Πέμπτη, 18 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:46
Δύση: 20:04
Σελ. 10 ημ.
109-257
16ος χρόνος, 5906η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Α' - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 (Α)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΑΝΘΡΩΠΟΣ ἦν ἐξ ᾿Αρμαθαὶμ Σιφά, ἐξ ὄρους ᾿Εφραίμ, καὶ ὄνομα αὐτῷ ῾Ελκανὰ υἱὸς ῾Ιερεμεὴλ υἱοῦ ᾿Ηλιοὺ υἱοῦ Θοκὲ ἐν Νασὶβ ᾿Εφραίμ. 1 Κατά την εποχήν εκείνην των Κριτών εζούσε ένας άνθρωπος, ο οποίος κατήγετο από την πόλιν Αρμαθαίμ, την περιοχήν Σιφά, η οποία ευρίσκετο εις την ορεινήν χώραν, όπου κατοικούσεν η φυλή του Εφραίμ. Ο άνθρωπος αυτός ωνομάζετο Ελκανά και ήτο υιός του Ιερεμεήλ, υιού του Ηλιού, ο οποίος Ηλιού ήτο υιός του Θοκέ από την Νασίβ, της φυλής Εφραίμ. 1 Υπῆρχε κάποιος ἄνθρωπος, ποὺ κατήγετο ἀπὸ τὴν πόλιν Ἀρμαθαίμ, τῆς περιοχῆς Σιφά, ποὺ εὑρίσκετο εἰς τὸ βουνό, ὅπου διέμενεν ἡ φυλὴ τοῦ Ἐφραίμ, καὶ αὐτὸς ὠνομάζετο Ἑλκανά. Ἦτο υἱὸς τοῦ Ἱερεμεήλ, ποὺ εἶχε γεννηθῇ ἀπὸ τὸν Ἡλιού, ὁ ὁποῖος εἶχε πατέρα του τὸν Θοκέ, ποὺ κατήγετο ἀπὸ τὴν Νασίβ, ἡ ὁποία εὑρίσκετο εἰς τὴν χώραν τῆς φυλῆς τοῦ Ἐφραίμ.
2 καὶ τούτῳ δύο γυναῖκες· ὄνομα τῇ μιᾷ ῎Αννα,καὶ ὄνομα τῇ δευτέρᾳ Φεννάνα· καὶ ἦν τῇ Φεννάνᾳ παιδία, καὶ τῇ ῎Αννᾳ οὐκ ἦν παιδίον. 2 Ο Ελκανά είχε δυο συζύγους, η μία ωνομάζετο Αννα, η δε άλλη ωνομάζετο Φεννάνα. Η Φεννάνα είχε παιδιά, η Αννα όμως δεν είχε παιδί. 2 Εἶχε δὲ ὁ Ἑλκανὰ δύο γυναῖκας. Τὸ ὄνομα τῆς μιᾶς ἦτο Ἄννα καὶ τὸ ὄνομα τῆς ἄλλης Φεννάνα. Καὶ ἡ μὲν Φεννάνα εἶχεν ἀποκτήσει παιδιά, ἡ Ἄννα ὅμως δὲν εἶχε γεννήσει κανένα παιδί.
3 καὶ ἀνέβαινεν ὁ ἄνθρωπος ἐξ ἡμερῶν εἰς ἡμέρας ἐκ πόλεως αὐτοῦ ἐξ ᾿Αρμαθαὶμ προσκυνεῖν καὶ θύειν Κυρίῳ τῷ Θεῷ Σαβαὼθ εἰς Σηλώ· καὶ ἐκεῖ ῾Ηλὶ καὶ οἱ δύο υἱοὶ αὐτοῦ ᾿Οφνὶ καὶ Φινεὲς ἱερεῖς τοῦ Κυρίου. 3 Ο άνθρωπος αυτός, ευσεβής καθώς ήτο, ανέβαινε κάθε χρόνον από την πατρίδα του την Αρμαθαίμ εις Σηλώ, τον ιερόν τόπον, δια να προσκυνή και να προσφέρη θυσίας στον Κυριον τον Θεόν τον παντοκράτορα. Εις Σηλώ αρχιερεύς ήτο τότε ο Ηλί, ιερείς δε οι δύο υιοί του, ο Οφνί και ο Φινεές. 3 Καὶ ἀνέβαινεν ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς κατὰ τὰς ὡρισμένας ἡμέρας κάθε ἔτους ἀπὸ τὴν πόλιν τοῦ Ἀρμαθαὶμ εἰς τὴν πόλιν Σηλῶ, ὅπου εὑρίσκετο ὁ τόπος τῆς λατρείας τοῦ Θεοῦ, διὰ νὰ προσκυνῇ καὶ νὰ προσφέρῃ θυσίας εἰς τὸν Κύριον, τὸν Θεὸν Σαβαώθ, τὸν Κύριον τῶν Δυνάμεων. Ἐκεῖ δὲ εἰς τὴν Σηλὼ ἦτο ἀρχιερεὺς κατὰ τὴν ἐποχὴν ἐκείνην ὁ Ἡλὶ καὶ ἱερεῖς, ποὺ προσέφεραν τὰς θυσίας εἰς τὸν Κύριον, ἦσαν οἰ δύο υἱοὶ του, ὁ Ὀφνὶ καὶ ὁ Φινεές.
