Σάββατο, 20 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:43
Δύση: 20:06
Σελ. 12 ημ.
111-255
16ος χρόνος, 5908η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Β' - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11 (ΙΑ)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Αρχαίο κείμενο Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 Ὄφελον ἀνείχεσθέ μου μικρὸν τῇ ἀφροσύνῃ· ἀλλὰ καὶ ἀνέχεσθέ μου· 1 Θα ήθελα, και το εκφράζω ως ευχήν, να εδείχνατε ανοχήν εις κάποιαν μικράν απερισκεψίαν, που θα κάμω τώρα. Και έχω την πεποίθησιν, ότι θα μου δείξατε αυτήν την ανοχήν. 1 Εἴθε νὰ μοῦ ἐδείχνατε ἀνοχὴν εἰς κάποιαν μικρὰν ἀνοησίαν, ποὺ θὰ κάμω διηγούμενος τὰ ὅσα ὁ Κύριος κατώρθωσε δι’ ἐμοῦ. Ἀλλ’ ἔχω πεποίθησιν, ὅτι μὲ ἀνέχεσθε.
2 ζηλῶ γὰρ ὑμᾶς Θεοῦ ζήλῳ· ἡρμοσάμην γὰρ ὑμᾶς ἑνὶ ἀνδρὶ, παρθένον ἁγνὴν παραστῆσαι τῷ Χριστῷ· 2 Διότι σας αγαπώ υπερβολικά μέχρι του σημείου να σας ζηλεύω με ζηλοτυπίαν σαν εκείνην, με την οποίαν ο Θεός αγαπά και τρόπον τινά ζηλοτυποί τους ανθρώπους. Και τούτο, διότι σας έχω ενώσει με δεσμούς αρραβώνος προς ένα άνδρα, δηλαδή τον Χριστόν, δια να παρουσιάσω την ψυχήν σας αγνήν και καθαράν προς αυτόν, ως παρθένον και πνευματικήν νύμφην. 2 Διότι σᾶς ἀγαπῶ μὲ ζηλοτυπίαν, σὰν ἐκείνην, μὲ τὴν ὁποίαν ὁ πανάγαθος Θεὸς ἀγαπᾷ τοὺς ἀνθρώπους. Σᾶς ζηλοτυπῶ δὲ ὄχι διὰ τὸν ἑαυτόν μου, ἀλλὰ διὰ τὸν Χριστόν. Διότι σᾶς ἠρραβώνισα πρὸς ἕνα ἄνδρα, πρὸς τὸν Χριστόν, διὰ να σᾶς παρουσιάσω παρθένον ἁγνὴν εἰς αὐτόν. Δηλαδὴ να παρουσιάσω τὰς ψυχάς σας ἁγνὰς καὶ καθαρὰς ἀπὸ κάθε πλάνην καὶ ἁμαρτίαν, ἐνωμένας μὲ τὴν πίστιν καὶ ἀγάπην εἰς μίαν πνευματικὴν νύμφην, τῆς ὁποίας νυμφίος νὰ εἶναι ὁ Χριστός.
3 φοβοῦμαι δὲ μήπως, ὡς ὁ ὄφις Εὔαν ἐξηπάτησεν ἐν τῇ πανουργίᾳ αὐτοῦ, οὕτω φθαρῇ τὰ νοήματα ὑμῶν ἀπὸ τῆς ἁπλότητος τῆς εἰς τὸν Χριστόν. 3 Φοβούμαι όμως μήπως, όπως άλλοτε ο όφις εδελέασε και εξηπάτησε την Εύαν με την πανουργίαν του, έτσι εξαπατήση και σας και διαφθαρούν αι σκέψεις τα φρονήματα του νου και της καρδίας σας και ξεπέσετε από την απλότητα και την ειλικρίνειαν, που πρέπει να έχωμεν προς τον Χριστόν. 3 Φοβοῦμαι ὅμως μήπως, ὅπως τὸ φίδι ἐξηπάτησεν ἄλλοτε μὲ τὴν πανουργίαν του τὴν Εὔαν, ἔτσι διαφθαροῦν αἱ σκέψεις σας καὶ χάσετε τὴν εἰλικρίνειαν καὶ καθαρότητα, τὴν ὁποίαν ὀφείλομεν να ἔχωμεν πρὸς τὸν νυμφίον μας Χριστόν.
