε εδίδασκε, ήλθον προς αυτόν η μητέρα του και οι νομιζόμενοι αδελφοί του και δεν ημπορούσαν να τον πλησιάσουν, ένεκα του λαού, που τον περιεστοίχιζε. 19 Ἦλθον δὲ ἐν τῷ μεταξὺ πρὸς αὐτὸν ἡ μητέρα του καὶ οἱ νομιζόμενοι ἀδελφοί του καὶ δὲν ἠμποροῦσαν νὰ τὸν πλησιάσουν καὶ νὰ τοῦ ὁμιλήσουν ἕνεκα τῆς συρροῆς τοῦ πλήθους.
20 καὶ ἀπηγγέλη αὐτῷ λεγόντων· Ἡ μήτηρ σου καὶ οἱ ἀδελφοί σου ἑστήκασιν ἔξω ἰδεῖν σε θέλοντες. 20 Και μερικοί ανήγγειλαν εις αυτόν ότι “η μητέρα σου και οι αδελφοί σου στέκονται έξω και θέλουν να σε ιδούν”. 20 Καὶ τοῦ ἀνηγγέλθη ἀπὸ μερικούς, ποὺ τοῦ εἶπαν· Ἡ μητέρα σου καὶ οἱ ἀδελφοί σου στέκονται ἔξω καὶ θέλουν νὰ σὲ ἴδουν.
21 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν πρὸς αὐτούς· Μήτηρ μου καὶ ἀδελφοί μου οὗτοί εἰσιν οἱ τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ ἀκούοντες καὶ ποιοῦντες αὐτόν. 21 Αυτός δε απεκρίθη και τους είπε· “μητέρα μου και αδελφοί μου είναι αυτοί, οι οποίοι ακούουν τον λόγον του Θεού και τον τηρούν εις την ζωήν των”. 21 Αὐτὸς δὲ ἀπεκρίθη καὶ τοὺς εἶπε· Μητέρα μου καὶ ἀδελφοί μου εἶναι αὐτοὶ ἐδῶ, ὅσοι ἀκούουν τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν τηροῦν εἰς τὸν βίον των, χωρὶς νὰ τὸν παραβαίνουν καὶ τὸν ἀθετοῦν.
22 Καὶ ἐγένετο ἐν μιᾷ τῶν ἡμερῶν καὶ αὐτὸς ἐνέβη εἰς πλοῖον καὶ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ, καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· Διέλθωμεν εἰς τὸ πέραν τῆς λίμνης· καὶ ἀνήχθησαν. 22 Μιαν δε από τας ημέρας αυτάς, εμπήκε ο Ιησούς εις κάποιο πλοίον μαζή με τους μαθητάς του και είπε εις αυτούς· “ας περάσωμεν στο απέναντι μέρος της λίμνης”. Και ανοίχθησας εις την λίμνην. 22 Καὶ συνέβη κατὰ μίαν ἀπὸ τὰς ἡμέρας ἐκείνας, ποὺ περιώδευεν ὁ Ἰησοῦς τὰς πόλεις καὶ τὰ χωρία, καὶ αὐτὸς ἐμβῆκεν εἰς κάποιο πλοῖον καὶ μαζὶ μὲ αὐτὸν ἐμβῆκαν καὶ οἱ μαθηταί του. Καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· Ἂς περᾴσωμεν εἰς τὸ ἀπέναντι μέρος τῆς λίμνης Γεννησαρέτ. Καὶ ἔπλευσαν εἰς τὰ ἀνοικτά.
23 πλεόντων δὲ αὐτῶν ἀφύπνωσε. καὶ κατέβη λαῖλαψ ἀνέμου εἰς τὴν λίμνην, καὶ συνεπληροῦντο καὶ ἐκινδύνευον. 23 Ενώ δε αυτοί έπλεαν, απεκοιμήθη· και κατέβη αιφνιδίως από τα γύρω βουνά άνεμος σφοδρός, θύελλα μεγάλη εις την λίμνην. Κυματα δε μεγάλα έσπαζαν στο πλοίον και νερά ολοένα περισσότερα εισωρμούσαν εις αυτό, ώστε εκινδύνευαν να πνιγούν. 23 Ἐνῷ δὲ αὐτοὶ ἔπλεον, ἀπεκοιμήθη. Καὶ κατέβη ἀπὸ τὰ τριγύρω βουνὰ εἰς τὴν λίμνην ἄνεμος σφοδρὸς καὶ αἰφνίδιος. Καὶ ἀπὸ τὰ μεγάλα κύματα, ποὺ ἔσπαζαν ἐπάνω εἰς τὸ πλοῖον, ἐγέμιζε τοῦτο ὁλονὲν μὲ περισσότερα νερὰ καὶ ἐκινδύνευαν νὰ πνιγοῦν.
