Πέμπτη, 28 Μαρτίου 2024
Ανατ: 06:17
Δύση: 18:45
Σελ. 19 ημ.
88-278
16ος χρόνος, 5885η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΠΡΟΣ ΓΑΛΑΤΑΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 (Ε)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Αρχαίο κείμενο Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 Τῇ ἐλευθερίᾳ οὖν, ᾗ Χριστὸς ἡμᾶς ἠλευθέρωσε, στήκετε, καὶ μὴ πάλιν ζυγῷ δουλείας ἐνέχεσθε. 1 Σταθήτε, λοιπόν, και μένετε στερεοί και ακλόνητοι εις την ελευθερίαν, με την οποίαν ο Χριστός μας ηλευθέρωσε και μη βάζετε πάλιν τον εαυτόν σας κάτω από τον ζυγόν της δουλείας των τυπικών διατάξεων του Νομου. 1 Μείνατε λοιπὸν στερεοὶ εἰς τὴν ἐκ τῶν τυπικῶν διατάξεων τοῦ νόμου ἐλευθερίαν, τὴν ὁποίαν μᾶς ἠλευθέρωσεν ὁ Χριστός, καὶ μὴ ὑποκύπτετε πάλιν εἰς ζυγὸν δουλείας.
2 Ἴδε ἐγὼ Παῦλος λέγω ὑμῖν ὅτι ἐὰν περιτέμνησθε, Χριστὸς ὑμᾶς οὐδὲν ὠφελήσει. 2 Ιδού εγώ ο Παύλος σας το λέγω και σας το διαβεβαιώνω, ότι εάν περιτέμνεσθε, όπως σας συνιστούν οι ψευδοδιδάσκαλοι, ο Χριστός τίποτε δεν θα σας ωφελήση. 2 Ἰδού ἐγῶ ὁ Παῦλος, ὁ κατ’ εὐθείαν ὑπὸ τοῦ Χριστοῦ ἐκλεγεὶς Ἀπόστολος, σᾶς λέγω ὅτι, ἐὰν περιτέμνεσθε, ὁ Χριστὸς τίποτε δὲν θὰ σᾶς ὠφελήσῃ.
3 μαρτύρομαι δὲ πάλιν παντὶ ἀνθρώπῳ περιτεμνομένῳ ὅτι ὀφειλέτης ἐστὶν ὅλον τὸν νόμον ποιῆσαι. 3 Καταθέτω και πάλιν επίσημον μαρτυρίαν ενώπιον του Θεού εις κάθε άνθρωπον που περιτέμνεται, ότι υποχρεούται να τηρήση όλον τον Νομον, (εφ' όσον από αυτόν περιμένει την δικαίωσιν και όχι από τον Χριστόν). 3 Παρέχω δὲ καὶ πάλιν τὴν βεβαίωσιν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ εἰς κάθε ἄνθρωπον, ποὺ περιτέμνεται, ὅτι ὀφείλει καὶ ἔχει χρέος νὰ τηρήσῃ ὅλον τὸν νόμον, ἐφοῦ μὲ τὴν περιτομὴν ποὺ λαμβάνει, προτιμᾷ τὴν διὰ τοῦ νόμου δικαίωσιν ἀπὸ τὴν δικαίωσιν ποὺ δίδει ὁ Χριστός.
4 Κατηργήθητε ἀπὸ τοῦ Χριστοῦ οἵτινες ἐν νόμῳ δικαιοῦσθε, τῆς χάριτος ἐξεπέσατε· 4 Σεις οι οποίοι επιμένετε και προσπαθήτε να εύρετε την δικαίωσιν δια του Μωσαϊκού Νομου, δεν έχετε πλέον καμμίαν σχέσιν με τον Χριστόν, εγίνατε έκπτωτοι από την χάριν του Χριστού. Δεν είσθε όπως ημείς. 4 Ἀπεξενώθητε ἀπὸ τὸν Χριστόν σεῖς, οἱ ὁποῖοι προσπαθεῖτε νὰ δικαιωθῆτε διὰ μέσου του νόμου.Ἐγίνατε ἔκπτωτοι ἀπὸ τὴν χάριν, καὶ δὲν ὁμοιάζετε πλέον πρὸς ἡμᾶς.
