Τετάρτη, 24 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:38
Δύση: 20:10
Σελ. 16 ημ.
115-251
16ος χρόνος, 5912η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΔΑΝΙΗΛ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10 (Ι)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΕΝ ἔτει τρίτῳ Κύρου βασιλέως Περσῶν λόγος ἀπεκαλύφθη τῷ Δανιήλ, οὗ τὸ ὄνομα ἐπεκλήθη Βαλτάσαρ, καὶ ἀληθινὸς ὁ λόγος, καὶ δύναμις μεγάλη καὶ σύνεσις ἐδόθη αὐτῷ ἐν τῇ ὀπτασίᾳ. 1 Κατά το τρίτον έτος της βασιλείας του Κυρου, βασιλέως των Περσών, απεκαλύφθη στον Δανιήλ, ο οποίος επωνομάζετο και Βαλτάσαρ, προφητικός λόγος. Αυτός ο προφητικός λόγος ήτο αληθινός, θείος, μεγάλη δε η δύναμίς του. Εις τον Δανιήλ εδόθη σύνεσις, ώστε να κατανόηση το προφητικόν εκείνο όραμα. 1 Κατὰ τὸ τρίτον ἔτος τῆς βασιλείας τοῦ βασιλιᾶ τῶν Περσῶν Κύρου ἀπεκαλύφθη εἰς τὸν Δανιήλ, ὁ ὁποῖος ἐπωνομάζετο Βαλτάσαρ, λόγος προφητικός· καὶ ὁ προφητικὸς αὐτὸς λόγος ἦταν ἀληθινὸς πέραν πάσης ἀμφιβολίας, θεῖος, καὶ ἡ δύναμίς του ἐξόχως σημαντικὴ <ἤ, κατ' ἄλλην ἑρμηνείαν: Καὶ γεμᾶτος βάσανα, δυστυχίες>.Εἰς δὲ τὸν Δανιὴλ ἐδόθη σοφία καὶ σύνεσις, ὥστε νὰ διακρίνῃ καὶ κατανοήσῃ τὸ περιεχόμενον τοῦ σπουδαιοτάτου ἐκείνου προφητικοῦ ὁράματος.
2 ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις ἐγὼ Δανιὴλ ἤμην πενθῶν τρεῖς ἑβδομάδας ἡμερῶν· 2 Κατά τας ημέρας εκείνας εγώ ο Δανιήλ επενθούσα επί τρεις ολοκλήρους εβδομάδας. 2 Κατὰ τὶς ἡμέρες ἐκεῖνες ἐγώ, ὁ Δανιήλ, ἐπενθοῦσα καὶ ἔκλαια ἐπὶ τρεῖς ὁλόκληρες ἑβδομάδες.
3 ἄρτον ἐπιθυμιῶν οὐκ ἔφαγον, καὶ κρέας καὶ οἶνος οὐκ εἰσῆλθεν εἰς τὸ στόμα μου, καὶ ἄλειμμα οὐκ ἠλειψάμην ἕως πληρώσεως τριῶν ἑβδομάδων ἡμερῶν. 3 Κανένα γευστικόν και ευχάριστον φαγητόν δεν έφαγα. Κρέας και οίνος δεν εισήλθον στο στόμα μου, με μύρα δεν ηλείφθην, μέχρις ότου συνεπληρώθησαν αι ημέραι των τριών εβδομάδων. 3 Δὲν ἔφαγα κανένα ἀπολαυστικὸν φαγητόν, κρέας καὶ κρασί δὲν ἔβαλα εἰς τὸ στόμα μου, οὔτε ἄλειψα μὲ ἀρώματα τὸ σῶμά μου, μέχρις ὅτου συνεπληρώθη ἡ περίοδος τῶν τριῶν αὐτῶν ἑβδομάδων τοῦ πένθους.