24 προσελθόντες δὲ διήγειραν αὐτὸν λέγοντες· Ἐπιστάτα ἐπιστάτα, ἀπολλύμεθα! ὁ δὲ ἐγερθεὶς ἐπετίμησε τῷ ἀνέμῳ καὶ τῷ κλύδωνι τοῦ ὕδατος, καὶ ἐπαύσαντο, καὶ ἐγένετο γαλήνη. 24 Οι δε μαθηταί προσήλθον στον Ιησούν, τον εξύπνησαν και του είπαν· “διδάσκαλε διδάσκαλε, χανόμαστε!” Αυτός δε εσηκώθηκε, διέταξε τον άνεμον και την θαλασσοταραχήν, και έπαυσαν, και έγινε αμέσως γαλήνη. 24 Οἱ μαθηταὶ δέ, ἀφοῦ ἐπλησίασαν εἰς τὸν Ἰησοῦν, τὸν ἐξύπνησαν λέγοντες· Διδάσκαλε, διδάσκαλε, χανόμεθα. Αὐτὸς δέ, ἀφοῦ ἐσηκώθη, διέταξεν αὐστηρῶς τὸν ἄνεμον καὶ τὰ κύματα τῆς λίμνης, καὶ ἔπαυσαν, καὶ ἔγινεν ἀμέσως γαλήνη.
25 εἶπε δὲ αὐτοῖς· Ποῦ ἐστιν ἡ πίστις ὑμῶν; φοβηθέντες δὲ ἐθαύμασαν λέγοντες πρὸς ἀλλήλους· Τίς ἄρα οὗτός ἐστιν, ὅτι καὶ τοῖς ἀνέμοις ἐπιτάσσει καὶ τῷ ὕδατι, καὶ ὑπακούουσιν αὐτῷ; 25 Είπε δε εις αυτούς· “που είναι η πίστις σας; Τοσα και τόσα θαύματα με είδατε να κάμνω και ακόμα δεν επιστέψατε με όλην σας την καρδιά εις εμέ;” Αυτοί κατ' αρχάς εκυριεύθησαν από φόβον και δέος εμπρός εις την δύναμιν του Κυρίου, έπειτα δε από μεγάλον θαυμασμόν και έλεγαν μεταξύ των, “ποιός άρά γε είναι αυτός; Διότι διατάσσει τους ανέμους και τα κύματα και υπακούουν εις αυτόν”! 25 Εἶπε δὲ πρὸς αὐτούς· Ποῦ εἶναι ἡ πίστις σας; Ποὺ εἶναι ἡ πεποίθησις, τὴν ὁποίαν πρέπει νὰ ἔχετε, ὅτι ἐφ’ ὅσον μὲ ἔχετε μαζί σας, δὲν διατρέχετε κανένα κίνδυνον; Ἀφοῦ δὲ κατ’ ἀρχὰς τοὺς κατέλαβε φόβος διὰ τὴν ὑπερφυσικὴν παρουσίαν καὶ καταπληκτικὴν ἐνέργειαν τῆς θείας δυνάμεως, ἔπειτα ἐθαύμασαν καὶ ἔλεγαν μεταξύ τους: Ποῖος λοιπὸν νὰ εἶναι αὐτός; Εἶναι πολὺ μεγαλύτερος ἀπὸ ὅ,τι τὸν ἐθεωρούσαμεν ἕως τώρα. Διότι διατάσσει καὶ τοὺς ἀνέμους καὶ τὰ κύματα τῆς λίμνης καὶ τὸν ὑπακούουν.
26 Καὶ κατέπλευσεν εἰς τὴν χώραν τῶν Γαδαρηνῶν, ἥτις ἐστὶν ἀντίπερα τῆς Γαλιλαίας. 26 Επειτα από αυτά έπλευσαν και αγκυροβόλησαν εις την χώραν των Γαδαρηνών, η οποία είναι αντίπερα από την Γαλιλαίαν. 26 Καὶ ἔφθασαν μὲ τὸ πλοῖον εἰς τὴν χώραν τῶν Γαδαρηνῶν, ποὺ εἶναι ἀντικρὺ τῆς Γαλιλαίας.
27 ἐξελθόντι δὲ αὐτῷ ἐπὶ τὴν γῆν ὑπήντησεν αὐτῷ ἀνήρ τις ἐκ τῆς πόλεως, ὃς εἶχε δαιμόνια ἐκ χρόνων ἱκανῶν, καὶ ἱμάτιον οὐκ ἐνεδιδύσκετο, καὶ ἐν οἰκίᾳ οὐκ ἔμενεν, ἀλλ’ ἐν τοῖς μνήμασιν. 27 Οταν δε ο Ιησούς εβγήκεν εις την ξηράν, τον συνάντησεν ένας άνθρωπος της πόλεως εκείνης, ο οποίος είχε μέσα του δαιμόνια από πολλά χρόνια και δεν εφορούσε ένδυμα και δεν έμενε σε σπίτι, αλλά μέσα εις τα μνήματα. 27 Ὅταν δὲ ὁ Ἰησοῦς ἐβγῆκεν εἰς τὴν ξηράν, τὸν συνήντησε κάποιος ἄνθρωπος καταγόμενος ἀπὸ τὴν πόλιν, ὁ ὁποῖος εἶχε μέσα του δαιμόνια ἀπὸ πολλὰ χρόνια καὶ δὲν ἐφοροῦσεν ἐπάνω του ροῦχα καὶ δὲν ἔμενεν εἰς σπίτι, ἀλλὰ μέσα εἰς τὰ μνήματα.