5 ἡμεῖς γὰρ Πνεύματι ἐκ πίστεως ἐλπίδα δικαιοσύνης ἀπεκδεχόμεθα. 5 Διότι ημείς δια του Αγίου Πνεύματος, που έχομεν λάβει, πληροφορούμεθα και περιμένομεν με βεβαιότητα την ελπίδα της δικαιώσεως από την πίστιν στον Χριστόν και όχι από τα έργα του Νομου. 5 Διότι ἡμεῖς οἱ ἄλλοι διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ ἔχομεν μέσα μας, περιμένομεν χωρὶς δισταγμὸν τὰ ἀγαθά, τὰ ὁποῖα ἡ ἐκ πίστεως δικαίωσις μᾶς ὑπόσχεται καὶ ἐλπίζομεν νὰ τὰ λάβωμεν δυνάμει τῆς πίστεως ταύτης καὶ μόνον.
6 ἐν γὰρ Χριστῷ Ἰησοῦ οὔτε περιτομή τι ἰσχύει οὔτε ἀκροβυστία, ἀλλὰ πίστις δι’ ἀγάπης ἐνεργουμένη. 6 Διότι εις την νέαν ζωήν και πολιτείαν την εν Χριστώ Ιησού, ούτε η περιτομή έχει καμμίαν ισχύν δια την δικαίωσιν ούτε η ακροβυστία, αλλά ισχύει μόνον η πίστις, η οποία εκδηλώνεται με τα έργα της ζωντανής και αληθινής αγάπης. 6 Διότι δι’ ἐκείνους, ποὺ διά τῆς πίστεως ἐνώθησαν μὲ τὸνἸησοῦν Χριστόν, οὔτε ἡ περιτομὴ ἔχει καμμίαν ἰσχὺν πρὸς δικαίωσιν, οὔτε ἡ ἀκροβυστία, ἀλλ’ ἰσχύει μόνον πίστις, ἡ ὁποῖα ἀποδεικνύεται ζωντανὴ καὶ ἐνεργὸς μὲ τὰ ἔργα τῆς ἀγάπης.
7 Ἐτρέχετε καλῶς· τίς ὑμᾶς ἐνέκοψε τῇ ἀληθείᾳ μὴ πείθεσθαι; 7 Ετρέχατε στον δρόμον του καταρτισμού σας καλά. Ποιός τώρα έβαλε προσκόμματα στον δρόμον σας και σας ανέκοψε την ορμήν, ώστε να μη πείθεσθε και να μη επαναπαύεσθε εις την αλήθειαν του Ευαγγελίου; 7 Ἐτρέχατε καλῶς σὰν ἀγωνισταὶ ἀκούραστοι εἰς τὸν δρόμον τῆς Ἀληθείας. Ποῖος σᾶς ἐσταμάτησε, ὥστε νὰ μὴ πείθεσθε τώρα εἰς τὴν ἀλήθειαν τοῦ εὐαγγελίου, καὶ νὰ μὴ θεωρῆτε ἀρκετὴν διὰ τὴν σωτηρίαν σας τὴν ὑπακοήν εἰς τὸν Χριστόν;
8 ἡ πεισμονὴ οὐκ ἐκ τοῦ καλοῦντος ὑμᾶς. 8 Το πείσμα και η ισχυρογνωμοσύνη σας αυτή δεν προέρχεται από τον Κυριον, ο οποίος όπως προηγουμένως, έτσι και τώρα σας καλεί εις την δικαίωσιν και την σωτηρίαν. 8 Ἡ ἰσχυρογνωμοσύνη, ποὺ δεικνύετε, ὥστε νὰ μὴ πείθεσθε εἰς τὴν ἀλήθειαν, δὲν προέρχεται ἀπὸ τὸν Κύριον, ποὺ σᾶς καλεῖ εἰς τὴν αἰώνιον δόξαν.
9 μικρὰ ζύμη ὅλον τὸ φύραμα ζυμοῖ. 9 Μη νομίσετε δε ότι είναι ασήμαντον γεγονός να τηρήτε και μερικάς έστω διατάξστου Νομου. Διότι μικρό προζύμι μεταβάλλει και ζυμώνει όλο το ζυμάρι. 9 Ἢ μήπως θεωρεῖτε ὡς ἀσήμαντον τὸ νὰ ἐπιστρέφετε πάλιν εἰς τόν νόμον μὲ τὴν περιτομὴν ποὺ λαμβάνετε; Ὀλίγον προζύμιον κάνει ἔνζυμον ὅλην τὴν μάζαν τῆς ζύμης. Ἔτσι καὶ ὀλίγα ψευδῆ φρονήματα ἠμποροῦν νὰ ἀποπλανήσουν ἐντελῶς ἀπὸ τὴν ἀλήθειαν.
