Τρίτη, 16 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:49
Δύση: 20:02
Σελ. 8 ημ.
107-259
16ος χρόνος, 5904η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΝΑΟΥΜ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 (Γ)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 Ω πόλις αἱμάτων, ὅλη ψευδής, ἀδικίας πλήρης, οὐ ψηλαφηθήσεται θήρα. 1 Νινευή, πόλις αιμάτων, γεμάτη από ψεύδη και αδικίας, δεν θα είσαι πλέον εις θέσιν ούτε να εγγίζης τέτοια θηράματα των αδικιών σου. 1 Ώ Νινευή, πόλις γεμάτη ἀπὸ τὰ αἵματα τῶν φόνων, πόλις γεμάτη εἰδωλολατρίαν, διότι λατρεύεις ψευδωνύμους θεούς, πόλις γεμάτη ἀπὸ δόλους, ἀδικίες καὶ πανουργίες· μετὰ τὴν καταστροφήν σου δὲν θὰ κρατηθῇ ἀπὸ σὲ πόλις ἢ βασιλεία, οὔτε θὰ θηρεύσῃς πλέον πλοῦτον ἢ φόρους.
2 φωνὴ μαστίγων καὶ φωνὴ σεισμοῦ τροχῶν καὶ ἵππου διώκοντος καὶ ἅρματος ἀναβράσσοντος 2 Ιδού, κροταλισμοί από μαστίγια ιππέων ακούονται. Βαρύς θόρυβος των τροχοφόρων αρμάτων συγκλονίζει την γην, καλπασμός επερχομένου ιππικού και αναβρασμός πολεμικών αρμάτων. 2 Νά! Ἀκούονται συριγμοὶ μαστιγίων τῶν ἱππέων τῶν πολεμικῶν ἁρμάτων, ποὺ μαστιγώνουν καὶ διεγείρουν τοὺς ἵππους νὰ τρέχουν γρηγορώτερα· ἀκούεται ὁ βαρὺς γδοῦπος τῶν τροχῶν τῶν πολεμικῶν ἁρμάτων, ὁ ὁποῖος ὁμοιάζει πρὸς τὴν ὑπόκωφον βοὴν τοῦ σεισμοῦ, ποὺ σείει τὴν γῆν καθὼς ἐπίσης ὁ καλπασμὸς ἐπερχομένου ἱππικοῦ, τὸ ὁποῖον, αἰσθανόμενον τὴν νίκην, χρεμετίζει ὑπερήφανα, καὶ ὁ θόρυβος τῶν πολεμικῶν ἁρμάτων, τὰ ὁποῖα ἕνεκα τῆς ταχύτητος χοροπηδοῦν δυνατὰ καὶ ἀπότομα, κλίνουν ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, ὡσὰν νὰ κοχλάζουν!
