Παρασκευή, 19 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:45
Δύση: 20:05
Σελ. 11 ημ.
110-256
16ος χρόνος, 5907η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΕΣΔΡΑΣ Β' - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 (Γ)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΑΙ ἔφθασεν ὁ μὴν ὁ ἕβδομος -καὶ οἱ υἱοὶ ᾿Ισραὴλ ἐν πόλεσιν αὐτῶν- καὶ συνήχθη ὁ λαὸς ὡς ἀνὴρ εἷς εἰς ῾Ιερουσαλήμ. 1 Εφθασεν ο έβοδμος μην, όταν πλέον οι Ισραηλίται όλοι είχον εγκατασταθή εις τας πόλεις των, και συνήχθη όλος ο λαός, ωσάν ένας άνθρωπος, εις την Ιερουσαλήμ. 1 Όταν ἔφθασεν ὁ ἕβδομος μῆνας, καὶ ἀφοῦ πλέον εἶχαν ἐγκατασταθῇ εἰς τὰς πόλεις των οἱ Ἰσραηλῖται, ποὺ ἐπέστρεψαν ἀπὸ τὴν Βαβυλῶνα, ἐμαζεύθηκαν ὅλοι σὰν ἕνας ἄνθρωπος εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ.
2 καὶ ἀνέστη ᾿Ιησοῦς ὁ τοῦ ᾿Ιωσεδὲκ καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ ἱερεῖς καὶ Ζοροβάβελ ὁ τοῦ Σαλαθιὴλ καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ καὶ ᾠκοδόμησαν τὸ θυσιαστήριον Θεοῦ ᾿Ισραὴλ τοῦ ἀνενέγκαι ἐπ᾿ αὐτὸ ὁλοκαυτώσεις κατὰ τὰ γεγραμμένα ἐν νόμῳ Μωυσῆ ἀνθρώπου τοῦ Θεοῦ. 2 Εκεί εσηκώθη ο Ιησούς, ο υιός του Ιωσεδέκ, οι αδελφοί αυτού ιερείς και ο Ζοροβάβελ υιός του Σαλαθιήλ μαζή με τους αδελφούς του και ανοικοδόμησαν το θυσιαστήριον των ολοκαυτωμάτων του Θεού του Ισραήλ, δια να προσφέρουν εις αυτό ολοκαυτώματα, σύμφωνα με τον νόμον του Μωϋσέως, του ανθρώπου του Θεού. 2 Ἐσηκώθη τότε καὶ ἐπῆρε τὴν πρωτοβουλίαν ὁ Ἰησοῦς, ὁ υἱός του Ἰωσεδέκ, μαζὶ μὲ τοὺς ἀδελφούς του, τοὺς ἱερεῖς, καὶ τὸν Ζοροβάβελ, τὸν υἱὸν τοῦ Σαλαθιήλ, καὶ τοὺς ἀδελφούς του, καὶ ἔκτισαν τὸ Θυσιαστήριον πρὸς τιμὴν τοῦ Θεοῦ τοῦ Ἰσραήλ. Τὸ ἔκτισαν διὰ νὰ προσφέρουν ἐπάνω εἰς αὐτὸ τὰς θὐσίας τῶν ὁλοκαυτωμάτων, συμφώνως πρὸς ὅσα ἔχουν γραφῆ εἰς τὸν Νόμον τοῦ Μωϋσέως, τοῦ ἀνθρώπου τοῦ Θεοῦ.