28 ἰδὼν δὲ τὸν Ἰησοῦν καὶ ἀνακράξας προσέπεσεν αὐτῷ καὶ φωνῇ μεγάλῃ εἶπε· Τί ἐμοὶ καὶ σοί, Ἰησοῦ υἱὲ τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου; δέομαί σου, μή με βασανίσῃς. 28 Οταν όμως είδε τον Ιησούν εκραύγασε δυνατά, έπεσεν εις τα πόδια του και με φωνήν μεγάλην είπε· “ποία σχέσις υπάρχει ανάμεσα εις εμέ και σε, Ιησού, Υιέ του Θεού του Υψίστου; Σε παρακαλώ, μη με βασανίσης και μη με κλείσης από τώρα στον φρικτόν Αδην”. 28 Ὅταν ὅμως εἶδε τὸν Ἰησοῦν, ἀπὸ τὸν φόβον τοῦ ἐφώναξε δυνατὰ καὶ ἔπεσεν εἰς τοὺς πόδας του καὶ μὲ φωνὴν μεγάλην εἶπε· Ποία σχέσις ὑπάρχει μεταξὺ ἐμοῦ καὶ σοῦ καὶ τὶ ζητᾷς ἀπὸ ἐμέ, Ἰησοῦ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου; Σὲ παρακαλῶ μὴ μὲ βασανίσῃς, καὶ μὴ μοῦ ἐπιβάλῃς τὴν τιμωρίαν νὰ ἐγκλεισθῶ ἀπὸ τώρα εἰς τὰ σκότη τοῦ Ἅδου.
29 παρήγγειλε γὰρ τῷ πνεύματι τῷ ἀκαθάρτῳ ἐξελθεῖν ἀπὸ τοῦ ἀνθρώπου. πολλοῖς γὰρ χρόνοις συνηρπάκει αὐτόν, καὶ ἐδεσμεῖτο ἁλύσεσι καὶ πέδαις φυλασσόμενος, καὶ διαρρήσσων τὰ δεσμὰ ἠλαύνετο ὑπὸ τοῦ δαίμονος εἰς τὰς ἐρήμους. 29 Είπε δε αυτά ο δαιμονιζόμενος, διότι ο Χριστός διέταξε το ακάθαρτον πνεύμα να βγη και να φύγη από τον άνθρωπον, επειδή από πολλά χρόνια τον είχεν αρπάξει και κυριεύσει. Οι δε άλλοι άνθρωποι, ένεκα της αγριότητος αυτού, τον έδεναν με αλυσίδες και με ισχυρά δεσμά εις τα πόδια, δια να τον φυλάσσουν, ώστε να μη επιτίθεται και κακοποιή τους άλλους. Αλλά αυτός έσπαζε τα δεσμά και ωδηγείτο βιαίως από τον δαίμονα εις ερημικούς τόπους. 29 Εἶπε δὲ τὸν λόγον αὐτὸν ὁ δαιμονιζόμενος, διότι ὁ Ἰησοῦς παρήγγειλε καὶ διέταξε τὸ ἀκάθαρτον πνεῦμα νὰ βγῇ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπον. Διότι ἐπὶ πολλὰ ἔτη τὸν εἶχε κυριεύσει. Καὶ λόγῳ τῆς ἀγρίας ἑξάψεως, ποὺ τοῦ ἐδημιουργεῖ, τὸν ἔδεναν μὲ ἁλύσεις καὶ μὲ σιδηρᾶ δεσμὰ εἰς τὰ πόδια, ἐπειδὴ τὸν ἐφύλαττον νὰ μὴ κακοποιήσῃ ἢ βλάψῃ τινά. Ἀλλ’ αὐτὸς ἔσπαζε τὰ δεσμὰ καὶ ἐσύρετο βιαίως ὑπὸ τοῦ δαίμονος εἰς τοὺς ἐρήμους τόπους.
30 ἐπηρώτησε δὲ αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς λέγων· Τί σοί ἐστιν ὄνομα; ὁ δὲ εἶπε· Λεγεών· ὅτι δαιμόνια πολλὰ εἰσῆλθεν εἰς αὐτόν· 30 Τον ερώτησε δε ο Ιησούς, λέγων· “ποιό είναι το όνομά σου;” Εκείνος δε απήντησε· “λεγεών”. Διότι πολλά δαιμόνια είχαν εισέλθει στον άνθρωπον αυτόν. 30 Τὸν ἠρώτησε δὲ ὁ Ἰησοῦς καὶ τοῦ εἶπε· Τί εἶναι τὸ ὄνομά σου; Αὐτὸς δὲ εἶπε· Λεγεών, δηλαδὴ σύνταγμα στρατιωτῶν. Καὶ ἦτο αὐτὸ τὸ ὄνομά του, διότι οὐχὶ ἕν, ἀλλὰ πολλὰ δαιμόνια εἶχον εἰσέλθει εἰς τὸν ἄνθρωπον αὐτόν.
31 καὶ παρεκάλει αὐτὸν ἵνα μὴ ἐπιτάξῃ αὐτοῖς εἰς τὴν ἄβυσσον ἀπελθεῖν. 31 Και παρακαλούσαν τα δαιμόνια αυτόν, να μη τα διατάξη και πάνε εις τα τρίσβαθα του Αδου. 31 Καὶ διὰ στόματος τοῦ δαιμονιζομένου παρεκάλουν αὐτὸν νὰ μὴ διατάξῃ νὰ ὑπάγουν εἰς τὰ τρίσβαθα τοῦ Ἅδου.