10 ἐγὼ πέποιθα εἰς ὑμᾶς ἐν Κυρίῳ ὅτι οὐδὲν ἄλλο φρονήσετε· ὁ δὲ ταράσσων ὑμᾶς βαστάσει τὸ κρίμα, ὅστις ἂν ᾖ. 10 Εν τούτοις εγώ έχω δια σας πεποίθησιν, που μου εμπνέει ο Κυριος, ότι κανένα άλλο φρόνημα ξένο προς την διδασκαλίαν του Χριστού δεν θα υιοθετήσετε. Εκείνος δε ο οποίος σας αναταράσσει με τας ψευδοδιδασκαλίας του θα βαστάση επάνω του την δικαίαν κρίσιν και κατάκρισιν εκ μέρους του Θεού, οποιοσδήποτε και αν είναι αυτός. 10 Ἀλλ’ ὄχι· σεῖς δὲν θὰ ἀποπλανηθῆτε. Ἐγὼ ἔχω διὰ σᾶς πεποίθησιν, τὴν ὁποίαν μοῦ ἐμπνέει ἡ σχέσις καὶ κοινωνία μου μὲ τὸν Κύριον, ὅτι δὲν θὰ δεχθῆτε ἄλλο φρόνημα παρὰ τὸ φρόνημα τῆς ἀληθείας ποὺ ἐδιδάχθητε. Ἐκεῖνος ὅμως, ὁ ὁποῖος σᾶς ταράσσει μὲ τὰς ψευδοδιδασκαλίας του, θὰ βαστάσῃ ὡς φορτίον βαρὺ τὴν δικαίαν κατάκρισιν τοῦ Θεοῦ, ὁποιοσδήποτε καὶ ἄν εἶναι. Εἶναι δὲ τόσον ἀνειλικρινεῖς καὶ συκοφάνται αὐτοὶ ποὺ σᾶς ταράττουν, ὥστε φθάνουν μέχρι τοῦ νὰ διαδίδουν, ὅτι καὶ ἐγὼ τώρα ἔχω κηρυχθῆ ὑπὲρ τῆς περιτομῆς.
11 ἐγὼ δέ, ἀδελφοί, εἰ περιτομὴν ἔτι κηρύσσω, τί ἔτι διώκομαι; ἄρα κατήργηται τὸ σκάνδαλον τοῦ σταυροῦ. 11 Μη ακούετε δε τους ψευδαδέλφους, οι οποίοι έφθασαν μέχρι του σημείου να διαδίδουν, ότι εγώ διδάσκω την τήρησιν της περιτομής. Αδελφοί, εάν εγώ κηρύττω τώρα και συνιστώ την περιτομήν, διατί να καταδιώκωμαι ακόμη από τους Εβραίους; Διότι εν τοιαύτη περιπτώσει έχει εξαλειφθή πλέον το σκάνδαλον, που δημιουργείται μεταξύ των Εβραίων από το κήρυγμά μου περί του λυτρωτικού σταυρικού θανάτου. 11 Ἄλλ’ ἔαν ἐγώ, ἀδελφοί, κηρύττω καὶ τώρα, ὅτι εἶναι ἀναγκαία ἡ περιτομή, ὅπως ἐκήρυττα περὶ αὐτηῆς προτοῦ νά κληθῶ εἰς τὸ ἀποστολικόν ἀξίωμα, διατὶ νὰ καταδιώκωμαι ἀκόμη ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους; Δὲν ὑπάρχει πλέον λόγος φιλονεικίας μεταξὺ ἐμοῦ καὶ τῶν Ἰουδαίων. Καὶ συνεπῶς ἔχει παύσει τὸ σκάνδαλον, τὸ ὁποῖον προκαλεῖ μεταξὺ τῶν Ἰουδαίων τὸ κήρυγμα περὶ τοῦ σταυρικοῦ θανάτου τοῦ Χριστοῦ, τὸ ὁποῖον καταργεῖ τόν νόμον.
