Παρασκευή, 26 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:35
Δύση: 20:12
Σελ. 18 ημ.
117-249
16ος χρόνος, 5914η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΣΟΦΙΑ ΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 (Γ)


 
 

 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΔΙΚΑΙΩΝ δὲ ψυχαὶ ἐν χειρὶ Θεοῦ, καὶ οὐ μὴ ἅψηται αὐτῶν βάσανος. 1 Η ζωή όμως των δικαίων ευρίσκεται κάτω από το παντοδύναμον προστατευτικόν χέρι του Θεού, και καμμιά θλίψις και βάσανος δεν θα τους εγγίση, χωρίς ο Θεός να το επιτρέψη. 1 Αἱ ψυχαὶ ὅμως τῶν δικαίων, καὶ μετὰ τὸν χωρισμόν των ἀπὸ τοῦ σώματος, ὑπάρχουν εἰς τὴν χεῖρα τοῦ Θεοῦ ἀπολαύουσαι τῆς παντοδυνάμου προνοίας του, ἕνεκα τῆς ὁποίας οὐδὲ κἂν νὰ θίξῃ αὐτὰς εἶναι δυνατὸν οἰαδήποτε βάσανος ἢ βλάβη.
2 ἔδοξαν ἐν ὀφθαλμοῖς ἀφρόνων τεθνάναι, καὶ ἐλογίσθη κάκωσις ἡ ἔξοδος αὐτῶν 2 Εις τα μάτια των αφρόνων ο θάνατός των εθεωρήθη ως αφανισμός και μηδένισις και η έξοδός των από τον κόσμον αυτόν ως οδύνη και τιμωρία· 2 Ἐφάνησαν μὲν εἰς τὰ μάτια τῶν ἀφρόνων, ποὺ δὲν πιστεύουν εἰς μέλλουσαν ζωήν, ὅτι ἀπέθαναν καὶ ἐξεμηδενίσθησαν, καὶ ἐθεωρήθη ἀπὸ αὐτοὺς ὡς θλῖψις καὶ κακοπάθεια ἀνεπανόρθωτος ἡ ἀπὸ τοῦ παρόντος κόσμου ἔξοδός των·
3 καί ἡ ἀφ᾿ ἡμῶν πορεία σύντριμμα, οἱ δέ εἰσιν ἐν εἰρήνῃ. 3 η αναχώρησίς των από την ζωήν αυτήν ως όλεθρος και απώλεια. Εκείνοι όμως υπάρχουν και ζουν εν ειρήνη. 3 καὶ ὁ ἀποχωρισμὸς καὶ ἀναχώρησις τῶν ἀφ’ ἠμῶν ἐθεωρήθη ὡς συντριμμὸς καὶ ἐξαφανισμός, αὐτοὶ ὅμως εὑρίσκονται ἐν εἰρήνῃ καὶ πάσῃ ἀναπαύσει.
4 καὶ γὰρ ἐν ὄψει ἀνθρώπων ἐὰν καλασθῶσιν, ἡ ἐλπὶς αὐτῶν ἀθανασίας πλήρης· 4 Διότι και εάν ακόμη εις τα μάτια των ανθρώπων και εκ μέρους των ανθρώπων πάσχουν και θλίβωνται, έχουν αυτοί σταθεράν και ακλόνητον την πεποίθησίν των εις την αθάνατον και μακαρίαν ζωήν. 4 Τὴν εἰρήνην δὲ καὶ ἀνάπαυσιν ταύτην οὐδὲ ὁ σωματικὸς θάνατος δύναται νὰ ἀφαιρέσῃ ἀπ’ αὐτῶν, διότι καὶ ἐὰν εἰς τὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων τιμωρηθοῦν καὶ βασανισθοῦν διὰ σκληροῦ θανάτου, ἡ ἐλπίδα των εἶναι γεμάτη ἀπὸ ἀθανασίαν καὶ ἀποθνήσκουν μὲ τὴν ἀδιάσειστον βεβαιότητα, ὅτι μεταβαίνουν εἰς τὴν μακαρίαν ζωὴν καὶ αἰωνιότητα.
