Τετάρτη, 24 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:38
Δύση: 20:10
Σελ. 16 ημ.
115-251
16ος χρόνος, 5912η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 17 (ΙΖ)


 
 
Αρχαίο κείμενο Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 Ἔλεγε δὲ καὶ πρὸς τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ· Ἀνένδεκτόν ἐστι τοῦ μὴ ἐλθεῖν τὰ σκάνδαλα· οὐαὶ δὲ δι’ οὗ ἔρχεται. 1 Ελεγε δε προς τους μαθητάς του ο Κυριος· “είναι αδύνατον μέσα στον διεφθαρμένον και πονηρόν αυτόν κόσμον, να μην έλθουν τα σκάνδαλα και οι πειρασμοί. Αλλοίμονον όμως εις εκείνον, δια του οποίου έρχεται το σκάνδαλον και σκοντάπτει ο αδύνατος στον δρόμον του. 1 Ο Κύριος τώρα ἀπευθύνεται ἀποκλειστικῶς πρὸς τοὺς μαθητάς του. Τοὺς ἔλεγε δέ· Ὅπως ἔχει τώρα ἡ κατάστασις τοῦ κόσμου τοῦ διεφθαρμένου, εἶναι ἀδύνατον νὰ μὴ ἔλθουν τὰ σκάνδαλα καὶ οἱ πειρασμοί, ποὺ σπρώχνουν τὸν ἄνθρωπον εἰς τὴν ἁμαρτίαν. Ἀλλοίμονον ὅμως εἰς ἐκεῖνον, διὰ τοῦ ὁποίου ἔρχεται τὸ σκάνδαλον καὶ γίνεται αἰτία νὰ ἁμαρτήση ὁ πλησίον του.
2 λυσιτελεῖ αὐτῷ εἰ λίθος μυλικὸς περίκειται περὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ ἔρριπται εἰς τὴν θάλασσαν, ἢ ἵνα σκανδαλίσῃ ἕνα τῶν μικρῶν τούτων. 2 Είναι προτιμότερον δι' αυτόν να κρεμασθή γύρω από τον λαιμόν του μυλόπετρα και να έχη ριφθή εις την θάλασσαν, παρά να σκανδαλίση ένα από τους ταπεινούς αυτούς και απλοϊκούς που πιστεύουν εις εμέ. 2 Τὸν συμφέρει περισσότερον νὰ κρεμασθῇ γύρω ἀπὸ τὸν λαιμόν του μυλόπετρα καὶ μὲ αὐτὴν νὰ ριφθῇ εἰς τὴν θάλασσαν, παρὰ νὰ παρασύρῃ εἰς τὴν ἁμαρτίαν ἕνα ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς ταπεινοὺς καὶ ἀπλοῦς, ποὺ πιστεύουν εἰς ἐμέ.
3 προσέχετε ἑαυτοῖς. ἐὰν ἁμάρτῃ εἰς σὲ ὁ ἀδελφός σου, ἐπιτίμησον αὐτῷ· καὶ ἐὰν μετανοήσῃ, ἄφες αὐτῷ· 3 Προσέχετε στους εαυτούς σας. Εάν φταίξη εις σε ο αδελφός σου, επίπληξέ τον με αδελφικήν αγάπην. Και αν μετανοήση, συγχώρησέ του το φταίξιμο. 3 Προσέχετε εἰς τοὺς ἑαυτούς σας νὰ μὴ γίνετε ποτὲ σκάνδαλον εἰς τὸν πλησίον σας. Ἐὰν δὲ σοῦ πταίσῃ ὁ ἀδελφός σου, ἐπίπληξέ τον μὲ ἀδελφικὴν συμπάθειαν ἀποβλέπων εἰς τὸ νὰ τὸν διορθώσῃς. Καὶ ἐὰν μετανοήσῃ, συγχώρησέ τον.
4 καὶ ἐὰν ἑπτάκις τῆς ἡμέρας ἁμάρτῃ εἰς σὲ καὶ ἑπτάκις τῆς ἡμέρας ἐπιστρέψῃ πρὸς σὲ λέγων, μετανοῶ, ἀφήσεις αὐτῷ. 4 Και εάν επτά φορές την ημέραν σου φταίξη και επτά φορές επιστρέψη και σου πη “μετανοώ”, έχεις καθήκον να τον συγχωρήσης”. 4 Καὶ ἐὰν ἑπτὰ φορὰς τὴν ἡμέραν (δηλαδὴ πολλὰς φοράς) σοι πταίσῃ καὶ ἑπτὰ φορὰς ἐπιστρέψῃ καὶ σοῦ εἴπῃ· Μετανοῶ· ὀφείλεις νὰ τὸν συγχωρῇς.
5 Καὶ εἶπον οἱ ἀπόστολοι τῷ Κυρίῳ· Πρόσθες ἡμῖν πίστιν. 5 Και είπαν οι Απόστολοι προς τον Κυριον· “Κυριε πρόσθεσεν εις ημάς πίστιν, ώστε και τα σκάνδαλα να υπερνικώμεν και με όλην μας την καρδίαν τους αδελφούς μας να συγχωρούμεν”. 5 Καὶ εἶπαν οἱ ἀπόστολοι εἰς τὸν Κύριον· Κύριε· πρόσθεσέ μας πίστιν, καὶ διὰ τῆς χάριτός σου αὔξησε τὴν πίστιν ποὺ ἔχομεν, καὶ κάνε την τελειοτέραν, ὥστε δι’ αὐτῆς νὰ ἀνταποκριθῶμεν εἰς τὰς ὑποχρεώσεις τῆς ἀποστολῆς μας καὶ ὑπερνικήσωμεν τὰ σκάνδαλα τοῦ κόσμου.