32 Ἦν δὲ ἐκεῖ ἀγέλη χοίρων ἱκανῶν βοσκομένη ἐν τῷ ὄρει· καὶ παρεκάλουν αὐτὸν ἵνα ἐπιτρέψῃ αὐτοῖς εἰς ἐκείνους εἰσελθεῖν· καὶ ἐπέτρεψεν αὐτοῖς. 32 Ητο δε εκεί μία αγέλη με πολλούς χοίρους, που έβοσκαν στο βουνό· και τον παρακαλούσαν τα δαιμόνια να τους δώση την άδειαν να μπουν εις εκείνους τους χοίρους. Και τους το επέτρεψεν ο Κυριος (διότι κατά λόγον δικαιοσύνης έπρεπε να τιμωρηθούν με την απώλειαν των χοίρων οι ιδιοκτήται των, επειδή τους έτρεφαν, μολονότι αυτό απηγορεύετο από τον μωσαϊκόν νόμον). 32 Ἦτο δὲ ἐκεῖ ἕνα κοπάδι ἀπὸ πολλοὺς χοίρους, ποὺ ἔβοσκαν εἰς τὸ βουνόν. Καὶ τὸν παρεκάλουν νὰ ἐπιτρέψῃ εἰς αὐτὰ νὰ ἔμβουν εἰς ἐκείνους τοὺς χοίρους. Καὶ ἐπειδὴ αὐτοί, ποὺ ἔτρεφον τοὺς χοίρους, ἔπραττον τοῦτο παρὰ τὸν Μωσαϊκὸν νόμον, ὁ ὁποῖος ἀπηγόρευεν ὡς ἀκάθαρτον τὸ χοιρινὸν κρέας, ὁ Κύριος τιμωρῶν τὴν παρανομίαν ταύτην ἐπέτρεψε τοῦτο εἰς αὐτά.
33 ἐξελθόντα δὲ τὰ δαιμόνια ἀπὸ τοῦ ἀνθρώπου εἰσῆλθον εἰς τοὺς χοίρους, καὶ ὥρμησεν ἡ ἀγέλη κατὰ τοῦ κρημνοῦ εἰς τὴν λίμνην καὶ ἀπεπνίγη. 33 Αφού δε εξήλθον τα δαιμόνια από τον άνθρωπον, εμπήκαν στους χοίρους και ώρμησε ασυγκράτητο όλο το καπάδι επάνω στον κρυμνόν, ερρίφθη από εκεί εις την θάλασσαν και επνίγησαν οι χοίροι. 33 Ἀφοῦ δὲ ἐβγῆκαν τὰ δαιμόνια ἀπὸ τὸν ἄνθρωπον, ἐμβῆκαν εἰς τοὺς χοίρους. Καὶ ἔτρεξεν ἀσυγκράτητα καὶ μὲ μανίαν τὸ κοπάδι ἀπὸ τὸ ἐπάνω μέρος τοῦ κρημνοῦ πρὸς τὰ κάτω εἰς τὴν λίμνην καὶ ἐπνίγη.
34 ἰδόντες δὲ οἱ βόσκοντες τὸ γεγενημένον ἔφυγον, καὶ ἀπήγγειλαν εἰς τὴν πόλιν καὶ εἰς τοὺς ἀγρούς. 34 Οταν δε οι βοσκοί είδαν το γεγονός αυτό, έφυγαν και το ανήγγειλαν εις την πόλιν και εις όσους συναντούσαν, από αυτούς που έμεναν στους αγρούς. 34 Ὅταν δὲ ἐκεῖνοι, ποὺ ἔβοσκαν τοὺς χοίρους, εἶδαν αὐτὸ ποὺ ἔγινεν, ἔφυγαν. Καὶ ἀνήγγειλαν τὸ συμβὰν τῆς καταστροφῆς τῶν χοίρων εἰς τοὺς κατοίκους τῆς πόλεως καὶ εἰς ἐκείνους, ποὺ ἔμεναν ἔξω εἰς τοὺς ἀγρούς.
35 ἐξῆλθον δὲ ἰδεῖν τὸ γεγονὸς, καὶ ἦλθον πρὸς τὸν Ἰησοῦν, καὶ εὗρον καθήμενον τὸν ἄνθρωπον, ἀφ’ οὗ τὰ δαιμόνια ἐξεληλύθει, ἱματισμένον καὶ σωφρονοῦντα παρὰ τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ, καὶ ἐφοβήθησαν. 35 Εβγήκαν δε από την πόλιν οι άνθρωποι, δια να ίδουν αυτό που έγινε. Ηλθαν στον Ιησούν και είδαν τον άνθρωπον, από τον οποίον είχαν βγη τα δαιμόνια, να κάθεται κοντά εις τα πόδια του Ιησού, ντυμένος, ήρεμος και φρόνιμος, και εφοβήθησαν. 35 Ἐβγῆκαν δὲ ἀπὸ τὴν πόλιν καὶ τὰ περίχωρα οἱ ἄνθρωποι διὰ νὰ ἴδουν ἐκεῖνο ποὺ ἔγινε. Καὶ ἦλθον εἰς τὸν Ἰησοῦν. Καὶ ηὗραν τὸν ἄνθρωπον, ἀπὸ τὸν ὁποῖον εἶχαν βγῇ τὰ δαιμόνια, νὰ κάθεται κοντὰ εἰς τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ ἐνδεδυμένος καὶ σωφρονισμένος. Καὶ ἐφοβήθησαν.