4 καὶ ἐγενήθη ἡμέρα καὶ ἔθυσεν ῾Ελκανὰ καὶ ἔδωκε τῇ Φεννάνᾳ, γυναικὶ αὐτοῦ, καὶ τοῖς υἱοῖς αὐτῆς μερίδας· 4 Καποιαν ημέραν, κατά την οποίαν ο Ελκανά προσέφερε την καθιερωμένην ειρηνικήν θυσίαν, έδωσεν εις την Φεννάναν και τους υιούς της πολλάς μερίδας, αναλόγους προς τον αριθμόν αυτών, από τα υπόλοιπα των θυσιών. 4 Ὅταν ἔφθασεν ἡ ἡμέρα καὶ προσέφερε καὶ ὁ Ἑλκανὰ τὴν θυσίαν του, ἔδωσε μετὰ τὴν προσφορὰν τῆς θυσίας εἰς τὴν γυναῖκα του Φεννάναν καὶ εἰς τὰ παιδιά της τὰ μερίδια ἀπὸ τὴν θυσίαν.
5 καὶ τῇ ῎Αννᾳ ἔδωκε μερίδα μίαν, ὅτι οὐκ ἦν αὐτῇ παιδίον, πλὴν ὅτι τὴν ῎Ανναν ἠγάπα ῾Ελκανὰ ὑπὲρ ταύτην. καὶ Κύριος ἀπέκλεισε τὰ περὶ τὴν μήτραν αὐτῆς, 5 Εις την Ανναν όμως, επειδή δεν είχε παιδιά, έδωκε μίαν μόνον μερίδα δι' αυτήν την ιδίαν. Αλλ' ο Ελκανά ηγάπα την Ανναν περισσότερον από την Φεννάναν. Ο Κυριος όμως είχε δώσει εις αυτήν στειρότητα και δεν αποκτούσε παιδιά. 5 Ἔδωσεν ἐπίσης καὶ εἰς τὴν Ἄνναν, ἀλλὰ μόνον ἕνα μερίδιον, διότι δὲν εἶχεν ἀποκτήσει αὐτὴ κανένα παιδί. Πλὴν ὅμως τὴν Ἄνναν τὴν ἀγαποῦσεν ὁ Ἐλκανὰ περισσότερον ἀπὸ τὴν ἄλλην. Ἀλλ' ὁ Κύριος τὴν εἶχε κάμει στεῖραν.
6 ὅτι οὐκ ἔδωκεν αὐτῇ Κύριος παιδίον κατὰ τὴν θλῖψιν αὐτῆς καὶ κατὰ τὴν ἀθυμίαντῆς θλίψεως αὐτῆς, καὶ ἠθύμει διὰ τοῦτο, ὅτι συνέκλεισε Κύριος τὰ περὶ τὴν μήτραν αὐτῆς τοῦ μὴ δοῦναι αὐτῇ παιδίον. 6 Δεν έδωκεν εις αυτήν ο Κυριος παιδίον, πράγμα το οποίον προεκάλει θλίψιν εις αυτήν, και υπό το βάρος της θλίψεως ήτο διαρκώς μελαγχολική και άθυμος, διότι ο Κυριος είχε καταστήσει αυτήν στείραν και δεν της έδιδε παιδί. 6 Καὶ ἐπειδὴ ἔβλεπεν ἡ Ἄννα ὅτι ἡ Φεννάνα εἶχε παιδιά, ἐπονοῦσε περισσότερον διὰ τὸ ὅτι δὲν τῆς ἔδωσεν ὁ Κύριος παιδί. Καὶ εἶχε πολλὴν ἀδιαθεσίαν ἐξ αἰτίας τῆς θλίψεώς της αὐτῆς. Ἦτο δὲ μελαγχολικὴ καὶ λυπημένη συνεχῶς δι’ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν λόγον, διὰ τὸ ὅτι δηλαδὴ τὴν ἔκανε ὁ Κύριος στεῖραν καὶ δὲν τῆς ἔδιδε παιδί.
7 οὕτως ἐποίει ἐνιαυτὸν κατ᾿ ἐνιαυτόν, ἐν τῷ ἀναβαίνειν αὐτὴν εἰς οἶκον Κυρίου· καὶ ἠθύμει καὶ ἔκλαιε καὶ οὐκ ἤσθιε. 7 Ετσι έκανε κάθε έτος ο Ελκανά, όταν ανέβαινεν εις την Σκηνήν του Μαρτυρίου, δια να προσφέρη τας καθιερωμένας θυσίας, η δε σύζυγός του η Αννα κατελαμβάνετο από αθυμίαν, έκλαιε και δεν έτρωγε. 7 Αὐτο συνέβαινε κάθε χρόνον, ὅταν ἀνέβαινε καὶ αὐτὴ μὲ τὸν Ἑλκανὰ εἰς τὸν τόπον τῆς λατρείας τοῦ Κυρίου. Ἡ Ἄννα ἦτο πάντοτε μελαγχολικὴ καὶ ἔκλαιε καὶ δὲν ἔτρωγε.