6 εἶπε δὲ ὁ Κύριος· Εἰ ἔχετε πίστιν ὡς κόκκον σινάπεως, ἐλέγετε ἂν τῇ συκαμίνῳ ταύτῃ, ἐκριζώθητι καὶ φυτεύθητι ἐν τῇ θαλάσσῃ, καὶ ὑπήκουσεν ἂν ὑμῖν. 6 Είπε δε ο Κυριος· “εάν έχετε πίστιν θερμήν και δραστικήν σαν τον σπόρον του σιναπιού, θα ελέγατε εις την συκαμινιά αυτήν· Ξερριζώσου και πήγαινε να φυτευθής μέσα εις την θάλασσαν, και θα σας υπήκουε. 6 Εἶπε δὲ ὁ Κύριος· Πράγματι ἔχετε ἀνάγκην νὰ τελειοποιηθῆτε εἰς τὴν πίστιν. Ἐὰν εἴχατε πίστιν τόσον θερμὴν καὶ σφοδρὰν σὰν τὸν μικρὸν σπόρον τοῦ σιναπιοῦ, θὰ ἐλέγατε εἰς τὸ δένδρον αὐτὸ τῆς συκαμινιᾶς, ξερριζώσου καὶ πήγαινε νὰ φυτευθῇς μέσα εἰς τὴν θάλασσαν, καὶ θὰ σᾶς ὑπήκουε.
7 Τίς δὲ ἐξ ὑμῶν δοῦλον ἔχων ἀροτριῶντα ἢ ποιμαίνοντα, ὃς εἰσελθόντι ἐκ τοῦ ἀγροῦ ἐρεῖ, εὐθέως παρελθὼν ἀνάπεσε, 7 Εάν δε και τέτοια θαύματα πραγματοποιήσετε, μη λησμονείτε ότι είσθε δούλοι του Θεού και μη υπερηφανευθήτε· διότι ποιός από σας που έχει ένα δούλον και οργώνει το χωράφι η βόσκει τα πρόβατα, όταν αυτός ο δούλος επιστρέψη από το χωράφι στο σπίτι, ποιός ποτέ κύριος θα του πη· Περασε αμέσως και κάθισε να φας; 7 Καὶ τέτοια θαύματα ὅμως ἐὰν κατορθώσετε, μὴ ὑπερηφανευθῆτε, καὶ μὴ ξεχάνετε ποτέ, ὅτι εἶσθε ταπεινοὶ δοῦλοι τοῦ Θεοῦ. Πράγματι· ποῖος ἀπὸ σᾶς, ποὺ ἔχει δοῦλον, ὁ ὁποῖος ὀργώνει τὸ χωράφι ἢ βόσκει τὰ πρόβατα, ὅταν ὁ δοῦλος αὐτὸς ἐπιστρέψῃ καὶ ἔμβῃ εἰς τὸ σπίτι ἀπὸ τὸ χωράφι, ποῖος κύριος ἀπὸ σᾶς θὰ τοῦ εἴπῃ· πέρασε ἀμέσως καὶ κάθησε νὰ φάγῃς; Κανείς.
8 ἀλλ’ οὐχὶ ἐρεῖ αὐτῷ· ἑτοίμασον τί δειπνήσω, καὶ περιζωσάμενος διακόνει μοι ἕως φάγω καὶ πίω, καὶ μετὰ ταῦτα φάγεσαι καὶ πίεσαι σύ; 8 Αλλά θα του πη τούτο· Ετοίμασέ μου το φάγητον να δειπνήσω και ζώσου να με υπηρετής, έως ότου φάγω και πίω· και έπειτα φάγε και πιε εσύ. 8 Ἀλλὰ τί θὰ τοῦ εἴπῃ; Δὲν θὰ τοῦ εἴπῃ· ἑτοίμασε ἐκεῖνο, ποὺ θὰ δειπνήσω καὶ ζώσου νὰ μὲ ὑπηρετήσῃς, ἕως ὅτου φάγω καὶ πίω, καὶ ὕστερα θὰ φάγῃς καὶ θὰ πίῃς σύ;
9 μὴ χάριν ἔχει τῷ δούλῳ ἐκείνῳ ὅτι ἐποίησε τὰ διαταχθέντα; οὐ δοκῶ. 9 Μηπως ο κύριος αυτός θα χρεωστή ευγνωμοσύνην εις εκείνον τον δούλον, διότι έκαμεν όσα τον διέταξε; Δεν το νομίζω. 9 Μήπως ὁ κύριος οὗτος χρεωστεῖ εὐγνωμοσύνην εἰς τὸν δοῦλον ἐκεῖνον, ἐπειδὴ ἔκαμεν, ὅσα τὸν διέταξε; Δὲν νομίζω, ὅτι τοῦ χρεωστεῖ εὐγνωμοσύνην.
