Παρασκευή, 29 Μαρτίου 2024
Ανατ: 06:15
Δύση: 18:46
Σελ. 20 ημ.
89-277
16ος χρόνος, 5886η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΕΣΔΡΑΣ Α' - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6 (Ϛ)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΕΝ δὲ τῷ δευτέρῳ ἔτει τῆς Δαρείου βασιλείας ἐπροφήτευσεν ᾿Αγγαῖος καὶ Ζαχαρίας ὁ τοῦ ᾿Αδδὼ οἱ προφῆται ἐπὶ τοὺς ᾿Ιουδαίους τοὺς ἐν τῇ ᾿Ιουδαίᾳ καὶ ῾Ιερουσαλὴμ ἐπὶ τῷ ὀνόματι Κυρίου Θεοῦ ᾿Ισραὴλ ἐπ᾿ αὐτούς. 1 Κατά το δεύτερον έτος της βασιλείας του Δαρείου, ενεφανίσθησαν προφήται ο Αγγαίος και ο Ζαχαρίας ο υιός του Αδδώ στους Ιουδαίους, οι οποίοι ευρίσκοντο εις την Ιερουσαλήμ και επροφήτευον επί τω ονόματι Κυρίου του Θεού του Ισραήλ. 1 Κατὰ δὲ τὸ δεύτερον ἔτος τῆς βασιλείας τοῦ Δαρείου ἐπροφήτευαν μεταξὺ τῶν Ἰουδαίων, οἱ ὁποῖοι διέμεναν εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ τὴν Ἰουδαίαν, καὶ ὠμιλοῦσαν πρὸς αὐτοὺς ἐν ὀνόματι Κυρίου, τοῦ Θεοῦ τοῦ Ἰσραήλ, οἱ προφῆται Ἀγγαῖος καὶ Ζαχαρίας, ὁ ἀπόγονος τοῦ Ἀδδώ.
2 τότε στὰς Ζοροβάβελ ὁ τοῦ Σαλαθιὴλ καὶ ᾿Ιησοῦς ὁ τοῦ ᾿Ιωσεδὲκ ἤρξαντο οἰκοδομεῖν τὸν οἶκον τοῦ Κυρίου τὸν ἐν ῾Ιερουσαλήμ, συνόντων τῶν προφητῶν τοῦ Κυρίου βοηθούντων αὐτοῖς. 2 Τοτε ο Ζοροβάβελ ο υιός του Σαλαθιήλ, και ο Ιησούς ο υιός του Ιωσεδέκ, ήρχισαν με θάρρος και επιμονήν να ανοικοδομούν τον ναόν του Κυρίου εις την Ιερουσαλήμ παρόντων και των προφητών αυτών του Κυρίου, οι οποίοι και τους εβοηθούσαν. 2 Τότε δὲ ἀκριβῶς ἀνέλαβε τὴν πρωτοβουλίαν ὁ Ζοροβάβελ, ὁ υἱὸς τοῦ Σαλαθιήλ, μαζὶ μὲ τὸν Ἰησοῦν, τὸν υἱὸν τοῦ Ἰωσεδέκ, καὶ ἄρχισαν τὸ ἔργον τῆς ἀνεγέρσεως τοῦ Ναοῦ τοῦ Κυρίου εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ, μὲ τὴν συμπαράστασιν καὶ βοήθειαν τῶν δύο αὐτῶν Προφητῶν.
3 ἐν αὐτῷ τῷ χρόνῳ παρῆν πρὸς αὐτοὺς Σισίννης ὁ ἔπαρχος Συρίας καὶ Φοινίκης καὶ Σαθραβουζάνης καὶ οἱ συνεταῖροι καὶ εἶπαν αὐτοῖς· 3 Κατά τον καιρόν εκείνον ήλθαν προς τους Ιουδαίους της Ιερουσαλήμ ο Σισίννης, ο διοικητής της Συρίας και της Φοινίκης, ο Σαθραβουζάνης και οι σύντροφοί των και είπαν προς τους Ιουδαίους· 3 Ἦλθεν ὅμως τότε καὶ τοὺς συνήντησεν ὁ ἔπαρχος τῆς Συρίας καὶ τῆς Φοινίκης Σισίννης μαζὶ μὲ τὸν Σαθραβουζάνην καὶ τοὺς συμμάχους των καὶ τοὺς εἶπαν:
4 τίνος ὑμῖν συντάξαντος τὸν οἶκον τοῦτον οἰκοδομεῖτε, καὶ τὴν στέγην ταύτην καὶ τὰ ἄλλα πάντα ἐπιτελεῖτε; καὶ τίνες εἰσὶν οἰκοδόμοι οἱ ταῦτα ἐπιτελοῦντες; 4 “ποίος είναι εκείνος ο οποίος σας έδωσε την διαταγήν και την άδειαν να ανοικοδομήσετε τον ναόν τούτον, επάνω στον οποίον θέτετε αυτήν την στέγην, όπως επίσης και να εκτελήτε όλα τα άλλα έργα; Ποίοι είναι οι κτίσται, οι οποίοι εκτελούν την ανοικοδόμησιν αυτήν;” 4 Ἀπὸ ποῖον ἐπήρατε τὴν ἔγκρισιν καὶ οἰκοδομεῖτε αὐτὸν τὸν Ναὸν καὶ βάζετε ἤδη καὶ τὴν στέγην του καὶ κάμνετε ὅλα αὐτά, ποὺ κάμνετε; Καὶ ποιοὶ εἶναι οἱ οἰκοδόμοι, ποὺ ἀνέλαβαν καὶ προχωροῦν αὐτὰ τὰ ἔργα;
5 καὶ ἔσχοσαν χάριν ἐπισκοπῆς γενομένης ἐπὶ τὴν αἰχμαλωσίαν παρὰ τοῦ Κυρίου οἱ πρεσβύτεροι τῶν ᾿Ιουδαίων 5 Οι προϊστάμενοι των Ιουδαίων έδωσαν ικανοποιητικάς εξηγήσεις και απαντήσεις και ευρήκαν χάριν ενώπιον των αρχόντων εκείνων, διότι ο Κυριος είχεν επιβλέψει με ευμένειαν στους εκ της αιχμαλωσίας επανελθόντας. 5 Ἐφώτισε δὲ ὁ Κύριος, ποὺ ἐπέβλεπε μὲ εὐμένειαν πρὸς τοὺς ἀπελευθέρους ἀπὸ τὴν αἰχμαλωσίαν Ἰουδαίους, τοὺς προεστούς των καὶ ἔδωσαν ἀπαντήσεις, ποὺ ἰκανοποίησαν τὸν ἔπαρχον τῆς Συρίας καὶ τοὺς ὑπολοίπους.