8 καὶ εἶπεν αὐτῇ ῾Ελκανὰ ὁ ἀνὴρ αὐτῆς· ῎Αννα. καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἰδοὺ ἐγώ, κύριε. καί εἶπεν αὐτῇ· τί ἔστι σοι, ὅτι κλαίεις; καὶ ἱνατί οὐκ ἐσθίεις; καὶ ἱνατί τύπτει σε ἡ καρδία σου; οὐκ ἀγαθὸς ἐγώ σοι ὑπὲρ δέκα τέκνα; 8 Ο Ελκανά, ο σύζυγός της, είπεν εις αυτήν· “Αννα” ! Εκείνη του απήντησεν· “Ιδού εγώ, κύριε”. Εκείνος πάλιν της λέγει· “τι συμβαίνει και διατί κλαίεις, και διατί δεν τρώγεις, και διατί σε πληγώνει η καρδία σου και είσαι περίλυπος; Εγώ δεν είμαι δια σε καλύτερος και από δέκα ακόμη παιδιά;” 8 Καὶ τῆς εἶπε κάποτε ὁ ἄνδρας της ὁ Ἑλκανά: «Ἄννα»! Καὶ ἐκείνη τοῦ ἀπεκρίθη: «Ὄρίστε, ἐδῶ εἶμαι, κύριε. Σὲ ἀκούω». Καὶ ἐκεῖνος τῆς εἶπε: «Τί σοῦ συμβαίνει; Καὶ διατὶ κλαίεις; Διατὶ ἐπίσης δὲν τρώγεις καὶ διατὶ εἶναι πληγωμένη ἡ καρδιά σου; Δὲν εἶμαι ἐγὼ διὰ σὲ καλύτερος ἀπὸ δέκα παιδιά;»
9 καὶ ἀνέστη ῎Αννα μετὰ τὸ φαγεῖν αὐτοὺς ἐν Σηλὼ καὶ κατέστη ἐνώπιον Κυρίου, καὶ ῾Ηλὶ ὁ ἱερεὺς ἐκάθητο ἐπὶ τοῦ δίφρου ἐπὶ τῶν φλιῶν ναοῦ Κυρίου. 9 Επειτα από αυτό το οικογενειακόν, μετά την θυσίαν, φαγητόν εις Σηλώ, η Αννα εσηκώθη, μετέβη και εστάθη ενώπιον της Σκηνής του Μαρτυρίου. Ο αρχιερεύς ο Ηλί εκάθητο επάνω εις ένα ανάκλιντρον εις την είσοδον της Σκηνής του Μαρτυρίου. 9 Καὶ ἀφοῦ ἔφαγαν ὅλοι μαζὶ τὰ ὑπόλοιπα τῶν θυσιῶν εἰς τὴν Σηλώ, ἐσηκώθη ἡ Ἄννα καὶ ἐστάθη ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, τὴν στιγμὴν ποὺ ὁ ἀρχιερεὺς Ἡλὶ ἦτο καθισμένος εἰς τὴν εἰδικὴν καθέδραν του εἰς τὸ κατώφλι τῆς Σκηνῆς τοῦ Μαρτυρίου.
10 καὶ αὐτὴ κατώδυνος ψυχῇ καὶ προσηύξατο πρὸς Κύριον καὶ κλαίουσα ἔκλαυσε 10 Η Αννα ήτο βαθύτατα λυπημένη και προοηυχήθη προς τον Κυριον. Καθ' ον δε χρόνον προσηύχετο, έκλαιε και έχυνεν άφθονα δάκρυα. 10 Ἦτο δὲ καταλυπημένη ἡ ψυχή της καὶ ἐπροσευχήθη εἰς τὸν Κύριον μὲ πολλὰ δάκρυα.