3 καὶ ἡτοίμασαν τὸ θυσιαστήριον ἐπὶ τὴν ἑτοιμασίαν αὐτοῦ, ὅτι ἐν καταπλήξει ἐπ᾿ αὐτοὺς ἀπὸ τῶν λαῶν τῶν γαιῶν, καὶ ἀνέβη ἐπ᾿ αὐτὸ ὁλοκαύτωσις τῷ Κυρίῳ τὸ πρωΐ καὶ εἰς ἑσπέραν. 3 Ητοίμασαν το θυσιαστήριον τούτο όπως έπρεπε εις την πρώτην του θέσιν, διότι είχαν καταληφθή από μεγάλην ανησυχίαν εξ αιτίας των γειτονικών λαών. Εκεί δε προσέφερον τα ολοκαυτώματα προς τον Κυριον κάθε πρωΐαν και κάθε εσπέραν. 3 Ἔστησαν δὲ τὸ θυσιαστήριον εἰς τὴν ὡρισμένην θέσιν του, ἐκεῖ ὅπου ἦτο προηγουμένως, διότι ἐφοβοῦντο τοὺς γειτονικοὺς λαοὺς καὶ ἤθελαν νὰ προσφέρουν τὸ ταχύτερον δυνατὸν θυσίας, διὰ νὰ ἔχουν τὸν Κύριον βοηθόν των. Καὶ πράγματι ἐπρόσφεραν εἰς τὸ Θυσιαστήριον αὐτὸ πρὸς τὸν Κύριον θυσίας ὁλοκαυτωμάτων κάθε πρωῒ καὶ κάθε βράδυ.
4 καὶ ἐποίησαν τὴν ἑορτὴν τῶν σκηνῶν κατὰ τὸ γεγραμμένον καὶ ὁλοκαυτώσεις ἡμέραν ἐν ἡμέρᾳ ἐν ἀριθμῷ ὡς ἡ κρίσις, λόγον ἡμέρας ἐν ἡμέρᾳ αὐτοῦ, 4 Εώρτασαν την εορτήν της Σκηνοπηγίας, όπως είναι γραμμένον στον Νομον, και προσέφεραν ολοκαυτώματα κάθε ημέραν εις αριθμόν, που ώριζεν ο Νομος δια την κάθε ημέραν. 4 Ἑώρτασαν δὲ τὴν ἑορτὴν τῆς Σκηνοπηγίας ἐπὶ τῇ βάσει τοῦ Τυπικοῦ τῆς ἑορτῆς αὐτῆς, ποὺ εἶναι γραμμένον εἰς τὸν Νόμον τοῦ Μωϋσέως. Καὶ ἐπρόσφεραν τὰς θυσίας τῶν ὁλοκαυτωμάτων, τὰς ὡρισμένας διὰ κάθε ἡμέραν, τόσας εἰς ἀριθμόν, ὅσας ὥριζεν ἡ διάταξις τοῦ Τυπικοῦ. Κάθε ἡμέραν ἐκαμναν αὐτό, ποὺ ἔγραφε διὰ τὴν ἀνάλογον ἡμέραν τῆς ἑορτῆς ὁ Νόμος τοῦ Κυρίου.
5 καὶ μετὰ τοῦτο ὁλοκαυτώσεις ἐνδελεχισμοῦ καὶ εἰς τὰς νουμηνίας καὶ εἰς πάσας ἑορτὰς τῷ Κυρίῳ τὰς ἡγιασμένας καὶ παντὶ ἑκουσιαζομένῳ ἑκούσιον τῷ Κυρίῳ. 5 Επειτα από αυτό προσέφεραν στο θυσιαστήριον τούτο τα καθημερινά ολοκαυτώματα, τα ολοκαυτώματα δια την πρώτην ημέραν εκάστου μηνός και δι' όλας τας άλλας εορτάς τας καθιερωμένας δια τον Κυριον, όπως επίσης και τας προσφοράς, τας οποίας κάθε Ισραηλίτης αυτοπροαιρέτως προσέφερεν. 5 Καὶ ἔπειτα ἀπὸ αὐτὰ ἐπρόσφεραν τὰς καθημερινὰς θυσίας τῶν ὁλοκαυτωμάτων διαρκῶς, καθὼς καὶ τὰς θυσίας διὰ κάθε πρωτομηνιὰν καὶ δι’ ὅλας τὰς ἑορτάς, ποὺ εἶχαν καθορισθῆ πρὸς τιμὴν τοῦ Κυρίου, ὅπως ἐπίσης καὶ τὰς εἰδικὰς προσφοράς, ποὺ ἐπρόσφερεν ἑκουσίως ὁποιοσδήποτε Ἰσραηλίτης ἤθελεν.