36 ἀπήγγειλαν δὲ αὐτοῖς οἱ ἰδόντες πῶς ἐσώθη ὁ δαιμονισθείς. 36 Είχαν δε διηγηθή εις αυτούς εκείνοι που είδαν το γεγονός, πως ελευθερώθηκε ο δαιμονιζόμενος. 36 Τοὺς διηγήθησαν δὲ καὶ ἐκεῖνοι, ποὺ εἶχαν ἴδει τὸ περιστατικόν, πῶς ἔγινε καλὰ ὁ δαιμονισμένος.
37 καὶ ἠρώτησαν αὐτὸν ἅπαν τὸ πλῆθος τῆς περιχώρου τῶν Γαδαρηνῶν ἀπελθεῖν ἀπ’ αὐτῶν, ὅτι φόβῳ μεγάλῳ συνείχοντο· αὐτὸς δὲ ἐμβὰς εἰς τὸ πλοῖον ὑπέστρεψεν. 37 Και όλον το πλήθος της περιοχής των Γαδαρηνών τον παρεκάλεσαν να φύγη από αυτούς, διότι είχαν κυριευθή από μεγάλον φόβον, δια την τιμωρίαν που τους επεβλήθη. Ενοχοι δε και δι' άλλα καθώς ήσαν, εφοβούντο πολύ και άλλας τιμωρίας. Ο δε Ιησούς εμπήκε στο πλοίον και επέστρεψε. 37 Καὶ τὸν παρεκάλεσαν ὅλον τὸ πλῆθος τῆς περιφερείας τῶν Γαδαρηνῶν νὰ φύγῃ ἀπὸ αὐτούς, διότι ἐκυριεύθησαν ἀπὸ μεγάλον φόβον, ὅταν εἶδαν τὴν δικαίαν τιμωρίαν, ποὺ ἐπεβλήθη εἰς αὐτούς, οἱ ὁποῖοι παρὰ τὴν ἀπαγόρευσιν τοῦ νόμου ἔτρεφον χοίρους. Αὐτὸς δέ, ἀφοῦ ἐμβῆκεν εἰς τὸ πλοῖον, ἐπέστρεψεν εἰς τὸ μέρος, ἀπὸ τὸ ὁποῖον εἶχεν ἔλθει.
38 ἐδέετο δὲ αὐτοῦ ὁ ἀνὴρ, ἀφ’ οὗ ἐξεληλύθει τὰ δαιμόνια, εἶναι σὺν αὐτῷ· ἀπέλυσε δὲ αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς λέγων· 38 Παρακαλούσε δε αυτόν ο άνθρωπος, από τον οποίον είχαν βγη τα δαιμόνια, να μένη μαζή του. Ο Ιησούς όμως τον έστειλε ειρηνικά εις την πόλιν του, λέγων· 38 Παρεκάλει δὲ αὐτὸν ὁ ἄνθρωπος, ἀπὸ τὸν ὁποῖον εἶχαν βγῇ τὰ δαιμόνια, νὰ μένῃ μαζί του. Ὁ Ἰησοῦς ὅμως τὸν ἀφῆκεν ἐλεύθερον καὶ τοῦ παρήγγειλε νὰ φύγῃ λέγων·
39 Ὑπόστρεφε εἰς τὸν οἶκόν σου καὶ διηγοῦ ὅσα ἐποίησέ σοι ὁ Θεός. καὶ ἀπῆλθε καθ’ ὅλην τὴν πόλιν κηρύσσων ὅσα ἐποίησεν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς. 39 “γύρισε στο σπίτι σου και να διηγήσαι όσα έκαμε εις σε ο Θεός”. Και εκείνος έφυγε και διαλαλούσε εις όλην την πόλιν, όσα ο Ιησούς έκαμε εις αυτόν. 39 Γύρισε ὀπίσω εἰς τὸ σπίτι σου καὶ διηγοῦ ὅσα ἔκαμεν εἰς σὲ ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος σὲ ἀπήλλαξεν ἀπὸ τὰ δαιμόνια. Καὶ ἔφυγεν ἐκεῖνος καὶ διεκήρυττεν εἰς ὅλην τὴν πόλιν ὅσα τοῦ ἔκαμεν ὁ Ἰησοῦς.
40 Ἐγένετο δὲ ἐν τῷ ὑποστρέψαι τὸν Ἰησοῦν ἀπεδέξατο αὐτὸν ὁ ὄχλος· ἦσαν γὰρ πάντες προσδοκῶντες αὐτόν. 40 Οταν δε επέστρεψε ο Ιησούς, τον υπεδέχθη με ενθουσιασμόν ο λαός, διότι όλοι τον επερίμεναν. 40 Συνέβη δέ, ὅταν ἐπέστρεψεν ὁ Ἰησοῦς εἰς τὴν Γαλιλαίαν, τὸν ὑπεδέχθη ὁ λαὸς μὲ χαράν, διότι ὅλοι τὸν ἐπερίμεναν ἀνυπομόνως.
