Παρασκευή, 19 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:45
Δύση: 20:05
Σελ. 11 ημ.
110-256
16ος χρόνος, 5907η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΕΣΔΡΑΣ Β' - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10 (Ι)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΑΙ ὡς προσηύξατο ῎Εσδρας καὶ ὡς ἐξηγόρευσε κλαίων καὶ προσευχόμενος ἐνώπιον οἴκου τοῦ Θεοῦ, συνήχθησαν πρὸς αὐτὸν ἀπὸ ᾿Ισραὴλ ἐκκλησία πολλὴ σφόδρα, ἄνδρες καὶ γυναῖκες καὶ νεανίσκοι, ὅτι ἔκλαυσαν ὁ λαὸς καὶ ὕψωσε κλαίων. 1 Κατά την ώραν, κατά την οποίαν προσηύχετο ο Εσδρας και μετά δακρύων εξηγόρευσε τας αμαρτίας του λαού, προσηύχετο δε αυτός ενώπιον του ναού του Θεού, συνεκεντρώθη γύρω από αυτόν πολύ πλήθος Ισραηλιτών, άνδρες, γυναίκες και νέοι. Ολοι δε αυτοί έκλαιον με μεγάλην φωνήν. 1 Καὶ ἐνῷ ὁ Ἔσδρας προσηύχετο καὶ ἐξωμολογεῖτο μὲ δάκρυα τὰς ἁμαρτίας τοῦ λαοῦ καὶ ἔμενεν ἐκεῖ, ἐνώπιον τοῦ Ναοῦ τοῦ Θεοῦ, εἰς τὴν στάσιν τῆς προσευχῆς, ἐμαζεύθηκαν κοντά του πλῆθος πολὺ ἀπὸ τοὺς Ἰσραηλίτας, ἄνδρες καὶ γυναῖκες καὶ νέοι, οἱ ὁποῖοι ἔκλαιαν ὅλοι μαζὶ καὶ ἐφώναζαν δυνατά, διὰ νὰ δείχνουν τὸ πένθος των.
2 καὶ ἀπεκρίθη Σεχενίας υἱὸς ᾿Ιεὴλ ἀπὸ υἱῶν ᾿Ηλάμ, καὶ εἶπε τῷ ῎Εσδρᾳ· ἡμεῖς ἠσυνθετήσαμεν τῷ Θεῷ ἡμῶν καὶ ἐκαθίσαμεν γυναῖκας ἀλλοτρίας ἀπὸ τῶν λαῶν τῆς γῆς· καὶ νῦν ἐστιν ὑπομονὴ τῷ ᾿Ισραὴλ ἐπὶ τούτῳ. 2 Ο Σεχενίας, ο υιός του Ιεήλ από τους απογόνους του Ηλάμ, εοηκώθηκε και είπεν στον Εσδραν· “ημείς ημαρτήσαμεν ενώπιον του Θεού μας, διότι επήραμεν ως συζύγους και εγκατεστήσαμεν στους οίκους μας ξένας γυναίκας από τους ειδωλολατρικούς λαούς της χώρας αυτής. Αλλά τώρα υπάρχει κάποια ελπίς διορθώσεως των Ισραηλιτών δια την παρανομίαν των αυτήν. 2 Ἐπῆρε τότε τὸν λόγον ὁ Σεχενίας, ὁ υἱὸς τοῦ Ἰεήλ, ποὺ ἦτο ἕνας ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἠλάμ, καὶ εἶπεν εἰς τὸν Ἔσδραν: Ἔχομεν ἁμαρτήσει καὶ εἴμαστε ἔνοχοι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ μας. Παρέβημεν τὴν διαθήκην μας μὲ Ἐκεῖνον, μὲ τὸ ὅτι ἐβάλαμεν εἰς τὰ σπίτια μας ὡς συζύγους μας ξένας γυναῖκας ἀπὸ τὰ εἰδωλολατρικὰ ἔθνη τῆς γῆς. Παρὰ ταῦτα ὅμως ὑπάρχει ἀκόμη ἐλπὶς διορθώσεως τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ ὡς πρὸς τὸ ἁμάρτημα αὐτό.
3 καὶ νῦν διαθώμεθα διαθήκην τῷ Θεῷ ἡμῶν ἐκβαλεῖν πάσας τὰς γυναῖκας καὶ τὰ γενόμενα ἐξ αὐτῶν, ὡς ἂν βούλη· ἀνάστηθι, καὶ φοβέρισον αὐτοὺς ἐν ἐντολαῖς Θεοῦ ἡμῶν, καὶ ὡς ὁ νόμος γενηθήτω. 3 Ας κάμωμεν αυτήν την στιγμήν μίαν συμφωνίαν και ας δώσωμεν μίαν υπόσχεσιν προς τον Θεόν ημών, να εκδιώξωμεν όλας τας γυναίκας τας ειδωλολάτριδας και τα τέκνα που εγεννήθησαν από αυτάς, όπως και συ κρίνεις καλόν. Σηκω, λοιπόν, φοβέρισε τους παραβάτας με τας εντολάς του Θεού μας και ας γίνη, όπως ο νόμος του Θεού διατάσσει. 3 Τώρα λοιπὸν ἀς συνάψωμεν συμφωνίαν μὲ τὸν Θεόν μας καὶ ἂς δώσωμεν τὴν ὑπόσχεσιν ὅτι θὰ ἐκδιώξωμεν ὅλας τὰς ξένας γυναῖκας καὶ τὰ παιδιὰ ποὺ ἐγέννησαν αὐταί, ὅπως θὰ τὸ ἀποφασίσῃς σύ, ὁ ἡγέτης μας καὶ ἐκπρόσωπος τοῦ Κυρίου. Σήκω ἐπάνω καὶ φοβέρισε τοὺς παραβάτας μὲ τὰς ἐντολὰς τοῦ Θεοῦ μας· καὶ ἂς γίνῃ αὐτό, ποὺ ὁρίζει ὁ Νόμος τοῦ Κυρίου.