3 καὶ ἱππέως ἀναβαίνοντος καὶ στιλβούσης ρομφαίας καὶ ἐξαστραπτόντων ὅπλων καὶ πλήθους τραυματιῶν καὶ βαρείας πτώσεως· καὶ οὐκ ἦν πέρας τοῖς ἔθνεσιν αὐτῆς, καὶ ἀσθενήσουσιν ἐν τοῖς σώμασιν αὐτῶν ἀπὸ πλήθους πορνείας. 3 Οι ιππείς ορμητικοί επιτίθενται, στίλβουν αι ρομφαίαι των, λαμποκοπούν τα όπλα των, πλήθος είναι οι τραυματίαι σου, βαρεία και φοβερά η πτώσις σου. Πολυάριθμα τα έθνη σου, τα έγκλειστα εις τα τείχη σου. Ασθενικοί, άτονοι, θύματα εις σφαγήν εξ αιτίας της απεριγράπτου πορνείας σου. 3 Ἀκούεται ἐπίσης ὁ θόρυβος καὶ ὁ ἀλαλαγμὸς τῶν ἱππέων, οἱ ὁποῖοι, καθὼς ἀνεβαίνουν εἰς τὰ ἅρματα ἢ τοὺς ἵππους των, ἀλαλάζουν καὶ ἐνθαρρύνουν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον καὶ ἐπιτίθενται μὲ ὁρμήν· διακρίνονται τὰ πλατιὰ καὶ μεγάλα ἀμφίστομα σπαθιά, τὰ ὁποῖα γυαλίζουν, καὶ οἱ θώρακες καὶ τὰ ἄλλα ὅπλα, τὰ ὁποῖα λαμποκοποῦν, καὶ τὸ πλῆθος τῶν τραυματιῶν· ἐπίκειται δὲ ἡ μεγάλη πτῶσις καὶ καταστροφή σου. Πολλὰ καὶ ἀπειράριθμα εἶναι τὰ ὑπήκοα εἰς τὴν Νινευὴ ἔθνη, τὰ ὁποῖα ἔσπευσαν εἰς βοήθειάν της· πλὴν ὅμως θὰ εἶναι ἀπειράριθμοι καὶ οἱ νεκροί, τὰ πτώματά των. Διότι τὰ δῆθεν γενναῖα σώματά των θὰ ἀποδειχθοῦν ἀσθενικά, ἀδύνατα καὶ ἄτονα, ἕνεκα τῆς σωματικῆς πορνείας σου «τῆς ἐγκαταλείψεως τῆς σωφροσύνης» καὶ τῆς πνευματικῆς «τῆς ἐγκαταλείψεως τοῦ θεοῦ καὶ λατρείας τῶν εἰδώλων».
4 πόρνη καλὴ καὶ ἐπίχαρις ἡγουμένη φαρμάκων, ἡ πωλοῦσα ἔθνη ἐν τῇ πορνείᾳ αὐτῆς καὶ λαοὺς ἐν τοῖς φαρμάκοις αὐτῆς. 4 Η Νινευή υπήρξεν ωραία και χαριτωμένη, πόρνη, αρχόντισσα εις τα μαγικά της φίλτρα και τας γοητείας της. Επωλούσε την διαφθοράν της και την γοητείαν της εις τα άλλα έθνη και με τας πορνικάς μαγείας της υπέτασσεν άλλους λαούς. 4 Μάλιστα! Ἡ Νινευή, ἕνεκα τῆς πολλῆς τρυφῆς καὶ ἀσελγείας της καὶ τῆς λατρείας τῶν εἰδώλων, εἶναι πόρνη καλή, ὡραία, χαριτωμένη, γοητευτική, ἀρχόντισσα τῶν ἄλλων πόλεων εἰς τὶς μαγεῖες καὶ τὶς γοητεῖες της. Δὲν ἀρκεῖται δὲ εἰς τὴν ἰδικήν της ἀσέβειαν, ἀλλ’ ἀναγκάζει καὶ τὰ ὑπήκοα εἰς αὐτὴν ἔθνη νὰ φρονοῦν καὶ να ζοῦν ὅπως αὐτή, τὰ καθιστᾷ δὲ δοῦλα καὶ τὰ ἐκμεταλλεύεται μὲ τὴν πορνικὴν γοητείαν καὶ μαγείαν της.
