Παρασκευή, 19 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:45
Δύση: 20:05
Σελ. 11 ημ.
110-256
16ος χρόνος, 5907η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΑΣΜΑ ΑΣΜΑΤΩΝ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 (Δ)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 Ιδοὺ εἶ καλή, ἡ πλησίον μου, ἰδοὺ εἶ καλή. ὀφθαλμοί σου περιστεραὶ ἐκτὸς τῆς σιωπήσεώς σου. τρίχωμά σου ὡς ἀγέλαι τῶν αἰγῶν, αἳ ἀπεκαλύφθησαν ἀπὸ τοῦ Γαλαάδ. 1 Ιδού, είσαι ωραία συ, η σύντροφος της ζωής μου. Είσαι ωραία. Τα μάτια σου είναι ωσάν δύο περιστέρια, πίσω από την διαφανή καλύπτραν του προσώπου σου. Αι τρίχες της κεφαλής σου μοιάζουν με τας αγέλας των αιγών, αι οποίαι εφάνησαν, να έρχωνται σαν κύματα από την Γαλαάδ. 1 Ἰδοὺ εἶσαι ὡραία, ἡ ἀγαπημένη καὶ πλησιεστάτη μου σύντροφος· ἰδοὺ εἶσαι ὡραία, διότι ἔφυγεν ἡ προτέρα ἀσχήμια σου. Οἱ ὀφθαλμοί σου, ἁγνοὶ καὶ μὴ ἑλκυόμενοι πλέον ἀπὸ τὰ γήϊνα, εἶναι σὰν περιστέρια κάτω ἀπὸ τὴν καλύπτραν σου, ποὺ σκεπάζει τὴν ὡραιότητα τοῦ προσώπου σου· αἱ τρίχες τῆς κεφαλῆς σου ὁμοιάζουν σὰν κοπάδια αἰγῶν, ποὺ ὅμοια πρὸς μαῦρα κύματα ἐφάνησαν στὸ ὄρος Γαλαάδ.
2 ὀδόντες σου ὡς ἀγέλαι τῶν κεκαρμένων, αἳ ἀνέβησαν ἀπὸ τοῦ λουτροῦ, αἱ πᾶσαι διδυμεύουσαι, καὶ ἀτεκνοῦσα οὐκ ἔστιν ἐν αὐταῖς. 2 Τα δόντια σου είναι λευκά, ωσάν τας αγέλας των φρεσκοκουρεμένων προβάτων, που εξήλθαν μόλις προ ολίγου αυτό το λουτρόν. Ολαι με δίδυμα, κανένα από αυτά δεν μένει στείρον. 2 Τὰ δόντια σου λευκά, συμμετρικὰ καὶ συνηρμοσμένα, σὰν κοπάδια κουρεμένων ἀμνάδων, ποὺ μόλις ἐβγῆκαν ἀπὸ τὸ λουτρὸν κατάλευκες καὶ εὔρωστες καὶ ὅλες μὲ τὰ δίδυμά τους, χωρὶς καμμία ἀπὸ αὐτὲς νὰ εἶναι στεῖρα.
3 ὡς σπαρτίον τὸ κόκκινον χείλη σου, καὶ ἡ λαλιά σου ὡραία, ὡς λέπυρον ροᾶς μῆλόν σου ἐκτὸς τῆς σιωπήσεώς σου. 3 Τα χείλη σου είναι ωσάν το κόκκινο σειρίτι, και η λαλιά σου ωραία. Καθε παρειά σου, πίσω από την διαφανή καλύπτραν του προσώπου σου, μοιάζει με ροδαλόν ήμισυ τμήμα ροδιού. 3 Τὰ χείλη σου γεμᾶτα ζωτικότητα εἶναι σὰν τὸ κόκκινον σειρήτιον, καὶ ἡ λαλιά σου ὡραία καὶ ἐλκυστική, συνδυάζουσα τὸ τερπνὸν μετὰ τοῦ ὠφελίμου· σὰν τὸ μισὸ τοῦ ροδιοῦ τὸ μάγουλό σου ὀπίσω τῆς καλύπτρας σου, κόκκινο καὶ ντροπαλὸ καὶ γεμᾶτο σεμνότητα.