4 ἐν ἡμέρᾳ εἰκοστῇ τετάρτῃ τοῦ μηνὸς τοῦ πρώτου, καὶ ἐγὼ ἤμην ἐχόμενα τοῦ ποταμοῦ τοῦ μεγάλου, αὐτός ἐστι Τίγρις, ᾿Εδδεκέλ, 4 Κατά την εικοστήν τετάρτην του πρώτου μηνός εγώ ευρισκόμην πλησίον του μεγάλου ποταμού, του οποίου το όνομα είναι Τιγρις, εβραϊστί δε Εδδεκέλ. 4 Κατὰ τὴν εἰκοστὴν τετάρτην ἡμέραν τὸν πρῶτον μηνὸς τοῦ Ἰουδαϊκοῦ θρησκευτικοῦ ἔτους, δηλαδὴ τὸν Νισάν <ἀντιστοιχεῖ πρὸς τὸν ἰδικόν μας Μάρτιον - Ἀπρίλιον> ἐγώ, ὁ Δανιήλ, εὐρισκόμουν κοντὰ εἰς τὸν μεγάλον ποταμόν - ὁ ποταμὸς αὐτὸς εἶναι ὁ Τίγρις, ὁ ὁποῖος εἰς τὰ Ἑβραϊκὰ ὀνομάζεται Ἐδδεκέλ -
5 καὶ ᾖρα τοὺς ὀφθαλμούς μου καὶ εἶδον καὶ ἰδοὺ ἀνὴρ εἷς ἐνδεδυμένος βαδδίν, καὶ ἡ ὀσφὺς αὐτοῦ περιεζωσμένη ἐν χρυσίῳ ᾿Ωφάζ, 5 Εσήκωσα τα μάτια μου και ιδού, είδον ένα άνδρα, ο οποίος εφορούσε λίνον ένδυμα και είχε ζωσμένην την μέσην αυτού με ζώνην κοσμημένην με χρυσίον Ωφάζ. 5 ἐσήκωσα δὲ τὰ μάτια μου καὶ ἔξαφνα, Ἰδού! Εἶδα ἕνα ἄνδρα, ὁ ὁποῖος ἦταν ντυμένος μὲ μεγαλοπρεπὲς ἔνδυμα λινὸν λευκόν, καὶ ἡ μέση του ἦταν ζωσμένη μὲ ζώνην κοσμημένην μὲ χρυσάφι Ὠφάζ, δηλαδὴ χρυσάφι λαμπρότατον καὶ καθαρώτατον·
6 καὶ τὸ σῶμα αὐτοῦ ὡσεὶ θαρσίς, καὶ τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ὡσεὶ ὅρασις ἀστραπῆς, καὶ οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ ὡσεὶ λαμπάδες πυρός, καὶ οἱ βραχίονες αὐτοῦ καὶ τὰ σκέλη ὡς ὅρασις χαλκοῦ στίλβοντος καὶ ἡ φωνὴ τῶν λόγων αὐτοῦ ὡς φωνὴ ὄχλου. 6 Το σώμα του εφαίνετο ωσάν τον πολύτιμον λίθον θαρσίς, το δε πρόσωπόν του είχε την λάμψιν της αστραπής. Τα μάτια του έλαμπαν ωσάν λαμπάδες πυρός, οι βραχίονες του και τα σκέλη του ωσάν στίλβων χαλκός και ο ήχος των λόγων του ήτο ωσάν τον ήχον πολυαρίθμων ανθρώπων. 6 τὸ δὲ σῶμα του ἐφαίνετο ὡσὰν τὸν πολύτιμον λάμποντα λίθον Θαρσίς <τὸν θαλασσοπράσινον πολύτιμον λίθον βήρυλλον>, ἐνῷ τὸ πρόσωπόν του εἶχε τὴν λάμψιν καὶ τὴν ἀκτινοβολίαν τῆς ἀστραπῆς · τὰ μάτια του ἦσαν λαμπερὰ καὶ ἀστραφτερὰ ὡσὰν πύρινες λαμπάδες· οἱ βραχίονες καὶ τὰ σκέλη του εἶχαν τὴν ὄψιν λαμπεροῦ ἀκτινοβόλου χαλκοῦ, ἐνῷ ὁ ἦχος τῆς φωνῆς του ἦταν ὡσὰν τὸ βουητὸ πλήθους πολλοῦ λαοῦ.
