Σάββατο, 20 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:43
Δύση: 20:06
Σελ. 12 ημ.
111-255
16ος χρόνος, 5908η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Β' - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 23 (ΚΓ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΑΙ οὗτοι οἱ λόγοι Δαυὶδ οἱ ἔσχατοι· Πιστὸς Δαυὶδ υἱὸς ᾿Ιεσσαί, καὶ πιστὸς ἀνήρ, ὃν ἀνέστησε Κύριος ἐπὶ χριστὸν Θεοῦ ᾿Ιακώβ, καὶ εὐπρεπεῖς ψαλμοὶ ᾿Ισραήλ. 1 Αυτοί ξε είναι οι τελευταίοι λόγοι, τους οποίους είπεν ο Δαυίδ. Αξιόπιστος είναι ο Δαυίδ, ο υιός του Ιεσσαί. Αξιόπιστος είναι ο ανήρ αυτός, τον οποίον ο Κυριος ανύψωσε και ανέδειξεν, ώστε να χρισθή βασιλεύς υπό του Θεού του Ιακώβ και αυτοί είναι οι ωραίοι και σεμνοί ψαλμοί μεταξύ του Ισραηλιτικού λαού. 1 Τὰ λόγια ποὺ ἀκολουθοῦν, εἶναι τὰ τελευταῖα, ποὺ εἶπεν ὁ Δαβὶδ σὰν ἄλλην διαθήκην του. Ὁ Δαβίδ, ὁ υἱὸς τοῦ Ἰεσσαί, εἶναι ἄξιος κάθε ἐμπιστοσύνης. Εἶναι ἀξιόπιστος ἄνθρωπος ὁ ἄνδρας αὐτός, ποὺ τὸν ἀνύψωσεν ὁ Κύριος, ὥστε νὰ χρισθῇ βασιλεὺς ἀπὸ τὸν Θεὸν τῶν ἀπογόνων τοῦ Ἰακώβ. Οἱ δὲ ψαλμοὶ τοῦ εἶναι ὠραῖοι καὶ τιμῶνται ἀπὸ τοὺς Ἰσραηλίτας.
2 πνεῦμα Κυρίου ἐλάλησεν ἐν ἐμοί, καὶ ὁ λόγος αὐτοῦ ἐπὶ γλώσσης μου. 2 Ο Δαυίδ είπεν· “Το Πνεύμα του Κυρίου ωμίλησεν εις εμέ και ο ιδικός του λόγος ευρίσκεται εις την γλώσσαν μου. 2 Εἶπε λοιπὸν ὁ Δαβίδ: «Τὸ Πνεῦμα τοῦ Κυρίου μίλησε μέσα μου καὶ μοῦ ἐνέπνευσε τί νὰ ψάλλω, καὶ λόγια τοῦ Κυρίου εἶναι αὐτά, ποὺ λαλεῖ ἡ γλῶσσα μου.
3 λέγει ὁ Θεὸς ᾿Ισραήλ, ἐμοὶ ἐλάλησε φύλαξ ᾿Ισραήλ· παραβολὴν εἰπὸν ἐν ἀνθρώπῳ· πῶς κραταιώσητε φόβον Θεοῦ; 3 Ο Θεός του Ισραηλιτικού λαού, ο φρουρός αυτός του Ισραήλ, μου ωμίλησε και μου είπε· Δια παραβολικού τρόπου θα ενισχυθή μεταξύ των ανθρώπων ο φόβος του Θεού. 3 Αυτὰ λέγει ὁ Θεὸς τοῦ Ἰσραήλ. Αὐτὰ μοῦ εἶπεν ὁ Φύλαξ καὶ Προστάτης τοῦ Ἰσραήλ: Μίλησε μὲ τρόπον παραβολικὸν εἰς τοὺς ἀνθρώπους, καὶ νὰ τοὺς εἰπῇς πῶς θὰ ἐνισχυθῇ ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ μέσα των.
