Παρασκευή, 19 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:45
Δύση: 20:05
Σελ. 11 ημ.
110-256
16ος χρόνος, 5907η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Γ' - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 (Β)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΑΙ ἤγγισαν αἱ ἡμέραι Δαυὶδ ἀποθανεῖν αὐτόν, καὶ ἀπεκρίνατο Σαλωμὼν υἱῷ αὐτοῦ λέγων· 1 Επλησίασαν πλέον αι ημέραι, κατά τας οποίας ο Δαυίδ θα απέθνησκεν. Εκάλεσε τον Σολομώντα και κατά τρόπον επίσημον του είπε· 1 Όταν ἐπλησίασαν οἱ ἡμέρες τοῦ θανάτου τοῦ Δαβίδ, ἐκάλεσε κοντά του τὸν υἱόν του Σολομῶντα, τοῦ ἔδωκε τὶς τελευταῖες παραγγελίες καὶ τοῦ εἶπεν:
2 ἐγώ εἰμι πορεύομαι ἐν ὁδῷ πάσης τῆς γῆς· καὶ ἰσχύσεις καὶ ἔσῃ εἰς ἄνδρα. 2 “εγώ ο Δαυίδ βαδίζω τώρα τον δρόμον προς τον θάνατον, τον οποίον βαδίζουν και όλοι οι άνθρωποι της γης. Συ δε πρέπει να αναδειχθής ισχυρός και ανδρείος. 2 «Ἐπλησίασεν ὁ καιρὸς τοῦ θανάτου μου· θὰ βαδίσω καὶ ἐγὼ τὸν δρόμον, ποὺ ἀκολουθοῦν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι τῆς γῆς. Σὺ λοιπὸν γίνε ἰσχυρὸς καὶ ἀγωνίζου σὰν ἂνδρας σταθερός, θαρραλέος καὶ ἀποφασιστικός.
3 καὶ φυλάξεις φυλακὴν Κυρίου Θεοῦ σου τοῦ πορεύεσθαι ἐν ταῖς ὁδοῖς αὐτοῦ, φυλάσσειν τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ καὶ τὰ δικαιώματα καὶ τὰ κρίματα τὰ γεγραμμένα ἐν τῶ νόμῳ Μωυσέως· ἵνα συνήσῃς ἃ ποιήσεις κατὰ πάντα, ὅσα ἂν ἐντείλωμαί σοι, 3 Προς τούτο θα προσπαθήσης και θα καταβάλης κάθε φροντίδα να φυλάξης όλα, όσα διέταξε Κυριος ο Θεός σου, να πορεύεσαι στους δρόμους, τους οποίους αυτός σου εχάραξε. Αυτό δε θα το επιτύχης, αν τηρής τας εντολάς του, τα δικαιώματά του και τα κρίματά του, τα οποία είναι γραμμένα στον Νομον του Μωϋσέως. Ετσι όταν ζης και πορεύεσαι, θα ενοήσης όλα όσα εγώ σε διατάσσω να κάμης. 3 Δι αὐτὸ πρέπει νὰ ἐργάζεσαι μὲ προσοχὴν ὅσα σοῦ ζητεῖ ὁ Κύριος καὶ Θεός σου καὶ νὰ βαδίζῃς τὸν δρόμον ποὺ σοῦ ὑπέδειξε. Τοῦτο θὰ τὸ ἐπιτύχῃς, ὅταν φυλάττῃς καὶ ὑπακούῃς τὶς ἐντολές του, τὰ δικαιώματα καὶ παραγγέλματά του καὶ τὶς κρίσεις καὶ ἀποφάνσεις, ὅπως αὐτὰ εἶναι γραμμένα εἰς τὸν Μωσαϊκὸν νόμον· ὅταν πορεύεσαι κατ' αὐτὸν τὸν τρόπον, θὰ ἐννοήσῃς τὶ πρέπει νὰ κάμνῃς καὶ πῶς νὰ ἐνεργῇς εἰς κάθε περίπτωσιν· (θὰ ἐννοήσῃς ἀκόμη) καὶ ὅσα σοῦ δίδω ἐντολὴν νὰ κάμῃς.
4 ἵνα στήσῃ Κύριος τὸν λόγον αὐτοῦ, ὃν ἐλάλησε λέγων· ἐὰν φυλάξωσιν οἱ υἱοί σου τὴν ὁδὸν αὐτῶν πορεύεσθαι ἐνώπιόν μου ἐν ἀληθείᾳ ἐν ὅλῃ καρδίᾳ αὐτῶν λέγων· οὐκ ἐξολοθρευθήσεταί σοι ἀνὴρ ἐπάνωθεν θρόνου ᾿Ισραήλ. 4 Ετσι και ο Κυριος θα εκπληρώση την υπόσχεσίν του, την οποίαν έδωσε λέγων· Εάν τα παιδιά σου προσέξουν την πορείαν της ζωής των και βαδίζουν με όλην αυτών την καρδίαν κατά αλήθειαν ενώπιόν μου, τότε δεν θα εξολοθρευθή διάδοχός σου από τον βασιλικόν θρόνον επί του Ισραηλιτικού λαού. 4 Ἐὰν ὑπακούῃς εἰς τὸν Κύριον, τότε καὶ ὁ Κύριος θὰ τηρήσῃ καὶ θὰ ἐδραιώσῃ τὴν ὑπόσχεσιν ποὺ ἔδωκε, ὅταν μοῦ εἶπεν· «ἐὰν οἱ ἀπόγονοί σου προσέξουν εἰς τὴν διαγωγήν των καὶ συμπεριφέρωνται ἀπέναντί μου μὲ πᾶσαν εἰλικρίνειαν καὶ πιστότητα καὶ μὲ ὅλην τὴν καρδίαν καὶ τὴν ψυχήν των, δὲν θὰ σοῦ λείψῃ διάδοχος ἀπὸ τὸν βασιλικὸν θρόνον (ἐπί) τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ».
5 καί γε σὺ ἔγνως ὅσα ἐποίησέ μοι ᾿Ιωὰβ υἱὸς Σαρουΐας, ὅσα ἐποίησε τοῖς δυσὶν ἄρχουσι τῶν δυνάμεων ᾿Ισραήλ, τῷ ᾿Αβεννὴρ υἱῷ Νὴρ καὶ τῷ ᾿Αμεσσαΐ υἱῷ ᾿Ιεθέρ, καὶ ἀπέκτεινεν αὐτοὺς καὶ ἔταξε τὰ αἵματα πολέμου ἐν εἰρήνῃ καὶ ἔδωκεν αἷμα ἀθῷον ἐν τῇ ζώνῃ αὐτοῦ τῇ ἐν τῇ ὀσφύϊ αὐτοῦ καὶ ἐν τῷ ὑποδήματι αὐτοῦ τῷ ἐν τῶ ποδὶ αὐτοῦ· 5 Γνωρίζεις δε και συ προσωπικώς, όσα κακά έκαμε εναντίον μου ο Ιωάβ, ο υιός της Σαρουΐας. Οσα έκαμε εναντίον των δύο στρατηγών του Ισραηλιτικού λαού, του Αβεννήρ, υιού του Νηρ, και του Αμεσσαΐ υιού του Ιεθέρ. Εφόνευσεν αυτούς κατά τρόπον δολοφονικόν, έχυσεν ανδρεία αίματα εις καιρόν ειρήνης και έτσι το αθώον αίμα των θυμάτων του έτρεξεν εις την ζώνην του, εις την ζώνην της οσφύος του και εις τα υποδήματά του, που εφορούσεν εις τα πόδια του. 5 Καὶ κάτι ἄλλο· σὺ γνωρίζεις ἐπίσης ὅσα μοῦ ἔκαμεν ὁ Ἰωάβ, ὁ υἱὸς τῆς Σαρουΐας· πῶς ἐφέρθη εἰς τοὺς δύο στρατηγοὺς τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ, εἰς τὸν Ἀβεννήρ, τὸν υἱὸν τοῦ Νήρ, καὶ εἰς τὸν Ἀμεσσαΐ, τὸν υἱὸν τοῦ Ἰεθέρ. Τοὺς δύο αὐτοὺς (ἀθώους) στρατηγοὺς τοὺς ἐδολοφόνησε καὶ ἔχυσεν εἰς καιρὸν εἰρήνης τὰ αἵματα, ποὺ χύνονται εἰς καιρὸν πολέμου, καὶ τὰ αἵματα τῶν ἀθώων θυμάτων τοῦ ἔπεσαν εἰς τὴν ζώνην, ποὺ ἐφοροῦσε (ὁ δολοφόνος) εἰς τὴν μέσην του, καὶ εἰς τὰ παπούτσια, ποὺ ἐφοροῦσε εἰς τὰ πόδια του.
6 καὶ ποιήσεις κατὰ τὴν σοφίαν σου καὶ οὐ κατάξεις τὴν πολιὰν αὐτοῦ ἐν εἰρήνῃ εἰς ᾅδου· 6 Θα πράξης και θα φερθής απέναντι του σύμφωνα με την σύνεσίν σου και σοφίαν σου και δεν θα αποθάνη αυτός, ο ασπρομάλλης γέρων, με φυσικόν θάνατον. 6 Δι' αὐτὸ νὰ τὸν τιμωρήσῃς κατὰ τὴν σοφήν σου κρίσιν καὶ νὰ μὴ ἀφήσῃς τὴν λευκασμένην ἀπὸ τὰ γηρατειὰ κεφαλήν του νὰ μεταβῇ εἰς τὸν ἅδην μὲ φυσικὸν θάνατον· δὲν πρέπει ὁ δολοφόνος νὰ ἀποθάνῃ εἰρηνικὰ καὶ ἥσυχα· πρέπει νὰ ἔχῃ πρόωρον καὶ βίαιον θάνατον.
7 καὶ τοῖς υἱοῖς Βερζελλὶ τοῦ Γαλααδίτου ποιήσεις ἔλεος, καὶ ἔσονται ἐν τοῖς ἐσθίουσι τὴν τράπεζάν σου, ὅτι οὕτως ἤγγισάν μοι ἐν τῷ με ἀποδιδράσκειν ἀπὸ προσώπου ᾿Αβεσσαλὼμ τοῦ ἀδελφοῦ σου. 7 Εις τους υιούς όμως του Βερζελλί, ο οποίος κατάγεται από την Γαλαάδ, θα συμπεριφερθής με πολλήν καλωσύνην, διότι έτσι συμπεριεφέρθησαν και αυτοί απέναντί μου, όταν εδραπέτευσα από την πατρίδα μας φεύγων την καταδίωξιν του αδελφού σου, του Αβεσσαλώμ. 7 Ὅμως εἰς τοὺς υἱοὺς τοῦ Βερζελλὶ τοῦ Γαλααδίτου νὰ δείξῃς καλωσύνην καὶ εὐσπλαγχνίαν καὶ νὰ τοὺς κάμῃς ὁμοτραπέζους σοῦ· διότι ἔτσι, ὁμοτράπεζον ἔκαμε καὶ ἐμὲ ὁ πατέρας των, ὅταν ἐδραπέτευα κρυφὰ ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλὴμ διὰ νὰ σωθῶ ἀπὸ τὸν μεγάλον κίνδυνον, ποὺ διέτρεχα ἀπὸ τὸν ἀδελφόν σου Ἀβεσσαλώμ.