7 καὶ εἶδον ἐγὼ Δανιὴλ μόνος τὴν ὀπτασίαν, καὶ οἱ ἄνδρες οἱ μετ' ἐμοῦ οὐκ εἶδον τὴν ὀπτασίαν, ἀλλ' ἢ ἔκστασις μεγάλη ἐπέπεσεν ἐπ' αὐτούς, καὶ ἔφυγον ἐν φόβῳ. 7 Εγώ μόνος ο Δανιήλ είδα αυτήν την οπτασίαν. Οι άνδρες, που ήσαν μαζή μου, δεν είδαν το όραμα, αλλά κατέλαβεν αυτούς μεγάλο δέος και έφυγαν τρομαγμένοι. 7 Τὴν ὀπτασίαν αὐτὴν εἶδα ἐγὼ μόνος, ὁ Δανιήλ, οἱ δὲ ἄνδρες ποὺ ἦσαν μαζί μου δὲν εἶδαν τὴν ὀπτασίαν, ἀλλὰ τοὺς ἐκυρίευσε κατάπληξις, φόβος μεγάλος, καὶ ἔφυγαν κατατρομαγμένοι.
8 καὶ ἐγὼ ὑπελείφθην μόνος, καὶ εἶδον τὴν ὀπτασίαν τὴν μεγάλην ταύτην, καὶ οὐχ ὑπελείφθη ἐν ἐμοὶ ἰσχύς, καὶ ἡ δόξα μου μετεστράφη εἰς διαφθοράν, καὶ οὐκ ἐκράτησα ἰσχύος. 8 Εγώ απέμεινα μόνος εκεί και είδα την μεγάλην αυτήν οπτασίαν. Εξ αιτίας δε του μεγαλειώδους αυτού οράματος δεν μου έμεινε καμμία δύναμις. ' Ηλλοιώθη και παρεμορφώθη το πρόσωπόν μου. Εχασα την σωματικήν δύναμιν και δεν ηδυνάμην να σταθώ όρθιος. 8 Ἐγὼ δὲ ἀπέμεινα μόνος καὶ εἶδα αὐτὴν τὴν μεγάλην ὀπτασίαν καὶ ἐξ αἰτίας τοῦ συγκλονιστικοῦ τούτου ὁράματος δὲν μοῦ ἀπέμεινε δύναμις· ὅλη δὲ ἡ ἐμφάνισις τοῦ προσώπου μου ἄλλαξε καὶ παρεμορφώθη, ἡ δὲ δύναμίς μου μὲ ἐγκατέλειψε καὶ δὲν ἠμποροῦσα νὰ σταθῶ ὄρθιος.
9 καὶ ἤκουσα τὴν φωνὴν τῶν λόγων αὐτοῦ καὶ ἐν τῷ ἀκοῦσαί με αὐτοῦ ἤμην κατανενυγμένος, καὶ τὸ πρόσωπόν μου ἐπὶ τὴν γῆν. 9 Ηκουσα την φωνήν των λόγων του και όταν την ήκουσα, εκυριεύθην από φόβον. Επεσα κάτω με το πρόσωπον στο έδαφος. 9 Ἄκουσα τὴν φωνὴν τῶν λόγων του καί, ἐνῷ τὴν ἄκουα, ἐκυριεύθηκα ἀπὸ βαθυτάτην συγκίνησιν, θάμβος καὶ φόβον, καὶ μὴ δυνάμενος νὰ ἀντικρύζω τὴν φοβερὰν θεωρίαν, ἔπεσα μπρούμυτα, μὲ τὸ πρόσωπόν μου κατὰ γῆς.