4 εἰ μὲν γὰρ ὁ ἐρχόμενος ἄλλον Ἰησοῦν κηρύσσει ὃν οὐκ ἐκηρύξαμεν, ἢ πνεῦμα ἕτερον λαμβάνετε ὃ οὐκ ἐλάβετε, ἢ εὐαγγέλιον ἕτερον ὃ οὐκ ἐδέξασθε, καλῶς ἀνείχεσθε. 4 Φοβούμαι μήπως παρασυρθήτε από ψευδοδιδασκάλους. Διότι εάν ο πρώτος τυχόν, που έρχεται ως διδάσκαλος, κηρύσση εις σας άλλον Ιησούν, τον οποίον ημείς δεν εκηρύξαμεν η, εάν παίρνετε από αυτόν άλλο Αγιον Πνεύμα, το οποίον δεν έχετε λάβει η άλλο Ευαγγέλιον, το οποίον δεν ηκούσατε και δεν επήρατε, δικαιολογημένα θα εδείχνατε ανοχήν και υπομονήν να ακούσετε τον νέον διδάσκαλον. 4 Ἔχω δὲ τὸν φόβον αὐτόν, διότι παρουσιάζεσθε πρόθυμοι νὰ ἀκούετε καὶ ἄλλους ἀδοκιμάστους διδασκάλους, ἀπέναντι τῶν ὁποίων ἔπρεπε να ἦσθε διατακτικοί. Διότι, ἐὰν μὲν ἐκεῖνος, ποὺ σᾶς ἔρχεται ὡς διδάσκαλος, κηρύσσῃ ἄλλον Ἰησοῦν, τὸν ὁποῖον ἡμεῖς δὲν σᾶς ἐκηρύξαμεν, ἢ ἐὰν λαμβάνετε μὲ τὸ κήυγμά του ἄλλα χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὰ ὁποῖα δὲν ἐλάβατε ἢ ἄλλο εὐαγγέλιον, τὸ ὁποῖον δὲν ἠκούσατε καὶ δὲν ἐδέχθητε, καλῶς θὰ ἠνείχεσθε νὰ σᾶς διδάξῃ αὐτὸς ὁ ξένος.
5 λογίζομαι γὰρ μηδὲν ὑστερηκέναι τῶν ὑπερλίαν ἀποστόλων. 5 Τωρα όμως διατί δίδετε προσοχήν εις αγνώστους και αδοκίμους διδασκάλους; Διατί φρονώ ότι εγώ δεν έχω υπολειφθή καθόλου εις την διδασκαλίαν και στο έργον του Ευαγγελίου (και δεν έχω υπολειφθή καθόλου), ούτε από τους πιο μεγάλους μεταξύ των Αποστόλων. 5 Τώρα ὅμως ποῖος λόγος ὑπάρχει νὰ τὸν ἀνέχεσθε; Κανείς. Διότι φρονῶ, ὅτι ἑγὼ ὁ διδάσκαλος καὶ ἀπόστολός σας δὲν ἔχω ὑστερήσει καὶ ὑπολειφθῇ εἰς τίποτε ἀπὸ τοὺς ἐξαιρετικὰ διακεκριμένους ἀποστόλους.
6 εἰ δὲ καὶ ἰδιώτης τῷ λόγῳ, ἀλλ’ οὐ τῇ γνώσει, ἀλλ’ ἐν παντὶ φανερωθέντες ἐν πᾶσιν εἰς ὑμᾶς. 6 Και αν ακόμη παραδεχθώ, ότι είμαι απλούς, άκομψος, χωρίς ρητορείαν εις την διδασκαλίαν μου, δεν είμαι όμως πτωχός και άπειρος κατά την γνώσιν. Αλλ' εις κάθε περίστασιν, είτε δρων είτε διδάσκων, είτε ενεργών, εφανερώθημεν εις σας (ποίο είμεθα, ότι δηλαδή δεν είμεθα καθόλου κατώτεροι από τους άλλους Αποστόλους). 6 Καὶ ἐὰν δὲ παραδεχθῶ, ὅτι εἶμαι ἄπειρος κατὰ τὸν λόγον καὶ τὸ ὕφος μου στερεῖται γλαφυρότητα καὶ κάλλος, δὲν εἶμαι ὅμως ἄπειρος κατὰ τὴν γνῶσιν, ἀλλ’ εἰς κάθε περίστασιν καὶ διδασκαλίαν καὶ ἐνέργειάν μας ἐφανερώθημεν εἰς τὰς πρὸς σᾶς σχέσεις μας ἴσοι πρὸς τοὺς ἄλλους Ἀποστόλους.