6 ἐν ἡμέρᾳ μιᾷ τοῦ μηνὸς τοῦ ἑβδόμου ἤρξαντο ἀναφέρειν ὁλοκαυτώσεις τῷ Κυρίῳ καὶ ὁ οἶκος τοῦ Κυρίου οὐκ ἐθεμελιώθη. 6 Από την πρώτην ημέραν του εβδόμου μηνός ήρχισαν οι Ισραηλίται να προσφέρουν τακτικά επάνω στο θυσιαστήριον των ολοκαυτωμάτων ολοκαυτώματα προς τον Κυριον. Αλλά ο ναός του Κυρίου δεν είχεν ακόμη θεμελιωθή. 6 Ἡ ἔναρξις τῶν προσφορῶν τῶν ὁλοκαυτωμάτων πρὸς τιμὴν τοῦ Κυρίου ἔγινε τὴν πρώτην ἡμέραν τοῦ ἑβδόμου μηνός, ποὺ ἐλέγετο Τισρί. Κατὰ τὸ διάστημα αὐτὸ δὲν εἶχε θεμελιωθῆ ἀκόμη ὁ Ναὸς τοῦ Κυρίου.
7 καὶ ἔδωκαν ἀργύριον τοῖς λατόμοις καὶ τοῖς τέκτοσι καὶ βρώματα καὶ ποτὰ καὶ ἔλαιον τοῖς Σιδωνίοις καὶ τοῖς Τυρίοις ἐνέγκαι ξύλα κέδρινα ἀπὸ τοῦ Λιβάνου πρὸς θάλασσαν ᾿Ιόππης κατ᾿ ἐπιχώρησιν Κύρου βασιλέως Περσῶν ἐπ᾿ αὐτούς. 7 Εδωκαν τότε χρήματα στους λατόμους και στους ξυλουργούς. Εδωσαν επίσης τρόφιμα, ποτά και λάδι στους κατοίκους Σιδώνος και Τυρου, δια να προμηθεύσουν εις αυτούς ξύλα κέδρινα από το όρος Λιβανον και να τα παραδώσουν στον λιμένα της Ιόππης, σύμφωνα με την εντολήν, την οποίαν είχον λάβει από τον Κύρον, τον βασιλέα των Περσών. 7 Μετὰ τὴν ἐγκατάστασιν τοῦ Θυσιαστηρίου ἔδωσαν χρήματα εἰς τοὺς λατόμους, ποὺ ἔβγαζαν τὴν πέτραν, ὅπως καὶ εἰς τοὺς ξυλουργούς, καὶ ἔστειλαν τρόφιμα, ποτὰ καὶ λάδι εἰς τοὺς κατοίκους τῆς Σιδῶνος καὶ τῆς Τύρου, διὰ νὰ φέρουν εἰς τὸ λιμάνι τῆς Ἰόππης ξύλα κέδρινα ἀπὸ τὸν Λίβανον. Λυτὸ ἔγινε βάσει τῆς γραπτῆς ἀδείας καὶ ἐντολῆς, ποὺ τοὺς εἶχε δώσει ὁ βασιλεὺς τῶν Περσῶν Κῦρος.