10 καὶ ἰδοὺ χεὶρ ἁπτομένη μου καὶ ἤγειρέ με ἐπὶ τὰ γόνατά μου. 10 Και ιδού, ένα χέρι με ήγγισε και με εσήκωσε εις τα γόνατά μου 10 Καὶ ἰδού! Ἐνῷ εὐρισκόμουν εἰς αὐτὴν τὴν στάσιν, ἕνα χέρι μὲ ἄγγισε καὶ μὲ ἐσήκωσεν εἰς τὰ γόνατά μου
11 καὶ εἶπε πρός με· Δανιὴλ ἀνὴρ ἐπιθυμιῶν, σύνες ἐν τοῖς λόγοις, οἷς ἐγὼ λαλῶ πρός σε, καὶ στῆθι ἐπὶ τῇ στάσει σου, ὅτι νῦν ἀπεστάλην πρός σε. καὶ ἐν τῷ λαλῆσαι αὐτὸν πρός με τὸν λόγον τοῦτον ἀνέστην ἔντρομος. 11 και μου είπε· “Δανιήλ, άνθρωπε ευγενών και αγίων επιθυμιών, άκου με προσοχήν και προσπάθησε να κατανόησης τα λόγια, τα οποία εγώ θα σου είπω. Στάσου όρθιος, διότι εγώ έχω αποσταλή προς σε εκ μέρους του Θεού”. Οταν μου είπεν αυτόν τον λόγον εσηκώθηκα όρθιος, αλλά και κατατρομαγμένος. 11 καὶ μοῦ εἶπε: <Δανιήλ, ἄνθρωπε ἰδιαιτέρως ἀγαπητέ <ἐκλεκτέ> τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἔχεις εὐγενεῖς πόθους καὶ ἐπιθυμίες· πρόσεχε ἀκριβῶς, ἄκουσε μὲ σύνεσιν τὰ λόγια ποὺ θὰ σοῦ εἰπῶ καὶ προσπάθησε νὰ τὰ κατανοήσῃς· διῶξε τὸν φόβον καὶ στάσου ὄρθιος, διότι τώρα ἔχω ἀποσταλῇ ἀπὸ τὸν Θεὸν πρὸς σέ>.Μόλις δὲ μοῦ εἶπε αὐτὸν τὸν λόγον, ἐσηκώθηκα ὄρθιος, ἀλλὰ καὶ γεμᾶτος φόβον.
12 καὶ εἶπε πρός με· μὴ φοβοῦ, Δανιήλ, ὅτι ἀπὸ τῆς πρώτης ἡμέρας, ἧς ἔδωκας τὴν καρδίαν σου τοῦ συνεῖναι καὶ κακωθῆναι ἐναντίον Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου, ἠκούσθησαν οἱ λόγοι σου, καὶ ἐγὼ ἦλθον ἐν τοῖς λόγοις σου. 12 Εκείνος δέ μου είπε· “μη φοβείσαι, Δανιήλ, διότι από την πρώτην ημέραν, κατά την οποίαν συ παρέδωσες την καρδίαν σου να μάθης την αλήθειαν, να σκληραγωγηθής και να ταλαιπωρηθής ενώπιον Κυρίου του Θεού σου, ηκούσθησαν οι λόγοι σου από τον Θεόν και εγώ ήλθα να δώσω απόκρισιν στους λόγους σου. 12 Καὶ ὁ οὐράνιος ἀπεσταλμένος εἶπε πρὸς ἐμέ: <Μὴ φοβᾶσαι, Δανιήλ, διότι ἀπὸ τὴν πρώτην ἡμέραν κατὰ τὴν ὁποίαν ἔλαβες σταθερὰν καὶ ἀμετάκλητον ἀπόφασιν νὰ ἐννοήσῃς βαθύτερα τὴν ἀλήθειαν, νὰ κακοπαθήσῃς δὲ ἑκουσίως καὶ νὰ ταλαιπωρηθῇς μὲ νηστείαν καὶ πένθος ἐνώπιον Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου, ἀκούσθηκαν τὰ λόγια σου ἀπὸ τὸν Θεόν· ἀπόδειξις τούτου εἶναι ἡ παρουσία μου, ὅτι ἦλθα ἐγὼ νὰ δώσω ἀπάντησιν εἰς τὰ αἰτήματα τῆς δεήσεώς σου.