10 οὕτω καὶ ὑμεῖς, ὅταν ποιήσητε πάντα τὰ διαταχθέντα ὑμῖν, λέγετε ὅτι δοῦλοι ἀχρεῖοί ἐσμεν, ὅτι ὃ ὠφείλομεν ποιῆσαι πεποιήκαμεν. 10 Ετσι και σεις, και όταν άκομα εκτελέσατε όλα όσα σας διέταξεν ο Θεός, πρέπει να λέγετε ότι είμεθα άχρηστοι δούλοι, διότι απλώς εκάμαμεν ο,τι είχαμεν χρέος να κάμωμεν. 10 Ἔτσι καὶ σεῖς, ὅταν κάμετε ὅλα, ὅσα σᾶς διέταξεν ὁ Θεὸς διὰ τῶν ἐντολῶν του, πρέπει νὰ λέγετε, ὅτι εἴμεθα δοῦλοι ἄχρηστοι· διότι ἐκεῖνο, ποὺ εἴχαμεν χρέος καὶ καθῆκον νὰ κάμωμεν, αὐτὸ καὶ μόνον ἐκάμαμεν, τίποτε δὲ τὸ ἔκτακτον καὶ ἐξαιρετικόν.
11 Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ πορεύεσθαι αὐτὸν εἰς Ἱερουσαλὴμ καὶ αὐτὸς διήρχετο διὰ μέσου Σαμαρείας καὶ Γαλιλαίας. 11 Και ενώ εβάδιζεν αυτός προς την Ιερουσαλήμ, επέρασε ανάμεσα από τα σύνορα Σαμαρείας και Γαλιλαίας. 11 Καὶ ὅταν ὁ Ἰησοῦς ἐπήγαινε εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα, συνέβη νὰ διέρχεται διὰ μέσου τῶν συνόρων τῆς Σαμαρείας καὶ Γαλιλαίας βαδίζων ἀπὸ δυσμῶν πρὸς ἀνατολὰς πρὸς τὴν πέραν τοῦ Ἰορδάνου χώραν.
12 καὶ εἰσερχομένου αὐτοῦ εἴς τινα κώμην ἀπήντησαν αὐτῷ δέκα λεπροὶ ἄνδρες, οἳ ἔστησαν πόρρωθεν, 12 Και καθώς εισήρχετο εις ένα χωριό, το απήντησαν δέκα λεπροί, οι οποίοι εστάθηκαν από μακρυά, διότι ο μωσαϊκός νόμος διέτασσε να μη πλησιάζουν ποτέ οι λεπροί τους υγιείς. 12 Καὶ ὅταν εἰσήρχετο εἰς κάποιο χωρίον, τὸν συνήντησαν δέκα λεπροὶ ἄνδρες, οἱ ὁποῖοι ἐστάθησαν ἀπὸ μακράν, ἐπειδὴ σύμφωνα μὲ τὸν νόμον κάθε λεπρὸς ἐθεωρεῖτο ἀκάθαρτος καὶ δὲν τοῦ ἐπετρέπετο νὰ πλησιάσῃ κανένα.
13 καὶ αὐτοὶ ἦραν φωνὴν λέγοντες· Ἰησοῦ ἐπιστάτα, ἐλέησον ἡμᾶς. 13 Και αυτοί εφώναξαν δυνατά και είπαν· “Ιησού διδάσκαλε, σπλαγχνίσου μας, ελέησέ μας, δος μας την υγείαν μας”. 13 Καὶ αὐτοὶ ἔβγαλαν φωνὴν μεγάλην καὶ εἶπαν· Ἰησοῦ, Κύριε, κάμε ἔλεος εἰς ἡμᾶς καὶ θεράπευσέ μας.
14 καὶ ἰδὼν εἶπεν αὐτοῖς· Πορευθέντες ἐπιδείξατε ἑαυτοὺς τοῖς ἱερεῦσι. καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ὑπάγειν αὐτοὺς ἐκαθαρίσθησαν. 14 Και όταν τους είδεν ο Ιησούς τους είπε· “πηγαίνετε και δείξετε το σώμα σας στους ιερείς, δια να βεβαιώσουν αυτοί επισήμως την θεραπείαν σας”. Και καθώς επήγαιναν εκαθαρίσθησαν από την λέπραν. 14 Καὶ ὅταν τοὺς εἶδε, εἶπε πρὸς αὐτούς· Πηγαίνετε καὶ δείξατε τὸ σῶμα σας εἰς τοὺς ἱερεῖς διὰ νὰ βεβαιώσουν αὐτοί, σύμφωνα μὲ τὴν διάταξιν τοῦ νόμου, ἐὰν πράγματι ἐθεραπεύθητε. Καὶ συνέβη, ὅταν αὐτοὶ ἐπήγαιναν νὰ ἐξετασθοῦν ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς, ἐκαθαρίσθησαν ἀπὸ τὴν λέπραν.
15 εἷς δὲ ἐξ αὐτῶν, ἰδὼν ὅτι ἰάθη, ὑπέστρεψε μετὰ φωνῆς μεγάλης δοξάζων τὸν Θεόν, 15 Ενας δε από αυτούς, όταν είδεν ότι εθεραπεύθη, επέστρεψε δοξάζων και ευχαριστών τον Θεόν με μεγάλην φωνήν. 15 Ἕνας δὲ ἀπὸ αὐτούς, ὅταν εἶδε ὅτι ἐθεραπεύθη, ἐπέστρεψε καὶ μὲ φωνὴν μεγάλην ἐκφράζων τὴν χαρὰν καὶ εὐγνωμοσύνην του ἐδόξαζε τὸν Θεόν, ποὺ διὰ μέσου τοῦ Ἰησοῦ τὸν ἐθεράπευσε.