4 καὶ ἐν Θεῷ φωτὶ πρωΐας ἀνατείλαι ἥλιος, τὸ πρωΐ παρῆλθεν ἐκ φέγγους καὶ ὡς ἐξ ὑετοῦ χλόης ἀπὸ γῆς. 4 Φως Θεού, σαν άλλος ήλιος την πρωΐαν, θα ανατείλη, θα εμφανισθή σαν φως, που ομοιάζει με χλόην της γης έπειτα από βροχήν. 4 Εἴθε νὰ ἔλθῃ σύντομα ἡ ὤρα ποὺ θὰ ἀνατείλῃ τὸ θεῖον φῶς, ὅπως ἀνατέλλει τὸ πρωὶ ὁ ἥλιος καὶ ὅπως φωτίζεται τὸ πρωὶ ὁ ἀνέφελος οὐρανὸς καὶ ὅπως λάμπει ἡ χλόη τῆς γῆς μετὰ τὴν βροχήν!
5 οὐ γὰρ οὕτως ὁ οἶκός μου μετὰ ἰσχυροῦ; διαθήκην γὰρ αἰώνιον ἔθετό μοι, ἑτοίμην ἐν παντὶ καιρῷ πεφυλαγμένην, ὅτι πᾶσα σωτηρία μου καὶ πᾶν θέλημα, ὅτι οὐ μὴ βλαστήσῃ ὁ παράνομος. 5 Τέτοιος δεν θα είναι ο ιδικός μου οίκος και οι απόγονοί μου κάτω από την παντοδύναμον προστασίαν και ενίσχυσιν του Θεού; Μαλιστα· διότι ο Θεός μου έδωσε την αιωνίαν αυτήν υπόσχεσιν, η οποία είναι ακλόνητος, παντοτεινή, αμετακίνητος. Καθε ιερός μου πόθος και η ασφαλής σωτηρία μου θα προέλθη από την εκπλήρωσιν της υποσχέσεως αυτής. Ετσι δε δεν θα αναβλαστήσουν και δεν θα ενισχυθούν οι παράνομοι εναντίον μου. 5 Διότι ἔτσι φωτεινὸς καὶ δυνατὸς δὲν θὰ εἶναι καὶ ὁ ἰδικός μου βασιλικὸς οἶκος μὲ τὴν βοήθειαν τοῦ παντοδυνάμου Κυρίου; Θὰ εἶναι ἔτσι ὁπωσδήποτε, διότι ὁ Θεὸς μοῦ ἔδωσε πρὸς τοῦτο ὑπόσχεσιν αἰώνιον, ἠ ὁποία ἰσχύει πάντοτε καὶ θὰ ἐκπληρωθῇ χωρὶς καμμίαν περίπτωσιν ἀκυρώσεως. Ἀπὸ αὐτὴν ἄλλως τε τὴν θείαν ὑπόσχεσιν ἐξαρτᾶται ὅλη ἡ σωτηρία μου καὶ ἡ ἐκπλήρωσις κάθε πόθου μου. Εἶμαι δὲ βέβαιος ὅτι δὲν θὰ προοδεύσῃ καὶ δὲν θὰ ἀναπτυχθῇ κάθε παράνομος καὶ ἀσεβῇς.
6 ὥσπερ ἄκανθα ἐξωσμένη πάντες οὗτοι, ὅτι οὐ χειρὶ ληφθήσονται, 6 Αυτοί θα τεθούν κατά μέρος, σαν πεταμένα αγκάθια, τα οποία δεν εγγίζει κανείς με τα χέρια του. 6 Ὅλοι αὐτοὶ οἰ ἀσεβεῖς θὰ καταντήσουν σὰν τὸ πεταμένο ἀγκάθι, διότι δὲν θὰ τοὺς ἐγγίσῃ κανείς μὲ τὸ χέρι του διὰ νὰ τοὺς βοηθήσῃ.