8 καὶ ἐν τῷ ἔτει τῷ δευτέρῳ τοῦ ἐλθεῖν αὐτοὺς εἰς οἶκον τοῦ Θεοῦ ἐν ῾Ιερουσαλήμ, ἐν μηνὶ τῷ δευτέρῳ, ἤρξατο Ζοροβάβελ ὁ τοῦ Σαλαθιὴλ καὶ ᾿Ιησοῦς ὁ τοῦ ᾿Ιωσεδὲκ καὶ οἱ κατάλοιποι τῶν ἀδελφῶν αὐτῶν οἱ ἱερεῖς καὶ οἱ Λευῖται καὶ πάντες οἱ ἐρχόμενοι ἀπὸ τῆς αἰχμαλωσίας εἰς ῾Ιερουσαλὴμ καὶ ἔστησαν τοὺς Λευίτας ἀπὸ εἰκοσαετοῦς καὶ ἐπάνω ἐπὶ τοὺς ποιοῦντας τὰ ἔργα ἐν οἴκῳ Κυρίου. 8 Κατά τον δεύτερον μήνα του δευτέρου έτους της ελεύσεώς των στον ναόν του Κυρίου της Ιερουσαλήμ ήρχισαν ο Ζοροβάβελ, ο υιός του Σαλαθιήλ, και ο Ιησούς ο υιός του Ιωσεδέκ, μαζή με τους άλλους αδελφούς των, οι ιερείς και οι Λευίται και όλοι όσοι είχον επανέλθει από την αιχμαλωσίαν εις την Ιερουσαλήμ ήρχισαν το έργον των και ώρισαν τους Λευίτας από είκοσι ετών και άνω ως επιστάτας εις εκείνους, οι οποίοι θα ανοικοδομούσαν τον ναόν του Κυρίου. 8 Κατὰ δὲ τὸ δεύτερον ἔτος, ἀπὸ τότε ποὺ ἦλθαν αὐτοὶ εἰς τὸν τόπον τῆς λατρείας τοῦ Θεοῦ, εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ, καὶ συγκεκριμένως κατὰ τὸν δεύτερον μῆνα, ὁ Ζοροβάβελ, ὁ υἱὸς τοῦ Σαλαθιήλ, μαζὶ μὲ τὸν Ἰησοῦν, τὸν υἱὸν τοῦ Ἰωσεδέκ, καὶ τοὺς ὑπολοίπους ἀδελφούς των, τοὺς ἱερεῖς καὶ τοὺς Λευΐτας καὶ ὅλους, ὅσοι ἐπανῆλθαν ἀπὸ τὴν βαβυλώνιον αἰχμαλωσίαν εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ, ἄρχισαν τὸ ἱερὸν ἔργον τῆς ἀνοικοδομήσεως τοῦ Ναοῦ. Πρωτίστως ὥρισαν τοὺς Λευΐτας ἡλικίας ἀπὸ εἴκοσι ἐτῶν καὶ ἄνω ὡς ἐπιστάτας ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι θὰ εἰργάζοντο τὰ διάφορα ἔργα διὰ τὴν ἀνέγερσιν τοῦ Ναοῦ.
9 καὶ ἔστη ᾿Ιησοῦς καὶ οἱ υἱοὶ αὐτοῦ καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ, Καδμιὴλ καὶ οἱ υἱοὶ αὐτοῦ υἱοὶ ᾿Ιούδα, ἐπὶ τοὺς ποιοῦντας τὰ ἔργα ἐν οἴκῳ τοῦ Θεοῦ, υἱοὶ ᾿Ηναδάδ, υἱοὶ αὐτῶν καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτῶν οἱ Λευῖται. 9 Ο Ιησούς, τα παιδιά του, όπως επίσης και οι αδελφοί του, ο Καδμιήλ με τους υιούς του, οι απόγονοι του Ιούδα, ανέλαβαν το καθήκον της εποπτείας των εις εκείνους, οι οποίοι θα ησχολούντο με την ανοικοδόμησιν του ναού του Κυρίου. Επίσης το αυτό έργον ανέλαβον οι απόγονοι του Ηναδάδ, με τους υιούς των και τους αδελφούς των. Ολοι δε αυτοί ήσαν Λευίται. 9 Ἀνέλαβαν λοιπὸν τὸ ἔργον τῆς ἐποπτείας ὅλων ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι θὰ ἔκαμναν τὰ ἔργα τῆς ἀνεγέρσεως τοῦ Ναοῦ τοῦ Θεοῦ, ὁ Λευΐτης Ἰησοῦς καὶ οἱ υἱοί του καὶ οἱ ἀδελφοί του, καθὼς ἐπίσης καὶ ὁ Καδμιὴλ καί οἰ υἱοί του, οἱ ἀπόγονοι τοῦ Ἰούδα, ὅπως καὶ οἱ ἀπόγονοι τοῦ Ἠναδὰδ καί οἰ υἱοί των καὶ οἱ ἀδελφοί των, ὅλοι Λευῖται.