13 καὶ ὁ ἄρχων βασιλείας Περσῶν εἱστήκει ἐξ ἐναντίας μου εἴκοσι καὶ μίαν ἡμέραν, καὶ ἰδοὺ Μιχαὴλ εἷς τῶν ἀρχόντων τῶν πρώτων ἦλθε βοηθῆσαί μοι, καὶ αὐτὸν κατέλιπον ἐκεῖ μετὰ τοῦ ἄρχοντος βασιλείας Περσῶν, 13 Ο άγγελος, ο άρχων, κατ' εντολήν του Θεού, του βασιλείου των Περσών, είχε σταθή απέναντί μου και επί είκοσι και μίαν ημέραν με ημπόδιζε. Και ιδού, ο Μιχαήλ ένας από τους πρώτους άρχοντας του ουρανού, ήλθε να με βοηθήση. Αφήκα εγώ αυτόν εκεί να αντιμετωπίση τον άρχοντα του βασιλείου των Περσών, 13 <Ἐγὼ ἀπεστάλην πρὸς σὲ ἀπὸ τὴν πρώτην ἡμέραν τῆς προσευχῆς σου>· ὅμως ὁ ἄρχων Ἄγγελος <ποὺ ὑπερασπίζεται τὰ συμφέροντα> τοῦ βασιλείου τῶν Περσῶν ἐστέκετο ἐμπρός μου καὶ μὲ ἐμπόδιζε ἐπὶ εἴκοσι μία ἡμέρες· ἀλλ’ ἰδού! Ὁ Μιχαήλ, ἕνας ἀπὸ τοὺς πρώτους ἄρχοντας τοῦ οὐρανοῦ, ἦλθε διὰ νὰ μὲ βοηθήσῃ.Αὐτὸν λοιπὸν ἀφῆκα ἐκεῖ νὰ ὁμιλῇ μὲ τὸν ἄρχοντα Ἄγγελον τῶν Περσῶν.
14 καὶ ἦλθον συνετίσαι σε ὅσα ἀπαντήσεται τῷ λαῷ σου ἐπ' ἐσχάτων τῶν ἡμερῶν, ὅτι ἔτι ἡ ὅρασις εἰς ἡμέρας. - 14 και ήλθα να σε ενημερώσω, δια να μάθης τι θα συμβούν στον λαόν σου κατά τας τελευταίας ημέρας. Διότι αυτό το όραμα αναφέρεται εις τας ημέρας εκείνας”. 14 Καὶ ἦλθα νὰ σὲ διαφωτίσω καὶ σὲ πληροφορήσω ποία γεγονότα πρόκειται νὰ συμβοῦν εἰς τὸν λαόν σου κατὰ τὸ πολὺ ἀπομακρυσμένον μέλλον, μέχρι τῆς περιόδου ποὺ θὰ ἔλθῃ ὁ Μεσσίας· διότι ἡ ὅρασις αὐτὴ δὲν θὰ πραγματοποιηθῇ τώρα· ἐκτείνεται πολὺ μακράν· ἀναφέρεται εἰς τὸ ἀπώτατον μέλλον>.
15 Καὶ ἐν τῷ λαλῆσαι αὐτὸν μετ' ἐμοῦ κατὰ τοὺς λόγους τούτους ἔδωκα τὸ πρόσωπόν μου ἐπὶ τὴν γῆν καὶ κατενύγην. 15 Οταν εκείνος μου είπεν αυτούς τους λόγους, εγύρισα το πρόσωπόν μου προς την γην και εκυριεύθην από μεγάλην συγκίνησιν. 15 Ὅταν ὁ οὐράνιος ἀπεσταλμένος εἶπεν εἰς ἐμὲ τὰ λόγια αὐτά, ἔστρεψα τὸ πρόσωπόν μου κάτω, πρὸς τὴν γῆν, καὶ ἐκυριεύθηκα ἀπὸ βαθυτάτην συγκίνησιν, θάμβος καὶ φόβον.