8 καὶ ἰδοὺ μετὰ σοῦ Σεμεΐ υἱὸς Γηρὰ υἱὸς τοῦ ᾿Ιεμενὶ ἐκ Βαουρίμ, καὶ αὐτὸς κατηράσατό με κατάραν ὀδυνηρὰν τῇ ἡμέρᾳ, ᾗ ἐπορευόμην εἰς Παρεμβολάς, καὶ αὐτὸς κατέβη εἰς ἀπαντήν μου εἰς τὸν ᾿Ιορδάνην, καὶ ὤμοσα αὐτῷ ἐν Κυρίῳ λέγων· εἰ θανατώσω σε ἐν ρομφαίᾳ· 8 Ιδού, μαζή σου ευρίσκεται ο Σεμεΐ, ο υιός του Γηρά, ο Βενιαμίτης από την πόλιν Βαουρίμ. Αυτός αδίκως με κατηράσθη με φρικτήν κατάραν κατά την ημέραν, κατά την οποίαν έφευγα εις τας Παρεμβολάς. Αυτός όμως ο ίδιος κατά την επιστροφήν μου κατέβη εις προϋπάντησίν μου στον Ιορδάνην ποταμόν. Εγώ δε ωρκίσθηκα εις αυτόν ενώπιον του Κυρίου και είπα· Δια την ένοχον προτέραν διαγωγήν δεν θα διατάξω εγώ να σε εκτελέσουν με ρομφαίαν. 8 Καὶ νά· μαζί σου εὑρίσκεται ἐπίσης ὁ Σεμεΐ, ὁ υἱὸς τοῦ Γηρά, ὁ Βενιαμίτης ἀπὸ τὴν πόλιν Βαουρίμ. Αὐτός (ὁ Σεμεΐ) μὲ κατηράσθη μὲ κατάραν σαρκαστικήν, πικρὴ καὶ σκληρὴ κατὰ τὴν ἡμέραν ποὺ ἐπήγαινα εἰς τὴν πόλιν Μαναΐμ (Παρεμβολάς) διὰ νὰ γλυτώσω ἀπὸ τὴν ἐπανάστασιν τοῦ Ἀβεσσαλώμ. Ὅμως ὁ Σεμεῒ κατέβη διὰ νὰ μὲ συναντήσῃ καὶ μὲ προϋπαντήσῃ (ἀπὸ τοὺς πρώτους) εἰς τὸν Ἰορδάνην· τότε δὲ ὡρκίσθηκα εἰς αὐτὸν ὅρκον εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου καὶ εἶπα: «Δὲν θὰ σὲ θανατώσω μὲ σπαθὶ διὰ τὴν προηγουμένην ὑβριστικὴν διαγωγήν σου πρὸς τὸ πρόσωπόν μου».
9 καὶ οὐ μὴ ἀθῳώσῃς αὐτόν, ὅτι ἀνὴρ σοφὸς εἶ σὺ καὶ γνώσῃ ἃ ποιήσεις αὐτῷ, καὶ κατάξεις τὴν πολιὰν αὐτοῦ ἐν αἵματι εἰς ᾅδου. 9 Συ όμως δεν θα τον αφήσης ατιμώρητον. Είσαι σοφός και γνωρίζεις, τι θα πράξης προς αυτόν, ώστε με βίαιον θάνατον να στείλης τον ασπρομάλλην αυτόν στον τάφον” 9 Τώρα ὅμως σὺ δὲν πρέπει νὰ τὸν ἀθωώσῃς καὶ νὰ τὸν ἀφήσῃς ἀτιμώρητον· διότι σὺ εἶσαι ἄνθρωπος σοφὸς καὶ συνετὸς καὶ γνωρίζεις πῶς πρέπει νὰ τοῦ φερθῇς καὶ τί νὰ τοῦ κάμῃς, ὥστε νὰ στείλῃς καὶ νὰ κατεβάσῃς τὴν κεφαλήν του μὲ τὰ ἄσπρα της μαλλιὰ εἰς τὸν ἅδην μέσα εἰς τὸ αἷμα, ἀφοῦ τὸν ἀποκεφαλίσῃς».
10 καὶ ἐκοιμήθη Δαυὶδ μετὰ τῶν πατέρων αὐτοῦ καὶ ἐτάφη ἐν πόλει Δαυίδ. 10 Ο Δαυίδ εκοιμήθη και προσετέθη στους προπάτορας αυτού. Ετάφη δε εις την πόλιν Δαυίδ. 10 Ἔτσι ἀπέθανεν ὁ Δαβὶδ καὶ προσετέθη εἰς τοὺς ἀποθαμένους προγόνους του καὶ ἐτάφη εἰς τὴν πόλιν Δαβίδ, δηλαδὴ τὸν λόφον τῆς Σιών.
11 καὶ αἱ ἡμέραι, ἃς ἐβασίλευσε Δαυὶδ ἐπὶ τὸν ᾿Ισραὴλ τεσσαράκοντα ἔτη· ἐν Χεβρὼν ἐβασίλευσεν ἑπτὰ ἔτη καὶ ἐν ῾Ιερουσαλὴμ τριακοντατρία ἔτη. 11 Τα έτη, κατά τα οποία εβασίλευσεν ο Δαυίδ επί του ισραηλιτικού λαού, ήσαν τεσσαράκοντα. Επτά έτη εβασίλευσεν εις την Χεβρών και τριάκοντα τρία έτη εις την Ιερουσαλήμ. 11 Ἡ χρονικὴ διάρκεια, κατὰ τὴν ὁποίαν ὁ Δαβὶδ ἐβασίλευσε μεταξὺ τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ, ἦταν σαράντα χρόνια· εἰς τὴν Χεβρὼν ἐβασίλευσεν ἑπτὰ χρόνια καὶ εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ τριάντα τρία χρόνια.
12 Καὶ Σαλωμὼν ἐκάθισεν ἐπὶ θρόνου Δαυὶδ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ υἱὸς ἐτῶν δώδεκα καὶ ἡτοιμάσθη ἡ βασιλεία αὐτοῦ σφόδρα. 12 Ο Σολομών εκάθισεν στον θρόνον του πατρός του Δαυίδ εις ηλικίαν δώδεκα ετών, η δε βασιλεία του ετακτοποιήθη και εστερεώθη πολύ. 12 Κατόπιν ὁ Σολομὼν ἐκάθησεν εἰς τὸν θρόνον τοῦ Δαβίδ, τοῦ πατέρα του, εἰς ἡλικίαν δώδεκα ἐτῶν καὶ ἡ βασιλεία του ἐστερεώθη καὶ ἐκραταιώθη πάρα πολύ.
13 καὶ εἰσῆλθεν ᾿Αδωνίας υἱὸς ᾿Αγγὶθ πρὸς Βηρσαβεὲ μητέρα Σαλωμὼν καὶ προσεκύνησεν αὐτῇ. ἡ δὲ εἶπεν· εἰρήνη ἡ εἴσοδός σου; καὶ εἶπεν· εἰρήνη· 13 Ο Αδωνίας, ο υιός της Αγγίθ, παρουσιάσθη προς την Βηρσαβεέ την μητέρα του Σολομώντος και την προσεκύνησεν. Εκείνη τον ηρώτησεν· “έρχεσαι δι' ειρηνικόν σκοπόν;” Εκείνος απήντησεν· “ο σκοπός μου είναι, ειρηνικός. 13 Ὁ Ἀδωνίας, ὁ υἱὸς τῆς Ἀγγίθ, παρουσιάσθη εἰς τὴν Βηρσαβεέ, τὴν μητέρα τοῦ Σολομῶντος, καὶ τὴν ἐπροσκύνησε. Αὐτὴ δὲ τὸν ἐρώτησε: «Ἔρχεσαι μὲ φιλικὲς καὶ εἰρηνικὲς διαθέσεις;» Καὶ αὐτὸς τῆς ἀπάντησε: «Ναί, φιλικὲς καὶ εἰρηνικὲς εἶναι οἱ διαθέσεις μου».
14 λόγος μοι πρός σε· καὶ εἶπεν αὐτῷ· λάλησον. 14 Εχω να ανακοινώσω κάτι προς σέ”. Εκείνη δε του είπε· “ομίλησε”. 14 Καὶ ὁ Ἀδωνίας ἐπρόσθεσε: «Θέλω νὰ σοῦ πῶ κάτι τι». Ἡ Βηρσαβεὲ τοῦ εἶπε: «Πές μου το».
15 καὶ εἶπεν αὐτῇ· σὺ οἶδας, ὅτι ἐμοὶ ἦν βασιλεία καὶ ἐπ᾿ ἐμὲ ἔθετο πᾶς ᾿Ισραὴλ τὸ πρόσωπον αὐτοῦ εἰς βασιλέα, καὶ ἐστράφη ἡ βασιλεία καὶ ἐγένετο τῷ ἀδελφῷ μου, ὅτι παρὰ Κυρίου ἐγενήθη αὐτῷ· 15 Ο Αδωνίας ειπέ προς αυτήν· “συ γνωρίζεις ότι εις εμέ, ως προς πρεσβύτερον υιόν του Δαυίδ, ανήκεν η βασιλεία και προς εμέ εστράφησαν οι Ισραηλίται, οι οποίοι και με ανεκηρυξαν βασιλέα των. Ομως η βασιλεία αυτή περιήλθεν στον αδελφόν μου, διότι ο Κυριος ηθέλησε να περιέλθη εις αυτόν. 15 Ὁ Ἀδωνίας τῆς εἶπε: «Σὺ γνωρίζεις ὅτι ἡ βασιλεία ἦταν ἰδική μου καὶ ὅτι ὅλοι οἱ Ἰσραηλῖται ἐστράφησαν πρὸς ἐμὲ καὶ ἐπερίμεναν νὰ γίνω ἐγὼ ὁ βασιλιᾶς των. Τὰ πράγματα ὅμως ἐξελίχθησαν διαφορετικὰ καὶ ἡ βασιλεία περιῆλθεν εἰς τὰ χέρια τοῦ ἀδελφοῦ μου (Σολομῶντος), διότι τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ἦταν νὰ γίνῃ αὐτὸς βασιλιᾶς.
16 καὶ νῦν αἴτησιν μίαν ἐγὼ αἰτοῦμαι παρὰ σοῦ, μὴ ἀποστρέψῃς τὸ πρόσωπόν σου. καὶ εἶπεν αὐτῷ Βηρσαβεέ· λάλει. 16 Τωρα υποβάλλω προς σε μίαν αίτησιν, μίαν παράκλησιν. Μη αρνηθής να την ακούσης”. Η Βηρσαβεέ του είπε· “ομίλησε”. 16 Τώρα λοιπὸν θέλω νὰ σοῦ ὑποβάλω μίαν παράκλησιν καὶ μὴ μοῦ τὴν ἀρνηθῇς». Ἡ Βηρσαβεὲ τοῦ εἶπε: «Λέγε».
17 καὶ εἶπεν αὐτῇ· εἰπὸν δὴ πρὸς Σαλωμὼν τὸν βασιλέα, ὅτι οὐκ ἀποστρέψει τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ἀπὸ σοῦ, καὶ δώσει μοι τὴν ᾿Αβισὰγ τὴν Σωμανῖτιν εἰς γυναῖκα. 17 Εκείνος πονηρά σκεπτόμενος της είπε· “ειπέ, σε παρακαλώ, στον βασιλέα Σολομώντα συ, διότι θα σε ακούση εκείνος με ευμένειαν και προσοχήν, να μου δώση ως σύζυγον την Αβισάγ την Σωμανίτιδα”. 17 Ὁ Ἀδωνίας τῆς εἶπε: «Μίλησε, σὲ παρακαλῶ, εἰς τὸν βασιλιᾶ Σολομῶντα (καὶ τοῦτο ἐπειδὴ γνωρίζω ὅτι δὲν θὰ σοῦ ἀρνηθῇ ὅ,τι θὰ τοῦ ζητήσῃς), ὥστε νὰ μοῦ δώσῃ τὴν Ἀβισὰγ τὴν Σωμανίτιδα ὡς σύζυγον».
18 καὶ εἶπε Βηρσαβεέ· καλῶς· ἐγὼ λαλήσω περὶ σοῦ τῷ βασιλεῖ. 18 Η Βηρσαβεέ απονήρευτος απήντησε· “πολύ καλά. Εγώ θα ομιλήσω στον Σολομώντα δια σέ”. 18 Ἡ Βηρσαβεὲ τοῦ ἀπάντησε: «Πολὺ καλά· θὰ μιλήσω εἰς τὸν βασιλιᾶ διὰ σέ».
19 καὶ εἰσῆλθε Βηρσαβεὲ πρὸς τὸν βασιλέα Σαλωμὼν λαλῆσαι αὐτῷ περὶ ᾿Αδωνίου. καὶ ἐξανέστη ὁ βασιλεὺς εἰς ἀπαντὴν αὐτῇ καὶ κατεφίλησεν αὐτὴν καὶ ἐκάθισεν ἐπὶ τοῦ θρόνου, καὶ ἐτέθη θρόνος τῇ μητρὶ τοῦ βασιλέως καὶ ἐκάθισεν ἐκ δεξιῶν αὐτοῦ. 19 Η Βηρσαβεέ παρουσιάσθη πράγματι προς τον βασιλέα Σολομώντα, δια να ομιλήση προς αυτόν περί του Αδωνίου. Ο βασιλεύς ηγέρθη, δια να έλθη εις προϋπάντησίν της. Την ήσπάσθη με στοργήν και κατόπιν εκάθησεν στον θρόνον του. Επί δε τη ευκαιρία ετέθη δεξιά άλλος θρόνος δια την μητέρα του βασιλέως, η οποία έτσι και εκάθισεν εκ δεξιών αυτού. 19 Καὶ ἡ Βηρσαβεὲ παρουσιάσθη εἰς τὸν βασιλιᾶ Σολομῶντα, διὰ νὰ τοῦ μιλήσῃ διὰ λογαριασμὸν τοῦ Ἀδωνία. Ὁ δὲ βασιλιᾶς ἐσηκώθη ἀπὸ σεβασμὸν πρὸς τὸ πρόσωπόν της ἀπὸ τὸν θρόνον του διὰ νὰ τὴν προϋπαντήσῃ καὶ τὴν ἐφίλησε μὲ στοργὴν καὶ (κατόπιν) ἐκάθησεν εἰς τὸν θρόνον του. Ἔπειτα ἐτοποθετήθη θρόνος διὰ τὴν μητέρα τοῦ βασιλιᾶ καὶ αὐτὴ ἐκάθησεν εἰς τὰ δεξιά του.