4 ὡς πύργος Δαυΐδ τράχηλός σου, ὁ ᾠκοδομημένος εἰς θαλπιώθ· χίλιοι θυρεοὶ κρέμανται ἐπ᾿ αὐτόν, πᾶσαι βολίδες τῶν δυνατῶν. 4 Ο τράχηλός σου μοιάζει σαν τον ωραίον υψηλόν πύργον του Δαβίδ, ο οποίος έχει οικοδομηθή εις περίοπτον θέσιν. Χιλιαι μεγάλαι ασπίδες κρέμονται από αυτόν· πλήθος βέλη και ακόντια δια τους στρατιώτας. 4 Ὁ τράχηλός σου σὰν πύργος τοῦ Δαβίδ, ποὺ ἔχει κτισθῇ μὲ ἐπάλξεις· χίλιαι ἀσπίδες κρέμανται ἐπ’ αὐτοῦ· παντὸς εἴδους βέλη δι’ ἰσχυροὺς ὁπλίτας. Φρούριον ἀπόρθητον εἶσαι, ὦ Νύμφη, ὑψουμένη ἀκατάβλητος ἐν μέσῳ τῶν ἐχθρῶν σου, προστάτις καὶ καταφύγιον ἀσφαλὲς τῶν τέκνων σου, ὁπλίζουσα αὐτὰ ὡς στρατιώτας μου δι’ ὅπλων νικηφόρων.
5 δύο μαστοί σου ὡς δύο νεβροὶ δίδυμοι δορκάδος οἱ νεμόμενοι ἐν κρίνοις. 5 Οι δύο μαστοί σου μοιάζουν σαν δυό νεβρούς, δίδυμα ζαρκάδια, που βόσκουν ανάμεσα εις τα κρίνα. 5 Οἱ δύο μαστοί σου σὰν δύο μικρὰ δίδυμα ζαρκάδια, ποὺ βόσκουν ἐν μέσῳ κρίνων. Αἱ πηγαὶ καὶ τὰ μέσα, ἀπὸ τὰ ὁποῖα τρέφεις τὰ τέκνα σου, εἶναι καθαρά, πάλλευκα καὶ εὐώδη, οἱ θεόπνευστοι τῆς Γραφῆς λόγοι καὶ ὁ πλοῦτος της διὰ τῶν Μυστηρίων μεταδιδομένης Χάριτος.
6 ἕως οὗ διαπνεύσῃ ἡμέρα καὶ κινηθῶσιν αἱ σκιαί, πορεύσομαι ἐμαυτῷ πρὸς τὸ ὄρος τῆς σμύρνης καὶ πρὸς τὸν βουνὸν τοῦ Λιβάνου. 6 Μέχρις ότου αρχίση να σβήνη η ημέρα και να πίπτουν αι σκιαι της νυκτός, θα μεταβώ εγώ στον λόφον της σμύρνας, προς το βουνό του Λιβάνου. 6 Ἕως ὅτου ἡ ἡμέρα κατὰ τὴν ἑσπέραν δροσίσῃ καὶ μὲ τὴν δύσιν τοῦ ἡλίου κινηθοῦν αἱ σκιαί, θὰ ἀποσυρθῶ μόνος καὶ θὰ μεταβῶ εἰς τὸ ὄρος τῆς σμύρνας καὶ τοῦ θανάτου μου καὶ εἰς τὸ βουνὸ τοῦ Λιβάνου καὶ τῆς ἀναλήψεώς μου. Θὰ χωρισθῶ σωματικῶς ἀπὸ σέ, τὴν Νύμφην μου, δὲν θὰ παύσω ὅμως νὰ εἶμαι πάντοτε μαζί σου.
7 ὅλη καλὴ εἶ, πλησίον μου, καὶ μῶμος οὐκ ἔστιν ἐν σοί. 7 Συντροφέ μου, όλη είσαι ωραία. Δεν υπάρχει κανένα ψεγάδι εις σέ. 7 Ὅλη εἶσαι ὡραία, ὦ πλησιεστάτη μου σύντροφε· ἔγινες νέος ἄνθρωπος, κτίσις καινὴ καὶ δὲν ὑπάρχει πλέον οὐδ’ ἡ ἐλαχίστη ἀσχημία ἢ ζαρωματιὰ εἰς σέ. Τὸ αἷμα μου ἀπέπλυνε κάθε ἐνοχὴν καὶ κηλῖδα σου.