16 καὶ ἰδοὺ ὡς ὁμοίωσις υἱοῦ ἀνθρώπου ἥψατο τῶν χειλέων μου· καὶ ἤνοιξα τὸ στόμα μου καὶ ἐλάλησα καὶ εἶπα πρὸς τὸν ἑστῶτα ἐναντίον μου· Κύριε, ἐν τῇ ὀπτασίᾳ σου ἐστράφη τὰ ἐντός μου ἐν ἐμοί, καὶ οὐκ ἔσχον ἰσχύν· 16 Και ιδού, κάποιος, που ομοίαζε με άνθρωπον, ήγγισε τα χείλη μου, ήνοιξα το στόμα μου, ωμίλησα προς αυτόν που ίστατο απέναντί μου και του είπα· “Κυριε, καθώς σε είδα, συνεταράχθη το εσωτερικόν μου και δεν μου απέμεινε πλέον δύναμις. 16 Ἔξαφνα ὅμως, ἰδού! Κάποιος ποὺ ὠμοίαζε μὲ ἄνθρωπον, ἄγγισε τὰ χείλη μου.Καὶ τότε ἄνοιξα τὸ στόμα μου καὶ ὡμίλησα καὶ εἶπα πρὸς τὸ πρόσωπον ποὺ ἐστέκετο ἐμπρός μου: <Κύριε, μόλις σὲ ἀντίκρυσα, ἡ ψυχή μου ἐγέμισε ταραχὴν καὶ φόβον, καὶ οἱ δυνάμεις μου μὲ ἐγκατέλειψαν.
17 καὶ πῶς δυνήσεται ὁ παῖς σου, Κύριε, λαλῆσαι μετὰ τοῦ Κυρίου μου τούτου; καὶ ἐγὼ ἀπὸ τοῦ νῦν οὐ στήσεται ἐν ἐμοὶ ἰσχύς, καὶ πνεῦμα οὐχ ὑπελείφθη ἐν ἐμοί. 17 Και πως θα ημπορέσω εγώ ο δούλος σου, Κυριε, να ομιλήσω με σε τον Κυριον μου; Διότι από την στιγμήν αυτήν δεν απέμεινε δύναμις εντός μου. Και αυτή η αναπνοή μου έχει κοπή”. 17 Πῶς λοιπὸν θὰ ἠμπορέσω ἐγώ, ὁ δοῦλος σου, Κύριε, νὰ ὁμιλήσω μαζὶ μὲ τὸν Κύριόν μου αὐτόν; Διότι ἀπὸ αὐτὴν τὴν στιγμὴν μὲ ἐγκατέλειψαν ἐντελῶς οἱ δυνάμεις μου, καὶ ἀπὸ τὸν φόβον μου δὲν ἠμπορῶ κἀν νὰ ἀναπνεύσω· ἐκόπη ἡ ἀνάσα μου!>
18 καὶ προσέθετο καὶ ἥψατό μου ὡς ὅρασις ἀνθρώπου καὶ ἐνίσχυσέ με 18 Εκείνος που ωμοίαζε με άνθρωπον, με ήγγισε πάλιν, με ενίσχυσε 18 Τὸ πρόσωπον, ὅμως, ποὺ ὠμοίαζε μὲ ἄνθρωπον μὲ ἄγγισε ἀκόμη μίαν φορὰν καὶ μὲ ἐνίσχυσε
19 καὶ εἶπέ μοι· μὴ φοβοῦ ἀνὴρ ἐπιθυμιῶν, εἰρήνη σοι· ἀνδρίζου καὶ ἴσχυε. καὶ ἐν τῷ λαλῆσαι αὐτὸν μετ' ἐμοῦ ἴσχυσα καὶ εἶπα· λαλείτω ὁ Κύριός μου, ὅτι ἐνίσχυσάς με. 19 και μου είπε· “μη φοβείσαι, άνθρωπε των ευγενών και αγίων επιθυμιών. Η ειρήνη ας είναι μαζή σου. Παρε θάρρος και δύναμιν”. Καθώς δε εκείνος ωμίλησεν έτσι προς εμέ, ησθάνθην ότι επήρα δύναμιν και είπα· “ας ομιλήση ο Κυριος μου, διότι συ με ενεδυνάμωσες”. 19 καὶ μοῦ εἶπε: <Μὴ φοβᾶσαι, ἄνθρωπε ἰδιαιτέρως ἀγαπητὲ <ἐκλεκτέ> τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἔχεις εὐγενεῖς πόθους καὶ ἅγιες ἐπιθυμίες· εἴθε νὰ εἶναι εἰρήνη εἰς σέ.Μὴ ἀγωνίας· προχώρει μὲ ἀποφασιστικότητα ὡς γενναῖος ἄνδρας καὶ ἔχε θάρρος!> Καὶ μόλις ἐκεῖνος ὡμίλησε μαζί μου καὶ μοῦ εἶπεν αὐτὰ τὰ λόγια, ἐνισχύθηκα, ἀνέλαβα δυνάμεις καὶ εἶπα: <Ἂς ὁμιλῇ ὁ Κύριός μου· αἰσθάνομαι ἱκανὸς νὰ σὲ ἀκούω, διότι μοῦ ἔδωκες δύναμιν>.