11 καὶ ηὔξατο εὐχὴν Κυρίῳ λέγουσα· ᾿Αδωναΐ Κύριε ᾿Ελωὲ Σαβαώθ, ἐὰν ἐπιβλέπων ἐπιβλέψῃς ἐπὶ τὴν ταπείνωσιν τῆς δούλης σου καὶ μνησθῇς μου καὶ δῷς τῇ δούλῃ σου σπέρμα ἀνδρῶν, καὶ δώσω αὐτὸν ἐνώπιόν σου δοτὸν ἕως ἡμέρας θανάτου αὐτοῦ, καὶ οἶνον καὶ μέθυσμα οὐ πίεται, καὶ σίδηρος οὐκ ἀναβήσεται ἐπὶ τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ. 11 Κατά την ώραν εκείνην της προσευχής έκαμε ένα τάμα προς τον Θεόν λέγουσα· “Αδωναΐ, Κυριε, Ελωέ Σαβαώθ, εάν ρίψης βλέμμα ευσπλαγχνίας και ίδης την θλίψιν και την εντροπήν της δούλης σου εκ του γεγονότος ότι είμαι στείρα, με ενθυμηθής στο έλεός σου και μου δώσης τέκνον, εγώ σου υπόσχομαι να αφιερώσω αυτό ενώπιόν σου, δια να σε υπηρετή διαρκώς μέχρι της ημέρας του θανάτου του. Υπόσχομαι επί πλέον ότι οίνον και οινοπνευματώδη γενικώς ποτά δεν θα πίη το παιδί αυτό εις όλην του την ζωήν· ψαλλίδι δεν θα ανέβη επί της κεφαλής του, δια να του κόψη την κόμην”. 11 Καὶ ἔκανε τάξιμο εἰς τὸν Κύριον καὶ εἶπε: «Κύριέ μου, Κύριε, Κύριε καὶ Θεὲ τῶν Δυνάμεων, ἐὰν προσέξῃς μὲ εὐμένειαν εἰς τὴν ταπείνωσιν καὶ θλῖψιν τῆς δούλης σου καὶ μὲ ἐνθυμηθῇς κα μοῦ χαρίσῃς υἱόν, θὰ σοῦ τὸν ἀφιερώσω, διὰ νὰ διακονῇ ἐνώπιόν σου μέχρι τὴν ἡμέραν τοῦ θανάτου του. Δὲν θὰ πίῃ δὲ τὸ παιδί μου αὐτό ποτὲ κρασὶ ἢ ὁποιοδήποτε ποτόν, ποὺ προκαλεῖ μέθην, καὶ (δὲν θὰ ἀνέβη ψαλίδι εἰς τὸ κεφάλι του, διὰ νὰ κόψῃ τὰ μαλλιά του».
12 καὶ ἐγενήθη ὅτε ἐπλήθυνε προσευχομένη ἐνώπιον Κυρίου, καὶ ῾Ηλὶ ὁ ἱερεὺς ἐφύλαξε τὸ στόμα αὐτῆς· 12 Επειδή δε αυτή επί πολλήν ώραν παρέτεινε την προσευχήν της ενώπιον της Σκηνής του Μαρτυρίου, ο αρχιερεύς Ηλί παρετήρει το στόμα αυτής· 12 Ἐνῷ ὅμως προσηύχετο ἡ Ἄννα καὶ παρέτεινεν ἐπὶ πολλὴν ὥραν τὴν προσευχήν της, ὁ ἀρχιερεὺς Ἡλὶ ἐπρόσεξε τὸ στόμα της.
13 καὶ αὕτη ἐλάλει ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτῆς καὶ τὰ χείλη αὐτῆς ἐκινεῖτο, καὶ φωνὴ αὐτῆς οὐκ ἠκούετο· καὶ ἐλογίσατο αὐτὴ ῾Ηλὶ εἰς μεθύουσαν. 13 παρετήρει δηλαδή ότι αυτή ωμιλούσε από την καρδίαν της, τα δε χείλη της μόλις εκινούντο και η φωνή της δεν ηκούετο καθόλου. Ο Ηλί την ενόμισε μεθυσμένην. 13 Τὴν ὥραν δὲ ἐκείνην ἡ Ἄννα ὡμιλοῦσε πρὸς τὸν Θεὸν μὲ τὴν καρδιά της καί, ἐνῷ ἐκινοῦντο τὰ χείλη της, δὲν ἠκούετο ἡ φωνή της. Καὶ δι’ αὐτὸ ὁ Ἡλὶ τὴν ἐθεώρησε μεθυσμένην.
14 καὶ εἶπεν αὐτῇ τὸ παιδάριον ῾Ηλί· ἕως πότε μεθυσθήσῃ; περιελοῦ τὸν οἶνόν σου καὶ πορεύου ἐκ προσώπου Κυρίου. 14 Είπε δε ο υπηρέτης του Ηλί, κατ' εντολήν του Ηλί· “έως πότε θα είσαι μεθυσμένη; Σταμάτησε την επήρειαν του κρασιού σου και απομακρύνσου από την Σκηνήν του Μαρτυρίου”. 14 Καὶ ἔστειλεν ὁ Ἡλὶ τὸν νεαρὸν ὑπηρέτην του καὶ τῆς εἶπεν: «Ἕως πότε θὰ εἶσαι μεθυσμένη; Διῶξε ἐπὶ τέλους τὴν μέθην σου καὶ φύγε ἐμπρὸς ἀπὸ τὸν τόπον τῆς δόξης τοῦ Κυρίου».