41 καὶ ἰδοὺ ἦλθεν ἀνὴρ ᾧ ὄνομα Ἰάειρος, καὶ οὗτος ἄρχων τῆς συναγωγῆς ὑπῆρχε· καὶ πεσὼν παρὰ τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ παρεκάλει αὐτὸν εἰσελθεῖν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ, 41 Και ιδού, ήλθε κάποιος άνθρωπος, ονόματι Ιάρειος, ο οποίος ήτο και άρχων της συναγωγής. Και αφού έπεσεν εις τα πόδια του Ιησού, τον παρακαλούσε να μεταβή στο σπίτι του, 41 Καὶ ἰδοὺ ἦλθεν εἰς τὸν Ἰησοῦν κάποιος ἄνθρωπος, ποὺ ὠνομάζετο Ἰάειρος. Καὶ ἦτο αὐτὸς ἄρχων τῆς συναγωγῆς. Καὶ ἀφοῦ ἔπεσε γονατιστὸς πλησίον τῶν ποδῶν τοῦ Ἰησοῦ, τὸν παρεκάλει νὰ ἔμβῃ εἰς τὸν οἶκον του·
42 ὅτι θυγάτηρ μονογενὴς ἦν αὐτῷ ὡς ἐτῶν δώδεκα καὶ αὕτη ἀπέθνῃσκεν. Ἐν δὲ τῷ ὑπάγειν αὐτὸν οἱ ὄχλοι συνέπνιγον αὐτόν. 42 διότι η μονογενής κόρη, την οποίαν είχε, δώδεκα περίπου ετών, ήτο ετοιμοθάνατος. Καθώς δε ο Ιησούς επήγαινεν στο σπίτι του Ιαείρου, τα πλήθη τον επίεζαν με τον συνωστισμόν των. 42 διότι εἶχε κόρην μονάκριβον περίπου δώδεκα χρόνων, καὶ αὐτὴ ἦτο εἰς τὰ τελευταῖα της καὶ ἐπέθαινεν. Ὅταν δὲ ὁ Ἰησοῦς ἐπήγαινε εἰς τὸ σπίτι τοῦ Ἰαείρου, τὰ πλήθη τοῦ λαοῦ τὸν ἐστενοχώρουν καὶ τὸν ἐπίεζον.
43 καὶ γυνὴ οὖσα ἐν ῥύσει αἵματος ἀπὸ ἐτῶν δώδεκα, ἥτις ἰατροῖς προσαναλώσασα ὅλον τὸν βίον οὐκ ἴσχυσεν ὑπ’ οὐδενὸς θεραπευθῆναι, 43 Και μια γυναίκα, που από δώδεκα έτη υπέφερε από αιμοραγίαν και η οποία είχε εξοδέψει όλην την περιουσίαν της εις ιατρούς, χωρίς να μπορέση να θεραπευθή από κανένα, 43 Καὶ μία γυναῖκα, ποὺ ὑπέφερεν ἀπὸ αἱμορραγίαν πρὸ δώδεκα ἐτῶν, ἡ ὁποία μαζὶ μὲ τὰ ἄλλα βάσανα τῆς ἀσθενείας εἶχεν ἐξοδεύσει ὅλην τὴν περιουσίαν της εἰς ἰατροὺς καὶ δὲν ἠδυνήθη νὰ θεραπευθῇ ἀπὸ κανένα,
44 προσελθοῦσα ὄπισθεν ἥψατο τοῦ κρασπέδου τοῦ ἱματίου αὐτοῦ, καὶ παραχρῆμα ἔστη ἡ ῥύσις τοῦ αἵματος αὐτῆς. 44 επλησίασε πίσω από τον Ιησούν, ήγγισε την άκρη από το ιμάτιόν του και αμέσως εσταμάτησε η αιμοραγία της. 44 ἀφοῦ ἐπλησίασεν ἀπὸ πίσω τὸν Ἰησοῦν, ὥστε νὰ μὴ τὴν ἀντιληφθῇ κανείς, ἐπειδὴ ἐντρέπετο νὰ γίνῃ φανερὸν τὸ νόσημά της, ἤγγισε τὸ ἄκρον τοῦ ἐξωτερικοῦ ἐνδύματός του καὶ παρευθὺς ἐσταμάτησεν ἡ αἱμορραγία της.
45 καὶ εἶπεν ὁ Ἰησοῦς· Τίς ὁ ἁψάμενός μου; ἀρνουμένων δὲ πάντων εἶπεν ὁ Πέτρος καὶ οἱ σὺν αὐτῷ· Ἐπιστάτα, οἱ ὄχλοι συνέχουσί σε καὶ ἀποθλίβουσι καὶ λέγεις τίς ὁ ἁψάμενός μου; 45 Και είπεν ο Ιησούς· “ποιός είναι αυτός, που με ήγγισε;” Επειδή δε όλοι ηρνούντο, είπεν ο Πετρος και οι μαθηταί που ήσαν μαζή του· “διδάσκαλε, τα πλήθη σε στενοχωρούν και σε πιέζουν ολόγυρα και συ λέγεις ποιός με ήγγισε;” 45 Καὶ εἶπεν ὁ Ἰησοῦς· Ποῖος εἶναι ἐκεῖνος, ποὺ μὲ ἤγγισεν; Ἐπειδὴ δὲ ὅλοι οἱ τριγύρω ἠρνοῦντο, εἶπεν ὁ Πέτρος καὶ οἱ ἄλλοι μαθηταί, ποὺ ἦσαν μαζί του· Διδάσκαλε, τὰ πλήθη τοῦ λαοῦ σὲ περιεκύκλωσαν καὶ σὲ πιέζουν· καὶ σὺ λέγεις· Ποῖος μὲ ἤγγισε;
46 ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν· Ἥψατό μού τις· ἐγὼ γὰρ ἔγνων δύναμιν ἐξελθοῦσαν ἀπ’ ἐμοῦ. 46 Ο δε Ιησούς είπε· “κάποιος με ήγγισε. Διότι εγώ κατάλαβα ότι δύναμις θαυματουργική εβγήκε από εμέ”. 46 Ὁ Ἰησοῦς ὅμως εἶπε· Κάποιος μὲ ἤγγισε. Διότι ἐγὼ ἐκατάλαβα, ὅτι ἐβγῆκεν ἀπὸ ἐπάνω μου δύναμις θαυματουργική.