16 καὶ ἔπεσεν ἐπὶ πρόσωπον παρὰ τοὺς πόδας αὐτοῦ εὐχαριστῶν αὐτῷ· καὶ αὐτὸς ἦν Σαμαρείτης. 16 Και έπεσε με το πρόσωπον κατά γης κοντά εις τα πόδια του Ιησού, ευχαριστών αυτόν εκ βάθους ψυχής. Και αυτός ήτο Σαμαρείτης. 16 Καὶ ἔπεσε μὲ τὸ πρόσωπον κατὰ γῆς πλησίον τῶν ποδῶν τοῦ Ἰησοῦ καὶ τὸν εὐχαριστεῖ. Καὶ αὐτὸς ἦτο Σαμαρείτης, σχισματικὸς καὶ ὀλιγώτερον φωτισμένος ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους καὶ συνεπῶς δὲν θὰ ἐπερίμενε κανεὶς νὰ δείξῃ αὐτὸς εὐγνωμοσύνην, ὁποίαν δὲν ἔδειξαν οἱ ἄλλοι ἐννέα, ποὺ ἦσαν Ἰσραηλῖται.
17 ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν· Οὐχὶ οἱ δέκα ἐκαθαρίσθησαν; οἱ δὲ ἐννέα ποῦ; 17 Απεκρίθη δε ο Ιησούς και είπε· “δεν εκαθαρίσθησαν και οι δέκα; Οι άλλοι εννέα που είναι; 17 Ἀπεκρίθη δὲ ὁ Ἰησοῦς καὶ εἶπε· Δὲν ἐκαθαρίσθησαν ἀπὸ τὴν λέπραν καὶ οἱ δέκα; Οἱ δὲ ἄλλοι ἐννέα ποὺ εἶναι;
18 οὐχ εὑρέθησαν ὑποστρέψαντες δοῦναι δόξαν τῷ Θεῷ εἰ μὴ ὁ ἀλλογενὴς οὗτος; 18 Δεν εθεώρησαν καθήκον των να επιστρέψουν και να δοξάσουν τον Θεόν, εκτός από αυτόν που δεν είναι Ιουδαίος, αλλά κατάγεται από άλλο γένος;” 18 Ἐχάθησαν νὰ γυρίσουν πίσω καὶ νὰ δώσουν δόξαν εἰς τὸν Θεόν, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ξένον αὐτόν, ποὺ δὲν ἀνήκει εἰς τὸ γνήσιον ἰουδαϊκὸν γένος;
19 καὶ εἶπεν αὐτῷ· Ἀναστὰς πορεύου· ἡ πίστις σου σέσωκέ σε. 19 Και είπεν εις αυτόν· “σήκω και πήγαινε, η πίστις σου εκτός από την θεραπείαν του σώματος, σου έχει δώσει και την σωτηρίαν της ψυχής σου”. (Η ευγνωμοσύνη μας προς τον Θεόν μας κάνει αξίους ακόμη μεγαλυτέρων δωρεών εκ μέρους του). 19 Καὶ εἶπε πρὸς αὐτόν· Σήκω καὶ πήγαινε· ἡ πίστις σου δὲν ἐθεράπευσε τὸ σῶμα σου μόνον, ἀλλ’ ἀποτελεῖ καὶ καλὴν ἀρχήν, ποὺ θὰ σὲ ὁδηγηση εἰς τὴν πνευματικὴν σωτηρίαν.
20 Ἐπερωτηθεὶς δὲ ὑπὸ τῶν Φαρισαίων πότε ἔρχεται ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἀπεκρίθη αὐτοῖς καὶ εἶπεν· Οὐκ ἔρχεται ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ μετὰ παρατηρήσεως, 20 Οταν δε κάποιος από τους Φαρισαίους τον ηρώτησε, πότε έρχεται η βασιλεία του Θεού, απεκρίθη εις αυτούς και είπεν· “η βασιλεία του Θεού δεν έρχεται με εξωτερικήν πομπήν και εντυπωσιακά γεγονότα, ώστε να προκαλή την προσοχήν και παρατήρησιν των ανθρώπων. 20 Ὅταν δὲ ἠρωτήθη ἀπὸ τοὺς Φαρισαίους, πότε ἔρχεται ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, κατὰ τὴν ὁποίαν ἐπερίμεναν αὐτοὶ ὅτι θὰ ἐβασίλευεν ὁ Μεσσίας μετὰ κοσμικῆς δυνάμεως, ἀπεκρίθη εἰς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς καὶ εἶπεν· ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ δὲν ἔρχεται μὲ πομπὴν καὶ ἐξωτερικὴν λαμπρότητα, ὥστε νὰ προσελκύῃ τὴν παρατήρησιν ὅλων καὶ νὰ γίνεται ἀντιληπτὴ ἡ ἔλευσίς της ἀπὸ τὰς ἐξωτερικὰς τῶν ἀνθρώπων αἰσθήσεις.
