Πέμπτη, 28 Μαρτίου 2024
Ανατ: 06:17
Δύση: 18:45
Σελ. 19 ημ.
88-278
16ος χρόνος, 5885η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΙΩΝΑΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 (Β)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΑΙ προσέταξε Κύριος κήτει μεγάλῳ καταπιεῖν τὸν ᾿Ιωνᾶν· καὶ ἦν ᾿Ιωνᾶς ἐν τῇ κοιλίᾳ τοῦ κήτους τρεῖς ἡμέρας καὶ τρεῖς νύκτας. 1 Ο Κυριος διέταξε τότε ένα μεγάλο θαλάσσιον κήτος να καταπίη τον Ιωνάν. Και ο Ιωνάς ευρέθη τότε και έμεινεν εις την κοιλίαν του κήτους τρεις ημέρας και τρεις νύκτας, 1 Καὶ διέταξεν ὁ Κύριος μέγα κῆτος νὰ καταπίῃ τὸν Ἰωνᾶν· καὶ ἦτο ὁ Ἰωνᾶς ἐντὸς τῆς κοιλίας τοῦ κήτους τρεῖς ἡμέρας καὶ τρεῖς νύκτας.
2 καὶ προσηύξατο ᾿Ιωνᾶς πρὸς Κύριον τὸν Θεὸν αὐτοῦ ἐκ τῆς κοιλίας τοῦ κήτους 2 Προσηυχήθη δε ο Ιωνάς προς τον Κυριον τον Θεόν του από την κοιλίαν του κήτους 2 Καὶ προσηυχήθη ὁ Ἰωνᾶς πρὸς Κύριον τὸν Θεὸν αὐτοῦ ἀπὸ τὴν κοιλίαν τοῦ κήτους
3 καὶ εἶπεν· ᾿Εβόησα ἐν θλίψει μου πρὸς Κύριον τὸν Θεόν μου, καὶ εἰσήκουσέ μου· ἐκ κοιλίας ᾅδου κραυγῆς μου ἤκουσας φωνῆς μου. 3 και είπεν· “εν τη θλίψει μου εβόησα προς Κυριον τον Θεόν μου και ήκουσε την προσευχήν μου. Από την κοιλίαν του άδου, όπου ευρισκόμην, συ, Κυριε, ήκουσες και εδέχθης την μεγαλόφωνον προσευχήν μου. 3 καὶ εἶπεν: «Ἐφώναξα δυνατὰ εὑρισκόμενος ἐν θλίψει πρὸς Κύριον τὸν Θεόν μου καὶ μὲ εἱσήκουσεν. Ἀπὸ τὴν κοιλίαν τοῦ κήτους, ποὺ ὁμοιάζει πρὸς ἅδην, ἐξῆλθεν ἡ κραυγή μου πρὸς βοήθειαν καὶ ἤκουσες τὴν φωνήν μου.
4 ἀπέρριψάς με εἰς βάθη καρδίας θαλάσσης, καὶ ποταμοὶ ἐκύκλωσάν με· πάντες οἱ μετεωρισμοί σου καὶ τὰ κύματά σου ἐπ᾿ ἐμὲ διῆλθον. 4 Συ με έρριψες εις τας πλέον βαθείας περιοχάς της θαλάσσης. Ρεύματα πολλά με περιεκύκλωσαν, μεγάλα τα κύματά σου επερνούσαν από επάνω μου. 4 Μὲ ἐπέταξες εἰς τὰ πλέον ἀπόκεντρα βάθη τῆς θαλάσσης καὶ τὰ σὰν ποτάμια ρεύματά της μὲ περιεκύκλωσαν ὅλαι αἱ σφοδραὶ ταλαντεύσεις τοῦ ὕδατος καὶ τὰ κύματά σου ἐπέρασαν ἀπ’ ἐπάνω μου.
5 καὶ ἐγὼ εἶπα· ἀπῶσμαι ἐξ ὀφθαλμῶν σου· ἆρα προσθήσω τοῦ ἐπιβλέψαι με πρὸς ναὸν τὸν ἅγιόν σου; 5 Και εγώ τότε, συναισθανόμενος το σφάλμα μου, είπα κατατρομαγμένος· Εχω, λοιπόν, απορριφθή μακράν από τα μάτια του. Αραγε θα αξιωθώ να ίδω άλλην μίαν φοράν τον άγιόν σου ναόν; 5 Καὶ ἐγὼ εἶπα: Ἔχω ἀπωθηθῇ ἀπὸ τοὺς ὀφθαλμούς σου καὶ ἀηδιάζεις να μὲ βλέπῃς. Ἄραγε εἰς τὰς τόσας κατὰ τὸ παρελθὸν φορὰς θὰ προσθέσω ἀκόμη καὶ ἄλλην μίαν, νὰ ἴδω ἔστω καὶ ἀπ’ ἔξω τὸν ἅγιον ναόν σου;
6 περιεχύθη μοι ὕδωρ ἕως ψυχῆς, ἄβυσσος ἐκύκλωσέ με ἐσχάτη, ἔδυ ἡ κεφαλή μου εἰς σχισμὰς ὀρέων. 6 Ολόγυρά μου απειλητικά κατά της ζωής μου περιεχύθησαν τα ύδατα της θαλάσσης. Μέγας ωκεανός με έχει κυκλώσει. Η κεφαλή μου εβυθίσθη εις σχισμάς υποθαλασσίων ορέων. 6 Τριγύρω μου ἐχύθη ὕδωρ, ποὺ ὄχι μόνον τὸ σῶμά μου ἐσκέπασεν, ἀλλ’ εἰσεχώρησε καὶ μέχρι τοῦ ἐσωτερικοῦ τῆς ψυχῆς μου· θάλασσα βαθεῖα μὲ ἐκύκλωσε μέχρι τοῦ βυθοῦ της· ἡ κεφαλή μου ἐβυθίσθη εἰς σχισμὲς βουνῶν.
7 κατέβην εἰς γῆν, ἧς οἱ μοχλοὶ αὐτῆς κάτοχοι αἰώνιοι, καὶ ἀναβήτω ἐκ φθορᾶς ἡ ζωή μου, πρὸς σὲ Κύριε ὁ Θεός μου. 7 Κατέβηκα εις τα κατώτερα μέρη της γης, τα αιώνια κλειδία της με κρατούν τώρα υπό την κατοχήν των. Ω Κυριε, ας απαλλαγή τώρα από αυτόν τον κίνδυνον της φθοράς η ζωη μου και ας επανέλθω ενώπιόν σου ευπειθής και υπάκουος. 7 Κατέβην εἰς αὐτὰ τὰ συνορεύοντα πρὸς τὸν ἅδην ἄκρα τῆς γῆς, ποὺ κατέχονται ἀπὸ μοχλοὺς ἰσχυροὺς καὶ ἀμετακινήτους αἰωνίως' ἀλλὰ σὲ παρακαλῶ, Κύριε ὁ Θεός μου, νὰ ἀναβῇ ἀπὸ τὴν φθορὰν ἡ ζωή μου.
8 ἐν τῷ ἐκλείπειν ἀπ᾿ ἐμοῦ τὴν ψυχήν μου τοῦ Κυρίου ἐμνήσθην, καὶ ἔλθοι πρὸς σὲ ἡ προσευχή μου εἰς ναὸν τὸ ἅγιόν σου. 8 Τωρα, που φεύγει πλέον από εμέ η ψυχή μου και σβήνει η ζωη μου, ενεθυμήθην τον Κυριον. Είθε να φθάση η προσευχή μου προς σε στον άγιόν σου ναόν. 8 Καθ’ ὂν χρόνον ἐφαίνετο νὰ σβήνῃ ἡ ζωή μου καὶ νὰ φεύγῃ ἀπὸ τὸ σῶμά μου ἡ ψυχή, ἐνεθυμήθην τὸν Κύριον καὶ ἐπεκαλέσθην αὐτὸν καὶ εἴθε νὰ ἔλθῃ πρὸς σέ, Κύριε, ἡ προσευχή μου εἰς τὸν ναὸν τὸν ἅγιόν σου.
9 φυλασσόμενοι μάταια καὶ ψευδῆ ἔλεον αὐτῶν ἐγκατέλιπον. 9 Οσοι τιμούν και προσκυνούν τα μάταια και ψευδή είδωλα, εγκαταλείπουν και χάνουν το έλεος του Κυρίου. 9 Οἱ σεβόμενοι καὶ λατρεύοντες τὰ μάταια καὶ ψευδῆ εἴδωλα ἐγκατέλιπον τὸ ἔλεος αὐτῶν, τὸ ὁποῖον θὰ τοὺς παρείχετο ἀπὸ τὸν ἀληθινὸν Θέον.
10 ἐγὼ δὲ μετὰ φωνῆς αἰνέσεως καὶ ἐξομολογήσεως θύσω σοι, ὅσα ηὐξάμην ἀποδώσω σοι εἰς σωτηρίαν μου τῷ Κυρίῳ. 10 Εγώ όμως με φωνήν αίνων και δοξολογίας θα προσφέρω εις σε θυσίαν. Θα προσφέρω προς σε τον Κυριον μου, όσα έχω τάξει, δια να μου στείλης σωτηρίαν”. 10 Ἀντιθέτως ὅμως πρὸς αὐτοὺς ἐγώ, μὲ φωνὴν ποὺ θὰ σὲ ὑμνῇ καὶ θὰ σὲ δοξάζῃ, θὰ σοῦ προσφέρω θυσίαν καὶ θὰ ἐκπληρώσω ὡς χρέος καὶ ὀφειλὴν ὅσα τάματα καὶ εὐχὰς σοῦ ἔκαμα διὰ τὴν σωτηρίαν μου, ἡ ὁποία ἐξαρτᾶται καὶ προέρχεται ἀπὸ τὸν Κύριον».
11 Καὶ προσέταξε Κύριος τῷ κήτει, καὶ ἐξέβαλε τὸν ᾿Ιωνᾶν ἐπὶ τὴν ξηράν. 11 Ο Κυριος διέταξε το θαλάσσιον κήτος και έβγαλε τον Ιωνάν εις την ξηράν. 11 Καὶ διέταξεν ὁ Κύριος τὸ κῆτος καὶ ἔβγαλεν ἔξω ἀπὸ τὴν κοιλίαν του τὸν Ἰωνᾶν εἰς τὴν ξηράν.