Πέμπτη, 25 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:37
Δύση: 20:11
Σελ. 17 ημ.
116-250
16ος χρόνος, 5913η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΩΣΗΕ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8 (Η)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΕΙΣ κόλπον αὐτῶν ὡς γῆ, ὡς ἀετὸς ἐπὶ οἶκον Κυρίου, ἀνθ᾿ ὧν παρέβησαν τὴν διαθήκην μου καὶ κατὰ τοῦ νόμου μου ἠσέβησαν. 1 Ο εχθρός θα επέλθη εν μέσω αυτών, δια να μεταβάλη την χώραν των εις γην έρημον· ως αετός εναντίον του λαού του Κυρίου, διότι αυτοί παρέβησαν την Διαθήκην μου και ησέβησαν εναντίον του Νομου μου. 1 Η πολεμικὴ σάλπιγξ ἠχεῖ:» Ὁ ἐχθρός, ὁ στρατὸς τῶν Ἀσσυρίων, ἔφθασεν εἰς τὸ ἐσωτερικὸν τῆς χώρας, ἡ ὁποία θὰ γίνῃ ἔρημος· οἱ Ἀσσύριοι μὲ ταχύτητα καὶ ὁρμὴν ἀετοῦ θὰ ἐπιπέσουν μὲ μανίαν ἐναντίον τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, ἐπειδὴ οἱ Ἰσραηλῖται παρέβησαν τὴν διαθήκην μου καὶ ἀσέβησαν κατὰ τοῦ ἁγίου νόμου μου.
2 ἐμὲ κεκράξονται· ὁ Θεός, ἐγνώκαμέν σε. 2 Υπό το βάρος δε των θλίψεων, θα φωνάξουν τότε προς εμέ· “συ είσαι ο Θεός μας· σε αναγνωρίζομεν πλέον ως Κυριον μας”. 2 Τότε μέσα εἰς τὰ δεινὰ τῆς συμφορᾶς των καὶ ὑπὸ τὸ κράτος τοῦ φόβου ματαίως θὰ φωνάξουν πρὸς Ἐμέ: «Σὺ εἶσαι ὁ Θεός μας· σὲ ὁμολογοῦμεν καὶ σὲ ἀναγνωρίζομεν ὡς Κύριόν μας».
3 ὅτι ᾿Ισραὴλ ἀπεστρέψατο ἀγαθά, ἐχθρὸν κατεδίωξαν. 3 Οι Ισραηλίται απεστράφησαν τα αγαθά, τον Θεόν και τας δωρεάς του. Επεδίωξαν το κακόν εναντίον του εαυτού των, επροτίμησαν τους εχθρούς των. 3 «Ἀλλ’ ὁ Κύριος, τοῦ ὁποίου παρέβησαν τὴν διαθήκην, ἀπαντᾷ εἰς τὴν ὑποκριτικὴν ἐπίκλησιν τοῦ Ἰσραήλ: Δὲν ἀκούω τὴν ἐπίκλησίν σας», διότι ὁ Ἰσραηλατικὸς λαὸς ἀπέρριψε καὶ ἀπελάκτισε τὰ ἀγαθὰ «ἢ κατ’ ἄλλην ἑρμηνείαν: Ἀπέρριψε τὸν Θεόν, ὁ Ὁποῖος εἶναι γεμᾶτος ἀγαθότητα) καὶ προσεχώρησαν μὲ τὴν ἐλευθέραν θέλησίν των εἰς τὸν ἐχθρόν, τὸ κακόν «ἐπεδίωξαν τὴν φιλίαν τῶν ἐχθρῶν των Ἀσσυρίων».
