Παρασκευή, 29 Μαρτίου 2024
Ανατ: 06:15
Δύση: 18:46
Σελ. 20 ημ.
89-277
16ος χρόνος, 5886η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Α' - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14 (ΙΔ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΑΙ γίνεται ἡ ἡμέρα καὶ εἶπεν ᾿Ιωνάθαν υἱὸς Σαοὺλ τῷ παιδαρίῳ τῷ αἴροντι τὰ σκεύη αὐτοῦ· δεῦρο, καὶ διαβῶμεν εἰς Μεσσὰβ τῶν ἀλλοφύλων τὴν ἐν τῷ πέραν ἐκείνῳ· καὶ τῷ πατρὶ αὐτοῦ οὐκ ἀπήγγειλε. 1 Οταν εξημέρωσεν, ο Ιωνάθαν ο υιός του Σαούλ είπεν εις ένα νεαρόν δούλον του, ο οποίος έφερε τον οπλισμόν του· “έλα, ας περάσωμεν στο φυλάκιον των Φιλισταίων, που ευρίσκεται εκεί εις την άλλην πλευράν”. Δεν ανέφερε δε τίποτε στον πατέρα του δια το διάβημα αυτό. 1 Μόλις λοιπὸν ἐξημέρωσεν, εἶπεν ὁ Ἰωνάθαν, ὁ υἱὸς τοῦ Σαούλ, εἰς τὸν νεαρὸν βοηθόν του, ποὺ μετέφερε τὸν ὁπλισμόν του: «Ἔλα νὰ περάσωμεν εἰς τὴν Μεσσάβ, ἐκεῖ εἰς τὴν ἀπέναντι πλευράν, ὅπου εὐρίσκεται τὸ τμῆμα ἐκεῖνο τοῦ στρατοῦ τῶν Φιλισταίων». Δὲν εἶπεν ὅμως τίποτε εἰς τὸν πατέρα του διὰ τὸ σχέδιόν του.
2 καὶ Σαοὺλ ἐκάθητο ἐπ᾿ ἄκρου τοῦ βουνοῦ ὑπὸ τὴν ροὰν τὴν ἐν Μαγδών, καὶ ἦσαν μετ᾿ αὐτοῦ ὡς ἑξακόσιοι ἄνδρες· 2 Ο Σαούλ ευρίσκετο στο άκρον του υψώματος και εκάθητο κάτω από μίαν ροδιάν εις Μαγδών. Μαζή του ήσαν εξακόσιοι περίπου άνδρες. 2 Ὁ δὲ Σαοὺλ ἦτο καθισμένος εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ βουνοῦ κάτω ἀπὸ μίαν ροδιάν, εἰς τὴν θέσιν Μαγδὼν καὶ ἦσαν μαζί του ἑξακόσιοι περίπου ἄνδρες.
3 καὶ ᾿Αχιὰ υἱὸς ᾿Αχιτὼβ ἀδελφοῦ ᾿Ιωχαβὴδ υἱοῦ Φινεὲς υἱοῦ ῾Ηλὶ ἱερεὺς τοῦ Θεοῦ ἐν Σηλὼμ αἴρων ἐφούδ. καὶ ὁ λαὸς οὐκ ᾔδει ὅτι πεπόρευται ᾿Ιωνάθαν. 3 Επίσης μαζή του ήτο και ο αρχιερεύς Αχιά, υιός του Αχιτώβ του αδελφού του Ιωχαβήδ, ο οποίος ήτο υιός του Φινεές υιού του Ηλί. Ο Αχιά ήτο αρχιερεύς εις Σηλώμ φορών το αρχιερατικόν εφούδ. Ούτε δε ο λαός εγνώριζε τίποτε δια το διάβημα αυτό του Ιωνάθαν. 3 Ἦτο ἐκε καὶ ὁ ἀρχιερεὺς τῆς Σηλὼμ Ἀχιά, ὁ υἱὸς τοῦ Ἀχιτώβ, ποὺ ἦτο ἀδελφὸς τοῦ Ἰωχαβήδ, τοῦ υἱοῦ τοῦ Φινεές, ὁ ὁποῖος ἦτο υἱὸς τοῦ Ἡλί. Ὁ Ἀχιὰ ἐφοροῦσε καὶ τὸ ἄμφιον Ἐφὼδ ὡς ἐκπρόσωπος τοῦ Θεοῦ. Δὲν ἤξευρε δὲ κανεὶς ἀπὸ τοὺς Ἰσραηλίτας ὅτι ἐξεκίνησεν ὁ Ἰωνάθαν ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν.
4 καὶ ἀνὰ μέσον τῆς διαβάσεως, οὗ ἐζήτει ᾿Ιωνάθαν διαβῆναι εἰς τὴν ὑπόστασιν τῶν ἀλλοφύλων, καὶ ὁδοὺς πέτρας ἐκ τούτου καὶ ὁδοὺς πέτρας ἐκ τούτου, ὄνομα τῷ ἑνὶ Βασὲς καὶ ὄνομα τῷ ἄλλῳ Σεννά· 4 Από το ένα μέρος και το άλλο της στενωπού, που ήθελε να διαβή ο Ιωνάθαν δια να φθάση εκεί όπου υπήρχον οι Φιλισταίοι, ήσαν δύο απότομοι βράχοι, ο ένας εις την μίαν πλευράν και ο άλλος εις την άλλην. Το όνομα του ενός βράχου ήτο Βασές, το δε όνομα του δευτέρου Σεννά. 4 Καὶ ὅταν ἔφθασεν ὁ Ἰωνάθαν εἰς τὸ μέσον τῆς στενῆς διαβάσεως, ἀπὸ τὴν ὁποῖαν ἐσκπτετο νὰ περάσῃ εἰς τὴν θέσιν, ὅπου εὑρίσκετο ἡ δύναμις τῶν Φιλισταίων, εὑρεθῇ ἀνάμεσα εἰς δύο μυτεροὺς βράχους, ποὺ ἔμοιαζαν σὰν δόντια, δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ τῆς διαβάσεως. Ὁ ἕνας βράχος ὠνομάζετο Βασές, ποὺ σημαίνει ἀστραφτερός, καὶ ὁ ἄλλος Σεννά, ποὺ σημαίνει ἀγκάθι.
5 ἡ ὁδὸς ἡ μία ἀπὸ βορρᾶ ἐρχομένῳ Μαχμὰς καὶ ἡ ὁδὸς ἡ ἄλλη ἀπὸ νότου ἐρχομένῳ Γαβαέ. 5 Δυο δε δρόμοι ωδηγούσαν προς τους Φιλισταίους, ο ένας προς βορράν απέναντι της Μαχμάς, ο δε άλλος δρόμος ήτο προς νότον απέναντι της Γαβαά. 5 Ἀπὸ τὸ σημεῖον ἐκεῖνο ἐπερνοῦσαν δύο δρόμοι, ἕνας πρὸς βορρᾶν ἀπέναντι ἀπὸ τὴν Μαχμὰς καὶ ἕνας πρὸς νότον ἀπέναντι ἀπὸ τὴν Γαβαέ.
6 καὶ εἶπεν ᾿Ιωνάθαν πρὸς τὸ παιδάριον τὸ αἶρον τὰ σκεύη αὐτοῦ· δεῦρο διαβῶμεν εἰς Μεσσὰβ τῶν ἀπεριτμήτων τούτων, εἴτι ποιήσαι Κύριος ἡμῖν· ὅτι οὐκ ἔστι τῷ Κυρίῳ συνεχόμενον σῴζειν ἐν πολλοῖς ἢ ἐν ὀλίγοις. 6 Ο Ιωνάθαν είπεν στον νεαρόν δούλον του, ο οποίος εκρατούσε τον οπλισμόν του· “έλα, ας περάσωμεν το φυλάκιον των απεριτμήτων αυτών. Πιθανόν ο Κυριος να μας βοηθήση, διότι τίποτε δεν ημπορεί να εμποδίση τον Κυριον στο να σώση, δια πολλών η δι' ολίγων, κάποιον, που ευρίσκεται εις στενόχωρον θέσιν”. 6 Καὶ εἶπεν ὁ Ἰωνάθαν εἰς τὸν νεαρὸν βοηθόν του, ποὺ μετέφερε τὸν ὁπλισμόὸν τουῦ: «Ἔλα νὰ περάσωμεν εἰς τὴν Μεσσάβ, εἰς τὴν φρουρὰν αὐτῶν τῶν ἀπεριτμήτων Φιλισταίων, καὶ δὲν ἀποκλείεται νὰ μᾶς βοηθήσῃ ὁ Κύριος. Τίποτε ἄλλως τε δὲν ἠμπορεῖ νὰ ἐμποδίσῃ τὸν Κύριον, ὅταν θέλῃ νὰ σώσῃ μὲ πολλοὺς ἤ μὲ ὀλίγους ἀνθρώπους Του ἐκείνους, ποὺ εὑρίσκονται εἰς δύσκολον θέσιν».
7 καὶ εἶπεν αὐτῷ ὁ αἴρων τὰ σκεύη αὐτοῦ· ποίει πᾶν, ὃ ἐὰν ἡ καρδία σου ἐκλίνῃ, ἰδοὺ ἐγὼ μετὰ σοῦ, ὡς ἡ καρδία σου καρδία μου. 7 Ο νεαρός δούλος, ο φέρων το οπλισμόν του Ιωνάθαν, είπεν εις αυτόν· “κάμε ο,τι ποθεί η καρδιά σου. Εγώ ιδού, θα είμαι μαζή σου. Η καρδιά σου είναι καρδιά μου, το θέλημά σου θέλημά μου”. 7 Τοῦ εἶπε τότε ὁ νέος, ποὺ μετέφερε τὸν ὁπλισμόν του: «Κάνε ὀτιδήποτε ἀποφασίζει ἡ καρδιά σου, καὶ σὲ διαβεβαιώνω ὅτι θὰ εἶμαι μαζί σου. Ἡ καρδιά μου εἶναι ὅπως ἡ καρδιά σου».