5 ἰδοὺ ἐγὼ ἐπὶ σέ, λέγει Κύριος ὁ Θεὸς ὁ παντοκράτωρ, καὶ ἀποκαλύψω τὰ ὀπίσω σου ἐπὶ τὸ πρόσωπόν σου καὶ δείξω ἔθνεσι τὴν αἰσχύνην σου καὶ βασιλείαις τὴν ἀτιμίαν σου. 5 Ιδού, τώρα έρχομαι και εγώ εναντίον σου, λέγει Κυριος ο Θεός ο παντοκράτωρ. Θα ξεσκεπάσω την γυμνότητά σου και γυμνήν θα σε παρουσιάσω και θα δείξω εις τα έθνη την χαταισχύνην της γυμνότητάς σου, και εις τα άλλα βασίλεια της γης τον εξευτελισμόν σου. 5 Μὴ νομίσῃς, Νινευή, ὅτι θὰ ἐκστρατεύσῃ καὶ θὰ πολεμήσῃ ἐναντίον σου ἄνθρωπος, ὁ Κῦρος. Ἐγὼ ὁ Ἴδιος ἔρχομαι ἐναντίον σου, λέγει Κύριος ὁ Θεὸς ὁ παντοκράτωρ, καὶ συνεπῶς περίμενε μεγάλην καὶ ἰσχυροτάτην ἐπίθεσιν. Θὰ ξεσκεπάσω τὰ ὀπισθία σου μὲ τὸ νὰ φέρω τὸ φόρεμά σου ἐπάνω εἰς τὸ πρόσωπόν σου, ὥστε νὰ φαίνεται ἡ γυμνότης σου ἀντὶ τοῦ ὡραίου προσώπου σου· ἔτσι θὰ δείξω εἰς τὰ ἔθνη τὴν αἰσχύνην τῆς γυμνότητός σου καὶ εἰς ὅλα τὰ βασίλεια τῆς γῆς τὸ αἶσχος, τὴν περιφρόνησιν καὶ τὸν ἐξευτελισμόν σου.
6 καὶ ἐπιρρίψω ἐπὶ σὲ βδελυγμὸν κατὰ τὰς ἀκαθαρσίας σου καὶ θήσομαί σε εἰς παράδειγμα, 6 Θα κάμω τους άλλους να σε αηδιάσουν δια τας βρωμερότητάς σου και θα σε έχω ως παράδειγμα τιμωρίας και εξευτελισμού. 6 Θὰ σὲ καταστήσω τέτοιαν, ὥστε, ὅσοι σὲ βλέπουν, νὰ σὲ ἀηδιάζουν, νὰ σὲ σιχαίνωνται καὶ νὰ σὲ ἀποστρέφωνται ἕνεκα τῶν βρωμερῶν ἔργων σου, καὶ θὰ σὲ καταστήσω παράδειγμα τιμωρίας καὶ ἐξευτελισμοῦ.
7 καὶ ἔσται πᾶς ὁ ὁρῶν σε καταβήσεται ἀπὸ σοῦ καὶ ἐρεῖ· δειλαία Νινευή· τίς στενάξει αὐτήν; πόθεν ζητήσω παράκλησιν αὐτῇ; 7 Θα συμβή, ώστε κάθε διαβάτης, που θα σε βλέπη εις την αθλίαν αυτήν κατάστασιν, θα απομακρύνεται από σε και θα λέγη· Αθλία Νινευή! Ποιός τότε θα ευρεθή να αναστενάξη δι' αυτήν; Κανείς. Από που να ζητήσω και να εύρω κάποιαν παρηγορίαν δι' αυτήν; Από πουθενά. 7 Καὶ τότε θὰ συμβῇ τοῦτο: Καθένας, ποὺ θὰ σὲ βλέπῃ κατεσκαμμένην καὶ ἐρειπωμένην, θὰ φεύγῃ ἀπὸ σέ, διότι θὰ κυριεύεται ἀπὸ φόβον καὶ δὲν θὰ ἀντέχῃ νὰ βλέπῃ τὴν τόσην ἐρημίαν καὶ θὰ λέγῃ: Ἀθλία καὶ ταλαίπωρος Νινευή! Ποῖος θρηνωδὸς θὰ εὑρεθῇ, ὥστε νὰ τὴν θρηνήσῃ ἀξίως; Κανείς! Ἀπὸ ποὺ νὰ ζητήσω καὶ νὰ εὕρω παρηγορίαν δι’ αὐτήν; Ἀπὸ πουθενά, διότι παρεδόθη εἰς πλήρη πανωλεθρίαν.