4 ἑαυτοῖς ἐβασίλευσαν καὶ οὐ δι᾿ ἐμοῦ· ἦρξαν καὶ οὐκ ἐγνώρισάν μοι· τὸ ἀργύριον αὐτῶν καὶ τὸ χρυσίον αὐτῶν ἐποίησαν ἑαυτοῖς εἴδωλα, ὅπως ἐξολοθρευθῶσιν. 4 Ιδρυσαν ιδικόν των βασίλειον, ανεκήρυξαν ιδικόν των βασιλέα, χωρίς την ιδικήν μου γνώμην. Εγκατέστησαν άρχοντας, δια τους οποίους δεν με ηρώτησαν. Με το αργύριόν των και το χρυσίον των κατεσκεύασαν δια τον εαυτόν τους είδωλα, δια να εξολοθρευθούν από αυτά και με αυτά. 4 Ἐχωρίσθησαν καὶ ἴδρυσαν βασίλειον ἰδικόν των καὶ ἐχειροτόνησαν διὰ τὸν ἑαυτόν των βασιλιᾶ «τὸν Ἱεροβοάμ» χωρὶς τὴν ἰδικήν μου συγκατάθεσιν καὶ ἔγκρισιν ἀνέδειξαν ἄρχοντας, χωρὶς νὰ μὲ συμβουλευθοῦν καὶ νὰ μοῦ τὸ γνωρίσουν. Μὲ τὸ ἀσῆμι καὶ τὸ χρυσάφι τους κατεσκεύασαν πολυτελῆ εἴδωλα, διὰ νὰ τὰ λατρεύουν, οὐσιαστικῶς ὅμως διὰ νὰ καταστραφοῦν.
5 ἀπότριψαι τὸν μόσχον σου, Σαμάρεια· παρωξύνθη ὁ θυμός μου ἐπ᾿ αὐτούς· ἕως τίνος οὐ μὴ δύνωνται καθαρισθῆναι ἐν τῷ ᾿Ισραήλ; 5 Κατοικοι της Σαμαρείας, συντρίψατε και εξαφανίσατε τον χρυσούν ειδωλολατρικόν μόσχον σας. Εχει πλέον παροξυνθή η οργή μου εναντίον εκείνων, που τον προσκυνούν. Εως πότε δεν θα θέλετε να καθαρισθήτε από τον μολυσμόν, που υπάρχει ανάμεσα στον ισραηλιτικόν λαόν; 5 Ἀπόβαλε, σύντριψε τὸ εἴδωλον τοῦ χρυσοῦ μόσχου σου, Σαμάρεια· ἄναψε ὁ θυμός μου εἰς τὸν ὕψιστον βαθμὸν ἐναντίον αὐτῶν, ποὺ προσκυνοῦν τοῦτο τὸ εἴδωλον. Μέχρι πότε σεῖς, ποὺ ἐγίνατε ἀκάθαρτοι ἕνεκα τῆς εἰδωλολατρίας, θὰ μένετε ἀδιόρθωτοι καὶ δὲν θὰ θελήσετε νὰ καθαρισθῆτε ἀπὸ τὸν μολυσμὸν τῆς εἰδωλολατρίας, ποὺ ὑπάρχει εἰς τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαόν;
6 καὶ αὐτὸ τέκτων ἐποίησε, καὶ οὐ θεός ἐστι· διότι πλανῶν ἦν ὁ μόσχος σου, Σαμάρεια. 6 Εργον τεχνίτου, ανθρώπου χρυσοχόου, είναι ο ειδωλολατρικός σας μόσχος και οχι Θεός. Πλάνη δια σας είναι ο μόσχος σας, ω Σαμαρείται! 6 Αὐτὸ δὲ τὸ ἄγαλμα τοῦ μόσχου εἶναι ἔργον ἀνθρώπου τεχνίτου, τοῦ χρυσοχόου, καὶ δὲν εἶναι θεός· ἑπομένως σὲ ἐπλάνησε τὸ ἄγαλμα τοῦ χρυσοῦ μόσχου σου, Σαμάρεια!