7 καὶ ἀνὴρ οὐ κοπιάσει ἐν αὐτοῖς, καὶ πλῆρες σιδήρου καὶ ξύλον δόρατος, καὶ ἐν πυρὶ καύσει καυθήσονται αἰσχύνην αὐτῶν. 7 Ο άνθρωπος δέ, ο οποίος θα καταπιασθή με αυτά, δεν θα καρφωθή, διότι θα τα πετάξη με την βοήθειαν κάποιου σιδηρού μέσου η ξυλίνου δόρατος. Θα τα στοιβάξη και θα τα κατακαύση εις την φωτιά. Αυτό θα είναι το κατάντημα των αδιαντρόπων εχθρών του Θεού”. 7 Κανεὶς δὲ ἄνθρωπος δὲν θὰ κοπιάσῃ καὶ δὲν θὰ ριψοκινδυνεύσῃ δι' αὐτούς, ἀλλὰ θὰ τοὺς πλησιάσουν μόνον μὲ σιδερένιο ὄργανον (ἢ ὅπλον) καὶ μὲ τὸ ξύλον τοῦ δόρατος, διὰ νὰ τοὺς ρίξουν νὰ καοῦν εἰς τὴν φωτιὰν μαζὶ μὲ τὴν αἰσχύνην τῆς ζωῆς των».
8 Ταῦτα τὰ ὀνόματα τῶν δυνατῶν Δαυίδ· ᾿Ιεβοσθὲ ὁ Χαναναῖος, ἄρχων τοῦ τρίτου ἐστίν, ᾿Αδινὼν ὁ ᾿Ασωναῖος· οὗτος ἐσπάσατο τὴν ρομφαίαν αὐτοῦ ἐπὶ ὀκτακοσίους στρατιώτας εἰσάπαξ. 8 Τα ονόματα των ισχυρών ανδρών της αυλής του Δαυίδ είναι αυτά· Ο Ιεβοσθέ ο Χαναναίος, είναι ενας από τους τρεις εκλεκτούς άνδρας και ο Αδινών ο Ασωναίος. Αυτός έσυρε το ξίφος του και επετέθη συγχρόνως εναντίον οκτακοσίων στρατιωτών. 8 Αὐτὰ εἶναι τὰ ὀνόματα τῶν πιὸ δυνατῶν καὶ γενναίων ἀνδρῶν τοῦ Δαβίδ: Ὁ Ἰεβοσθὲ ὁ Χαναναῖος, ποὺ εἶναι ὁ ἐπὶ κεφαλῆς τῆς ὁμάδος τῶν σωματοφυλάκων τοῦ Δαβίδ, ποὺ ἐλέγετο «Τρίτον», καὶ ὁ Ἀδινὼν ὁ Ἀσωναῖος. Ὁ Ἀδινὼν ἦτο αὐτὸς ποὺ ἔσυρε τὴν ρομφαίαν του καὶ ἐπετέθη ἀτρόμητος ἐναντίον ὀκτακοσίων στρατιωτῶν τοῦ ἐχθροῦ ταυτοχρόνως.
9 καὶ μετ' αὐτὸν ᾿Ελεανὰν υἱὸς πατραδέλφου αὐτοῦ υἱὸς Σουδίτου ἐν τοῖς τρισὶ δυνατοῖς. οὗτος μετὰ Δαυὶδ ἦν ἐν Σερράν, καὶ ἐν τῷ ὀνειδίσαι αὐτὸν ἐν τοῖς ἀλλοφύλοις συνήχθησαν ἐκεῖ εἰς πόλεμον, καὶ ἀνέβησαν ἀνὴρ ᾿Ισραήλ· 9 Επειτα από αυτόν ενας από τους εκλεκτούς ήτο ο Ελεανάν, ανεψιός του προηγουμένου, υιός Σουδίτου. Ητο και αυτός ένας από τους άνδρας μαζή με τον Δαυίδ εις Σερράν, όταν οι συγκεντρωθέντες εκεί αλλόφυλοι εχλεύαζαν και επροκάλεσαν κάθε γενναίον Ισραηλίτην εις μονομαχίαν. Εκεί είχαν συγκεντρωθή και όλοι οι Ισραηλίται. 9 Μετὰ ἀπὸ αὐτόν, μέσα εἰς τοὺς τρεῖς πιὸ δυνατούς, εἶναι ὁ Ἐλεανάν, ὁ ἀνιψιὸς αὐτοῦ τοῦ Ἀδινών, ὁ υἱὸς δηλαδὴ τοῦ Σουδίτου. Ὁ Ἐλεανὰν ἦτο μαζὶ μὲ τὸν Δαβὶδ εἰς τὴν Σερράν, καὶ ὅταν τὸν ἐχλεύαζαν οἱ ἀλλόφυλοι Φιλισταῖοι καὶ ἐμαζεύθηκαν ἐκεῖ διὰ πόλεμον καὶ ἀνέβηκαν οἱ Ἰσραηλῖται ἐναντίον τῶν ἀλλοφύλων, ἔκανε τὸ ἑξῆς:
10 αὐτὸς ἀνέστη καὶ ἐπάταξεν ἐν τοῖς ἀλλοφύλοις, ἕως οὗ ἐκοπίασεν ἡ χεὶρ αὐτοῦ καὶ προσεκολλήθη ἡ χεὶρ αὐτοῦ πρὸς τὴν μάχαιραν, καὶ ἐποίησε Κύριος σωτηρίαν μεγάλην ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ· καὶ ὁ λαὸς ἐκάθητο ὀπίσω αὐτοῦ πλὴν ἐκδιδύσκειν. 10 Αυτός ηγέρθη, εκτύπησε τους Φιλισταίους, μέχρις ότου εκουράσθη το χέρι του και εκόλλησεν η παλάμη του εις την λαβήν της μαχαίρας του. Ο Κυριος δι' αυτού επραγματοποίησε μεγάλην νίκην κατά την ημέραν εκείνην προς σωτηρίαν του Ισραηλιτικού λαού. Ο δε λαός, ο οποίος ήτο όπισθεν αυτού, ελαφυραγωγούσε μόνον και απεγύμνωνε τους νεκρούς. 10 Ἐσηκώθη ὁ Ἐλεανὰν καὶ ἐσκότωνε Φιλισταίους, ἕως ὅτου ἐκουράσθη τὸ χέρι του. Ἐκόλλησε μάλιστα ἀπὸ τὰ αἵματα τὸ χέρι του εἰς τὸ μαχαίρι του καὶ ἐχάρισεν ὁ Κύριος κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην εἰς τὸν Ἰσραὴλ μεγάλην νίκην. Ὁ δὲ στρατὸς τοῦ Ἰσραὴλ ἔμενεν ἄπρακτος πίσω ἀπὸ τὸν Ἐλεανάν. Τὸ μόνον ποὺ ἔκαμναν, ἦτο νὰ ξεντύνουν καὶ νὰ λαφυραγωγοῦν τοὺς νεκρούς.
11 καὶ μετ' αὐτὸν Σαμαΐα υἱὸς ᾿Ασὰ ὁ ᾿Αρουχαῖος. καὶ συνήχθησαν οἱ ἀλλόφυλοι εἰς Θηρία, καὶ ἦν ἐκεῖ μερὶς τοῦ ἀγροῦ πλήρης φακοῦ, καὶ ὁ λαὸς ἔφυγεν ἐκ προσώπου ἀλλοφύλων· 11 Επειτα από αυτόν ένας από τους τρεις εκλεκτούς ήτο ο Σαμαΐα, ο υιός του Ασά, ο οποίος κατήγετο από την Αρούχ. Οι Φιλισταίοι είχαν συγκεντρωθή εις κάποιαν τοποθεσίαν υνομαζομένην Θηρία. Εκεί δε υπήρχεν αγρός, ο οποίος είχε σπαρή με φακήν. Ο ισραηλιτικός λαός ετράπη εις φυγήν, όταν αντίκρυσε τους Φιλισταίους. 11 Ἄλλος γενναῖος μετὰ ἀπὸ τὸν Ἐλεανὰν ἦτο ὁ Σαμαΐα, ὁ υἱὸς τοῦ Ἀσά, ὁ Ἀρουχαῖος. Κάποτε ποὺ εἶχαν μαζευθῆ οἱ ἀλλόφυλοι Φιλισταῖοι εἰς τὴν θέσιν, ποὺ ἐλέγετο Θηρία, ἐκεῖ ὅπου ὑπῆρχε καὶ ἕνα τμῆμα ἀγροῦ σπαρμένον ὅλο μὲ φακήν, ὁ στρατὸς τῶν Ἰσραηλιτῶν ἐφοβήθη καὶ ἔφυγε, μόλις εἶδε τοὺς Φιλισταίους.