47 ἰδοῦσα δὲ ἡ γυνὴ ὅτι οὐκ ἔλαθε, τρέμουσα ἦλθε καὶ προσπεσοῦσα αὐτῷ δι’ ἣν αἰτίαν ἥψατο αὐτοῦ ἀπήγγειλεν αὐτῷ ἐνώπιον παντὸς τοῦ λαοῦ, καὶ ὡς ἰάθη παραχρῆμα. 47 Η δε γυναίκα, όταν είδε ότι δεν εξέφυγε από την προσοχήν του Ιησού, τρέμουσα από φόβον και ευλάβειαν ήλθε, έπεσε γονατιστή εμπρός του και διηγήθηκε εις αυτόν και εμπρός εις όλον το πλήθος την αιτίαν, δια την οποίαν τον ήγγισεν, όπως επίσης και το γεγονός, ότι εθεραπεύθηκε αμέσως. 47 Ὅταν δὲ εἶδεν ἡ γυναῖκα, ὅτι δὲν ἐκρύφθη καὶ δὲν ἐξέφυγεν ἀπὸ τὸν Ἰησοῦν αὐτὸ ποὺ ἔκαμεν, ἦλθε τρέμουσα ἀπὸ τὸν φόβον της καὶ ἀφοῦ ἔπεσε γονατιστὴ πρὸ αὐτοῦ, διηγήθη εἰς αὐτὸν ἐμπρὸς εἰς ὅλον τὸ πλῆθος τοῦ λαοῦ τὴν αἰτίαν, διὰ τὴν ὁποίαν τὸν ἤγγισε, καὶ πῶς ἐθεραπεύθη ἀμέσως.
48 ὁ δὲ εἶπεν αὐτῇ· Θάρσει, θύγατερ, ἡ πίστις σου σέσωκέ σε· πορεύου εἰς εἰρήνην. 48 Ο δε Ιησούς της είπε· “θάρρος, κόρη μου, η πίστις σου σε έχει σώσει· πήγαινε ειρηνική και χαρούμενη, χωρίς την ανησυχίαν και την θλίψιν που είχες προηγουμένως από την ασθένειάν σου”. 48 Ὁ Ἰησοῦς δὲ τῆς εἶπεν· Ἔχε θάρρος, κόρη μου· ἡ πεποίθησις ποὺ εἶχες, ὅτι θὰ εὕρισκες τὴν ὑγείαν σου, ἐὰν μὲ ἤγγιζες, αὐτὴ ἡ πίστις σου σὲ ἔχει θεραπεύσει. Πήγαινε εἰς τὸ καλό, εἰρηνικὴ καὶ ἐλευθέρα ἀπὸ κάθε ἀνησυχίαν, ποὺ ἐδοκίμαζες προτήτερα ἐξ αἰτίας τῆς ἀσθενείας σου.
49 Ἔτι αὐτοῦ λαλοῦντος ἔρχεταί τις παρὰ τοῦ ἀρχισυναγώγου λέγων αὐτῷ ὅτι Τέθνηκεν ἡ θυγάτηρ σου· μὴ σκύλλε τὸν διδάσκαλον. 49 Ενώ δε αυτός ακόμη ωμιλούσε, έρχεται κάποιος από το σπίτι του αρχισυναγώγου λέγων εις αυτόν, ότι “πέθανε η κόρη σου, μη ενοχλείς και μη βάζεις εις κόπον τον διδάσκαλον”. 49 Ἐνῷ δὲ ὡμίλει ἀκόμη ὁ Ἰησοῦς, ἦλθε κάποιος ἀπὸ τὸ σπίτι τοῦ ἀρχισυναγώγου καὶ τοῦ εἶπεν ὅτι ἀπέθανεν ἡ κόρη σου μὴ βάζης πλέον εἰς κόπον καὶ ἐνόχλησιν τὸν Διδάσκαλον.
50 ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀκούσας ἀπεκρίθη αὐτῷ λέγων· Μὴ φοβοῦ· μόνον πίστευε, καὶ σωθήσεται. 50 Ο Ιησούς όμως, όταν ήκουσε την είδησιν, είπεν στον αρχισυνάγωγον· “μη φοβείσαι, μόνον πίστευε και θα σωθή η κόρη σου”. 50 Ὁ Ἰησοῦς ὅμως, ὅταν ἤκουσε τὴν εἴδησιν αὐτήν, ἔδωκεν εἰς αὐτὸν τὴν ἀπάντησιν καὶ εἶπε· Μὴ φοβῆσαι, μόνον ἑξακολούθει νὰ πιστεύῃς καὶ θὰ σωθῇ ἀπὸ τὸν θάνατον ἡ κόρη σου.