6 καὶ οὐκ ἐκωλύθησαν τῆς οἰκοδομῆς, μέχρις οὗ ὑποσημανθῆναι Δαρείῳ περὶ αὐτῶν καὶ προσφωνηθῆναι. 6 Δια τούτο δε και δεν ημποδίσθησαν από την ανοικοδόμησιν, μέχρις ότου το γεγονός ανεφέρθη στον Δαρείον, από τον οποίον και ήλθεν η σχετική απάντησις. 6 Ἔτσι δὲν ἐμποδίσθηκαν οἱ Ἰουδαῖοι εἰς τὸ ἔργον τῆς ἀνοικοδομήσεως. Συνέχισαν τὸ ἔργον τῶν καὶ κατὰ τὸ διάστημα ποὺ οἱ ἄρχοντες αὐτοὶ ἔστειλαν εἰδικὴν ἀναφορὰν εἰς τὸν βασιλέα Δαρεῖον διὰ τὸ θέμα αὐτὸ καὶ ἕως ὅτου πάρουν τὴν σχετικὴν ἀπάντησιν τοῦ βασιλέως.
7 ᾿Αντίγραφον ἐπιστολῆς, ἧς ἔγραψε Δαρείῳ καὶ ἀπέστειλαν· «Σισίννης ὁ ἔπαρχος Συρίας καὶ Φοινίκης καὶ Σαθραβουζάνης καὶ οἱ συνεταῖροι οἱ ἐν Συρίᾳ καὶ Φοινίκῃ ἡγεμόνες βασιλεῖ Δαρείῳ χαίρειν. 7 Αντίγραφαν της επιστολής, την οποίαν έγραψον και έστειλαν προς τον Δαρείον, είναι το εξής· “ο Σισίννης ο διοικητής της Συρίας και της Φοινίκης και ο Σαθραβουζάνης και οι σύντροφοί των οι ηγεμόνες εις την Συρίαν και την Φοινίκην χαιρετίζουν ευλαβώς τον βασιλέα Δαρείον. 7 Τὸ δὲ ἀκριβὲς ἀντίγραφον τῆς ἐπιστολῆς, τὴν ὁποίαν ἔγραψαν καὶ ἀπέστειλαν αὐτοὶ εἰς τὸν Δαρεῖον, εἶναι τὸ ἑξῆς: Ὁ Σισίννης, ὁ ἔπαρχος τῆς Συρίας καὶ Φοινίκης, καὶ ὁ Σαθραβουζάνης καὶ οἱ σύμμαχοί των ἡγεμόνες, ποὺ εὑρίσκονται εἰς τὴν Συρίαν καὶ τὴν Φοινίκην, εὔχονται εἰς τὸν βασιλέα Δαρεῖον νὰ χαίρῃ καὶ νὰ εὐτυχῇ.
8 πάντα γνωστὰ ἔστω τῷ κυρίῳ ἡμῶν τῷ βασιλεῖ, ὅτι παραγενόμενοι εἰς τὴν χώραν τῆς ᾿Ιουδαίας καὶ ἐλθόντες εἰς ῾Ιερουσαλὴμ τὴν πόλιν κατελάβομεν τῆς αἰχμαλωσίας τοὺς πρεσβυτέρους τῶν ᾿Ιουδαίων ἐν ῾Ιερουσαλὴμ τῇ πόλει οἰκοδομοῦντας οἶκον τῷ Κυρίῳ μέγαν, καινὸν διὰ λίθων ξυστῶν πολυτελῶν, ξύλων τιθεμένων ἐν τοῖς τοίχοις, 8 Ας γίνουν όλα γνωστά στον κύριον ημών τον βασιλέα. Οτι δηλαδή ημείς μετέβημεν εις την χώραν της Ιουδαίας, ήλθομεν εις την πόλιν της Ιερουσαλήμ και εκεί ευρήκαμεν τους αρχηγούς των Ιουδαίων, που επανήλθαν από την αιχμαλωσίαν εις την Ιερουσαλήμ, να ανοικοδομούν μεγάλον και καινουργή ναόν στον Κυριον με λίθους πολυτελείς πελεκητούς και με ξύλα εντιθέμενα μέσα στους τοίχους. 8 Θέλομεν νὰ γνωστοποιήσωμεν τὰ πάντα εἰς τὸν κύριον καὶ βασιλέα μας διὰ τὸ ἑξῆς θέμα: Ἐπήγαμεν εἰς τὴν χώραν τῆς Ἰουδαίας καί, ὅταν ἐφθάσαμεν εἰς τὴν πόλιν Ἱερουσαλήμ, εἴδαμεν τοὺς προεστοὺς τῶν Ἰουδαίων, ποὺ εἶχαν ἐπιστρέφει ἀπὸ τὴν αἰχμαλωσίαν εἰς τὴν πόλιν Ἱερουσαλήμ, νὰ οἰκοδομοῦν πρὸς τιμὴν τοῦ Κυρίου νέον μεγάλον Ναὸν μὲ λίθους πολυτελεῖς πελεκητοὺς καὶ μὲ ξύλα, ποὺ τὰ ἐτοποθετοῦσαν ἐνδιαμέσως εἰς τοὺς τοίχους διὰ τὴν στερέωσίν των.
