Σάββατο, 20 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:43
Δύση: 20:06
Σελ. 12 ημ.
111-255
16ος χρόνος, 5908η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΩΣΗΕ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 (Α)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΛΟΓΟΣ Κυρίου, ὃς ἐγενήθη πρὸς ῾Ωσηὲ τὸν τοῦ Βεηρεὶ ἐν ἡμέραις ᾿Οζίου καὶ ᾿Ιωάθαμ καὶ ῎Αχαζ καὶ ᾿Εζεκίου βασιλέων ᾿Ιούδα καὶ ἐν ἡμέραις ῾Ιεροβοὰμ υἱοῦ ᾿Ιωὰς βασιλέως ᾿Ισραήλ. 1 Λογος, τον οποίον ο Κυριος είπε προς τον Ωσηέ, υιόν του Βεηρεί, καθ' ον χρόνον βασιλείς της Ιουδαίος ήσαν ο Οζίας, ο Ιωάθαμ, ο Αχαζ και ο Εζεκίας, βασιλεύς δε του ισραηλιτικού βασιλείου ο Ιεροβοάμ υιός του Ιωάς. 1 Τὸ βιβλίον αὐτὸ περιέχει τοὺς λόγους τοῦ Κυρίου, τοὺς ὁποίους εἶπεν εἰς τὸν Ὡσηέ, τὸν υἱὸν τοῦ Βεηρεῖ, κατὰ τὰ χρόνια ποὺ ἐβασίλευαν ὡς βασιλεῖς τοῦ Ἰούδα ὁ Ὀζίας, ὁ Ἰωάθαμ, ὁ Ἄχαζ καὶ ὁ Ἐζεκίας· καὶ κατὰ τὰ χρόνια, ποὺ ἐβασίλευεν εἰς τὸ βασίλειον τοῦ Ἰσραὴλ ὁ Ἱεροβοὰμ Β’, ὁ υἱὸς τοῦ Ἰωάς.
2 ᾿Αρχὴ λόγου Κυρίου εἰς ῾Ωσηέ. καὶ εἶπε Κύριος πρὸς ῾Ωσηέ· βάδιζε, λαβὲ σεαυτῷ γυναῖκα πορνείας καὶ τέκνα πορνείας, διότι ἐκπορνεύουσα ἐκπορνεύσει ἡ γῆ ἀπὸ ὄπισθεν τοῦ Κυρίου. 2 Οταν ο Κυριος ήρχισε να ομιλή προς τον Ωσηέ του είπε· “πήγαινε και πάρε δια τον εαυτόν σου γυναίκα ρέπουσαν προς την διαφθοράν, διεφθαρμένην, και απόκτησε τέκνα παράνομα, διότι η χώρα αυτή, που συμβολίζεται με την διεφθαρμένην γυναίκα, θα περιπέση εις φοβεράν πνευματικήν πορνείαν, θα απομακρυνθή από τον Κυριον”. 2 Ὁ πρῶτος λόγος, ποὺ ἐλάλησεν ὁ Κύριος πρὸς τὸν Ὡσηά, εἶναι ὁ ἀκόλουθος: «Πήγαινε, λάβε διὰ τὸν ἑαυτόν σου ὡς σύζυγον γυναῖκα, ποὺ ἔχει κλίσιν πρὸς τὴν πορνείαν, καὶ ἀπόκτησε μαζί της τέκνα παράνομα, διότι δὲν θὰ γνωρίζῃς ἂν εἶναι ἰδικά σου «ἢ κατ’ ἄλλην ἑρμηνείαν: Λάβε μαζί της καὶ τὰ παράνομα τέκνα, ποὺ ἀπέκτησεν αὐτὴ μὲ διαφόρους συζύγους»· διότι ἡ χώρα αὐτὴ τοῦ Ἰσραὴλ θὰ καταντήσῃ εἰς μισητὴν καὶ δυσώδη εἰδωλολατρίαν «πνευματικὴν πορνείαν» «ἢ κατ’ ἄλλην ἑρμηνείαν: Διότι ἡ χώρα αὐτὴ τοῦ Ἰσραὴλ κατήντησεν εἰς μισητὴν καὶ δυσώδη πνευματικὴν πορνείαν», μὲ τὸ νὰ λησμονήσῃ τὸν Κύριον καὶ ἀποστατήσῃ ἀπὸ Αὐτόν, τὸν μόνον ἀληθινὸν Θεόν».