51 ἐλθὼν δὲ εἰς τὴν οἰκίαν οὐκ ἀφῆκεν εἰσελθεῖν οὐδένα εἰ μὴ Πέτρον καὶ Ἰωάννην καὶ Ἰάκωβον καὶ τὸν πατέρα τῆς παιδὸς καὶ τὴν μητέρα. 51 Οταν δε ήλθε στο σπίτι, δεν αφήκε κανένα να μπη, ει μη μόνον τον Πετρον και τον Ιωάννην και τον Ιάκωβον και τον πατέρα της κόρης και την μητέρα. 51 Ὅταν δὲ ἦλθεν εἰς τὸ σπίτι τοῦ Ἰαείρου, δὲν ἀφῆκε νὰ ἔμβῃ κανεὶς ἄλλος εἰς τὸ δωμάτιον τῆς νεκρᾶς, παρὰ μόνον ὁ Πέτρος καὶ ὁ Ἰωάννης καὶ ὁ Ἰάκωβος καὶ ὁ πατέρας τοῦ κορασίου καὶ ἡ μητέρα.
52 ἔκλαιον δὲ πάντες καὶ ἐκόπτοντο αὐτήν. ὁ δὲ εἶπε· Μὴ κλαίετε· οὐκ ἀπέθανεν, ἀλλὰ καθεύδει. 52 Εκλαιαν δε όλοι και οδυρόμενοι εκτυπούσαν τας κεφαλάς και τα στήθη των δια την νεκράν. Ο δε Ιησούς είπε· “μη κλαίετε· δεν απέθανε, αλλά κοιμάται”. 52 Ἔκλαιον δὲ ὅλοι καὶ ἐκτυποῦσαν τὰ στήθη των καὶ τὰς κεφαλάς των διὰ τὴν νεκράν. Αὐτὸς δὲ τοὺς εἶπε· Μὴ κλαίετε· δὲν ἀπέθανεν, ἀλλὰ κοιμᾶται.
53 καὶ κατεγέλων αὐτοῦ, εἰδότες ὅτι ἀπέθανεν. 53 Και τον περιγελούσαν, διότι ήξευραν καλά, ότι η κόρη είχε πεθάνει. 53 Καὶ τὸν περιγελοῦσαν, διότι ἦσαν βέβαιοι, ὅτι τὸ κοράσιον ἦτο πεθαμένον.
54 αὐτὸς δὲ ἐκβαλὼν ἔξω πάντας καὶ κρατήσας τῆς χειρὸς αὐτῆς ἐφώνησε λέγων· Ἡ παῖς, ἐγείρου. 54 Αυτός όμως έβγαλε όλους έξω, επιασε το χέρι της και εφώναξε λέγων· “Κορη, σήκω επάνω”. 54 Αὐτὸς ὅμως, ἀφοῦ ἔβγαλεν ἔξω ὅλους καὶ ἔπιασε τὸ χέρι της, ἐφώναξε καὶ εἶπε· Κόρη, σήκω ἐπάνω.
55 καὶ ἐπέστρεψε τὸ πνεῦμα αὐτῆς, καὶ ἀνέστη παραχρῆμα, καὶ διέταξεν αὐτῇ δοθῆναι φαγεῖν. 55 Και αμέσως η ψυχή της επέστρεψε στο σώμα και αναστήθηκε· και ο Ιησούς διέταξε να της δώσουν να φάγη, δια να αναλάβη τελείως από την εξάντλησιν της ασθενείας που την οδήγησε στον θάνατον. 55 Καὶ ἐπέστρεψεν εἰς τὸ σῶμα ἡ ψυχή της, καὶ ἀνεστήθη ἀμέσως· καὶ ὁ Ἰησοῦς διέταξε νὰ τῆς δοθῇ φαγητὸν νὰ φάγῃ διὰ νὰ ἀναλάβῃ δυνάμεις κατόπιν τῆς ἑξαντλήσεως, ποὺ τῆς εἶχε φέρει ἡ μακρὰ καὶ θανατηφόρος ἀσθένειά της.
56 καὶ ἐξέστησαν οἱ γονεῖς αὐτῆς· ὁ δὲ παρήγγειλεν αὐτοῖς μηδενὶ εἰπεῖν τὸ γεγονός. 56 Και έμειναν εκστατικοί και κατάπληκτοι οι γονείς αυτής. Ο δε Ιησούς παρήγγειλε εις αυτούς, να μη είπουν εις κανένα το γεγονός. 56 Καὶ ἐκυριεύθησαν ἀπὸ βαθὺν καὶ μεγάλον θαυμασμὸν οἱ γονεῖς της. Ὁ δὲ Ἰησοῦς τοὺς παρήγγειλε νὰ μὴ εἶπουν εἰς κανένα τὸ γεγονός, διὰ νὰ μὴ ἐρεθίζεται ὁ φθόνος τῶν ἐχθρῶν του.