9 καὶ τὰ ἔργα ἐκεῖνα ἐπὶ σπουδῆς γινόμενα καὶ εὐοδούμενον τὸ ἔργον ἐν ταῖς χερσὶν αὐτῶν καὶ ἐν πάσῃ δόξῃ, καὶ ἐπιμελείᾳ συντελούμενον. 9 Τα έργα της ανοικοδομησεως πραγματοποιούνται με μεγάλον ζήλον και δια τούτο κατευοδώνεται ολο το έργον, το οποίον ευρίσκεται εις τα χέρια αυτών και ολοκληρώνεται με κάθε λαμπρότητα και επιμέλειαν. 9 Τὰ ἔργα αὐτὰ τὰ ἔκαμναν μὲ ζῆλον καὶ σπουδὴν καὶ τὸ ὅλον ἔργον τῆς ἀνοικοδομήσεως προώδευε χάρις εἰς τὸν κόπον τῶν χεριῶν των καὶ ἐγίνετο σπουδαῖον καὶ λαμπρόν, μὲ πολλὴν ἐπιμέλειαν.
10 τότε ἐπυνθανόμεθα τῶν πρεσβυτέρων τούτων λέγοντες· τίνος ὑμῖν προστάξαντος οἰκοδομεῖτε τὸν οἶκον τοῦτον καὶ τὰ ἔργα ταῦτα θεμελιοῦτε; 10 Τοτε ζητήσαμεν πληροφορίας από τους αρχηγούς των και τους είπαμεν· Κατόπιν διαταγής και αδείας τίνος ανοικοδομείτε τον ναόν τούτον και θεμελιώνετε αυτά τα έργα; 10 Ἐρωτήσαμεν τότε τοὺς προεστοὺς τῶν Ἰουδαίων καὶ τοὺς εἴπαμεν: Ποοὸς σᾶς ἔδωσε τὴν ἄδειαν καὶ οἰκοδομεῖτε αὐτὸν τὸν Ναὸν καὶ ἐθεμελιώσατε αὐτὰ τὰ ἔργα;
11 ἐπερωτήσαμεν οὖν αὐτοὺς εἵνεκεν τοῦ γνωρίσαι σοι καὶ γράψαι σοι τοὺς ἀνθρώπους τοὺς ἀφηγουμένους καὶ τὴν ὀνοματογραφίαν ᾐτοῦμεν αὐτοὺς τῶν προκαθηγουμένων. 11 Τους ηρωτήσαμεν δέ, δια να γράψωμεν προς σε και σου καταστήσωμεν γνωστούς τους ανθρώπους, που έχουν την αρχηγίαν και την ευθύνην του έργου αυτού. Εζητήσαμεν, λοιπόν, από αυτούς τα ονόματα των αρχηγών των. 11 Τοὺς ἐρωτήσαμεν δὲ λεπτομερῶς, διότι ἠθέλαμεν νὰ σοῦ γνωστοποιήσωμεν τὸ γεγονὸς καὶ νὰ σοῦ στείλωμεν κατάλογον ὀνομαστικὸν τῶν ἀνθρώπων, ποὺ πρωτοστατοῦν εἰς τὴν ἀνοικοδόμησιν τοῦ Ναοῦ των. Δι' αὐτὸ ἐζητήσαμεν τὰ ὀνόματα καὶ τὰ στοιχεῖα τῶν προϊσταμένων των.
12 οἱ δὲ ἀπεκρίθησαν ἡμῖν λέγοντες· ἡμεῖς ἐσμεν παῖδες τοῦ Κυρίου τοῦ κτίσαντος τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν· 12 Εκείνοι μας απήντησαν και είπαν· Ημείς είμεθα δούλοι Κυρίου του Θεού, ο οποίος εδιμιούργησε τον ουρανόν και την γην. 12 Καὶ αὐτοὶ ἀπεκρίθησαν καὶ μᾶς εἶπαν: Ἐμεῖς εἴμαστε δοῦλοι τοῦ Κυρίου, ὁ Ὁποῖος ἐδημιούργησε τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν.
13 καὶ ᾠκοδόμητο οἶκος ἔμπροσθεν ἐτῶν πλειόνων διὰ βασιλέως τοῦ ᾿Ισραὴλ μεγάλου καὶ ἰσχυροῦ καὶ ἐπετελέσθη. 13 Ο ναός αυτός είχεν οικοδομηθή προηγουμένως εδώ και πολλά χρόνια υπό ενός μεγάλου και ισχυρού βασιλέως των Ισραηλιτών και είχεν αποπερατωθή υπ'αυτού. 13 Εἰς τὸν τόπον αὐτόν, πρὶν ἀπὸ πολλὰ χρόνια, ἕνας δυνατὸς καὶ μεγάλος βασιλεὺς τοῦ Ἰσραὴλ ἔκτισε Ναὸν τοῦ Κυρίου καὶ τὸν ἀποπεράτωσε.