8 καὶ εἶπεν ᾿Ιωνάθαν· ἰδοὺ ἡμεῖς διαβαίνομεν πρὸς τοὺς ἄνδρας καὶ κατακυλισθησόμεθα πρὸς αὐτούς· 8 Ο Ιωνάθαν είπεν· “ιδού, ημείς μεταβαίνομεν προς τους Φιλισταίους, του άνδρας της προφυλακής. Θα παρουσιασθώμεν έξαφνα ενώπιόν των. 8 Καὶ εἶπεν ὁ Ἰωνάθαν: «Πρόσεξε! Σὲ λίγο θὰ φθάσωμεν εἰς τὴν θέσιν, ὅπου εὑρίσκονται οἱ στρατιῶται τῶν Φιλισταίων, καὶ θὰ ἐμφανισθῶμεν αἰφνιδιαστικὰ ἐμπρός των.
9 ἐὰν τάδε εἴπωσι πρὸς ἡμᾶς· ἀπόστητε ἐκεῖ ἕως ἂν ἀπαγγείλωμεν ὑμῖν, καὶ στησόμεθα ἐφ᾿ ἑαυτοῖς καὶ οὐ μὴ ἀναβῶμεν ἐπ᾿ αὐτούς· 9 Εάν λοιπόν εκείνοι οι άνδρες μας είπουν· Σταθήτε αυτού και θα σας δώσωμεν απάντησιν δεν θα προχωρήσωμεν εναντίον των. 9 Ἐὰν λοιπὸν μᾶς ειποῦν: Σταθῆτε ἐκεῖ ὅπου εὑρίσκεσθε, ἕως ὅτου σᾶς ἀπαντήσωμεν», θὰ σταθῶμεν ἐπὶ τόπου καὶ δὲν θὰ ἀνεβῶμεν πρὸς τὰς θέσεις των.
10 ἐὰν τάδε εἴπωσι πρὸς ἡμᾶς· ἀνάβητε πρὸς ἡμᾶς, καὶ ἀναβησόμεθα, ὅτι παραδέδωκεν αὐτοὺς Κύριος εἰς χεῖρας ἡμῶν· τοῦτο ἡμῖν τὸ σημεῖον. 10 Εάν όμως μας είπουν· Ελάτε κοντά μου θα μεταβώμεν τότε προς αυτούς, διότι αυτό σημαίνει ότι ο Κυριος τους παρέδωκεν εις τα χέρια μας. Αυτό θα είναι το σημείον της νίκης μας”. 10 Ἐὰν ὅμως μᾶς εἰποῦν: «Ἀνεβῆτε πρὸς ἡμᾶς», θὰ προχωρήσωμεν, διότι εἶναι βέβαιον ὅτι τοὺς ἔχει παραδώσει ὁ Κύριος εἰς τὰ χέρια μας. Αὐτὸ θὰ εἶναι τὸ σημάδι διὰ τὴν ἐπιτυχίαν τῆς ἀποπείρας μας».
11 καὶ εἰσῆλθον ἀμφότεροι εἰς Μεσσὰβ τῶν ἀλλοφύλων· καὶ λέγουσιν οἱ ἀλλόφυλοι· ἰδοὺ ῾Εβραῖοι ἐκπορεύονται ἐκ τῶν τρωγλῶν αὐτῶν, οὗ ἐκρύβησαν ἐκεῖ. 11 Και οι δύο, ο Ιανάθαν και ο δούλος του, ενεφανίσθησα στο φυλάκιον των Φιλισταίων. Οι άνδρε του φυλακίου εκείνου είπαν μεταξύ των· “ιδού, οι Εβραίοι βγαίνουν από τας τρώγλας όπου είχαν κρυφθή”. 11 Ἐπροχώρησαν λοιπὸν καὶ οἱ δύο μέσα εἰς τὴν Μεσσάβ, ὅπου εὑρίσκετο ἡ φρουρὰ τῶν Φιλισταίων. Καὶ μόλις τοὺς εἶδαν οἱ Φιλισταῖοι, εἶπαν: «Νά, οἱ Ἑβραῖοι βγαίνουν ἀπὸ τὰς τρώγλας των, ἀπὸ τοὺς τόπους ὅπου ἦσαν κρυμμένοι».
12 καὶ ἀπεκρίθησαν οἱ ἄνδρες Μεσσὰβ πρὸς ᾿Ιωνάθαν καὶ πρὸς τὸν αἴροντα τὰ σκεύη αὐτοῦ καὶ λέγουσιν· ἀνάβητε πρὸς ἡμᾶς, καὶ γνωριοῦμεν ὑμῖν ρῆμα. καὶ εἶπεν ᾿Ιωνάθαν πρὸς τὸν αἴροντα τὰ σκεύη αὐτοῦ· ἀνάβηθι ὀπίσω μου, ὅτι παρέδωκεν αὐτοὺς Κύριος εἰς χεῖρας ᾿Ισραήλ. 12 Ωμίλησαν δε οι άνδρες του φυλακίου προς τον Ιωνάθαν και προς τον υπηρέτην, που είχεν τον πολεμικόν οπλισμόν του Ιωνάθαν, και τους είπαν· “ανεβήτε προς ημάς και έχομεν να σας ανακοινώσωμεν κάτι”. Είπε τότε ο Ιωνάθαν προς αυτόν, που έφερε τον οπλισμόν του· “ανέβα υστέρα από εμέ, διότι ο Κυριος έχει παραδώσει αυτούς εις τα χέρια ημών των Ισραηλιτών”. 12 Καὶ ἐψώναζαν οἱ στρατιῶται τῆς Μεσσάβ, τῆς φρουρᾶς δηλαδὴ τῶν Φιλισταίων, πρὸς τὸν Ἰωνάθαν καὶ πρὸς τὸν νέον, ποὺ μετέφερε τὸν ὁπλισμόν του, καὶ εἶπαν: «Ἐλᾶτε ἐδῶ ἐπάνω κοντά μας. Ἔχουμε κάτι νὰ σᾶς ποῦμε». Καὶ εἶπεν ὁ Ἰωνάθαν πρὸς τὸν βοηθόν του, ποὺ μετέφερε τὸν ὁπλισμόν του: «Ἀκολούθησέ με καὶ ἀνέβα μαζί μου, διότι εἶναι βέβαιον ὅτι ὁ Κύριος τοὺς παρέδωσε πλέον εἰς τὰ χέρια τῶν Ἰσραηλιτῶν».
13 καὶ ἀνέβη ᾿Ιωνάθαν ἐπὶ τὰς χεῖρας αὐτοῦ καὶ ἐπὶ τοὺς πόδας αὐτοῦ καὶ ὁ αἴρων τὰ σκεύη αὐτοῦ μετ᾿ αὐτοῦ· καὶ ἐπέβλεψαν κατὰ πρόσωπον ᾿Ιωνάθαν, καὶ ἐπάταξεν αὐτούς, καὶ ὁ αἴρων τὰ σκεύη αὐτοῦ ἐπεδίδου ὀπίσω αὐτοῦ. 13 Ο Ιωνάθαν ανερριχήθη με τα χέρια και με τα πόδια και μαζή του, έπειτα από αυτόν, ακολουθούσε και ο νεαρός δούλος του, που έφερε τον οπλισμόν του. Ο Φιλισταίοι είδον ενώπιόν των τον Ιωνάθαν. Ο Ιωνάθαν ώρμησε τότε και εφόνευσεν αυτούς. Πισω από αυτόν ο δούλος που έφερε τον οπλισμόν του, έδιδεν ει τον Ιωνάθαν ακόντια και λίθους, δια να κτυπά τους Φιλισταίους. 13 Καὶ ἐσκαρφάλωσεν ἀμέσως ὁ Ἰωνάθαν μὲ τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια του καὶ ἀνέβη μαζὶ μὲ τὸν νεαρόν, ποὺ μετέφερε τὸν ὁπλισμόν του. Καὶ εἶδαν ἀμέσως ἐμπρός των οἱ Φιλισταῖοι τὸν Ἰωνάθαν, ὁ ὁποῖος χωρὶς νὰ χάνῃ στιγμὴν τοὺς ἐκτύπησε θανάσιμα, ἐνῶ συγχρόνως ὁ νεαρός, ποὺ μετέφερε τὸν ὁπλισμόν του, τὸν ἐβοηθοῦσε ἀπὸ πίσω του καὶ ἐθανάτωνε καὶ ἐκεῖνος τοὺς ἐχθρούς.