8 ἑτοίμασαι μερίδα, ἅρμοσαι χορδήν, ἑτοίμασαι μερίδα, ᾿Αμμὼν ἡ κατοικοῦσα ἐν ποταμοῖς, ὕδωρ κύκλῳ αὐτῆς, ἧς ἡ ἀρχὴ θάλασσα καὶ ὕδωρ τὰ τείχη αὐτῆς, 8 Ετοιμάσου δια την φοβεράν καταστροφήν, που σε περιμένει. Συναρμολόγησε τας χορδάς των οργάνων σου δια θρηνώδη μοιρολόγια. Ετοιμάσου δια την πτώσιν σου, συ η Αμμών, η ονομαστή πόλις της Αιγύπτου, αι Θήβαι. Συ, η οποία κατοικείς εν μέσω ποταμών και την οποίαν περιβάλλουν ως φυσική ασφάλεια κύκλω τα ύδατα. Συ που εβασίλευες επί αφθόνων ως η θάλασσα υδάτων και τα ύδατα ήσαν τα τείχη σου. 8 Ἐτοίμασε τὸν ἑαυτόν σου διὰ τὴν φοβερὰν καταστροφήν, ἡ ὁποία σὲ περιμένει· συναρμολόγησε τὶς χορδὲς τῶν ὀργάνων σου καὶ ἐτοιμάσου, διὰ νὰ θρηνήσεις τὴν πτῶσιν σου σύ, ἡ περίφημη πόλις Ἀμμὼν τῆς Αἰγύπτου, ἡ ὁποία εἶσαι κτισμένη μεταξὺ τῶν ποταμῶν «τοῦ Νείλου καὶ τῶν παραποτάμων του» καὶ ἔχεις ὡς φυσικὸν τεῖχος καὶ ἀσφάλειαν τὰ ὕδατα τῶν ποταμῶν αὐτῶν σύ, ποὺ ἐβασίλευσες ἐπὶ πολλῶν, ὅπως ἡ θάλασσα, ὑδάτων «ἤ, κατ’ ἄλλην ἑρμηνείαν: Σύ, τῆς ὁποίας ἡ βάσις καὶ τὸ ὀχύρωμα εἶναι τὰ ἄφθονα ὕδατα τῶν ποταμῶν, ποὺ ὁμοιάζουν ὡς θάλασσα», καὶ τῆς ὁποίας τὰ ὕδατα εἶναι τὰ τείχη σου·
9 καὶ Αἰθιοπία ἰσχὺς αὐτῆς καὶ Αἴγυπτος, καὶ οὐκ ἔστη πέρας τῆς φυγῆς, καὶ Λίβυες ἐγένοντο βοηθοὶ αὐτῆς. 9 Η Αιθιοπία και η Αίγυπτος ήσαν η δύναμίς σου και δεν η,πορούσε να διαφύγη κανείς την επίδρασίν σου, αφού και οι κάτοικοι ακόμη της Λιβύης έγιναν βοηθοί σου. 9 σύ, τῆς ὁποίας ἡ Αἰθιοπία καὶ ἡ Αἴγυπτος εἶναι ἡ δύναμίς σου, ἡ δὲ ἰσχὺς καὶ ἐπιρροή σου εἶναι τόσον μεγάλη καὶ ἐκτεταμένη, ὥστε καὶ αὐτοὶ ἀκόμη οἰ κάτοικοι τῆς Λιβύης ἔγιναν βοηθοί σου.