20 καὶ εἶπεν αὐτῷ· αἴτησιν μίαν μικρὰν ἐγὼ αἰτοῦμαι παρὰ σοῦ, μὴ ἀποστρέψῃς τὸ πρόσωπόν σου. καὶ εἶπεν αὐτῇ ὁ βασιλεύς· αἴτησαι, μῆτερ ἐμή, καὶ οὐκ ἀποστρέψω σε. 20 Η Βηρσαβεέ είπεν εις αυτόν· “ζητώ εγώ από σε μίαν μικράν χάριν. Μη αρνηθής να μου την εκπληρώσης”. Ο βασιλεύς της είπε· “μητέρα μου, ζήτησέ μου ο,τι θέλεις και εγώ δεν θα σου το αρνηθώ”. 20 Τότε ἡ Βηρσαβεὲ εἶπεν εἰς τὸν Σολομῶντα: «Μίαν μικρὰν παράκλησιν ἔχω (ἐγὼ) νὰ σοῦ κάμω, μὴ ἀρνηθῇς (σὲ παρακαλῶ) νὰ μοῦ τὴν ἰκανοποίησῃς». Ὁ βασιλιᾶς τῆς εἶπε: «Ζήτησε, μητέρα μου, διότι δὲν θὰ σοῦ τὴν ἀρνηθῶ».
21 καὶ εἶπε· δοθήτω δὴ ᾿Αβισὰγ ἡ Σωμανῖτις τῷ ᾿Αδωνίᾳ τῷ ἀδελφῷ σου εἰς γυναῖκα. 21 Η Βηρσαβεέ είπε· “σε παρακαλώ να δοθή η Αβισάγ η Σωμανίτις ως σύζυγος στον αδελφόν σου τον Αδωνίαν”. 21 Αὐτὴ δὲ τοῦ εἶπεν: «Ἂς δοθῇ, σὲ παρακαλῶ, ἡ Ἀβισὰγ ἡ Σωμανῖτις ὡς σύζυγος εἰς τὸν ἀδελφόν σου τὸν Ἀδωνίαν».
22 καὶ ἀπεκρίθη ὁ βασιλεὺς Σαλωμὼν καὶ εἶπε τῇ μητρὶ αὐτοῦ· καὶ ἱνατί σὺ ᾔτησαι τὴν ᾿Αβισὰγ τῷ ᾿Αδωνίᾳ; καὶ αἴτησαι αὐτῷ τὴν βασιλείαν, ὅτι οὗτος ἀδελφός μου ὁ μέγας ὑπὲρ ἐμέ, καὶ αὐτῷ ᾿Αβιάθαρ ὁ ἱερεὺς καὶ αὐτῷ ᾿Ιωὰβ υἱὸς Σαρουΐας ἀρχιστράτηγος ἑταῖρος. 22 Ο βασιλεύς Σολομών, ο οποίος κατενόησε την πονηρίαν του Αδωνίου, απήντησε και είπεν εις την μητέρα του· “διατί συ εζήτησες την Αβισάγ σύζυγον δια τον Αδωνίαν; Είναι σαν να εζήτησες δι' αυτόν την βασιλείαν, αφού θέλεις να του δοθή ως σύζυγος εκείνη, η οποία εχρημάτισε λευκή σύζυγος του βασιλέως Δαυίδ. Γνωρίζεις δε ότι αυτός από απόψεως ηλικίας είναι μεγαλύτερος από εμέ και προς αυτόν έχει προσκολληθή ο Αβιάθαρ ο αρχιερεύς, ο δε αρχιστράτηγος Ιωάβ, ο υιός της Σαρουΐας, είναι φίλος και σύμβουλός του”. 22 Ἀλλ’ ὁ βασιλιᾶς Σολομών, ποὺ ἐκατάλαβε ἀμέσως τοὺς δολίους σκοποὺς τοῦ Ἀδωνία, ἀπάντησε καὶ εἶπεν εἰς τὴν μητέρα του: «Καὶ διατὶ ἐζητησες σὺ τὴν Ἄβισαγ ὣς σύζυγον διὰ τὸν Ἀδωνιαν; Μὲ τὴν αἴτησίν σου αὐτὴν εἶναι ὡς νὰ ἐζήτησες δι' αὐτὸν τὸν βασιλικὸν θρόνον! Μήπως λησμονεῖς ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ μεγαλύτερος ἀδελφός μου καὶ μαζί του ἔχει συμμαχήσει ὁ ἀρχιερεὺς Ἀβιάθαρ, ὁ δὲ Ἰωάβ, ὁ υἱὸς τῆς Σαρουΐας, ὁ ἀρχιστράτηγος, εἶναι φίλος του;»
23 καὶ ὤμοσεν ὁ βασιλεὺς Σαλωμὼν κατὰ τοῦ Κυρίου λέγων· τάδε ποιήσαι μοι ὁ Θεὸς καὶ τάδε προσθείη, ὅτι κατὰ τῆς ψυχῆς αὐτοῦ ἐλάλησεν ᾿Αδωνίας τὸν λόγον τοῦτον· 23 Τοτε ο βασιλεύς Σολομών ωρκίσθη στον Θεόν και είπεν· “ας με τιμωρήση ο Θεός με οιανδήποτε τιμωρίαν θέλει, αν δεν τιμωρήσω τον Αδωνίαν, διότι κατά τρόπον πονηρόν ωμίλησεν εναντίον αυτής ταύτης της ζωής του με το να υποβάλη την δολίαν αυτήν αίτησιν. 23 Κατόπιν ὁ βασιλιᾶς Σολομὼν γεμᾶτος ἀγανάκτησιν καὶ ὀργήν, ἐπειδὴ διέβλεψε τὸ πονηρὸν σχέδιον τοῦ Ἀδωνία, ὡρκίσθη εἰς τὸν Κύριον καὶ εἶπε: «Ὁ Θεὸς εἴθε να στείλῃ ἐναντίον μου αὐτὸ τὸ κακὸν ἢ ἐκείνην τὴν τιμωρίαν, ἂς προσθέσῃ δὲ καὶ ἄλλα ἀκόμη περισσότερα κακὰ διὰ νὰ μὲ τιμωρήσῃ, ἂν δὲν τιμωρηθῇ ὁ Ἀδωνίας· διότι μὲ τὸ νὰ ζητήσῃ τέτοιο αἴτημα εἶπε λόγον ἐναντίον τῆς ἰδικῆς του ζωῆς.
24 καὶ νῦν ζῇ Κύριος, ὃς ἡτοίμασέ με καὶ ἔθετό με ἐπὶ τὸν θρόνον Δαυὶδ τοῦ πατρός μου, καὶ αὐτὸς ἐποίησέ μοι οἶκον, καθὼς ἐλάλησε Κύριος, ὅτι σήμερον θανατωθήσεται ᾿Αδωνίας. 24 Και λοιπόν, ορκίζομαι στον ζώντα Κυριον, ο οποίος με προητοίμασε και με έβαλεν στον θρόνον του Δαυίδ του πατρός μου, που μου έδωσε τον βασιλικόν αυτόν οίκον, όπως ο Κυριος μίλησε, ορκίζομαι ότι σήμερον θα θανατωθή ο Αδωνίας”. 24 Δι' αὐτὸ τώρα ὁρκίζομαι εἰς τὸν ζωντανὸν Κύριον, ὁ ὁποῖος μὲ ἐγκατέστησε καὶ μὲ ἐστερέωσε καὶ μὲ ἀνέβασε εἰς τὸν βασιλικὸν Θρόνον τοῦ πατέρα μου καὶ ὁ ὁποῖος ἐτοίμασε καὶ ἔδωκεν εἰς ἐμὲ καὶ τοὺς ἀπογόνους μου οἶκον βασιλικόν, ὅπως ὁ ἴδιος τὸ ὑπεσχέθη εἰς τὸν πατέρα μου, (ὁρκίζομαι λοιπὸν εἰς τὸν ζωντανὸν Κύριον) ὅτι σήμερα κιόλας θὰ θανατωθῇ ὁ Ἀδωνίας!»
25 καὶ ἐξαπέστειλεν ὁ βασιλεὺς Σαλωμὼν ἐν χειρὶ Βαναίου υἱοῦ ᾿Ιωδαὲ καὶ ἀνεῖλεν αὐτόν, καὶ ἀπέθανεν ᾿Αδωνίας ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ. 25 Ο βασιλεύς Σολομών έστειλε τον Βαναίαν, υιόν του Ιωδαέ, δια να εκτελέση τον Αδωνίαν. Πράγματι κατά την ημέραν εκείνην εθανατώθη ο Αδωνίας. 25 Ὁ δὲ βασιλιᾶς Σολομὼν ἔδωκεν ἐντολὴν εἰς τὸν Βαναίαν, τὸν υἱὸν τοῦ Ἰωδαέ, (ὁ ὁποῖος) καὶ τὸν ἐσκότωσε. Καὶ πράγματι· ὁ Ἀδωνίας ἐφονεύθη ἐκείνην ἀκριβῶς τὴν ἡμέραν.
26 Καὶ τῷ ᾿Αβιάθαρ τῷ ἱερεῖ εἶπεν ὁ βασιλεύς· ἀπότρεχε σὺ εἰς ᾿Αναθὼθ εἰς ἀγρόν σου, ὅτι ἀνὴρ θανάτου εἶ σὺ ἐν τῇ ἡμέρᾳ ταύτῃ, καὶ οὐ θανατώσω σε, ὅτι ᾖρας τὴν κιβωτὸν τῆς διαθήκης Κυρίου ἐνώπιον τοῦ πατρός μου, καὶ ὅτι ἐκακουχήθης ἐν πᾶσιν, οἷς ἐκακουχήθη ὁ πατήρ μου. 26 Ο βασιλεύς Σολομών είπε προς τον αρχιερέα Αβιάθαρ· “συ πήγαινε εις την Αναθώθ και μένε εκεί στον αγρόν σου, διότι είσαι άξιος θανάτου κατά την ημέραν αυτήν. Ομως δεν θα σε φονεύσω, διότι μετέφερες την Κιβωτόν της Διαθήκης του Κυρίου, καθ' ον χρόνον εζούσεν ακόμη ο πατήρ μου, και διότι υπέστης και συ όλας τας ταλαιπωρίας, τας οποίας υπέστη και ο πατήρ μου”. 26 Εἰς τὸν ἀρχιερέα Ἀβιάθαρ εἶπεν ὁ βασιλιᾶς Σολομών: «Σὺ πήγαινε εἰς τὴν Ἀναθὼθ καὶ μένε εἰς τὸ χωράφι σου, διότι εἶσαι ἄξιος θανάτου κατὰ τὴν ἡμέραν αὐτήν· ἀλλὰ δὲν θὰ σὲ θανατώσω τώρα, διότι ἐβάστασες καὶ μετέφερες τὴν Κιβωτὸν τῆς Διαθήκης τοῦ Κυρίου, ὅταν ἤσουν μὲ τὸν Δαβίδ, τὸν πατέρα μου, καὶ ἀκόμη διότι σὺ ἐσυγκακουχήθης καὶ ἐβασανίσθης εἰς ὅλα, ὅσα ἐκακουχήθη καὶ ἐταλαιπωρήθη ὁ πατέρας μου!»
27 καὶ ἐξέβαλε Σαλωμὼν τὸν ᾿Αβιάθαρ τοῦ μὴ εἶναι ἱερέα τοῦ Κυρίου, πληρωθῆναι τὸ ρῆμα Κυρίου, ὃ ἐλάλησεν ἐπὶ τὸν οἶκον ῾Ηλὶ ἐν Σηλώμ. 27 Ο Σολομών εξεδίωξε τον Αβιάθαρ, ώστε να μη είναι πλέον αυτός αρχιερεύς του Κυρίου, και έτσι εξεπληρώθη ο λόγος του Κυρίου, τον οποίον είπε δια την οικογένειαν του Ηλί εις Σηλώμ. 27 Ἔτσι ὁ Σολομὼν ἔδιωξε τὸν Ἀβιάθαρ, ὥστε νὰ μὴ εἶναι πλέον αὐτὸς ἀρχιερεὺς τοῦ Κυρίου· μὲ τὸν τρόπον αὐτὸν ἐπραγματοποιήθη ὁ λόγος τοῦ Κυρίου, τὸν ὁποῖον εἶχε προλαλήσει διὰ τὴν οἰκογένειαν τοῦ ἀρχιερέως Ἡλὶ εἰς τὴν Σηλώμ.