12 ὄφελον καὶ ἀποκόψονται οἱ ἀναστατοῦντες ὑμᾶς. 12 Αυτοί οι οποίοι σας αναστατώνουν με τας συκοφαντίας και τας ψευδείς διδασκαλίας των όχι μόνον ας περιτμηθούν, αν θέλουν, αλλά και ας ακρωτηριασθούν ακόμη. 12 Ἀλλ’ ὄχι· ἐγὼ δέν κηρύττω τήν περιτομήν. Ἂς λέγουν καὶ κάμνουν ὅ,τι θέλουν αὐτοί, ποὺ συκοφαντοῦν καὶ ἐμὲ καὶ τὸ εὐαγγέλιον. Ἐὰν θέλουν, ὄχι μόνον ἂς περιτμηθοῦν, ἀλλὰ καὶ ἂς ἀκρωτηριασθοῦν δι’ εὐνουχισμοῦ αὐτοὶ ποὺ σᾶς ἀναστατώνουν.
13 Ὑμεῖς γὰρ ἐπ’ ἐλευθερίᾳ ἐκλήθητε, ἀδελφοί· μόνον μὴ τὴν ἐλευθερίαν εἰς ἀφορμὴν τῇ σαρκί, ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. 13 Διότι σεις, αδελφοί, έχετε κληθή από τον Κυριον, να γίνετε και να μείνετε ελεύθεροι. Μονον προσέξατε, μήπως αυτήν την ελευθερίαν την χρησιμοποιήσετε ως αφορμή δια σαρκικήν ζωήν. Αλλά τουναντίον πρέπει να υπηρετήτε σαν δούλοι ο ένας τον άλλον δια της αγάπης του Χριστού. 13 Ἀγανακτῶ ἐναντίον των, διότι σεῖς, ἀδελφοί, προσεκλήθητε ἀπὸ τὸν Κύριον διὰ νὰ εἶσθε ἐλεύθεροι ἀπὸ κάθε δουλείαν. Μόνον προσέξατε, μήπως ἐκλάβετε τὴν ἐλευθερίαν ὡς πρόφασιν διὰ νὰ ζῆτε κατὰ τὰς ἐπιθυμίας τῆς σαρκός. Ἀλλὰ τοὐναντίον πρέπει νὰ γίνεσθε δοῦλοι μεταξύ σας ὁ ἕνας εἰς τὸν ἄλλον διὰ τῆς ἀσκήσεως τῆς ἀνιδιοτελοῦς χριστιανικῆς ἀγάπης.
14 ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πληροῦται, ἐν τῷ, ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν. 14 Ολος άλλωστε ο Νομος συγκεφαλαιώνεται πλήρως εις ένα λόγον· εις την εντολήν· “θα αγαπήσης τον πλησίον σου, όπως τον ευατόν σου”. 14 Διότι, μὴ τὸ λησμονεῖτε, ὅλος ὁ νόμος ἐκτελεῖται καὶ τηρεῖται πλήρως μὲ ἕνα λόγον, δηλαδὴ μὲ τὸ παράγγελμα· Θὰ ἀγαπᾷς τὸν πλησίον σου, ὅπως ἀγαπᾷς τὸν ἑαυτόν σου.
15 εἰ δὲ ἀλλήλους δάκνετε καὶ κατεσθίετε, βλέπετε μὴ ὑπ’ ἀλλήλων ἀναλωθῆτε. 15 Εάν όμως δαγκώνετε και κατατρώγετε ο ένας τον άλλον, πράγμα που μαρτυρεί έλλειψιν αγάπης, προσέξατε, μήπως αλληλοκαταστραφήτε και αφανισθήτε μεταξύ σας. 15 Ἐὰν ὅμως ἀντὶ νὰ ἀγαπᾶσθε, δαγκώνετε καὶ κατατρώγετε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, προσέχετε, μήπως ἀφανισθῆτε μεταξύ σας, ὁ ἕνας ἀπὸ τὸν ἄλλον.