10 καὶ αὐτὴ εἰς μετοικεσίαν πορεύσεται αἰχμάλωτος, καὶ τὰ νήπια αὐτῆς ἐδαφιοῦσιν ἐπ᾿ ἀρχὰς πασῶν τῶν ὁδῶν αὐτῆς, καὶ ἐπὶ πάντα τὰ ἔνδοξα αὐτῆς βαλοῦσι κλήρους, καὶ πάντες οἱ μεγιστᾶνες αὐτῆς δεθήσονται χειροπέδαις. 10 Και ιδού, ότι συ αυτή θα πορευθής αιχμάλωτος εις εξορίαν. Τα νήπιά σου θα τα συντρίψουν κάτω στο έδαφος οι εχθροί σου, αυτό την αρχήν και έως εις όλην την έκτασιν των οδών σου. Εις όλα τα πολύτιμα πράγματά σου θα βάλουν κλήρον οι εχθροί σου, δια να τα διανεμηθούν μεταξύ των. Και όλοι οι άρχοντές σου,θα δεθούν με χειροπέδας. 10 Ἐν τούτοις, νά· καὶ σὺ ἡ ἰδία θὰ ὁδηγηθῇς αἰχμάλωτος. Τὰ νήπιά σου θὰ τὰ συντρίψουν οἱ ἐχθροί σου, κτυπῶντας τα εἰς τὸ ἔδαφος, εἰς τὰ σταυροδρόμια τῶν ὁδῶν, διὰ νὰ προξενοῦν φόβον εἰς τοὺς διερχομένους. Ἐπίσης οἱ ἐχθροὶ θὰ ρίξουν κλήρους ὄχι μόνον εἰς τὰ κτήματα καὶ τὰ χρήματα, ἀλλὰ καὶ εἰς τὰ ἔνδοξα πρόσωπα, τὰ ὁποῖα θὰ καταστήσουν δούλους, ὥστε να τὰ διανεμηθοῦν χωρὶς φιλονικίαν. Καὶ ὅλοι οἰ ἄρχοντές σου θὰ δεθοῦν μὲ χειροπέδες καὶ θὰ ὁδηγηθοῦν ὡς δοῦλοι εἰς τὴν αἰχμαλωσίαν.
11 καὶ σὺ μεθυσθήσῃ καὶ ἔσῃ ὐπερεωραμένη, καὶ σὺ ζητήσεις σεαυτῇ στάσιν ἐξ ἐχθρῶν. 11 Και συ, ω Νινευή, υπό το βάρος της συμφοράς θα είσαι ωσάν μεθυσμένη. Θα σε έχουν όλοι παραθεωρήσει και καταφρονήσει. Θα ζητήσης καταφύγιον και άσυλον, δια να σωθής από τους εχθρούς σου, και δεν θα εύρης. 11 Καὶ ἡ μὲν Ἀμμὼν αὐτὰ θὰ πάθη. Ἀλλὰ καὶ σύ, ἡ ἀήττητος Νινευή, θὰ παραδοθῇς ἀπὸ Ἐμέ, τὸν Δεσπότην Κύριον, εἰς τὴν συμφορὰν ὡσὰν εἰς μέθην θὰ εἶσαι παραθεωρημένη καὶ παραγκωνισμένη, παραφερομένη δὲ ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, ὅπως ὁ μεθυσμένος, θὰ ζητῇς κάποιο καταφύγιον, διὰ νὰ σωθῇς ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς, ἀλλὰ δὲν θὰ εὑρίσκῃς!
12 πάντα τὰ ὀχυρώματά σου συκαῖ σκοποὺς ἔχουσαι· ἐὰν σαλευθῶσι, καὶ πεσοῦνται εἰς στόμα ἔσθοντος. 12 Ολα τα οχυρώματά σου θα είναι ωσάν τις συκές τις γεμάτες σύκα. Εάν σαλευθούν, θα πέσουν οι καρποί στο στόμα εκείνων, που θα τους φάγουν. 12 Ὅλα τὰ ὀχυρώματά σου θὰ παραδοθοῦν εἰς τοὺς ἐχθρούς. Διότι τὰ ὀχυρώματά σου καὶ τὰ τείχη μὲ τοὺς πύργους καὶ τὶς ἐπάλξεις θὰ εἶναι ὡσάν τὶς συκιές, τὶς φορτωμένες μὲ σῦκα πρώϊμα καὶ πολὺ ὥριμα, οἱ ὁποῖες, ὅταν ἁπλῶς κουνηθοῦν, εὔκολα αὐτὰ πέφτουν εἰς τὸ στόμα ἐκείνου, ποὺ ἐπιθυμεῖ νὰ τὰ φάγῃ.