12 καὶ ἐστηλώθη ἐν μέσῳ τῆς μερίδος καὶ ἐξείλατο αὐτὴν καὶ ἐπάταξε τοὺς ἀλλοφύλους, καὶ ἐποίησε Κύριος σωτηρίαν μεγάλην. 12 Ο Σαμαΐα όμως εστάθηκε ακίνητος εν μέσω του αγρού εκείνου, ηγωνίσθη εις υπεράσπισίν του και εφόνευσε τους αλλοφύλους. Ο Κυριος δι' αυτού κατόρθωσε μίαν μεγάλην και σωτηριώδη νίκην. 12 Τότε λοιπὸν ἐσηκώθη ὁ Σαμαΐα καὶ ἔμεινε ὄρθιος, ἀκίνητος καὶ ἀτρόμητος μέσα εἰς τὸ χωράφι μὲ τὴν φακήν. Καὶ ἐγλύτωσε τὸν τόπον ἀπὸ τοὺς ἐχθροὺς καὶ ἐσκότωσε τοὺς Φιλισταίους καὶ ἐχάρισεν ὁ Κύριος μεγάλην νίκην εἰς τὸν λαόν του.
13 καὶ κατέβησαν τρεῖς ἀπὸ τῶν τριάκοντα καὶ ἦλθαν εἰς Κασὼν πρὸς Δαυὶδ εἰς τὸ σπήλαιον ᾿Οδολλάμ, καὶ τάγμα τῶν ἀλλοφύλων παρενέβαλον ἐν τῇ κοιλάδι Ραφαΐμ· 13 Οι τρεις ανωτέρω εκλεκτοί από τους τριάκοντα γενναίους κατέβηκαν και ήλθαν εις Κασών, προς τον Δαυίδ, στο σπήλαιον Οδολλάμ. Ενα στρατιωτικόν τμήμα των Φιλισταίων είχε στρατοπεδεύσει εις την κοιλάδα των Ραφαΐμ. 13 Τρεῖς ἄνδρες ἐπίσης, ποὺ ἀνῆκαν εἰς τὸ ἰδιαίτερον στρατιωτικὸν τμῆμα, ποὺ ἐλέγετο «Τριάκοντα», κατέβηκαν κάποτε καὶ ἦλθαν εἰς τὴν περιοχὴν Κασών, εἰς τὸ σπήλαιον Ὄδολλάμ, ὅπου εὑρίσκετο ὁ Δαβίδ, ἐνῷ ἕνα τάγμα τῶν Φιλισταίων εἶχε στρατοπεδεύσει εἰς τὴν κοιλάδα Ραφαΐμ.
14 καὶ Δαυὶδ τότε ἐν τῇ περιοχῇ, καὶ τὸ ὑπόστημα τῶν ἀλλοφύλων τότε ἐν Βηθλεέμ. 14 Ο Δαυίδ τότε ευρίσκετο εις ένα φρούριον, το δε στρατιωτικόν τμήμα των αλλοφύλων είχε στρατοπεδεύσει εις την Βηθλεέμ. 14 Κατὰ τὸ διάστημα ἐκεῖνο ὁ Δαβὶδ εὑρίσκετο εἰς μίαν ὀχυρὰν τοποθεσίαν, τὸ δὲ στρατιωτικὸν ἀπόσπασμα τῶν ἀλλοφύλων ἦτο τότε εἰς τὴν Βηθλεέμ.