14 καὶ ἐγενήθη ἡ πληγὴ ἡ πρώτη, ἣν ἐπάταξεν ᾿Ιωνάθαν καὶ ὁ αἴρων τὰ σκεύη αὐτοῦ, ὡς εἴκοσιν ἄνδρες ἐν βολίσι καὶ ἐν πετροβόλοις καὶ ἐν κόχλαξι τοῦ πεδίου. 14 Η αιφνιδιαστική αυτή και ορμητική επίθεσις του Ιωνάθαν και του δούλου, που έφερε τον ο πλισμόν του, εναντίον των Φιλισταίων τούτων, είχεν ως αποτέλεσμα τον θάνατον είκοσι ανδρών, οι οποίοι εφονεύθησαν με ακόντιον, με πετροβολισμούς και με χαλίκια ακόμα της υπαίθρου. 14 Ὁ ἀπολογισμὸς τῆς πρώτης αὐτῆς ἐπιθέσεως τοῦ Ἰωνάθαν καὶ τοῦ βοηθοῦ του, ποὺ μετέφερε τὸν ὁπλισμόν του, ἦτο εἴκοσι περίπου νεκροὶ στρατιῶται τῶν Φιλισταίων, ποὺ ἐφονεύθησαν μὲ ἀκόντια, μὲ πετροβολισμοὺς καὶ μὲ χαλίκια ἀπὸ τοὺς ἀγρούς.
15 καὶ ἐγενήθη ἔκστασις ἐν τῇ παρεμβολῇ καὶ ἐν ἀγρῷ, καὶ πᾶς ὁ λαὸς ὁ ἐν Μεσσὰβ καὶ οἱ διαφθείροντες ἐξέστησαν, καὶ αὐτοὶ οὐκ ἤθελον ποιεῖν· καὶ ἐθάμβησεν ἡ γῆ, καὶ ἐγενήθη ἔκστασις παρὰ Κυρίου. 15 Συγχυσις και πανικός επεκράτησεν στο στρατόπεδον των Φιλισταίων εις την ύπαιθρον και εις όλον τον λαόν του φυλακίου. Και αυτό το κύριον σώμα του στρατού των Φιλισταίων κατελήφθη από τρόμον και δεν ήθελαν να κάμουν τίποτε εις απόκρουσιν της επιθέσεως. Εσείσθη η γη και τρόμος παρά Κυρίου κατέλαβεν όλους 15 Ἀποτέλεσμα αὐτῆς τῆς ἐπιθέσεως τοῦ Ἰωνάθαν ἦτο νὰ πέσῃ φόβος καὶ τρόμος εἰς τὸ στρατόπεδον τῶν ἀλλοφύλων καὶ εἰς ὅλην τὴν περιοχήν, ποὺ κατεῖχαν οἱ Φιλισταῖοι. Ὅλος ὁ στρατὸς τῶν ἀλλοφύλων, ποὺ ἦτο εἰς τὴν Μεσσάβ, κατετρόμαξεν. Ἐτρόμαζαν ἐπίσης καὶ οἱ στρατιῶται, ποὺ ἐβγῆκαν εἰς τρία τμήματα διὰ νὰ λεηλατήσουν καὶ καταστρέψουν τὴν χώραν, καὶ δὲν ἤθελαν νὰ κάνουν τίποτε. Συνεκλονίσθη ὅλη ἡ χώρα τῶν Φιλισταίων καὶ τὰ ἔχασαν ὅλοι ἀπὸ ὑπερβολικὸν φόβον καὶ τρόμον, ποὺ ἔστειλεν ἐπάνω των ὁ Κύριος.
16 καὶ εἶδον οἱ σκοποὶ τοῦ Σαοὺλ ἐν Γαβαὰ Βενιαμὶν καὶ ἰδοὺ ἡ παρεμβολὴ τεταραγμένη ἔνθεν καὶ ἔνθεν. 16 Οι σκοποί του Σαούλ, που ήσαν εκ Γαβαά της φυλής Βενιαμίν, παρετήρησαν με έκπληξιν ότι το στρατόπεδον των Φιλισταίων είχε περιέλθει εις μεγάλην ταραχήν και σύγχυσιν, οι δε στρατιώται επγαινοήρχοντο από εδώ και από εκεί. 16 Καὶ παρετήρησαν οἱ σκοποὶ τοῦ Σαούλ, ποὺ ἦσαν εἰς τὴν Γαβαὰ τῆς χώρας Βενιαμίν, καὶ εἶδαν ὅτι εἰς τὸ στρατόπεδον τῶν Φιλισταίων ἐπικρατοῦσε ταραχὴ καὶ ὅτι ἔτρεχαν πρὸς ὅλας τὰς κατευθύνσεις ἐδῶ καὶ ἐκεῖ πανικόβλητοι.
17 καὶ εἶπε Σαοὺλ τῷ λαῷ τῷ μετ᾿ αὐτοῦ· ἐπισκέψασθε δὴ καὶ ἴδετε τίς πεπόρευται ἐξ ὑμῶν· καὶ ἐπεσκέψαντο, καὶ ἰδοὺ οὐχ εὑρίσκετο ᾿Ιωνάθαν καὶ ὁ αἴρων τὰ σκεύη αὐτοῦ. 17 Είπε τότε ο Σαούλ στους ανθρώπους, τους στρατιώτας που τον περιέβαλλαν· “εξετάσατε, λοιπόν, και εξακριβώσατε ποιός έχει φύγει από ημάς”. Εξήτασαν, και αίφνης είδον ότι δεν ευρίσκετο ο Ιωνάθαν μαζή των και ο φέρων τον οπλισμόν νεαρός δούλος του. 17 Εἶπε τότε ὁ Σαοὺλ εἰς τοὺς ἄνδρας, ποὺ ἦσαν μαζί του: «Θέλω νὰ ἐξετάσετε καλὰ καὶ νὰ βρῆτε ποιὸς ἔφυγεν ἀπὸ σᾶς». Ἐρεύνησαν πράγματι ἐκεῖνοι καὶ διεπίστωσαν ὅτι ἀπουσίαζεν ὁ Ἰωνάθαν μαζὶ μὲ τὸν βοηθόν του, ποὺ μετέφερε τὸν ὁπλισμόν του.
18 καὶ εἶπε Σαοὺλ τῷ ᾿Αχιᾷ· προσάγαγε τὸ ἐφούδ· ὅτι αὐτὸς ᾖρε τὸ ἐφοὺδ ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ ἐνώπιον ᾿Ισραήλ. 18 Ο Σαούλ είπεν στον Αχιά· “φέρε εδώ το εφούδ και ρώτησε τον Θεόν, τι πρέπει να κάμωμεν”. Αυτός, ο Αχιά, ως αρχιερεύς που ήτο, εφορούσε κατά την εποχήν εκείνην ενώπιον των Ισραηλιτών το ιερατικόν άμφιον, το εφούδ. 18 Καὶ εἶπεν ὁ Σαοὺλ εἰς τὸν ἀρχιερέα Ἀχιά, ποὺ εἶχεν ἐπάνω του κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην ἐμπρὸς εἰς τοὺς Ἰσραηλίτας τὸ ἄμφιον Ἐφώδ: «Φέρε κοντά μου τὸ Ἐφώδ».
19 καὶ ἐγενήθη ὡς ἐλάλει Σαοὺλ πρὸς τὸν ἱερέα, καὶ ὁ ἦχος ἐν τῇ παρεμβολῇ τῶν ἀλλοφύλων ἐπορεύετο πορευόμενος καὶ ἐπλήθυνε· καὶ εἶπε Σαοὺλ πρὸς τὸν ἱερέα· συνάγαγε τὰς χεῖράς σου. 19 Καθ' ον χρόνον ωμιλούσεν ο Σαούλ προς τον αρχιερέα τον Αχιά, ο θόρυβος και η οχλοβοή, που προήρχετο από το πανικοβληθέν στρατόπεδον των Φιλισταίων, ολοένα και εμεγάλωνεν. Ο Σαούλ είπε τότε προς τον αρχιερέα Αχιά· “απόσυρε τα χέρια σου και παύσε να ερωτάς τον Θεόν”. 19 Ἐνῷ δὲ ὡμιλοῦσε ὁ Σαούλ μὲ τὸν ἀρχιερέα, ὁ θόρυβος εἰς τὸ στρατόπεδον τῶν Φιλισταίων ἐμεγάλωνε ὁλοὲν καὶ περισσότερον. Καὶ εἶπεν εἰς τὸν ἀρχιερέα ὁ Σαούλ: «Κατέβασε τὰ χέριά σου. Δὲν χρειάζεται πλέον νὰ ἐρωτήσῃς τὸν Κύριον διὰ τὸ τὶ πρέπει νὰ γίνῃ».
20 καὶ ἀνέβη Σαοὺλ καὶ πᾶς ὁ λαὸς ὁ μετ᾿ αὐτοῦ καὶ ἔρχονται ἕως τοῦ πολέμου, καὶ ἰδοὺ ἐγένετο ρομφαία ἀνδρὸς ἐπὶ τὸν πλησίον αὐτοῦ, σύγχυσις μεγάλη σφόδρα. 20 Επειτα ο ίδιος ο Σαούλ και όλος ο στρατός, που ήτο μαζή του, επροχώρησαν και έφθασαν στο στρατόπεδον των Φιλισταίων εις την πεδιάδα της μάχης. Και ιδού, είδον ότι η ρομφαία του ενός Φιλισταίου εστρέφετο φονική κατά του άλλου και έτσι επικρατούσε μεταξύ των πολύ μεγάλη σύγχυσις. 20 Καὶ ἀμέσως ὁ Σαοὺλ καὶ ὅλος ὁ στρατός, ποὺ ἦτο μαζί του, ἀνέβηκαν τὰ ὑψώματα καὶ ἔφθασαν εἰς τὸν τόπον τοῦ πολέμου καὶ εἶδαν ὅτι ἐπικρατοῦσε πολὺ μεγάλη σύγχυσις μεταξὺ τῶν ἐχθρῶν. Ἐκτυπῶντο μεταξυ των οἱ στρατιῶται τῶν Φιλισταίων μὲ τὰς ρομφαίας των.