3 καὶ ἐπορεύθη καί ἔλαβε τὴν Γόμερ θυγατέρα Δεβηλαΐμ, καὶ συνέλαβε καὶ ἔτεκεν αὐτῷ υἱόν. 3 Ο Ωσηέ επήγε πράγματι και επήρεν ως σύζυγόν του την Γομερ, κόρην του Δεβηλαΐμ. Αυτή συνέλαβε και εγέννησεν στον Ωσηέ υιόν. 3 Καὶ ὁ Προφήτης, ὑπακούων εἰς τὸν Θεόν, ἐπῆγε καὶ ἔλαβεν ὡς σύζυγον τὴν Γόμερ, θυγατέρα τοῦ Δεβηλαΐμ· ἡ Γόμερ συνέλαβε καὶ ἐγέννησεν εἰς τὸν Ὡσηὲ υἱόν.
4 καὶ εἶπε Κύριος πρὸς αὐτόν· κάλεσον τὸ ὄνομα αὐτοῦ ᾿Ιεζραέλ, διότι ἔτι μικρὸν καὶ ἐκδικήσω τὸ αἷμα τοῦ ᾿Ιεζραὲλ ἐπὶ τὸν οἶκον ᾿Ιούδα καὶ καταπαύσω βασιλείαν οἴκου ᾿Ισραήλ. 4 Είπε τότε ο Κυριος προς τον Ωσηέ· “ονόμασε τον υιόν σου αυτόν Ιεζραέλ, διότι έπειτα από ολίγον χρόνον, εις αποκατάστασιν της τιμής του βασιλείου Ιούδα, θα αποστείλω τιμωρίας δια το χυθέν αίμα εις την κοιλάδα του Ιεζραέλ και θα θέσω τέρμα στο βασίλειον του οίκου Ισραήλ. 4 Καὶ ὁ Κύριος εἶπε πρὸς τὸν Ὡσηέ: «Δῶσε εἰς τὸν υἱόν σου τὸ ὄνομα Ἰεζραέλ «σημαίνει: Ὁ Θεὸς σπείρει»· διότι, διὰ νὰ ἀποκαταστήσω τὴν τιμὴν τοῦ Ἰουδαϊκοῦ βασιλείου, θὰ ἀποστείλω ἐντὸς ὀλίγου τιμωρίες διὰ τὰ αἵματα, ποὺ ἐχύθησαν εἰς τὴν κοιλάδα Ἰεζραέλ, καὶ θὰ θέσω τέλος εἰς τὸ βασίλειον τοῦ Ἰσραήλ.
5 καὶ ἔσται ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ συντρίψω τὸ τόξον τοῦ ᾿Ισραὴλ ἐν κοιλάδι τοῦ ᾿Ιεζραέλ. 5 Κατά την ημέραν εκείνην θα συντρίψω τα πολεμικά τόξα του ισραηλιτικού βασιλείου, θα εξουθενώσω δηλαδή την δύναμίν του εις την κοιλάδα του Ιεζραέλ”. 5 Καὶ κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην τῆς τιμωρίας θὰ συμβῇ τοῦτο· εἰς τὴν πεδιάδα Ἰεζραὲλ θὰ συντρίψω τὰ πολεμικὰ τόξα τοῦ Ἰσραήλ, ἐπειδὴ εἶναι ἀνάξιος νὰ φέρῃ τὸ τιμητικὸν ὄνομα Ἰσραήλ».