10 καὶ ἐθεμελίωσαν τοῦ οἰκοδομῆσαι τὸν οἶκον Κυρίου, καὶ ἔστησαν οἱ ἱερεῖς ἐστολισμένοι ἐν σάλπιγξι καὶ οἱ Λευῖται υἱοὶ ᾿Ασὰφ ἐν κυμβάλοις τοῦ αἰνεῖν τὸν Κύριον ἐπὶ χεῖρας Δαυὶδ βασιλέως ᾿Ισραήλ. 10 Τοτε έθεσαν τα θεμέλια της ανοικοδομήσεως του οίκου του Κυρίου, καθ' ον χρόνον οι ιερείς στολισμένοι έστεκαν με τας σάλπιγγας εις τα χέρια των και οι Λευίται, οι απόγονοι του Ασάφ, με τα κύβδαλά των, δια να υμνούν τον Κυριον σύμφωνα με τας οδηγίας του Δαυίδ, βασιλέως του Ισραήλ. 10 Ὅταν δὲ ἔβαλαν τὰ θεμέλια καὶ ἄρχισαν τὴν ἀνοικοδόμησιν τοῦ Ναοῦ τοῦ Κυρίου, ἔστεκαν ἐκεῖ οἱ ἱερεῖς μὲ τὰς στολάς των καὶ μὲ σάλπιγγας εἰς τὰ χέρια των, καὶ οἱ Λευῖται, οἱ ἀπόγονοι τοῦ Ἀσάφ, μὲ τὰ κύμβαλα, διὰ νὰ δοξολογοῦν τὸν Κύριον, ὅπως εἶχε διδάξει καὶ καθορίσει ὁ ψαλμωδὸς καὶ βασιλεὺς τὸν Ἰσραὴλ Δαβίδ.
11 καὶ ἀπεκρίθησαν ἐν αἴνῳ καὶ ἀνθομολογήσει τῷ Κυρίῳ, ὅτι ἀγαθόν, ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα τὸ ἔλεος αὐτοῦ ἐπὶ ᾿Ισραήλ. καὶ πᾶς ὁ λαὸς ἐσήμαινε φωνῇ μεγάλῃ αἰνεῖν τῷ Κυρίῳ ἐπὶ τῇ θεμελιώσει τοῦ οἴκου Κυρίου. 11 Ηρσισαν λοιπόν να υμνούν και δοξολογούν τον Κυριον επαναλαμβάνοντες την επωδόν· “ότι αγαθόν, ότι στον αιώνα το έλεος αυτού επί τον Ισραήλ”. Ολόκληρος δε λαός ύψωσε φωνήν μεγάλην δοξολογών τον Κυριον δια την θεμελίωσιν του ναού του Κυρίου. 11 Καὶ ἔψαλλαν ἀντιφωνικῶς ὕμνους καὶ δοξολογίας πρὸς τὸν Κύριον καὶ ἐπανελάμβαναν τὴν φράσιν: Ὅτι ἀγαθόν, ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα τὸ ἔλεος αὐτοῦ ἐπὶ τὸν Ἰσραήλ. Μαζὶ μὲ αὐτοὺς καὶ ὅλοι οἱ ἄλλοι Ἰσραηλῖται ἔψαλλαν καὶ ἐφώναζαν μὲ δυνατὴν φωνὴν καὶ ἐδοξολογοῦσαν τὸν Κύριον διὰ τὴν θεμελίωσιν τοῦ Ναοῦ τοῦ Κυρίου.