7 ὅτι ἀνεμόφθορα ἔσπειραν, καὶ ἡ καταστροφὴ αὐτῶν ἐκδέξεται αὐτά· δράγμα οὐκ ἔχον ἰσχὺν τοῦ ποιῆσαι ἄλευρον· ἐὰν δὲ καὶ ποιήσῃ, ἀλλότριοι καταφάγονται αὐτό. 7 Τα όσα εσπείρατε θα τα κατακαύση ο λίβας. Καταστροφή αναμένει τα σιτηρά σας. Οι θερισταί θα δένουν εις δεμάτια στάχυα άκαρπα, που δεν θα είναι εις θέσιν να δώσουν άλευρον. Αλλά και εάν η χώρα σας ευφορήση και παραγάγη σίτον και καρπούς, ξένοι θα καταφάγουν τα προϊόντα της. 7 Λοιπὸν κανένα καρπὸν καὶ καμμίαν ὠφέλειαν δὲν θὰ ἔχετε ἀπὸ τὰ εἴδωλα· διότι μὲ ὅλα αὐτὰ εἶναι ὡσὰν νὰ ἔσπειραν οἱ κάτοικοί σου, Σαμάρεια, καὶ ὁ ἄνεμος νὰ κατέστρεψε τὰ σπαρτά, ὥστε ὁ στάχυς των ἀπ’ ἔξω μὲν νὰ φαίνεται γεμᾶτος, ἀπὸ μέσα ὅμως νὰ εἶναι κούφιος, ἄδειος· ἔτσι τὰ στάχυα ποὺ ἐθερίσθησαν, δὲν εἶχαν μέσα καρπόν «σιτάρι» καὶ ἑπομένως δὲν ἦσαν ἱκανὰ νὰ δώσουν ἄλευρν ἀλλὰ καὶ ἂν ἀκόμη δὲν καταστραφοῦν τὰ σιτηρὰ καὶ παραγάγουν καρπόν, καὶ πάλιν δὲν θὰ τὰ καρπωθῆτε σεῖς· οἱ ξένοι καὶ οἱ ἀλλόφυλοι θὰ τὰ καταφάγουν.
8 κατεπόθη ᾿Ισραήλ, νῦν ἐγένετο ἐν τοῖς ἔθνεσιν ὡς σκεῦος ἄχρηστον, 8 Ο ισραηλιτικός λαός έχει καταφαγωθή από τους γύρω λαούς, κατήντησε πλέον ως ένα σκεύος άχρηστον μεταξύ των. 8 Ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαὸς κατεφαγώθη, κατεβροχθίσθη, τώρα ἐχάθη ὡσὰν ἄχρηστον σκεῦος μεταξὺ τῶν εἰδωλολατρικῶν λαῶν,
9 ὅτι αὐτοὶ ἀνέβησαν εἰς ᾿Ασσυρίους· ἀνέθαλε καθ᾿ ἑαυτὸν ᾿Εφραίμ, δῶρα ἠγάπησαν· 9 Διότι αυτοί οι ίδιοι μετέβησαν στους Ασσυρίους, δια να ζητήσουν από εκείνους βοήθειαν. Οι Ασσύριοι εζήτησαν και έλαβαν δώρα, οι δε Ισραηλίται μετά την προσφοράν των δώρων ανεθάρρησαν. 9 διότι μόνοι των οἱ Ἰσραηλῖται προσέτρεξαν διὰ βοήθειαν εἰς τοὺς Ἀσσυρίους. Ἕνεκα τῆς συμμαχίας αὐτῆς οἱ Ἰσραηλῖται ἄρχισαν νὰ ἀναθαρροῦν, ὡσὰν δένδρον, ποὺ εἶχε μαρανθῇ καὶ ἄρχισε νὰ πρασινίζῃ καὶ νὰ ἀναζῇ. Καὶ τοῦτο ἐπειδὴ ὁ Ἐφραίμ «ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαός» ἀπέκτησε διὰ δώρων συμμάχους τοὺς Ἀσσυρίους, διότι ὁ Ἐφραὶμ ἀγάπησε ὄχι νὰ λαμβάνῃ, ἀλλὰ νὰ δίδῃ δῶρα.