7 Ἢ ἁμαρτίαν ἐποίησα ἐμαυτὸν ταπεινῶν ἵνα ὑμεῖς ὑψωθῆτε, ὅτι δωρεὰν τὸ τοῦ Θεοῦ εὐαγγέλιον εὐηγγελισάμην ὑμῖν; 7 Η μήπως διέπραξα αμαρτίαν κηρύττων το Ευαγγέλιον του Θεού δωρεάν και εταπείνωνα τον εαυτόν μου εργαζόμενος με τα ίδιά μου τα χέρια, δια να υψωθήτε και δοξασθήτε κατά τον Χριστόν; 7 Ἢ μήπως διέπραξα ἁμαρτίαν, ὅταν ἐζήτουν μὲ τὴν ἐργασίαν μου νὰ κερδήσω τὴν συντήρησίν μου καὶ ἐταπείνωσα ἔτσι τὸν ἑαυτόν μου διὰ νὰ ἀπαλλαγῆτε σεῖς ἀπὸ τὴν πλάνην τῆς εἰδωλολατρείας καὶ ὑψωθῆτε πνευματικῶς; Ἡμάρτησα, διότι δωρεὰν σᾶς ἐκήρυξα τὸ εὐαγγέλιον τοῦ Θεοῦ;
8 ἄλλας ἐκκλησίας ἐσύλησα λαβὼν ὀψώνιον πρὸς τὴν ὑμῶν διακονίαν, καὶ παρὼν πρὸς ὑμᾶς καὶ ὑστερηθεὶς οὐ κατενάρκησα οὐδενός· 8 Αλλας Εκκλησίας εγύμνωσα παίρνοντας από αυτάς τα μέσα της συντηρήσεώς μου, δια να εξυπηρετήσω όμως σας αδαπάνως. Και όταν εζούσα μεταξύ σας και ευρέθην εις στέρησιν και στενοχωρίαν, δεν επεβάρυνα κανένα σας. 8 Ἄλλας Ἐκκλησίας ἐλαφυραγώγησα καὶ ἐπῆρα ἀπὸ αὐτὰς τὴν συντήρησίν μου διὰ νὰ ὑπηρετήσω σᾶς. Καὶ ὅταν ἤμην παρὼν μεταξύ σας καὶ ἐδοκίμασα στερήσεις, δὲν ἐπεβάρυνα κανένα.
9 τὸ γὰρ ὑστέρημά μου προσανεπλήρωσαν οἱ ἀδελφοὶ ἐλθόντες ἀπὸ Μακεδονίας· καὶ ἐν παντὶ ἀβαρῆ ὑμῖν ἐμαυτὸν ἐτήρησα καὶ τηρήσω. 9 Διότι την στέρησίν μου την ικανοποίησαν και την ανεπλήρωσαν με το παραπάνω οι αδελφοί, όταν ήλθαν από την Μακεδονίαν. Και εις κάθε τι επρόσεξα να μη σας γίνω βάρος και στο μέλλον το ίδιο θα προσέξω. 9 Διότι, ὅσα μοῦ ἔλειπαν διὰ τὴν συντήρησίν μου, μοῦ τὰ συνεπλήρωσαν οἱ ἀδελφοί, ὅταν ἦλθαν ἀπὸ τὴν Μακεδονίαν. Καὶ εἰς κάθε τι ἐφυλάχθην νὰ μὴ σᾶς γίνω βάρος καὶ θὰ φυλαχθῶ ἔτσι καὶ εἰς τὸ μέλλον.
10 ἔστιν ἀλήθεια Χριστοῦ ἐν ἐμοὶ ὅτι ἡ καύχησις αὕτη οὐ φραγήσεται εἰς ἐμὲ ἐν τοῖς κλίμασι τῆς Ἀχαΐας. 10 Υπάρχει μέσα μου η αλήθεια του Χριστού και την αλήθειαν σας λέγω πάντοτε. Σας λέγω, λοιπόν, ότι αυτή η καύχησίς μου, που δεν σας έγινα βάρος, δεν θα αποστομωθή και δεν θα ανακοπή ποτέ, όσον εξαρτάται από εμέ, εις τα μέρη της Αχαΐας. 10 Ἔχω μέσα μου τὴν ἀλήθειαν τοῦ Χριστοῦ, καὶ αὐτὸ ἀποτελεῖ ἐγγύησιν περὶ τοῦ ὅτι δὲν ψεύδομαι. Σᾶς βεβαιῶ λοιπὸν ὅτι ἡ καύχησίς μου αὐτή, ὅτι δὲν σᾶς ἔγινα βάρος, δὲν θὰ ἀποστομωθῇ, ὅσον ἐξαρτᾶται ἀπὸ ἑμέ, εἰς τὰ μέρη τῆς Ἀχαΐας.
11 διατί; ὅτι οὐκ ἀγαπῶ ὑμᾶς; ὁ Θεὸς οἶδεν· 11 Διατί δεν θα αποστομωθή; Μηπως επειδή δεν σας αγαπώ; Ο Θεός ξεύρει πόσον σας αγαπώ. 11 Διατὶ δὲν θὰ φραχθῇ καὶ δὲν θὰ ἀποστομωθῇ; Μήπως, ἐπειδὴ δὲν σᾶς ἀγαπῶ; Ὁ Θεὸς ἠξεύρει, ὅτι σᾶς ἀγαπῶ.