14 καὶ ἐπεὶ οἱ πατέρες ἡμῶν παραπικράναντες ἥμαρτον εἰς τὸν Κύριον τοῦ ᾿Ισραὴλ τὸν οὐράνιον, παρέδωκεν αὐτοὺς εἰς χεῖρας Ναβουχοδονόσορ βασιλέως Βαβυλῶνος βασιλέως τῶν Χαλδαίων· 14 Επειδή όμως οι πρόγονοί μας ημάρτησαν και παρώργισαν Κυριον τον Θεόν του ισραηλιτικού λαού, ο οποίος κατοικεί στον ουρανόν, παρέδωκεν αυτούς δούλους εις τα χέρια του Ναβουχοδονόσορός, ο οποίος, με πρωτεύουσαν την Βαβυλώνα, ήτο βασιλεύς των Χαλδαίων. 14 Ἐπειδὴ ὅμως οἱ πρόγονοί μας μὲ τὰς ἁμαρτίας των ἐλύπησαν καὶ ἐπίκραναν τὸν Κύριον καὶ Θεὸν τοῦ Ἰσραήλ, τὸν οὐράνιον βασιλέα μας, τοὺς ἐτιμώρησεν Ἐκεῖνος μὲ τὸ νὰ τοὺς παραδώσῃ εἰς τὰ χέρια τοῦ βασιλέως τῆς Βαβυλῶνος,ποὺ ἐλέγετο Ναβονχοδονόσορ καὶ ἦτο βασιλεὺς τῶν Χαλδαίων.
15 τόν τε οἶκον καθελόντες ἐνεπύρισαν καὶ τὸν λαὸν ἠχμαλώτευσαν εἰς Βαβυλῶνα. 15 Τοτε δε οι Χαλδαίοι εκείνοι κατεκρήμνισαν τον ναόν και τον παρέδωσαν στο πυρ, τον δε λαόν έφεραν αιχμάλωτον εις την Βαβυλώνα. 15 Τότε λοιπὸν οἱ Χαλδαῖοι κατεκρήμνισαν καὶ ἔκαναν ἐκεῖνον τὸν Ναὸν καὶ αἰχμαλώτισαν τὸν Ἰουδαϊκὸν λαὸν καὶ τὸν ἔσυραν εἰς τὴν Βαβυλῶνα.
16 ἐν δὲ τῷ πρώτῳ ἔτει βασιλεύοντος Κύρου χώρας Βαβυλωνίας ἔγραψεν ὁ βασιλεὺς Κῦρος τὸν οἶκον τοῦτον οἰκοδομῆσαι· 16 Αλλά, όταν έγινεν βασιλεύς εις την χώραν της Βαβυλώνος Κύρος, κατά το πρώτον έτος της βασιλείας του έγραψε διαταγήν, δια της οποίας επέτρεπε να ανοικοδομηθή ο ναός ούτος. 16 Κατὰ τὸ πρῶτον ὅμως ἔτος τῆς βασιλείας τὸν βασιλέως τὸν κράτους τῆς Βαβυλῶνος Κῦρου ἐδόθη ἀπὸ τὸν βασιλέα Κῦρον γραπτὴ ἄδεια καὶ ἐντολὴ διὰ τὴν ἀνοικοδόμησιν τὸν Ναοῦ αὐτοῦ.
17 καὶ τὰ ἱερὰ σκεύη τὰ χρυσᾶ καὶ τὰ ἀργυρᾶ, ἃ ἐξήνεγκε Ναβουχοδονόσορ ἐκ τοῦ οἴκου τοῦ ἐν ῾Ιερουσαλὴμ καὶ ἀπηρείσατο αὐτὰ ἐν τῷ αὐτοῦ ναῷ, πάλιν ἐξήνεγκεν αὐτὰ Κῦρος ὁ βασιλεὺς ἐκ τοῦ ναοῦ τοῦ ἐν Βαβυλωνίᾳ, καὶ παρεδόθη Σαβανασσάρῳ Ζοροβάβελ τῷ ἐπάρχῳ, 17 Τα δε ιερά σκεύη και τα αργυρά, τα οποία ο Ναβουχοδονόσορ είχε μεταφέρει από τον ναόν της Ιερουσαλήμ και τα είχε τοποθετήσει στον ιδικόν του ναόν, ο βασιλεύς Κύρος τα επήρε πάλι από τον ναόν της Βαβυλώνος και τα παρέδωκεν στον Ζοροβάβελ, ο οποίος ήτο Σαβανάσσαρος, δηλαδή αρχηγός των Ιουδαίων. 17 Ἔβγαλε μάλιστα ὁ βασιλεὺς Κῦρος ἀπὸ τὸν ναὸν τῆς Βαβυλῶνος καὶ τὰ ἱερὰ σκεύη, τὰ χρυσᾶ καὶ τὰ ἀσημένια, τὰ ὁποῖα εἶχε πάρει ὁ Ναβουχοδονόσορ ἀπὸ τὸν Ναὸν τῆς Ἱερουσαλὴμ καὶ τὰ εἶχε βάλει εἰς τὸν ναόν του, καὶ τὰ παρέδωσεν εἰς τὸν Σαβανάσσαρον Ζοροβάβελ, ποὺ ἦτο διοικητὴς τῶν Ἰουδαίων.