8 δεῦρο ἀπὸ Λιβάνου, νύμφη, δεῦρο ἀπὸ Λιβάνου· ἐλεύσῃ καὶ διελεύσῃ ἀπὸ ἀρχῆς πίστεως, ἀπὸ κεφαλῆς Σανὶρ καὶ ᾿Ερμών, ἀπὸ μανδρῶν λεόντων, ἀπὸ ὀρέων παρδάλεων. 8 Ελα κοντά μου από τον Λιβανον, ω νύμφη μου. Φυγε από τον Λιβανον και έλα. Ελα προσπέρασε την υψηλήν κορυφήν του βουνού, την κορυφήν του Σανίρ και του Ερμών, όπου υπάρχουν τα κρησφύγετα των λεόντων, το όρη όπου φωληάζουν αι παρδάλεις. 8 Ἐλθέ, ὦ νύμφη, ἀπὸ τὸν Λίβανον φύγε ἀπὸ τὸν Λίβανον, φύγε ἀπὸ τὸν πατρικόν σου οἶκον καὶ ἐλθέ· θὰ ἔλθῃς καὶ θὰ περάσῃς ἀπὸ τὴν πανύψηλον κορυφὴν τοῦ Ἀμανά, (ποὺ μεταφράζεται πίστις), καὶ ἀπὸ τὴν κορυφὴν τοῦ Σανίρ, ὅπως ἐλέγετο πκλαιότερον τὸ Ἑρμών· βουνὰ ὅπου ὑπάρχουν κρησφύγετα λεόντων καὶ ὅπου ἐνεδρεύουν παρδάλεις. Ὅλους τοὺς τόπους αὐτοὺς θὰ διέλθῃς ἀβλαβῶς. Τεθλιμμένη θὰ εἶναι ἡ πορεία σου καὶ ὡς πρόβατα ἐν μέσῳ λύκων θὰ βαδίζουν τὰ τέκνα σου· ἀσφαλὴς ὅμως καὶ θριαμβευτικὴ θὰ εἶναι ἡ πρὸς ἐμὲ προσέγγισις καὶ ἕνωσίς σου.
9 ἐκαρδίωσας ἡμᾶς, ἀδελφή μου νύμφη· ἐκαρδίωσας ἡμᾶς ἑνὶ ἀπὸ ὀφθαλμῶν σου, ἐν μιᾷ ἐνθέματι τραχήλων σου. 9 Αδελφή μου και νύμφη μου, αιχμαλώτισες την καρδίαν μας. Με ένα βλέμμα των οφθαλμών σου αιχμαλώτισες τας καρδίας μας· με ένα από τα κοσμήματα του τραχήλου σου. 9 Ἠχμαλωτισας τὴν καρδίαν μας, ἀδελφή μου Νύμφη· ἠχμαλώτισας τὴν καρδίαν μας μόνον μὲ μιὰ ματιά σου, ποὺ εἶναι τόσον ἁγνὴ καὶ καθαρά· μόνον μὲ ἓν ἀπὸ τὰ κοσμήματα τοῦ τραχήλου σου, ποὺ γίνεται πανεύμορφος διὰ τοῦ θείου ζυγοῦ τῶν θείων ἐντολῶν, μὲ τὸν ὁποῖον στολίζεται.