21 οὐδὲ ἐροῦσιν ἰδοὺ ὧδε ἤ ἰδοὺ ἐκεῖ· ἰδοὺ γὰρ ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντὸς ὑμῶν ἐστιν. 21 Ούτε όταν έλθη θα είπουν οι άνθρωποι· Ιδού εδώ είναι η ιδού εκεί είναι. Διότι εις την πραγματικότητα η βασιλεία του Θεού ευρίσκεται μεταξύ σας, εφ' όσον εγώ, ο Μεσσίας και αρχηγός της βασιλείας του Θεού, ευρίσκομαι ενώπιόν σας. Και όμως σεις δεν το έχετε αντιληφθή”. 21 Οὔτε ὅταν ἔλθῃ ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, θὰ εἴπουν οἱ ἄνθρωποι· Ἰδοὺ ἐδῶ εἶναι ὁ βασιλεὺς καὶ Μεσσίας· ἢ ἰδοὺ ἐκεῖ εἶναι. Ὅτι δὲ αὐτά, ποὺ σᾶς λέγω, εἶναι ἀληθῆ, ἀποδεικνύεται ἀπὸ τὸ ὅτι ἐγὼ ὁ Μεσσίας, ποὺ εἶμαι ἡ προσωποποίησις τῆς βασιλεῖας τοῦ Θεοῦ, εἶμαι μεταξύ σας καὶ σεῖς ἑξακολουθεῖτε νὰ μὴ ἔχετε εἴδησιν, ὅτι ἦλθεν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
22 Εἶπε δὲ πρὸς τοὺς μαθητάς· Ἐλεύσονται ἡμέραι ὅτε ἐπιθυμήσετε μίαν τῶν ἡμερῶν τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου ἰδεῖν, καὶ οὐκ ὄψεσθε. 22 Είπε δε προς τους μαθητάς του· “θα έλθουν ημέραι, που θα επιθυμήσετε να ιδήτε, δια να πάρετε θάρρος και ενίσχυσιν στον αγώνα σας, μίαν από τας ημέρας του υιού του ανθρώπου, και δεν θα ίδετε, διότι εγώ θα έχω φύγει και δεν θα είμαι κατά ένα τρόπον αισθητόν μαζή σας. 22 Εἶπε δὲ πρὸς τοὺς μαθητάς· θὰ φύγω καὶ θὰ ἐπιθυμήσετε τὴν παρουσίαν μου. Θὰ ἔλθουν ἡμέραι, ποὺ ὕστερα ἀπὸ ἀντιδράσεις καὶ μόχθους καὶ δυσκόλους περιστάσεις, τὰ ὁποῖα θὰ ἀντιμετωπίζετε ἐν τῷ ἔργῳ τῆς ἀποστολῆς σας, θὰ ἐπιθυμήσετε νὰ ἴδετε μίαν ἀπὸ τὰς ἐνδόξους ἡμέρας τῆς δευτέρας παρουσίας τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου. Καὶ δὲν θὰ τὴν ἴδετε.
23 καὶ ἐροῦσιν ὑμῖν· ἰδοὺ ὧδε, ἰδοὺ ἐκεῖ· μὴ ἀπέλθητε μηδὲ διώξητε. 23 Και θα σας πουν τότε· Ιδού εδώ είναι ο Χριστός, ιδού εκεί είναι ο Χριστός. Μην πάτε και μην ακολουθήσετε αυτόν, που θα σας φέρη την ψευδή αυτήν πληροφορίαν. 23 Καὶ θὰ σᾶς εἶπουν τότε: Ἰδοὺ ἔδω εἶναι ὁ Χριστὸς ἢ ἰδοὺ ἐκεῖ εἶναι ὁ Χριστός. Προσέξατε νὰ μὴ πάτε, οὔτε νὰ ἀκολουθήσετε αὐτόν, ποὺ θὰ σᾶς φέρῃ τὴν εἴδησιν αὐτήν.
24 ὥσπερ γὰρ ἡ ἀστραπὴ ἀστράπτουσα ἐκ τῆς ὑπ’ οὐρανὸν λάμπει, οὕτως ἔσται καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐν τῇ ἡμέρᾳ αὐτοῦ. 24 Ο υιός του ανθρώπου θα έλθη κατά την ημέραν της ενδόξου αυτού δευτέρας παρουσίας, θα έλθη όμως τότε ολοφάνερα, αλλά και έξαφνα, όπως ακριβώς η αστραπή φαίνεται έξαφνα και αστράφτει από κάποιαν περιοχήν του ουρανού, λάμπει δε και φωτίζει όλην την έκτασιν κάτω από τον ουρανόν. 24 Σᾶς λέγω δὲ νὰ μὴ ἀκολουθήσετε εἰς ὡρισμένον τόπον, διότι ὁ Μεσσίας δὲν θὰ εἶναι τότε κρυμμένος εἰς μέρος τι, ἀλλὰ καθὼς ἡ ἀστραπή, ποὺ ἀστράπτει ἀπὸ ἕνα οἰονδήποτε σημεῖον τῆς ἀτμοσφαίρας καὶ τῶν νεφῶν, καὶ ἐν γένει τῆς περιοχῆς, ποὺ εἶναι κάτω ἀπὸ τὸν οὐρανόν, λάμπει διὰ μιᾶς εἰς ὅλην τὴν ἔκτασιν τοῦ ὁρίζοντος, ποὺ εἶναι κάτω ἀπὸ τὸν οὐρανόν, ἔτσι θὰ εἶναι καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς ἐνδόξου παρουσίας του. Ἡ παρουσία του θὰ ἐπέλθῃ αἰφνιδίως καὶ θὰ εἶναι εἰς ὅλους αἰσθητή.