10 διὰ τοῦτο παραδοθήσονται ἐν τοῖς ἔθνεσι. νῦν εἰσδέξομαι αὐτούς, καὶ κοπάσουσι μικρὸν τοῦ χρίειν βασιλέα καὶ ἄρχοντας. 10 Δια τούτο και θα παραδοθούν ηττημένοι και αιχμάλωτοι μεταξύ των ειδωλολατρικών λαών. Προς το παρόν τους ανέχομαι, αλλά μετ' ολίγον χρόνον θα παύσουν πλέον να χρίουν βασιλείς και να εκλέγουν άρχοντας στον τόπον των, 10 Ὅμως δὲν θὰ ἔχουν καμμίαν ὠφέλειαν διότι, ἕνεκα τῆς συμπεριφορᾶς των αὐτῆς, θὰ ἐγκαταλειφθοῦν ἀπὸ τὸν Θεόν, θὰ αἰχμαλωτισθοῦν καὶ θὰ παραδοθοῦν εἰς τὰ ἔθνη καὶ εἰς ποικίλες δοκιμασίες καὶ θλίψεις. Γρήγορα θὰ τοὺς καλέσω εἰς κρίσιν καὶ θὰ τοὺς δικάσω «ἢ κατ’ ἄλλην ἑρμηνείαν: Θὰ τοὺς δεχθῶ εἰς τὴν ἐχθρικὴν χώραν τῆς ἐξορίας των»· καὶ εὑρισκόμενοι ὑπὸ τὴν ἐξουσίαν τῶν ἐχθρῶν θὰ σταματήσουν πρὸς μικρὸν χρόνον νὰ χρίουν βασιλιᾶ, να ἐκλέγουν καὶ νὰ ἀνεβάζουν εἰς τὴν ἐξουσίαν ἄρχοντες.
11 ὅτι ἐπλήθυνεν ᾿Εφραὶμ θυσιαστήρια, εἰς ἁμαρτίας ἐγένοντο αὐτῷ θυσιαστήρια ἠγαπημένα. 11 διότι επολλαπλασίασαν τα ειδωλολατρικά των θυσιαστήρια. Αλλά τα αγαπημένα των αυτά ειδωλολατρικά θυσιαστήρια έγιναν αιτία της αμαρτίας των και της καταστροφής των. 11 Διότι οἱ Ἰσραηλῖται συνεχίζουν νὰ αὐξάνουν ὁλονὲν καὶ περισσότερον τὰ εἰδωλολατρικά των θυσιαστήρια. Τὰ παράνομα αὐτὰ θυσιαστήρια τὰ ἀγάπησαν, ἐδόθησαν ὁλοψύχως εἰς αὐτά· ὅμως αὐτὰ τοὺς ἔρριψαν εἰς πολλὲς ἁμαρτίες.
12 καταγράψω αὐτῷ πλῆθος καὶ τὰ νόμιμα αὐτοῦ, εἰς ἀλλότρια ἐλογίσθησαν θυσιαστήρια τὰ ἠγαπημένα. 12 Οπως στο παρελθόν, ετσι και τώρα γραπτώς παραδίδω εις αυτούς πολλάς εντολάς του Νομου μου, βάσει των οποίων ήσαν και είναι εις θέσιν να κρίνουν, ως ξένα και επιδλαβή δι' αυτούς τα αγαπημένα των ειδωλολατρικά θυσιαστήρια. 12 Ἐγὼ ὅμως ἔγραψα διὰ τοὺς Ἰσραηλῖτες πολλοὺς νόμους καὶ ἄρθρα τοῦ Νόμου, σύμφωνα μὲ τοὺς ὁποίους ἔπρεπε νὰ θεωροῦνται ξένα τὰ ἀγαπημένα ἀπὸ αὐτοὺς παράνομα θυσιαστήρια (ἢ κατ’ ἄλλην ἑρμηνείαν: Ἐγὼ ὅμως, πρὸς ἔλεγχον τῆς μεγάλης ἀσεβείας των, θὰ καταγράψω, ὥστε νὰ μένῃ ἀνεξάλειπτη ἡ μνήμη, τὸ πλῆθος τῶν θυσιαστηρίων αὐτῶν καὶ τῶν νόμων, ποὺ ἐφεύραν δι’ αὐτά οἱ Ἰσραηλῖται· αὐτὰ δὲ τὰ παράνομα εἰδωλολατρικὰ θυσιαστήρια τὰ ἀγάπησαν καὶ ἔδειξαν δι’ αὐτὰ πολλὴν φροντίδα, ἐνῷ τὰ θεῖα θυσιαστήρια τὰ ἐγκατέλειψαν ἀπεριποίητα».