12 ὃ δὲ ποιῶ, καὶ ποιήσω, ἵνα ἐκκόψω τὴν ἀφορμὴν, τῶν θελόντων ἀφορμήν, ἵνα ἐν ᾧ καυχῶνται εὑρεθῶσι καθὼς καὶ ἡμεῖς. 12 Αυτό δε που κάμνω τώρα, το ότι δηλαδή κηρύττω αδαπάνως το Ευαγγέλιον, θα το κάνω και στο μέλλον, δια να κόψω κάθε αφορμήν εκείνων, που θέλουν να καυχώνται και ζητούν να σας πείσουν ότι ευρίσκονται εις ίσην μοίραν και στο αυτό επίπεδον, που ευρισκόμεθα και ημείς, ισχυριζόμενοι ότι παίρνουν χρήματα από σας, διότι το ίδιον τάχα κάμνομεν και ημείς. 12 Αὐτὸ δὲ ποὺ κάνω ἕως τώρα ἀποφεύγων νὰ ἐπιβαρύνω ἐκείνους, εἰς τοὺς ὁποίους κηρύττω, θὰ ἑξακολουθήσω νὰ τὸ πράττω. Καὶ θὰ κηρύττω δωρεὰν τὸ εὐαγγέλιον, διὰ νὰ κόψω τελείως τὴν ἀφορμὴν ἐκείνων, ποὺ θέλουν ἀφορμήν, διὰ νὰ ἐξισώνουν εἰς τὰς καυχησιολογίας των τὸν ἑαυτὸν των μὲ ἠμᾶς, ὥστε, ὅταν σᾶς ἐκμεταλλεύωνται, νὰ εὐρεθοῦν, ὅτι εἶναι καθὼς εἴμεθα καὶ ἡμεῖς, διότι θὰ λέγουν, ὅτι καὶ ἡμεῖς λαμβάνομεν ἀπὸ σᾶς.
13 οἱ γὰρ τοιοῦτοι ψευδαπόστολοι, ἐργάται δόλιοι, μετασχηματιζόμενοι εἰς ἀποστόλους Χριστοῦ. 13 Διότι οι τοιούτοι κήρυκες είναι ψευδαπόστολοι, δόλιοι εργάται, οι οποίοι υποκρίνονται και παίρνουν την εξωτερικήν μορφήν, ώστε να φαίνωνται ότι τάχα είναι απόστολοι του Χριστού. 13 Καὶ θέλω νὰ τοὺς ἀποκλείσω τὸ δικαίωμα νὰ λέγουν, ὅτι εἶναι σὰν καὶ μᾶς, διότι τοῦ εἴδους αὐτοῦ οἱ κήρυκες εἶναι ψευδαπόστολοι, ἐργάται δόλιοι, ποὺ ὑποκριτικὰ παίρνουν τὸ ἐξωτερικὸν σχῆμα καὶ τὴν ἐξωτερικὴν ἐμφάνισιν τῶν Ἀποστόλων τοῦ Χριστοῦ.
14 καὶ οὐ θαυμαστὸν· αὐτὸς γὰρ ὁ σατανᾶς μετασχηματίζεται εἰς ἄγγελον φωτός. 14 Και αυτό βέβαια δεν είναι παράδοξον· διότι και αυτός ο ίδιος ο σατανάς υποκρίνεται και μεταβάλλεται μερικές φορές κατά την εμφάνησιν και συμπεριφοράν εις άγγελον φωτός. 14 Καὶ δὲν εἶναι παράδοξον αὐτὸ διότι καὶ αὐτὸς ὁ σατανᾶς μεταβάλλεται κατὰ τὸ ἐξωτερικὸν σχῆμα εἰς ἄγγελον φωτός.
15 οὐ μέγα οὖν εἰ καὶ οἱ διάκονοι αὐτοῦ μετασχηματίζονται ὡς διάκονοι δικαιοσύνης, ὧν τὸ τέλος ἔσται κατὰ τὰ ἔργα αὐτῶν. 15 Δεν είναι, λοιπόν, μεγάλο πράγμα, εάν και οι υπηρέται του σατανά παρυσιάζωνται υποκριτικά και συμπεριφέρωνται σαν να είναι υπηρέται δικαιοσύνης. Το κατάντημα όμως και το τέλος αυτών θα είναι ανάλογον προς τα πονηρά των έργα. 15 Δὲν εἶναι λοιπὸν μεγάλο πρᾶγμα, ἐὰν καὶ οἱ ὑπηρέται του ἀλλάζουν σχῆμα καὶ παρουσιάζονται σὰν ὑπηρέται δικαιοσύνης. Τὸ τέλος των ὅμως θὰ εἶναι σύμφωνον πρὸς τὰ ἔργα των.
16 Πάλιν λέγω, μή τίς με δόξῃ ἄφρονα εἶναι· εἰ δὲ μή γε, κἂν ὡς ἄφρονα δέξασθέ με, ἵνα κἀγὼ μικρόν τι καυχήσωμαι. 16 Παλιν λέγω και επανσαλαμβάνω, ας μη με νομίση κανείς απερίσκεπτον και άκριτον. Ει δ' άλλως και αν με θεωρήσετε ως απερίσκεπτον, θεωρήσατέ με επί τέλους, δια να καυχηθώ και εγώ ολίγον. 16 Πάλιν λέγω ἐκεῖνο, ποὺ σᾶς εἶπα προηγουμένως. Δηλαδὴ σᾶς λέγω, μὴ μὲ νομίσῃ κανεὶς ἀπὸ σᾶς, ὅτι εἶμαι ἄφρων καὶ ἀνόητος, ἐπειδὴ θὰ ἐπαινέσω τὸν ἑαυτόν μου. Ἐὰν ὅμως δὲν πείθεσθε, ἔστω ἐκλάβετέ με ὡς ἀνόητον, διὰ νὰ καυχηθῶ καὶ ἐγὼ ὀλίγον τι.
17 ὃ λαλῶ, οὐ λαλῶ κατὰ Κύριον, ἀλλ’ ὡς ἐν ἀφροσύνῃ, ἐν ταύτῃ τῇ ὑποστάσει τῆς καυχήσεως. 17 Αυτό που θα σας πω δια τον εαυτόν μου δεν το λέγω σύμφωνα με την εντολήν του Κυρίου, (ο οποίος διέταξε, ότι και αν τηρήσωμεν όλα όσα είπε, πρέπει πάλιν να λέγωμεν ότι είμεθα άχρηστοι δούλοι). Αλλά θα σας ομιλήσω σαν να παραλογίζωμαι, με την βεβαιότητα όμως ότι εις την πραγματικότητα έχω και εγώ λόγους να καυχώμαι. 17 Ἐκεῖνο ποὺ θὰ εἴπω ἐπαινῶν τὸν ἑαυτόν μου, δὲν θὰ τὸ εἴπω ὡς δοῦλος ταπεινὸς τοῦ Κυρίου, ἀλλὰ θὰ τὸ εἴπω σὰν νὰ ἔγινα ἄφρων καὶ ἀνόητος ἀπὸ τὴν πεποίθησίν μου, ὅτι ἔχω καὶ ἑγὼ δικαίωμα νὰ καυχῶμαι.
18 ἐπεὶ πολλοὶ καυχῶνται κατὰ τὴν σάρκα, κἀγὼ καυχήσομαι. 18 Αφού άλλωστε πολλοί καυχώνται δια τα σωματικά και κοσμικά προσόντα των, θα καυχηθώ και εγώ. 18 Ἀφοῦ πολλοὶ καυχῶνται διὰ προτερήματα τοῦ ἐξωτερικοῦ των ἀνθρώπου, θὰ καυχηθῶ καὶ ἐγώ.
19 ἡδέως γὰρ ἀνέχεσθε τῶν ἀφρόνων φρόνιμοι ὄντες· 19 Διότι γνωρίζω άλλωστε, ότι ευχαρίστως ανέχεσθε σστους άφρονας να καυχώνται, αν και είσθε συνετοί και φρόνιμοι. 19 Καὶ θὰ καυχηθῶ, διότι μὲ μεγάλην εὐχαρίστησιν ἀνέχεσθε τοὺς ἄφρονας καὶ ἀνοήτους, μολονότι εἶσθε φρόνιμοι.
20 ἀνέχεσθε γὰρ εἴ τις ὑμᾶς καταδουλοῖ, εἴ τις κατεσθίει, εἴ τις λαμβάνει, εἴ τις ἐπαίρεται, εἴ τις ὑμᾶς εἰς πρόσωπον δέρει. 20 Και ανέχεσθε πράγματι, εάν κανείς σας υποδουλώνη και σας κάμνη όργανα του, εάν κανείς κατατρώγη τα αγαθά σας, εάν κανείς σας παγιδεύη και σας τυλίγη εις τα σχέδιά του, εάν κανείς αλαζονεύεται απέναντί σας και σ*ς θέτη εις κατωτέραν μοίραν, εάν κανείς σας δέρνη στο πρόσωπον. 20 Καὶ λέγω μὲ μεγάλην εὐχαρίστησιν, διότι ἀνέχεσθε, ἐὰν κανεὶς σᾶς καταδουλώνῃ, ἐὰν κανεὶς σᾶς κατατρώγῃ καὶ σᾶς ἐκμεταλλεύεται, ἐὰν κανεὶς σᾶς συλλαμβάνῃ σὰν τὰ πουλιὰ εἰς τὴν παγίδα, ἐὰν κανεὶς ὑψώνεται δεσποτικῶς ἐπάνω ἀπὸ σᾶς, ἐὰν κανεὶς σᾶς δέρνῃ κατὰ πρόσωπον.
21 κατὰ ἀτιμίαν λέγω, ὡς ὅτι ἡμεῖς ἠσθενήσαμεν. ἐν ᾧ δ’ ἄν τις τολμᾷ, ἐν ἀφροσύνῃ λέγω, τολμῶ κἀγώ. 21 Προς εντροπήν και ταπείνωσίν μου το λέγω, σαν να υπήρξαμεν ημείς ασθενείς και αδύνατοι μεταξύ σας, και δεν μπορούσαμε τάχα να κάμωμεν όσα οι ψευδαπόστολοι σας έκαμαν. Σας λέγω όμως τούτο· εις οτιδήποτε τολμά να καυχηθή κανείς τολμώ και εγώ-με αφροσύνην το λέγω αυτό. 21 Μὲ ἐντροπήν μου τὸ λέγω, σὰν νὰ ὑπήρξαμεν ἡμεῖς ἀσθενεῖς καὶ νὰ μὴ ἠμποροῦσαμεν νὰ σᾶς κάμωμεν, ὅ,τι σᾶς ἔκαμαν ἐκεῖνοι. Μάθετε ὅμως, ὅτι εἰς ὀ,τιδήποτε καὶ ἂν τολμᾷ νὰ καυχηθῇ κανεὶς -διαπράττω ἀφροσύνην ποὺ τὸ λέγω - τολμῶ καὶ ἑγὼ νὰ καυχηθῶ.
22 Ἑβραῖοί εἰσι; κἀγώ· Ἰσραηλῖταί εἰσι; κἀγώ· σπέρμα Ἀβραάμ εἰσι; κἀγώ· 22 Είναι Εβραίοι εκείνοι; Και εγώ είμαι Εβραίος· είναι Ισραηλίται, απόγονοι του Ισραήλ, δηλαδή του πατριάρχου Ιακώβ; είμαι και εγώ. Καυχώνται ότι είναι απόγονοι του Αβραάμ; Είμαι και εγώ. 22 Διὰ ποῖον προτέρημα καὶ προσὸν καυχῶνται; Εἶναι Ἑβραῖοι; Καὶ ἑγὼ εἶμαι Ἑβραῖος καὶ ὁμιλῶ τὴν ἀραμαϊκήν. Καυχῶνται ὅτι εἶναι Ἰσραηλῖται; Εἶμαι καὶ ἑγὼ ἀπόγονος τοῦ Ἰσραήλ. Καυχῶνται ὅτι εἶναι ἀπόγονοι τοῦ Ἀβραάμ; Εἶμαι καὶ ἑγώ.
23 διάκονοι Χριστοῦ εἰσι; παραφρονῶν λαλῶ, ὑπὲρ ἐγώ· ἐν κόποις περισσοτέρως, ἐν πληγαῖς ὑπερβαλλόντως, ἐν φυλακαῖς περισσοτέρως, ἐν θανάτοις πολλάκις· 23 Καυχώνται ότι είναι υπηρέται του Χριστού-ομιλώ σαν παραλογιζόμενος αυτήν την στιγμήν-είμαι εγώ παραπάνω από αυτούς διάκονος του Χριστού. Το απέδειξε όλη μου η ζωή ως Αποστόλους του Χριστού. Διότι εγώ υπεβλήθην εις κόπους περισσοτέρους από οιανδήποτε άλλον· υπέμεινα πληγές αναρίθμητες στο σώμα μου, ερρίφθην εις τας φυλακάς και έμεινα φυκλακισμένος περισσότερον από κάθε άλλον· πολλές φορές αντίκρυσα εμπρός μου τον θάνατον. 23 Καυχῶνται ὅτι εἶναι διάκονοι Χριστοῦ; Καὶ ἐὰν παραδεχθῶ ὅτι εἶναι - ὁμιλῶ σὰν παράφρων ἐγὼ εἶμαι παραπάνω ἀπὸ αὐτοὺς διάκονος τοῦ Χριστοῦ. Ὑπεβλήθην εἰς κόπους περισσότερον ἀπὸ ὅ,τι θὰ ἐπερίμενε κανείς· ὑπέστην εἰς τὸ σῶμα μου κτυπήματα καὶ πληγὰς ὑπερβολικάς· ἐρρίφθην εἰς φυλακὰς περισσότερον ἀπὸ κάθε ἄλλον διέτρεξα πολλὰς φορὰς κινδύνους νὰ θανατωθῶ.
24 ὑπὸ Ἰουδαίων πεντάκις τεσσαράκοντα παρὰ μίαν ἔλαβον, 24 Από τους Ιουδαίους πέντε φορές εμαστιγώθην με σαράντα παρά μίαν μαστιγώσεις κάθε φοράν. 24 Ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους πέντε φορὰς ἐμαστιγώθην μὲ τεσσαράκοντα παρὰ μίαν μαστιγώσεις
25 τρὶς ἐραβδίσθην, ἅπαξ ἐλιθάσθην, τρὶς ἐναυάγησα, νυχθήμερον ἐν τῷ βυθῷ πεποίηκα· 25 Τρεις φορές εκτυπήθηκα με ράβδους· μια φορά ελιθοβολήθηκα· τρεις φορές εναυάγησα· επί ένα ημερονύκτιον έμεινα ναυαγός εις την θάλασσαν. 25 Τρεῖς φορὰς ἐρραβδίσθην, μίαν φορὰν ἐλιθοβολήθην, τρεῖς φορὰς ὑπέστην ναυάγιον, ἐπὶ ἐν ἡμερονύκτιον ἔμεινα εἰς τὸ ἀνοικτὸν πέλαγος καὶ μὲ ἔδερναν τὰ ἄγρια κύματα.
26 ὁδοιπορίαις πολλάκις, κινδύνοις ποταμῶν, κινδύνοις λῃστῶν, κινδύνοις ἐκ γένους, κινδύνοις ἐξ ἐθνῶν, κινδύνοις ἐν πόλει, κινδύνοις ἐν ἐρημίᾳ, κινδύνοις ἐν θαλάσσῃ, κινδύνοις ἐν ψευδαδέλφοις· 26 Εργάσθηκα δια το Ευαγγέλιον του Κυρίου με κουραστικές και μακρές οδοιπορίες πολλές φορές, με κινδύνους από ποτάμια και μάλιστα κατά τον χειμώνα που επλημμύριζαν. Αντίκρυσα κινδύνους από ληστάς, κινδύνους από τους ομοεθνείς μου Εβραίους, κινδύνους από εθνικούς και ειδωλολάτρας, κινδύνους μέσας εις τας πόλεις, κινδύνους μέσα σε έρημες περιοχές, κινδύνους εις την θάλασσαν, κινδύνους εκ μέρους ψευδαδέλφων, που υπεκρίνοντο, ότι είναι Χριστιανοί. 26 Ὑπηρέτησα τὸν Κύριον μὲ ὁδοιπορίας πολλὰς φοράς, μὲ κινδύνους μέσα εἰς πλημμυρισμένα κατὰ τὸν χειμῶνα ποτάμια, μὲ κινδύνους ἀπὸ ληστάς, ποὺ παρεμόνευαν εἰς τὰ μέρη τῶν περιοδειῶν μου· μὲ κινδύνους ἀπὸ τὸ ἰδικόν μου ἰουδαϊκὸν γένος, εἰς τὸ ὁποῖον ἔγινα μισητὸς λόγῳ τοῦ ὅτι ἐκήρυττον τὴν διὰ μόνου τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ σωτηρίαν πάντων τῶν ἀνθρώπων· μὲ κινδύνους ἀπὸ ἐθνικοὺς καὶ εἰδωλολάτρας· μὲ κινδύνους μέσα εἰς πόλεις μὲ κινδύνους μέσα εἰς ἐρήμους τόπους· μὲ κινδύνους μέσα εἰς θαλάσσας, ποὺ διέσχιζα ταξιδεύων διὰ τὸ κήρυγμα τοῦ εὐαγγελίου μὲ κινδύνους ἀπὸ ἀνθρώπους, ποὺ ἦσαν ψευδάδελφοι καὶ ἔφεραν ὑποκριτικῶς τὸ ὄνομα τοῦ Χριστιανοῦ.
27 ἐν κόπῳ καὶ μόχθῳ, ἐν ἀγρυπνίαις πολλάκις, ἐν λιμῷ καὶ δίψει, ἐν νηστείαις πολλάκις, ἐν ψύχει καὶ γυμνότητι· 27 Εξεπλήρωσα μέχρι σήμερα την αποστολήν μου με κόπον και μόχθον, με αγρυπνίες πολλές φορές, με πείναν και δίψαν, με νηστείες και στερήσεις πολλές φορές, με το ψύχος του χειμώνα και με τα λίγα ρούχα, που είχα για να καλύπτω την γυμνότητά μου. 27 Ὑπηρέτησα τὸν Κύριον μὲ κόπον καὶ μόχθον, μὲ ἀγρυπνίας πολλὰς φοράς, μὲ πεῖναν καὶ μὲ δίψαν ὅταν ἀπεμονούμην εἰς μακρυνὰς ὁδοιπορίας, μὲ νηστείας πολλὰς φοράς, μὲ ψῦχος καὶ γυμνότητα, ὅταν μὲ θερινὰ ρούχα κατελαμβανόμην αἰφνιδίως ἀπὸ τὸν χειμῶνα.
28 χωρὶς τῶν παρεκτὸς ἡ ἐπίστασίς μου ἡ καθ’ ἡμέραν, ἡ μέριμνα πασῶν τῶν ἐκκλησιῶν. 28 Και δια να μη αναφέρω τόσα και τόσα άλλα, με εταλαιπωρούσε και με έρριπτε εις στενοχωρίαν η καθημερινή πίεσις και ενόχλησις εχθρών και φίλων, όπως επίσης και η αγωνιώδης φροντίδα δια τας Εκκλησίας. 28 Ὑπηρέτησα τὸν Κύριον μὲ κόπον καὶ μόχθον, μὲ ἀγρυπνίας πολλὰς φοράς, μὲ πεῖναν καὶ μὲ δίψαν ὅταν ἀπεμονούμην εἰς μακρυνὰς ὁδοιπορίας, μὲ νηστείας πολλὰς φοράς, μὲ ψῦχος καὶ γυμνότητα, ὅταν μὲ θερινὰ ρούχα κατελαμβανόμην αἰφνιδίως ἀπὸ τὸν χειμῶνα.
29 Τίς ἀσθενεῖ, καὶ οὐκ ἀσθενῶ; τίς σκανδαλίζεται, καὶ οὐκ ἐγὼ πυροῦμαι; 29 Ποιός Χριστιανός ασθενεί και δεν ασθενώ μαζή του και δεν συμπάσχω και εγώ; Ποιός σκοντάπτει και πίπτει και δεν καιομαι και εγώ μέσα εις αυτήν την θλίψιν; 29 Ποῖος ἀπὸ τοὺς Χριστιανοὺς ἀσθενεῖ πνευματικῶς ἢ καὶ σωματικῶς καὶ δὲν ἀσθενῶ καὶ ἐγὼ μαζί του; Ποῖος σκοντάπτει καὶ πίπτει εἰς τὴν ἁμαρτίαν καὶ δὲν καίομαι καὶ ἑγὼ εἰς τὴν κάμινον τῆς θλίψεως καὶ τῆς ἐντροπῆς;
30 εἰ καυχᾶσθαι δεῖ, τὰ τῆς ἀσθενείας μου καυχήσομαι. 30 Εάν όμως πρέπει να καυχηθώ, θα καυχηθώ δια την ασθένειαν και αδυναμίαν μου μέσα στους πειρασμούς και τους διωγμούς. 30 Ἐὰν παραστῇ ἀνάγκη νὰ καυχηθῶ, θὰ καυχηθῶ διὰ τοὺς διωγμοὺς καὶ τοὺς πειρασμούς μου.
31 Ὁ Θεὸς καὶ πατὴρ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ οἶδεν, ὁ ὢν εὐλογητὸς εἰς τοὺς αἰῶνας, ὅτι οὐ ψεύδομαι. 31 Ο Θεός και πατήρ του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, που είναι ευλογημένος και δοξασμένος στους αιώνας, γνωρίζει ότι δεν ψεύδομαι, αλλ' ότι αυτά που θα σας πω είναι απολύτως αληθινά. 31 Θὰ σᾶς εἴπω πράγματα, ποὺ ἴσως σᾶς φανοῦν ἀπίστευτα. Ἀλλ’ ὁ Θεὸς καὶ Πατὴρ τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι εὐλογητὸς εἰς τοὺς αἰῶνας, γνωρίζει, ὅτι δὲν ψεύδομαι.
32 ἐν Δαμασκῷ ὁ ἐθνάρχης Ἀρέτα τοῦ βασιλέως ἐφρούρει τὴν Δαμασκηνῶν πόλιν πιάσαι με θέλων, 32 Εις την Δαμασκόν ο διοικητής ο διωρισμένος από τον βασιλέα Αρέταν εφρουρούσε την πόλιν των Δαμασκηνών, επειδή ήθελε να με συλλαβή· 32 Εἰς τὴν Δαμασκὸν ὁ διοικητής, ποὺ εἶχε διορισθῆ ἀπὸ τὸν βασιλέα Ἄρέταν, ἐφρούρει τὴν πόλιν τῶν Δαμασκηνῶν, ἐπειδὴ ἤθελε νὰ μὲ συλλάβῃ.
33 καὶ διὰ θυρίδος ἐν σαργάνῃ ἐχαλάσθην διὰ τοῦ τείχους καὶ ἐξέφυγον τὰς χεῖρας αὐτοῦ. 33 και από κάποιο παράθυρο, μέσα εις ένα καλάθι πλεγμένο με σχοινί με κατέβασαν έξω από το τοίχος και εξέφυγα από τα χέρια του. 33 Καὶ ἀπὸ κάποιο παράθυρο μὲ κατέβασαν κάτω μέσα εἰς κάλαθον δικτυωτὸν διὰ μέσου τοῦ τείχους τῆς πόλεως καὶ ἐξέφυγα ἀπὸ τὰς χεῖρας του.