13 ἰδοὺ ὁ λαός σου ὡς γυναῖκες ἐν σοί· τοῖς ἐχθροῖς σου ἀνοιγόμεναι ἀνοιχθήσονται πύλαι τῆς γῆς σου, καὶ καταφάγεται πῦρ τοὺς μοχλούς σου. 13 Ιδού, το πλήθος των ανδρών σου είναι δειλόν ως αι γυναίκες. Εις τους εχθρούς σου θα ανοίγουν ορθάνοικτοι και ανεμπόδιστοι αι πύλαι της χώρας σου. Φωτιά θα κατακαύση τους μεγάλους ξυλίνους σύρτας των πυλών σου. 13 Ἰδού, Νινευή, οἱ γενναιότατοί σου στρατιῶται καὶ μαχηταὶ θὰ κυριευθοῦν ἀπὸ τέτοιαν δειλίαν, ὥστε νὰ ὁμοιάζουν πρὸς γυναῖκας. Οἱ πύλες τῶν πόλεων τῆς χώρας σου θὰ ἀνοιχθοῦν διάπλατα εἰς τοὺς ἐχθρούς σου, τοὺς Πέρσας. Φωτιὰ δὲ θὰ καταφάγῃ καὶ θὰ καταδαπανήσῃ τὶς μεγάλες ξύλινες ἀμπάρες τῶν πυλῶν σου.
14 ὕδωρ περιοχῆς ἐπίσπασαι σεαυτῇ καὶ κατακράτησον τῶν ὀχυρωμάτων σου, ἔμβηθι εἰς πηλὸν καὶ συμπατήθητι ἐν ἀχύροις, κατακράτησον ὑπὲρ πλίνθον· 14 Διοχέτευσε και αποταμίευσε ύδωρ εις την πόλιν σου εν όψει της πολιορκίας σου. Ενίσχυσε τα οχυρώματά σου, έμπα μέσα στον πηλόν και δια των ποδών σου ζύμωσέ τον μαζή με άχυρα. Ενίσχυσε τα οχυρά σου με πλίνθους. 14 Ἀσφάλισε τὸν ἑαυτόν σου, Νινευή, μὲ τὸ νὰ διοχετεύσῃς νερὸν γύρω - γύρω ἀπὸ τὰ τείχη σου διὰ τὴν μέλλουσαν πολιορκίαν σου, καὶ ἐνίσχυσε τὰ ὀχυρώματά σου, δηλαδὴ τοὺς πύργους καὶ τὶς ἐπάλξεις σου· ἔμπα μέσα εἰς τὸν πηλὸν καὶ ζύμωσέ τον μὲ τὰ πόδια σου μαζὶ μὲ ἄχυρα καὶ κατασκεύασε μὲ αὐτὸν πλίθρες· μὲ τὶς ὀπτὲς δὲ πλίθρες ἐνίσχυσέ τις ὀχυρές σου θέσεις.
15 ἐκεῖ καταφάγεταί σε πῦρ, ἐξολοθρεύσει σε ρομφαία, καταφάγεταί σε ὡς ἀκρίς, καὶ βαρυνθήσῃ ὡς βροῦχος. 15 Παρ' όλα όμως αυτά, η φωτιά θα σε καταφάγη. Η θανατική ρομφαία θα σε εξολοθρεύση. Φωτιά και μάχαιρα θα σε καταφάγουν, όπως αι ακρίδες κατατρώγουν την χλόην. Θα πλημμυρίσης και θα καταβαρυνθής από τους εχθρούς σου, όπως η χλόη από αναριθμήτους βρούχους. 15 Παρ' ὅλα αὐτά, κατ’ ἐκείνην τὴν ὥραν τῆς πολιορκίας σὲ μέν, τὴν Νινευή, καὶ τὰ φρούριά σου θὰ καταφάγῃ ἡ φωτιά, τοὺς δὲ κατοίκους σου θὰ ἐξολοθρεύσῃ τὸ πλατὺ καὶ μεγάλο ἀμφίστομον σπαθὶ τοῦ έχθροῦ. Ἡ φωτιὰ καὶ τὸ μαχαῖρι θὰ σὲ καταφάγουν, ὅπως ἡ ἀκρίδα κατατρώγει τὴν χλωρίδα· θὰ καταπλημμυρίσῃς ἀπὸ ἀμέτρητα στίφη ἐχθρῶν, ὅπως ὁ ἀναρίθμητος βροῦχος πλημμυρίζει τὴν χλωρίδα «ἢ, κατ' .αλην ἑρμηνείαν· θα γινης τὀσον δυσκίνητη πρὸς φυγήν, ὄπως ὁ βροῦχος, ὅταν βραχοῦν τὰ πτερά του».
16 ἐπλήθυνας τὰς ἐμπορίας σου ὑπὲρ τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ· βροῦχος ὥρμησε καὶ ἐξεπετάσθη. 16 Επολλαπλασίασες εις μέγιστον αριθμόν τας εμπορικάς σου επιχειρήσεις, περισσότερον από τα άστρα του ουρανού· καμμία όμως η ωφέλειά σου. Ιδού όπως ο πολυάριθμος βρούχος ορμά και καταστρέφει την χλόην και πετά και φεύγει μακράν, αυτό θα συμβή με την πόλιν και τους πολυαρίθμους πολίτας σου. 16 Ἐπολλαπλασίασες κατὰ πολὺ τὶς ἐμπορικές σου ἐπιχειρήσεις, τόσον, ὥστε vα ὑπερβαίνουν εἰς ἀριθμὸν καὶ αὐτὰ τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ! Ἀλλὰ καὶ πάλιν δὲν θὰ σὲ ὠφελήσουν εἰς τίποτε ὅλα αὐτά. Ὅπως δὲ ὁ βροῦχος πετᾷ καὶ φεύγει, ἔτσι θὰ κάμῃ καὶ ἡ πολυάνθρωπος πόλις σου, ἡ ὁποία θὰ ἀδειάσῃ ἀπὸ τὸν λαό
17 ἐξήλατο ὡς ἀττέλεβος ὁ σύμμεικτός σου, ὡς ἀκρὶς ἐπιβεβηκυῖα ἐπὶ φραγμὸν ἐν ἡμέρᾳ πάγους· ὁ ἥλιος ἀνέτειλε, καὶ ἀφήλατο, καὶ οὐκ ἔγνω τὸν τόπον αὐτῆς· οὐαὶ αὐτοῖς. 17 Ο πολυπληθής ανάμικτος λαός σου επήδησε και εχάθηκε ωσάν τον αττέβελον, την άπτερον ακρίδα, η οποία εκρατείτο στον φράκτην εις ημέραν παγωνιάς. Ανέτειλεν όμως ο ήλιος και επήδησε και δεν εξαναγύρισε πλέον στον τόπον της. Το ίδιον θα πάθης συ και οι κάτοικοί σου. Αλλοίμονον εις αυτούς! 17 Ὁ πολυάριθμος καὶ σύνθετος ἀπὸ πολλὰ ἔθνη λαός σου ἀμέσως ὥρμησεν, ἐπέταξε καὶ ἐξηφανίσθη, ὡσὰν τὸν ἀττέλεβον «εἶδος ἀπτέρου ἀκρίδος», ὡσὰν ἀκρίδα, ποὺ ἔμενε καθηλωμένη ἐπάνω εἰς τὸν φράκτην εἰς ἡμέραν παγωνιᾶς· ὅταν ὅμως ἀνέτειλεν ὁ ἥλιος καὶ ὁ πάγος ἔλειωσε, ἄνοιξε καὶ ἄπλωσε τὰ φτερά της καὶ δὲν ἐπέστρεψε πλέον εἰς τὸν τόπον της. Τὸ ἴδιον θὰ πάθουν καὶ οἱ κάτοικοι τῆς Νινευή· ἀλλοίμονόν τους!
18 ἐνύσταξαν οἱ ποιμένες σου, βασιλεὺς ᾿Ασσύριος ἐκοίμισε τοὺς δυνάστας σου· ἀπῇρεν ὁ λαός σου ἐπὶ τὰ ὄρη, καὶ οὐκ ἦν ὁ ἐκδεχόμενος. 18 Οι ποιμένες του λαού σου ενύσταξαν και εκοιμήθησαν, ω βασιλεύ των Ασσυρίων! Απεκοίμισες με την ιδέαν της αδιοταράκτου ασφαλείας τους άρχοντάς σου. Και ιδού ότι ο λαός σου έφυγε τρομαγμένος εις τα βουνά. Κανείς πλέον δεν του δίδει σημασίαν, κανείς δεν τον συγκεντρώνει. 18 Οἱ βασιλεῖς καὶ οἱ σατράπαι σου, Νινευή, ἐνυσταξαν καὶ ἐκοιμήθησαν· ὁ βασιλιᾶς Κῦρος «κομμάτι καὶ αὐτὸς τῶν Ἀσσυρίων» ὠδήγησε τοὺς ἄρχοντάς σου εἰς τὸν θάνατον. Καὶ ἐφ’ ὅσον οἱ βασιλεῖς, οἱ σατράπαι καὶ οἱ ἄρχοντες σου ἐχάθησαν, ὁ λαὸς ἐτράπη εἰς φυγήν, ἐπῆρε τὰ βουνὰ καὶ δὲν ὑπάρχει κανείς, ποὺ νὰ τὸν ἀναχαιτίζῃ καὶ νὰ τὸν ἀνακόπτῃ ἀπὸ τὴν φυγήν.
19 οὐκ ἔστιν ἴασις τῇ συντριβῇ σου, ἐφλέγμανεν ἡ πληγή σου· πάντες οἱ ἀκούοντες τὴν ἀγγελίαν σου κροτήσουσι χεῖρας ἐπὶ σέ· διότι ἐπὶ τίνα οὐκ ἐπῆλθεν ἡ κακία σου διαπαντός; 19 Δεν υπάρχει πλέον ουδεμία θεραπεία εις την συντριβήν σου. Η φοβερά πληγή σου έπαθε φλεγμονήν, που οδηγεί στον θάνατον. Ολοι όσοι θα ακούσουν την αγγελίαν της καταστροφής σου, θα χειροκροτήσουν εις βάρος σου, διότι εναντίον τίνος δεν επεξετάθη η αδιάκοπος και συνεχής κακότης σου; 19 Ἔπεσες ἀπὸ πολὺ μεγάλο ὕψος καὶ δὲν ὑπάρχει πλέον καμμία θεραπεία εἰς τὴν συντριβήν σου· ἡ πληγὴ σοῦ ἔπαθεν ἀνίατον φλεγμονήν, δηλαδὴ τὰ κακὰ ποὺ σὲ εὑρῆκαν, εἶναι ἀθεράπευτα. Ὅλοι, ὅσοι ἄκουσαν τὴν περὶ σοῦ ἀγγελίαν, πῶς συνετρίβης καὶ τί ἔχεις πάθει, ἀφοῦ ἐνεθυμήθησαν ὅλα, ὅσα τοὺς ἔκαμες, θὰ χειροκροτήσουν ἀπὸ χαρὰν διὰ τὴν καταστροφήν σου. Διότι ἐναντίον τίνος δὲν ἐπεξετάθη ἡ ἀφόρητος καὶ ἀδυσώπητος σκληρότης καὶ ἡ ἀτελείωτος κακότης σου;