20 καὶ εἶπεν· εἰ οἶδας, ἱνατί ἦλθον πρός σε; καὶ νῦν ἐπιστρέψω τοῦ πολεμῆσαι μετὰ τοῦ ἄρχοντος Περσῶν· καὶ ἐγὼ ἐξεπορευόμην, καὶ ὁ ἄρχων τῶν ῾Ελλήνων ἤρχετο, 20 Εκείνος είπε· “γνωρίζεις, τάχα, διατί ήλθα προς σέ; Τωρα εγώ θα επιστρέψω να πολεμήσω με τον άρχοντα άγγελον τον εξουσιάζοντα στους Πέρσας. Οταν εγώ έφευγα, ήρχετο ο άγγελος άρχων των Ελλήνων. 20 Καὶ τότε ἐκεῖνος εἶπε: <Γνωρίζεις ἄραγε διατὶ ἦλθα πρὸς σέ; Ἀσφαλῶς ὄχι! Τώρα λοιπὸν θὰ ἐπιστρέψω διὰ νὰ πολεμήσω <νὰ ἀντιμετωπίσω, δηλαδὴ νὰ συνομιλήσω καὶ πείσω> μὲ τὸν ἄρχοντα Ἄγγελον τοῦ βασιλείου τῶν Περσῶν ὅταν ἐγὼ ἔφευγα, ἐρχόταν ὁ ἄρχων Ἄγγελος προστάτης τῶν Ἑλλήνων.
21 ἀλλ' ἢ ἀναγγελῶ σοι τὸ ἐντεταγμένον ἐν γραφῇ ἀληθείας, καὶ οὐκ ἔστιν εἷς ἀντεχόμενος μετ' ἐμοῦ περὶ τούτων, ἀλλ' ἢ Μιχαὴλ ὁ ἄρχων ὑμῶν. 21 Ηλθα λοιπόν να σου αναγγείλω αυτό, που είναι γραμμένον στο βιβλίον της αληθείας. Δεν υπάρχει κανείς άλλος να με βοηθήση εις τας υποθέσεις αυτάς, ειμή μόνον ο άρχων του ιδικού σας έθνους, ο Αρχάγγελος Μιχαήλ. 21 Ἦλθα λοιπὸν νὰ σοῦ ἀναγγείλω αὐτὸ τὸ ὁποῖον ἔχει γραφὴ εἰς τὸ Βιβλίον τῆς Ἀληθείας· εἰς ὅλα δὲ αὐτὰ τὰ γεγονότα δὲν ὑπάρχει κανένας ἄλλος ἀπὸ τοὺς ἄρχοντας Ἀγγέλους τῶν ἐθνῶν διὰ νὰ μὲ βοηθήσῃ, παρὰ μόνον ὁ Μιχαήλ, ὁ ἄρχων Ἄγγελος τοῦ ἰδικοῦ σας <Ἰουδαϊκοῦ> ἔθνους>.