4 ἀνάστα, ὅτι ἐπὶ σὲ τὸ ρῆμα, καὶ ἡμεῖς μετὰ σοῦ· κραταιοῦ καὶ ποίησον. 4 Σηκω, διότι το όλον ζήτημα ευρίσκεται πλέον εις τα χέρια σου. Ημείς δε είμεθα μαζή σου. Εχε θάρρος και εκτέλεσε το καθήκον σου”. 4 Σήκω ἀμέσως, διότι ἡ ὑπόθεσις αὐτὴ κρέμεται ἀπὸ σέ. Σὲ διαβεβαιώνομεν δὲ ὅτι εἴμαστε μαζί σου καὶ ἐμεῖς. Δείξου γενναῖος καὶ κάμε αὐτὸ ποὺ πρέπει.
5 καὶ ἀνέστη ῎Εσδρας καὶ ὥρκισε τοὺς ἄρχοντας, τοὺς ἱερεῖς καὶ Λευίτας καὶ πάντα ᾿Ισραὴλ τοῦ ποιῆσαι κατὰ τὸ ρῆμα τοῦτο· καὶ ὤμοσαν. 5 Ο Εσδρας εσηκωθηκε, ώρκισε τους άρχοντας, τους ιερείς και τους Λευίτας και όλον τον Ισραηλιτικόν λαόν, ότι θα εφαρμόσουν αυτά τα λόγια. Εκείνοι εδέχθησαν και ωρκίσθησαν δι' αυτό. 5 Καὶ ἐσηκώθη πράγματι ὁ Ἔσδρας καὶ ὥρκισε τοὺς ἄρχοντας, τοὺς ἱερεῖς, τοὺς Λευΐτας καὶ ὅλους τοὺς Ἰσραηλίτας ὅτι θὰ συμμορφωθοῦν πρὸς τὴν ὑπόσχεσιν αὐτήν, ποὺ ἔδωσεν ἐκ μέρους των ὁ Σεχενίας. Καὶ ὠρκίσθηκαν ἀμέσως ὅλοι.
6 καὶ ἀνέστη ῎Εσδρας ἀπὸ προσώπου οἴκου τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπορεύθη εἰς γαζοφυλάκιον ᾿Ιωανὰν υἱοῦ ᾿Ελισοὺβ καὶ ἐπορεύθη ἐκεῖ· ἄρτον οὐκ ἔφαγεν καὶ ὕδωρ οὐκ ἔπιεν, ὅτι ἐπένθει ἐπὶ τῇ ἀσυνθεσίᾳ τῆς ἀποικίας. 6 Επειτα από αυτά, εσηκώθη ο Εσδρας επρός από τον ναόν του Κυρίου και επήγεν στο δωμάτιον του Ιωανάν, υιού του Ελισούβ. Εισήλθεν εκεί αλλά ούτε άρτον έφαγε ούτε νερό έπιε, διότι ήτο πάρα πολύ λυπημένος δια την παράβασιν αυτήν των Ιουδαίων, οι οποίοι είχαν επανέλθει από την αιχμαλωσίαν. 6 Μετὰ ταῦτα ἔφυγεν ὁ Ἔσδρας ἐμπρὸς ἀπὸ τὸν Ναὸν τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπῆγεν εἰς τὸ δωμάτιον τοῦ υἱοῦ τοῦ Ἐλισοὺβ Ἰωανάν, ποὺ ἦτο σκευοφυλάκιον καὶ θησαυροφυλάκιον, καὶ ἔμεινε κλεισμένος εἰς αὐτό. Καὶ ἐνῷ ἦτο ἐκεῖ, δὲν ἔφαγε ψωμὶ καὶ δὲν ἤπιε νερό, διότι ἐπενθοῦσε διὰ τὴν παρανομίαν τῶν Ἰουδαίων, ποὺ εἶχαν ἐπιστρέψει ἀπὸ τὴν βαβυλώνιον αἰχμαλωσίαν.