5 καὶ ὀλίγα παιδευθέντες μεγάλα εὐεργετηθήσονται, ὅτι ὁ Θεὸς ἐπείρασεν αὐτοὺς καὶ εὗρεν αὐτοὺς ἀξίους ἑαυτοῦ· 5 Και εάν ολίγον ταλαιπωρηθούν και βασανισθούν εις την παρούσαν ζωήν, θα λάβουν μεγάλας αμοιβάς και βραβεία εις την αιωνιότητα. Διότι ο ίδιος ο Κυριος έθεσεν αυτούς υπό δοκιμασίαν δια των θλίψεων και τους εύρεν αξίους να βραβευθούν και να αμειφθούν από αυτόν. 5 Καὶ ἀφοῦ ὑποφέρουν ὀλίγα πρὸς παιδαγωγίαν των, θὰ ἀπολαύσουν μεγάλας εὐεργεσίας ὡς ἀνταμοιβὴν τῆς διὰ τῶν προσωρινῶν θλίψεων τελειοποιήσεώς των. Θὰ ἀνταμειφθοῦν δέ, διότι ὁ Θεὸς τοὺς ἐδοκίμασε διὰ πειρασμῶν καὶ θλίψεων καὶ τοὺς εὗρεν ἀξίους τοῦ ἐλέους καὶ τῆς ἀγάπης του.
6 ὡς χρυσὸν ἐν χωνευτηρίῳ ἐδοκίμασεν αὐτοὺς καὶ ὡς ὁλοκάρπωμα θυσίας προσεδέξατο αὐτούς. 6 Τους εδοκίμασεν, όπως ο χρυσοχόος δοκιμάζει και καθαρίζει τον χρυσόν δια του πυρός, και τους εδέχθη ευαρέστως, όπως δέχεται τα προσφερόμενα ολοκαυτώματα των θυσιών. 6 Σὰν χρυσάφι μέσα εἰς χωνευτήριον, ὅπου διὰ τοῦ πυρὸς ἀπαλλάσσεται ἀπὸ πᾶσαν νοθείαν καὶ καθαρίζεται τελείως, ἔτσι ἐδοκίμασε καὶ ἐκαθάρισε καὶ αὐτοὺς ὁ Κύριος εἰς τὸ καμίνι τῶν θλίψεων, καὶ ὡς θυσίαν, ποὺ προσφέρεται καὶ κατακαίεται ὁλόκληρος, ἐδέχθη μετὰ πολλῆς εὐαρεσκείας τούτους.
7 καὶ ἐν καιρῷ ἐπισκοπῆς αὐτῶν ἀναλάμψουσι καὶ ὡς σπινθῆρες ἐν καλάμῃ διαδραμοῦνται· 7 Αυτοί, όταν ο παντοδύναμος και πανάγαθος Κυριος τους επισκεφθή, θα λάμψουν και σαν σπινθήρες εις τις καλαμιές θα διατρέχουν λαμπρά τας κοινωνίας των ανθρώπων. 7 Καὶ κατὰ τὸν καιρόν, κατὰ τὸν ὁποῖον ὁ Θεὸς θὰ ἐπισκεφθῇ αὐτοὺς πρὸς κρίσιν καὶ ἀνταμοιβήν, θὰ ἀναλάμψουν καὶ ὅμοιοι πρὸς σπίθες μέσα σὲ καλαμιά, ποὺ καταφλέγεται εὔκολα καὶ διὰ μιᾶς, ἔτσι καὶ αὐτοὶ θὰ τρέχουν γρήγορα καὶ ἐν θριάμβῳ μεταξὺ τῶν κατακαιομένων ἀσεβῶν.
8 κρινοῦσιν ἔθνη καὶ κρατήσουσι λαῶν, καὶ βασιλεύσει αὐτῶν Κύριος εἰς τοὺς αἰῶνας. 8 Αυτοί θα αναδειχθούν κριταί και δικασταί των ασεβών ανθρώπων. Θα κυριαρχήσουν επάνω στους λαούς, διότι ο Κυριος θα είναι βασιλεύς των στους αιώνας των αιώνων. 8 Θὰ κρίνουν καὶ θὰ δικάσουν τὰ ἔθνη καὶ θὰ κυριαρχήσουν ἐπὶ τῶν λαῶν, καὶ θὰ βασιλεύσῃ ὁ Κύριός των αἰωνίως.