28 καὶ ἡ ἀκοὴ ἦλθεν ἕως ᾿Ιωὰβ υἱοῦ Σαρουΐας (ὅτι ᾿Ιωὰβ ἦν κεκλικὼς ὀπίσω ᾿Αδωνίου, καὶ ὀπίσω Σαλωμὼν οὐκ ἔκλινε), καὶ ἔφυγεν ᾿Ιωὰβ εἰς τὸ σκήνωμα τοῦ Κυρίου καὶ κατέσχε τῶν κεράτων τοῦ θυσιαστηρίου. 28 Ο Ιωάβ, ο υιός της Σαρουΐας, ο οποίος ήτο με το μέρος του Αδωνίου και όχι με το μέρος του Σολομώντος, επληροφορήθη την εκδίωξιν και τον περιορισμόν του Αβιάθαρ και εφοβήθη. Κατέφυγε, λοιπόν, εις την Σκηνήν του Μαρτυρίου και εκρατήθη από τας εξοχάς του θυσιαστηρίου των ολοκαυτωμάτων. 28 Ἡ φήμη καὶ ἡ πληροφορία (διὰ τὴν ἐκδίωξιν τοῦ ἀρχιερέως Ἀβιάθαρ) ἔφθασεν εἰς τὰ αὐτιὰ τοῦ Ἰωάβ, τοῦ υἱοῦ τῆς Σαρουΐας, (διότι ὁ στρατηγὸς Ἰωὰβ εἶχεν ἀκολουθήσει τὸν Ἀδωνίαν καὶ δὲν ἐπῆγε μὲ τὸ μέρος τοῦ Σολομῶντος)· ἐπειδὴ δὲ ὁ Ἰωὰβ ἐφοβήθη τὴν τιμωρίαν τοῦ Σολομῶντος, κατέφυγεν εἰς τὴν Σκηνὴν τὸν Μαρτυρίου (τοῦ Κυρίου) καὶ ἐκρατήθη ἀπὸ τὰ ἱερὰ κέρατα (τίς γωνιές, ποὺ ἐξεῖχαν ὡς κέρατα) τοῦ θυσιαστηρίου τῶν ὁλοκαυτωμάτων.
29 καὶ ἀπηγγέλη τῷ Σαλωμὼν λέγοντες ὅτι πέφυγεν ᾿Ιωὰβ εἰς τὴν σκηνὴν τοῦ Κυρίου καὶ ἰδοὺ κατέχει τῶν κεράτων τοῦ θυσιαστηρίου. καὶ ἀπέστειλε Σαλωμὼν ὁ βασιλεὺς πρὸς ᾿Ιωὰβ λέγων· τί γέγονέ σοι, ὅτι πέφυγας εἰς τὸ θυσιαστήριον; καὶ εἶπεν ᾿Ιωάβ· ὅτι ἐφοβήθην ἀπὸ προσώπου σου, καὶ ἔφυγον πρὸς Κύριον. καὶ ἀπέστειλε Σαλωμὼν τὸν Βαναίου υἱὸν ᾿Ιωδαὲ λέγων· πορεύου καὶ ἄνελε αὐτὸν καὶ θάψον αὐτόν. 29 Ανήγγειλαν στον Σολομώντα το γεγονός και είπαν, ότι ο Ιωάβ έχει καταφύγει εις την Σκηνήν του Κυρίου και ιδού κρατεί εκεί τα κέρατα του θυσιαστηρίου των ολοκαυτωμάτων. Ο βασιλεύς Σολομών έστειλεν άνθρωπον προς τον Ιωάβ και του είπε· “τι σου συνέβη; Διατί κατέφυγες στο θυσιαστήριον των ολοκαυτωμάτων;” Ο Ιωάβ απήντησεν· “εφοβήθην από σε και κατέφυγον προς τον Κυριον”. Ο Σολομών έστειλε τότε τον Βαναίαν, τον υιόν του Ιωδαέ, και του είπε· “πήγαινε και θανάτωσε τον Ιωάβ και θάψε τον”. 29 Ἀνήγγειλαν δὲ εἰς τὸν Σολομῶντα τὸ γεγονὸς καὶ τοῦ εἶπαν, ὅτι ἔχει φύγει ὁ Ἰωὰβ καὶ ἐπῆγε εἰς τὴν Σκηνὴν τοῦ Μαρτυρίου (τοῦ Κυρίου) καὶ νά· κρατεῖται ἀπὸ τὰ ἱερὰ κέρατα τοῦ θυσιαστηρίου τῶν ὁλοκαυτωμάτων. Ὁ βασιλιᾶς Σολομὼν ἔστειλεν ἕνα ἀπεσταλμένον πρὸς τὸν Ἰωὰβ καὶ τοῦ εἶπε: «Τί σοῦ συνέβη καὶ κατέφυγες εἰς τὸ θυσιαστήριον τῶν ὁλοκαυτωμάτων;» Ὁ Ἰωὰβ ἀπάντησε: «Κατέφυγα ἐδῶ, διότι ἐφοβήθηκα ἐσένα καὶ κατέφυγα εἰς τὸν Κύριον». Τότε ὁ Σολομὼν ἔστειλε τὸν Βαναίαν, τὸν υἱὸν τοῦ Ἰωδαέ, μὲ τὴν ἐντολήν: «Πήγαινε, σκότωσε τὸν Ἰωὰβ καὶ θάψε τον!»
30 καὶ ἦλθε Βαναίας υἱὸς ᾿Ιωδαὲ πρὸς ᾿Ιωὰβ εἰς τὴν σκηνὴν τοῦ Κυρίου καὶ εἶπεν αὐτῷ· τάδε λέγει ὁ βασιλεύς· ἔξελθε. καὶ εἶπεν ᾿Ιωάβ· οὐκ ἐκπορεύομαι, ὅτι ὧδε ἀποθανοῦμαι. καὶ ἐπέστρεψε Βαναίας υἱὸς ᾿Ιωδαὲ καὶ εἶπε τῷ βασιλεῖ λέγων· τάδε λελάληκεν ᾿Ιωὰβ καὶ τάδε ἀποκέκριταί μοι. 30 Ο Βαναίας, ο υιός του Ιωδαέ, μετέβη προς τον Ιωάβ εις την Σκηνήν του Κυρίου και του είπε· “αυτά λέγει ο βασιλεύς· Εβγα από αυτού”. Ο Ιωάβ απήντησε· “δεν θα εξέλθω διότι προτιμώ να αποθάνω εδώ”. Ο Βαναίας, ο υιός του Ιωδαέ, επέστρεψεν στον βασιλέα και του είπεν· “αυτά μου είπεν ο Ιωάβ. Αυτήν την απάντησιν μου έδωκεν εις την διαταγήν σου”. 30 Ὁ Βαναίας, ὁ υἱὸς τοῦ Ἰωδαέ, ἦλθεν εἰς τὸν Ἰωὰβ εἰς τὴν Σκηνὴν τοῦ Μαρτυρίου (τοῦ Κυρίου) καὶ τοῦ εἶπε: «Αὐτὰ σὲ διατάσσει ὁ βασιλιᾶς· «ἔβγα ἔξω»». Ὁ Ἰωὰβ ἀπάντησε: «Ὄχι· δὲν βγαίνω· ἔδω θὰ ἀποθάνω». Τότε ὁ Βαναίας, ὁ υἱὸς τοῦ Ἰωδαέ, ἐπέστρεψε καὶ εἶπεν εἰς τὸν βασιλιᾶ: «Αὐτὰ καὶ αὐτὰ εἶπεν ὁ Ἰωαβ, αὐτὰ καὶ αὐτὰ μοῦ ἀπάντησε».
31 καὶ εἶπεν αὐτῷ ὁ βασιλεύς· πορεύου καὶ ποίησον αὐτῷ καθὼς εἴρηκε, καὶ ἄνελε αὐτὸν καὶ θάψεις αὐτὸν καὶ ἐξαρεῖς σήμερον τὸ αἷμα, ὃ δωρεὰν ἐξέχεεν ἀπ᾿ ἐμοῦ καὶ ἀπὸ τοῦ οἴκου τοῦ πατρός μου· 31 Ο βασιλεύς είπεν εις αυτόν· “πήγαινε και κάμε του, όπως σου είπε· θανάτωσέ τον και θάψε τον. Ετσι δε θα αποπλύνης σήμερα από εμέ και από τον οίκον του πατρός μου το αθώον αίμα το οποίον αναιτίως έχυσεν εκείνος. 31 Ὁ βασιλιᾶς εἶπεν εἰς τὸν Βαναίαν: «Πήγαινε πίσω καὶ κάμε του ὅπως εἶπε· θανάτωσέ τον καὶ θάψε τον. Ἔτσι θὰ ἀπαλλάξῃς σήμερα ἐμὲ καὶ ὅλους τοὺς ἄλλους ἀπογόνους τοῦ Δαβὶδ ἀπὸ τὴν εὐθύνην τῶν ἐγκλημάτων τοῦ Ἰωάβ, διὰ τὰ ἀθῶα αἵματα ποὺ ἔχυσεν αὐτός, ὅταν ἐδολοφόνησε χωρὶς λόγον τὸν Ἀβεννὴρ καὶ τὸν Ἀμεσσά, καὶ δὲν ἐτιμωρήθη μέχρι σήμερα.
32 καὶ ἐπέστεψε Κύριος τὸ αἷμα τῆς ἀδικίας αὐτοῦ εἰς κεφαλὴν αὐτοῦ, ὡς ἀπήντησε τοῖς δυσὶν ἀνθρώποις τοῖς δικαίοις καὶ ἀγαθοῖς ὑπὲρ αὐτὸν καὶ ἀπέκτεινεν αὐτοὺς ἐν ρομφαίᾳ, καὶ ὁ πατήρ μου Δαυὶδ οὐκ ἔγνω τὸ αἷμα αὐτῶν, τὸν ᾿Αβεννὴρ υἱὸν Νὴρ ἀρχιστράτηγον ᾿Ισραὴλ καὶ τὸν ᾿Αμεσσὰ υἱὸν ᾿Ιεθὲρ ἀρχιστράτηγον ᾿Ιούδα· 32 Ετσι ο Κυριος έρριψεν επάνω στο κεφάλι αυτού το αδικοχυμένον από αυτόν αίμα δύο ανθρώπων, οι οποίοι ήσαν αγαθώτεροι και δικαιότεροι από αυτόν και τους οποίους εκείνος εφόνευσε με την ρομφαίαν του. Ο πατήρ μου Δαυίδ δεν είχε γνώσιν εκ των προτέρων ούτε ενέκρινεν εκ των υστέρων τους φόνους εκείνους. Οι δε φονευθέντες υπό του Ιωάβ ήσαν ο Αβεννήρ ο υιός του Νηρ αρχιστράτηγος του Ισραηλιτικού λαού και ο Αμεσσά ο υιός του Ιεθέρ, αρχιστράτηγος της φυλής Ιούδα. 32 Ἔτσι ὁ Κύριος ἐπέστρεψεν εἰς τὴν κεφαλὴν τοῦ Ἰωὰβ τὸ αἷμα, τὸ ὁποῖον ἔχυσεν αὐτὸς ἄδικα, ὅταν συνήντησε τοὺς δύο ἐκείνους ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι ἦσαν δικαιότεροι, ἐντιμότεροι καὶ ἀγαθώτεροί του, καὶ τοὺς ἐσκότωσε μὲ τὸ ξίφος. Ὁ δὲ πατέρας μου, ὁ Δαβίδ, δὲν ἐγνώριζεν, ἀλλ' οὔτε καὶ ἐνέκρινεν ἐκ τῶν ὑστέρων τὸν φόνον τῶν δύο ἐκείνων ἀνθρώπων· δηλαδὴ τοῦ Ἀβεννήρ, υἱοῦ τοῦ Νήρ, ἀρχιστρατήγου τοῦ Ἰσραήλ, καὶ τοῦ Ἀμεσσά, υἱοῦ τοῦ Ἰεθέρ, ἀρχιστρατήγου τοῦ Ἰούδα.