7 καὶ παρήνεγκαν φωνὴν ἐν ᾿Ιούδᾳ καὶ ἐν ῾Ιερουσαλὴμ πᾶσι τοῖς υἱοῖς τῆς ἀποικίας τοῦ συναθροισθῆναι εἰς ῾Ιερουαλήμ, 7 Οι άρχοντες εξέδωσαν προκήρυξιν προς όλους τους Ιουδαίους, οι οποίοι είχαν επανέλθει από την αιχμαλωσίαν και ευρίσκοντο εις την χώραν της Ιουδαίας και εις την πόλιν Ιερουσαλήμ, να συγκεντρωθούν εις την Ιερουσαλήμ. Και προσετίθετο εις την προκήρυξιν· 7 Ἔστειλαν ἐν τῷ μεταξὺ κήρυκας εἰς ὅλην τὴν Ἰουδαίαν καὶ τὴν Ἱερουσαλὴμ πρὸς ὅλους ἐκείνους, ποὺ ἐπέστρεψαν ἀπὸ τὴν αἰχμαλωσίαν, καὶ τοὺς ἐκάλεσαν νὰ συγκεντρωθοῦν εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ.
8 πᾶς, ὃς ἂν μὴ ἔλθῃ εἰς τρεῖς ἡμέρας, ὡς ἡ βουλὴ τῶν ἀρχόντων καὶ τῶν πρεσβυτέρων, ἀναθεματισθήσεται πᾶσα ἡ ὕπαρξις αὐτοῦ, καὶ αὐτὸς διασταλήσεται ἀπὸ ἐκκλησίας τῆς ἀποικίας. 8 “Θα αναθεματισθή όλη η περιουσία εκείνου του Ισραηλίτου, ο οποίος δεν θα ήρχετο εντός τριών ημερών εις την Ιερουσαλήμ, σύμφωνα με την απόφασιν των Ιουδαίων αρχόντων και πρεσβυτέρων. Και αυτός ο ίδιος θα γίνη αποσυνάγωγος από την κοινότητα των Ιουδαίων, που είχαν επανέλθει εκ της αιχμαλωσίας”. 8 Τοὺς εἶπαν μάλιστα ὅτι, ὁποιοσδήποτε δὲν θὰ ἔλθῃ μέσα εἰς τρεῖς ἡμέρας εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ, συμφώνως πρὸς τὴν ἀπόφασιν τῶν ἀρχόντων καὶ τῶν προεστῶν τοῦ λαοῦ, θὰ τιμωρηθῇ. Ὅλη ἡ περιουσία του θὰ ἀναθεματισθῇ, μὲ συνέπειαν νὰ δημευθῇ καὶ νὰ δοθῇ εἰς τὸν Ναὸν τοῦ Κυρίου, ὁ ἴδιος δὲ θὰ ἀφορισθῇ καὶ θὰ ἀποκοπῇ ἀπὸ τὴν κοινότητα τῶν Ἰουδαίων, ποὺ ἐπέστρεψαν ἐλεύθεροι ἀπὸ τὴν Βαβυλῶνα.
9 Καὶ συνήχθησαν πάντες ἄνδρες ᾿Ιούδα καὶ Βενιαμὶν εἰς ῾Ιερουσαλὴμ εἰς τὰς τρεῖς ἡμέρας, οὗτος ὁ μὴν ὁ ἔνατος· ἐν εἰκάδι τοῦ μηνὸς ἐκάθισε πᾶς ὁ λαὸς ἐν πλατείᾳ οἴκου τοῦ Θεοῦ ἀπὸ θορύβου αὐτῶν περὶ τοῦ ρήματος καὶ ἀπὸ τοῦ χειμῶνος. 9 Πράγματι όλοι οι άνδρες από την φυλήν του Ιούδα και την φυλήν του Βενιαμίν ήλθαν εις την Ιερουσαλήμ εντός τριών ημερών. Αυτό έγινε κατά τον ένατον μήνα. Την εικοστήν του μηνός αυτού όλος ο λαός εξ αιτίας του ζητήματος τούτου συνεκεντρώθη εις ευρύχωρον ανοικτόν χώρον ενώπιον του ναού του Θεού. Και έτρεμαν από τον φόβον των και από το ψύχος του χειμώνος. 9 Κατόπιν τούτου ἐμαζεύθηκαν ὅλοι οἱ ἄνδρες τῶν φυλῶν Ἰούδα καὶ Βενιαμὶν εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα μέσα εἰς τὸ ὡρισμένον χρονικὸν διάστημα τῶν τριῶν ἡμερῶν. Ἦτο δὲ τότε ὁ ἔνατος μῆνας τοῦ χρόνου. Εἰς τὰς εἴκοσι λοιπὸν τοῦ ἐνάτου μηνὸς ἐμαζεύθηκαν καὶ ἐκάθησαν ὅλοι οἱ Ἰσραηλῖται εἰς τὴν πλατεῖαν τοῦ Ναοῦ τοῦ Θεοῦ καὶ ἔτρεμαν καὶ λόγῳ τοῦ φόβου των διὰ τὴν παρανομίαν των καὶ ἀπὸ τὸ κρύο τοῦ χειμῶνος.
10 καὶ ἀνέστη ῎Εσδρας ὁ ἱερεὺς καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· ὑμεῖς ἠσυνθετήκατε καὶ ἐκαθίσατε γυναῖκας ἀλλοτρίας τοῦ προσθεῖναι ἐπὶ πλημμέλειαν ᾿Ισραήλ· 10 Ο Εσδρας ο ιερεύς εσηκώθη και είπε προς αυτούς· “σεις έχετε παραβή την εντολήν του Θεού και επήρατε και εγκατεστήσατε εις τα σπίτια σας γυναίκας ξένας και έτσι προσθέσατε νέαν αμαρτίαν επί του ισραηλιτικού λαού. 10 Ἐσηκώθη τότε ὁ ἱερεὺς Ἔσδρας καὶ τοὺς εἶπε: Ἔχετε παραβῆ τὸν νόμον τοῦ Κυρίου, μὲ τὸ νὰ πάρετε ὡς συζύγους σας ξένας γυναῖκας. Ἔτσι ἐπροσθέσατε καὶ ἄλλην παρανομίαν εἰς τὰς ἕως τώρα ἁμαρτίας τοῦ Ἰσραήλ.
11 καὶ νῦν δότε αἴνεσιν Κυρίῳ Θεῷ τῶν πατέρων ἡμῶν καὶ ποιήσατε τὸ ἀρεστὸν ἐνώπιον αὐτοῦ καὶ διαστάλητε ἀπὸ λαῶν τῆς γῆς καὶ ἀπὸ τῶν γυναικῶν τῶν ἀλλοτρίων. 11 Τωρα, λοιπόν, δοξάσατε με τα έργα σας Κυριον τον Θεόν των πατέρων μας, πράξατε το ευάρεστον ενώπιόν του και απομακρυνθήτε από τους λαούς της χώρας αυτής και εκδιώξατε τας ξένας γυναίκας”. 11 Τώρα λοιπὸν νὰ δοξάσετε τὸν Κύριον καὶ Θεὸν τῶν πατέρων μας καὶ νὰ κάμετε αὐτό, ποὺ εἶναι ἀρεστὸν εἰς Ἐκεῖνον. Νὰ ξεχωρίσετε δηλαδὴ τοὺς ἑαυτούς σας ἀπὸ τὰ εἰδωλολατρικὰ ἔθνη τῆς γῆς καὶ νὰ ἀποκοπῆτε ἀπὸ τὰς ξένας γυναῖκας.
12 καὶ ἀπεκρίθησαν πᾶσα ἡ ἐκκλησία καὶ εἶπαν· μέγα τοῦτο τὸ ρῆμά σου ἐφ᾿ ἡμᾶς ποιῆσαι· 12 Ολη η συγκέντρωσις των Ιουδαίων απεκρίθησαν και είπαν· “αυτό το πράγμα είναι δύσκολον να τεθή άμεσως εις εφαρμογήν, 12 Καὶ ἀπεκρίθησαν ὅλοι μαζὶ οἱ Ἰσραηλῖται καὶ εἶπαν: Εἶναι πολὺ σοβαρὸν καὶ μέγα αὐτό, ποὺ λέγεις νὰ κάμωμεν.
13 ἀλλὰ ὁ λαὸς πολύς, καὶ ὁ καιρὸς χειμερινός, καὶ οὐκ ἔστι δύναμις στῆναι ἔξω· καὶ τὸ ἔργον οὐκ εἰς ἡμέραν μίαν καὶ οὐκ εἰς δύο, ὅτι ἐπληθύναμεν τοῦ ἀδικῆσαι ἐν τῷ ρήματι τούτῳ. 13 διότι ο λαός είναι πολύς, ο δε καιρός είναι χειμωνιάτικος και δεν είναι δυνατόν να ιστάμεθα έξω στο ύπαιθρον. Το δε έργον αυτό της καθάρσεως δεν είναι έργον μιας ημέρας η δύο ημερών, διότι οι ένοχοι της πράξεως αυτής είναι πάρα πολλοί. 13 Ἐπειδὴ ὅμως εἴμαστε ἐδῶ πολὺς λαὸς καὶ ὁ καιρὸς εἶναι ψυχρὸς καὶ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ σταθῇ κανεὶς ἐδῶ ἔξω, καὶ ἐπειδὴ τὸ ζήτημα αὐτὸ δὲν τακτοποιεῖται εἰς μίαν ἢ δύο ἡμέρας, διότι πολλοὶ εἴμαστε οἱ ἔνοχοι αὐτῆς τῆς παρανομίας, προτείνομεν τὸ ἑξῆς:
14 στήτωσαν δὴ ἄρχοντες ἡμῶν πάσῃ τῇ ἐκκλησίᾳ καὶ πάντες οἱ ἐν πόλεσιν ἡμῶν, ὃς ἐκάθισε γυναῖκας ἀλλοτρίας, ἐλθέτωσαν εἰς καιροὺς ἀπὸ συνταγῶν καὶ μετ᾿ αὐτῶν πρεσβύτεροι πόλεως καὶ πόλεως καὶ κριταὶ τοῦ ἀποστρέψαι ὀργὴν θυμοῦ Θεοῦ ἡμῶν ἐξ ἡμῶν περὶ τοῦ ρήματος τούτου. 14 Εξυπηρετικόν της υποθέσεως αυτής είναι να μείνουν εις την συγκέντρωσιν αυτήν άρχοντές μας. Ολοι δε εκείνοι, οι οποίοι ήλθαν από τας άλλας ιουδαϊκάς πόλεις και έχουν λάβει ξένας γυναίκας, ας έρχωνται εις ωρισμένας ημέρας μαζή με τους περσβυτέρους των πόλεών των και τους δικαστάς αυτών, δια να απομακρύνουν τας ξένας γυναίκας και έτσι να αποστρέψουν την μεγάλην οργήν του Θεού μας αυτό ημάς δια το γεγονός τούτο”. 14 Ἂς μείνουν ἐδῶ εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ οἱ ἄρχοντές μας ὡς ἐπὶ κεφαλῆς ὅλων τῶν Ἰσραηλιτῶν. Ὅλοι δὲ ἐκεῖνοι, ποὺ ἐπῆραν ξένας γυναῖκας καὶ κατοικοῦν εἰς τὰς πόλεις μας, ἂς ἔρχωνται κατὰ σειράν, εἰς τὰς ὡρισμένας διὰ τὸν καθένα ἡμέρας, μαζὶ μὲ τοὺς προεστοὺς τῆς κάθε πόλεως, καὶ ἂς ἐκδικάζουν οἱ κριταὶ τὴν κάθε περίπτωσιν, ὥστε νὰ παύσῃ ἡ μεγάλη ὀργὴ τοῦ Θεοῦ μας ἐναντίον μας διὰ τὴν παρανομίαν αὐτήν.
15 πλὴν ᾿Ιωνάθαν υἱὸς ᾿Ασαὴλ καὶ ᾿Ιαζίας υἱὸς Θεκωὲ μετ᾿ ἐμοῦ περὶ τούτου, καὶ Μεσολλὰμ καὶ Σαββαθαΐ ὁ Λευίτης βοηθῶν αὐτοῖς. 15 Εκτός όμως από τον Ιωνάθαν, υιόν του Ασαήλ, και τον Ιαζίαν υιόν του Θεκωέ, δεν υπήρχεν άλλος μαζή μου, δια να βοηθήση εις την υπόθεσιν αυτήν. Ο δε Μεσολλάμ και ο Σαββαθαί ο Λευίτης τους εβοηθούσαν. 15 Συμφώνησαν δὲ ὅλοι πρὸς τὴν πρότασιν αὐτὴν πλὴν τοῦ Ἰωνάθαν, τοῦ υἱοῦ τοῦ Ἀσαήλ, καὶ τοῦ Ἰαζία, τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεκωέ, οἱ ὁποῖοι ἐπῆραν τὸ μέρος μου. Συμπαραστάται αὐτῶν τῶν δύο ἦσαν ἐπίσης ὁ Μεσολλὰμ καὶ ὁ Λευίτης Σαββαθαΐ.
16 καὶ ἐποίησαν οὕτως υἱοὶ τῆς ἀποικίας. καὶ διεστάλησαν ῎Εσδρας ὁ ἱερεὺς καὶ ἄνδρες ἄρχοντες πατριῶν τῷ οἴκῳ καὶ πάντες ἐν ὀνόμασιν, ὅτι ἐπέστρεψαν ἐν ἡμέρᾳ μιᾷ τοῦ μηνὸς τοῦ δεκάτου ἐκζητῆσαι τὸ ρῆμα. 16 Ετσι έπραξαν οι Ιουδαίοι, οι οποίοι επανήλθαν από την αιχμαλωσίαν. Επελέγησαν ο Εσδρας ο ιερεύς, και οι άρχοντες των οικογενειών κατά πατριάς, όλοι ονομαστοί, και συνεκεντρώθησαν κατά την πρώτην ημέραν του δεκάτου μηνός να εξετάσουν την υπόθεσιν αυτήν. 16 Τὸ συνετὸν ὅμως ἦτο νὰ γίνῃ δεκτὴ αὐτὴ ἡ γνώμη τῶν πολλῶν καὶ τελικῶς ἔγινεν ὅπως εἶπαν οἱ Ἰουδαῖοι, ποὺ ἐπέστρεψαν ἀπὸ τὴν Βαβυλῶνα. Κατόπιν τούτου ἐξεχωρίσθησαν ὡς μέλη εἰδικῆς ἐπιτροπῆς ὁ ἱερεὺς Ἔσδρας καὶ οἱ ἀρχηγοὶ τῶν πατριαρχικῶν οἰκογενειῶν, ὅλοι γνωστοὶ κατ’ ὄνομα. Καὶ ἐπανῆλθαν εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα τὴν πρώτην ἡμέραν τοῦ δεκάτου μηνός, διὰ νὰ τακτοποιήσουν τὴν ἐκκρεμότητα αὐτὴν τῆς παρανομίας τῶν μεικτῶν γάμων.
17 καὶ ἐτέλεσαν ἐν πᾶσιν ἀνδράσιν, οἳ ἐκάθισαν γυναῖκας ἀλλοτρίας, ἕως ἡμέρας μιᾶς τοῦ μηνὸς τοῦ πρώτου. 17 Ετελείωσαν δε το έργον των δι' όλους τους άνδρας, που είχαν λάβει ξένας γυναίκας μέχρι της πρώτης ημέρας του πρώτου μηνός. 17 Καὶ ἀφοῦ ἐξήτασαν ὅλας τὰς περιπτώσεις τῶν ἀνδρῶν, οἱ ὁποῖοι εἶχαν πάρει ὡς συζύγους των ξένας γυναῖκας, ἐτελείωσαν τὸ ἔργον των τὴν πρώτην ἡμέραν τοῦ πρώτου μηνὸς τοῦ ἑπομένου ἔτους.
18 Καὶ εὑρέθησαν ἀπὸ υἱῶν τῶν ἱερέων, οἳ ἐκάθισαν γυναῖκας ἀλλοτρίας· ἀπὸ υἱῶν ᾿Ιησοῦ υἱοῦ ᾿Ιωσεδὲκ καὶ ἀδελφοὶ αὐτοῦ Μαασία καὶ ᾿Ελιέζερ καὶ ᾿Ιαρὶβ καὶ Γαδαλία, 18 Από τους υιούς των ιερέων, εκείνοι που είχαν λάβει γυναίκας ξένας ως συζύγους, ευρέθησαν ότι ήσαν· Από τους απογόνους του Ιησού, υιού του Ιωσεδέκ και των συντρόφων αυτού, ο Μαασία, ο Ελιέζερ, ο Ιαρίβ και ο Γαδαλία. 18 Ἀπὸ τὴν ἔρευναν εὑρέθη ὅτι μεταξὺ τῶν ἱερατικῶν οἰκογενειῶν ἐπῆραν ξένας γυναῖκας οἱ ἑξῆς: Ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἰησοῦ, τοῦ υἱοῦ τοῦ Ἰωσεδέκ, καὶ τοὺς ἀδελφούς του ὁ Μαασία, ὁ Ἐλιέζερ, ὁ Ἰαρὶβ καὶ ὁ Γαδαλία.
19 καὶ ἔδωκαν χεῖρα αὐτῶν τοῦ ἐξενέγκαι γυναῖκας ἑαυτῶν καὶ πλημμελείας κριὸν ἐκ προβάτων περὶ πλημμελήσεως αὐτῶν· 19 Αυτοί άπλωσαν το χέρι και έδωσαν υπόσχεσιν να απομακρύνουν τας ξένας γυναίκας των. Εις εξιλέωσίν των προσέφεραν ένα κριον ο καθένας από το ποίμνιόν του. 19 Συμφώνησαν δὲ αὐτοὶ καὶ ὑποσχέθηκαν νὰ διώξουν τὰς γυναῖκας των καὶ νὰ προσφέρουν διὰ τὴν παράβασίν των ἕνα κριάρι ἀπὸ τὰ ποίμνια των ὡς θυσίαν ἐξιλεώσεως.
20 καὶ ἀπὸ υἱῶν ᾿Εμμήρ, ᾿Ανανὶ καὶ Ζαβδία· 20 Από τους απογόνους του Εμμήρ, ο Ανανί και ο Ζαβδία. 20 Ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἐμμὴρ ἐπῆραν ξένας γυναῖκας ὁ Ἀνανὶ καὶ ὁ Ζαβδία.
21 καὶ ἀπὸ υἱῶν ᾿Ηράμ, Μασαὴλ καὶ ᾿Ελία καὶ Σαμαΐα καὶ ᾿Ιεὴλ καὶ ᾿Οζία· 21 Από τους απογόνους του Ηράμ, ο Μασαήλ, ο Ελία, ο Σαμαΐα, ο Ιεήλ και ο Οζία. 21 Ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἠρὰμ ὁ Μασαήλ, ὁ Ἐλιά, ὁ Σαμαΐα, ὁ Ἰεὴλ καὶ ὁ Ὀζία.
22 καὶ ἀπὸ υἱῶν Φασούρ, ᾿Ελιωναΐ, Μαασία καὶ ᾿Ισμαὴλ καὶ Ναθαναὴλ καὶ ᾿Ιωζαβὰδ καὶ ᾿Ηλασά· 22 Από τους απογόνους του Φασούρ, ο 'Ελιωναϊ, ο Μαασία, ο Ισμαήλ, ο Ναθαναήλ, ο Ιωζαβάδ και ο Ηλασά. 22 Ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους τοῦ Φασοὺρ ὁ Ἐλιωναΐ, ὁ Μαασία, ὁ Ἰσμαήλ, ὁ Ναθαναήλ, ὁ Ἰωζαβὰδ καὶ ὁ Ἠλασά. Αὐτοὶ ὅλοι ἦσαν ἱερεῖς.
23 καὶ ἀπὸ τῶν Λευιτῶν, ᾿Ιωζαβὰδ καὶ Σαμοὺ καὶ Κωλία (αὐτὸς Κωλίτας) καὶ Φεθεΐα καὶ ᾿Ιόδομ καὶ ᾿Ελιέζερ· 23 Από τους Λευίτας ήσαν, ο Ιωζαβάδ, ο Σαμού, ο Κωλία (αυτός είναι ο Κωλίτας), ο Φεθεΐα, ο Ιόδομ και ο Ελιέζερ. 23 Ἀπὸ δὲ τοὺς Λευΐτας ἐπῆραν ξένας γυναῖκας ὁ Ἰωζαβάδ, ὁ Σαμού, ὁ Κωλία (ποὺ ἐλέγετο καὶ Κωλίτας), ὁ Φεθεΐα, ὁ Ἰοδὸμ καὶ ὁ Ἐλιέζερ.
24 καὶ ἀπὸ τῶν ἆδόντων, ᾿Ελισάβ· καὶ ἀπὸ τῶν πυλωρῶν, Σολμὴν καὶ Τελμὴν καὶ ᾿Ωδούθ· 24 Από τους ψάλτας ήσαν, ο Ελισάβ. Από τους θυρωρούς ήσαν ο Σολμήν, ο Τελμήν και ο Ωδούθ. 24 Ἀπὸ τοὺς ἱεροψάλτας ὁ Ἐλισὰβ, καὶ ἀπὸ τοὺς θυρωροὺς ὁ Σολμήν, ὁ Τελμὴν καὶ ὁ Ὠδούθ.
25 καὶ ἀπὸ ᾿Ισραήλ· ἀπὸ υἱῶν Φόρος, Ραμία καὶ ᾿Αζία καὶ Μελχία καὶ Μεαμὶν καὶ ᾿Ελεάζαρ καὶ ᾿Ασαβία καὶ Βαναία· 25 Από τους άλλους Ισραηλίτας, από τους απογόνους του Φορος, ήσαν ο Ραμία, ο Αζία, ο Μελχία, ο Μεαμίν, ο Ελεάζαρ, ο Ασαβία και ο Βαναία. 25 Ἀπὸ δὲ τὸν λαὸν τῶν Ἰσραηλιτῶν εἶχαν πάρει ξένας γυναῖκας οἱ ἐξῇς: Ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους τοῦ Φόρος ὁ Ραμία, ὁ Ἀζία, ὁ Μελχία, ὁ Μεαμίν, ὁ Ἐλεαζάρ, ὁ Ἀσαβία καὶ ὁ Βαναία.
26 καὶ ἀπὸ υἱῶν ᾿Ηλάμ, Ματθανία καὶ Ζαχαρία καὶ ᾿Ιαϊὴλ καὶ ᾿Αβδία και ᾿Ιαριμὼθ καὶ ᾿Ηλία· 26 Από τους απογόνους του Ηλάμ ήσαν ο Ματθανία, ο Ζαχαρία, ο Ιαϊήλ, ο Αβδία, ο Ιαριμώθ και ο Ηλία. 26 Ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἠλὰμ ὁ Ματθανία, ὁ Ζαχαρία, ὁ Ἰαϊήλ, ὁ Ἀβδιά, ὁ Ἰαριμὼθ καὶ ὁ Ἠλία.
27 καὶ ἀπὸ υἱῶν Ζαθονά, ᾿Ελιωναΐ, ᾿Ελισούβ, Ματθαναΐ καὶ ᾿Αρμὼθ καὶ Ζαβὰδ καὶ ᾿Οζιζά· 27 Από τους απογόνους του Ζαθονά, ο Ελιωναΐ, ο Ελισούβ, ο Ματθαναΐ, ο Αρμώθ, ο Ζαβάδ και ο Οζιζά. 27 Ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους τοῦ Ζαθονὰ ὁ Ἐλιωναΐ, ὁ Ἐλισούβ, ὁ Ματθαναΐ, ὁ Ἀρμώθ, ὁ Ζαβὰδ καὶ ὁ Ὀζιζά.
28 καὶ ἀπὸ υἱῶν Βαβεΐ, ᾿Ιωανάν, ᾿Ανανία, καὶ Ζαβοὺ καὶ Θαλί· 28 Από τους απογόνους του Βαβεί ήσαν ο Ιωανάν, ο Ανανία, ο Ζαβού και ο Θαλί. 28 Ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους τοῦ Βαβεῒ ὁ Ἰωανάν, ὁ Ἀνανία, ὁ Ζαβοὺ καὶ ὁ Θαλί.
29 καὶ ἀπὸ υἱῶν Βανουΐ, Μοσολλάμ, Μαλούχ, ᾿Αδαΐας, ᾿Ιασοὺβ καὶ Σαλουΐα καὶ Ρημώθ· 29 Από τους απογόνους του Βανουί ήσαν ο Μοσολλάμ, ο Μολούχ, ο Αδαΐας, ο Ιασούβ, ο Σαλουΐα και ο Ρημώθ. 29 Ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους τοῦ Βανουῒ ὁ Μοσολλάμ, ὁ Μαλούχ, ὁ Ἀδαΐας, ὁ Ἰασούβ, ὁ Σαλουΐα καὶ ὁ Ρημώθ.
30 καὶ ἀπὸ υἱῶν Φαὰθ Μωάβ, ᾿Εδνὲ καὶ Χαλὴλ καὶ Βαναία Μαασία Ματθανία Βεσελεὴλ καὶ Βανουΐ καὶ Μανασσῆ· 30 Από τους απογόνους του Φαάθ Μωάβ ήσαν ο Εδνέ, ο Χαλήλ, ο Βαναία, ο Μαασία, ο Ματθανία, ο Βεσελεήλ, ο Βανουί και ο Μανασσής. 30 Ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους τοῦ Φαὰθ Μωὰβ ὁ Ἐδνέ, ὁ Χαλήλ, ὁ Βαναία, ὁ Μαασία, ὁ Ματθανία, ὁ Βεσελεήλ, ὁ Βανουῒ καὶ ὁ Μανασσῆ.
31 καὶ ἀπὸ υἱῶν ᾿Ηράμ, ᾿Ελιέζερ, ᾿Ιεσία, Μελχία, Σαμαΐας, Συμεών, 31 Από τους απογόνους του Ηράμ ήσαν ο Ελιέζερ, ο Ιεσία, ο Μελχία, ο Σαμαΐας, ο Συμεών, 31 Ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἠρὰμ ὁ Ἐλιεζέρ, ὁ Ἰεσία, ὁ Μελχία, ὁ Σαμαΐας, ὁ Συμεών,
32 Βενιαμίν, Βαλούχ, Σαμαρία· 32 ο Βενιαμίν, ο Βαλούχ, ο Σαμαρία. 32 ὁ Βενιαμίν, ὁ Βαλοὺχ καὶ ὁ Σαμαρία.
33 καὶ ἀπὸ υἱῶν ᾿Ασήμ, Μετθανία, Ματθαθά, Ζαδάβ, ᾿Ελιφαλέτ, ῾Ιεραμί, Μανασσῆ, Σεμεΐ· 33 Από τους απογόνους του Ασήμ ήσαν Μετθανία, ο Ματθαθά, ο Ζαδάβ, ο Ελιφαλέτ, ο Ιεραμί, ο Μανασσή, ο Σεμεΐ 33 Ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἀσὴμ ὁ Μετθανία, ὁ Ματθαθά, ὁ Ζαδάβ, ὁ Ἐλιφαλέτ, ὁ Ἱεραμί, ὁ Μανασσῆ καὶ ὁ Σεμεΐ.
34 καὶ ἀπὸ υἱῶν Βανί, Μοοδία, ᾿Αμράμ, Οὐήλ, 34 Από τους απογόνους του Βανί ήσαν ο Μοοδία, ο Αμαράμ, ο Ουήλ, 34 Ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους τοῦ Βανὶ ὁ Μοοδία, ὁ Ἀμράμ, ὁ Οὐήλ,
35 Βαναία, Βαδαία, Χελκία, 35 ο Βαναία, ο Βαδαία, ο Χελκία, 35 ὁ Βαναία, ὁ Βαδαία, ὁ Χελκία,
36 Οὐουανία, Μαριμώθ, ᾿Ελιασίφ, 36 ο Ουοανία, ο Μαριμώθ, ο Ελιασίφ, 36 ὁ Οὐουανία, ὁ Μαριμώθ, ὁ Ἐλιασίφ,
37 Ματθανία, Ματθαναΐ καὶ ἐποίησαν 37 ο Ματθανία και ο Ματθαναΐ. 37 ὁ Ματθανία καὶ ὁ Ματθαναΐ. Τὸ ἴδιο ἔκαμαν καὶ
38 οἱ υἱοὶ Βανουὶ καὶ οἱ υἱοὶ Σεμεΐ 38 Το ίδιον έπραξαν οι υιοί του Βανουΐ και οι υιοί τι Σεμεΐ. 38 οἱ ἀπόγονοι τοῦ Βανουΐ, ὅπως καὶ οἱ ἀπόγονοι τοῦ Σεμεΐ.
39 καὶ Σελεμία καὶ Νάθαν καὶ ᾿Αδαΐα, 39 Και ο Σελεμία, ο Ναθαν, Αδαΐα, 39 Παραβάται ἐπίσης ἦσαν καὶ ὁ Σελεμία, ὁ Νάθαν, ὁ Ἀδαΐα,
40 Μαχαδναβού, Σεσεΐ, Σαριού, 40 ο Μαχαδναβού, ο Σεσεΐ, Σαριού, 40 ὁ Μαχαδναβού, ὁ Σεσεΐ, ὁ Σαριού,
41 ᾿Εζριὴλ καὶ Σελεμία καὶ Σαμαρία 41 ο Εζριήλ, ο Σελεμία, ο Σαμαρία, 41 ὁ Ἐζριήλ, ὁ Σελεμία, ὁ Σαμαρία,
42 καὶ Σελλούμ, ᾿Αμαρεία, ᾿Ιωσήφ· 42 ο Σελλούμ, ο Αμαρεία, ο Ιωσήφ. 42 ὁ Σελλούμ, ὁ Ἀμαρεία καὶ ὁ Ἰωσήφ.
43 ἀπὸ υἱῶν Ναβού, ᾿Ιαήλ, Ματθανίας, Ζαβάδ, Ζεββενάς, ᾿Ιαδαὶ καὶ ᾿Ιωὴλ καὶ Βαναία. 43 Από τους απογόνους του Ναβού ήσαν ο Ιαήλ, ο Ματθανίας, ο Ζαβάδ ο Ζεββενάς, ο Ιαδαί, ο Ιωήλ και ο Βαναία. 43 Ἀπὸ δὲ τοὺς ἀπογόνους τοῦ Ναβοὺ παραβάται ἦσαν ὁ Ἰαήλ, ὁ Ματθανίας, ὁ Ζαβάδ, ὁ Ζεββενάς, ὁ Ἰαδαί, ὁ Ἰωὴλ καὶ ὁ Βαναία.
44 πάντες οὗτοι ἐλάβοσαν γυναῖκας ἀλλοτρίας καὶ ἐγέννησαν ἐξ αὐτῶν υἱούς. 44 Ολοι αυτοί είχαν λάβει γυναίκας ξένας αλλοεθνείς, με τας οποίας εγέννησαν και απέκτησαν υιούς. 44 Ὅλοι αὐτοὶ εἶχαν πάρει ξένας γυναῖκας καὶ ἀπέκτησαν μαζί των καὶ παιδιά.