15 καὶ ἐπεθύμησε Δαυὶδ καὶ εἶπε· τίς ποτιεῖ με ὕδωρ ἐκ τοῦ λάκκου τοῦ ἐν Βηθλεὲμ τοῦ ἐν τῇ πύλῃ; τὸ δὲ σύστημα τῶν ἀλλοφύλων τότε ἐν Βηθλεέμ. 15 Ο Δαυίδ εξέφρασε μίαν επιθυμίαν “Ποιός τάχα ημπορεί να μου φέρη να πιώ νερό από το φρέαρ, που ευρίσκεται πλησίον εις την πύλην του τείχους της πόλεως Βηθλεέμ;” Στρατιωτικόν τμήμα των αλλοφύλων τότε είχε στρατοπεδεύσει εκεί. 15 Καὶ ὁ Δαβίδ, ὁ ὁποῖος εἶχε διψάσει πολύ, ἐξέφρασε τὴν ἐπιθυμίαν του καὶ εἶπε: «Ποιὸς ἄραγε θὰ μοῦ φέρῃ νὰ πιῶ νερὸ ἀπὸ τὸ φρέαρ, ποὺ εὑρίσκεται εἰς τὴν πύλην τῆς Βηθλεέμ;» Ἐκεῖ δὲ εἰς τὴν Βηθλεὲμ εὑρίσκετο τότε, ὅπως ἐλέχθη, τὸ ἀπόσπασμα τῶν Φιλισταίων.
16 καὶ διέρρηξαν οἱ τρεῖς δυνατοὶ ἐν τῇ παρεμβολῇ τῶν ἀλλοφύλων καὶ ὑδρεύσαντο ὕδωρ ἐκ τοῦ λάκκου τοῦ ἐν Βηθλεὲμ τοῦ ἐν τῇ πύλῃ καὶ ἔλαβαν καὶ παρεγένοντο πρὸς Δαυίδ, καὶ οὐκ ἠθέλησε πιεῖν αὐτὸ καὶ ἔσπεισεν αὐτὸ τῷ Κυρίῳ 16 Οι τρεις, λοιπόν, αυτοί γενναίοι άνδρες διέσπασαν το στρατόπεδον των Φιλισταίων, ήντλησαν νερό από το φρέαρ, που ευρίσκετο εις την πύλην του τείχους της πόλεως Βηθλεέμ, επήραν αυτό και ήλθαν στον Δαυίδ. Ο Δαυίδ όμως δεν ηθέλησε να το πίη. Το προσέφερε θυσίαν προς τον Κυριον 16 Καὶ ἀμέσως οἱ τρεῖς αὐτοὶ γενναῖοι διέσχισαν τὴν παράταξιν τῶν Φιλισταίων καὶ ἔβγαλαν νερὸ ἀπὸ τὸ φρέαρ τῆς πύλης τῆς Βηθλεὲμ καὶ τὸ ἐπῆραν καὶ ἦλθαν πίσω εἰς τὸν Δαβίδ. Ὁ βασιλεὺς ὅμως δὲν ἠθέλησε νὰ τὸ πιῇ, ἀλλὰ τὸ ἔχυσε σὰν σπονδὴν καὶ προσφορὰν εἰς τὸν Κύριον.
17 καὶ εἶπεν· ἵλεώς μοι, Κύριε, τοῦ ποιῆσαι τοῦτο, εἰ αἷμα τῶν ἀνδρῶν τῶν πορευθέντων ἐν ταῖς ψυχαῖς αὐτῶν πίομαι· καὶ οὐκ ἠθέλησε πιεῖν αὐτό. ταῦτα ἐποίησαν οἱ τρεῖς δυνατοί. 17 και είπε τούτο· “λυπήσου με, Κυριε, να μη χορτάσω την επιθυμίαν μου με το νερο αυτό. Κατ' ουδένα λόγον θα πίω αυτό, διότι είναι το αίμα εκείνων, που με κίνδυνον της ζωής των επήγαν να μου το προμηθεύσουν”. Και ηρνήθη να το πίη. Αυτά τα κατορθώματα έκαμαν οι τρεις εκείνοι δυνατοί. 17 Καὶ εἶπεν ὁ Δαβίδ: «Σπλαγχνίσου με, Κύριε, καὶ μὴ ἐπιτρέψῃς νὰ κάνω αὐτὸ τὸ κακὸν καὶ νὰ πιῶ αὐτὸ τὸ νερό! Δὲν θὰ τὸ πιῶ, διότι διαφορετικὰ εἶναι σὰν νὰ πίνω τὸ αἷμα τῶν ἀνδρῶν αὐτῶν, ποὺ ἐπῆγαν καὶ τὸ ἔφεραν μὲ ἄμεσον κίνδυνον τῆς ζωῆς των». Καὶ πράγματι δὲν ἠθέλησε τελικῶς νὰ τὸ πιῇ. Αὐτὰ ἔκαναν πρὸς χάριν του οἱ τρεῖς γενναῖοι αὐτοὶ ἄνδρες του.