15 καὶ ἀπεκρίθη ῎Αννα καὶ εἶπεν· οὐχί, κύριε· γυνή, ᾗ σκληρὰ ἡμέρα, ἐγώ εἰμι καὶ οἶνον καὶ μέθυσμα οὐ πέπωκα καὶ ἐκχέω τὴν ψυχήν μου ἐνώπιον Κυρίου· 15 Απεκρίθη δε η Αννα και του είπε· “οχι, κύριε, δεν είμαι μεθυσμένη. Είμαι μία σύζυγος, η οποία διέρχεται πολύ πικράς ημέρας. Οίνον και αλλά οινοπνευματώδη ποτά δεν έχω πίει, αλλά ξεχύνω τον πόνον της ψυχής μου ενώπιον του Κυρίου. 15 Καὶ ἡ Ἄννα ἀπήντησε καὶ εἶπε: «Ὄχι, κύριε! Ἐγὼ εἶμαι γυναῖκα, ποὺ μὲ εὑρῆκε σκληρὴ δοκιμασία καὶ πονῶ πολύ. Δὲν ἔχω πιεῖ κρασί, οὔτε ἄλλο ποτόν. Μένω ἐδῶ καὶ ξεχύνω τὸν πόνον τῆς ψυχῆς μου ἐμπρὸς εἰς τὸν Κύριον.
16 μὴ δῷς τὴν δούλην σου εἰς θυγατέρα λοιμήν, ὅτι ἐκ πλήθους ἀδολεσχίας μου ἐκτέτακα ἕως νῦν. 16 Μη θεωρήσης εμέ την δούλην σου ως αμαρτωλήν και ασεβή γυναίκα. Δεν είμαι εγώ τέτοια, αλλά ο υπερβολικός πόνος έχει λυώσει την ψυχήν μου και δι'αυτό απευθύνω την μακράν αυτήν προσευχήν προς τον Κυριον”. 16 Μὴ θεωρήσῃς τὴν δούλην σου σὰν μίαν κακὴν καὶ πονηρὰν γυναῖκα, διότι ἡ πολλή μου θλῖψις εἶναι ἐκείνη ποὺ μὲ ἔκανε νὰ εἰπῶ πολλὰ καὶ νὰ μακρύνω μέχρι τώρα τὴν προσευχήν μου».
17 καὶ ἀπεκρίθη ῾Ηλὶ καὶ εἶπεν αὐτῇ· πορεύου εἰς εἰρήνην· ὁ Θεὸς ᾿Ισραὴλ δώῃ σοι πᾶν αἴτημά σου, ὃ ᾐτήσω παρ᾿ αὐτοῦ. 17 Ο Ηλί απεκρίθη προς αυτήν και της είπε· “πήγαινε στο καλό· εύχομαι να εκπληρώση ο Θεός του Ισραήλ ολόκληρον το αίτημά σου και σου δώση αυτό το οποίον εζήτησες”. 17 Καὶ ἀπεκρίθη ὁ Ἡλὶ καὶ τῆς εἶπε: «Ἠρέμησε καὶ πήγαινε εἰς τὸ καλό. Ὁ Θεὸς τοῦ Ἰσραὴλ ἂς σοῦ ἐκπληρώσῃ ὀτιδήποτε τοῦ ἐζήτησες».
18 καὶ εἶπεν· εὗρεν ἡ δούλη σου χάριν ἐν ὀφθαλμοῖς σου. καὶ ἐπορεύθη ἡ γυνὴ εἰς τὴν ὁδὸν αὐτῆς καὶ εἰσῆλθεν εἰς τὸ κατάλυμα αὐτῆς καὶ ἔφαγε μετὰ τοῦ ἀνδρὸς αὐτῆς καὶ ἔπιε, καὶ τὸ πρόσωπον αὐτῆς οὐ συνέπεσεν ἔτι. 18 Είπε τότε η Αννα· “είθε εγώ, η δούλη σου, να εύρω χάριν ενώπιόν σου και ο Κυριος να εισακούση την ευχήν σου”. Ανεχώρησεν έπειτα η Αννα από την Σκηνήν του Μαρτυρίου και μετέβη στο προσωρινόν κατάλυμα του συζύγου της, εις Σηλώ. Εκεί έφαγε και έπιε και το πρόσωπόν της δεν εφαίνετο πλέον θλιμμένον. 18 Καὶ εἶπεν ἡ Ἄννα: «Εὐχαριστῶ, διότι κατενόησες τὴν κατάστασιν τῆς δούλης σου. Μάκαρι νὰ εἰσακουσθῇ ἡ εὐχή σου ἀπὸ τὸν Κύριον». Καὶ ἐσηκώθη ἡ γυναῖκα καὶ ἐπῆρε τὸν δρόμον της καὶ ἐμβῆκεν εἰς τὸ κατάλυμα, ὅπου ἔμεναν οἱ ἰδικοί της. Ἔφαγε δὲ ἐκεῖ μὲ τὸν ἄνδρα της καὶ ἤπιε καὶ δὲν ἦτο θλιμμένον πλέον τὸ πρόσωπόν της.