25 πρῶτον δὲ δεῖ αὐτὸν πολλὰ παθεῖν καὶ ἀποδοκιμασθῆναι ἀπὸ τῆς γενεᾶς ταύτης. 25 Πριν όμως έλθη με όλην του την δόξαν ως κριτής, πρέπει σύμφωνα με το θέλημα του Θεού να πάθη πολλά και να αποδοκιμασθή από την γενεάν αυτήν. 25 Προτοῦ ὅμως ἔλθῃ ἐνδόξως ὡς κριτής, πρέπει σύμφωνα μὲ τὴν ὡρισμένην βουλὴν καὶ πρόγνωσιν τοῦ Θεοῦ νὰ πάθῃ πολλὰ καὶ νὰ ἀποδοκιμασθῇ ἀπὸ τὴν γενεὰν αὐτὴν τῶν ἀπίστων Ἰουδαίων.
26 καὶ καθὼς ἐγένετο ἐν ταῖς ἡμέραις Νῶε, οὕτως ἔσται καὶ ἐν ταῖς ἡμέραις τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου· 26 Και καθώς συνέβη κατά τας ημέρας του Νώε, έτσι θα είναι και κατά τας ημέρας που θα έλθη ο υιός του ανθρώπου. 26 Καὶ καθὼς συνέβη κατὰ τὰς ἡμέρας τοῦ Νῶε, ἔτσι θὰ συμβῇ καὶ κατὰ τὰς ἡμέρας τῆς δευτέρας παρουσίας τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου.
27 ἤσθιον, ἔπινον, ἐγάμουν, ἐξεγαμίζοντο, ἄχρι ἧς ἡμέρας εἰσῆλθε Νῶε εἰς τὴν κιβωτόν, καὶ ἦλθεν ὁ κατακλυσμὸς καὶ ἀπώλεσεν ἅπαντας. 27 Οι άνθρωποι τότε έτρωγαν, έπιναν, διασκέδαζαν, ενυμφεύοντο, έδιδαν εις γάμον τα παιδιά των, χωρίς να δίδουν σημασίαν εις όσα τους έλεγεν ο Νώε, μέχρι της ημέρας που εμπήκε ο Νώε εις την κιβωτόν και ήλθεν ο κατακλυσμός και εξωλόθρευσεν όλους. 27 Οἱ ἄνθρωποι δηλαδὴ τότε ἐπὶ τοῦ Νῶε, μολονότι οὗτος τοὺς προανήγγελλε τὴν διὰ τοῦ κατακλυσμοῦ καταστροφήν, ἔτρωγαν ἀσυλλόγιστα καὶ ἔπιναν, ἐνυμφεύοντο καὶ ὑπάνδρευαν τὰ παιδιά των μέχρι τῆς ἡμέρας, ποὺ ἐμβῆκεν ὁ Νῶε εἰς τὴν κιβωτόν, χωρὶς νὰ ἔρχεται καμμία σκέψις εἰς αὐτοὺς περὶ τῆς τιμωρίας, ποὺ τοὺς ἐπερίμενε. Καὶ ἔξαφνα ἦλθεν ὁ κατακλυσμὸς καὶ τοὺς κατέστρεψεν ὅλους.
28 ὁμοίως καὶ ὡς ἐγένετο ἐν ταῖς ἡμέραις Λώτ· ἤσθιον, ἔπινον, ἠγόραζον, ἐπώλουν, ἐφύτευον, ᾠκοδόμουν· 28 Θα συμβή ο,τι έγινε και κατά τας ημέρας του Λωτ. Και τότε οι άνθρωποι έτρωγαν, έπιναν, ηγόραζαν, επωλούσαν, εφύτευαν, έκτιζαν χωρίς να σκέπτωνται καθόλου τον Θεόν. 28 Θὰ συμβῇ τὸ ἴδιο μὲ ἐκεῖνο, ποὺ ἔγινε καὶ εἰς τὰς ἡμέρας τοῦ Λώτ· ἔτρωγαν τότε οἱ ἄνθρωποι, ἔπιναν, ἠγόραζαν, ἐπωλοῦσαν, ἐφύτευαν, ἔκτιζαν οἰκοδομάς, χωρὶς νὰ συλλογίζονται τὴν ὀργὴν τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία μετ’ ὀλίγον θὰ ἐξέσπα κατ’ αὐτῶν.
29 ᾗ δὲ ἡμέρᾳ ἐξῆλθε Λὼτ ἀπὸ Σοδόμων, ἔβρεξε πῦρ καὶ θεῖον ἀπ’ οὐρανοῦ καὶ ἀπώλεσεν ἅπαντας. 29 Την ώρα όμως που έφυγεν ο Λωτ από τα Σοδομα, έβρεξε από τον ουρανόν φωτιά και θειάφι και κατέστρεψε όλους. 29 Τὴν ἡμέραν ὅμως, ποὺ ἐβγῆκεν ὁ Λὼτ ἀπὸ τὰ Σόδομα, ἔβρεξε φωτιὰ καὶ θειάφι ἀπὸ τὸν οὐρανὸν καὶ τοὺς κατέστρεψεν ὅλους.
30 κατὰ τὰ αὐτὰ ἔσται ᾗ ἡμέρᾳ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἀποκαλύπτεται. 30 Ομοια με αυτά θα συμβούν και κατά την ημέραν της δευτέρας παρουσίας, που θα φανή με όλην του την δόξαν ο υιός του ανθρώπου. 30 Ὅμοια πρὸς αὐτὰ θὰ συμβοῦν καὶ κατὰ τὴν ἡμέραν, ποὺ θὰ φανερωθῇ ἐνδόξως ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου διὰ νὰ κρίνῃ τὸν κόσμον. Καὶ τότε δηλαδὴ θὰ εἶναι ἀμέριμνοι καὶ ἀσυλλόγιστοι οἱ ἄνθρωποι, ὅπως ἐπὶ τοῦ Νῶε καὶ τοῦ Λώτ, καὶ θὰ ἔλθῃ ἔξαφνα, καὶ χωρὶς νὰ τὴν περιμένουν, ἡ δευτέρα παρουσία.
31 ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ ὃς ἔσται ἐπὶ τοῦ δώματος καὶ τὰ σκεύη αὐτοῦ ἐν τῇ οἰκίᾳ, μὴ καταβάτω ἆραι αὐτά, καὶ ὁ ἐν ἀγρῷ ὁμοίως μὴ ἐπιστρεψάτω εἰς τὰ ὀπίσω. 31 Κατά την άλλην δε ημέραν της οργής του Θεού, που δεν θα βραδύνη να έλθη (όταν δηλαδή θα πλησιάζουν τα ρωμαϊκά στρατεύματα δια να καταστρέψουν την Ιερουσαλήμ) εκείνος που θα ευρίσκεται εις την ταράτσαν και τα πράγματά του θα έχη μέσα στο σπίτι, ας μη κατεβή να τα πάρη. Και εκείνος επίσης που θα ευρίσκεται στο χωράφι, ας μη γυρίση εις την πόλιν. 31 Κατ’ ἐκείνην τὴν ἡμέραν, ποὺ θὰ πρόκειται νὰ ἐπέλθῃ ἡ δευτέρα παρουσία, οἱ φρόνιμοι καὶ εὐσεβεῖς ἂς ἔχουν νεκρωμένον κάθε ἐνδιαφέρον πρὸς τὰ ἐγκόσμια καὶ ἂς εἶναι ἄγρυπνοι καὶ προσεκτικοὶ διὰ νὰ δεχθοῦν τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου. Ἐκεῖνος, ποὺ θὰ εὑρίσκεται ἐπάνω εἰς τὸ ἠλιακωτὸν καὶ τὴν στέγην, ἐνῷ τὰ πράγματά του θὰ εἶναι κάτω, μέσα εἰς τὸ σπίτι, ἂς μὴ καταβῇ διὰ νὰ τὰ πάρῃ. Καὶ ἐκεῖνος ποὺ θὰ εἶναι εἰς τὸ χωράφι, ὁμοίως καὶ αὐτός, ἂς μὴ γυρίσῃ ὀπίσω εἰς τὴν πόλιν διὰ νὰ σώσῃ τὰ ἐκεῖ πράγματά του.
32 μνημονεύετε τῆς γυναικὸς Λώτ. 32 Να ενθυμήσθε την γυναίκα του Λωτ, η οποία έγινε στήλη άλατος, μόνον και μόνον διότι έστρεψε το κεφάλι της, δια να ίδη τι γίνεται εις τα Σοδομα. 32 Νὰ ἐνθυμῆσθε τὴν γυναῖκα τοῦ Λώτ, ποὺ ἁπλῶς καὶ μόνον ἐγύρισεν ὀπίσω διὰ νὰ ἴδῃ τί ἐγίνετο εἰς τὰ Σόδομα, καὶ μετεβλήθη εἰς στήλην ἅλατος.
33 ὃς ἐὰν ζητήσῃ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ σῶσαι, ἀπολέσει αὐτήν, καὶ ὃς ἐὰν ἀπολέσῃ αὐτήν, ζῳογονήσει αὐτήν. 33 Εκείνος που θα ζητήση με την προσκόλλησίν του εις τα υλικά αγαθά, να εξασφαλίση την ζωήν του, θα την χάση. Και εκείνος που θα χάση την ζωήν του, δια να μείνη πιστός στο καθήκον του, εις την πραγματικότητα θα την διατηρήση, διότι θα εξασφαλίση την αιωνίαν ζωήν. 33 Ἐκεῖνος ποὺ θὰ ἐπιδιώξῃ διὰ τῆς προσκολλήσεώς του εἰς τὰ ἐπίγεια νὰ σώσῃ τὴν ζωήν του ἀπὸ τὸν σωματικὸν θάνατον, αὐτὸς θὰ χάσῃ αὐτὴν αἰωνίως, διότι ἡ ψυχή του θὰ καταδικασθῇ εἰς τὴν αἰωνίαν κόλασιν. Καὶ ἐκεῖνος ποὺ διὰ νὰ μείνῃ πιστὸς εἰς τὸ καθῆκον, θὰ χάσῃ τὴν ζωήν του, αὐτὸς θὰ τὴν διατηρήσῃ, διότι θὰ σώσῃ τὴν ψυχήν του εἰς τὸν μέλλοντα βίον.
34 λέγω ὑμῖν, ταύτῃ τῇ νυκτὶ δύο ἔσονται ἐπὶ κλίνης μιᾶς, εἷς παραληφθήσεται καὶ ὁ ἕτερος ἀφεθήσεται· 34 Σας λέγω δε ότι αυτήν την νύκτα, που θα προηγηθή από την μεγάλην καταστροφήν, δύο θα ευρίσκονται εις ένα κρεββάτι, ο ένας, ο πιστός, θα παραληφθή και θα οδηγηθή από φωτισμόν Θεού και θα φύγη, δια να σωθή μακράν, ως εάν θα έχη παραληφθή από τους αγγέλους του Θεού· και άλλος, ο άπιστος, θα αφεθή, δια να τιμωρηθή. 34 Ἡ στενὴ σχέσις καὶ συμβίωσίς σας εἰς τὴν ζωὴν αὐτὴν δὲν θὰ ἐμποδίσῃ νὰ χωρισθῆτε καὶ νὰ ἔχετε διάφορον τύχην ὁ ἕνας ἀπὸ τὸν ἄλλον κατὰ τὴν δευτέραν παρουσίαν. Σᾶς βεβαιῶ· κατ’ αὐτὴν τὴν νύκτα, ποὺ θὰ προηγηθῇ τῆς δευτέρας παρουσίας, δύο θὰ κοιμῶνται εἰς τὸ αὐτὸ κρεββάτι, ὅπως ἐπὶ παραδείγματι μητέρα καὶ κόρη ἢ σύζυγος μετὰ τῆς συζύγου ἢ δύο ἀδελφοὶ ἢ δι’ ἄλλου δεσμοῦ συγγενείας συνδεόμενα πρόσωπα. Ὁ ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς ὡς δίκαιος καὶ θεοφιλὴς θὰ παραληφθῇ πρὸς προϋπάντησιν τοῦ Κυρίου, καὶ ὁ ἄλλος ὡς ἀνάξιος θὰ ἐγκαταλειφθῇ.
35 δύο ἔσονται ἀλήθουσαι ἐπὶ τὸ αὐτό, μία παραληφθήσεται καὶ ἡ ἑτέρα ἀφεθήσεται· 35 Δυο γυναίκες θα είναι που θα αλέθουν μαζή, η μία, η πιστή, θα παραληφθή και θα σωθή, η άλλη θα αφεθή, δια να τιμωρηθή. 35 Δύο γυναῖκες θὰ εἶναι, ποὺ θὰ ἀλέθουν εἰς τὸ αὐτὸ μέρος καὶ θὰ γυρίζουν καὶ αἱ δύο τὸν αὐτὸν χειρόμυλον. Ἡ μία θὰ παραληφθῇ ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους καὶ ἡ ἄλλη θὰ ἀφεθῇ ἐκεῖ, ποὺ εὑρίσκεται.
36 δύο ἐν τῷ ἀγρῷ, εἷς παραληφθήσεται καὶ ὁ ἕτερος ἀφεθήσεται. 36 Δυο θα είναι στο χωράφι, ο ένας, ο πιστός, θα παραληφθή δια να σωθή, ο άλλος, ο άπιστος, θα αφεθή να τιμωρηθή”. 36 Δύο θὰ εἶναι εἰς τὸ χωράφι. Ὁ ἕνας θὰ παραληφθῇ ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους καὶ ὁ ἄλλος θὰ ἐγκαταλειφθῇ.
37 καὶ ἀποκριθέντες λέγουσιν αὐτῷ· Ποῦ, Κύριε; ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· Ὅπου τὸ σῶμα, ἐκεῖ ἐπισυναχθήσονται καὶ οἱ ἀετοὶ. 37 Απεκρίθησαν δε οι μαθηταί και του είπαν· “που, Κυριε, θα γίνουν αυτά;” ο δε Κυριος τους είπε· “όπου είναι το νεκρόν σώμα, εκεί θα μαζευθούν από διάφορα σημεία του ορίζοντος τα όρνια δια να το καταβροχθίσουν”. (Οπου οι ηθικώς νεκροί, εξ αιτίας των αμαρτιών των, άνθρωποι, εκεί θα πέσουν και αι τιμωρίαι). 37 Καὶ ἀπεκρίθησαν οἱ μαθηταὶ καὶ εἶπαν· Ποῦ θὰ ἐγκαταλειφθοῦν καὶ εἰς ποῖον μέρος θὰ ἀφεθοῦν, Κύριε; Ὁ δὲ Κύριος τοὺς εἶπεν· ἐκεῖ ὅπου εἶναι τὸ νεκρὸν σῶμα, δηλαδὴ οἱ ἄνθρωποι οἱ νεκροὶ ἠθικῶς καὶ ἁμαρτωλοί, ἐκεῖ θὰ μαζευθοῦν καὶ οἱ ἀετοί, ποὺ θὰ καταβροχθίσουν τὸ πτῶμα· δηλαδὴ ἐκεῖ θὰ συναχθοῦν καὶ οἱ τιμωροὶ ἄγγελοι, ποὺ θὰ τιμωρήσουν τοὺς ἠθικῶς νεκροὺς καὶ ἁμαρτωλούς.