18 καὶ ἐπετάγη αὐτῷ, καὶ ἀπήνεγκε πάντα τὰ σκεύη ταῦτα ἀποθεῖναι ἐν τῷ ναῷ τῷ ἐν ῾Ιερουσαλὴμ καὶ τὸν ναὸν τοῦ Κυρίου οἰκοδομηθῆναι ἐπὶ τοῦ τόπου. 18 Εδόθη δε εις αυτόν η διαταγή να επανέλθη. Αυτός, λοιπόν, επανέφερεν όλα αυτά τα ιερά σκεύη, δια να τα επανατοποθετήση στον ναόν της Ιερουσαλήμ, αφού πρώτον ανοικοδομηθή ούτος στον τόπον, όπου υπήρχε προηγουμένως. 18 Διέταξε δὲ ὁ βασιλεὺς Κῦρος τὸν Ζοροβάβελ καὶ τὰ ἐπανέφερεν εἰς τὸν τόπον των, διὰ να τὰ ἀποθέσῃ εἰς τὸν Ναὸν τῆς Ἱερουσαλήμ. Τὸν διέταξεν ἐπίσης νὰ κτίσῃ τὸν Ναὸν τὸν Κυρίου εἰς τὸν τόπον, ὅπου ἦτο κτισμένος προηγουμένως.
19 τότε ὁ Σαβανάσσαρος παραγενόμενος ἀνεβάλετο τοὺς θεμελίους τοῦ οἴκου Κυρίου τοῦ ἐν ῾Ιερουσαλήμ, καὶ ἀπ᾿ ἐκείνου μέχρι τοῦ νῦν οἰκοδομούμενος οὐκ ἔλαβε συντέλειαν. 19 Τοτε ο Σαβανάσσαρος, ο διοικητής των Ιουδαίων, ήλθε και έθεσε τα θεμέλια του ναού του Κυρίου εις την Ιερουσαλήμ. Και από την ημέραν εκείνην έως τώρα ανοικοδομείται αυτός ο ναός, αλλά ακόμη δεν έχει αποπερατωθή 19 Κατόπιν τῆς διαταγῆς αὐτῆς τοῦ βασιλέως ὁ Σαβανάσσαρος ἦλθεν ἐδῶ καὶ ἐθεμελίωσε τὸν Ναὸν τὸν Κυρίου εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ. Αὐτὸς εἶναι ὁ Ναός, ποὺ οἰκοδομεῖται ἀπὸ ἐκείνην τὴν ἡμέραν ἕως τώρα καὶ ποὺ δὲν ἔχει ὁλοκληρωθῇ ἀκόμη.
20 νῦν οὖν εἰ κρίνεται, βασιλεῦ, ἐπισκεπήτω ἐν τοῖς βασιλικοῖς βιβλιοφυλακίοις τοῦ Κύρου· 20 Εάν λοιπόν, βασιλεύ, είναι της εγκρίσεώς σου, ας ερευνηθούν τα βασιλικά αρχεία του Κυρου. 20 Τώρα λοιπόν, μεγαλειότατε, ἐὰν τὸ κρίνετε σωστόν, ἂς γίνῃ ἔρευνα εἰς τὰ βασιλικὰ Ἀρχεῖα τὸν βασιλέως Κύρου.
21 καὶ ἐὰν εὑρίσκηται μετὰ τῆς γνώμης Κύρου τοῦ βασιλέως γενομένην τὴν οἰκοδομὴν τοῦ οἴκου Κυρίου τοῦ ἐν ῾Ιερουσαλὴμ καὶ κρίνηται τῷ κυρίῳ βασιλεῖ ἡμῶν, προσφωνησάτω ἡμῖν περὶ τούτων». 21 Εάν δε ευρεθή ότι η γενομένη ανοικοδόμησις του ναού του Κυρίου εις την Ιερουσαλήμ είναι, σύμφωνος με την γνώμην του βασιλέως Κυρου, έχει δε και την έγκρισιν του κυρίου και βασιλέως μας η εργασία αυτή, ας σταλή προς ημάς σχετική απάντησις επί του ζητήματος τούτου”. 21 Καὶ ἐὰν διαπιστωθῆ ὅτι πράγματι ἡ ἀνοικοδόμησις αὐτὴ τοῦ Ναοῦ τοῦ Κυρίου εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ εἶναι σύμφωνος πρὸς τὴν γνώμην τὸν βασιλέως Κύρου καὶ ἐὰν ἐπίσης ἐγκρίνεται καὶ ἀπὸ σέ, τὸν κύριον καὶ βασιλέα μας, παρακαλοῦμεν νὰ μᾶς δώσετε κάποιαν ἀπάντησιν, διὰ νὰ γνωρίζωμεν τὶ νὰ κάμωμεν ὡς πρὸς τὰ θέματα αὐτά.