16 Λέγω δὲ πνεύματι περιπατεῖτε καὶ ἐπιθυμίαν σαρκὸς οὐ μὴ τελέσητε. 16 Εννοώ δε τούτο, ότι πρέπει να ζήτε και να συμπεριφέρεσθε μεταξύ σας σύμφωνα με το θέλημα και τον φωτισμόν του Αγίου Πνεύματος και έτσι δεν θα εκτελέσετε την επιθυμίαν της σαρκός (η οποία επιθυμία, καθό αμαρτωλή, δημιουργεί καταστρεπτικάς έριδας μεταξύ σας). 16 Μὲ αὐτὰ δέ, ποὺ λέγω, ἐννοῶ, ὅτι πρέπει νὰ συμπεριφέρεσθε σύμφωνα μὲ τὰς ἐμπνεύσεις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καὶ τότε δὲν θὰ ἐκτελέσετε ἐπιθυμίαν τῆς σαρκός, καὶ συνεπῶς δὲν θὰ δαγκώνῃ ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, οὔτε θὰ ὑπάρχῃ μίσος μεταξύ σας.
17 ἡ γὰρ σὰρξ ἐπιθυμεῖ κατὰ τοῦ πνεύματος, τὸ δὲ πνεῦμα κατὰ τῆς σαρκός· ταῦτα δὲ ἀντίκειται ἀλλήλοις, ἵνα μὴ ἃ ἐὰν θέλητε ταῦτα ποιῆτε. 17 Διότι η σαρξ, ο παλαιός άνθρωπος, επιθυμεί και επιζητεί αντίθετα προς το πνεύμα, και το πνεύμα, η ανωτέρα φύσις του ανθρώπου, που εμπνέεται από το Αγιον Πνεύμα, επιθυμεί αντίθετα προς την σάρκα. Αυτά δε αντιτίθενται και ανταγωνίζονται το ένα το άλλο, ώστε να μη πράττετε εκείνα, τα οποία θέλετε. 17 Ναί· δὲν θὰ ἐκτελέσετε ἐπιθυμίαν τῆς σαρκός, διότι ἡ κατωτέρα φύσις μας, ποὺ δουλεύει εἰς τὰς ἐπιθυμίας τῆς σαρκός, ἐπιθυμεῖ ἐναντίον τῆς ἀνωτέρας πνευματικῆς φύσεώς μας, ποὺ ἐμπνέεται ἀπό το Ἅγιον Πνεῦμα. Ἀλλὰ καὶ ἡ ἀνωτέρα αὐτὴ φύσις μᾶς ἐπιθυμεῖ ἐναντίον τῆς κατωτέρας φύσεώς μας. Τὰ δύο δὲ αὐτά, ἤτοι ἡ σάρξ καὶ τὸ πνεῦμα, εἶναι ἐναντία τὸ ἕνα πρὸς τὸ ἄλλο, οὕτως ὥστε νὰ μὴ πράττετε χωρὶς ἀντίδρασιν ἐκεῖνα ποὺ θέλετε. Οὔτε τὸ κακὸν χωρὶς ἀντίδρασιν, διότι ἐξεγείρεται τότε μέσα σας ἡ φωνὴ τῆς συνειδήσεως, οὔτε τὸ ἀγαθόν, διότι πολλάκις πρέπει νὰ βιάσετε τὸν ἑαυτόν σας διὰ νὰ τὸ πράξετε. Ὅταν λοιπὸν κυριαρχήσῃ μέσα σας τὸ πνεῦμα, ἡ σάρξ μὲ τὰς ἐπιθυμίας της θὰ ὑποταχθῇ καὶ σεῖς δὲν θὰ τελέσετε ποτὲ ἐπιθυμίαν σαρκός.
18 εἰ δὲ Πνεύματι ἄγεσθε, οὐκ ἐστὲ ὑπὸ νόμον. 18 Εάν, λοιπόν, οδηγήσθε και εμπνέεσθε από το Αγιον Πνεύμα, δεν είσθε πλέον κάτω από τον ζυγόν του Νομου. 18 Ἔτσι λοιπὸν ἐξάγεται τὸ συμπέρασμα, ὅτι, ἐὰν φέρεσθε καὶ ὁδηγῆσθε ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, ὥστε πάντοτε νά κυριαρχοῦν μέσα σας αἱ ἀνώτεραι πνευματικαὶ δυνάμεις σας, δὲν εἶσθε κάτω ἀπὸ τὸν ζυγὸν καὶ τὴν καταδίκην τοῦ νόμου. Ἐπειδὴ πλέον θὰ εἶσθε ἐλεύθεροι ἀπὸ τὰς ἐπιθυμίας τῆς σαρκός, δὲν θὰ ἔχετε ἐνάγκην ἀπὸ τὴν συμβουλὴν καὶ τοὺς περιορισμοὺς τοῦ νόμου, οὔτε θὰ ὑπόκεισθε εἰς τὴν κατάραν τοῦ νόμου.
19 φανερὰ δέ ἐστι τὰ ἔργα τῆς σαρκός, ἅτινά ἐστι μοιχεία πορνεία, ἀκαθαρσία, ἀσέλγεια, 19 Είναι δε φανερά τα έργα, εις τα οποία παρασύρει τον άνθρωπον η διεφθαρμένη σαρκική φύσις του· είναι δε αυτά τα πονηρά έργα η μοιχεία, η πορνεία, κάθε πράξις διαφθοράς, που κάμνει τον άνθρωπον ακάθαρτον, η ακολασία και η μανία δια την απόλαυσιν της ηδονής, 19 Τὰ ἔργα δέ, εἰς τὰ ὀποῖα μᾶς παρασύρει ἡ διεφθαρμένη σαρκικὴ προαίρεσίς μας, εἶναι φανερά. Εἶναι δὲ αὐτὰ μοιχεία, πορνεία, κάθε πράξις ἀκατονόμαστος ποὺ κάνει τὸν ἄνθρωπον ἀκάθαρτον, ἀκολασία καὶ ἀχόρταστος μανία πρὸς ἀπόλαυσιν τῆς ἡδονῆς,
20 εἰδωλολατρία, φαρμακεία, ἔχθραι, ἔρεις, ζῆλοι, θυμοί, ἐριθεῖαι, διχοστασίαι, αἱρέσεις, 20 η ειδωλολατρία, η μαγεία. Είναι δε ακόμη αι εχθρότητες και αι αντιπάθειαι, αι φιλονεικίαι και αι έριδες, αι ζηλοφθονίαι, οι θυμοί, οι φατριασμοί, που διαιρούν τους ανθρώπους εις κόμματα, αι διχόνιαι, αι αιρέσεις, που οδηγούν εις σχίσματα, 20 εἰδωλολατρία, μαγεία, διάφοροι ἐκδηλώσεις ἔχθρας, φιλονεικιῶν, ζηλοτυπίας, θυμοί, φατριασμοί, διχόνοιαι, διαφωνίαι·
21 φθόνοι, φόνοι, μέθαι, κῶμοι καὶ τὰ ὅμοια τούτοις, ἃ προλέγω ὑμῖν καθὼς καὶ προεῖπον, ὅτι οἱ τὰ τοιαῦτα πράσσοντες βασιλείαν Θεοῦ οὐ κληρονομήσουσιν. 21 οι φθόνοι, οι φόνοι, αι μέθαι, αι άσωτοι και άσεμνοι διασκεδάσεις και τα άλλα όμοια προς αυτά, δια τα οποία σας προλέγω, όπως άλλωστε και κατά την πρώτην επίσκεψίν μου, όταν σας εκήρυξα το Ευαγγέλιόν μου, σας είχα είπει, ότι εκείνοι οι οποίοι διαπράττουν τέτοια αμαρτήματα και δεν μετανοούν δι' αυτά, δεν θα κληρονομήσουν την βασιλείαν των ουρανών. 21 φθόνοι, φόνοι, μέθαι, ἄσεμνα γλέντια καὶ τὰ ὅμοια πρὸς αὐτά, διὰ τὰ ὁποῖα σᾶς προλέγω καὶ τώρα, ὅπως καὶ ἄλλοτε, ὅταν σᾶς ὲκήρυξα τὸ εὐαγγέλιον, σᾶς προεῖπα, ὅτι ὅσοι ἐπιμένουν νὰ πράττουν τέτοια ἁμαρτήματα, χωρὶς νὰ δείξουν εἰλικρινῆ μετάνοιαν δι’ αὐτά, δὲν θὰ κληρονομήσουν τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ.