9 οἱ πεποιθότες ἐπ᾿ αὐτῷ συνήσουσιν ἀλήθειαν, καὶ οἱ πιστοὶ ἐν ἀγάπῃ προσμενοῦσιν αὐτῷ, ὅτι χάρις καὶ ἔλεος ἐν τοῖς ὁσίοις αὐτοῦ, καὶ ἐπισκοπὴ ἐν τοῖς ἐκλεκτοῖς αὐτοῦ. 9 Οσοι έχουν στηριγμένην ακλόνητον την πεποίθησίν των στον Θεόν, θα γνωρίσουν και θα κατανοήσουν την αλήθειαν· και οι πιστοί με αγάπην θα υπομένουν τας δοκιμασίας και θα παραμένουν πλησίον του Θεού, διότι η θεία χάρις και το έλεος δίδονται στους οσίους του Θεού και η στοργική του εποπτεία και προστασία στους εκλεκτούς του. 9 Ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι ἔχουν στηρίξει ὁλόκληρον τὴν ἐμπιστοσύνην των εἰς Αὐτόν, θὰ λάβουν τότε πλήρη φωτισμὸν καὶ θὰ κατανοήσουν δι’ αὐτοῦ τὴν ἀλήθειαν καὶ περὶ ἐκείνων, τὰ ὁποῖα εἰς τὴν παροῦσαν ζωὴν ἦσαν εἰς αὐτοὺς μυστηριώδη, καὶ οἱ πιστοὶ πλέον δὲν θὰ εἶναι ἀνάγκη νὰ ἐνισχύουν τὴν πίστιν των, ἀλλὰ θὰ παραμένουν προσκεκολλημένοι εἰς αὐτὸν διὰ τῆς ἀγάπης, διότι θὰ δοθῇ χάρις καὶ ἔλεος ὑπὸ τοῦ Κυρίου εἰς τοὺς ἐκλεκτούς του καὶ ἡ προνοητικὴ καὶ πατρικὴ ἐπίσκεψίς του θὰ ἐκτείνεται διαρκῶς ἐπὶ τῶν ἀφωσιωμένων εἰς αὐτόν.
10 Οἱ δὲ ἀσεβεῖς καθὰ ἐλογίσαντο ἕξουσιν ἐπιτιμίαν, οἱ ἀμελήσαντες τοῦ δικαίου καὶ τοῦ Κυρίου ἀποστάντες. 10 Οι δε ασεβείς, σύμφωνα με τας αμαρτωλάς αυτών επιθυμίας και σκέψεις και πράξεις, θα πάρουν την δικαίαν τιμωρίαν· αυτοί, που κατεφρόνησαν τον δίκαιον και απεμακρύνθησαν από τον Θεόν. 10 Οἱ δὲ ἀσεβεῖς, οἱ ὁποῖοι παρημέλησαν καὶ περιεφρόνησαν τὸν δίκαιον καὶ ἀπεμακρύνθησαν ἀπὸ τὸν Κύριον, σύμφωνα μὲ ἐκεῖνα ποὺ ἐσκέφθησαν καὶ ἀπεφάσισαν, θὰ ἐπιτιμηθοῦν καὶ θὰ τιμωρηθοῦν.
11 σοφίαν γὰρ καὶ παιδείαν ὁ ἐξουθενῶν ταλαίπωρος, καὶ κενὴ ἡ ἐλπὶς αὐτῶν, καὶ οἱ κόποι ἀνόνητοι καὶ ἄχρηστα τὰ ἔργα αὐτῶν· 11 Διότι εκείνος, που εξουθενώνει και καταφρονεί την θείαν σοφίαν και παιδαγωγίαν, είναι ταλαίπωρος και δυστυχής. Η ελπίδα των προς μίαν άνετον και χαρμόσυνον ζωήν είναι κούφια και ανόητος. Οι κόποι των ανωφελείς, τα έργα των άχρηστα. 11 Θὰ τιμωρηθοῦν δὲ οἱ ἀσεβεῖς, διότι αὐτός, ποὺ περιφρονεῖ τὴν ἀπὸ Θεοῦ φρόνησιν καὶ παιδαγωγίαν, εἶναι ταλαίπωρος καὶ δυστυχής· καὶ τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν ἡ ἐλπίδα εἶναι κούφια καὶ ἐντελῶς ἀδειανὴ καὶ οἱ κόποι των ἀνωφελεῖς καὶ ἄκαρποι καὶ τὰ ἔργα των ἄχρηστα.
12 αἱ γυναῖκες αὐτῶν ἄφρονες, καί πονηρὰ τὰ τέκνα αὐτῶν, ἐπικατάρατος ἡ γένεσις αὐτῶν. 12 Αι γυναίκες των άμυαλοι και ασύνετοι, όπως αυτοί, και τα τέκνα των ασεβή και αμαρτωλά· κατηραμένοι θα είναι και οι απόγονοί των. 12 Αἱ γυναῖκες τῶν στεροῦνται φρονήσεως καὶ σοβαρότητος, καὶ τὰ τέκνα των εἶναι ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον γεμᾶτα κακίαν καὶ πονηρίαν καὶ ἡ γενεά των κατηραμένη.
13 ὅτι μακαρία στεῖρα ἡ ἀμίαντος, ἥτις οὐκ ἔγνω κοίτην ἐν παραπτώματι, ἕξει καρπόν ἐν ἐπισκοπῇ ψυχῶν, 13 Εξ αντιθέτου είναι μακαρία η ενάρετος εκείνη γυναίκα, η οποία, έστω και αν έμεινε στείρα, δεν εμολύνθη από άλλον άνδρα. Δεν εγνώρισεν άλλον άνδρα εις την κλίνην της, ώστε να παρασυρθή εις την αμαρτίαν. Αυτή, ως καρπόν της αρετής της, θα έχη την αμοιβήν της, όταν ο Κυριος εν τη αγαθότητί του επισκεφθή την ζωήν των δικαίων. 13 Ἐπειδὴ δὲ ἡ γενεά των θὰ εἶναι κατηραμένη, δι’ αὐτὸ ἡ στεῖρα σύζυγος τοῦ ἀσεβοῦς, ποὺ παρέμεινεν ἀμόλυντος καὶ δὲν ἐγνώρισε κλίνην ἠθικοῦ παραπτώματος δι’ ἁμαρτίας μὲ ἄλλον ἐκτὸς τοῦ συζύγου της ἄνδρα, εἶναι πανευτυχὴς καὶ μακαρία. Αὐτὴ θὰ ἔχῃ καρπὸν πολυτιμότερον τοῦ καρποῦ τῆς κοιλίας της, ὅταν ὁ Κύριος ἐπισκεφθῇ εὐμενῶς καὶ μετ’ ἀνταμοιβῶν τὰς ἁγίας ψυχάς.
14 καὶ εὐνοῦχος ὁ μὴ ἐργασάμενος ἐν χειρὶ ἀνόμημα, μηδὲ ἐνθυμηθεὶς κατὰ τοῦ Κυρίου πονηρά, δοθήσεται γὰρ αὐτῷ τῆς πίστεως χάρις ἐκλεκτὴ καὶ κλῆρος ἐν ναῷ Κυρίου θυμηρέστερος. 14 Και αυτός ακόμη ο ευνούχος, ο οποίος όμως δεν διέπραξε παρανομίαν τινά με το χέρι του, ούτε εσκέφθη κάτι το πονηρόν εναντίον του Κυρίου, θα βραβευθή δια την αξιοπιστίαν του, διότι θα δοθή εις αυτόν εκλεκτή δωρεά, τιμητική και ευχάριστος θέσις στον ναόν του Κυρίου. 14 Καὶ ὁ εὐνοῦχος, ὁ ὁποῖος δὲν ἔκαμε διὰ τῆς χειρός του παρανομίαν, οὔτε ἔβαλε μὲ τὸν νοῦν τοῦ κακὰ ἐναντίον τοῦ Κυρίου, παρὰ τὴν παλαιὰν διάταξιν τοῦ Δευτερονομίου, θὰ εἶναι καὶ αὐτὸς μακάριος, διότι θὰ δοθῇ εἰς αὐτὸν ὡς ἀμοιβὴ τῆς πίστεώς του χάρις καὶ δωρεὰ ἐκλεκτὴ καὶ ἰδιαιτέρα καὶ κληρονομικὸν μερίδιον εἰς τὸν ἐν οὐρανοῖς ναὸν τοῦ Κυρίου πολὺ τερπνότερον καὶ μακαριώτερον ἀπὸ ἐκεῖνο, τοῦ ὁποίου ἐστερήθη κατὰ τὴν παλαιὰν διάταξιν τοῦ νόμου, ἀποκλεισθεὶς τῆς ἐν τῷ Ναῷ τῆς Σιὼν διακονίας.
15 ἀγαθῶν γὰρ πόνων καρπὸς εὐκλεής, καὶ ἀδιάπτωτος ἡ ρίζα τῆς φρονήσεως. 15 Διότι ένδοξος καρπός προέρχεται πάντοτε από τους καλούς και σύμφωνα προς το θέλημα του Θεού κόπους. Ζωντανή δε και συνεχώς καρποφόρος παραμένει η ρίζα της ορθοφροσύνης και συνέσεως. 15 Εἶναι δὲ μακάριοι αἱ ὡς ἄνω στεῖραι καὶ οἱ εὐνοῦχοι, παρὰ τὸ ὅτι στεροῦνται καρποὺς κοιλίας, διότι τῶν καλῶν καὶ ἐναρέτων ἔργων ὁ καρπὸς εἶναι γεμᾶτος δόξαν, καὶ ἡ ρίζα τῆς κατὰ Θεὸν συνέσεως εἶναι ἀδιάσπαστος καὶ δὲν πίπτει ἔξω ποτέ.
16 τέκνα δὲ μοιχῶν ἀτέλεστα ἔσται, καὶ ἐκ παρανόμου κοίτης σπέρμα ἀφανισθήσεται. 16 Εξ αντιθέτου τα τέκνα των μοιχών ποτέ δεν θα προοδεύσουν. Παιδιά παρανόμου κλίνης σύντομα θα εξολοθρευθούν. 16 Τοὐναντίον δὲ τὰ παιδιὰ τῶν μοιχῶν δὲν θὰ φθάσουν εἰς εὐδοκίμησιν καὶ εἰς πλῆρες τέλος ἡμερῶν, καὶ ἀπόγονοι, οἱ ὁποῖοι προῆλθον ἀπὸ ἁμαρτωλὴν καὶ παράνομον κοίτην, θὰ ἐξολοθρευθοῦν.
17 ἐάν τε γὰρ μακρόβιοι γένωνται, εἰς οὐθὲν λογισθήσονται, καὶ ἄτιμον ἐπ᾿ ἐσχάτων τὸ γῆρας αὐτῶν· 17 Και εάν ακόμη ζήσουν μακρόν βίον, δεν θα έχουν εκ μέρους των ανθρώπων καμμίαν υπόληψιν και εκτίμησιν. Και αυτό ακόμη το γήρας των θα είναι καταφρονημένον και ανυπόληπτον. 17 Διότι καὶ ἐὰν ἀκόμη γίνουν μακρόβιοι, θὰ ὑπολογίζονται ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων ὅσον καὶ τὸ μηδέν, καὶ τὸ εἰς τὰ ἔσχατα προχωρημένον γῆρας των θὰ εἶναι χωρὶς τιμὴν καὶ ὑπόληψιν.
18 ἐάν τε ὀξέως τελευτήσωσιν, οὐχ ἕξουσιν ἐλπίδα, οὐδὲ ἐν ἡμέρᾳ διαγνώσεως παραμύθιον· 18 Εάν αποθάνουν ενωρίς, δεν θα έχουν καμμίαν ελπίδα εις την μετά θάνατον ζωήν. Ούτε και καμμίαν ελπίδα και παρηγορίαν, όταν ο Κυριος φανερώση τα κρυπτά των ανθρώπων. 18 Ἐὰν δὲ πάλιν ἀποθάνουν ἐνωρὶς καὶ πρόωρα, θὰ φύγουν ἀπὸ τὸν κόσμον αὐτὸν χωρὶς νὰ ἔχουν καμμίαν ἐλπίδα, οὔτε κατὰ τὴν ἡμέραν, κατὰ τὴν ὁποίαν θὰ ἐξετασθοῦν καὶ θὰ γνωσθοῦν τὰ πάντα, θὰ ἔχουν κάποιαν παρηγορίαν.
19 γενεᾶς γὰρ ἀδίκου χαλεπὰ τὰ τέλη. 19 Διότι γενεάς πονηράς και ασεβούς τρομερά θα είναι τα τέλη της επιγείου ζωής και η πέραν του τάφου ζωη. 19 Θὰ φύγουν δὲ χωρὶς καμμίαν ἐλπίδα, διότι τῆς ἀδίκου καὶ παρανόμου γενεᾶς τὰ τέλη θὰ εἶναι φοβερά.