22 Τότε ὁ βασιλεὺς Δαρεῖος προσέταξεν ἐπισκέψασθαι ἐν τοῖς βιβλιοφυλακίοις τοῖς κειμένοις ἐν Βαβυλῶνι, και εὑρέθη ἐν ᾿Εκβατάνοις τῇ βάρει τῇ ἐν Μηδίᾳ χώρᾳ τόμος εἷς, ἐν ᾧ ὑπομνημάτιστο τάδε· 22 Τοτε ο βασιλεύς Δαρείος έδωσε διαταγήν να ερευνηθούν τα αρχεία, τα οποία ευρίσκοντο εις την Βαβυλώνα. Εκεί, στον πύργον των Εκβατάνων εις την χώραν της Μηδίας, ευρέθη πράγματι ένας τόμος, στον οποίον είχον καταγραφή τα εξής· 22 Τότε ὁ βασιλεὺς Δαρεῖος διέταξε νὰ ἐρευνήσουν οἱ ἁρμόδιοι ὑπάλληλοι τὰ Ἀρχεῖα, ποὺ ὑπῆρχαν εἰς τὴν Βαβυλῶνα, καὶ εὑρέθη πράγματι εἰς τὸν πύργον τῶν Ἐκβατάνων, πόλεως τῆς χώρας Μηδίας, ἕνας τόμος, εἰς τὸν ὁποῖον εἶχαν καταγραφῆ τὰ ἑξῆς:
23 «῎Ετους πρώτου βασιλεύοντος Κύρου βασιλεὺς Κῦρος προσέταξε τὸν οἶκον τοῦ Κυρίου τὸν ἐν ῾Ιερουσαλὴμ οἰκοδομῆσαι, ὅπου ἐπιθύουσι διὰ πυρὸς ἐνδελεχοῦς, 23 “Κατά το πρώτον έτος της βασιλείας του Κυρου ο βασιλεύς Κύρος έδωσε διαταγήν να ανοικοδομήσουν τον ναόν του Κυρίου τον εις την Ιερουσαλήμ, όπου οι ιερείς των Ιουδαίων θα προσφέρουν τας θυσίας των επί του παντοτεινού εκεί πυρός. 23 Κατὰ τὸ πρῶτον ἔτος τῆς βασιλείας τοῦ Κύρου ὁ βασιλεὺς Κῦρος διέταξε νὰ ἀνεγείρουν τὸν Ναὸν τοῦ Κυρίου εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ, εἰς τὸν ὁποῖον θὰ προσφέρωνται θυσίαι ἐπάνω εἰς τὴν φωτιὰν τοῦ θυσιαστηρίου, ποὺ θὰ καίῃ συνεχῶς.
24 οὗ τὸ ὕψος πηχῶν ἑξήκοντα, πλάτος πηχῶν ἑξήκοντα, διὰ δόμων λιθίνων ξυστῶν τριῶν καὶ δόμου ξυλίνου ἐγχωρίου καινοῦ ἑνός, καὶ τὸ δαπάνημα δοθῆναι ἐκ τοῦ οἴκου Κύρου τοῦ βασιλέως, 24 Το ιερός του ναού τούτου θα είναι εξήκοντα εβραϊκοί πήχεις, το δε πλάτος θα είναι επίσης εξήκοντα πήχεις. Ο ναός θα κτισθή με τρεις σειράς πελεκητούς μεγάλους λίθους και με μίαν εσωτερικήν σειράν εγχωρίου καινούργιου ξύλου. Η δαπάνη, που θα απαιτηθή, δίδεται από το βασιλικόν ταμείον του βασιλέως Κυρου. 24 Τὸ ὕψος τοῦ Ναοῦ αὐτοῦ θὰ εἶναι ἑξῆντα πήχεις (τριάντα περίπου μέτρα) καὶ τὸ πλάτος του ἐπίσης ἑξῆντα πήχεις. Θὰ κτισθῇ δὲ μὲ τρεῖς σειρὰς πελεκητῶν λίθων καὶ μίαν σειρὰν ἐντοιχισμένου, ἐγχωρίου καινούργιου ξύλου. Τὰ ἔξοδα διὰ τὴν ἀνοικοδόμησίν του θὰ καλυφθοῦν ἀπὸ τὸ ταμεῖον τοῦ βασιλέως Κύρου.
25 καὶ τὰ ἱερὰ σκεύη τοῦ οἴκου Κυρίου τά τε χρυσᾶ καὶ ἀργυρᾶ, ἃ ἐξήνεγκε Ναβουχοδονόσορ ἐκ τοῦ οἴκου τοῦ ἐν ῾Ιερουσαλὴμ καὶ ἀπήνεγκεν εἰς Βαβυλῶνα, ἀποκατασταθῆναι εἰς τὸν οἶκον τὸν ἐν ῾Ιερουσαλήμ, οὗ ἦν κείμενα, ὅπως τεθῇ ἐκεῖ. 25 Επίσης και τα ιερά σκεύη του ναού του Κυρίου, χρυσά και αργυρά, τα οποία επήρεν ο Ναβουχοδονόσορ από τον ναόν της Ιερουσαλήμ και τα μετέφερεν εις την Βαβυλώνα, να αποκατασταθούν πάλιν στον ναόν της Ιερουσαλήμ, όπου προηγουμένως υπήρχον και να τοποθετηθούν εκεί”. 25 Διέταξεν ἐπίσης ὁ βασιλεὺς Κῦρος νὰ ἐπιστραφοῦν εἰς τὴν θέσιν των καὶ νὰ τοποθετηθοῦν ἐκεῖ, ὅπου ἦσαν προηγουμένως, εἰς τὸν Ναὸν δηλαδὴ τῆς Ἱερουσαλήμ, τὰ ἱερὰ σκεύη τοῦ Ναοῦ τοῦ Κυρίου, καὶ τὰ χρυσᾶ καὶ τὰ ἀσημένια, τὰ ὁποῖα εἶχε πάρει ἀπὸ τὸν Ναὸν τῆς Ἱερουσαλὴμ ὁ Ναβουχοδονόσορ καὶ τὰ εἶχε μεταφέρει εἰς τὴν Βαβυλῶνα.
26 προσέταξε δὲ ἐπιμεληθῆναι Σισίννῃ ἐπάρχῳ Συρίας καὶ Φοινίκης καὶ Σαθραβουζάνῃ καὶ τοῖς συνεταίροις καὶ τοῖς ἀποτεταγμένοις ἐν Συρίᾳ καὶ Φοινίκῃ ἡγεμόσιν ἀπέχεσθαι τοῦ τόπου, ἐᾶσαι δὲ τὸν παῖδα Κυρίου Ζοροβάβελ, ἔπαρχον δὲ τῆς ᾿Ιουδαίας, καὶ τοὺς πρεσβυτέρους τῶν ᾿Ιουδαίων τὸν οἶκον τοῦ Κυρίου ἐκεῖνον οἰκοδομεῖν ἐπὶ τοῦ τόπου. 26 Διέταξε, λοιπόν, ο Δαρείος τον Σισίννην διοικητήν της Συρίας και της Φοινίκης, τον Σαθραβουζάνην και τους συντρόφους αυτών, όπως επίσης και τους εις την Συρίαν και την Φοινίκην τοποθετημένους ηγεμόνας, να μη επέμβουν στον τόπον της Ιερουσαλήμ, αλλά να αφήσουν ελεύθερον τον Ζοροβάβελ, τον δούλον του Κυρίου, τον διοικητήν αυτόν της Ιουδαίας και τους πρεσβυτέρους εκ των Ιουδαίων να ανοικοδομήσουν εκείνον τον ναόν του Κυρίου στον τόπον, όπου υπήρχε προηγουμένως. 26 Κατόπιν τούτου ὁ βασιλεὺς Δαρεῖος διέταξε τὸν Σισίννην, τὸν ἔπαρχον τῆς Συρίας καὶ τῆς Φοινίκης, καὶ τὸν Σαθραβουζάνην καὶ τοὺς συντρόφους των, καθὼς καὶ τοὺς ἄλλους ἡγεμόνας, ποὺ ἦσαν τοποθετημένοι εἰς τὴν Συρίαν καὶ τὴν Φοινίκην, νὰ φροντίσουν, ὥστε νὰ ἀπέχουν ἀπὸ κάθε τι, ποὺ ἐσχετίζετο μὲ τὴν ἀνοικοδόμησιν τοῦ Ναοῦ εἰς τὸν τόπον ἐκεῖνον. Τοὺς διέταξε νὰ ἀφήσουν ἐλευθέρους τὸν δοῦλον τοῦ Κυρίου καὶ διοικητὴν τῆς Ἰουδαίας Ζοροβάβελ καὶ τοὺς προεστοὺς τῶν Ἰουδαίων νὰ ἀνοικοδομήσουν τὸν Ναὸν ἐκεῖνον τοῦ Κυρίου εἰς τὸν τόπον του.
27 καὶ ἐγὼ δὲ ἐπέταξα ὁλοσχερῶς οἰκοδομῆσαι καὶ ἀτενίσαι, ἵνα συμποιῶσι τοῖς ἐκ τῆς αἰχμαλωσίας τῆς ᾿Ιουδαίας μέχρι τοῦ ἐπιτελεσθῆναι τὸν οἶκον τοῦ Κυρίου· 27 Εγώ επίσης δίδω διαταγήν να αποπερατωθή τελείως ο ανοικοδομούμενος αυτός ναός, να προσέξουν δε όλοι και να φροντίσουν να βοηθήσουν τους Ιουδαίους, που επανήλθαν από την αιχμαλωσίαν, στο έργον των, μέχρις ότου αυτός ο ναός του Κυρίου έλθη εις πέρας. 27 Διατάσσω καὶ ἐγὼ προσωπικῶς, ἔγραψεν ὁ βασιλεὺς Δαρεῖος, νὰ ὁλοκληρωθῇ ἡ ἀνοικοδόμησις τοῦ Ναοῦ αὐτοῦ καὶ νὰ προσέξουν ὅλοι καλά, ὥστε νὰ συνεργασθοῦν καὶ νὰ βοηθήσουν αὐτούς, ποὺ ἐπέστρεψαν εἰς τὴν Ἰουδαίαν ἀπὸ τὴν αἰχμαλωσίαν, ἕως ὅτου ἀποπερατωθῇ ὁ Ναὸς τοῦ Κυρίου.
28 καὶ ἀπὸ τῆς φορολογίας Κοίλης Συρίας καὶ Φοινίκης ἐπιμελῶς σύνταξιν δίδοσθαι τούτοις τοῖς ἀνθρώποις εἰς θυσίαν τῷ Κυρίῳ, Ζοροβάβελ ἐπάρχῳ, εἰς ταύρους καὶ κριοὺς καὶ ἄρνας, 28 Επίσης διατάσσω, όπως από τους εισπραττομένους φόρους εις την Κοίλην Συρίαν και την Φοινίκην δίδεται τακτικώς επιχορήγησις εις αυτούς τους ανθρώπους, στον διοικητήν Ζοροβάβελ, δια να προσφέρουν θυσίαν στον Κυριον ταύρους και κριους και αρνία. 28 Διατάσσω ἐπίσης νὰ δίδεται μὲ κάθε ἐπιμέλειαν ἀπὸ τοὺς φόρους, ποὺ εἰσπράττονται εἰς τὴν Κοίλην Συρίαν καὶ τὴν Φοινίκην, οἰκονομικὴ βοήθεια εἰς τοὺς ἀνθρώπους αὐτοὺς ὡς θυσία εἰς τὸν Κύριον νὰ δίδωνται δηλαδὴ εἰς τὸν Ζοροβάβελ, τὸν διοικητὴν τῶν Ἰουδαίων, χρήματα διὰ νὰ ἀγοράζουν τοὺς ταύρους, τὰ κριάρια καὶ τὰ ἀρνιά.
29 ὁμοίως δὲ καὶ πυρὸν καὶ ἅλα καὶ οἶνον καὶ ἔλαιον ἐνδελεχῶς κατ᾿ ἐνιαυτόν, καθὼς ἂν οἱ ἱερεῖς οἱ ἐν ῾Ιερουσαλὴμ ὑπαγορεύσωσιν ἀναλίσκεσθαι καθ᾿ ἡμέραν ἀναμφισβητήτως, 29 Επίσης διατάσσω να δίδεται τακτικώς κάθε έτος σίτος, αλάτι, οίνος, έλαιον, χωρίς καμμίαν αντίρρησιν, τόσα, όσα θα είπουν οι ιερείς ότι χρειάζονται προς κατανάλωσιν κάθε ημέραν εις την Ιερουσαλήμ. 29 Νὰ δίδωνται ἐπίσης χωρὶς καμμίαν ἀντίρρησιν σιτάρι, ἁλάτι, κρασὶ καὶ λάδι συνεχῶς κάθε χρόνον, ὅσα ἀκριβῶς ζητήσουν οἱ ἱερεῖς τῆς Ἱερουσαλὴμ ὡς ἀπαραίτητα διὰ τὰς καθημερινὰς θυσίας των.
30 ὅπως προσφέρωνται σπονδαὶ τῷ Θεῷ τῷ ὑψίστῳ ὑπὲρ τοῦ βασιλέως καὶ τῶν παίδων καὶ προσεύχωνται περὶ τῆς αὐτῶν ζωῆς, 30 Αι επιχορηγήσεις αυταί θα γίνωνται, δια να προσφέρωνται θυσίαι προς τον Υψιστον Θεόν υπέρ του βασιλέως και των παίδων του και δια να προσεύχωνται οι ιερείς υπέρ της ζωής αυτών. 30 Θὰ παίρνουν τὴν οἰκονομικὴν αὐτὴν βοήθειαν διὰ νὰ προσφέρουν σπονδὰς καὶ θυσίας εἰς τὸν ὕψιστον Θεὸν ὑπὲρ τοῦ βασιλέως καὶ τῶν παίδων του καὶ διὰ νὰ προσεύχωνται ὑπὲρ τῆς ζωῆς των.
31 καὶ προστάξαι ἵνα ὅσοι ἐὰν παραβῶσί τι τῶν γεγραμμένων καὶ ἀκυρώσωσι, ληφθῆναι ξύλον ἐκ τῶν ἰδίων αὐτοῦ καὶ ἐπὶ τούτου κρεμασθῆναι καὶ τὰ ὑπάρχοντα αὐτοῦ εἶναι βασιλικά. 31 Να δοθή επίσης διαταγή, όπως καθένας ο οποίος θα παραβή η θα ακυρώση μίαν από τας εντολάς αυτάς, να κρεμασθή επάνω εις ένα ξύλον, το οποίον θα ληφθή από τα ανήκοντα στον οίκον του. Τα δε υπάρχοντά του να περιέρχωνται στο βασιλικόν ταμείον. 31 Εἶπεν ἐπίσης ὁ βασιλεὺς Δαρεῖος νὰ γραφῇ καὶ ἡ ἐξῆς διαταγή: Ὅσοι θὰ παραβοῦν κάτι ἀπὸ τὰς γραπτὰς αὐτὰς διαταγὰς καὶ ἀκυρώσουν κάποιαν ἐντολήν, θὰ κρεμασθοῦν ἐπάνω εἰς ἕνα ξύλον, ποὺ θὰ τὸ πάρουν μάλιστα ἀπὸ τὰ ἰδικά τους ξύλα. Ἐπὶ πλέον θὰ δημευθῇ ἡ περιουσία των καὶ θὰ περιέλθῃ εἰς τὸν βασιλέα.
32 διὰ ταῦτα καὶ ὁ Κύριος, οὗ τὸ ὄνομα αὐτοῦ ἐπικέκληται ἐκεῖ, ἀφανίσαι πάντα βασιλέα καὶ ἔθνος, ὃς ἐκτενεῖ τὴν χεῖρα αὐτοῦ κωλῦσαι ἢ κακοποιῆσαι τὸν οἶκον Κυρίου ἐκεῖνον τὸν ἐν ῾Ιερουσαλήμ. 32 Δια τούτο δε και εύχομαι, όπως Κυριος ο Θεός, του οποίου το όνομα θα ακούεται και θα αναφέρεται εκεί, να εξαφανίση κάθε βασιλέα, κάθε έθνος, το οποίον θα απλώση το χέρι του να εμποδίση την ανοικοδόμησιν η να επιφέρη βλάβας στον ναόν εκείνον του Κυρίου, ο οποίος θα κτισθή εις την Ιερουσαλήμ. 32 Εὔχομαι λοιπόν, κατέληξεν ὁ βασιλεύς, ὁ Κύριος, τοῦ Ὁποίου τὸ ὄνομα λατρεύεται εἰς τὸν Ναὸν ἐκεῖνον, νὰ ἐξοντώσῃ κάθε βασιλέα ἡ λαόν, ὁ ὁποῖος θὰ ἀπλώσῃ τὸ χέρι του διὰ νὰ ἐμποδίσῃ τὴν ἀνέγερσιν ἢ νὰ βλάψῃ κατὰ ὁποιουδήποτε τρόπον τὸν Ναὸν ἐκεῖνον τοῦ Κυρίου εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ.
33 ἐγὼ βασιλεὺς Δαρεῖος δεδογμάτικα ἐπιμελῶς κατὰ ταῦτα γίνεσθαι». 33 Εγώ ο βασιλεύς Δαρείος διέταξα αυτά. Απαιτώ δε να εφαρμοσθούν όλα αυτά με κάθε επιμέλειαν”. 33 Ἐγώ, ὁ βασιλεὺς Δαρεῖος, ἀπεφάσισα καὶ διέταξα νὰ γίνουν ὅλα αὐτὰ μὲ κάθε ἐπιμέλειαν.