13 διότι ἐὰν θύσωσι θυσίαν καὶ φάγωσι κρέα, Κύριος οὐ προσδέξεται αὐτά· νῦν μνησθήσεται τὰς ἀδικίας αὐτῶν καὶ ἐκδικήσει τὰς ἁμαρτίας αὐτῶν. αὐτοὶ εἰς Αἴγυπτον ἀπέστρεψαν καὶ ἐν ᾿Ασσυρίοις ἀκάθαρτα φάγονται. 13 Διότι, εάν προσφέρουν θυσίας επάνω εις αυτά και φάγουν τα κρέατα των ειδωλολατρικών θυσιών, ο Κυριος, φυσικά, δεν θα δεχθή τας θυσίας των. Αλλά θα ενθυμηθή τας αδικίας των και θα τους τιμωρήση δια τας αμαρτίας των. Θα επανέλθουν δούλοι, όπως ήσαν άλλοτε, εις την Αίγυπτον, και στους Ασσυρίους και εκεί θα τρώγουν τροφάς, τας οποίας ο Νομος χαρακτηρίζει ως ακαθάρτους. 13 Διότι, ἐὰν προσφέρουν εἰς τὰ εἰδωλολατρικὰ θυσιαστήρια θυσίαν καὶ φάγουν ἀπὸ τὰ κρέατα τῶν θυσιῶν αὐτῶν, ὁ Κύριος δὲν θὰ δεχθῇ τὶς θυσίες αὐτές, διότι προσεφέρθησαν εἰς τὰ εἴδωλα. Ἀπ’ ἐναντίας θὰ ἐνθυμηθῇ τὶς ἀδικίες καὶ τὴν ἐνοχήν των καὶ θὰ τιμωρήσῃ τὶς ἁμαρτίες των. Θὰ ὑποχρεωθοῦν νὰ μεταβοῦν δοῦλοι εἰς ἐξορίαν, ὅπως παλαιότερα εἰς τὴν Αἴγυπτον καὶ εἰς τοὺς Ἀσσυρίους, καὶ θὰ φάγουν τροφές, ποὺ εἶναι σύμφωνα μὲ τὸν νόμον ἀκάθαρτες.
14 καὶ ἐπελάθετο ᾿Ισραὴλ τοῦ ποιήσαντος αὐτὸν καὶ ᾠκοδόμησαν τεμένη, καὶ ᾿Ιούδας ἐπλήθυνε πόλεις τετειχισμένας· καὶ ἐξαποστελῶ πῦρ εἰς τὰς πόλεις αὐτοῦ, καὶ καταφάγεται τὰ θεμέλια αὐτῶν. 14 Οι Ισραηλίται ελησμόνησαν τον δημιουργόν των Θεόν, έκτισαν ειδωλολατρικούς ναούς και θυσιαστήρια και οι Ιουδαίοι δια την ασφάλειάν των επολλαπλασίασαν τας ωχυρωμένας πόλεις των, λησμονούντες τον Θεόν ως βοηθόν των. Θα στείλω όμως φωτιάν εναντίον των πόλεών των, η οποία και θα καταφάγη αυτάς εκ θεμελίων. 14 Διότι ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαός «τὸ βόρειον βασίλειον» ἐλησμόνησε τὸν Δημιουργόν του καὶ ἔκτισεν εἰδωλολατρικοὺς ναοὺς καὶ θυσιαστήρια· ὁ δὲ Ἰουδαϊκὸς λαός «τὸ νότιον βασίλειον» ἐπολλαπλασίασε τὶς ὀχυρὲς πόλεις καὶ ἐνεπιστεύθη τὴν ἀσφάλειάν του εἰς τὰ τείχη, παρὰ εἰς τὸν παντοδύναμον Θεόν. Ἐγὼ ὅμως «ὁ Θεος» θὰ ἐξαποστείλω φωτιὰ εἰς τὶς πόλεις του, ἡ ὁποία θὰ τὶς καταφάγῃ καὶ θὰ τὶς καταστρέψῃ ἐκ θεμελίων.