19 καὶ ὀρθρίζουσι τὸ πρωΐ καὶ προσκυνοῦσι τῷ Κυρίῳ καὶ πορεύονται τὴν ὁδὸν αὐτῶν. καὶ εἰσῆλθεν ῾Ελκανὰ εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ ᾿Αρμαθαὶμ καὶ ἔγνω τὴν ῎Ανναν γυναῖκα αὐτοῦ, καὶ ἐμνήσθη αὐτῆς Κύριος, καὶ συνέλαβε. 19 Την επομένην πολύ πρωϊ εσηκώθησαν, προσεκύνησαν ενώπιον της Σκηνής του Μαρτυρίου και επορεύθησαν προς την ιδιαιτέραν των πόλιν, την Αρμαθαίμ. Ο Ελκανά εισήλθεν στον οίκον του εις Αρμαθαίμ, ήλθεν εις συνάφειαν με την σύζυγόν του την Ανναν, ο δε Κυριος την επεσκέφθη και έμεινεν αυτή έγκυος. 19 Καὶ ἐξύπνησαν ἐνωρὶς τὸ πρωῒ καὶ ἐπροσκύνησαν ἐμπρὸς εἰς τὴν Σκηνὴν τοῦ Μαρτυρίου καὶ ἐπῆραν τὸν δρόμον τῆς ἐπιστροφῆς εἰς τὴν πατρίδα των. Ἐμβῆκε δὲ κατόπιν ὁ Ἑλκανὰ εἰς τὸ σπίτι του, εἰς τὴν Ἀρμαθαίμ, καὶ ἦλθεν εἰς συζυγικὴν σχέσιν μὲ τὴν γυναῖκα του Ἄνναν καὶ ἔδειξεν ὁ Κύριος εὔνοιαν πρὸς αὐτὴν καὶ ἔμεινεν ἔγκυος.
20 καὶ ἐγενήθη τῷ καιρῷ τῶν ἡμερῶν καὶ ἔτεκεν υἱόν· καὶ ἐκάλεσε τὸ ὄνομα αὐτοῦ Σαμουὴλ καὶ εἶπεν· ὅτι παρὰ Κυρίου Θεοῦ Σαβαὼθ ᾐτησάμην αὐτόν. 20 Κατά τον κανονικόν χρόνον, τον ένατον δηλαδή μήνα, εγέννησεν υιόν και ωνόμασεν αυτόν Σαμουήλ λέγουσα· “ονομάζω αυτόν Σαμουήλ, διότι από τον Κυριον τον Θεόν τον παντοκράτορα εζήτησα και τον έλαβα”. 20 Καὶ ὅταν συνεπληρώθη ὁ ὡρισμένος χρόνος τῆς κυοφορίας, ἐγέννησε υἱόν. Τὸν ὠνόμασε δὲ Σαμουὴλ καὶ εἶπε ὅτι τὸ ὄνομα αὐτὸ δίδεται, ἐπειδὴ ἐζήτησα τὸν υἱόν μου αὐτὸν ἀπὸ τὸν Κύριον, τὸν Θεὸν τῶν Δυνάμεων, καὶ ἔκαμε δεκτὸν τὸ αἴτημά μου.
21 Καὶ ἀνέβη ὁ ἄνθρωπος ῾Ελκανὰ καὶ πᾶς ὁ οἶκος αὐτοῦ θῦσαι ἐν Σηλὼμ τὴν θυσίαν τῶν ἡμερῶν καὶ τὰς εὐχὰς αὐτοῦ καὶ πάσας τὰς δεκάτας τῆς γῆς αὐτοῦ· 21 Μετά ένα έτος ο άνθρωπος αυτός, ο Ελκανά και όλη η οικογένειά του, ανέβησαν κατά την συνήθειάν των εις Σηλώμ, δια να προσφέρη ο Ελκανά την ετησίαν θυσίαν, το τάξιμόν του, και το υπό του Μωσαϊκού Νομου οριζόμενον δέκατον από τα γεωργικά του προϊόντα. 21 Ἀνέβη δὲ ἔπειτα ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος, ὁ Ἑλκανά, μαζὶ μὲ ὅλην του τὴν οἰκογένειαν εἰς τὴν Σηλώμ, διὰ νὰ προσφέρῃ τὴν θυσίαν, ποὺ προσεφέρετο ὡρισμένας ἡμέρας κάθε ἔτους, καὶ νὰ ἐκπληρώσῃ τὰ τάματά του καὶ νὰ δώσῃ καὶ τὸ ἓν δέκατον ὅλων τῶν προϊόντων τῶν κτημάτων του.
22 καὶ ῎Αννα οὐκ ἀνέβη μετ᾿ αὐτοῦ, ὅτι εἶπε τῷ ἀνδρὶ αὐτῆς· ἕως τοῦ ἀναβῆναι τὸ παιδάριον, ἐὰν ἀπογαλακτίσω αὐτό, καὶ ὀφθήσεται τῷ προσώπῳ Κυρίου καὶ καθήσεται ἕως αἰῶνος ἐκεῖ. 22 Η Αννα όμως δεν ανέβη μαζή του και είπεν στον άνδρα της· “εγώ θα παραμείνω και δεν θα αναβώ στον ναόν του Κυρίου, μέχρις ότου έλθη εποχή και είναι εις θέσιν να αναβή και το τέκνον μας αυτό μετά τον απογαλακτισμόν του. Τοτε θα το παρουσιάσωμεν ενώπιον του Κυρίου, δια να παραμένη εκεί ισοβίως”. 22 Ἡ Ἄννα ὅμως δὲν ἀνέβηκε μαζί του, διότι εἶπεν εἰς τὸν ἄνδρα της: «Δὲν θὰ ἀνέβω εἰς τὸν τόπον τῆς λατρείας τοῦ Κυρίου, ἕως ὅτου ἀνέβη καὶ τὸ μικρό μας παιδί. Μόλις παύσω νὰ τὸ θηλάζω, θὰ παρουσιασθῇ ἐμπρὸς εἰς τὸν οἶκον τοῦ Κυρίου καὶ θὰ μείνῃ ἐκεῖ διὰ παντός».
23 καὶ εἶπεν αὐτῇ ῾Ελκανὰ ὁ ἀνὴρ αὐτῆς· ποίει τὸ ἀγαθὸν ἐν ὀφθαλμοῖς σου, κάθου ἕως ἂν ἀπογαλακτίσῃς αὐτό· ἀλλὰ στήσαι Κύριος τὸ ἐξελθὸν ἐκ τοῦ στόματός σου. καὶ ἐκάθισεν ἡ γυνὴ καὶ ἐθήλασε τὸν υἱὸν αὐτῆς, ἕως ἂν ἀπογαλακτίσῃ αὐτόν. 23 Ο Ελκανά, ο σύζυγός της, της είπε· “κάμε αυτό που νομίζεις ότι είναι καλόν. Καθησε, δηλαδή, εδώ μέχρις ότου απογαλακτίσης το παιδίον. Εύχομαι δέ, να εκπληρώση ο Κυριος το τάμα σου, όπως το είπες”. Η Αννα παρέμεινεν στον οίκον της, μέχρις ότου απογαλακτίση τον υιόν της. 23 Καὶ τῆς εἶπεν ὁ ἄνδρας της, ὁ Ἑλκανά: «Κάνε αὐτό, ποὺ σοῦ φαίνεται καλόν. Κάθησε ἐδῶ, ἕως ὅτου παύσῃς νὰ τὸ θηλάζῃς. Εὔχομαι δὲ νὰ πραγματοποιήσῃ ὁ Κύριος τὸ τάμα, ποὺ ἐβγῆκεν ἀπὸ τὰ χείλη σου, νὰ προφυλάξῃ δηλαδὴ τὸ παιδὶ καὶ νὰ τὸ δεχθῇ ὡς ἰδικόν Του». Καὶ ἐκάθησεν ἡ γυναῖκα καὶ ἐθήλαζε τὸν υἱόν της, ἕως ὅτου ἦλθεν ὁ καιρός, ποὺ ἔπρεπε νὰ παύσῃ νὰ τὸν τρέφῃ μὲ τὸ γάλα της.
24 καὶ ἀνέβη μετ᾿ αὐτοῦ εἰς Σηλὼμ ἐν μόσχῳ τριετίζοντι καὶ ἄρτοις καὶ οἰφὶ σεμιδάλεως καὶ νέβελ οἴνου καὶ εἰσῆλθεν εἰς οἶκον Κυρίου ἐν Σηλώμ, καὶ τὸ παιδάριον μετ᾿ αὐτῶν. 24 Κατόπιν ανέβη και αυτή με τον σύζυγόν της εις Σηλώμ φέρουσα μαζή της ως θυσίαν αιματηράν ένα μόσχον τριών ετών και την ανάλογον αναίμακτον θυσίαν από άρτους, είκοσι περίπου χιλιόγραμμα σημιγδάλι και ένα ασκί κρασί. Εισήλθον εις την αυλήν της Σκηνής του Μαρτυρίου, που ευρίσκετο εις την Σηλώμ. Το δε παιδίον ήτο μαζή τους. 24 Ἀνέβη δὲ μαζὶ μὲ τὸν Ἑλκανὰ εἰς τὴν Σηλὼμ καὶ ἔφερε μαζί της καὶ ἕνα μοσχάρι τριῶν χρόνων καὶ ἄρτους καὶ σαράντα περίπου κιλὰ σιμιγδάλι καὶ διακόσια περίπου λίτρα κρασί. Καὶ ἐμβῆκαν εἰς τὸν ὡρισμένον χῶρον τῆς λατρείας τοῦ Κυρίου εἰς τὴν Σηλώμ. Μαζί των δὲ ἦτο καὶ τὸ μικρὸ παιδί των, ὁ Σαμουήλ.
25 καὶ προσήγαγον ἐνώπιον Κυρίου, καὶ ἔσφαξεν ὁ πατὴρ αὐτοῦ τὴν θυσίαν, ἣν ἐποίει ἐξ ἡμερῶν εἰς ἡμέρας τῷ Κυρίῳ, καὶ προσήγαγε τὸ παιδάριον καὶ ἔσφαξε τὸν μόσχον. καὶ προσήγαγεν ῎Αννα ἡ μήτηρ τοῦ παιδίου πρὸς ῾Ηλὶ 25 Προσέφεραν τα προς θυσίαν στον οίκον του Κυρίου. Ο πατήρ έσφαξε το ζώον, το οποίον κάθε έτος προσέφεραν εις την Σκηνήν του Μαρτυρίου ως θυσίαν. Επειτα δε ωδήγησε και παρέδωσε το παιδί στον Κυριον, έσφαξε και εθυσίασε τον τριετή μόσχον και η Αννα η μητέρα του παιδίου επλησίασε προς τον Ηλί 25 Καὶ προσέφεραν ἐκεῖ τὰ δῶρα των ἐνώπιον τοῦ Κυρίου. Καὶ ἐθυσίασε καὶ προσέφερεν ὁ πατέρας του τὴν αἱματηρὰν θυσίαν, τὴν ὁποίαν προσέφερε πάντοτε κατὰ τὰς ὡρισμένας ἡμέρας κάθε ἔτους εἰς τὸν Κύριον. Κατόπιν ὠδήγησεν ἐμπρὸς εἰς τὸν Κύριον τὸ μικρὸ παιδί του καὶ ἔσφαξε τὸ μοσχάρι, διὰ νὰ προσφερθῇ θυσία. Ἡ δὲ μητέρα τοῦ παιδιοῦ ἡ Ἄννα, ἐπλησίασε πρὸς τὸν Ἡλί, τὸν ἀρχιερέα,
26 καὶ εἶπεν· ἐν ἐμοί, κύριε· ζῇ ἡ ψυχή σου, ἐγὼ ἡ γυνὴ ἡ καταστᾶσα ἐνώπιόν σου μετὰ σοῦ ἐν τῷ προσεύξασθαι πρὸς Κύριον· 26 και του είπε· “παρατηρήσατέ με, κύριε όσον είναι αληθινόν ότι σεις είσθε ο Ηλί, άλλο τόσον είναι αληθινόν ότι εγώ είμαι η γυναίκα εκείνη, η οποία ευρέθη κάποτε ενώπιόν σου προσευχομένη προς τον Θεόν. 26 καὶ τοῦ εἶπε: «Ἄκουσέ με, σὲ παρακαλῶ, κύριε! Νὰ ζῇς καὶ νὰ εἶσαι πολύχρονος! Ἐγώ, ποὺ σοῦ ὁμιλῶ αὐτὴν τὴν στιγμήν, εἶμαι ἡ γυναῖκα ἐκείνη, ποὺ ἐστάθη κάποτε ἐμπρός σου, καὶ μοῦ εὐχήθηκες, ὅταν προσευχήθηκα πρὸς τὸν Κύριον.
27 ὑπὲρ τοῦ παιδαρίου τούτου προσηυξάμην, καὶ ἔδωκέ μοι Κύριος τὸ αἴτημά μου, ὃ ᾐτησάμην παρ᾿ αὐτοῦ· 27 Δια το παιδίον τούτο εγώ τότε πρρσηυχήθην. Ο δε Κυριος εδέχθη το αίτημά μου και επραγματοποίησεν αυτό το οποίον του εζητούσα. 27 Ἔκαμα προσευχὴν δι’ αὐτὸ τὸ μικρὸ παιδί, ποὺ βλέπεις, καὶ ὁ Κύριός μου ἐξεπλήρωσε τὸ αἴτημά μου. Μοῦ ἔδωσε αὐτό, ποὺ τοῦ ἐζήτησα.
28 κἀγὼ κιχρῶ αὐτὸν τῷ Κυρίῳ πάσας τὰς ἡμέρας, ἃς ζῇ αὐτός, χρῆσιν τῷ Κυρίῳ. Καὶ εἶπεν. 28 Και εγώ σήμερον αφιερώνω αυτό το παιδί μου στον Κυριον, δια να υπηρετή τον Κυριον ισοβίως”. Η Αννα είπε κατόπιν την κατωτέρω ωδήν. 28 Καὶ τώρα ἐγὼ τὸν προσφέρω εἰς τὸν Κύριον καὶ ἐπιστρέφω ἔτσι τὸ δάνειον, ποῦ μου ἔκανε ἐκεῖνος, διὰ νὰ εἶναι πλέον ὑπηρέτης τοῦ Κυρίου καθ’ ὅλας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς του. Καὶ εἶπεν ἐν συνεχείᾳ ἡ Ἄννα: