Πέμπτη, 25 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:37
Δύση: 20:11
Σελ. 17 ημ.
116-250
16ος χρόνος, 5913η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΠΡΟΣ ΤΙΤΟΝ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 (Α)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Αρχαίο κείμενο Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 Παῦλος, δοῦλος Θεοῦ, ἀπόστολος δὲ Ἰησοῦ Χριστοῦ κατὰ πίστιν ἐκλεκτῶν Θεοῦ καὶ ἐπίγνωσιν ἀληθείας τῆς κατ’ εὐσέβειαν 1 Εγώ ο Παύλος, δούλος του Θεού, απόστολος δε του Ιησού Χριστού σύμφωνα με την ορθήν πίστιν, την οποίαν ο Θεός απεκάλυψεν στους εκλεκτούς του, και την πλήρη γνώσιν της αληθείας, που οδηγεί εις την ευσέβειαν, 1 Παῦλος, δοῦλος τοῦ Θεοῦ, Ἀπόστολος δὲ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ διὰ νὰ διαδίδω μεταξὺ ἐκείνων, ποὺ ἐξέλεξεν ὁ Θεός, τὴν πίστιν καὶ τὴν ἐπίγνωσιν τῆς ἀληθείας, ποὺ ὁδηγεῖ εἰς τὴν εὐσέβειαν,
2 ἐπ’ ἐλπίδι ζωῆς αἰωνίου, ἣν ἐπηγγείλατο ὁ ἀψευδὴς Θεὸς πρὸ χρόνων αἰωνίων, 2 και μας θεμελιώνει επάνω εις την ελπίδα της αιωνίου ζωής την οποίαν ο αψευδής και απολύτως αληθής Θεός έχει υποσχεθή προ πολλών αιώνων, 2 καὶ μᾶς στηρίζει εἰς τὴν ἐλπίδα τῆς αἰωνίου ζωῆς, ποὺ μᾶς ὑπεσχεθη ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος δὲν ψεύδεται ποτέ. Μᾶς ὑπεσχέθη δὲ ὁ Θεὸς τὴν αἰωνίαν ζωὴν πρὸ πολλῶν αἰώνων, διὰ πρώτην φορὰν εἰς τὸν Παράδεισον, ὅταν ἐξεδιώκοντο οἱ πρωτόπλαστοι,
3 ἐφανέρωσε δὲ καιροῖς ἰδίοις τὸν λόγον αὐτοῦ ἐν κηρύγματι ὃ ἐπιστεύθην ἐγὼ κατ’ ἐπιταγὴν τοῦ σωτῆρος ἡμῶν Θεοῦ, 3 την εφανέρωσε δε εις καιρούς που ο ίδιος είχεν ορίσει με τον λόγον του, δηλαδή με το ευαγγέλιον, με το ευαγγελικόν κήρυγμα, το οποίον κατά διαταγήν του σωτήρος ημών Θεού είναι εμπιστευμένον ως πολύτιμος θησαυρός εις εμέ, 3 ἐφανέρωσε δὲ αὐτὴν εἰς χρόνους καταλλήλους, τοὺς ὁποίους αὐτὸς ὥρισεν. Ἐφανέρωσε δηλαδὴ τὸν λόγον τοῦ, τὸ εὐαγγέλιόν του, μὲ τὸ κήρυγμα, ποὺ ὡς θησαυρὸς πολύτιμος καὶ ἱερὸς ἐνεπιστεύθη καὶ ἀνετέθη εἰς ἐμὲ σύμφωνα μὲ τὴν διαταγὴν τοῦ σωτῆρος μας Θεοῦ.
4 Τίτῳ γνησίῳ τέκνῳ κατὰ κοινὴν πίστιν· χάρις, ἔλεος, εἰρήνη ἀπὸ Θεοῦ πατρὸς καὶ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ σωτῆρος ἡμῶν. 4 στον Τιτον, γνήσιον κατά την κοινήν μας πίστιν πνευματικόν μου τέκνον, είθεν να είναι η χάρις, το έλεος, η ειρήνη από τον Θεόν Πατέρα και τον Κυριον Ιησούν Χριστόν, τον Σωτήρα μας. 4 Ἑγὼ λοιπὸν ὁ Παῦλος γράφω τὴν ἐπιστολὴν ταύτην πρὸς τὸν Τίτον, γνήσιον τέκνον, ποὺ ἀνεγεννήθη ἀπὸ ἑμὲ διὰ τῆς πίστεως, ἡ ὁποία εἶναι κοινὴ καὶ εἰς αὐτὸν καὶ εἰς ἑμέ. Εἴθε νὰ εἶναι μαζί σου χάρις, ελεος, εἰρήνη ἀπὸ τὸν Θεόν Πατέρα καὶ τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, τὸν Σωτῆρα μας.
5 Τούτου χάριν κατέλιπόν σε ἐν Κρήτῃ, ἵνα τὰ λείποντα ἐπιδιορθώσῃ, καὶ καταστήσῃς κατὰ πόλιν πρεσβυτέρους, ὡς ἐγώ σοι διεταξάμην, 5 Δια τούτο ακριβώς σε αφήκα, διερχόμενος από την Κρήτην, δια να οργανώσης καλύτερον και συμπληρώσης όσα εγώ βιαζόμενος να φύγω παρέλειψα, και να εγκαταστήσης εις κάθε πόλιν πρεσβυτέρους, όπως εγώ σε διέταξα. 5 Δι’ αὐτὸ σὲ ἀφῆκα εἰς τὴν Κρήτην, διὰ νὰ συμπληρώσῃς ὅσα παρέλειψα ἑγὼ καὶ ἐγκαταστήσῃς εἰς κάθε πόλιν πρεσβυτέρους, ὅπως ἐγὼ προφορικῶς σὲ διέταξα.
6 εἴ τίς ἐστιν ἀνέγκλητος, μιᾶς γυναικὸς ἀνήρ, τέκνα ἔχων πιστά, μὴ ἐν κατηγορίᾳ ἀσωτίας ἢ ἀνυπότακτα. 6 Και προκειμένου να εκλέξης πρεσβύτερον, θα εξετάζης πρώτον, εάν κανείς είναι ανεπίληπτος και ακατηγόρητος, σύζυγος μιας γυναικός εις ενός γάμου κοινωνίαν, εάν έχη παιδιά πιστά στον Χριστόν, τα οποία δεν κατηγορούνται ως άσωτα η ανυπότακτα. 6 Θὰ ἐγκαταστήσῃς δὲ πρεσβύτερον μόνον, ἐὰν ἀπὸ τοὺς ὑποψηφίους κανεὶς δὲν διατελῇ ὑπὸ κατηγορίαν, ἐὰν εἶναι σύζυγος μιᾶς καὶ μόνης γυναικός, καὶ ἐὰν ἔχῃ παιδιά, τὰ ὁποῖα νὰ εἶναι πιστὰ εἰς τὸν Χριστὸν καὶ νὰ μὴ κατηγοροῦνται ὡς ἄσωτα ἢ ἀνυπότακτα.
7 δεῖ γὰρ τὸν ἐπίσκοπον ἀνέγκλητον εἶναι ὡς Θεοῦ οἰκονόμον, μὴ αὐθάδη, μὴ ὀργίλον, μὴ πάροινον, μὴ πλήκτην, μὴ αἰσχροκερδῆ, 7 Διότι πρέπει ο επίσκοπος, υπό την ιδιότητά του ως επιστάτου εκ μέρους του Θεού, να είναι έμεμπτος και ακατηγόρητος, όχι αυθάδης ούτε ευερέθιστος και οργίλος, να μη είναι φίλος του κρασιού, να μη χειροδική, να μη επιδιώκη παράνομα και αισχρά κέρδη. 7 Διότι πρέπει ὁ ἐπίσκοπος νὰ εἶναι ἀκατηγόρητος, ὡς ἐπιστάτης, εἰς τὸν ὁποῖον ὁ Θεὸς ἐμπιστεύθη τὴν διεύθυνσιν τοῦ οἴκου του, νὰ μὴ εἶναι αὐθάδης, ὀργίλος, φίλος τοῦ κρασιοῦ, νὰ μὴ εἶναι βίαιος καὶ δέρνῃ μὲ τὰ χέρια του τοὺς ἄλλους, νὰ μὴ μαζεύῃ κέρδη παράνομα καὶ αἰσχρά.
8 ἀλλὰ φιλόξενον, φιλάγαθον, σώφρονα, δίκαιον, ὅσιον, ἐγκρατῆ, 8 Αλλά να είναι φιλόξενος, φιλάγαθος, συνετός και φρόνιμος, δίκαιος, ευλαβής και σεμνός, εγκρατής, 8 Ἀλλὰ πρέπει νὰ εἶναι φιλόξενος, νὰ ἀγαπᾷ τὸ καλόν, νὰ εἶναι φρόνιμος, δίκαιος, εὐσεβής, ἐγκρατής,
9 ἀντεχόμενον τοῦ κατὰ τὴν διδαχὴν πιστοῦ λόγου, ἵνα δυνατὸς ᾖ καὶ παρακαλεῖν ἐν τῇ διδασκαλίᾳ τῇ ὑγιαινούσῃ καὶ τοὺς ἀντιλέγοντας ἐλέγχειν. 9 να κρατή καλά και να μένη προσηλωμένος στον αξιόπιστον λόγον, τον σύμφωνον με την διδαχήν του Κυρίου και των Αποστόλων, δια να είναι έτσι ικανός και δυνατός να νουθετή, να προτρέπη σύμφωνα με την ορθήν και αγίαν διδασκαλίαν, ακόμη δε και να αποστομώνη τους αντιλέγοντας, αποδεικνύων ανυπόστατα τα λόγια των. 9 νὰ ὑπερασπίζῃ καὶ νὰ κρατῇ καλὰ τὸν ἀληθῆ καὶ ἀξιόπιστον λόγον, ποὺ συμφωνεῖ πρὸς τὴν ἀποστολικὴν διδαχήν, διὰ νὰ δύναται καὶ νὰ προτρέπῃ μὲ τὴν ὑγιᾶ καὶ ὀρθὴν διδασκαλίαν καὶ νὰ ἐξελέγχῃ καὶ ἀποστομώνῃ ἐκείνους, ποὺ ἀντιλέγουν.
10 Εἰσὶ γὰρ πολλοὶ καὶ ἀνυπότακτοι, ματαιολόγοι καὶ φρεναπάται, μάλιστα οἱ ἐκ περιτομῆς, 10 Διότι υπάρχουν και πολλοί ανυπόκτοι εις την αλήθειαν του Ευαγγελίου, άλλοι δε που διδάσκουν κούφια και επιβλαβή λόγια και παραπλανούν και σκοτίζουν τον νουν μερικών. Τετοιοι δε προπαντός είναι αυτοί που προέρχονται από τους Ιουδαίους. 10 Εἶναι δὲ ἀνάγκη νὰ ἔχῃ τὴν δύναμιν καὶ ἱκανότητα αὐτήν, διότι ὑπάρχουν καὶ πολλοὶ ἀνυπότακτοι, ποὺ διδάσκουν λόγια κούφια καὶ μάταια καὶ μὲ αὐτὰ ἑξαπατοῦν τὰ μυαλὰ τῶν ἄλλων, πρὸ παντὸς αὐτοί, ποὺ προέρχονται ἀπὸ τοὺς περιτετμημένους Ἰουδαίους.
11 οὓς δεῖ ἐπιστομίζειν, οἵτινες ὅλους οἴκους ἀνατρέπουσι διδάσκοντες ἃ μὴ δεῖ αἰσχροῦ κέρδους χάριν. 11 Αυτούς πρέπει ο επίσκοπος να τους αποστομώνη. Αυτοί είναι εκείνοι που αναστατώνουν ολοκλήρους οικογενείας, διδάσκοντες εκείνα, που δεν πρέπει, χάριν αισχρού κέρδους, ως ιεροκάπηλοι. 11 Αὐτοὺς πρέπει ὁ ἐπίσκοπος νὰ ἀποστομώνῃ. Εἶναι ἄνθρωποι, ποὺ ἀναστατώνουν καὶ ἀναποδογυρίζουν ὁλόκληρα σπίτια, μὲ τὸ νὰ διδάσκουν ἐκεῖνα, ποὺ δὲν πρέπει, χάριν αἰσχροῦ κέρδους.
12 εἶπέ τις ἐξ αὐτῶν ἴδιος αὐτῶν προφήτης· Κρῆτες ἀεὶ ψεῦσται, κακὰ θηρία, γαστέρες ἀργαί. 12 Είπε δε κάποιος ιδικός των από αυτούς τους Κρητικούς, που τον θεωρούν ως προφήτην· “οι Κρήτες είναι πάντοτε ψεύστες, κακά και ανήμερα θηρία, αχόρταστες κοιλιές”. 12 Εἶπε κάποιος ἀπὸ τοὺς Κρῆτας αὐτούς, ποὺ τὸν ἔχουν ὡς προφήτην ἰδικόν τους· Οἱ Κρῆτες εἶναι πάντοτε ψεῦσται, κακὰ θηρία, ἄνθρωποι, ποὺ θέλουν νὰ τρώγουν πολὺ χωρὶς νὰ ἐργάζωνται.
13 ἡ μαρτυρία αὕτη ἐστὶν ἀληθής. δι’ ἣν αἰτίαν ἔλεγχε αὐτοὺς ἀποτόμως, ἵνα ὑγιαίνωσιν ἐν τῇ πίστει, 13 Η μαρτυρία αυτή είναι αληθινή. Δια τούτο έλεγχέ τους έντονα και ανοικτά, δια να κατορθώσουν έτσι να κρατήσουν ανόθευτον και υγιά την πίστιν, 13 Ἡ μαρτυρία αὐτὴ εἶναι ἀληθής. Δι’ αὐτὸν τὸν λόγον ἔλεγχέ τους ἀπότομα, διὰ νὰ ὑγιαίνουν καὶ νὰ μὴ εἶναι ἀρρωστημενοι εἰς τὴν πίστιν,
14 μὴ προσέχοντες ἰουδαϊκοῖς μύθοις καὶ ἐντολαῖς ἀνθρώπων ἀποστρεφομένων τὴν ἀλήθειαν. 14 χωρίς να δίδουν καμμίαν προσοχήν εις ιουδαϊκούς μύθους και εις εντολάς ανθρώπων, που αποστρέφονται την αλήθειαν. 14 καὶ νὰ μὴ προσέχουν εἰς Ἰουδαϊκοὺς μύθους καὶ εἰς ἐντολὰς ἀνθρώπων, ποὺ ἀποστρέφονται τὴν ἀλήθειαν.
15 πάντα μὲν καθαρὰ τοῖς καθαροῖς· τοῖς δὲ μεμιαμμένοις καὶ ἀπίστοις οὐδὲν καθαρόν, ἀλλὰ μεμίανται αὐτῶν καὶ ὁ νοῦς καὶ ἡ συνείδησις. 15 Να μη λαμβάνουν υπ' όψιν των όσα περί καθαρών και ακαθάρτων φαγητών διδάσκουν οι ψευδάδελφοι Ιουδαίοι. Διότι εις μεν τους καθαρούς κατά την καρδίαν είναι όλα καθαρά· εις δε τους μολυσμένους από την αμαρτίαν και απίστους τίποτε δεν είναι καθαρόν, αλλά έχει μολυνθή ο νους των και η συνείδησίς των. 15 Τέτοιοι μῦθοι καὶ ἐντολαὶ ἀνθρώπων εἶναι καὶ αἱ διακρίσεις τῶν φαγητῶν εἰς καθαρὰ καὶ ἀκάθαρτα. Ἂς ἠξεύρουν δὲ αὐτοί, ποὺ κάνουν τὰς διακρίσεις αὐτάς, ὅτι ὅλα μὲν εἶναι καθαρὰ εἰς τοὺς καθαροὺς κατὰ τὴν καρδίαν καὶ τὴν συνείδησιν, εἰς τοὺς μολυσμένους ὅμως καὶ ἀπίστους δὲν εἶναι τίποτε καθαρόν, ἀλλ’ ἔχει μολυνθῇ καὶ ὁ νοῦς των καὶ ἡ συνείδησίς των.
16 Θεὸν ὁμολογοῦσιν εἰδέναι, τοῖς δὲ ἔργοις ἀρνοῦνται, βδελυκτοὶ ὄντες καὶ ἀπειθεῖς καὶ πρὸς πᾶν ἔργον ἀγαθὸν ἀδόκιμοι. 16 Ομολογούν με τα λόγια, ότι γνωρίζουν τον Θεόν, με τα έργα των όμως τον αρνούνται. Είναι δε έτσι βδελυροί και αποτρόπαιοι και απειθείς και δια κάθε καλόν έργον ανίκανοι και ανάξιοι. 16 Ὁμολογοῦν, ὅτι γνωρίζουν τὸν Θεόν, μὲ τὰ ἔργα των ὅμως τὸν ἀρνοῦνται. Εἶναι σιχαμένοι καὶ ἀπειθεῖς καὶ ἄχρηστοι διὰ κάθε ἔργον ἀγαθόν.