33 καὶ ἐπεστράφη τὰ αἵματα αὐτῶν εἰς κεφαλὴν αὐτοῦ καὶ εἰς κεφαλὴν τοῦ σπέρματος αὐτοῦ εἰς τὸν αἰῶνα, καὶ τῷ Δαυὶδ καὶ τῷ σπέρματι αὐτοῦ καὶ τῷ οἴκῳ αὐτοῦ καὶ τῷ θρόνῳ αὐτοῦ γένοιτο εἰρήνη ἕως αἰῶνος παρὰ Κυρίου. 33 Ετσι δε έπεσαν τα αθώα αίματα εκείνων εις την κεφαλήν αυτού και εις τας κεφαλάς των απογόνων του στον αιώνα. Εις τον Δαυίδ όμως και στους απογόνους του, μάλιστα στον οίκον του και στον θρόνον του, είθε να βασιλεύη αιωνίως η ειρήνη παρά του Θευ”. 33 Ἔτσι ἐπεστράφησαν τὰ αἵματα τῶν δύο ἀθώων στρατηγῶν εἰς τὴν κεφαλὴν τοῦ Ἰωὰβ καὶ εἰς τὶς κεφαλὲς τῶν ἀπογόνων του αἰωνίως, διὰ παντός. Εἰς δὲ τὸν Δαβὶδ καὶ τοὺς ἀπογόνους του καὶ εἰς τὴν οἰκογένειάν του καὶ εἰς τὸν βασιλικὸν του Θρόνον εἴθε να βασιλεύσῃ αἰωνίως εἰρήνη ἀπὸ τὸν Κύριον».
34 καὶ ἀνέβη Βαναίας υἱὸς ᾿Ιωδαὲ καὶ ἀπήντησε αὐτῷ καὶ ἐθανάτωσεν αὐτὸν καὶ ἔθαψεν αὐτὸν ἐν τῷ οἴκῳ αὐτοῦ ἐν τῇ ἐρήμῳ. 34 Ο Βαναίας ο υιός του Ιωδαέ μετέδη πράγματι στο θυσιαστήριον των ολοκαυτωμάτων, ευρήκεν εκεί τον 'Ιωαβ, τον εθανάτωσε και τον έθαψεν στο υπόγειον του οίκου του, που ευρίσκεται εις την έρημον. 34 Κατόπιν αὐτῶν ὁ Βαναίας, ὁ υἱὸς τοῦ Ἰωδαέ, ἀνέβη εἰς τὸ θυσιαστήριον τῶν ὁλοκαυτωμάτων καὶ συνῆντησε τὸν Ἰωὰβ καὶ τὸν ἐθανάτωσε καὶ τὸν ἔθαψεν εἰς τὸ σπίτι του εἰς τὴν ἔρημον τοῦ Ἰούδα, μακρυὰ ἀπὸ τὰ βλέμματα τῶν ἀνθρώπων, ὅπως ἐταίριαζεν εἰς ἐγκληματίαν.
35 καὶ ἔδωκεν ὁ βασιλεὺς τὸν Βαναίου υἱὸν ᾿Ιωδαὲ ἀντ᾿ αὐτοῦ ἐπὶ τὴν στρατηγίαν· καὶ ἡ βασιλεία κατωρθοῦτο ἐν ῾Ιερουσαλήμ· καὶ Σαδὼκ τὸν ἱερέα ἔδωκεν αὐτὸν ὁ βασιλεὺς εἰς ἱερέα πρῶτον ἀντὶ ᾿Αβιάθαρ. 35α Καὶ ἔδωκε Κύριος φρόνησιν τῷ Σαλωμὼν καὶ σοφίαν πολλὴν σφόδρα καὶ πλάτος καρδίας, ὡς ἡ ἄμμος ἡ παρὰ τὴν θάλασσαν. 35β καὶ ἐπληθύνθη ἡ φρόνησις Σαλωμὼν σφόδρα ὑπὲρ τὴν φρόνησιν πάντων υἱῶν ἀρχαίων καὶ ὑπὲρ πάντας φρονίμους Αἰγύπτου. 35γ καὶ ἔλαβε τὴν θυγατέρα Φαραὼ καὶ εἰσήγαγεν αὐτὴν εἰς πόλιν Δαυὶδ ἕως συντελέσαι αὐτὸν οἰκοδομῆσαι τὸν οἶκον αὐτοῦ. καὶ τὸν οἶκον Κυρίου ἐν πρώτοις καὶ τὸ τεῖχος ῾Ιερουσαλὴμ κυκλόθεν· ἐν ἑπτὰ ἔτεσιν ἐποίησε καὶ συνετέλεσε. 35δ καὶ ἦν τῷ Σαλωμὼν ἑβδομήκοντα χιλιάδας αἴροντες ἄρσιν καὶ ὀγδοήκοντα χιλιάδας λατόμων ἐν τῷ ὄρει. 35ε καὶ ἐποίησε Σαλωμὼν τὴν θάλασσαν καὶ τὰ ὑποστηρίγματα καὶ τοὺς λουτῆρας τοὺς μεγάλους καὶ τοὺς στύλους καὶ τὴν κρήνην τῆς αὐλῆς καὶ τὴν θάλασσαν τὴν χαλκῆν. 35ζ καὶ ᾠκοδόμησε τὴν ἄκραν καὶ τὰς ἐπάλξεις αὐτῆς καὶ διέκοψε τὴν πόλιν Δαυίδ· οὕτως θυγάτηρ Φαραὼ ἀνέβαινεν ἐκ τῆς πόλεως Δαυὶδ εἰς τὸν οἶκον αὐτῆς, ὃν ᾠκοδόμησεν αὐτῇ· τότε ᾠκοδόμησε τὴν ἄκραν. 35η καὶ Σαλωμὼν ἀνέφερε τρεῖς ἐν τῷ ἐνιαυτῷ ὁλοκαυτώσεις καὶ εἰρηνικὰς ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον, ὃ ᾠκοδόμησε τῷ Κυρίῳ, καὶ ἐθυμία ἐνώπιον Κυρίου, καὶ συνετέλεσε τὸν οἶκον. 35θ καὶ οὗτοι οἱ ἄρχοντες οἱ καθεσταμένοι ἐπὶ τὰ ἔργα τοῦ Σαλωμών· τρεῖς χιλιάδες καὶ ἑξακόσιοι ἐπιστάται τοῦ λαοῦ τῶν ποιούντων τὰ ἔργα. 35ι καὶ ᾠκοδόμησε τὴν ᾿Ασσοὺρ καὶ τὴν Μαγδὼ καὶ τὴν Γαζὲρ καὶ τὴν Βαιθωρὼν τὴν ἐπάνω καὶ τὰ Βααλάθ· 35κ πλὴν μετὰ τὸ οἰκοδομῆσαι αὐτὸν τὸν οἶκον τοῦ Κυρίου καὶ τὸ τεῖχος ῾Ιερουσαλὴμ κύκλῳ, μετὰ ταῦτα ᾠκοδόμησε τὰς πόλεις ταύτας. 35λ καὶ ἐν τῷ ἔτι Δαυὶδ ζῆν ἐνετείλατο τῷ Σαλωμὼν λέγων· ἰδοὺ μετὰ σοῦ Σεμεΐ υἱὸς Γηρὰ υἱὸς τοῦ σπέρματος τοῦ ᾿Ιεμενὶ ἐκ Χεβρών· 35μ οὗτος κατηράσατό με κατάραν ὀδυνηρὰν ἐν ᾗ ἡμέρᾳ ἐπορευόμην εἰς Παρεμβολάς, 35ν καὶ αὐτὸς κατέβαινεν εἰς ἀπαντὴν μοι ἐπὶ τὸν ᾿Ιορδάνην καὶ ὤμοσα αὐτῷ κατὰ τοῦ Κυρίου λέγων· εἰ θανατωθήσεται ἐν ρομφαίᾳ· 35ξ καὶ νῦν μὴ ἀθωώσῃς αὐτόν, ὅτι ἀνὴρ φρόνιμος σὺ καὶ γνώσῃ ἃ ποιήσεις αὐτῷ, καὶ κατάξεις τὴν πολιὰν αὐτοῦ ἐν αἵματι εἰς ᾅδου. 35 Ο βασιλεύς εγκατέστησε τότε τον Βαναίαν, τον υιόν του Ιωδαέ, αντί του Ιωάβ, ως αρχιστράτηγον. Η δε βασιλεία του Σολομώντος εστερεούτο και ενισχύετο εις την Ιερουσαλήμ. Τον Σαδώκ τον αρχιερέα εγκατέστησεν ο βασιλεύς ως αρχιερέα, αντί του Αβιάθαρ. 35α Ο Κυριος έδωκεν στον Σολομώντα σύνεσιν και σοφίαν πάρα πολύ μεγάλην και ευρύτητα διανοίας, όπως η άμμος η παρά το χείλος της θαλάσσης. 35β Η σοφία του Σολομώντος ηυξήθη και επληθύνθη πάρα πολύ, περισσότερον από την σύνεσιν και την σοφίαν όλων των αρχαίων σοφών και όλων των σοφών της Αιγύπτου. 35γ Ο Σολομών επήρε ως σύζυγον την θυγατέρα του Φαραώ, την οποίαν και εγκατέστησεν εις την πόλιν του Δαυίδ στο όρος Σιών, μέχρις ότου αποτελειώση την ανοικοδόμησιν του βασιλικού ανακτόρου. Πρώτον έκτισε τον ναόν του Κυρίου και κατόπιν συνέχισε το κτίσιμον του τείχους της Ιερουσαλήμ. Αυτά ήρχισε και ετελείωσεν εις διάστημα επτά ετών. 35δ Εις την υπηρεσίαν του Σολομώντος δια τα έργα αυτά ήσαν εβδομήκοντα χιλιάδες αχθοφόροι και ογδοήκοντα χιλιάδες λατόμοι στο όρος. 35ε Ο Σολομών κατεσκεύασε τότε και τα ιερά σκεύη, δηλαδή την θάλασσαν, τα υποστηρίγματα, τους μεγάλους λουτήρας, τους στύλους, την κρήνην της αυλής, την θάλασσαν την χαλκήν. 35ζ Ανοικοδόμησεν επίσης την ακρόπολιν και τας επάλξεις της και διέκοψεν έτσι την επικοινωνίαν της πόλεως Δαυίδ με την έξω περιοχήν. Ετσι δε η θυγάτηρ του Φαραώ ανέβαινεν από την πόλιν Δαυίδ στον οίκον της, τον οποίον δι' αυτήν είχε κτίσει ο Σολομών. Τοτε ανοικοδόμησε και την ακρόπολιν. 35η Ο Σολομών προσέφερε κάθε έτος τρεις θυσίας ολοκαυτωμάτων και ειρηνικών θυσιών στο θυσιαστήριον, το οποίον ανοικοδόμησε προς τιμήν του Κυρίου. Προσέφερεν ακόμη και θυμίαμα προς τον Κυριον. Ετσι απετελείωσε τον ναόν προς δόξαν και τιμήν του Κυρίου. 35θ Οι άνθρωποι, οι οποίοι είχον διορισθή ως επόπται εις τα έργα του Σολομώντος, ήσαν τρεις χιλιάδες εξακόσιοι επιστάται επί των ανθρώπων, οι οποίοι ειργάζοντο εις αυτά τα έργα. 35ι Ο Σολομών ανοικοδόμησε την Ασσούρ, την Μαγδώ, την Γαζέρ, την επάνω Βαιθωρών και τα Βααλάθ. 35κ Τας πόλεις όμως αυτάς οικοδόμησε, αφού πρώτον ανοικοδόμησε τον οίκον του Κυρίου και το τείχος το περί την Ιερουσαλήμ. 35λ Οταν ακόμη εζούσεν ο Δαυίδ, είχε δώσει εντολήν στον Σολομώντα λέγων· “ιδού, μαζή σου ευρίσκεται ο Σεμεΐ, ο υιός του Γηρά, από την φυλήν Βενιαμίν εκ της πόλεως Χεβρών. 35μ Αυτός εξέφερε φοβεράς κατάρας εναντίον μου κατά την ημέραν, κατά την οποίαν έφευγα εις τας Παρεμβολάς. 35ν Κατά την επιστροφήν μου όμως ήλθεν εις προϋπάντησίν μου και με συνήντησεν στον Ιορδάνην. Εκεί εγώ του ωρκίσθην ενώπιον του Κυρίου, ότι δεν θα εκτελεσθή δια ρομφαίας. 