18 καὶ ᾿Αβεσσὰ ὁ ἀδελφὸς ᾿Ιωὰβ υἱὸς Σαρουΐας αὐτὸς ἄρχων ἐν τοῖς τρισί. καὶ αὐτὸς ἐξήγειρε τὸ δόρυ αὐτοῦ ἐπὶ τριακοσίους τραυματίας, καὶ αὐτῷ ὄνομα ἐν τοῖς τρισίν· 18 Ο Αβεσσά, ο αδελφός του Ιωάβ, ο υιός της Σαρουΐας ήτο ο επιφανέστερος μεταξύ τριών άλλων δευτέρας σειράς εκλεκτών ανδρών. Αυτός εσήκωσε το δόρυ του εναντίον τριακοσίων ανδρών, τους εφόνευσε και έγινεν ονομαστός μεταξύ των τριών αυτών εκλεκτών. 18 Ἄλλος γενναῖος ἄνδρας τοῦ Δαβὶδ ἦτο ὁ Ἀβεσσά, ὁ ἀδελφὸς τοῦ Ἰωὰβ καὶ υἱὸς τῆς ἀδελφῆς τοῦ Δαβὶδ Σαρουΐας. Αὐτὸς ἦτο ἄρχων τῆς ὁμάδος τῶν «Τριῶν». Κάποτε ἐσήκωσε αὐτὸς τὸ δόρυ του καὶ ἐπλήγωσε θανασίμως τριακοσίους ἐχθρούς. Εἶχε δὲ ἔνδοξον ὄνομα μεταξὺ τῶν «Τριῶν».
19 ἐκ τῶν τριῶν ἐκείνων ἔνδοξος, καὶ ἐγένετο αὐτοῖς εἰς ἄρχοντα, καὶ ἕως τῶν τριῶν οὐκ ἦλθε. 19 Αυτός ήτο ο πλέον ένδοξος μεταξύ των τριών εκείνων, ο πρωτεύων μεταξύ αυτών. Αλλά δεν έφθασεν, από απόψεως αξίας, κανένα από τους τρεις της πρώτης τριάδος. 19 Ὁ Ἀβεσσὰ ὅμως, ποὺ ἦτο ἔνδοξος μεταξὺ αὐτῶν τῶν «Τριῶν» καὶ ἔγινε ἀρχηγός των, δὲν συγκατελέγετο εἰς τοὺς ἄλλους τρεῖς, τοὺς πρώτους δηλαδὴ τρεῖς τοῦ «Τρίτου».
20 καὶ Βαναίας υἱὸς ᾿Ιωδαὲ ἀνὴρ αὐτὸς πολλοστὸς ἔργοις ἀπὸ Καβεσεήλ, καὶ αὐτὸς ἐπάταξε τοὺς δύο υἱοὺς ᾿Αριὴλ τοῦ Μωάβ· καὶ αὐτὸς κατέβη καὶ ἐπάταξε τὸν λέοντα ἐν μέσῳ τοῦ λάκκου ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς χιόνος· 20 Επίσης ο Βαναίας, ο υιός του Ιωδαέ, ο οποίος κατήγετο από την Καβεσεήλ, είχε πολλά θαυμαστά έργα να επιδείξη. Αυτός εφόνευσε τους δύο υιούς του Αριήλ του Μωαβίτου. Ο ίδιος δε κατέβηκε εις ένα λάκκον και εφόνευσε λέοντα, ο οποίος εις ημέραν, που εχιόνιζε, είχε πέσει εντός αυτού. 20 Γενναῖος ἦτο καὶ ