Πέμπτη, 28 Μαρτίου 2024
Ανατ: 06:17
Δύση: 18:45
Σελ. 19 ημ.
88-278
16ος χρόνος, 5885η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΔΑΝΙΗΛ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 (Γ)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΕΤΟΥΣ ὀκτωκαιδεκάτου Ναβουχοδονόσορ ὁ βασιλεὺς ἐποίησεν εἰκόνα χρυσῆν, ὕψος αὐτῆς πήχεων ἑξήκοντα, εὖρος αὐτῆς πήχεων ἕξ, καὶ ἔστησεν αὐτὴν ἐν πεδίῳ Δεειρᾷ, ἐν χώρᾳ Βαβυλῶνος. 1 Ο βασιλεύς Νοοβουχοδονόσορ διέταξε κατά το δέκατον όγδοον έτος της βασιλείας του και κατεσκεύασαν ένα χρυσόν άγαλμα. Το ύψος του ήτο εξήντα πήχεις και το πλάτος του εξ πήχεις. Το ετοποθέτησε δε εις την πεδιάδα Δεειρά, εις την περιοχήν της Βαβυλώνος. 1 Ο βασιλιᾶς τῆς Βαβυλῶνος Ναβουχυδονόσορ κατὰ τὸ δέκατον ὄγδοον ἔτος τῆς βασιλείας του κατεσκεύασεν ἕνα χρυσὸν ἄγαλμα· τὸ ὕψος του ἦταν ἑξῆντα πήχεις καὶ τὸ πλάτος του ἕξι πήχεις.Τὸ ἄγαλμα τοῦτο τὸ ἔστησεν εἰς τὴν πεδιάδα Δεειρᾶ, <ποὺ εὑρίσκετο> εἰς τὴν ἐπαρχίαν <ἤ, τὴν ἐπικράτειαν> τῆς Βαβυλῶνος.
2 καὶ ἀπέστειλε συναγαγεῖν τοὺς ὑπάτους καὶ τοὺς στρατηγοὺς καὶ τοὺς τοπάρχας, ἡγουμένους τε καὶ τυράννους καὶ τοὺς ἐπ' ἐξουσιῶν καὶ πάντας τοὺς ἄρχοντας τῶν χωρῶν ἐλθεῖν εἰς τὰ ἐγκαίνια τῆς εἰκόνος, ἣν ἔστησε Ναβουχοδονόσορ ὁ βασιλεύς. 2 Κατόπιν έστειλεν ανθρώπους, να συγκεντρώσουν τους υπάτους και τους στρατηγούς, τους τοπάρχας, τους προϊσταμένους και τους άρχοντας, τους κατέχοντας εξουσίας και όλους εν γένει τους άρχοντας των χωρών, δια να έλθουν εις τα εγκαίνια του αγάλματος, το οποίον έστησεν ο βασιλεύς Ναβουχσδανόσορ. 2 Κατόπιν ὁ βασιλιᾶς ἔστειλεν ἀπεσταλμένους νὰ συναθροῖσουν τοὺς ὑπάτους <σατράπας> καὶ τοὺς στρατηγοὺς καὶ τοὺς τοπάρχας <κυβερνήτας περιοχῶν>, τοὺς ἡγουμένους <προεστῶτας, συμβούλους> καὶ τοὺς τυράννους <ἡγεμόνας> καὶ τοὺς προϊσταμένους ὑπηρεσιῶν <ἀξιωματούχους> καὶ γενικῶς ὅλους τοὺς ἄρχοντας τῶν χωρῶν ποὺ ἐξουσίαζε, διὰ νὰ ἔλθουν εἰς τὰ ἐγκαίνια τοῦ ἀγάλματος, τὸ ὁποῖον ἔστησεν ὁ βασιλιᾶς Ναβουχοδονόσορ.
3 καὶ συνήχθησαν οἱ τοπάρχαι, ὕπατοι, στρατηγοί, ἡγούμενοι, τύραννοι μεγάλοι, οἱ ἐπ' ἐξουσιῶν καὶ πάντες οἱ ἄρχοντες τῶν χωρῶν εἰς τὸν ἐγκαινισμὸν τῆς εἰκόνος, ἣν ἔστησε Ναβουχοδονόσορ ὁ βασιλεύς, καὶ εἱστήκεισαν ἐνώπιον τῆς εἰκόνος. 3 Πράγματι συνεκεντρώθησαν οι τοπάρχαι, οι ύπατοι, οι στρατηγοί, οι προϊστάμενοι υπηρεσιών, οι μεγάλοι άρχοντες, οι έχοντες εξουσίαν, όλοι οι άρχοντες των χωρών εις τα εγκαίνια του αγάλματος, το οποίον έστησεν ο Ναβουχαδονόσορ ο βασιλεύς. Ολοι αυτοί ήλθαν και εστάθησαν ενώπιον του αγάλματος. 3 Συνεκεντρώθησαν λοιπὸν οἱ τοπάρχαι <κυβερνῆται περιοχῶν>, οἱ ὕπατοι, οἱ στρατηγοί, οἱ ἡγούμενοι <προεστῶτες, σύμβουλοι>, οἱ τύραννοι <ἡγεμόνες> οἱ μεγάλοι, οἱ προϊστάμενοι ὑπηρεσιῶν <ἀξιωματοῦχοι> καὶ γενικῶς ὅλοι οἱ ἄρχοντες τῶν χωρῶν ποὺ ἐξουσίαζεν ὁ μονάρχης τῆς Βαβυλῶνος, διὰ νὰ παραστοῦν εἰς τὰ ἐγκαίνια τοῦ ἀγάλματος, τὸ ὁποῖον ἔστησεν ὁ βασιλιᾶς Ναβουχοδονόσορ.Ὅλοι αὐτοὶ ἐστάθησαν ὄρθιοι ἐμπρὸς εἰς τὸ πελώριον ἐκεῖνο ἄγαλμα.
4 καὶ ὁ κήρυξ ἐβόα ἐν ἰσχύΐ· ὑμῖν λέγεται, λαοί, φυλαί, γλῶσσαι· 4 Ο δε κήρυξ εφώναζε με ισχυράν φωνήν· “ακούσατε σεις, λαοί, φυλαί και γλώσσαι· 4 Καὶ ὁ κήρυκας ἐφώναζε μὲ πολὺ δυνατὴν φωνήν: <Πρὸς σᾶς, ἄνθρωποι τῶν διαφόρων λαῶν, φυλῶν καὶ γλωσσῶν, ἀπευθύνεται ἡ ἀκόλουθη διαταγή:
5 ᾗ ἂν ὥρᾳ ἀκούσητε τῆς φωνῆς τῆς σάλπιγγος, σύριγγός τε καὶ κιθάρας, σαμβύκης τε καὶ ψαλτηρίου, συμφωνίας καὶ παντὸς γένους μουσικῶν, πίπτοντες προσκυνεῖτε τῇ εἰκόνι τῇ χρυσῇ, ᾗ ἔστησε Ναβουχοδονόσορ ὁ βασιλεύς· 5 την ώραν, κατά την οποίαν θα ακούσετε τον ήχον της σάλπιγγος, του αυλού και της κιθάρας, της τετραχόρδου σαμβύκης και του ψαλτηρίου, συμφωνίαν αυτών και παντός άλλου είδους μουσικών οργάνων, θα πίπτετε και θα προσκυνήτε το άγαλμα το χρυσόν, το οποίον ο βασιλεύς Ναβουχοδονοσορ έστησεν. 5 Εὐθὺς ἀμέσως, μόλις ἀκούσετε τὸν ἦχον τῆς σάλπιγγος καὶ τοῦ αὐλοῦ καὶ τῆς κιθάρας καὶ τῆς σαμβύκης <=τετραχόρδου ὀργάνου, εἴδους λύρας> καὶ τοῦ ψαλτηρίου <=ἅρπας ἢ σαντουριοῦ) καὶ τῆς συμφωνίας <=ἀσκαύλου, γκάϊδας> καὶ παντὸς ἅλλου εἴδους μουσικῶν ὀργάνων, θὰ πίπτετε κάτω μὲ τὸ πρόσωπον κατὰ γῆς καὶ θὰ προσκυνῆτε τὸ χρυσὸν ἄγαλμα, τὸ ὁποῖον ἔστησεν ὁ βασιλιᾶς Ναβουχοδονόσορ.
6 καὶ ὃς ἂν μὴ πεσὼν προσκυνήσῃ, αὐτῇ τῇ ὥρᾳ ἐμβληθήσεται εἰς τὴν κάμινον τοῦ πυρὸς τὴν καιομένην. 6 Εκείνος δέ, ο οποίος δεν θα πέση να προσκυνήση, θα ριφθή αυτήν την ώραν εις την καιομένην κάμινον του πυρός”. 6 Ἐκεῖνος δὲ ὁ ὁποῖος δὲν θὰ πέσῃ κάτω μὲ τὸ πρόσωπον κατὰ γῆς νὰ προσκυνήσῃ, θὰ ριφθῇ εὐθὺς ἀμέσως εἰς τὸ ἀναμμένον καὶ καιόμενον καμίνι τῆς φωτιᾶς>.
7 καὶ ἐγένετο ὅταν ἤκουον οἱ λαοὶ τῆς φωνῆς τῆς σάλπιγγος, σύριγγός τε καὶ κιθάρας, σαμβύκης τε καὶ ψαλτηρίου καὶ συμφωνίας καὶ παντὸς γένους μουσικῶν, πίπτοντες πάντες οἱ λαοί, φυλαί, γλῶσσαι, προσεκύνουν τῇ εἰκόνι τῇ χρυσῇ, ᾗ ἔστησε Ναβουχοδονόσορ ὁ βασιλεύς. 7 Οταν λοιπόν οι λαοί ήκουαν τον ήχον της σάλπιγγας, του αυλού και της κιθάρας, της τετραχόρδου σαμβύκης και του ψαλτηρίου, την συμφωνίαν αυτών και παντός άλλου είδους μουσυκών οργάνων, έπιπταν εις την γην όλοι οι λαοί, αι φυλαί, αι γλώσσαι και προσκυνούσαν το άγαλμα το χρυσούν, το οποίον έστησεν ο βασιλεύς Ναβουχσδονόσορ. 7 Συνέβαινε λοιπὸν τοῦτο: Ὅταν ἄκουαν οἱ λαοὶ ποὺ εἶχαν συγκεντρωθῇ τὸν ἦχον τῆς σάλπιγγος καὶ τοῦ αὐλοῦ καὶ τῆς κιθάρας καὶ τῆς σαμβύκης καὶ τοῦ ψαλτηρίου καὶ τῆς συμφωνίας, ἔπεφταν κάτω μὲ τὸ πρόσωπον κατὰ γῆς ὅλοι οἰ ἄνθρωποι τῶν διαφόρων λαῶν, φυλῶν καὶ γλωσσῶν καὶ ἐπροσκυνοῦσαν τὸ χρυσὸν ἄγαλμα, τὸ ὁποῖον ἔστησεν ὁ βασιλιᾶς Ναβουχοδονόσορ.
8 τότε προσήλθοσαν ἄνδρες Χαλδαῖοι καὶ διέβαλον τοὺς ᾿Ιουδαίους 8 Τοτε όμως παρουσιάσθησαν ενώπιον του βασιλέως μερικοί Χαλδαίοι και κατήγγειλαν τους Ιουδαίους 8 Τότε παρουσιάσθησαν μερικοὶ ἄνδρες Χαλδαῖοι καὶ κατηγόρησαν τοὺς Ἰουδαίους
9 τῷ βασιλεῖ Ναβουχοδονόσορ· βασιλεῦ, εἰς τοὺς αἰῶνας ζῆθι. 9 στον βασιλέα Ναβουχοδονόσορα λέγοντες· “βασιλεύ, ευχόμεθα στους αιώνας των αιώνων να ζήσης. 9 εἰς τὸν βασιλιᾶ Ναβουχοδονόσορα· οἱ Χαλδαῖοι αὐτοὶ τοῦ εἶπαν: <Βασιλιᾶ· εἴθε νὰ ζῇς εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων <εἴθε νὰ μείνῃς ἀθάνατος>!
10 σὺ βασιλεῦ, ἔθηκας δόγμα πάντα ἄνθρωπον, ὃς ἂν ἀκούσῃ τῆς φωνῆς τῆς σάλπιγγος, σύριγγός τε καὶ κιθάρας, σαμβύκης καὶ ψαλτηρίου καὶ συμφωνίας καὶ παντὸς γένους μουσικῶν 10 Συ, βασιλεύ, εξέδωσες διαταγήν, σύμφωνα με την οποίαν κάθε άνθρωπος, ο οποίος θα ακούση τον ήχον της σάλπιγγος και του αυλού, της κιθάρας και της σαμβύκης, του ψαλτηρίου, την συμφωνίαν αυτών και παντός άλλου είδους μουσικών οργάνων 10 Σύ, βασιλιᾶ, ἐξέδωκες διαταγήν, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποίαν κάθε ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος θὰ ἀκούσῃ τὸν ἦχον τῆς σάλπιγγος καὶ τοῦ αὐλοῦ καὶ τῆς κιθάρας, τῆς σαμβύκης καὶ τοῦ ψαλτηρίου καὶ τῆς συμφωνίας καὶ παντὸς ἅλλου εἴδους μουσικῶν ὀργάνων
11 καὶ μὴ πεσὼν προσκυνήσῃ τῇ εἰκόνι τῇ χρυσῇ, ἐμβληθήσεται εἰς τὴν κάμινον τοῦ πυρὸς τὴν καιομένην. 11 και δεν θα πέση να προσκυνήση το χρυσούν άγαλμα, θα ριφθή εις την κάμινον του πυρός την καιομένην. 11 καὶ δὲν θὰ πέσῃ κάτω μὲ τὸ πρόσωπον κατὰ γῆς νὰ προσκυνήσῃ τὸ χρυσὸν ἄγαλμα, θὰ ριφθῇ εἰς τὸ ἀναμμένον καὶ καιόμενον καμίνι τῆς φωτιᾶς.
12 εἰσὶν ἄνδρες ᾿Ιουδαῖοι, οὓς κατέστησας ἐπὶ τὰ ἔργα τῆς χώρας Βαβυλῶνος, Σεδράχ, Μισάχ, ᾿Αβδεναγώ, οἳ οὐχ ὑπήκουσαν, βασιλεῦ, τῷ δόγματί σου, τοῖς θεοῖς σου οὐ λατρεύουσι, καὶ τῇ εἰκόνι τῇ χρυσῇ, ᾗ ἔστησας, οὐ προσκυνοῦσι. 12 Υπάρχουν, λοιπόν, μεταξύ μας άνδρες Ιουδαίοι, τους οποίους μάλιστα συ κατέστησας αρχηγούς εις τα έργα της χώρας Βαβυλώνος, ο Σειδράχ, ο Μισάχ και ο Αβδεναγώ, οι οποίοι δεν υπήκουσαν, ω βασιλεύ, εις την διαταγήν σου· τους θεούς σου δεν λατρεύουν και το άγαλμα το χρυσούν, το οποίον συ έστησες, αυτοί δεν το προσκυνούν”. 12 Ὑπάρχουν λοιπὸν ὡρισμένοι ἐπίσημοι ἄνδρες Ἰουδαῖοι, τοὺς ὁποίους μάλιστα ἐγκατέστησες ὑπευθύνους διοικητὰς καὶ εἰς τοὺς ὁποίους ἐνεπιστεύθης τὶς ὑποθέσεις τῆς ἐπαρχίας τῆς Βαβυλῶνος, οἱ Σεδράχ, Μισὰχ καὶ Ἀβδεναγώ, οἱ ὁποῖοι ἀγνόησαν καὶ δὲν ὑπήκουσαν, βασιλιᾶ, εἰς τὸ πρόσταγμά σου· αὐτοὶ δὲν λατρεύουν τοὺς θεούς σου, ἀλλὰ καὶ τὸ ἄγαλμα τὸ χρυσὸν ποὺ ἔστησες δὲν τὸ προσκυνοῦν>.
13 τότε Ναβουχοδονόσορ ἐν θυμῷ καὶ ὀργῇ εἶπεν ἀγαγεῖν τὸν Σεδράχ, Μισὰχ καὶ ᾿Αβδεναγώ, καὶ ἤχθησαν ἐνώπιον τοῦ βασιλέως. 13 Τοτε ο Ναβουχαδρνόσορ επάνω στον θυμόν του και εις την έκρηξιν της οργής του, διέταξε να φέρουν ενώπιον του τον Σεδράχ, τον Μισάχ και τον Αβδεναγώ και εκείνοι ωδηγήθησαν ενώπιον του βασιλέως. 13 Τότε ὁ Ναβουχοδονόσορ, κυριευμένος ἀπὸ θυμὸν καὶ ἐπάνω εἰς τὴν ἔκρηξιν τῆς μεγάλης ὀργῆς του, διέταξε νὰ ὁδηγήσουν ἐνώπιόν του τοὺς Σεδράχ, Μισὰχ καὶ Ἀβδεναγώ.Πράγματι δὲ οἱ τρεῖς αὐτοὶ ἐπίσημοι Ἰουδαῖοι ὠδηγήθησαν ἀμέσως ἐνώπιον τοῦ βασιλιᾶ.
14 καὶ ἀπεκρίθη Ναβουχοδονόσορ καὶ εἶπεν αὐτοῖς· εἰ ἀληθῶς Σεδράχ, Μισάχ, ᾿Αβδεναγώ, τοῖς θεοῖς μου οὐ λατρεύετε καὶ τῇ εἰκόνι τῇ χρυσῇ, ᾗ ἔστησα, οὐ προσκυνεῖτε; 14 Ο δε Ναβουχοδονόσορ εις έντονον ύφος ωμίλησε και είπε προς αυτούς· “πράγματι Σεδράχ, Μισάχ και Αβδεναγώ, δεν λατρεύετε τους ιδικούς μου θεούς και δεν προσκυνείτε το χρυσούν άγαλμα, το οποίον εγώ έστησα; 14 Καὶ ὁ Ναβουχοδονόσορ, ἀπευθυνόμενος πρὸς αὐτούς, τοὺς εἶπεν: <Εἶναι πράγματι ἀλήθεια, Σεδράχ, Μισὰχ καὶ Ἀβδεναγώ, ὅτι δὲν λατρεύετε τοὺς θεούς μου καὶ ὅτι δὲν προσκυνεῖτε τὸ ἄγαλμα τὸ χρυσόν, τὸ ὁποῖον ἔστησα;
15 νῦν οὖν εἰ ἔχετε ἑτοίμως, ἵνα ὡς ἂν ἀκούσητε τῆς φωνῆς τῆς σάλπιγγος, σύριγγός τε καὶ κιθάρας, σαμβύκης τε καὶ ψαλτηρίου καὶ συμφωνίας καὶ παντὸς γένους μουσικῶν, πεσόντες προσκυνήσητε τῇ εἰκόνι τῇ χρυσῇ, ᾗ ἐποίησα· ἐὰν δὲ μὴ προσκυνήσητε, αὐτῇ τῇ ὥρᾳ ἐμβληθήσεσθε εἰς τὴν κάμινον τοῦ πυρὸς τὴν καιομένην. καὶ τίς ἐστι Θεός, ὃς ἐξελεῖται ὑμᾶς ἐκ τῶν χειρῶν μου; 15 Τωρα, λοιπόν, να είσθε έτοιμοι, ώστε, όταν ακούσετε τον ήχον της σάλπιγγος, του αυλού και της κιθάρας, της σαμβύκης και του ψαλτηρίου, την συμφωνίαν αυτών και παντός άλλου είδους μουσικών οργάνων, να πέσετε και να προσκυνήσετε το άγαλμα το χρυσούν, το οποίον εγώ έχω κατασκευάσει. Εάν δε τυχόν και δεν προσκυνήσετε, αυτήν την ώραν θα ριφθήτε εις την κάμινον του πυρός την καιομένην. Και ποιός είναι ο Θεός εκείνος, ο οποίος θα σας γλυτώση από τα χέρια μου;” 15 Τώρα λοιπόν, ἐὰν εἶσθε ἕτοιμοι καὶ πρόθυμοι <κατ’ ἄλλην ἑρμηνείαν: Νὰ εἶσθε ἕτοιμοι ὥστε>, ὅταν ἀκούσετε τὸν ἦχον τῆς σάλπιγγος καὶ τοῦ αὐλοῦ καὶ τῆς κιθάρας, τῆς σαμβύκης καὶ τοῦ ψαλτηρίου καὶ τῆς συμφωνίας καὶ κάθε εἴδους μουσικοῦ ὀργάνου, νὰ πέσετε κάτω μὲ τὸ πρόσωπον κατὰ γῆς καὶ νὰ προσκυνήσετε τὸ χρυσὸν ἄγαλμα, τὸ ὁποῖον κατεσκεύασα.Ἐὰν ὅμως δὲν τὸ προσκυνήσετε, εὐθὺς ἀμέσως θὰ ριφθῆτε εἰς τὸ ἀναμμένον καὶ καιόμενον καμίνι τῆς φωτιᾶς.Καὶ τότε ποῖος θεὸς θὰ ὑπάρξῃ, ὁ ὁποῖος θὰ σᾶς γλυτώσῃ ἀπὸ τὰ χέρια μου;>
16 καὶ ἀπεκρίθησαν Σεδράχ, Μισάχ, ᾿Αβδεναγὼ λέγοντες τῷ βασιλεῖ Ναβουχοδονόσορ· οὐ χρείαν ἔχομεν ἡμεῖς περὶ τοῦ ρήματος τούτου ἀποκριθῆναί σοι· 16 Ο Σεδράχ, ο Μισάχ και ο Αβδεναγώ απεκρίθησαν προς τον βασιλέα Ναβουχοδονόσορα και είπαν· “στο ερώτημά σου αυτό δεν έχομεν ανάγκην να σου απαντήσωμεν ημείς. 16 Οἱ Σεδράχ, Μισὰχ καὶ Ἀβδεναγὼ ἀπάντησαν μὲ θάρρος καὶ μετριοφροσύνην εἰς τὸν βασιλιᾶ Ναβουχοδονόσορα καὶ τοῦ εἶπαν: <Δὲν ἔχομεν ἀνάγκην νὰ σοῦ ἀπαντήσωμεν ἡμεῖς εἰς τὸ ζήτημα τοῦτο.
17 ἔστι γὰρ Θεὸς ἡμῶν ἐν οὐρανοῖς, ᾧ ἡμεῖς λατρεύομεν, δυνατὸς ἐξελέσθαι ἡμᾶς ἐκ τῆς καμίνου τοῦ πυρὸς τῆς καιομένης, καὶ ἐκ τῶν χειρῶν σου, βασιλεῦ, ρύσεται ἡμᾶς· 17 Διότι υπάρχει ο Θεός μας, ο εν τοις ουρανοίς, τον οποίον ημείς λατρεύομεν και ο οποίος είναι δυνατός να μας περιφρουρήση από την φλόγα της καμίνου της καιομένης και να μας γλυτώση από τα χέρια σου, ω βασιλεύ. 18 Αλλά και αυτό εάν δεν γίνη, μάθε, ω βασιλεύ, ότι ημείς τους θεούς σου δεν θα λατρεύσωμεν, και το άγαλμα, το οποίον συ έστησες, δεν θα το προσκυνήσωμεν”. 17 Διότι ὁ ἰδικός μας ζωντανὸς καὶ ἀληθινὸς Θεός, ὁ ὁποῖος ὑπάρχει καὶ κατοικεῖ εἰς τοὺς οὐρανούς, καὶ τὸν ὁποῖον ἡμεῖς λατρεύομεν, ἔχει τὴν δύναμιν νὰ μᾶς λυτρώσῃ ἀπὸ τὸ ἀναμμένον καὶ πυρωμένον καμίνι τῆς φωτιᾶς· Αὐτός, βασιλιᾶ, ἔχει ἀκόμη τὴν δύναμιν νὰ μᾶς ἐλευθερώσῃ καὶ ἀπὸ τὰ χέρια σου.
18 καὶ ἐὰν μή, γνωστὸν ἔστω σοι, βασιλεῦ, ὅτι τοῖς θεοῖς σου οὐ λατρεύομεν καὶ τῇ εἰκόνι, ᾗ ἔστησας, οὐ προσκυνοῦμεν. 18 Αλλά και αυτό εάν δεν γίνη, μάθε, ω βασιλεύ, ότι ημείς τους θεούς σου δεν θα λατρεύσωμεν, και το άγαλμα, το οποίον συ έστησες, δεν θα το προσκυνήσωμεν”. 18 Ἀλλά, καὶ ἂν ἀκόμη ὁ Θεός μας δὲν θελήσῃ νὰ μᾶς ἐλευθερώσῃ, καὶ παραχωρήσῃ νὰ κατακαοῦν τὰ σώματά μας, σοῦ καθιστῶμεν γνωστὸν καὶ σοῦ δηλώνομεν, βασιλιᾶ, ὅτι καὶ πάλιν ἠμεῖς οὔτε τοὺς θεούς σου λατρεύομεν οὔτε καὶ τὸ χρυσὸν ἄγαλμα, ποὺ ἔστησες, προσκυνοῦμεν>.
19 τότε Ναβουχοδονόσορ ἐπλήσθη θυμοῦ, καὶ ἡ ὄψις τοῦ προσώπου αὐτοῦ ἠλλοιώθη ἐπὶ Σεδράχ, Μισὰχ καὶ ᾿Αβδεναγώ, καὶ εἶπεν ἐκκαῦσαι τὴν κάμινον ἑπταπλασίως, ἕως οὗ εἰς τέλος ἐκκαῇ· 19 Τοτε ο Ναβουχοδονόσορ εκυριεύθη από θυμόν· το πρόσωπόν του ήλλαξεν εναντίον των Σεδράχ, Μισάχ και Αδεναγω και εδωσε διαταγήν να καύσουν επτά φορές περισσότερον την κάμινον, μέχρις ότου πυρακτωθή εξ ολοκλήρου. 19 Τότε ὁ Ναβουχοδονόσορ ἐκυριεύθη ἀπὸ θυμόν, ἡ δὲ ὄψις καὶ τὰ χαρακτηριστικὰ τοῦ προσώπου του ἀλλοιώθηκαν ἀπὸ τὴν ἔξαψιν τῆς ὀργῆς κατὰ τῶν Σεδράχ, Μισὰχ καὶ Ἀβδεναγώ, καὶ διέταξε νὰ καύσουν τὸ καμίνι ἑπτὰ φορὲς περισσότερον ἀπὸ τὸ σννηθισμένον, μέχρις ὅτου πυρακτωθῇ τελείως, εἰς τὸν μέγιστον βαθμόν!
20 καὶ ἄνδρας ἰσχυροὺς ἰσχύϊ εἶπε πεδήσαντας τὸν Σεδράχ, Μισὰχ καὶ ᾿Αβδεναγὼ ἐμβαλεῖν εἰς τὴν κάμινον τοῦ πυρὸς τὴν καιομένην. 20 Διέταξεν επίσης άνδρας ισχυρούς, να δέσουν τον Σεδράχ, τον Μισάχ και τον Αβδεναγώ και να τους ρίψουν εις την καιομένην κάμινον του πυρός. 20 Ἐπίσης διέταξεν ἄνδρες ρωμαλέους νὰ δέσουν τοὺς Σεδράχ, Μισὰχ καὶ Ἀβδεναγὼ καὶ νὰ τοὺς ρίψουν εἰς τὸ ἀναμμένον καὶ πυρακτωμένον ἐκεῖνο καμίνι.
21 τότε οἱ ἄνδρες ἐκεῖνοι ἐπεδήθησαν σὺν τοῖς σαραβάροις αὐτῶν καὶ τιάραις καὶ περικνημίσι καὶ ἐβλήθησαν εἰς τὸ μέσον τῆς καμίνου τοῦ πυρὸς τῆς καιομένης, 21 Τοτε οι τρεις αυτοί άνδρες εδέθησαν μαζή με τα ενδύματά των, με τα καλύμματα της κεφαλής των και τας περισκελίδας των και ερρίφθησαν στο μέσον της καμίνου του πυρός της καιομένης, 21 Τότε οἱ ἄνδρες ἐκεῖνοι <οἱ Σεδράχ, Μισὰχ καὶ Ἀβδεναγώ> ἐδέθησαν μαζὶ μὲ τὰ ἐνδύματά των, δηλαδὴ μὲ τοὺς <ἐσωτερικούς> χιτῶνες των, τὰ καλύμματα τῆς κεφαλῆς των καὶ τὶς μακριὲς καὶ πλατειὲς βράκες τῶν <κατ’ ἄλλους: Τὰ ὑποδήματά των> καὶ ἐρρίφθησαν εἰς τὸ μέσον τοῦ ἀναμμένου καὶ πυρακτωμένου καμινιοῦ·
22 ἐπεὶ τὸ ρῆμα τοῦ βασιλέως ὑπερίσχυσε καὶ ἡ κάμινος ἐξεκαύθη ἐκ περισσοῦ. 22 διότι η διαταγή του βασιλέως ήτο ρητή και έντονος, η δε κάμινος εξεκαύθη με το παραπάνω. 22 <ἐρρίφθησαν δὲ ἔτσι μὲ τὰ ἐνδύματά των βεβιασμένα καὶ ὄχι γυμνοί, ὅπως συνηθίζετο>, διότι ἡ προσταγὴ τοῦ βασιλιᾶ ἦταν ἔντονη καὶ δὲν ἐδέχετο καμμίαν ἀναβολήν, τὸ δὲ καμίνι εἶχε πυρακτωθῆ πάρα πολύ· περισσότερον τοῦ κανονικοῦ.
23 καὶ οἱ τρεῖς οὗτοι, Σεδράχ, Μισὰχ καὶ ᾿Αβδεναγώ, ἔπεσον εἰς μέσον τῆς καμίνου τοῦ πυρὸς τῆς καιομένης πεπεδημένοι. καὶ περιεπάτουν ἐν μέσῳ τῆς φλογὸς ὑμνοῦντες τὸν Θεὸν καὶ εὐλογοῦντες τὸν Κύριον. 23 Οι τρεις αυτοί νέοι, ο Σεδράχ, ο Μισάχ και ο Αβδεναγώ, ερρίφβησαν με ορμήν δεμένοι στο μέσον της αναμμένης καμίνου του πυρός. Περιπατούσαν δε αυτοί ανάμεσα εις τας φλόγας της καμίνου, υμνούντες τον Θεόν και δοξολογούντες τον Κυριον. 23 Τοιουτοτρόπως οἱ τρεῖς αὐτοὶ Ἰουδαῖοι ἄνδρες, οἱ Σεδράχ, Μισὰχ καὶ Ἀβδεναγώ, ἔπεσαν εἰς τὸ μέσον τοῦ ἀναμμένου καὶ πυρακτωμένου καμινιοῦ δεμένοι.Παρ’ ὅλα αὐτά, περιπατοῦσαν ἐλεύθεροι <διότι τὰ δεσμά των ἐκάησαν ἀπὸ τὴν φωτιά> μέσα εἰς τὶς φλόγες, ὑμνοῦντες καὶ ἀναπέμποντες δοξολογίαν εἰς τὸν Κύριον καὶ Θεόν.
ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΑΖΑΡΙΟΥ ΚΑΙ ΥΜΝΟΣ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΑΖΑΡΙΟΥ ΚΑΙ ΥΜΝΟΣ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΠΑΙΔΩΝ ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΑΖΑΡΙΟΥ ΚΑΙ ΥΜΝΟΣ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ
1 ΚΑΙ συστὰς ᾿Αζαρίας προσύξατο οὕτως καὶ ἀνοίξας τὸ στόμα αὐτοῦ ἐν μέσῳ τοῦ πυρὸς εἶπεν· 1 Σταθείς δε όρθιος ο Αζαρίας εν μέσω του πυρός, ήνοιξε το στόμα αυτού, προσηυχήθη προς τον Θεόν και είπε· 1 Καὶ ὁ Ἀζαρίας <ὁ ἕνας ἀπὸ τοὺς Τρεῖς Παῖδας>, ἀφοῦ ἐστάθη ὄρθιος <μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους δύο> εἰς τὸ μέσον τῆς φωτιᾶς καὶ ἄνοιξε τὸ στόμα του, προσηυχήθη εἰς τὸν Θεόν <ἐκ μέρους καὶ τῶν ἄλλων δύο συντρόφων του> καὶ εἶπεν:
2 Εὐλογητὸς εἶ, Κύριε ὁ Θεὸς τῶν πατέρων ἡμῶν, καὶ αἰνετός, καὶ δεδοξασμένον τὸ ὄνομά σου εἰς τοὺς αἰῶνας, 2 “Ευλογημένος είσαι, Κυριε ο Θεός των πατέρων μας, άξιος παντός επαίνου· δοξασμένον το Ονομά σου στους αιώνας των αιώνων. 2 <Εἶσαι ἄξιος νὰ ὑμνῆσαι, νὰ εὐλογῆσαι καὶ νὰ δοξάζεσαι, Κύριε, ὁ Θεὸς τῶν πατέρων μας, καὶ ἄξιος παντὸς ὕμνου καὶ τὸ ὄνομά σου εἶναι αἰνετὸν καὶ δοξασμένον εἰς τοὺς ἀπεράντους αἰῶνας τῶν αἰώνων·
3 ὅτι δίκαιος εἶ ἐπὶ πᾶσιν, οἷς ἐποίησας ἡμῖν, καὶ πάντα τὰ ἔργα σου ἀληθινά, καὶ εὐθεῖαι αἱ ὁδοί σου, καὶ πᾶσαι αἱ κρίσεις σου ἀλήθεια, 3 Διότι είσαι δίκαιος εις όλα εκείνα, τα οποία έκαμες προς ημάς. Ολα τα έργα σου είναι αληθινά. Αι οδοί, τας οποίας συ έδωσες εντολήν να ακολουθώμεν, είναι ευθείαι και ασφαλείς. Ολαι αι αποφάσεις σου ορθαί. 3 διότι εἶσαι δίκαιος εἰς ὅλα ὅσα ἔκαμες εἰς ἡμᾶς, καὶ ὅλα τὰ ἔργα σου εἶναι ὀρθὰ καὶ ἀληθινὰ καὶ οἱ δρόμοι σου εἶναι εὐθεῖς, ὅλες δὲ οἱ ἀποφάσεις καὶ τιμωρίες σου εἶναι ὀρθές, ἀληθινὲς καὶ δίκαιες.
4 καὶ κρίματα ἀληθείας ἐποίησας κατὰ πάντα, ἃ ἐπήγαγες ἡμῖν καὶ ἐπὶ τὴν πόλιν τὴν ἁγίαν τὴν τῶν πατέρων ἡμῶν ῾Ιερουσαλήμ, ὅτι ἐν ἀληθείᾳ καὶ κρίσει ἐπήγαγες ταῦτα πάντα, διὰ τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν. 4 Δικαίας αποφάσεις αλαθήτου κρίσεως εξέδωσες δι' όλας εκείνας τας τιμωρίας και θλίψεις, τας οποίας έστειλες εις ημάς και εναντίον της Ιερουσαλήμ, της αγίας πόλεως των προγόνων μας. Διότι με ακρίβειαν και με δικαίαν κρίσιν επέφερες όλα αυτά εναντίον μας εξ αιτίας των αμαρτιών μας. 4 Δίκαιες ἐπίσης εἶναι οἱ ἀποφάσεις ποὺ ἔλαβες καὶ ἐξέδωκες, προκειμένου νὰ ἐπιφέρῃς ὅλες ἐκεῖνες τὶς τιμωρίες ἐναντίον μας καὶ ἐναντίον τῆς ἁγίας πόλεως Ἱερουσαλήμ, τῆς πόλεως τῶν πατέρων μας· διότι, πράγματι, μὲ ὀρθὴν καὶ δικαίαν ἀπόφασιν ἐπέφερες ἐναντίον μας ὅλες αὐτὲς τὶς συμφορές, ἐξ αἰτίας τῶν ἁμαρτιῶν μας.
5 ὅτι ἡμάρτομεν καὶ ἠνομήσαμεν ἀποστῆναι ἀπὸ σοῦ 5 Διότι ημείς ημαρτήσαμεν, παρέβημεν τον Νομον σου και απεμακρύνθημεν από σέ. 5 Διότι ἁμαρτήσαμε καὶ παρέβημεν τὸν ἅγιον Νόμον σου μὲ τὸ νὰ σὲ ἐγκαταλείψωμεν καὶ ἀπομακρυνθῶμεν ἀπὸ Σέ, τὸν ἀγαθὸν Δεσπότην καὶ παντοδύναμον προστάτην·
6 καὶ ἐξημάρτομεν ἐν πᾶσι καὶ τῶν ἐντολῶν σου οὐκ ἠκούσαμεν, οὐδὲ συνετηρήσαμεν οὐδὲ ἐποιήσαμεν καθὼς ἐνετείλω ἡμῖν, ἵνα εὖ ἡμῖν γένηται. 6 Ημαρτήσαμεν εις όλα, δεν υπηκούσαμεν εις τας εντολάς σου, δεν εφυλάξαμεν και δεν επράξαμεν σύμφωνα με εκείνα, τα οποία συ μας είχες διατάξει, δια να ζήσωμεν ευτυχείς και ασφαλείς. 6 καὶ ἁμαρτήσαμε ὅλως διόλου εἰς ὅλα καὶ δὲν ὑπακούσαμε εἰς τὶς σωτήριες ἐντολές σου, οὔτε ἐφυλάξαμε μὲ προσοχὴν οὔτε ἐφαρμόσαμε ὅσα μᾶς διέταξες, ὥστε νὰ εὐτυχήσωμεν.
7 καὶ πάντα, ὅσα ἐπήγαγες ἡμῖν καὶ πάντα ὅσα ἐποίησας ἡμῖν, ἐν ἀληθινῇ κρίσει ἐποίησας 7 Δια τούτο όλα όσα συ έφερες εναντίον μας, όλα όσα έπραξες εις τιμωρίαν μας, τα έκαμες κατά δίκαιον και αληθινήν κρίσιν. 7 Λόγῳ τῆς ἀνυπακοῆς καὶ ἀποστασίας μᾶς, ὅλες τὶς θλίψεις καὶ ταλαιπωρίες ποὺ ἔστειλες ἐναντίον μας καὶ ὅλες τὶς τιμωρίες ποὺ ἐπέφερες ἐναντίον μας ὀρθῶς καὶ δικαίως τὶς ἐνήργησες καὶ τὶς ἐπέβαλες.
8 καὶ παρέδωκας ἡμᾶς εἰς χεῖρας ἐχθρῶν ἀνόμων, ἐχθίστων ἀποστατῶν, καὶ βασιλεῖ ἀδίκῳ καὶ πονηροτάτῳ παρὰ πᾶσαν τὴν γῆν. 8 Και παρέδωκες ημάς εις χείρας παρανόμων εχθρών, αποστατών, μισητοτάτων, εις χείρας βασιλέως αδίκου και μοχθηροτάτου από όλους τους βασιλείς της γης. 8 Καὶ μᾶς παρέδωκες αἰχμαλώτους εἰς χέρια ἐχθρῶν ἀνόμων, οἱ ὁποῖοι, κινούμενοι ἀπὸ σκοτεινὸν φανατισμόν, μᾶς μισοῦν μὲ ἄσβεστον μῖσος καὶ εἶναι ἀποστάται ἀπὸ Σέ· <μᾶς παρέδωκες> καὶ εἰς τὰ χέρια ἑνὸς βασιλιᾶ, τοῦ ὁποίου ὅμοιος εἰς ἀδικίαν, κακότητα καὶ σκληρότητα δὲν ὑπάρχει εἰς ὅλην τὴν γῆν.
9 καὶ νῦν οὐκ ἔστιν ἡμῖν ἀνοῖξαι τὸ στόμα· αἰσχύνη καὶ ὄνειδος ἐγενήθημεν τοῖς δούλοις σου καὶ τοῖς σεβομένοις σε. 9 Τωρα δέ, Κυριε, δεν έχομεν το σθένος να ανοίξωμεν το στόμα μας προς σέ. Καταισχύνη και όνειδος εγίναμεν δια τους δούλους σου, που σε υπηρετούν, δια τους ανθρώπους οι οποίοι σε λατρεύουν. 9 Καὶ τώρα δὲν ἔχομεν τὴν τόλμην ἀλλ' οὔτε καὶ τὸ δικαίωμα νὰ ἀνοίξωμεν τὸ στόμα μας καὶ νὰ παραπονεθῶμεν· καταντήσαμε ἐντροπὴ καὶ ἀντικείμενον λοιδορίας καὶ καταφρονήσεως ἐνώπιον τῶν δούλων σου καὶ ἐνώπιον αὐτῶν οἱ ὁποῖοι Σὲ εὐλαβούνται καὶ Σὲ λατρεύουν.
10 μὴ δὴ παραδῴης ἡμᾶς εἰς τέλος διὰ τὸ ὄνομά σου καὶ μὴ διασκεδάσῃς τὴν διαθήκην σου 10 Αλλά σε ικετεύομεν· δια το άγιον και φιλάνθρωπον Ονομά σου μη μας παραδώσης εις πλήρη όλεθρον και μη διαλύσης την συιμφωνίαν, που συνήψες με τους πατέρας μας. 10 Παρ' ὅλα αὐτὰ Σὲ ἱκετεύομεν: Χάριν τοῦ ἁγίου ὀνόματός σου <ἐλέησέ μας, δεῖξε φιλανθρωπίαν καί> μὴ μᾶς παραδώσῃς εἰς τελείαν καὶ ὁλοκληρωτικὴν καταστροφὴν καὶ μὴ διαρρήξῃς, μὴ ἀπαρνηθῇς καὶ ἀκυρώσῃς τὴν συμφωνίαν ποὺ ἔκαμες μὲ τοὺς πατέρας μας, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποίαν Σὺ θὰ εἶσαι Θεός των, αὐτοὶ δὲ λαὸς ἰδικός σου.
11 καὶ μὴ ἀποστήσῃς τὸ ἔλεός σου ἀφ' ἡμῶν διὰ ῾Αβραὰμ τὸν ἠγαπημένον ὑπὸ σοῦ καὶ διὰ ᾿Ισαὰκ τὸν δοῦλόν σου καὶ ᾿Ισραὴλ τὸν ἅγιόν σου, 11 Μη απομακρύνης από ημάς το έλεός σου προς χάριν του αγαπητού σου Αβραάμ, προς χάριν του δούλου σου Ισαάκ και του Ιακώβ, του αγίου σου. 11 Μὴ ἀπομακρύνῃς ἐπίσης τὴν συμπάθειαν καὶ τὴν εὐσπλαγχνίαν σου· ὄχι διότι τὰ ἀξίζομεν, ἀλλὰ χάριν τοῦ ἀγαπημένου σου <πατριάρχου μας> Ἀβραὰμ καὶ χάριν τοῦ ἀφωσιωμένου σου δούλου <πατριάρχου μᾶς> Ἰσαὰκ καὶ χάριν τοῦ ἁγίου σου <πατριάρχου μας> Ἰακώβ,
12 οἷς ἐλάλησας πληθῦναι τὸ σπέρμα αὐτῶν ὡς τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ καὶ ὡς τὴν ἄμμον τὴν παρὰ τὸ χεῖλος τῆς θαλάσσης. 12 Εις αυτούς είπες και υπεσχέθης, να πληθύνης τους απογόνους των και να τους αναδείξης ως προς το πλήθος ωσάν τα άστρα του ουρανού και ωσάν την άμιμον, που υπάρχει εις την παραλίαν της θαλάσσης. 12 εἰς τοὺς ὁποίους ὑπεσχέθης ἐπανειλημμένως ὅτι θὰ πολλαπλασιάσῃς καὶ θὰ πληθύνῃς τοὺς ἀπογόνους των ὡσὰν τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ καὶ ὡσὰν τὴν ἄμμον ποὺ εἶναι εἰς τὴν ἀκροθαλασσιά.
13 ὅτι, δέσποτα, ἐσμικρύνθημεν παρὰ πάντα τὰ ἔθνη καί ἐσμεν ταπεινοὶ ἐν πάσῃ τῇ γῇ σήμερον διὰ τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν, 13 Σε παρακαλούμεν θερμώς, Δέσποτα, διότι ημείς σήμερον εγίναμεν ολιγώτεροι και μικρότεροι από όλα τα έθνη. Εξ αιτίας των αμαρτιών μας είμεθα σήμερον εις όλην την οικουμένην εξευτελισμένοι και άσημοι. 13 Διότι, Δέσποτα, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὶς ὑποσχέσεις ἐκεῖνες, σήμερα ἐγίναμε οἱ ὀλιγαριθμότεροι ἀπὸ ὅλα τὰ ἄλλα ἔθνη καὶ εἴμεθα περιφρονημένοι καὶ ἐξευτελισμένοι εἰς ὅλην τὴν γῆν, ἕνεκα τῶν ἁμαρτιῶν μας.
14 καὶ οὐκ ἔστιν ἐν τῷ καιρῷ τούτῳ ἄρχων καὶ προφήτης καὶ ἡγούμενος, οὐδὲ ὁλοκαύτωσις οὐδὲ θυσία οὐδὲ προσφορὰ οὐδὲ θυμίαμα, οὐ τόπος τοῦ καρπῶσαι ἐνώπιόν σου καὶ εὑρεῖν ἔλεος· 14 Εις την εποχήν μας αυτήν δεν υπάρχει βασιλεύς δι' ημάς, ούτε προφήτης, ούτε κανένας άλλος άρχων. Δεν προσφέρονται πλέον ολοκαυτώματα, ούτε αναίμακτοι θυσίαι, ούτε θυμίαμα, ούτε και υπάρχει ναός και θυσιαστήριον, δια να προσφέρωμεν ενώπιόν σου τας θυσίας μας και να εύρωμεν έλεος. 14 Καὶ κατὰ τὴν ἐποχὴν αὐτὴν δὲν ὑπάρχει πλέον εἰς ἡμᾶς οὔτε πολιτικὸς ἡγέτης οὔτε προφήτης οὔτε θρησκευτικὸς ἀρχηγός· οὔτε θυσία ὁλοκαυτώματος προσφέρεται, οὔτε ἄλλη αἱματηρὴ θυσία, οὔτε θυσία ἀναίμακτη, οὔτε θυμίαμα, ἀλλ' οὔτε καὶ τόπος <ναὸς καὶ θυσιαστήριον>, εἰς τὸν ὁποῖον νὰ προσφέρωμεν τὰ πρωτογεννήματά μας ἐνώπιόν Σου καὶ νὰ λάβωμεν τὸ ἔλεος καὶ τὴν εὐσπλαγχνίαν σου.
15 ἀλλ' ἐν ψυχῇ συντετριμμένῃ καὶ πνεύματι ταπεινώσεως προσδεχθείημεν 15 Αλλά ας προσφερθώμεν ως θυσία ενώπιόν σου και ας γίνωμεν δεκτοί από σε με ψυχήν συντετριμμένην και πνεύμα ταπεινωμένον. 15 Ἐφ’ ὅσον λοιπὸν δὲν ἔχομεν τὴν δυνατότητα νὰ Σοῦ προσφέρωμεν τὶς θυσίες μας, ἂς γίνωμεν δεκτοὶ ἀπὸ Σὲ προσφέροντες εἰς τὴν ἀγαθότητά σου ψυχὴν ἡ ὁποία ἔχει συντριβῆ ἀπὸ εἰλικρινῆ μετάνοιαν καὶ φρόνημα ταπεινόν.
16 ὡς ἐν ὁλοκαυτώμασι κριῶν καὶ ταύρων καὶ ὡς ἐν μυριάσιν ἀρνῶν πιόνων, οὕτως γενέσθω ἡ θυσία ἡμῶν ἐνώπιόν σου σήμερον καὶ ἐκτελέσαι ὄπισθέν σου, ὅτι οὐκ ἔσται αἰσχύνη τοῖς πεποιθόσιν ἐπὶ σέ. 16 Συ δέ, Κυριε, εν τω ελέει σου, όπως θα εδέχεσο ολοκαυτώματα κριών και ταύρων και μυριάδων αμνών καλοθρεμμένων, έτσι ας γίνη σήμερα δεκτή η θυσία μας αυτή ενώπιόν σου. Σε ακολουθούντες προσφέρομεν αυτήν την θυσίαν, διότι είμεθα απολύτως βέβαιοι, ότι δεν θα έντραπούν ποτέ εκείνοι, οι οποίοι έχουν πίστιν και στηρίζουν την πεποίθησιν των εις σέ. 16 Ὅπως ἐὰν Σοῦ ἐπροσφέραμε θυσίες ὁλοκαυτωμάτων κριῶν καὶ ταύρων, ὅπως ἐὰν Σοῦ ἐπροσφέραμε θυσίαν ἀπὸ μυριάδες παχιὰ ἀρνιά, κατὰ παρόμοιον τρόπον ἂς γίνῃ δεκτὴ ὡς ἰσάξια ἡ θυσία μας αὐτὴ ἐνώπιόν Σου σήμερα.Αὐτὴ δὲ ἡ ἐξ ὅλης ψυχῆς θυσία μας, ἡ συντετριμμένη ἀπὸ εἰλικρινῆ μετάνοιαν καὶ ταπεινὸν φρόνημα, ἂς Σὲ ἀκολουθῇ πάντοτε· ὅπου εἶσαι Σὺ νὰ εἶναι καὶ ἡ θυσία αὐτή, διότι εἶναι ἀδύνατον νὰ κατεντροπιασθοῦν ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι στηρίζουν τὴν πεποίθησιν καὶ τὶς ἐλπίδες των εἰς Σέ.
17 καὶ νῦν ἐξακολουθοῦμεν ἐν ὅλῃ καρδίᾳ καὶ φοβούμεθά σε καὶ ζητοῦμεν τὸ πρόσωπόν σου, 17 Διότι και τώρα ακόμη ακολουθούμεν τας εντολάς σου με όλην μας την καρδίαν. Σε σεβόμεθα και αναζητούμεν μετά πόθου το πρόσωπόν σου. 17 Καὶ τώρα συνεχίζομεν νὰ Σὲ ἀκολουθῶμεν μὲ ὅλην μας τὴν καρδιά καὶ Σὲ εὐλαβούμεθα βαθύτατα· ζητοῦμεν δὲ μὲ ἐπιμονὴν καὶ ζῆλον νὰ ἴδωμεν τὸ πρόσωπόν σου, νὰ συναντήσωμεν τὴν εὐμένειάν σου καὶ νὰ εὐαρεστήσωμεν ἐνώπιόν Σου.
18 μὴ καταισχύνῃς ἡμᾶς, ἀλλὰ ποίησον μεθ' ἡμῶν κατὰ τὴν ἐπιείκειάν σου καὶ κατὰ τὸ πλῆθος τοῦ ἐλέους σου 18 Μη μας κατεντροπιάσης, Κυριε, αλλά δείξε και εις την περίστασιν αυτήν απέναντί μας την επιείκειάν σου και το πλήθος του ελέους σου. 18 Μὴ μᾶς κατεντροπιάσῃς μὲ τὴν ἀποδοκιμασίαν σου, ἀλλὰ μεταχειρίσου μας ὄχι κατὰ τὸν δίκαιον θυμόν σου, ἀλλὰ σύμφωνα μὲ τὴν ἐπιείκειάν σου καὶ τὸ ἀπέραντον πλῆθος τοῦ ἐλέους σου καὶ τὴν πολλὴν σοῦ εὐσπλαγχνίαν.
19 καὶ ἐξελοῦ ἡμᾶς κατὰ τὰ θαυμάσιά σου καὶ δὸς δόξαν τῷ ὀνόματί σου, Κύριε. καὶ ἐντραπείησαν πάντες οἱ ἐνδεικνύμενοι τοῖς δούλοις σου κακὰ 19 Συμφωνα με τα αναρίθμητα θαύμαστά σου έργα, που έχεις πράξει εις προστασίαν του λαού σου, γλύτωσέ μας και σήμερα και δόξασε έτσι το Ονομά σου. Ας καταισχυνθούν όλοι εκείνοι, οι οποίοι φέρονται με σκληρόν τρόπον και διαπράττουν κακότητας στους δούλους σου. 19 Καὶ λύτρωσέ μας ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς μας μὲ τὶς θαυμαστὲς ἐνέργειές σου καὶ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπον δόξασε τὸ πάντιμον ὄνομά σου, Κύριε.Ἂς καταισχυνθοῦν δὲ καὶ ἂς ἐντροπιασθοῦν ὅλοι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι κακομεταχειρίζονται καὶ τυραννοῦν τοὺς δούλους σου.
20 καὶ καταισχυνθείησαν ἀπὸ πάσης δυναστείας, καὶ ἡ ἰσχὺς αὐτῶν συντριβείη· 20 Ας καταισχυνθούν και ας αποδειχθή ανύπαρκτος και ανίσχυρος η εναντίον μας δύναμίς των. Ας συντριβή η ισχύς των. 20 Ἂς κατεντροπιασθοῦν μὲ τὸ νὰ ἀποστερηθοῦν οἰανδήποτε ἐξουσίαν ποὺ σήμερα κατέχουν, καὶ ἡ δύναμίς των εἴθε νὰ συντριβῇ.
21 καὶ γνώτωσαν ὅτι σὺ εἶ Κύριος Θεὸς μόνος καὶ ἔνδοξος ἐφ' ὅλην τὴν οἰκουμένην. 21 Και ας μάθουν, ότι συ είσαι ο μόνος αληθινός Κυριος και Θεός, ένδοξος εις όλην την οικουμένην”! 21 Καὶ ἂς γνωρίσουν πλέον ἐπάνω εἰς τὰ πράγματα ὅτι Σὺ καὶ κανένας ἄλλος εἶσαι Κύριος ὁ Θεός, ὁ μόνος ἔνδοξος εἰς ὁλόκληρον τὴν οἰκουμένην>.
22 Καὶ οὐ διέλιπον οἱ ἐμβάλλοντες αὐτοὺς ὑπηρέται τοῦ βασιλέως καίοντες τὴν κάμινον νάφθαν καὶ πίσσαν καὶ στυππίον καὶ κληματίδα. 22 Οι υπηρέται του βασιλέως, οι οποίοι είχαν ρίψει αυτούς εις την κάμινον, ετροφοδοτούσαν ακαταπαύστως το πυρ με νάφθαν και πίσσαν και στουπί και κληματόβεργες. 22 Καθ’ ὅλην τὴν διαρκειαν τῆς προσευχῆς τοῦ Ἀζαρίου, οἱ ὑπηρέται οἱ ὁποῖοι εἶχαν ρίψει τοὺς τρεῖς Ἰουδαίους εἰς τὸ καμίνι δὲν ἐσταμάτησαν νὰ τροφοδοτοῦν συνεχῶς τὴν φωτιὰ τοῦ καμινιοῦ μὲ τὶς πολὺ εὔφλεκτες ὕλες, νάφθαν <ἀκατέργαστον πετρέλαιον>, πίσσαν, στουπιὰ καὶ κληματόβεργες.
23 καὶ διεχεῖτο ἡ φλὸξ ἐπάνω τῆς καμίνου ἐπὶ πήχεις τεσσαρακονταεννέα. 23 Η φλόγα έβγαινε και ανήρχετο επάνω από την κάμινον εις ύψος σαρανταεννέα πήχεων. 23 Καὶ οἱ φλόγες ἐξεχύνοντο ἐπάνω ἀπὸ τὸ καμίνι καὶ ἔφθαναν εἰς ὕψος σαράντα ἐννέα πήχεων <δηλαδή, περὶ τὰ 25 μέτρα>.
24 καὶ διώδευσε καὶ ἐνεπύρισεν οὕς εὗρε περὶ τὴν κάμινον τῶν Χαλδαίων. 24 Εξηπλώθη ολόγυρα και έκαυσε τους Χαλδαίους, που ήσαν γύρω από την κάμινον. 24 Ἐξεχύθησαν δὲ οἱ φλόγες καὶ ἀπλώθηκαν γύρω - γύρω ἀπὸ τὸ καμίνι καὶ κατέκαυσαν ὅσους Χαλδαίους εὐρῆκαν κοντὰ καὶ γύρω ἀπὸ τὸ καμίνι.
25 ὁ δὲ ἄγγελος Κυρίου συγκατέβη ἅμα τοῖς περὶ τὸν ᾿Αζαρίαν εἰς τὴν κάμινον καὶ ἐξετίναξε τὴν φλόγα τοῦ πυρὸς ἐκ τῆς καμίνου 25 Αγγελος δε Κυρίου κατέβη και ήτο μαζή με τους περί τον Αζαρίαν εντός της καμίνου. Αυτός εξετίναξε την φλόγα του πυρός από την κάμινον 25 Ἐνῷ δὲ αὐτὰ συνέβαιναν ἔξω ἀπὸ τὸ καμίνι, ὁ ἄγγελος τοῦ Κυρίου κατέβη καὶ εὑρέθη μαζὶ μὲ τὸν Ἀζαρίαν καὶ τοὺς φίλους του καὶ ἐτίναξε καὶ διεσκόρπισε μὲ ὁρμὴν τὶς φλόγες τῆς φωτιᾶς ἔξω ἀπὸ τὸ καμίνι.
26 καὶ ἐποίησε τὸ μέσον τῆς καμίνου ὡς πνεῦμα δρόσου διασυρίζον, καὶ οὐχ ἥψατο αὐτῶν τὸ καθόλου τὸ πῦρ καὶ οὐκ ἐλύπησεν οὐδὲ παρηνώχλησεν αὐτοῖς. 26 και έκαιμεν, ώστε στο μέσον της καμίνου να υπάρχη δροσερός, ελαφρώς συρίζων αήρ. Ετσι δε το πυρ ούτε και τους ήγγισε καν, ούτε τους εστενοχώρησε, ούτε και τους ηνώχλησε καθόλου. 26 Καὶ μετέβαλε τὸ μέσον τοῦ πυρακτωμένου καμινιοῦ εἰς τόπον ὅπου ἐφυσοῦσε σφυρίζοντας ἁπαλὰ ἄνεμος δροσερός, ἔτσι ὥστε ἡ φωτιὰ καθόλου δὲν τοὺς ἄγγισε, οὔτε τοὺς ἔβλαψεν οὔτε καὶ τοὺς ἐνώχλησε εἰς τὸ παραμικρόν.
27 Τότε οἱ τρεῖς ὡς ἐξ ἑνὸς στόματος ὕμνουν καὶ ἐδόξαζον καὶ ηὐλόγουν τὸν Θεὸν ἐν τῇ καμίνῳ λέγοντες· 27 Τοτε οι τρεις παίδες, ως εάν είχαν ένα στόμα, υμνολογούσαν και εδοξαζαν και ευλογούσαν τον Θεόν μέσα εις την, κάμινον λέγοντες· 27 Τότε οἱ Τρεῖς Παῖδες, ὡσὰν νὰ εἶχαν ἕνα στόμα, ἄρχισαν νὰ ὑμνοῦν καὶ νὰ δοξολογοῦν καὶ νὰ εὐλογοῦν τὸν Θεὸν μέσα εἰς τὸ καμίνι, λέγοντες:
28 Εὐλογητὸς εἶ, Κύριε ὁ Θεὸς τῶν πατέρων ἡμῶν, καὶ αἰνετὸς καὶ ὑπερυψούμενος εἰς τοὺς αἰῶνας, 28 “Ευλογημένος είσαι, Κυριε ο Θεός των πατέρων μας, άξιος πάσης υμνολογίας, και υπερυψούμενος στους αιώνας. 28 <Εὐλογητὸς καὶ δοξασμένος εἶσαι, Κύριε ὁ Θεὸς τῶν πατέρων μας, Σὺ ὁ ὁποῖος εἶσαι ἄξιος νὰ ὑμνῆσαι καὶ νὰ ἐξυψώνεσαι πέραν ἀπὸ κάθε μέτρον εἰς τοὺς αἰῶνας,
29 καὶ εὐλογημένον τὸ ὄνομα τῆς δόξης σου τὸ ἅγιον καὶ ὑπεραινετὸν καὶ ὑπερυψούμενον εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας. 29 Ευλογημένον ας είναι το άγιον Ονομα της δόξης σου, ανώτερον από κάθε υμνολογίαν, υπερυψούμενον εις όλους τους αιώνας. 29 καὶ δοξασμένον ἂς εἶναι τὸ ἔνδοξον καὶ ἅγιον ὄνομά σου, τὸ ὁποῖον εἶναι ἄξιον νὰ ὑμνῆται καὶ νὰ ἐξυψώνεται πέραν ἀπὸ κάθε μέτρον εἰς ὅλους τοὺς αἰῶνας.
30 εὐλογημένος εἶ ἐν τῷ ναῷ τῆς ἁγίας δόξης σου καὶ ὑπερύμνητος καὶ ὑπερένδοξος εἰς τοὺς αἰῶνας. 30 Ευλογημένος είσαι στον ναόν της αγίας δόξης σου, ανώτερος από κάθε ύμνον, και υπερένδοξος στους αιώνας. 30 Εὐλογημένος καὶ δοξασμένος εἶσαι εἰς τὸν Ναὸν τῆς ἁγίας δόξης σου, ἀνώτερος ἀπὸ κάθε ὕμνον καὶ ἀπὸ κάθε δόξαν εἰς τοὺς ἀπεράντους αἰῶνας.
31 εὐλογημένος εἶ ὁ ἐπιβλέπων ἀβύσσους, καθήμενος ἐπὶ Χερουβὶμ καὶ αἰνετὸς καὶ ὑπερυψούμενος εἰς τοὺς αἰῶνας. 31 Ευλογημένος είσαι συ, που επιβλέπεις τα απύθμενα βάθη των θαλασσών, συ που κάθεσαι επάνω εις τα Χερουβίμ, άξιος παντός ύμνου, και υπερυψούμενος εις όλους τους αιώνας. 31 Εὐλογημένος καὶ δοξασμένος εἶσαι Σύ, ὁ ὁποῖος ἀπὸ τὸ ὕψος τοῦ οὐρανοῦ παρακολουθεῖς καὶ ἐποπτεύεις τὰ ἀπύθμενα βάθη τῶν θαλασσῶν, Σὺ ὁ ὁποῖος κάθεσαι ἐπάνω εἰς τὰ Χερουβὶμ <ὡσὰν ἐπάνω εἰς θρόνον> καὶ ἔχεις ὑπὸ τὴν ἐξουσίαν σου ὅλες τὶς ἀγγελικὲς δυνάμεις, καὶ ὁ ὁποῖος εἶσαι ἄξιος νὰ ὑμνῆσαι καὶ νὰ δοξολογῆσαι πέραν ἀπὸ κάθε μέτρον εἰς τοὺς ἀπεράντους αἰῶνας.
32 εὐλογημένος εἶ ἐπὶ θρόνου τῆς βασιλείας σου καὶ ὑπερύμνητος καὶ ὑπερυψούμενος εἰς τοὺς αἰῶνας. 32 Ευλογημένος είσαι συ, ο οποίος κάθεσαι επί του λαμπρού θρόνου της ενδόξου βασιλείας σου, ανώτερος από κάθε ύμνον και άξιος να μεγαλύνεσαι στους αιώνας. 32 Εὐλογημένος καὶ δοξασμένος εἶσαι Σύ, ὁ ὁποῖος κάθεσαι εἰς τὸν ἔνδοξον θρόνον τῆς παντοκρατορικῆς καὶ αἰωνίου βασιλείας σου, καὶ ὁ ὁποῖος εἶσαι ἄξιος νὰ ὑμνῆσαι καὶ νὰ δοξολογῆσαι πέραν ἀπὸ κάθε μέτρον εἰς τοὺς ἀπεράντους αἰῶνας.
33 εὐλογημένος εἶ ἐν τῷ στερεώματι τοῦ οὐρανοῦ καὶ ὑμνητὸς καὶ δεδοξασμένος εἰς τοὺς αἰῶνας. 33 Ευλογημένος είσαι συ, ο οποίος κυριαρχείς στο στερέωμα του ουρανού, άξιος να υμνήσαι και να δοξάζεσαι στους αιώνας. 33 Εὐλογημένος καὶ δοξασμένος εἶσαι Σύ, ὁ ὁποῖος βασιλεύεις καὶ κυριαρχεῖς εἰς τὸ στερέωμα τοῦ οὐρανοῦ, Σὺ ὁ ὁποῖος εἶναι ἄξιον καὶ πρέπον νὰ ὑμνῆσαι, νὰ δοξάζεσαι πέραν παντὸς μέτρου εἰς τοὺς ἀπεράντους αἰῶνας.
34 εὐλογεῖτε, πάντα τὰ ἔργα Κυρίου τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας. 35 Ευλογείτε τον Κυριον όλα τα δημιουργήματα του Κυρίου. Υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν εις τους αιώνας. 34 Εὐλογεῖτε καὶ δοξάζετε, ὅλα τὰ οὐράνια καὶ ἐπίγεια δημιουργήματα τοῦ Κυρίου, ἔμψυχα καὶ ἄψυχα, τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ δοξολογεῖτε Αὐτὸν πέραν ἀπὸ κάθε μέτρον εἰς τοὺς ἀπεράντους αἰῶνας.
35 εὐλογεῖτε, οὐρανοὶ τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας. 35 Ευλογείτε τον Κυριον οι ουρανοί, υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν στους αιώνας. 35 Εὐλογεῖτε καὶ δοξάζετε, οὐρανοί, τὸν Κύριον ὑμνεῖτε καὶ δοξολογεῖτε Αὐτὸν πέραν ἀπὸ κάθε μέτρον εἰς τοὺς ἀπεράντους αἰῶνας.
36 εὐλογεῖτε, ἄγγελοι Κυρίου τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας. 36 Αγγελοι Κυρίου ευλογείτε τον Κυριον, υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν εις τους αιώνας. 36 Εὐλογεῖτε καὶ δοξάζετε, ἀγγελικὲς δυνάμεις καὶ στρατιὲς τοῦ Κυρίου, τὸν Κύριον ὑμνεῖτε καὶ δοξολογεῖτε Αὐτὸν ὑπέρμετρα εἰς τοὺς αἰῶνας.
37 εὐλογεῖτε, ὕδατα πάντα τὰ ὑπεράνω τοῦ οὐρανοῦ τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας. 37 Ολα τα υπεράνω του ουρανού ύδατα, ευλογείτε τον Κυριον, υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν στους αιώνας. 37 Εύλογεῖτε καὶ δοξάζετε τὸν Κύριον, ὅλα τὰ ὕδατα ποὺ εὑρίσκονται ἀποθηκευμένα διὰ τῆς δυνάμεώς του ἐπάνω ἀπὸ τὴν ἀτμόσφαιραν καὶ εἰς τὸ στερέωμα, ποὺ ἐκτείνεται κάτω ἀπὸ τὰ ἄστρα· ὑμνεῖτε καὶ δοξολογεῖτε Αὐτὸν ὑπέρμετρα εἰς τοὺς αἰῶνας.
38 εὐλογεῖτε, πᾶσαι αἱ δυνάμεις Κυρίου τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας. 38 Ολαι αι δυνάμεις του Κυρίου, ας δοξάζετε τον Κυριον· υμνείτε το μεγαλείον του, μεγαλύνατε αυτόν στους αιώνας. 38 Εὐλογεῖτε καὶ δοξάζετε, ὅλες οἱ στρατιὲς τῶν ἀγγελικῶν δυνάμεων τοῦ Κυρίου, τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ δοξολογεῖτε Αὐτὸν ὑπέρμετρα εἰς τοὺς ἀπεράντους αἰῶνας.
39 εὐλογεῖτε, ἥλιος καὶ σελήνη τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας. 39 Ηλιος και σελήνη, ευλογείτε τον Κυριον. Υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν στους αιώνας. 39 Εὐλογεῖτε καὶ δοξάζετε, ἥλιε καὶ σελήνη, τὸν Κύριον· ὑμνε·ῖτε καὶ δοξολογεῖτε Αὐτὸν ὑπέρμετρα εἰς τοὺς αἰῶνας.
40 εὐλογεῖτε, ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας. 40 Ολα τα άστρα του ουρανού, ευλογείτε τον Κυριον. Υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν στους αιώνας. 40 Εὐλογεῖτε καὶ δοξάζετε, ὅλα τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ, τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ δοξολογεῖτε Αὐτὸν ὑπέρμετρα εἰς τοὺς αἰῶνας.
41 εὐλογείτω πᾶς ὄμβρος καὶ δρόσος τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας. 41 Καθε βροχή και κάθε δρόσος, ευλογείτε τον Κυριον. Υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν εις τους αιώνας. 41 Ἂς εὐλογῇ καὶ ἂς δοξάζῃ κάθε σταγόνα τῆς βροχῆς καὶ τῆς δροσιᾶς, τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ δοξολογεῖτε Αὐτὸν ὑπέρμετρα εἰς τοὺς αἰῶνας.
42 εὐλογεῖτε, πάντα τὰ πνεύματα τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας. 42 Ολοι οι άνεμοι, δοξάζετε τον Κυριον. Υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν εις τους αιώνας. 42 Εὐλογεῖτε καὶ δοξάζετε, ὅλοι οἱ ἄνεμοι, τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε Αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας.
43 εὐλογεῖτε, πῦρ καὶ καῦμα τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας. 43 Πυρ και θερμότης, ευλογείτε τον Κυριον. Υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν στους αιώνας. 43 Εὐλογεῖτε καὶ δοξάζετε, φωτιὰ καὶ θερμότης, τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ ἐξαίρετε <ἐγκωμιάζετε> τὸ μεγαλεῖον του εἰς τοὺς αἰῶνας.
44 [εὐλογεῖτε, ψῦχος καὶ καύσων τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας. 44 Ψύχος και καύμα, ευλογείτε τον Κυριον. Υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν εις τους αιώνας. 44 Εὐλογεῖτε καὶ δοξάζετε, ψῦχος καὶ καύσων, τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε Αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας.
45 εὐλογεῖτε, δρόσοι καὶ νιφετοὶ τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας]. 45 Δροσιές και χιόνια, Ευλογείτε τον Κυριον. Υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν εις τους αιώνας. 45 Δροσιὲς καὶ νιφάδες τοῦ χιονιοῦ, εὐλογεῖτε καὶ δοξάζετε τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε Αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας.
46 εὐλογεῖτε, νύκτες καὶ ἡμέραι τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας. 46 Νυκτες και ημέραι, ευλογείτε τον Κυριον. Υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν στους αιώνας. 46 Νύκτες καὶ ἡμέρες, εὐλογεῖτε καὶ δοξάζετε τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ δοξολογεῖτε Αὐτὸν ὑπέρμετρα εἰς τοὺς αἰῶνας.
47 εὐλογεῖτε, φῶς καὶ σκότος τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας. 47 Φως και σκότος, ευλογείτε τον Κυριον. Υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν στους αιώνας. 47 Φῶς καὶ σκοτάδι, εὐλογεῖτε καὶ δοξάζετε τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ δοξολογεῖτε Αὐτὸν ὑπέρμετρα εἰς τοὺς αἰῶνας.
48 εὐλογεῖτε, ψῦχος καὶ καῦμα, τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας. 48 Ψύχος και καύσων, ευλογείτε τον Κυριον. Υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν στους αιώνας. 48 Ψῦχος καὶ καύσων, εὐλογεῖτε καὶ δοξάζετε τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε Αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας.
49 εὐλογεῖτε, πάχναι καὶ χιόνες, τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας. 49 Παχναι και χιόνες, ευλογείτε τον Κυριον. Υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν στους αιώνας. 49 Πάχνες καὶ χιόνια, εὐλογεῖτε καὶ δοξάζετε τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ ἐξαίρετε τὸ μεγαλεῖον του εἰς τοὺς αἰῶνας.
50 εὐλογεῖτε, ἀστραπαὶ καὶ νεφέλαι τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας. 50 Αστραπαί και νεφέλαι, ευλογείτε τον Κυριον. Υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν στους αιώνας. 50 Εὐλογεῖτε καὶ δοξάζετε, ἀστραπὲς καὶ σύννεφα, τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε Αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας.
51 εὐλογείτω ἡ γῆ τὸν Κύριον· ὑμνείτω καὶ ὑπερυψούτω αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας. 51 Ολόκληρος η γη ας δοξάζη τον Κυριον. Ας υμνη και ας υπερυψώνη αυτόν στους αιώνας. 51 Ἂς εὐλογῇ καὶ ἂς δοξάζῃ ὅλη ἡ γῆ τὸν Κύριον· ἂς Τὸν ὑμνῇ καὶ ἂς Τὸν ὑπερυψώνῃ εἰς τοὺς αἰῶνας.
52 εὐλογεῖτε, ὄρη καὶ βουνοὶ τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας. 52 Ορη και λόφοι, ευλογείτε τον Κυριον. Υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν στους αιώνας. 52 Εὐλογεῖτε καὶ δοξάζετε, ὑψηλὰ ὅρη καὶ χαμηλὰ βουνὰ <λόφοι>, τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ δοξολογεῖτε Αὐτὸν ὑπέρμετρα εἰς τοὺς αἰῶνας.
53 εὐλογεῖτε, πάντα τά φυόμενα ἐν τῇ γῇ, τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας. 53 Ολα όσα φυτρώνουν εις την γην, ευλογείτε τον Κυριον. Υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν στους αιώνας. 53 Εὐλογεῖτε καὶ δοξάζετε, ὅλα ὅσα φυτρώνουν εἰς τὴν γῆν, ὅλη ἡ βλάστησις, τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε Αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας.
54 εὐλογεῖτε, θάλασσα καὶ ποταμοί, τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας. 54 Θαλασσα και ποταμοί, ευλογείτε τον Κυριον. Υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν στους αιώνας. 54 Θάλασσα καὶ ποταμοί, εὐλογεῖτε καὶ δοξάζετε τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ δοξολογεῖτε Αὐτὸν ὑπέρμετρα εἰς τοὺς αἰῶνας.
55 εὐλογεῖτε, αἱ πηγαί, τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας. 55 Πηγαί υδάτων, ευλογείτε τον Κυριον. Υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν στους αιώνας. 55 Πηγὲς τῶν ὑδάτων, εὐλογεῖτε καὶ δοξάζετε τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ ἐξαίρετε τὸ μεγαλεῖον του εἰς τοὺς αἰῶνας.
56 εὐλογεῖτε, κήτη καὶ πάντα τὰ κινούμενα ἐν τοῖς ὕδασι, τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας. 56 Τα μεγάλα κήτη, οι ιχθύες της θαλάσσης και όλα όσα κινούνται εις τα ύδατα, ευλογείτε τον Κυριον. Υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν εις τους αιώνας 56 Μεγάλα θαλάσσια κήτη καὶ ὅλα ὅσα ζοῦν καὶ κινοῦνται μέσα εἰς τὰ ὕδατα τῶν θαλασσῶν καὶ τῶν ποταμῶν, εὐλογεῖτε καὶ δοξάζετε τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε Αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας.
57 εὐλογεῖτε, πάντα τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ, τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας. 57 Ολα τα πτηνά του ουρανού, ευλογείτε τον Κυριον. Υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν στους αιώνας. 57 Εὐλογεῖτε καὶ δοξάζετε, ὅλα τὰ πουλιὰ τοῦ οὐρανοῦ, τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ δοξολογεῖτε Αὐτὸν ὑπέρμετρα εἰς τοὺς αἰῶνας.
58 εὐλογεῖτε, πάντα τά θηρία καὶ τὰ κτήνη, τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας. 58 Ολα τα θηρία της γης και όλα τα ήμερα ζώα, ευλογείτε τον Κυριον. Υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν εις τους αιώνας. 58 Εὐλογεῖτε καὶ δοξάζετε, ὅλα τὰ ἄγρια θηρία τῆς γῆς καὶ ὅσα ἥμερα ζῶα ὑπηρετοῦν τὶς ἀνάγκες τοῦ ἄνθρωπον, τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε Αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας.
59 εὐλογεῖτε, υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων, τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας. 59 Υιοί των ανθρώπων, ευλογείτε τον Κυριον. Υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν στους αιώνας. 59 Εὐλογεῖτε καὶ δοξάζετε, υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων, τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ δοξολογεῖτε Αὐτὸν ὑπέρμετρα εἰς τοὺς αἰῶνας.
60 εὐλογεῖτε, ᾿Ισραήλ, τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας. 60 Ισραηλίται, ευλογείτε τον Κυριον. Υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν στους αιώνας. 60 Εὐλογεῖτε, Ἰσραηλῖται, καὶ δοξάζετε τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε Αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας.
61 εὐλογεῖτε, ἱερεῖς Κυρίου, τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας. 61 Ιερείς του Κυρίου, ευλογείτε τον Κυριον. Υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν στους αιώνας. 61 Ἱερεῖς τοῦ Κυρίου, εὐλογεῖτε καὶ δοξάζετε τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ ἐξαίρετε τὸ μεγαλεῖον του εἰς τοὺς αἰῶνας.
62 εὐλογεῖτε, δοῦλοι Κυρίου, τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας. 62 Δούλοι Κυρίου, ευλογείτε τον Κυριον. Υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν εις τους αιώνας. 62 Δοῦλοι καὶ πιστοὶ τοῦ Κυρίου, εὐλογεῖτε καὶ δοξάζετε τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε Αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας.
63 εὐλογεῖτε, πνεύματα καὶ ψυχαὶ δικαίων, τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας. 63 Πνεύματα και ψυχαί δικαίων, ευλογείτε τον Κυριον, υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν στους αιώνας. 63 Πνεύματα καὶ ψυχὲς τῶν δικαίων, εὐλογεῖτε καὶ δοξάζετε τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ δοξολογεῖτε Αὐτὸν ὑπέρμετρα εἰς τοὺς ἀπεράντους αἰῶνας.
64 εὐλογεῖτε, ὅσιοι καὶ ταπεινοὶ τῇ καρδίᾳ, τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας. 64 Οσιοι και ταπεινοί κατά την καρδίαν, ευλογείτε τον Κυριον. Υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν στους αιώνας. 64 Εὐλαβεῖς καὶ ἀφωσιωμένοι εἰς τὸν Κύριον καὶ ὅσοι μὲ ταπείνωσιν ἐπικαλεῖσθε τὸ ὄνομά του, εὐλογεῖτε καὶ δοξάζετε τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε Αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας.
65 εὐλογεῖτε, ᾿Ανανία, ᾿Αζαρία, Μισαήλ, τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας, ὅτι ἐξείλετο ἡμᾶς ἐξ ᾅδου καὶ ἐκ χειρὸς θανάτου ἔσωσεν ἡμᾶς, ἐρρύσατο ἡμᾶς ἐκ μέσου καμίνου καιομένης φλογὸς καὶ ἐκ μέσου πυρὸς ἐρρύσατο ἡμᾶς. 65 Ανανία, Αζαρία και Μισαήλ, ευλογείτε τον Κυριον. Υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν στους αιώνας, διότι μας έβγαλεν από τον άδην, μας έσωσεν από τα χέρια του θανάτου, μας εγλύτωσεν από το μέσον της καμίνου, από τη καιομένην φλόγα. Μας έσωσεν ανάμεσα από την φωτιάν. 65 Εὐλογεῖτε καὶ δοξάζετε, Ἀνανία, Ἀζαρία καὶ Μισαήλ, τὸν Κύριον ὑμνεῖτε καὶ δοξολογεῖτε Αὐτὸν ὑπέρμετρα εἰς τοὺς ἀπεράντους αἰῶνας, διότι μᾶς ἔβγαλε ἀπὸ τὸν Ἅδην καὶ μᾶς ἔσωσεν ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ θανάτου.Μᾶς ἐγλύτωσε μέσα ἀπὸ τὸ καμίνι, μέσα ἀπὸ τὴν ἀναμμένην καὶ καιομένην φλόγα· μᾶς ἔσωσε μέσα ἀπὸ τὴν φωτιά.
66 ἐξομολογεῖσθε τῷ Κυρίῳ, ὅτι χρηστός, ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα τὸ ἔλεος αὐτοῦ. 66 Δοξολογήσατε τον Κυριον, ιδιότι είναι αγαθός και διότι το έλεός του είναι αιώνιον. 66 Δοξολογεῖτε καὶ εὐχαριστεῖτε μὲ εὐγνωμοσύνην τὸν Κύριον, διότι εἶναι εὐεργετικὸς καὶ γεμᾶτος καλωσύνην, διότι τὸ ἔλεος καὶ ἡ εὐσπλαγχνία του εἶναι ἀνεξάντλητα καὶ διαρκοῦν αἰωνίως.
67 εὐλογεῖτε, πάντες οἱ σεβόμενοι τὸν Κύριον τὸν Θεὸν τῶν θεῶν, ὑμνεῖτε καὶ ἐξομολογεῖσθε, ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα τὸ ἔλεος αὐτοῦ. 67 Ολοι σεις, που τον λατρεύετε, ευλογείτε τον Κυριον, που είναι Θεός των θεών. Υμνείτε και δοξολογείτε αυτόν, διότι το έλεός του είναι αιώνιον”. 67 Ὅλοι σεῖς οἱ ὁποῖοι λατρεύετε τὸν Κύριον, δοξολογεῖτε καὶ εὐχαριστεῖτε τὸν Κύριον, τὸν ἀληθινὸν καὶ ζωντανὸν Θεόν, ὁ ὁποῖος κατεξουσιάζει καὶ κατεντροπιάζει τοὺς ψευδοθεοὺς τῶν εἰδώλων· ὑμνεῖτε καὶ δοξολογεῖτε Αὐτόν, διότι τὸ ἔλεος καὶ ἡ εὐσπλαγχνία του εἶναι ἀνεξάντλητα καὶ μένουν καὶ διαρκοῦν αἰωνίως>.
(Τέλος τῆς προσευχῆς καὶ τοῦ ὕμνου) (Τέλος της προσευχής και του ύμνου) (Τέλος τῆς προσευχῆς καὶ τοῦ ὕμνου)
24 Καὶ Ναβουχοδονόσορ ἤκουσεν ὑμνούντων αὐτῶν καὶ ἐθαύμασε καὶ ἐξανέστη ἐν σπουδῇ καὶ εἶπε τοῖς μεγιστᾶσιν αὐτοῦ· οὐχὶ ἄνδρας τρεῖς ἐβάλομεν εἰς τὸ μέσον τοῦ πυρὸς πεπεδημένους; καὶ εἶπον τῷ βασιλεῖ· ἀληθῶς, βασιλεῦ. 24 Ο Ναβουχοδανόσορ, ήκουσεν αυτούς να υμνολογούν τον Θεόν, εκυριεύθη από θαυμασμόν, ανεπήδησε βιαστικά από το θρόνον του και είπεν στους μεγιστάνας του· “τρεις άνδρας δεμένους δεν ερρίψαμεν ημείς στο μέσον του πυρός;” Εκείνοι απήντησαν στον βασιλέα· “πράγματι, βασιλεύ, έτσι είναι”. 24 Ὁ Ναβουχοδονόσορ ἄκουσε τοὺς Τρεῖς Παῖδας νὰ ὑμνοῦν καὶ νὰ δοξάζουν τὸν Θεὸν καὶ ἔμεινε κατάπληκτος, γεμᾶτος θαυμασμὸν καὶ ἀπορίαν.Ἀνεπήδησεν ἀπότομα καὶ μὲ ὁρμὴν ἀπὸ τὸν θρόνον του καὶ εἶπεν εἰς τοὺς μεγιστᾶνες, τοὺς στενοὺς συμβούλους του: <Τρεῖς ἄνδρες δὲν ἐρρίψαμεν δεμένους εἰς τὸ μέσον τῆς φωτιᾶς τοῦ πυρακτωμένου καμινιοῦ;> Αὐτοὶ δὲ ἀπεκρίθησαν εἰς τὸν βασιλιᾶ· <Μάλιστα, βασιλιᾶ, αὐτὸ εἶναι ἀλήθεια>.
25 καὶ εἶπεν ὁ βασιλεύς· ἰδοὺ ἐγὼ ὁρῶ ἄνδρας τέσσαρας λελυμένους καὶ περιπατοῦντας ἐν μέσῳ τοῦ πυρός, καὶ διαφθορὰ οὐκ ἔστιν ἐν αὐτοῖς, καὶ ἡ ὅρασις τοῦ τετάρτου ὁμοία υἱῷ Θεοῦ. 25 Ο βασιλεύς είπεν· “ιδού εγώ βλέπω τέσσαρας άνδρας λυμένους να περιπατούν εν τω μέσω του πυρός. Δεν βλέπω να υπάρχη καμμία βλάβη εις αυτούς από το πυρ, η δε όψις του τετάρτου δεν είναι όμοια προς άνθρωπον, αλλά προς υιόν Θεού”. 25 <Ἀλλά>, συνέχισεν ὁ βασιλιᾶς, <ἰδού! Ἐγὼ βλέπω τέσσερις ἄνδρες λυμένους <ὄχι δεμένους> νὰ περιπατοῦν ἄνετα εἰς τὸ μέσον τῆς φωτιᾶς! Τοὺς βλέπω ἐντελῶς ἀνέπαφους, καμμία βλάβη δὲν ὑπάρχει εἰς αὐτοὺς ἀπὸ τὴν φωτιά! ἡ δὲ ὄψις καὶ ἐμφάνισις τοῦ τετάρτου εἶναι ὅμοια πρὸς υἱόν <ἀγγέλου> Θεοῦ>!
26 τότε προσῆλθε Ναβουχοδονόσορ πρὸς τὴν θύραν τῆς καμίνου τοῦ πυρὸς τῆς καιομένης καὶ εἶπε· Σεδράχ, Μισάχ, ᾿Αβδεναγώ, οἱ δοῦλοι τοῦ Θεοῦ τοῦ ῾Υψίστου, ἐξέλθετε καὶ δεῦτε. καὶ ἐξῆλθον Σεδράχ, Μισάχ, ᾿Αβδεναγὼ ἐκ μέσου τοῦ πυρός. 26 Ο Ναβουχοδονόσορ ο ίδιος επλησίασεν εις την θύραν της καμίνου του πυρός, η οποία εξακολουθούσε να καίεται, και είπε· “Σεδράχ, Μισάχ και Αβδεναγώ, δούλοι του Θεού του Υψίστου, εβγάτε αο την κάμινον και ελάτε εδώ”. Ο Σεδράχ ο Μισαχ και ο Αβδεναγώ εβγήκαν εκ του μέσου του πυρός. 26 Τότε ὁ Ναβουχοδονόσορ ἐπλησίασε κοντὰ εἰς τὸ ἄνοιγμα <τὴν θύραν>, ποὺ εὑρίσκετο χαμηλὰ εἰς τὰ πλάγια τοῦ πυρίνου καμινιοῦ, καὶ ἀπευθυνόμενος πρὸς τοὺς Τρεῖς Παῖδας ποὺ ἦσαν μέσα, εἶπε: <Σεδράχ, Μισὰχ καὶ Ἀβδεναγώ, δοῦλοι τοῦ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου, βγῆτε ἔξω καὶ ἐλάτε ἐδῶ!> Καὶ οἱ Σεδράχ, Μισὰχ καὶ Ἀβδεναγὼ ἐβγῆκαν ἀπὸ τὸ μέσον τῆς φωτιᾶς.
27 καὶ συνάγονται οἱ σατράπαι καὶ οἱ στρατηγοὶ καὶ οἱ τοπάρχαι καὶ οἱ δυνάσται τοῦ βασιλέως καὶ ἐθεώρουν τοὺς ἄνδρας ὅτι οὐκ ἐκυρίευσε τὸ πῦρ τοῦ σώματος αὐτῶν, καὶ ἡ θρὶξ τῆς κεφαλῆς αὐτῶν οὐκ ἐφλογίσθη, καὶ τὰ σαράβαρα αὐτῶν οὐκ ἠλλοιώθη, καὶ ὀσμὴ πυρὸς οὐκ ἦν ἐν αὐτοῖς. 27 Τοτε οι σατράπαι και οι στρατηγοί και οι τοπάρχαι και οι άρχοντες του βασιλέως, έβλεπαν με θαυμασμόν τους τρεις αυτούς άνδρας, διότι δεν τους είχε θίξει καθόλου το πυρ· ούτε μία τρίχα της κεφαλής των δεν είχε καή. Τα ενδύματά των δεν μετεβλήθησαν καθόλου· ούτε καν οσμή πυρός δεν υπήρχεν επάνω εις αυτούς. 27 Τότε οἱ σατράπαι καὶ οἱ στρατηγοὶ καὶ οἱ τοπάρχαι <κυβερνῆται περιοχῶν> καὶ γενικῶς οἱ ἀξιωματοῦχοι τοῦ βασιλιᾶ ἔβλεπαν μὲ προσοχὴν καὶ ἔκπληξιν τοὺς τρεῖς ἄνδρες, διότι ἡ φωτιὰ δὲν ἔθιξε καθόλου τὰ σώματά των, καὶ οὔτε μία τρίχα τῆς κεφαλῆς των δὲν εἶχε καῇ· τὰ δὲ ἐνδύματά των δὲν ἐκαψαλίσθηκαν καὶ δὲν παρεμορφώθησαν, ἀλλ' οὔτε καὶ μυρωδιὰ φωτιᾶς ὑπῆρχεν ἐπάνω των!
28 καὶ ἀπεκρίθη Ναβουχοδονόσορ ὁ βασιλεὺς καὶ εἶπεν· εὐλογητὸς ὁ Θεὸς τοῦ Σεδράχ, Μισάχ, ᾿Αβδεναγώ, ὃς ἀπέστειλε τὸν ἄγγελον αὐτοῦ καὶ ἐξείλατο τοὺς παῖδας αὐτοῦ, ὅτι ἐπεποίθεισαν ἐπ' αὐτῷ καὶ τὸ ρῆμα τοῦ βασιλέως ἠλλοίωσαν καὶ παρέδωκαν τὰ σώματα αὐτῶν εἰς πῦρ, ὅπως μὴ λατρεύσωσι μηδὲ προσκυνήσωσι παντὶ θεῷ, ἀλλ' ἢ τῷ Θεῷ αὐτῶν. 28 Ο βασιλεύς Ναβουχοδονόσορ έλαβε τον λόγον μέ επισημότητα και είπεν· “ευλογημένος ας είναι ο Θεός των Σεδράχ, Μισάχ και Αβδεναγώ, ο οποίος έστειλε τον άγγελον αυτού και εγλύτωσε τους παίδας του, οι οποίοι, επειδή είχαν πίστιν εις αυτόν, παρέβησαν την διαταγήν του βασιλέως και παρέδωκαν τα σώματά των εις την φωτιάν, δια να μη υποχωρήσουν και λατρεύσουν και προσκυνήσουν άλλον θεόν, ειμί μόνον τον Θεόν των. 28 Καὶ ὁ βασιλιᾶς Ναβουχοδονόσορ ἀπεκρίθη καὶ εἶπεν: <Εὐλογημένος καὶ δοξασμένος ἂς εἶναι ὁ Θεὸς τοῦ Σεδράχ, Μισάχ, Ἀβδεναγώ, ὁ ὁποῖος ἀπέστειλε τὸν ἄγγελόν του καὶ ἔσωσε καὶ ἐλευθέρωσε τοὺς δούλους του, διότι, ἐπειδὴ εἶχαν ἀπόλυτον πίστιν εἰς Αὐτόν, ἀψήφησαν καὶ παρέβησαν τὸ διάταγμα τοῦ βασιλιᾶ· καὶ ἐπροτίμησαν νὰ παραδώσουν τὰ σώματα τῶν εἰς τὴν φωτιά, παρὰ νὰ λατρεύσουν καὶ νὰ προσκυνήσουν οἰονδηποτε ἄλλον θεόν, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Θεόν των.
29 καὶ ἐγὼ ἐκτίθεμαι δόγμα· πᾶς λαός, φυλή, γλῶσσα, ἣ ἐὰν εἴπῃ βλασφημίαν κατὰ τοῦ Θεοῦ Σεδράχ, Μισάχ, ᾿Αβδεναγώ, εἰς ἀπώλειαν ἔσονται καὶ οἱ οἶκοι αὐτῶν εἰς διαρπαγήν, καθότι οὐκ ἔστι θεὸς ἕτερος, ὅστις δυνήσεται ρύσασθαι οὕτως. 29 Εγώ, λοιπόν εκδίδω διαταγήν, κάθε άνθρωπος οιουδήποτε λαού, οιασδήποτε φυλής και γλώσσης, ο οποίος θα τολμήση να εκστομίση βλασφημίαν εναντίον του Θεού του Σεδράχ, του Μισάχ και του Αβδεναγώ, θα παραδοθή εις θάνατον, ο δε οίκος και η περιουσία του θα δημευθούν, διότι δεν υπάρχει άλλος Θεός, ο οποίος να ημπορή κατ' αυτόν τον θαυμαστόν τρόπον να σώζη τους ανθρώπους του”! 29 Ὡς ἐκ τούτου ἐγὼ ἐκδίδω διαταγήν, συμφώνως πρὸς τὴν ὁποίαν: Κάθε ἄνθρωπος ὁποιονδήποτε λαοῦ, ὁποιοσδήποτε φυλῆς καὶ γλώσσης, ὁ ὁποῖος θὰ τολμήσῃ νὰ ἐκστομίσῃ βλασφημίαν ἐναντίον τοῦ Θεοῦ τῶν Σεδράχ, Μισάχ, Ἀβδεναγώ, θὰ θανατωθῇ, ἡ δὲ ἀκίνητος καὶ κινητῇ περιουσία του θὰ δημευθοῦν διότι δὲν ὑπάρχει ἄλλος θεὸς ὁ ὁποῖος νὰ ἔχῃ τὴν δύναμιν νὰ προσφέρῃ παρομοίαν θαυμαστὴν σωτηρίαν>.
30 τότε ὁ βασιλεὺς κατεύθυνε τὸν Σεδράχ, Μισάχ, ᾿Αβδεναγὼ ἐν τῇ χώρᾳ Βαβυλῶνος καὶ ηὔξησεν αὐτοὺς καὶ ἠξίωσεν. αὐτοὺς ἡγεῖσθαι πάντων τῶν ᾿Ιουδαίων τῶν ἐν τῇ βασιλείᾳ αὐτοῦ. 30 Τοτε ο βασιλεύς ώρισε διοικητάς τον Σεδράχ, τον Μισάχ και τον Αβδεναγώ εις την χώραν της Βαβυλώνος. Τους εδόξασε και τους έδωσεν αξιώμα, ώστε να είναι αρχηγοί όλων των Ιουδαίων, που υπήρχον εις την βασιλείαν του. Εξέδωσε δε την εξής διαταγήν. 30 Τότε ὁ βασιλιᾶς προήγαγε καὶ ἐγκατέστησε τὸν Σεδράχ, Μισὰχ καὶ Ἀβδεναγὼ ὡς διοικητὰς εἰς τὴν ἐπαρχίαν <ἐπικράτειαν> τῆς Βαβυλῶνος.Τοὺς ἐδόξασε δὲ καὶ τοὺς παρεχώρησε τὴν ἐξουσίαν νὰ ἡγοῦνται ὅλων τῶν Ἰουδαίων οἱ ὁποῖοι ἐζοῦσαν εἰς τὴν δικαιοδοσίαν τῆς βασιλείας του.
31 Ναβουχοδονόσορ ὁ βασιλεὺς πᾶσι τοῖς λαοῖς, φυλαῖς καὶ γλώσσαις τοῖς οἰκοῦσιν ἐν πάσῃ τῇ γῇ· εἰρήνη ὑμῖν πληθυνθείη· 31 “Εγώ ο βασιλεύς Ναβουχοδονόσορ, απευθύνομαι προς όλους τους ανθρώπους όλων των λαών, των φύλων και των γλωσσών, που κατοικούν εις όλον τον κόσμον, ας είναι πλουσία και αμετακίνητος μεταξύ σας η ειρήνη. 31 <Ἐγὼ> ὁ βασιλιᾶς Ναβουχοδονόσορ <ἀπευθύνομαι> πρὸς ὅλους τοὺς ἀνθρώπους ὅλων τῶν λαῶν, φυλῶν καὶ γλωσσῶν, οἱ ὁποῖοι κατοικοῦν εἰς ὅλον τὸν κόσμον <καὶ τοὺς εὔχομαι>: Εἴθε νὰ πληθύνῃ καὶ νὰ πλεονάζῃ εἰς σᾶς ἡ εἰρήνη!
32 τὰ σημεῖα καὶ τὰ τέρατα, ἃ ἐποίησε μετ' ἐμοῦ ὁ Θεὸς ὁ ῞Υψιστος, ἤρεσεν ἐναντίον ἐμοῦ ἀναγγεῖλαι ὑμῖν 32 Μου εφάνη αρεστόν να αναγγείλω εις σας τα καταπληκτικά σημεία και τα θαυμαστά γεγονότα, τα οποία έκαμεν εις εμέ ο Υψιστος Θεός, 32 Μοῦ ἐφάνη καλὸν καὶ ἀρεστὸν νὰ σᾶς ἀνακοινώσω τὰ μεγάλα θαύματα καὶ τὰ ἔργα ποὺ προκαλοῦν κατάπληξιν καὶ τρόμον, τὰ ὁποῖα ἔκαμεν εἰς Ἐμὲ ὁ Ὕψιστος Θεός, καὶ νὰ σᾶς γνωστοποιήσω
33 ὡς μεγάλα καὶ ἰσχυρά· ἡ βασιλεία αὐτοῦ βασιλεία αἰώνιος καὶ ἡ ἐξουσία αὐτοῦ εἰς γενεὰν καὶ γενεάν. 33 να σας πω πόσον μεγάλα και θαυμαστά ήσαν. Η βασιλεία του είναι βασιλεία αιωνία και η εξουσία του εκτείνεται εις όλας τας γενεάς των γενεών”. 33 πόσον μεγάλα καὶ θαυμαστὰ ὑπῆρξαν αὐτά! Ἡ βασιλεία του εἶναι βασιλεία αἰωνία, ἢ δὲ δύναμις καὶ κυριαρχία του ἰσχύουν πάντοτε καὶ ἐκτείνονται ἀπαύστως καὶ αἰωνίως ἀπὸ τὴν μίαν γενεὰν εἰς τὴν ἄλλην γενεάν!>