10 τί ἐκαλλιώθησαν μαστοί σου, ἀδελφή μου νύμφη; τί ἐκαλλιώθησαν μαστοί σου ἀπὸ οἴνου, καὶ ὀσμὴ ἱματίων σου ὑπὲρ πάντα τὰ ἀρώματα; 10 Νυμφη και αδελφή μου, διατί είναι τόσον ωραία τα στήθη σου; Διατί οι μαστοί σου είναι μεθυστικώτεροι από τον οίνον και η ευωδία των ενδυμάτων σου ανωτέρα από όλα τα αρώματα; 10 Διατὶ τόσον πολὺ ὡραῖοι εἶναι οἱ μαστοί σου, ἀδελφή μου Νύμφη; Ἀπὸ αὐτοὺς τρέφονται ὑπερφυῶς τόσα πλήθη Ἁγίων. Διατὶ οἱ μαστοί σου εἶναι τόσον ὡραῖοι καὶ θελκτικοί, μεθυστικώτεροι ἀπὸ οἶνον; Καὶ διατὶ ἡ εὐωδία τῶν ἀποπνεόντων τὴν θείαν Χάριν ἱματίων σου εἶναι ἀνωτέρα ἀπὸ ὅλα τὰ ἀρώματα;
11 κηρίον ἀποστάζουσι χείλη σου, νύμφη· μέλι καὶ γάλα ὑπὸ τὴν γλῶσσάν σου, καὶ ὀσμὴ ἱματίων σου ὡς ὀσμὴ Λιβάνου. 11 Μέλι κηρήθρας στάζουν τα χείλη σου, ω νύμφη μου. Μέλι και γάλα ρέουν, οι γλυκείς λόγοι σου, κάτω από την γλώσσαν σου. Το άρωμα των ιματίων σου είναι ωσάν την ευωδίαν του Λιβάνου. 11 Μέλι κηρήθρας στάζουν τὰ χείλη σου, ὦ Νύμφη· οἱ λόγοι σου εἶναι γλυκεῖς, ὄχι μόνον ὅταν ὡς εὔοσμον θυμίαμα ἀναβαίνουν εἰς τὸν οὐρανὸν διὰ τῶν προσευχῶν σου, ἀλλὰ καὶ εἰς ὅλας τὰς μετὰ τῶν ἀνθρώπων ἀναστροφὰς καὶ τὰς διδασκαλίας σου. Μέλι καὶ γάλα εἶναι ἀποθηκευμένα κάτω ἀπὸ τὴν γλῶσσάν σου καὶ δὲν ἐξέρχεται λόγος πικρὸς ἀπὸ τὸ στόμα σου, ἀλλ’ ἐκρέει πάντοτε ἀπὸ αὐτὸ ἡ ζωοπάροχος γλυκύτης τῶν λόγων τοῦ Θεοῦ. Καὶ αὐτὰ τὰ ἐνδύματά σου ἀναδίδουν τῶν ἀρετῶν τὸν ἱερὸν λιβανωτόν. Σὰν τοῦ Λιβάνου μοιάζει τὸ ἄρωμά των.
12 κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη. 12 Αδελφή μου και νύμφη μου, σεμνή και ωραία, είσαι κήπος κλεισμένος, κήπος κλεισμένος και πηγή εσφραγισμένη. 12 Κῆπος κλεισμένος, περιφραγμένος διὰ τοῦ φραγμοῦ τῶν θείων ἐντολῶν, ἀνοικτὸς μόνον εἰς τὸν Νυμφίον καὶ εἰς τοὺς ἀφωσιωμένους εἰς αὐτὸν παράδεισος ἄχραντος καὶ εὐθαλὴς εἶσαι, ἀδελφή μου Νύμφη· κῆπος κατάκλειστος εἰς τὸν ἀμετανόητον κόσμον τῆς ἁμαρτίας· πηγὴ ἀστείρευτος καὶ ζωηφόρος, σφραγισμένη μὲ βασιλικὴν σφραγῖδα, τὴν ὁποίαν μόνος ὁ Νυμφίος σου δικαιοῦται νὰ ἀνοίξῃ.
13 ἀποστολαί σου παράδεισος ροῶν μετὰ καρποῦ ἀκροδρύων, κύπροι μετὰ νάρδων, 13 Τα βλαστάνοντα στον κήπον σου, είναι ωσάν ωραίες ροδιές με κρεμασμένους τους καρπούς των εις τα ακρινά βλαστάρια των. Μοιάζουν με ανθισμένο αμπέλι και νάρδους. 13 Τὰ βλαστήματα καὶ φυτά σου σωστὸς παράδεισος ἀπὸ ροδιὲς καὶ καρποὺς μὲ ξύλινον περίβλημα (τσόφλι) ποικίλους, καθὼς καὶ εὐώδεις κύπροι μαζὶ μὲ νάρδους. Εὔγευστοι καὶ μοσχοβολοῦντες καρποὶ εἰς πλῆθος, σύμβολα πάσης ἀρετῆς, ποὺ λαμπρύνει τὰς φάλαγγας τῶν Ἁγίων τῆς καὶ καθιστοῦν τὴν Νύμφην παράδεισον ἐπίγειον ἅμα καὶ οὐράνιον.
14 νάρδος καὶ κρόκος, κάλαμος καὶ κιννάμωμον μετὰ πάντων ξύλων τοῦ Λιβάνου, σμύρνα ἀλὼθ μετὰ πάντων πρώτων μύρων. 14 Αρωματικός νάρδος και κρόκος ανθούν εκεί, κανέλλα και κιννάμωμον και όλα τα δένδρα του Λιβάνου, η αρωματική σμύρνα, η αλόη και όλα τα εξαίρετα μύρα. 14 Ὅλα τὰ εὐώδη φυτὰ καὶ τὰ δένδρα τοῦ Λιβάνου μὲ ὅλα τὰ ἐξαίρετα καὶ πρῶτα μύρα, διὰ τῶν ὁποίων πάντων συμβολίζεται ἡ νέκρωσις τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου καὶ ἡ εὐωδία τῆς ἁγιότητος καὶ ποικίλης ἀρετῆς, ἅτινα καλλιεργούνται καὶ ἀνθοῦν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ.
15 πηγὴ κήπου καὶ φρέαρ ὕδατος ζῶντος καὶ ροιζοῦντος ἀπὸ τοῦ Λιβάνου. 15 Μέσα στον κήπον υπάρχει φρέαρ και πηγή, που αναβλύζει ολοδροσον νερό· καταρράκτης, που με βουητό κατεβαίνει από τον Λιβανον. 15 Καὶ ὁ κῆπος ποτίζεται ἀπὸ πηγὴν καὶ φρέαρ βαθύ, ποὺ τρέχει συνεχῶς· καὶ ἀστείρευτα καὶ καταβαίνει μὲ βοὴν ἀπὸ τὸ ὕψος τοῦ Λιβάνου, τὸ ὁποῖον συμβολίζει τοῦ Ἁγίου Πνεύματος τὴν κάθοδον καὶ γίνεται εἰς τὰς καρδίας πάντων τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας πηγὴ ὕδατος ζῶντος, ἁλλομένου εἰς ζωὴν αἰώνιον.
16 ᾿Εξεγέρθητι, βορρᾶ, καὶ ἔρχου, νότε, διάπνευσον κῆπόν μου, καὶ ρευσάτωσαν ἀρώματά μου· καταβήτω ἀδελφιδός μου εἰς κῆπον αὐτοῦ καὶ φαγέτω καρπὸν ἀκροδρύων αὐτοῦ. 16 Σηκω άνεμε του βορρά, έλα και συ άνεμε του νότου, πνεύσατε στον κήπον μου. Ας διαλυθούν παντού τα αρώματά μου, ας κατεβή ο αγαπητός μου στον κήπον μου και ας φάγη τους ωρίμους καρπούς, που κρέμονται από τους βλαστούς των δένδρων μου. 16 Σήκω δυνατός, βοριᾶ, ἔλα καὶ σύ, νότε· πνεύσατε εἰς τὸν κῆπον μου καὶ ἂς ξεχυθοῦν τὰ ἀρώματά μου. Ἂς πνεύσῃ εἰς ὁλόκληρον τὸ θεῖον γεώργιόν μου πλούσια ἡ ἔκχυσις τοῦ Πνεύματος· ἂς καλλιεργηθῇ δὲ τοῦτο διὰ δοκιμασιῶν καὶ θείων παρακλήσεων, διὰ νὰ καθίσταται ὁλονὲν πλουσιώτερον εἰς δαψίλειαν καρπῶν καὶ εὐωδέστερον εἰς παραγωγὴν ἀρωμάτων.