6 καὶ συνέλαβεν ἔτι καὶ ἔτεκε θυγατέρα, καὶ εἶπεν αὐτῷ· κάλεσον τὸ ὄνομα αὐτῆς, Οὐκ-ἠλεημένη, διότι οὐ μὴ προσθήσω ἔτι ἐλεῆσαι τὸν οἶκον ᾿Ισραήλ, ἀλλ᾿ ἢ ἀντιτασσόμενος ἀντιτάξομαι αὐτοῖς. 6 Συνέλαβεν πάλιν η Γομερ και εγέννησε θυγατέρα· ο δε Θεός είπεν στον προφήτην· “δώσε εις αυτήν όνομα Ουκ-η-λεημένη, διότι δεν θα έχω πλέον την πρόθεσιν να ελεήσω το βασίλειον του Ισραήλ, αλλά σταθερώς και αποτελεσματικώς θα αντιταχθώ εναντίον αυτών. 6 Ἡ Γόμερ συνέλαβε πάλιν καὶ ἐγέννησε θυγατέρα. Καὶ ὁ Θεὸς εἶπεν εἰς τὸν προφήτην Ὡσηέ: «Ὀνόμασέ την «Μὴ ἠλεημένην», διότι δὲν ἔχω σκοπὸν νὰ συγχωρήσω πλέον τὶς παρεκτροπὲς τοῦ οἴκου Ἰσραὴλ καὶ νὰ δείξω πρὸς αὐτὸν εὐσπλαγχνίαν καὶ ἔλεος· ἀντιθέτως θὰ ἀντιταχθῶ σταθερὰ καὶ μὲ ὅλην τὴν δύναμίν μου ἐναντίον τῶν Ἰσραηλιτῶν, ὥστε νὰ μὴ τοὺς συγχωρήσω καὶ σωθοῦν ἀπὸ τὴν τελείαν καταστροφήν.
7 τοὺς δὲ υἱοὺς ᾿Ιούδα ἐλεήσω καὶ σώσω αὐτοὺς ἐν Κυρίῳ Θεῷ αὐτῶν καὶ οὐ σώσω αὐτοὺς ἐν τόξῳ οὐδὲ ἐν ρομφαίᾳ οὐδὲ ἐν πολέμῳ οὐδὲ ἐν ἵπποις οὐδὲ ἐν ἱππεῦσι. 7 Τους πολίτας όμως του ιουδαϊκού βασιλείου θα τους ελεήσω, θα τους σώσω δια της δυνάμεως εμού, του Κυρίου και Θεού των, και οχι με το τόξον, με την ρομφαίαν, με πολέμους, ούτε με το ιππικόν, ούτε με τους ιππείς”. 7 Ἀπ’ ἐναντίας τὸν οἶκον Ἰούδα θὰ τὸν εὐσπλαγχνισθῶ, καὶ θὰ σώσω τὸν Ἰουδαϊκὸν λαὸν διὰ τῆς δυνάμεως ἐμοῦ, τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ των· δὲν θὰ τοὺς σώσω διὰ τόξου, οὔτε διὰ ρομφαίας, οὔτε μὲ πόλεμον, ποὺ γίνεται μὲ ἀνθρώπινα πολεμικὰ μέσα, οὔτε διὰ πολεμικῶν ἵππων, οὔτε διὰ ἱππέων πολεμιστῶν».
8 καὶ ἀπεγαλάκτισε τὴν Οὐκ-ἠλεημένην, καὶ συνέλαβεν ἔτι καὶ ἔτεκεν υἱόν. 8 Η Γομερ αφού απεγαλάκτισε την Ουκ-ηλεημένην, συνέλαβε πάλιν και εγέννησεν υιόν. 8 Ὅταν ἡ Γόμερ ἀπεγαλάκτισε τὴν «Μὴ ἠλεημενην», συνέλαβε διὰ τρίτην φορὰν καὶ ἐγέννησεν υἱόν.
9 καὶ εἶπε· κάλεσον τὸ ὄνομα αὐτοῦ Οὐ-λαός-μου, διότι ὑμεῖς οὐ λαός μου, καὶ ἐγώ οὐκ εἰμὶ ὑμῶν. 9 Είτε δε ο Κυριος προς τον Ωσηέ· “δώσε εις αυτόν όνομα Ου-λαός μου, διότι σεις οι Ισραηλίται δεν είσθε πλέον λαός μου, και εγώ δεν είμαι ίδικός σας πατήρ και Θεός”. 9 Καὶ ὁ Κύριος εἶπε πρὸς τὸν Ὡσηέ: «Ὀνόμασέ τον «Ὄχι λαός μου», διότι σεῖς οἱ Ἰσραηλῖται δὲν εἶσθε πλέον λαὸς ἰδικός μου, καὶ ἐγὼ δὲν θὰ ἀνήκω εἰς σᾶς· δὲν θὰ εἶμαι πλέον Πατέρας καὶ Θεὸς ἰδικός σας».