35ξ Συ όμως να μη τον απαλλάξης από την ενοχήν του. Είσαι σοφός και συνετός και γνωρίζεις, τι πρέπει να πράξης εις αυτόν, ώστε να κρημνίσης τα γηρατεία του στον άδην εκτελών αυτόν δια το αμάρτημά του”. 35 Καὶ ὁ βασιλιᾶς ἐγκατέστησε τὸν Βαναίαν, τὸν υἱὸν τοῦ Ἰωδαέ, ἀντὶ τοῦ Ἰωὰβ εἰς τὴν ἀρχιστρατηγίαν. Ἡ δὲ βασιλεία τοῦ Σολομῶντος ἐστερεώνετο καὶ συνεχίζετο σταθερὰ εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ. Ἐπίσης ὁ βασιλιᾶς ἐγκατέστησε τὸν ἀρχιερέα Σαδὼκ ἀντὶ τοῦ ἀρχιερέως Ἀβιάθαρ. 35α Ὁ Θεὸς ἔδωκεν εἰς τὸν Σολομῶντα ἐξαιρετικὴν σύνεσιν καὶ φρόνησιν καὶ πάρα πολλὴν σοφίαν καὶ γνῶσιν καὶ εὐρύτητα διανοίας καὶ ἀντιλήψεως τόσον πολλήν, ὡσὰν τὴν ἄμμον ποὺ εἶναι εὶς τὴν ἀκροθαλασσιάν! 35β Ἡ σύνεσις, ἡ φρόνησις καὶ ἡ σοφία τοῦ Σολομῶντος ἦσαν πολὺ μεγαλύτερες ἀπὸ τὴν σοφίαν καὶ τὶς γνώσεις ὅλων τῶν ἀρχαίων σοφῶν καὶ αὐτῶν (ὅλων) ἀκόμη τῶν σοφῶν τῆς Αἰγύπτου. 35γ Ὁ Σολομὼν ἔλαβεν ὡς σύζυγον τὴν θυγατέρα τοῦ Φαραὼ καὶ τὴν ἔφερε καὶ τὴν ἐγκατέστησεν εἰς τὴν πόλιν τοῦ Δαβίδ, μέχρις ὅτου τελειώσῃ τὸ βασιλικόν του ἀνάκτορον. Πρῶτα - πρῶτα ἔκτισε τὸν οἶκον τοῦ Κυρίου (τὸν Ναὸν) καὶ κατόπιν ἀπετελείωσε τὸ τεῖχος γύρω - γύρω ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλήμ, τὸ ὁποῖον εἶχεν ἄρχισει νὰ κτίζῃ ὁ Δαβίδ. Τὰ κτίσματα αὐτὰ ὁ Σολομὼν τὰ ἄρχισε καὶ τὰ ἐτελείωσε μέσα σὲ ἑπτὰ χρόνια. 35δ Διὰ δὲ τὰ ἔργα αὐτὰ ὁ Σολομὼν ἐχρησιμοποίησεν ἑβδομῆντα χιλιάδες (70.000) ἀχθοφόρους καὶ ὀγδόντα χιλιάδες (80.000) λατόμους εἰς τὴν ὀρεινὴν περιοχήν. 35ε Ὁ Σολομὼν κατεσκεύασε (τότε καί) τὰ ἱερὰ ἀντικείμενα, δηλαδὴ τὴν χυτὴν χαλκίνην θάλασσαν καὶ τὰ ὑποστηρίγματά της (ποὺ ἦσαν χάλκινα βόδια) καὶ τοὺς λουτῆρες τοὺς μεγάλους καὶ τοὺς στύλους καὶ τὴν κρήνην τῆς αὐλῆς καὶ τὴν θάλασσαν ἀπὸ χαλκόν. 35ζ Ἔκτισεν ἀκόμη τὴν ἀκρόπολιν καὶ τὶς ἐπάλξεις της καὶ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπον διέκοψε τὴν ἐπικοινωνίαν τῆς πόλεως τοῦ Δαβὶδ μὲ τὴν ἐκτὸς αὐτῆς περιοχήν. Ἔτσι ἡ σύζυγος τοῦ Σολομῶντος, ἡ θυγατέρα τοῦ Φαραώ, ἀνέβαινεν ἀπὸ τὴν πόλιν τοῦ Δαβίδ, ὅπου εὑρίσκετο ἡ προσωρινὴ κατοικία της, εἰς τὸ ἀνάκτορόν της, τὸ ὁποῖον (ὁ Σολομών) ἔκτισε δι’ αὐτήν. Τότε ἔκτισε καὶ τὴν ἀκρόπολιν. 35η Καὶ ὁ Σολομὼν προσέφερε κάθε χρόνον τρεῖς θυσίες ὁλοκαυτωμάτων καὶ εἰρηνικῶν εἰς τὸ θυσιαστήριον, τὸ ὁποῖον ἔκτισε πρὸς τιμὴν τοῦ Κυρίου· ἐπίσης προσέφερε θυμίαμα εἰς τὸν Κύριον. Καὶ ἔτσι ἐτελείωσε τὸ κτίσιμον τοῦ οἴκου τοῦ Θεοῦ (τοῦ Ναοῦ). 35θ Οἱ ἐπὶ κεφαλῆς, οἱ ὁποῖοι ἐπέβλεπαν εἰς τὰ οἰκοδομικὰ αὐτὰ ἔργα τοῦ Σολομῶντος, ἦσαν τρεῖς χιλιάδες καὶ ἑξακόσιοι (3.600) ἐπιστάται ἐπί του λαοῦ, ὁ ὁποῖος εἰργάζετο εἰς τὰ ἔργα αὐτά. 35ι Ὁ Σολομὼν ἔκτισε τὴν Ἀσσούρ, τὴν Μαγδῶ, τὴν Γαζέρ, τὴν ἄνω Βαιθωρὼν καὶ τὰ Βααλάθ· 35κ τὶς πόλεις ὅμως αὐτὲς τὶς ἔκτισεν, ἀφοῦ εἶχε κτίσει προηγουμένως τὸν οἶκον τοῦ Κυρίου (τὸν Ναὸν) καὶ ἀφοῦ εἶχε κτίσει τὸ τεῖχος γύρω - γύρω ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλήμ. 35λ Ὅταν δὲ ἀκόμη ἐζοῦσε ὁ Δαβίδ, ἔδωκεν ἐντολὴν εἰς τὸν Σολομῶντα καὶ τοῦ εἶπε: «Νά· μαζί σου εὑρίσκεται ὁ Σεμεΐ, ὁ υἱὸς τοῦ Γηρά, ἀπὸ τὴν φυλὴν τοῦ Ἰεμενί (Βενιαμίν), ἀπὸ τὴν πόλιν Χεβρών. 35μ Αὐτὸς μὲ κατηράσθη μὲ κατάραν σαρκαστικήν, πικρὴ καὶ σκληρὴ κατὰ τὴν ἡμέραν ποὺ ἐπήγαινα εἰς τὴν πόλιν Μαναΐμ (Παρεμβολάς) διὰ νὰ γλυτώσω ἀπὸ τὴν ἐπανάστασιν τοῦ Ἀβεσσαλώμ. 35ν Ὅμως ὁ Σεμεῒ κατέβη διὰ νὰ μὲ συναντήσῃ καὶ νὰ μὲ προϋπαντήσῃ (ἀπὸ τοὺς πρώτους) εἰς τὸν Ἰορδάνην. Τότε δὲ ὠρκίσθηκα εἰς αὐτὸν μὲ ὅρκον εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου καὶ τοῦ εἶπα ὅτι δὲν θὰ τὸν θανατώσω μὲ σπαθί (διὰ τὴν προηγουμένην ὑβριστικὴν διαγωγήν του πρὸς τὸ πρόσωπόν μου). 35ξ Τώρα λοιπὸν σὺ δὲν πρέπει νὰ τὸν ἀθωώσῃς καὶ να τὸν ἀφήσῃς ἀτιμώρητον· διότι σὺ εἶσαι ἄνθρωπος σοφὸς καὶ συνετὸς καὶ γνωρίζεις πῶς πρέπει νὰ τοῦ φερθῇς καὶ τί νὰ τοῦ κάμῃς, ὥστε νὰ στείλῃς καὶ νὰ κατεβάσῃς τὴν κεφαλήν του μὲ τὰ ἄσπρα της μαλλιὰ εἰς τὸν ἅδην μέσα εἰς τὸ αἷμα, ἀφοῦ τὸν ἀποκεφαλίσῃς».
36 Καὶ ἐκάλεσεν ὁ βασιλεὺς τὸν Σεμεΐ καὶ εἶπεν αὐτῷ· οἰκοδόμησον σεαυτῷ οἶκον ἐν ῾Ιερουσαλὴμ καὶ κάθου ἐκεῖ καὶ οὐκ ἐξελεύσῃ ἐκεῖθεν οὐδαμοῦ· 36 Ο βασιλεύς Σολομών εκάλεσε τον Σεμεΐ και του είπε· “κτίσε δια τον εαυτόν σου οίκον εντός της Ιερουσαλήμ. Να εγκατασταθής εις την οικίαν αυτήν και δεν θα εξέλθης από εκεί προς οιονδήποτε μέρος. 36 Ὁ βασιλιᾶς ἔστειλε καὶ ἐκάλεσε τὸν Σεμεῒ καὶ τοῦ εἶπε: «Κτίσε διὰ τὸν ἑαυτόν σου σπίτι ἐδῶ εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ ἐγκαταστήσου εἰς αὐτὸ καὶ μὴ βγῇς ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλὴμ ποτὲ εἰς κανένα ἄλλον τόπον.
37 καὶ ἔσται ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς ἐξόδου σου καὶ διαβήσῃ τὸν χειμάρρουν Κέδρων, γινώσκων γνώσῃ ὅτι θανάτῳ ἀποθανῇ, τὸ αἷμά σου ἔσται ἐπὶ τὴν κεφαλήν σου. καὶ ὥρκισεν αὐτὸν ὁ βασιλεὺς ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ. 37 Διότι κατά την ημέραν, κατά την οποίαν θα εξέλθης από την Ιερουσαλήμ και θα περάσης τον χείμαρρον των Κέδρων, μάθε καλά, ότι θα καταδικασθής εις θάνατον. Και συ θα είσαι υπεύθυνος δια την τιμωρίαν σου αυτήν”. Τον ώρκισε δε ο βασιλεύς κατά την ημέραν εκείνην, να σεβασθή την εντολήν του. 37 Διότι τὴν ἡμέραν ποὺ θὰ βγῇς ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ θὰ περάσῃς τὸν χείμαρρον τῶν Κέδρων, σὲ διαβεβαιῶ ὅτι θὰ ἀποθάνῃς ὁπωσδήποτε· σὺ δὲ θὰ εἶσαι ὁ μόνος ὑπεύθυνος διὰ τὸν θάνατόν σου». Τὴν ἡμέραν ἐκείνην ὁ βασιλιᾶς Σολομὼν ὥρκισε τὸν Σεμεΐ, ὅτι θὰ τηρήσῃ τὴν προσταγήν του.
38 καὶ εἶπε Σεμεΐ πρὸς τὸν βασιλέα· ἀγαθὸν τὸ ρῆμα, ὃ ἐλάλησας, κύριέ μου βασιλεῦ· οὕτω ποιήσει ὁ δοῦλός σου. καὶ ἐκάθισε Σεμεΐ ἐν ῾Ιερουσαλὴμ τρία ἔτη. 38 Ο Σεμεΐ απήντησε προς τον βασιλέα· “είναι πράγματι καλός ο λόγος αυτός, τον οποίον μου είπες, κύριέ μου βασιλεύ. Οπως διέταξες, έτσι θα κάμη ο δούλος σου”. Και ο Σεμεΐ έμεινε πράγματι εις την Ιερουσαλήμ τρία έτη, χωρίς να εξέλθη από αυτήν. 38 Ὁ Σεμεῒ ἀπάντησε πρὸς τὸν βασιλιᾶ: «Ὁ λόγος, τὸν ὁποῖον μου εἶπες, κύριέ μου, βασιλιᾶ, εἶναι πράγματι ὀρθὸς καὶ καλός. Αὐτὸ θὰ κάμῃ ὁ δοῦλος σου· θὰ συμμορφωθῇ πρὸς τὴν ἐντολήν σου». Καὶ ὁ Σεμεῒ ἑκατοίκησε εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ τρία χρόνια.