22 ὁ δὲ καρπὸς τοῦ Πνεύματός ἐστιν ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, ἀγαθωσύνη, πίστις, 22 Ο καρπός όμως, τον οποίον το Αγιον Πνεύμα παράγει εις τας καλοπροαιρέτους και πιστάς καρδίας, είναι η αγάπη προς όλους, η χαρά από την λύτρωσιν που δίδει ο Χριστός, η ειρήνη που παρέχει η αγαθή συνείδησις, η μακροθυμία προς εκείνους που πταίουν απέναντι μας, η καλωσύνη και η διάθεσις να είμεθα εξυπηρετικοί προς τους άλλους, η αγαθότης της καρδίας, η αξιοπιστία στους λόγους και τας υποσχέσεις μας, 22 Ὁ καρπὸς ὅμως, τὸν ὁποῖον παράγει τὸ Ἅγιον Πνεῦμα μὲ τὸν φωτισμὸν καὶ τὴν χάριν, ποὺ χορηγεῖ εἰς τὰς ψυχᾶς μας, εἶναι ἡ ἀγάπη, ἡ χαρά ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν ἀγαθὴν συνείδησιν, ἡ ἀχώριστος ἀπὸ αὐτὴν εἰρήνη, ἡ ἀνοχὴ καὶ ἡ πλατειὰ καρδία εἰς τὰς ἀδικίας ποὺ μᾶς κάνουν οἱ ἄλλοι, ἡ ἀγαθὴ διάθεσις καὶ καλοσύνη, ἡ εὐεργετικὴ ἐκδήλωσις καὶ ἡ ἐξωτερίκευσίς της, ἡ ἀξιοπιστία εἰς τοὺς λόγους καὶ τὰς ὑποσχέσεις μας,
23 πρᾳότης, ἐγκράτεια· κατὰ τῶν τοιούτων οὐκ ἔστι νόμος. 23 η πραότης απέναντι εκείνων, που μας φέρονται κατά τρόπον εξοργιστικόν, η εγκράτεια και η αποφυγή κάθε πονηράς επιθυμίας και πράξεως. Εναντίον των ανθρώπων, που έχουν αυτάς τας αρετάς, δεν υπάρχει και δεν ισχύει ο νόμος. 23 ἡ πρᾳότης, ἡ εἰς κάθε πονηρόν ἐγκράτεια. Κατὰ τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν, ποὺ ἔχουν τὰς ἀρετὰς αὐτάς, δὲν ἰσχύει νόμος,
24 οἱ δὲ τοῦ Χριστοῦ τὴν σάρκα ἐσταύρωσαν σὺν τοῖς παθήμασι καὶ ταῖς ἐπιθυμίαις. 24 Οι δε αληθινοί οπαδοί και μαθηταί του Χριστού έχουν σταυρώσει και νεκρώσει τον παλαιόν σαρκικόν άνθρωπον, μαζή με τα πάθη και τας αμαρτωλάς επιθυμίας του. 24 Ὅσοι δὲ ἀνήκουν πράγματι εἰς τὸν Χριστόν, ἐνέκρωσαν τὸν σαρκικὸν ἄνθρωπον μὲ τὰ πάθη καὶ τὰς ἐπιθυμίας του.
25 Εἰ ζῶμεν πνεύματι, πνεύματι καὶ στοιχῶμεν. 25 Εάν πράγματι ζώμεν την ζωήν του Αγίου Πνεύματος, πρέπει να πορευθώμεθα και να συμπεριφερώμεθα σύμφωνα με όσα το Πνεύμα μας διδάσκει. 25 Ἐὰν ζῶμεν σύμφωνα πρὸς τὰς ἐμπνεύσεις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἂς συμπεριφερώμεθα καὶ σύμφωνα μὲ τὰς ἀπαιτήσεις τοῦ Πνεύματος καὶ ὄχι κινούμενοι ἀπὸ ἐλατήρια ἰδιοτελείας καὶ ματαιοδοξίας.
26 μὴ γινώμεθα κενόδοξοι, ἀλλήλους προκαλούμενοι, ἀλλήλοις φθονοῦντες. 26 Ας μη γινώμεθα κενόδοξοι, προσκαλούντες και εξερεθίζοντες ο ένας τον άλλον εις αντιθέσεις και φιλονεικίας και φθονούντες ο ένας τον άλλον. 26 Ἂς μὴ γινώμεθα ματαιόδοξοι, προκαλοῦντες ὁ ἕνας τὸν ἄλλον εἰς φιλονεικίας καὶ φθονοῦντες ὁ ἕνας τὸν ἄλλον.