21 καὶ οἱ δοῦλοι οἱ ὄντες ἐχθὲς καὶ τρίτην ἡμέραν μετὰ τῶν ἀλλοφύλων οἱ ἀναβάντες εἰς τὴν παρεμβολὴν ἐπεστράφησαν καὶ αὐτοὶ εἶναι μετὰ ᾿Ισραὴλ τῶν μετὰ Σαοὺλ καὶ ᾿Ιωνάθαν. 21 Οι δε δούλοι των Φιλισταίων, οι Εβραίοι, οι οποίοι είχον λιποτακτήσει προηγουμένως στο στρατόπεδον των Φιλισταίων, επέστρεψαν προς τους ομοεθνείς των τους Ισραηλίτας, οι οποίοι ήσαν μαζή με τον Σαούλ και με τον Ιωνάθαν. 21 Οἱ δὲ δοῦλοι, ποὺ ὑπηρετοῦσαν ἕως τότε τοὺς Φιλισταίους καὶ εἶχαν ἀνέβη μαζί των εἰς τὸ στρατόπεδον, ἔφυγαν ἀπὸ κοντά των καὶ ἐπῆγαν καὶ ἐνώθηκαν μὲ τοὺς Ἰσραηλίτας, ποὺ ἦσαν μὲ τὸν Σαοὺλ καὶ τὸν Ἰωνάθαν.
22 καὶ πᾶς ᾿Ισραὴλ οἱ κρυπτόμενοι ἐν τῷ ὄρει ᾿Εφραὶμ καὶ ἤκουσαν ὅτι πεφεύγασιν οἱ ἀλλόφυλοι, καὶ συνάπτουσι καὶ αὐτοὶ ὀπίσω αὐτῶν εἰς πόλεμον. 22 Ολοι δε οι Ισραηλίται, οι οποίοι εκρύπτοντο εις την ορεινήν περιοχήν της φυλής Εφραίμ, όταν επληφορήθησαν ότι οι Φιλισταίοι ετράπησαν εις φυγήν, έσπευσαν και ηνώθησαν με τους άλλους Ισραηλίτας και έλαβον μέρος εις την καταδίωξιν των Φιλισταίων. 22 Καὶ ὅλοι οἱ Ἰσραηλῖται, ποὺ ἦσαν κρυμμένοι εἰς τὰ βουνὰ τῆς χώρας τῆς φυλῆς Ἐφραίμ, ὅταν ἔμαθαν ὅτι ἔφυγαν τρομαγμένοι οἱ Φιλισταῖοι, ἐνώθηκαν καὶ ἐπολεμοῦσαν καὶ αὐτοὶ μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους καὶ κατεδίωκαν τοὺς ἐχθρούς.
23 καὶ ἔσωσε Κύριος ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ τὸν ᾿Ισραήλ. Καὶ ὁ πόλεμος διῆλθε τὴν Βαμώθ, καὶ πᾶς ὁ λαὸς ἦν μετὰ Σαοὺλ ὡς δέκα χιλιάδες ἀνδρῶν· καὶ ἦν ὁ πόλεμος διεσπαρμένος εἰς ὅλην τὴν πόλιν ἐν τῷ ὄρει ᾿Εφραίμ. 23 Ετσι ο Κυριος έσωσε κατά την ημέραν εκείνην τον ισραηλιτικόν λαόν από τους Φιλισταίους. Η μάχη όμως εσυνεχίζετο και έφθασε μέχρι της Βαμώθ. Ολος ο ισραηλιτικος λαός, ο οποίος ήτο μαζή με τον Σαούλ, ανήρχετο τώρα εις δέκα χιλιάδες άνδρας. Ο δε πόλεμος είχεν επεκταθή εις όλας τας πόλεις της ορεινής περιοχής της φυλής Εφραίμ. 23 Καὶ ἔσωσεν ἔτσι ὁ Κύριος κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαόν. Ὁ πόλεμος ὅμως ἐσυνεχίσθη καὶ ἔφθασε ἕως τὴν Βαμώθ. Ὅλοι δὲ οἱ πολεμισταὶ Ἰσραηλῖται, ποὺ ἀκολουθοῦσαν τὸν Σαούλ, ἦσαν περίπου δέκα χιλιάδες ἂνδρες. Καὶ ἐξηπλώθη ὁ πόλεμος εἰς κάθε πόλιν, ποὺ εὑρίσκετο εἰς τὴν ὀρεινὴν περιοχὴν τῆς φυλῆς τοῦ Ἐφραίμ.
24 καὶ Σαοὺλ ἠγνόησεν ἄγνοιαν μεγάλην ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ καὶ ἀρᾶται τῷ λαῷ λέγων· ἐπικατάρατος ὁ ἄνθρωπος, ὃς φάγεται ἄρτον ἕως ἑσπέρας, καὶ ἐκδικήσω τὸν ἐχθρόν μου· καὶ οὐκ ἐγεύσατο πᾶς ὁ λαὸς ἄρτου. καὶ πᾶσα ἡ γῆ ἠρίστα. 24 Κατά την ημέραν εκείνην της καταδιώξεως των Φιλισταίων ο Σαούλ διέπραξε μίαν μεγάλην απερισκεψίαν, διότι ώρκισε τον λαόν του ειπών· “κατηραμένος θα είναι ο άνθρωπος εκείνος, που θα φάγη κάτι κατά την ημέραν αυτήν έως την εσπέραν. Διότι θέλω να εξοντώσω τους εχθρούς μου τους Φιλισταίους”. Κανείς πράγματι από τον λαόν δεν έφαγε τίποτε. Ολοι ενήστευσαν. 24 Κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην ὅμως χωρὶς πολλὴν σκέψιν ὁ Σαοὺλ ἔκανε μίαν πολὺ ἀσύνετον ἐνέργειαν καὶ ὥρκισε τὸν λαὸν μὲ τὰ ἑξῆς λόγια: «Νὰ εἶναι καταράμενος ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος, ποὺ θὰ βάλῃ κάτι εἰς τὸ στόμα του μέχρι τὸ βράδυ, διότι ἀπεφάσισα νὰ ἐκδικηθῶ καὶ νὰ ἐξοντώσω τοὺς ἐχθρούς μου». Καὶ δὲν ἔβαλαν πράγματι τίποτε εἰς τὸ στόμα των ὅλοι οἱ Ἰσραηλῖται κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην. Ὅλη ἡ χώρα ἐνήστευεν.
25 καὶ ᾿Ιάαλ δρυμὸς ἦν μελισσῶνος κατὰ πρόσωπον τοῦ ἀγροῦ, 25 Εις το δάσος της Ιάαλ υπήρχε μελισσών εις μίαν ανοικτήν περιοχήν. 25 Εἰς μίαν δὲ περιοχήν, ποὺ ἐλέγετο Ἰάαλ, ὑπῆρχεν ἕνα δάσος, ὅπου ἀπέναντι ἀπὸ ἕνα χωράφι ὑπῆρχαν μελίσσια.
26 καὶ εἰσῆλθεν ὁ λαὸς εἰς τὸν μελισσῶνα, καὶ ἰδοὺ ἐπορεύετο λαλῶν, καὶ ἰδοὺ οὐκ ἦν ἐπιστρέφων τὴν χεῖρα αὐτοῦ εἰς τὸ στόμα αὐτοῦ, ὅτι ἐφοβήθη ὁ λαὸς τὸν ὅρκον Κυρίου. 26 Ο ισραηλιτικός λαός διήλθε δια του μελισσώνος αυτού και επροχωρούσε συζητών. Κανείς όμως δεν ετόλμησε να φέρη με το χέρι του στο στόμα του τροφήν και να φάγη κάτι, διότι όλοι εφοβήθησαν το τάξιμον που είχε κάμει ο Σαουλ στον Κυριον. 26 Ἐπέρασαν λοιπὸν οἱ Ἰσραηλῖται μέσα ἀπὸ τὸ δάσος μὲ τὰ μελίσσια καί, ἐνῷ ἐβάδιζαν, συζητοῦσαν μεταξύ των, ἀσφαλῶς καὶ διὰ τὴν ἀπαγορευτικὴν διαταγὴν τοῦ βασιλέως των. Κανεὶς ὄμως δὲν ἄπλωσε τὸ χέρι του, διὰ νὰ πάρῃ κάτι καὶ νὰ φάγῃ, διότι ἐφοβήθη ὁ λαὸς τὸν ὅρκον τοῦ Κυρίου.
27 καὶ ᾿Ιωνάθαν οὐκ ἀκηκόει ἐν τῷ ὁρκίζειν τὸν πατέρα αὐτοῦ τὸν λαόν· καὶ ἐξέτεινε τὸ ἄκρον τοῦ σκήπτρου αὐτοῦ τοῦ ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ καὶ ἔβαψεν αὐτὸ εἰς τὸ κηρίον τοῦ μέλιτος καὶ ἐπέστρεψε τὴν χεῖρα αὐτοῦ εἰς τὸ στόμα αὐτοῦ, καὶ ἀνέβλεψαν οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ. 27 Ο Ιωνάθαν όμως δεν είχεν ακούσει τον πατέρα του, όταν ενόρκως εδέσμευε τον λαόν να μη φάγη τίποτε έως την εσπέραν. Δι' αυτό άπλωσε την ράβοον, που εκρατούσε εις το χέρι του, και εβύθισε το άκρον αυτής εις κηρήθραν. Εστρεψε κατόπιν το άκρον της ράβδου του, που κρατούσε στο χέρι του, το έφερε στο στόμα του και έφαγε το μέλι που είχε κολλήσει εις αυτήν. Ετσι οι οφθαλμοί του με την ελαχίστην αυτήν τροφήν εζωήρευσαν. 27 Ὁ Ἰωνάθαν ὅμως δὲν ἦτο παρὼν καὶ δὲν εἶχεν ἀκούσει τὸν πατέρα του, τότε ποὺ ὥρκιζε τὸν λαόν. Ἄπλωσε λοιπὸν τὸ ραβδί, ποὺ ἐκρατοῦσε εἰς τὰ χέρια του σὰν ἔμβλημα ἐξουσίας, καὶ ἐβούτησε τὴν ἄκρην του εἰς τὴν κηρήθραν καὶ ἐμάζευσε τὸ μέλι μὲ τὸ χέρι του. Τὸ ἔβαλε κατόπιν εἰς τὸ στόμα του καὶ ἐζωήρευσαν ἀμέσως τὰ ἑξαντλημένα ἀπὸ τὴν ἀσιτίαν μάτια του.
28 καὶ ἀπεκρίθη εἷς ἐκ τοῦ λαοῦ καὶ εἶπεν· ὁρκίσας ὥρκισε τὸν λαὸν ὁ πατήρ σου λέγων· ἐπικατάρατος ὁ ἄνθρωπος, ὃς φάγεται ἄρτον σήμερον, καὶ ἐξελύθη ὁ λαός. 28 Ενας δε εκ του λαού απεκρίθη και είπεν στον Ιωνάθαν· “ο πατήρ σου εδέσμευσε με όρκον τον λαόν και είπε· Καταράμενος ο άνθρωπος, που θα φάγη σήμερον οποιαδήποτε τροφήν”. Ετσι δε ο λαός είχεν εξαντληθή από την πείναν. 28 Ἐπῆρε ὅμως τὸν λόγον κάποιος ἀπὸ τὸν λαὸν καὶ εἶπε: «Ὁ πατέρας σου ὥρκισεν ἐπισήμως τὸν λαὸν καὶ εἶπε: «Νὰ εἶναι καταράμενος ὁ ἄνθρωπος, ποὺ θὰ φάγῃ ὁποιανδήποτε τροφὴν σήμερα». Ἐξ αἰτίας δὲ τοῦ ὅρκου αὐτοῦ ἐξηντλήθη ὁ λαός».
29 καὶ ἔγνω ᾿Ιωνάθαν καὶ εἶπεν· ἀπήλλαχεν ὁ πατήρ μου τὴν γῆν· ἰδὲ δὴ ὅτι εἶδον οἱ ὀφθαλμοί μου ὅτι ἐγευσάμην βραχύ τι τοῦ μέλιτος τούτου· 29 Οταν ο Ιωνάθαν έμαθε τον όρκον του πατρός του, είπεν· “ο πατέρας μου έβλαψε τον λαόν. Κυττάξτε ότι το φως των οφθαλμών μου εζωήρευσε με το ολίγον μέλι το οποίον εγεύθην. 29 Καὶ ἀφοῦ ἔμαθε τὰ σχετικὰ μὲ τὸν ὅρκον ὁ Ἰωνάθαν εἶπε: «Ὁ πατέρας μου ἔβλαψε τὴν πατρίδα μας μὲ τὸν ὅρκον του. Πρόσεξε καὶ θὰ διαπιστώσῃς ὅτι, μόλις ἐγεύθηκα ὀλίγον ἀπὸ αὐτὸ τὸ μέλι, ἐζωήρευσαν τὰ μάτια μου.
30 ἀλλ᾿ ὅτι εἰ ἔφαγεν ἔσθων σήμερον ὁ λαὸς τῶν σκύλων τῶν ἐχθρῶν αὐτῶν, ὧν εὗρεν, ὅτι νῦν ἂν μείζων ἦν ἡ πληγὴ ἡ ἐν τοῖς ἀλλοφύλοις. 30 Εάν ο λαός έτρωγε σήμερον από την πολεμικήν λείαν, από τα λάφυρα που περιήλθον εις τα χέρια του, θα ενισχύετο και η θραύσις κατά των Φιλισταίων θα ήτο πολύ μεγαλύτερα”. 30 Ἐὰν λοιπὸν ἔτρωγε κανονικὰ ὁ λαὸς σήμερα ἀπὸ τὰς τροφάς, ποὺ τὰς εὑρῆκεν ὡς λάφυρα τῶν ἐχθρῶν του, θὰ ἔπαιρνε δύναμιν καὶ θὰ ἐπέφερεν εἰς τοὺς ἀλλοφύλους κτύπημα μεγαλύτερον ἀπὸ τὸ τωρινόν».
31 καὶ ἐπάταξεν ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ ἐκ τῶν ἀλλοφύλων ἐν Μαχμάς, καὶ ἐκοπίασεν ὁ λαὸς σφόδρα. 31 Ο Ισραηλιτικός λαός εν τούτοις κατά την ημέραν αυτήν εκτύπησε το τμήμα των Φιλισταίων, που ευρίσκετο εις Μαχμάς, αλλά εκοπίασε πολύ και περιέπεσεν εις μεγάλην εξάντλησιν λόγω της πείνης. 31 Κατετρόπωσαν δὲ οἱ Ἰσραηλῖται κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην τὸν στρατὸν τῶν Φιλισταίων, ποὺ ἦτο εἰς τὴν Μαχμάς, ἀλλ’ ἐκόπιασαν πολὺ ἐξ αἰτίας καὶ τῆς ἀσιτίας.
32 καὶ ἐκλήθη ὁ λαὸς εἰς τὰ σκῦλα, καὶ ἔλαβεν ὁ λαὸς ποίμνια καὶ βουκόλια καὶ τέκνα βοῶν καὶ ἔσφαξεν ἐπὶ τὴν γῆν, καὶ ἤσθιεν ὁ λαὸς σὺν τῷ αἵματι. 32 Μετά το πέρας της νηστείας, ο λαός προσεκλήθη εις τα λάφυρα των Φιλισταίων να λάβη και να φάγη. Ελαβαν λοιπόν πρόβατα, βόδια, μοσχάρια, τα οποία έσφαζαν κάτω στο χώμα και έφαγαν το κρέας πριν ακόμη στραγγίση το αίμα. 32 Μετὰ ταῦτα προσεκλήθη ὁ λαὸς τοῦ Ἰσραήλ, διὰ νὰ πάρῃ μέρος εἰς τὴν διανομὴν τῶν λαφύρων. Καὶ ἐπῆραν οἱ Ἰσραηλῖται κοπάδια πρόβατα καὶ βόδια καὶ μοσχάρια καὶ τὰ ἔσφαξαν κατὰ γῆς. Τὰ ἔψησαν ὅμως βιαστικὰ καὶ τὰ ἔτρωγαν, πρὶν νὰ χυθῇ τελείως τὸ αἷμα των, πρᾶγμα ποὺ ἀπηγορεύετο ἀπὸ τὸν Νόμον τοῦ Κυρίου.
33 καὶ ἀπηγγέλη Σαοὺλ λέγοντες· ἡμάρτηκεν ὁ λαὸς τῷ Κυρίῳ φαγὼν σὺν τῷ αἵματι. καὶ εἶπε Σαοὺλ ἐκ Γεθθαίμ· κυλίσατέ μοι λίθον ἐνταῦθα μέγαν. 33 Εγνωστοποιήθη στον Σαούλ τούτο, ότι δηλαδή ο λαός ημάρτησεν απέναντι του Κυρίου, διότι έφαγε κρέας μαζή με το αίμα, πράγμα το οποίον απηγόρευεν ο Θεός. Ο Σαούλ ο οποίος ευρίσκετο εις Γεθθαίμ, είπε· “κυλίσατέ μου και φέρετε εδώ ένα μεγάλον λίθον. 33 Ἔτρεξαν τότε καὶ ἔφεραν τὴν εἴδησιν εἰς τὸν Σαοὺλ καὶ τοῦ εἶπαν: «Ἔχει ἁμαρτήσει ὁ λαὸς ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, διότι ἔφαγε τὰ κρέατα μὲ τὸ αἷμα των». Καὶ εἶπεν ὁ Σαοὺλ ἀπὸ τὴν θέσιν Γεθθαίμ, ὅπου εὑρίσκετο: «Νὰ κυλίσετε καὶ νὰ μοῦ φέρετε ἐδῶ μίαν μεγάλην πέτραν».
34 καὶ εἶπε Σαούλ· διασπάρητε ἐν τῷ λαῷ καὶ εἴπατε αὐτοῖς προσαγαγεῖν ἐνταῦθα ἕκαστος τὸν μόσχον αὐτοῦ καὶ ἕκαστος τὸ πρόβατον αὐτοῦ, καὶ σφαζέτω ἐπὶ τούτου, καὶ οὐ μὴ ἁμάρτητε τῷ Κυρίῳ τοῦ ἐσθίειν σὺν τῷ αἵματι· καὶ προσῆγεν ὁ λαὸς ἕκαστος τὸἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ καὶ ἔσφαζον ἐκεῖ. 34 Είπεν ακόμη Σαούλ· “διασκορπισθήτε ανάμεσα εις όλον τον λαόν και είπατε στους ανθρώπους να φέρη ο καθένας από αυτούς εδώ το μοσχάρι του, το πρόβατόν του και ας σφάξουν αυτά εις το μέρος τούτο. Ετσι, δεν θα αμαρτήσετε τρώγοντες τας σάρκας μαζή με το αίμα”. Πράγματι ο καθένας εκ του λαού έφερε το ζώον, που ήτο εις την κατοχήν του, το έσφαζεν εκεί και το αίμα εχύνετο κοντά στον λίθον, που επείχε θέσιν θυσιαστηρίου. 34 Εἶπε κατόπιν ὁ Σαούλ: «Σκορπισθῆτε μέσα εἰς τὸν λαὸν καὶ νὰ τοὺς εἰπῆτε νὰ φέρῃ ἐδῶ καθάνας τὸ μοσχάρι του καὶ ἄλλος τὸ ἀρνί του καὶ νὰ τὸ σφάζῃ ἐπάνω εἰς αὐτὴν τὴν πέτραν ὡς εἰς ἄλλο θυσιαστήριον καὶ ἔτσι δὲν θὰ ἁμαρτάνετε ἐνώπιον Κυρίου. Διότι τὸ αἷμα των θὰ στραγγίζῃ εἰς τὴν πέτραν καὶ δὲν θὰ ὑπάρχῃ εἰς τὰ σφαχτά, ποὺ θὰ τρώγετε». Καὶ ἔφεραν οἱ Ἰσραηλῖται, καθένας αὐτὸ ποὺ εἶχε πάρει διὰ τὸν ἑαυτόν του καὶ τὰ ἔσφαζαν ἐκεῖ.
35 καὶ ᾠκοδόμησεν ἐκεῖ Σαοὺλ θυσιαστήριον τῷ Κυρίῳ· τοῦτο ἤρξατο Σαοὺλ οἰκοδομῆσαι θυσιαστήριον τῷ Κυρίῳ. 35 Ετσι ο Σαούλ οικοδόμησεν εκεί θυσιαστήριον προς τιμήν του Κυρίου. Αυτό δε ήτο το πρώτον θυσιαστήριον, το οποίον οικοδόμησεν ο Σαούλ προς τιμήν του Κυρίου. 35 Ἔκτισε δὲ ἐκεῖ ὁ Σαοὺλ θυσιαστήριον πρὸς τιμὴν τοῦ Κυρίου. Αὐτὸ μάλιστα τὸ θυσιαστήριον ἦτο τὸ πρῶτον, ποὺ ἀνήγειρεν ὁ Σαοὺλ πρὸς τιμὴν τοῦ Κυρίου.
36 Καὶ εἶπε Σαούλ· καταβῶμεν ὀπίσω τῶν ἀλλοφύλων τὴν νύκτα καὶ διαρπάσωμεν ἐν αὐτοῖς ἕως διαφαύσῃ ἡμέρα, καὶ μὴ ὑπολείπωμεν ἐν αὐτοῖς ἄνδρα. καὶ εἶπαν· πᾶν τὸ ἀγαθὸν ἐνώπιόν σου ποίει. καὶ εἶπεν ὁ ἱερεύς· προσέλθωμεν ἐνταῦθα πρὸς τὸν Θεόν. 36 Είπε τότε ο Σαούλ στον λαόν του· “ας καταβώμεν και να συνεχίσωμεν την καταδίωξιν των Φιλισταίων κατά την νύκτα. Ας λεηλατήσωμεν αυτούς, έως ότου εξημερώση, και ας μη αφήσωμεν κανένα από αυτούς να ζήση”. Οι Ισραηλίται απήντησαν· “ο,τι σου φαίνεται καλόν, αυτό και κάμε”. Ο δε αρχιερεύς Αχιά επρότεινεν· “ας πλησιάσωμεν και ας ερωτήσωμεν δια τούτο τον Θεόν”. 36 Καὶ εἶπεν ὁ Σαούλ: «Ἂς πάρωμεν τὸν κατηφορικὸν δρόμον πίσω ἀπὸ τοὺς ἐχθροὺς κατὰ τὴν νύκτα καὶ ἂς ἁρπάξωμεν τὰ ὑπάρχοντά των μέχρι νὰ χαράξῃ ἡ ἡμέρα καὶ ἂς μὴ ἀφήσωμεν ζωντανὸν κανένα ἄνδρα ἀπὸ αὐτούς». Καὶ τοῦ εἶπαν: «Κάνε ὅ,τι νομίζεις καλόν». Εἶπεν ὅμως ὁ ἀρχιερεύς: «Ἂς πλησιάσωμεν προηγουμένως ἐδῶ εἰς τὸ θυσιαστήριον καὶ ἂς ἐρωτήσωμεν τὸν Θεὸν δι’ αὐτό, ποὺ σχεδιάζεις νὰ κάνής».
37 καὶ ἐπηρώτησε Σαοὺλ τὸν Θεόν· εἰ καταβῶ ὀπίσω τῶν ἀλλοφύλων, εἰ παραδώσεις αὐτοὺς εἰς χεῖρας ᾿Ισραήλ; καὶ οὐκ ἀπεκρίθη αὐτῷ ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ. 37 Ο Σαούλ ηρώτησε τον Θεόν· “να καταβώ και να συνεχίσω την καταδίωξιν των Φιλισταίων; Θα παραδώσής αυτούς εις τα χέρια ημών των Ισραηλιτών;» Ο Θεός δεν του απήντησε κατά την ημέραν εκείνην. 37 Καὶ ἐρώτησε ὁ Σαοὺλ τὸν Θεόν: «Νὰ κατεβῶ διὰ νὰ καταδιώξω τοὺς Φιλισταίους; Θὰ τοὺς παραδώσῃς ἄραγε εἰς τὰ χέρια τῶν Ἰσραηλιτῶν;» Ὁ Θεὸς ὅμως δὲν τοῦ ἀπεκρίθη κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην.
38 καὶ εἶπε Σαούλ· προσαγάγετε ἐνταῦθα πάσας τὰς γωνίας τοῦ ᾿Ισραὴλ καὶ γνῶτε καὶ ἴδετε ἐν τίνι γέγονεν ἡ ἁμαρτία αὕτη σήμερον· 38 Ο Σαούλ έδωσεν εντολήν και είπε· “φέρετε εδώ όλους τους αρχηγούς του λαού. Εξετάσατε και μάθετε, ποίος διέπραξε την αμαρτίαν αυτήν σήμερον. 38 Εἶπε τότε ὁ Σαούλ: «Νὰ φέρετε ἐδῶ ὅλους τοὺς ἐπὶ κεφαλῆς τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ καὶ νὰ ἐρευνήσετε καὶ νὰ μάθετε ποῖος ἀπὸ ὅλους μας διέπραξε σήμερα τὴν σοβαρὰν αὐτὴν ἁμαρτίαν, ἐξ αἰτίας τῆς ὁποίας δὲν μᾶς ἀπαντᾷ ὁ Κύριος.
39 ὅτι ζῇ Κύριος ὁ σώσας τὸν ᾿Ισραήλ, ὅτι ἐὰν ἀποκριθῇ κατὰ ᾿Ιωνάθαν τοῦ υἱοῦ μου, θανάτῳ ἀποθανεῖται. καὶ οὐκ ἦν ὁ ἀποκρινόμενος ἐκ παντὸς τοῦ λαοῦ. 39 Διότι, ορκίζομαι στον ζώντα Κυριον, ο οποίος έσωσε τον ισραηλιτικόν λαόν, ότι και αν ακόμη η απάντησις είναι εναντίον του υιού μου του Ιωνάθαν, θα καταδικασθή και αυτός εις θάνατον”. Κανείς όμως από τον λαόν δεν απήντησεν εις την ένορκον αυτήν έκκλησιν του Σαούλ. 39 Ὁρκίζομαι δὲ εἰς τὸν Κύριον, ποὺ ζῇ καὶ παρακολουθεῖ τὰ πάντα, ὅτι καὶ ἐὰν ὁ ἴδιος ὁ υἱός μου, ὁ Ἰωνάθαν, ἀποδειχθῇ ἔνοχος τῆς ἁμαρτίας, θὰ τιμωρηθῇ μὲ θάνατον ὁπωσδήποτε». Κανεὶς ὅμως ἀπὸ ὅλους τοὺς Ἰσραηλίτας δὲν ἔδιδε κάποιαν ἀπάντησιν εἰς τὸν βασιλέα.
40 καὶ εἶπε παντὶ ἀνδρὶ ᾿Ισραήλ· ὑμεῖς ἔσεσθε εἰς δουλείαν, καὶ ἐγὼ καὶ ᾿Ιωνάθαν ὁ υἱός μου ἐσόμεθα εἰς δουλείαν. καὶ εἶπεν ὁ λαὸς πρὸς Σαούλ· τὸ ἀγαθὸν ἐνώπιόν σου ποίει. 40 Ο Σαούλ είπε τότε στους σιωπώντας Ισραηλίτας· “σεις με την σιωπήν σας, που δεν αποκαλύπτετε τον ένοχον, οδηγείτε τον εαυτόν σας εις υποδούλωσιν. Μαζή δέ με σας θα γίνωμεν δούλοι των Φιλισταίων και εγώ και ο Ιωνάθαν”. Ο λαός τότε απήντησε· “κάμε ο,τι θέλεις”. 40 Καὶ εἶπεν ὁ Σαοὺλ εἰς ὅλους τοὺς ἄνδρας τοῦ Ἰσραήλ: «Μὲ τὴν στάσιν ποὺ τηρεῖτε, θὰ σκλαβωθῆτε καὶ σεῖς, συγχρόνως δὲ θὰ γίνωμεν σκλάβοι καὶ ἐγώ καὶ ὁ υἱός μου ὁ Ἰωνάθαν». Καὶ εἶπεν ὁ λαὸς εἰς τὸν Σαούλ: «Κάνε ὅ,τι σοῦ φαίνεται καλόν».
41 καὶ εἶπε Σαούλ· Κύριε ὁ Θεὸς ᾿Ισραήλ, τί ὅτι οὐκ ἀπεκρίθης τῷ δούλῳ σου σήμερον; εἰ ἐν ἐμοὶ ἢ ἐν ᾿Ιωνάθαν τῷ υἱῷ μου ἡ ἀδικία; Κύριε ὁ Θεὸς ᾿Ισραὴλ δὸς δήλους· καὶ ἐὰν τάδε εἴπῃς, ἐν τῷ λαῷ σου ᾿Ισραήλ, δὸς δὴ ὁσιότητα. καὶ κληροῦται ᾿Ιωνάθαν καὶ Σαούλ, καὶ ὁ λαὸς ἐξῆλθε. 41 Είπε τότε ο Σαούλ προς τον Θεόν· “Κυριε, Θεέ του Ισραηλιτικού λαού, διατί δεν απήντησες εις εμέ τον δούλον σου σήμερον, που σε ηρώτησα; Εάν η παράβασις έγινεν από εμέ η από τον Ιωνάθαν, ω Κυριε, Θεέ του Ισραηλιτικού λαού, φανέρωσε τούτο με την δήλωσίν που υπάρχει στο αρχιερατικόν εφούδ. Εάν όμως η ενοχή βαρύνη τον λαόν, φανέρωσον τούτο με την αλήθειαν που υπάρχει στο εφούδ”. Εγινε κλήρος και ο κλήρος έπεσε και ώρισεν ως ενόχους τον Ιωνάθαν και τον Σαούλ. Ο λαός απηλλάγη από κάθε ευθύνην. 41 Καὶ εἶπεν ὁ Σαούλ: «Κύριε, σὺ ποὺ εἶσαι ὁ Θεὸς τοῦ Ἰσραήλ, διατὶ δὲν ἔδωσες ἀπάντησιν σήμερα εἰς τὸν δοῦλον σου; Μήπως ἡ ἐνοχὴ τῆς παρανομίας βαρύνει ἐμὲ ἢ τὸν υἱόν μου Ἰωνάθαν; Κύριε, ὁ Θεὸς τοῦ Ἰσραήλ, φανέρωσέ το μὲ τὴν «Δήλωσιν», ποὺ ὑπάρχει εἰς τὸ ἐφώδ. Ἐὰν ὅμως ἡ ἐνοχή, τὴν ὁποίαν γνωρίζεις, βαρύνῃ τὸν λαόν, φανέρωσέ το μὲ τὴν «Ὁσιότητα» (τὸ δεύτερον δηλαδὴ σκεῦος ποὺ ὑπῆρχεν εἰς τὸ Ἐφὼδ καὶ τὸ ὁποῖον ἐλέγετο καὶ «Ἀλήθεια»), Μὲ αὐτὰ τὰ δύο σκεύη σὰν μὲ κλήρους ἐφανέρωνε ὁ Θεὸς τὸ θέλημά Του. Καὶ ἔπεσεν ὁ κλῆρος μαζὶ εἰς τὸν Ἰωνάθαν καὶ τὸν Σαούλ, ὁ δὲ λαὸς ἀπηλλάγη ἀπὸ κάθε ἐνοχήν.
42 καὶ εἶπε Σαούλ· βάλετε ἀνὰ μέσον ἐμοῦ καὶ ἀνὰ μέσον ᾿Ιωνάθαν τοῦ υἱοῦ μου· ὃν ἂν κατακληρώσηται Κύριος, ἀποθανέτω. καὶ εἶπεν ὁ λαὸς πρὸς Σαούλ· οὐκ ἔστι τὸ ρῆμα τοῦτο. καὶ κατεκράτησε Σαοὺλ τοῦ λαοῦ, καὶ βάλλουσιν ἀνὰ μέσον αὐτοῦ καὶ ἀνὰ μέσον ᾿Ιωνάθαν τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ, καὶ κατακληροῦται ᾿Ιωνάθαν. 42 Είπε τότε ο Σαούλ· “βάλτε κλήρους δι' εμέ και δια τον υιόν μου τον Ιωνάθαν. Εκείνος δέ, τον οποίον δια του κλήρου θα δείξη ο Κυριος, θα καταδικασθή εις θάνατον”. Ο λαός απήντησε· “δεν ημπορεί να γίνη κάτι τέτοιο”. Αλλά, η γνώμη του Σαούλ επεκράτησεν. Εγινε κλήρωσις μεταξύ αυτού και του υιού του του Ιωνάθαν, ο δε κλήρος έδειξεν ως ένοχον τον Ιωνάθαν. 42 Εἶπε τότε ὁ Σαούλ: «Βάλετε κλήρους μεταξὺ ἐμοῦ καὶ τοῦ υἱοῦ μου Ἰωνάθαν. Αὐτόν, ποὺ θὰ δείξῃ ὁ Κύριος μὲ τοὺς κλήρους ὡς ἔνοχον, νὰ τὸν θανατώσετε ἀμέσως». Καὶ εἶπεν ὁ λαὸς εἰς τὸν Σαούλ: «Δὲν ἠμπορεῖ νὰ γίνῃ αὐτό». Ἐπέβαλεν ὅμως τὴν γνώμην του εἰς τὸν λαὸν ὁ Σαοὺλ καὶ ἔβαλαν κλήρους μεταξὺ αὐτοῦ καὶ τοῦ υἱοῦ του Ἰωνάθαν καὶ ἔπεσεν ὁ κλῆρος εἰς τὸν Ἰωνάθαν.
43 καὶ εἶπε Σαοὺλ πρὸς ᾿Ιωνάθαν· ἀπάγγειλόν μοι τί πεποίηκας. καὶ ἀπήγγειλεν αὐτῷ ᾿Ιωνάθαν καὶ εἶπε· γευόμενος ἐγευσάμην ἐν ἄκρῳ τῷ σκήπτρῳ τῷ ἐν τῇ χειρί μου βραχὺ μέλι, καὶ ἰδοὺ ἐγὼ ἀποθνήσκω. 43 Ο Σαούλ ηρώτησε τον Ιωνάθαν· “πές μου, τι έκαμες;” Ο Ιωνάθαν ανέφερεν εις αυτόν και είπεν· “με το άκρον της ράβδου μου, που ευρίσκετο εις τα χέρια μου, επήρα και εγεύθην ολίγον μέλι. Και να, τώρα εγώ δια τούτο καταδικάζομαι εις θάνατον”. 43 Εἶπε τότε ὁ Σαοὺλ εἰς τὸν Ἰωνάθαν: «Πές μου, τὶ ἔκανες;» Καὶ ὡμολόγησεν ὁ Ἰωνάθαν τὴν πρᾶξιν του καὶ εἶπεν: «Ἐπῆρα μὲ τὴν ἄκρην τοῦ σκήπτρου, αὐτοῦ τοῦ ραβδιοῦ, ποὺ κρατῶ εἰς τὸ χέρι μου, λίγο μέλι καὶ μόλις ποὺ τὸ ἐγεύθηκα καὶ νὰ τώρα ὅτι εξ αἰτίας αὐτοῦ κρίνομαι ὡς ἔνοχος θανάτου».
44 καὶ εἶπεν αὐτῷ Σαούλ· τάδε ποιήσαι μοι ὁ Θεὸς καὶ τάδε προσθείη, ὅτι θανάτῳ ἀποθανῇ σήμερον. 44 Ο Σαούλ είπεν εις αυτόν· “οιανδήποτε τιμωρίαν και αν θέλη ας μου επιβάλη ο Κυριος, και την ακόμη βαρυτέραν ας προσθέση, εάν δεν καταδικασθής σήμερον εις θάνατον”. 44 Καὶ ὁ Σαοὺλ τοῦ εἶπε: «Νὰ μοῦ στείλῃ ὁ Θεὸς ὁποιανδήποτε τιμωρίαν καὶ ἂς προσθέσῃ καὶ ὅ,τι ἄλλο θέλει, ἐὰν δὲν τηρήσω τὸν ὅρκον μου. Ἐφ’ ὅσον τὸ εἶπα, θὰ τιμωρηθῇς ὁπωσδήποτε σήμερα μὲ θάνατον».
45 καὶ εἶπεν ὁ λαὸς πρὸς Σαούλ· εἰ σήμερον θανατωθήσεται ὁ ποιήσας τὴν σωτηρίαν τὴν μεγάλην ταύτην ἐν ᾿Ισραήλ; ζῇ Κύριος, εἰ πεσεῖται τριχὸς τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ ἐπὶ τὴν γῆν· ὅτι ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ ἐποίησε τὴν ἡμέραν ταύτην. καὶ προσηύξατο ὁ λαὸς περὶ ᾿Ιωνάθαν ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ, καὶ οὐκ ἀπέθανε. 45 Ο ισραηλιτικός όμως λαός είπεν στον Σαούλ· “θα θανατωθή λοιπόν ο Ιωνάθαν σήμερον, αυτός ο οποίος υπήρξεν ο αίτιος της μεγάλης νίκης των Ισραηλιτών; Ο Κυριος ζη και δεν θα πέση ούτε τρίχα από την κεφαλήν του Ιωνάθαν”. Ο λαός του Θεού, ο οποίος επέτυχε την νίκην εκείνην, αυτός προσηυχήθη υπέρ του Ιωνάθαν κατά την ημέραν εκείνην και έτσι δεν κατεδικάσθη αυτός εις θάνατον. 45 Εἶπεν ὅμως ὁ λαὸς εἰς τὸν Σαούλ: «Εἶναι σωστὸν νὰ θανατωθῇ σήμερα αὐτός, ποὺ προεκάλεσε αὐτὴν τὴν μεγάλην νίκην καὶ σωτηρίαν τοῦ Ἰσραήλ; Ὁρκιζόμαστε εἰς τὸν Κύριον, ποὺ ζῇ καὶ παρακολουθεῖ τὰ πάντα, ὅτι δὲν θὰ ἀφήσωμεν νὰ πέσῃ εἰς τὴν γῆν οὔτε τρίχα ἀπὸ τὸ κεφάλι του. Ἐμεῖς εἴμαστε ἄλλως τε ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἐμεγαλούργησε κατὰ τὴν ἡμέραν αὐτήν, καὶ πρέπει νὰ εἰσακουσθῇ τὸ αἴτημά μας». Καὶ προσηυχήθη ὁ λαὸς ὑπὲρ τοῦ Ἰωνάθαν κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην καὶ δὲν ἐθανατώθη.
46 καὶ ἀνέβη Σαοὺλ ἀπὸ ὄπισθεν τῶν ἀλλοφύλων, καὶ οἱ ἀλλόφυλοι ἀπῆλθον εἰς τὸν τόπον αὐτῶν. 46 Ο Σαούλ συνέχισε την καταδίωξιν των Φιλισταίων εις Γαβαά, οι δε Φιλισταίοι πανικόβλητοι επανήλθον εις την χώραν των. 46 Κατεδίωξε δὲ τοὺς Φιλισταίους ὁ Σαοὺλ καὶ οἱ ἀλλόφυλοι ἔφυγαν κυνηγημένοι εἰς τὴν χώραν των.
47 Καὶ Σαοὺλ κατακληροῦται ἔργον ἐπὶ ᾿Ισραήλ. καὶ ἐπολέμει κύκλῳ πάντας τούς ἐχθροὺς αὐτοῦ, εἰς τὸν Μωὰβ καὶ εἰς τοὺς υἱοὺς ᾿Αμμὼν καὶ εἰς τοὺς υἱοὺς ᾿Εδὼμ καὶ εἰς τὸν Βαιθεὼρ καὶ εἰς βασιλέα Σουβὰ καὶ εἰς τοὺς ἀλλοφύλους· οὗ ἂν ἐστράφη, ἐσώζετο. 47 Ο Σαούλ είχε λάβει με θείον κλήρον την βασιλικήν εξουσίαν επί του Ισραηλιτικού λαού και επολέμησε τους γύρω εχθρούς του, δηλαδή τους Μωαβίτας, τους Αμμωνίτας, τους Ιδουμαίους, τους κατοικούντας Βαιθεώρ, τον βασιλέα Σουβά και τους Φιλισταίους. Οπουδήποτε δε και αν έστρεφε τας πολεμικάς του επιχειρήσεις, ενικούσε. 47 Ὁ δὲ Σαοὺλ μετὰ τὴν ἐκλογήν του ἀπὸ τὸν Θεὸν εἶχεν ὡς ἔργον του νὰ κυβερνᾷ τὸν Ἰσραὴλ καὶ νὰ μάχεται ἐναντίον ὅλων τῶν ἐχθρῶν του, ποὺ τὸν περιεκύκλωναν· μὲ τοὺς Μωαβίτας, μὲ τοὺς Ἀμμωνίτας, μὲ τοὺς Ἰδουμαίους, μὲ τοὺς κατοίκους τῆς περιοχῆς τοῦ Βαιθεώρ, μὲ τὸν βασιλέα Σουβὰ καὶ μὲ τοὺς Φιλισταίους. Παντοῦ δέ, ὅπου ἐστράφη καὶ ἐπολέμησεν, ἐνικοῦσε.
48 καὶ ἐποίησε δύναμιν καὶ ἐπάταξε τὸν ᾿Αμαλὴκ καὶ ἐξείλατο τὸν ᾿Ισραὴλ ἐκ χειρὸς τῶν καταπατούντων αὐτόν. 48 Συνεκέντρωσε δε πολύν στρατόν και επολέμησε τους Αμαληκίτας, τους ενίκησε και έτσι απήλλαξε τον ισραηλιτικόν λαόν από τα χέρια των εχθρών των, κάτω από την εξουσίαν των οποίων ευρίσκοντο και συνεχώς ελεηλατούντο. 48 Καὶ συνεκέντρωσε μεγάλην πολεμικὴν δύναμιν καὶ κατετρόπωσε τοὺς Ἀμαληκίτας καὶ ἐλυτρωσε τοὺς Ἰσραηλίτας ἀπὸ τὰ χέρια ἐκείνων, ποὺ τοὺς ἐτυραννοῦσαν.
49 καὶ ἦσαν οἱ υἱοὶ Σαοὺλ ᾿Ιωνάθαν καὶ ᾿Ιεσσιοὺ καὶ Μελχισά· καὶ ὀνόματα τῶν δύο θυγατέρων αὐτοῦ, ὄνομα τῇ πρωτοτόκῳ Μερόβ, καὶ ὄνομα τῇ δευτέρᾳ Μελχόλ· 49 Οι υιοί του Σαούλ ήσαν· Ο Ιωνάθαν, ο Ιεσσιού και ο Μελχισά. Αι δε δύο θυγατέρες του ωνομάζοντο, η μεν πρωτοτόκος ωνομάζετο Μερόβ, η δε δευτερότοκος ωνομάζετο Μελχόλ. 49 Υἱοὶ δὲ τοῦ Σαοὺλ ἦσαν ὁ Ἰωνάθαν, ὁ Ἰεσσιοὺ καὶ ὁ Μελχισά. Τὰ δὲ ὀνόματα τῶν δύο θυγατέρων του ἦσαν τὰ ἑξῆς: Ἡ πρωτότοκος ὠνομάζετο Μερὸβ καὶ ἡ δευτέρα ἐλέγετο Μελχόλ.
50 καὶ ὄνομα τῇ γυναικὶ αὐτοῦ ᾿Αχινοὸμ θυγάτηρ ᾿Αχιμάας. καὶ ὄνομα τῷ ἀρχιστρατήγῳ αὐτοῦ ᾿Αβεννήρ, υἱὸς Νήρ, υἱοῦ οἰκείου Σαούλ· 50 Η σύζυγος του Σαούλ ωνομάζετο Αχινοόμ, ήτο δε θυγάτηρ του Αχιμάας. Ο αρχιστράτηγός του ωνομάζετο Αβεννήρ και ήτο υιός του Νηρ, υιού του θείου του Σαούλ. 50 Ἡ δὲ γυναῖκα του, ποὺ ἦτο κόρη τοῦ Ἀχιμάας, ἐλέγετο Ἀχινόομ. Ὁ δὲ ἀρχιστράτηγός του ὠνομάζετο Ἀβεννὴρ καὶ ἦτο υἱὸς τοῦ Νήρ, ποὺ ἦτο συγγενής (θεῖος) τοῦ Σαούλ.
51 καὶ Κὶς πατὴρ Σαοὺλ καὶ Νὴρ πατὴρ ᾿Αβεννὴρ υἱὸς ᾿Ιαμὶν υἱοῦ ᾿Αβιήλ. 51 Ο πατήρ του Σαούλ ωνομάζετο Κις. Ο δε πατήρ του Αβεννήρ ωνομάζετο Νηρ, ήτο δε υιός του Ιαμίν, ο οποίος πάλιν ήτο υιός του Αβιήλ. 51 Ὁ δὲ Κὶς ἦτο πατέρας τοῦ Σαοὺλ καὶ ὁ Νὴρ πατέρας τοῦ Ἀβεννήρ. Ἦτο δὲ ὁ Νὴρ υἱὸς τοῦ ἰαμΊν, ποὺ ἦτο υἱὸς τοῦ Ἀβιήλ.
52 καὶ ἦν ὁ πόλεμος κραταιὸς ἐπὶ τοὺς ἀλλοφύλους πάσας τὰς ἡμέρας Σαούλ. καὶ ἰδὼν Σαοὺλ πάντα ἄνδρα δυνατὸν καὶ πάντα ἄνδρα υἱὸν δυνάμεως καὶ συνήγαγεν αὐτοὺς πρὸς αὐτόν. 52 Καθ' όλον το διάστημα της ζωής του Σαούλ ο πόλεμος των Ισραηλιτών εναντίον των Φιλισταίων υπήρξεν έντονος. Ο Σαούλ, όταν έβλεπε άνδρα δυνατόν και ικανόν, τον προσελάμβανεν εις την υπηρεσίαν του. 52 Καθ' ὅλον δὲ τὸ χρονικὸν διάστημα τῆς βασιλείας τοῦ Σαοὺλ ὁ πόλεμος ἐναντίον τῶν Φιλισταιων ἦτο πεισματώδης καὶ σκληρός. Κάθε ἄνδρα δὲ δυνατόν, ποὺ ἔβλεπεν ὁ Σαούλ, ὅπως καὶ κάθε ἄνδρα μὲ ἱκανότητας καὶ ἀντοχήν, τοὺς ἐμάζευεν ὅλους κοντὰ του ὡς στρατιώτας του.