39 καὶ ἐγενήθη μετὰ τὰ τρία ἔτη καὶ ἀπέδρασαν δύο δοῦλοι τοῦ Σεμεΐ πρὸς ᾿Αγχοὺς υἱὸν Μααχὰ βασιλέα Γέθ, καὶ ἀπηγγέλη τῷ Σεμεΐ λέγοντες· ἰδοὺ οἱ δοῦλοί σου ἐν Γέθ. 39 Επειτα όμως από τα τρία αυτά έτη δύο δούλοι του Σεμεί εδραπέτευσαν προς τον Αγχούς, τον υιόν Μααχά τον βασιλέα της Γέθ. Ανήγγειλαν δε στον Σεμεί μερικοί και του είπαν· “ιδού οι δούλοι σου ευρίσκονται εις την Γέθ”. 39 Ὕστερα ὅμως ἀπὸ τὰ τρία αὐτὰ χρόνια δύο δοῦλοι τοῦ Σεμεῒ ἐδραπέτευσαν καὶ κατέφυγαν εἰς τὸν Ἀγχούς, τὸν υἱὸν τοῦ Μααχά, τὸν βασιλιᾶ τῆς Γέθ. Τὴν ἀπόδρασιν αὐτὴν ἀνήγγειλαν εἰς τὸν Σεμεῒ καὶ τοῦ εἶπαν: «Νά· οἱ δοῦλοι σου ποὺ ἐδραπέτευσαν, εὑρίσκονται εἰς τὴν Γέθ».
40 καὶ ἀνέστη Σεμεΐ καὶ ἐπέσαξε τὴν ὄνον αὐτοῦ καὶ ἐπορεύθη εἰς Γὲθ πρὸς ᾿Αγχοὺς τοῦ ἐκζητῆσαι τοὺ δούλους αὐτοῦ, καὶ ἐπορεύθη Σεμεΐ καὶ ἤγαγε τοὺς δούλους αὐτοῦ ἐκ Γέθ. 40 Ο Σεμεί εσηκώθη, εσαμάρωσε την όνον του και μετέβη εις Γεθ προς τον βασιλέα Αγχούς, δια να ζητήση τους δούλους του. Ο Σεμεί μετέβη πράγματι και επανέφερε τους δούλους του από την Γέθ. 40 Εἰς τὸ ἄκουσμα τῆς εἰδήσεως αὐτῆς ὁ Σεμεῒ ἐσηκώθη καὶ ἐσαμάρωσε τὴν ὄνον του καὶ ἐπῆγε εἰς τὴν Γέθ, εἰς τὸν βασιλιᾶ Ἀγχούς, διὰ νὰ εὕρῃ καὶ νὰ ζητήσῃ τοὺς δούλους του. Ἔτσι ὁ Σεμεῒ ἐπῆγε καὶ ἔφερε πίσω (εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ) τοὺς δούλους του ἀπὸ τὴν Γέθ.
41 καὶ ἀπηγγέλη τῷ Σαλωμὼν λέγοντες ὅτι ἐπορεύθη Σεμεΐ ἐξ ῾Ιερουσαλὴμ εἰς Γέθ, καὶ ἀπέστρεψε τοὺς δούλους αὐτοῦ, 41 Ανήγγειλαν όμως στον Σολομώντα μερικοί το γεγονός αυτό και του είπαν· “ο Σεμεΐ μετέβη από την Ιερουσαλήμ εις Γεθ και επανέφερε τους δούλους του”. 41 Τὸ γεγονὸς τοῦτο ἀνήγγειλαν εἰς τὸν Σολομῶντα καὶ τοῦ εἶπαν, ὅτι ὁ Σεμεῒ ἔφυγεν ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ ἐπῆγε εἰς τὴν Γὲθ καὶ ἔφερε πίσω τοὺς δούλους του.
42 καὶ ἀπέστειλεν ὁ βασιλεὺς καὶ ἐκάλεσε τὸν Σεμεΐ καὶ εἶπε πρὸς αὐτόν· οὐχὶ ὥρκισά σε κατὰ τοῦ Κυρίου καὶ ἐπεμαρτυράμην σοι λέγων· ἐν ᾗ ἂν ἡμέρᾳ ἐξέλθῃς ἐξ ῾Ιερουσαλὴμ καὶ πορευθῇς εἰς δεξιὰ ἢ ἀριστερά, γινώσκων γνώσῃ ὅτι θανάτῳ ἀποθανῇ; 42 Ο Σολομών έστειλεν άνθρωπον και εκάλεσε τον Σεμεΐ και του είπε “δεν σε έβαλα και ωρκίσθης στο όνομα του Κυρίου και δεν σου ετόνισα λέγων· Οτι κατά την ημέραν, κατά την οποίαν θα εξέλθης από την Ιερουσαλήμ και θα μεταβής αριστερά η δεξιά, να γνωρίζης καλά ότι θα εκτελεσθής; 42 Τότε ὁ βασιλιᾶς ἔστειλε καὶ ἐκάλεσε τὸν Σεμεῒ καὶ τοῦ εἶπε: «Δὲν σὲ ὥρκισα μὲ ὅρκον ἐνώπιόν του Κυρίου καὶ δὲν σοῦ ἐτόνισα καθαρὰ καὶ σοῦ εἶπα· «τὴν ἡμέραν κατὰ τὴν ὁποίαν θὰ βγῇς ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ θὰ πᾶς πρὸς τὰ δεξιὰ ἢ τὰ ἀριστερά, σὲ προειδοποιῶ καὶ σὲ διαβεβαιῶ ἐπισήμως ὅτι θὰ ἀποθάνῃς ὁπωσδήποτε»
43 καὶ τί ὅτι οὐκ ἐφύλαξας τὸν ὅρκον Κυρίου καὶ τὴν ἐντολήν, ἣν ἐνετειλάμην κατὰ σοῦ; 43 Διατί δεν εφύλαξες την εντολήν μου, την οποίαν με όρκον ενώπιον του Κυρίου σου είχα δώσει;” 43 Διατὶ λοιπὸν τώρα παρέβης τὴν ὑπόσχεσίν σου καὶ δὲν ἐτήρησες τὸν ὅρκον, ποὺ ἔδωκες εἰς τὸν Θεόν (ὅτι θὰ συμμορφωθῇς πρὸς τὴν διαταγήν μου), καὶ δὲν ἐτήρησες τὴν ἐντολὴν ποὺ σοῦ ἔδωκα;»
44 καὶ εἶπεν ὁ βασιλεὺς πρὸς Σεμεΐ· σὺ οἶδας πᾶσαν τὴν κακίαν σου, ἣν οἶδεν ἡ καρδία σου, ἃ ἐποίησας Δαυὶδ τῷ πατρί μου, καὶ ἀνταπέδωκε Κύριος τὴν κακίαν σου εἰς κεφαλήν σου· 44 Ο βασιλεύς προσέθεσε τότε προς τον Σεμεΐ· “συ γνωρίζεις όλην την κακίαν σου και ενθυμείσαι βεβαίως, τι έκαμες στον Δαυίδ τον πατέρα μου. Και να ότι σήμερον ο Κυριος θα ρίψη την κακίαν σου αυτήν εις την κεφαλήν σου. 44 Ἀκόμη ὁ βασιλιᾶς εἶπεν εἰς τὸν Σεμεΐ: «Σὺ γνωρίζεις ὅλην τὴν κακίαν σου, σὺ ὁ ἴδιος γνωρίζεις πολὺ καλὰ τὰ μυστικὰ τῆς καρδίας σου· γνωρίζεις καὶ ἐνθυμεῖσαι ὅσα κακὰ ἔκαμες εἰς τὸν Δαβίδ, τὸν πατέρα μου. Τώρα λοιπὸν ὁ Κύριος θὰ σὲ τιμωρήσῃ καὶ θὰ ἀνταποδώσῃ (θὰ ρίψῃ) τὴν κακίαν σου ἐκείνην εἰς τὴν κεφαλήν σου.
45 καὶ ὁ βασιλεὺς Σαλωμὼν εὐλογημένος, καὶ ὁ θρόνος Δαυὶδ ἔσται ἕτοιμος ἐνώπιον Κυρίου εἰς τὸν αἰῶνα. 45 Εγώ δε ο βασιλεύς Σολομών, πράττων τούτο, θα είμαι ευλογημένος ενώπιον του Θεού και ο βασιλικός μου θρόνος στερεωμένος από τον Κυριον στους αιώνας των αιώνων”. 45 Ἐνῷ ἐγὼ ὁ βασιλιᾶς Σολομὼν (ποὺ θὰ σὲ τιμωρήσω μὲ θάνατον) θὰ εἶμαι εὐλογημένος ἀπὸ τὸν Θεόν· καὶ ὁ βασιλικὸς θρόνος τοῦ Δαβὶδ θὰ εἶναι σταθερὸς καὶ ἐδραιωμένος ἐνώπιον τοῦ Κυρίου πάντοτε, αἰωνίως!»
46 καὶ ἐνετείλατο ὁ βασιλεὺς Σαλωμὼν τῷ Βαναίᾳ υἱῷ ᾿Ιωδαέ, καὶ ἐξῆλθε καὶ ἀνεῖλεν αὐτὸν καὶ ἀπέθανε. 46α Καὶ ἦν ὁ βασιλεὺς Σαλωμὼν φρόνιμος σφόδρα, καὶ σοφός, καὶ ᾿Ιούδα καὶ ᾿Ισραὴλ πολλοὶ σφόδρα, ὡς ἡ ἄμμος ἡ ἐπὶ τῆς θαλάσσης εἰς πλῆθος, ἐσθίοντες καὶ πίνοντες καὶ χαίροντες. 46β καὶ Σαλωμὼν ἦν ἄρχων ἐν πάσαις ταῖς βασιλείαις, καὶ ἦσαν προσφέροντες δῶρα καὶ ἐδούλευον τῷ Σαλωμὼν πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς αὐτοῦ. 46γ καὶ Σαλωμὼν ἤρξατο ἀνοίγειν τὰ δυναστεύματα τοῦ Λιβάνου, 46δ καὶ αὐτὸς ᾠκοδόμησε τὴν Θερμαὶ ἐν τῇ ἐρήμω. 46ε καὶ τοῦτο τὸ ἄριστον τῷ Σαλωμών· τριάκοντα κόροι σεμιδάλεως καὶ ἑξήκοντα κόροι ἀλεύρου κεκοπανισμένου, δέκα μόσχοι ἐκλεκτοὶ καὶ εἴκοσι βόες νομάδες καὶ ἑκατὸν πρόβατα, ἐκτὸς ἐλάφων καὶ δορκάδων καὶ ὀρνίθων ἐκλεκτῶν νομάδων· 46ζ ὅτι ἦν ἄρχων ἐν παντὶ πέραν τοῦ ποταμοῦ ἀπὸ Ραφὶ ἕως Γάζης, ἐν πᾶσι τοῖς βασιλεῦσι πέραν τοῦ ποταμοῦ· 46η καὶ ἦν αὐτῷ εἰρήνη ἐκ πάντων τῶν μερῶν αὐτοῦ κυκλόθεν, καὶ κατῴκει ᾿Ιούδα καὶ ᾿Ισραὴλ πεποιθότες ἕκαστος ὑπὸ τὴν ἄμπελον αὐτοῦ καὶ ὑπὸ τὴν συκῆν αὐτοῦ, ἐσθίοντες καὶ πίνοντες καὶ ἑορτάζοντες ἀπὸ Δὰν καὶ ἕως Βηρσαβεὲ πάσας τὰς ἡμέρας Σαλωμών. 46θ καὶ οὗτοι οἱ ἄρχοντες τοῦ Σαλωμών· ᾿Αζαρίου υἱὸς Σαδὼκ τοῦ ἱερέως καὶ ᾿Ορνίου υἱὸς Νάθαν ἄρχων τῶν ἐφεστηκότων καὶ ᾿Εδρὰμ ἐπὶ τὸν οἶκον αὐτοῦ καὶ Σουβὰ γραμματεὺς καὶ Βασὰ υἱὸς ᾿Αχιθαλὰμ ἀναμιμνήσκων καὶ ᾿Αβὶ υἱὸς ᾿Ιωὰβ ἀρχιστράτηγος καὶ ᾿Αχιρὲ υἱὸς ᾿Εδραΐ ἐπὶ τὰς ἄρσεις καὶ Βαναίας υἱὸς ᾿Ιωδαὲ ἐπὶ τῆς αὐλαρχίας καὶ ἐπὶ τοῦ πλινθίου καὶ Ζαχοὺρ υἱὸς Νάθαν ὁ σύμβουλος. 46ι καὶ ἦσαν τῷ Σαλωμὼν τεσσαράκοντα χιλιάδες τοκάδες ἵπποι εἰς ἅρματα καὶ δώδεκα χιλιάδες ἵππων. 46κ καὶ ἦν ἄρχων ἐν πᾶσι τοῖς βασιλεῦσιν ἀπὸ τοῦ ποταμοῦ καὶ ἕως γῆς ἀλλοφύλων καὶ ἕως ὁρίων Αἰγύπτου. 46λ καὶ Σαλωμὼν υἱὸς Δαυὶδ ἐβασίλευσεν ἐπὶ ᾿Ισραὴλ καὶ ᾿Ιούδα ἐν ῾Ιερουσαλήμ. 