12 καὶ πολλοὶ ἀπὸ τῶν ἱερέων καὶ τῶν Λευιτῶν καὶ ἄρχοντες τῶν πατριῶν οἱ πρεσβύτεροι, οἳ εἴδοσαν τὸν οἶκον τὸν πρῶτον ἐν θεμελιώσει αὐτοῦ, καὶ τοῦτον τὸν οἶκον ἐν ὀφθαλμοῖς αὐτῶν, ἔκλαιον φωνῇ μεγάλῃ· καὶ ὁ ὄχλος ἐν σημασίᾳ μετ᾿ εὐφροσύνης τοῦ ὑψῶσαι ᾠδήν· 12 Αλλά πολλοί από τους ιερείς και τους Λευίτας και τους αρχγούς των οικογενειών, οι οποίοι ήσαν μεγάλοι κατά την ηλικίαν και είχον ίδει τον πρώτον ναόν εις όλην αυτού την μεγαλοπρέπειαν, έβλεπον δε τούτον τον μικρόν ναόν σήμερον, έκλαιον με μεγάλην φωνήν. Ο άλλος όμως λαός, που απετελείτο από νεωτέρους, οι οποίοι δεν είχον ίδει τον προηγούμενον ναόν, εφώναζον με μεγάλην φωνήν και έψαλλον ύμνους δοξολογίας προς τον Κυριον. 12 Πολλοὶ ὅμως ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς καὶ τοὺς Λευΐτας καὶ οἱ γεροντότεροι ἀπὸ τοὺς ἀρχηγοὺς τῶν πατριαρχικῶν οἰκογενειῶν, ποὺ εἶχαν ἰδεῖ τὸν προηγούμενον Ναὸν μὲ τὴν θεμελίωσίν του καὶ ἔβλεπαν τώρα τὴν θεμελίωσιν καὶ γενικῶς τὸν νέον Ναόν, ποὺ ἦτο κατὰ πολὺ μικρότερος τοῦ παλαιοῦ, ἔκλαιαν λυπημένοι μὲ μεγάλην φωνήν. Ὁ ὑπόλοιπος ὅμως λαὸς τῶν Ἰουδαίων, ποὺ ἔβλεπαν νὰ κτίζεται πλέον ὁ Ναὸς τοῦ Κυρίου των, ἐφώναζαν καὶ αὐτοί, ἀλλὰ μὲ μεγάλην εὐφροσύνην καὶ χαράν, διὰ νὰ δοξολογοῦν ὅσον τὸ δυνατὸν καλύτερον τὸν Κύριον.
13 καὶ οὐκ ἦν ὁ λαὸς ἐπιγινώσκων φωνὴν σημασίας τῆς εὐφροσύνης ἀπὸ τῆς φωνῆς τοῦ κλαυθμοῦ τοῦ λαοῦ, ὅτι ὁ λαὸς ἐκραύγασε φωνῇ μεγάλῃ, καὶ ἡ φωνὴ ἠκούετο ἕως ἀπὸ μακρόθεν. 13 Δεν ήτο δυνατόν να ξεχωρίση κανείς την φωνήν της χαράς των νεωτέρων από την φωνή του κλαυθμού των πρεσβυτέρων του λαού διότι ο λαός αυτός έκραζε πολύ δυνατά και ο ήχος του ηκούετο από μακράν. 13 Κανεὶς δὲ ἀπὸ τὸν λαὸν δὲν ἠμποροῦσε νὰ καταλάβῃ καὶ νὰ ξεχωρίσῃ ποία φωνὴ τῶν Ἰσραηλιτῶν ἦταν φωνὴ χαρᾶς καὶ ποία φωνὴ κραυγὴ λύπης. Διότι ὁ λαὸς ἐκραύγαζε πολὺ δυνατά, καὶ ἡ φωνή του ἔφθανε πολὺ μακριά.