46 Ο βασιλεύς Σολομών διέταξε σχετικώς τον Βαναίαν, τον υιόν του Ιωδαέ, ο οποίος εξήλθε και εξετέλεσε τον Σεμεΐ. 46α Ο βασιλεύς Σολομών ήτο πάρα πολύ συνετός και σοφός. Πολυάριθμοι δε ήσαν οι Ισραηλίται και οι Ιουδαίοι, που ευρίσκοντο υπό την εξουσίαν του. Αυτοί ήσαν τόσοι, όση είναι η άμμος η πλησίον της θαλάσσης. Αυτοί ήσαν τρώγοντες και πίνοντες και ευφραινόμενοι. 46βΟ Σολομών ήτο άρχων όλων των βασιλείων, των οποίων οι κάτοικοι και προσέφεραν δώρα και ήσαν υποτελείς εις αυτόν όλας τας ημέρας της ζωής του. 46γΟ Σολομών ήρχισε τότε να εκμεταλλεύεται τα δάση, τα λατομεία και τα μεταλλεία του όρους Λιβάνου. 46δ Ετσι δε ανοικοδόμησε την Θερμαί εις την έρημον. 46ε Το δε μεσημβρινόν φαγητόν της αυλής και ακολουθίας του Σολομώντος ήτο τριάκοντα κόροι σημιγδάλι, εξήκοντα κόροι αλεύρι χονδροκοπανισμένο, δέκα εκλεκτά μοσχάρια, είκοσι βόδια καλοθρεμμένα και εκατόν πρόβατα, εκτός από τα ελάφια, τα ζαρκάδια και τα άλλα εκλεκτά και ευτραφή ορνίθια. 46ζ Ητο βασιλεύς εις όλην την χώραν, η οποία επεκτείνεται πέραν του Ευφράτου ποταμού, από Ραφί μέχρι Γαζης· ήτο βασιλεύς εις όλας τας βασιλείας τας πέραν του ποταμού. 46η Επί των ημερών του επικρατούσε από όλα τα γύρω μέρη ειρήνη εις όλην την χώραν και όλοι οι Ισραηλίται κατοικούσαν ήσυχοι και ασφαλείς, καθένας στο αμπέλι του και κάτω από τις συκιές του, τρώγοντες, πίνοντες και εορταζοντες από την Δαν μέχρι της Βηρσαβεέ όλας τας ημέρας, κατά τας οποίας έζησε και εβασίλευσεν ο Σολομών, 46θ Αυτοί δε είναι οι άρχοντες του περιβάλλοντος του Σολομώντος· Αζαρίας ο υιός του αρχιερέως Σαδώκ, ο Ορνίας υιός του Ναθαν άρχων των επί μέρους αρχόντων, Εδράμ αρχηγός του βασιλικού οίκου, Σουβά ο γενικός γραμματεύς του κράτους, Βασά ο υιός του Αχιθαλάμ ο υπομνηματογράφος, Αβί ο υιός του Ιωάβ αρχιστράτηγος, Αχιρέ ο υιός του Εδραΐ δια τας μεταφοράς, ο Βαναίας ο υιός του Ιωδαέ αυλάρχης και επόπτης επί της πλινθοποιΐας και Ζαχούρ ο υιός του Ναθαν ήτο σύμβουλός του. 46ι Είχε δε ο Σολομών δια τα πολεμικά του άρματα σαράντα χιλιάδας φορβάδας και δώδεκα χιλιάδας ίππους. 46κ Εβασίλευε δε ο Σολομών εις τα βασίλεια από τον ποταμόν Ευφράτην προς ανατολάς μέχρι των αλλοφύλων προς δυσμάς και μέχρι των συνόρων της Αιγύπτου προς νότον. 46λ Ο Σολομών, ο υιός του Δαυίδ, εβασίλευσεν επί όλων των Ισραηλιτών έχων πρωτεύουσαν του βασιλείου του την Ιερουσαλήμ. 46 Κατόπιν τούτου ὁ βασιλιᾶς Σολομὼν ἔδωκε διαταγὴν εἰς τὸν Βαναίαν, τὸν υἱὸν τοῦ Ἰωδαέ· καὶ ὁ Βαναίας ἐπῆγε καὶ ἐσκότωσε τὸν Σεμεΐ, καὶ ἀπέθανε. 46α Ὁ βασιλιᾶς Σολομὼν ἦταν ἐξαιρετικά, πάρα πολὺ συνετός, φρόνιμος καὶ σοφός, οἱ δὲ Ἰουδαῖοι καὶ οἱ Ἰσραηλῖται (τοῦ βασιλείου του) ἦσαν πλῆθος πάρα πολὺ μεγάλον· ἦσαν τόσοι πολλοί, ὡσὰν τὴν ἄμμον ποὺ εἶναι εἰς τὴν ἀκροθαλασσιάν! Ὅλο αὐτὸ τὸ μεγάλο πλῆθος ἔτρωγαν καὶ ἔπιναν καὶ διεσκέδαζαν καὶ ἦσαν εὐτυχισμένοι! 46β Ὁ Σολομὼν ἦταν ἄρχων καὶ ἡγεμὼν ὅλων τῶν βασιλειῶν, οἱ βασιλεῖες δὲ καὶ τὰ κράτη αὐτὰ προσέφεραν δῶρα καὶ οἱ λαοί τῶν ἦσαν ὑπήκοοι τοῦ Σολομῶντος καθ' ὅλην τὴν διάρκειαν τῆς ζωῆς του. 46γ Καὶ ὁ Σολομὼν ἄρχισε νὰ ἐκμεταλλεύεται τὶς πλουτοπαραγωγικὲς πηγὲς τοῦ Λιβάνου (δάση, λατομεῖα, μεταλλεία). 46δ Ὁ ἴδιος ἐπίσης ἔκτισε τὴν πόλιν Θερμαὶ εἰς τὴν ἔρημον (τὴν περίφημον Παλμύραν, εἰς τὰ βορειοανατολικὰ τῆς Παλαιστίνης). 46ε Οἱ προμήθειες τῶν τροφίμων, ποὺ ἐχρειάζετο ὁ Σολομὼν διὰ τὸ μεσημβρινὸν φαγητόν (τὰ βασιλικὰ ἔξοδα φαγητοῦ), ἦσαν: Δώδεκα τόννοι καὶ διακόσια ἑξῆντα ἐννέα (12.268,8) κιλὰ σιμιγδάλι, καὶ εἴκοσι τέσσερις τόννοι καὶ πεντακόσια τριάντα ὀκτώ (24.537,6) κιλὰ (χονδρό) κοπανισμένο ἀλεῦρι (ἀλεῦρι ποὺ ἐγίνετο μὲ τὸ κοπάνισμα τοῦ σιταριοῦ), δέκα ἐκλεκτὰ καλοθρεμμένα μοσχάρια καὶ εἴκοσι βόδια, ἀπὸ ἀγέλην ποὺ ἔβοσκεν εἰς τὰ λιβάδια, καὶ ἑκατὸν πρόβατα, ἐκτὸς ἀπὸ τὰ ἐλάφια καὶ τὶς μικρὲς δορκάδες (γαζέλλες) καὶ τὶς ἐκλεκτὲς καὶ παχειὲς ὄρνιθες, ποὺ ἔβοσκαν ἔξω (καὶ δὲν ἦσαν κλεισμένες εἰς κοτέτσια). 46ζ Διότι ὁ Σολομὼν ἦταν ἄρχων καὶ ἡγεμὼν εἰς ὅλην τὴν χώραν, ποὺ ἀπλώνεται εἰς τὰ δυτικὰ τοῦ ποταμοῦ (Εὐφράτη) καὶ ἀρχίζει ἀπὸ τὴν πόλιν Ραφί (-ἡ Θάψακος τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων, εἰς τὴν δυτικὴν ὄχθην τοῦ Εὐφράτη) καὶ φθάνει μέχρι καὶ τὴν πόλιν Γάζαν (ποὺ εὑρίσκεται εἰς τὸ νοτιοδυτικὸν ἄκρον τῆς Παλαιστίνης). Ἦταν ἄρχων καὶ ἡγεμὼν ὅλων τῶν βασιλείων, ποὺ ἦσαν πέρα ἀπὸ τὸν ποταμόν. 46η Εἶχε δὲ εἰρήνην εἰς ὅλην τὴν χώραν μὲ ὅλα τὰ γύρω του κράτη, καὶ οἱ Ἰουδαῖοι καὶ οἱ Ἰσραηλῖται ἑκατοικοῦσαν μὲ εἰρήνην καὶ ἀσφάλειαν ὁ καθένας μὲ τὴν οἰκογένειάν του εἰς τὸ ἀμπέλι του καὶ κάτω ἀπὸ τὴν συκιά του· ὅλοι αὐτοὶ ἀπὸ τὴν Δὰν μέχρι καὶ τὴν Βηρσαβεέ (δηλαδὴ εἰς ὁλόκληρον τὴν Παλαιστίνην) ἔτρωγαν καὶ ἔπιναν καὶ ἐχαίροντο καὶ διεσκέδαζαν ὅλα τὰ χρόνια, κατὰ τὰ ὁποῖα ἔζησε καὶ ἐβασίλευσεν ὁ Σολομών. 46θ Αὐτοὶ δὲ ἦσαν οἰ ἀνώτατοι ἀξιωματοῦχοι, τοὺς ὁποίους εἶχεν ὁ Σολομών: Ὁ Ἀζαρίας, υἱὸς τοῦ ἀρχιερέως Σαδώκ· ὁ Ὀρνίας, υἱὸς τοῦ Νάθαν, ὁ ἄρχων τῶν ἄλλων ὑπαρχηγῶν· ὁ Ἐδράμ, ὁ ἀρχηγὸς τοῦ βασιλικοῦ οἴκου· ὁ Σουβά, ὁ γενικὸς γραμματεὺς τοῦ κράτους· ὁ Βασά, υἱὸς τοῦ Ἀχιθαλάμ, ὁ ἱστοριογράφος (ἢ ὑπομνηματογράφος)· ὁ Ἀβί, υἱὸς τοῦ Ἰωάβ, ὁ ἀρχιστράτηγος· ὁ Ἀχιρέ, υἱὸς τοῦ Ἐδραΐ, ὁ ὑπεύθυνος ἐκείνων ποὺ μετέφεραν τὶς πέτρες καὶ τὰ ξύλα· ὁ Βαναίας, υἱὸς τοῦ Ἰωδαέ, ὁ αὐλάρχης καὶ ὁ ἀρχηγὸς τῆς στρατιωτικῆς παρατάξεως, ἡ ὁποία εἶχε τὸ σχῆμα τοῦ πλιθαριοῦ (ἢ κατ' ἄλλην ἑρμηνείαν· ὁ ἐπόπτης ἐπὶ τῆς πλινθοποιΐας)· καὶ ὁ Ζαχούρ, υἱὸς τοῦ Νάθαν, ὁ ἰδιαίτερος σύμβουλος τοῦ βασιλιᾶ. 46ι Ὁ Σολομὼν εἶχε διὰ τὰ πολεμικά του ἅρματα σαράντα χιλιάδες (40.000) φοράδες (ἵππους θηλυκούς)καὶ δώδεκα χιλιάδες (12.000) ἵππους (ἀρσενικούς). 46κ Ὁ Σολομὼν ἦταν βασιλιᾶς καὶ ἄρχων ὅλων τῶν βασιλέων, ποὺ εὑρίσκοντο εἰς τὴν μεγάλην περιοχήν, ἡ ὁποία ἐκτείνεται ἀπὸ τὸν ποταμὸν Εὐφράτην (πρὸς ἀνὰτολάς) καὶ φθάνει μέχρι τῆς χώρας τῶν Φιλισταίων (πρὸς τὰ δυτικά) καὶ προχωρεῖ μέχρι τὰ σύνορα τῆς Αἰγύπτου (πρὸς νότον). 46λ Ὁ δὲ Σολομών, ὁ υἱὸς τοῦ Δαβίδ, ὑπῆρξεν ὁ βασιλιᾶς καὶ τῶν Ἰουδαίων καὶ τῶν Ἰσραηλιτῶν, εἶχε δὲ ὡς ἕδραν τοῦ ἐκτεταμένου βασιλείου του τὴν Ἱερουσαλήμ.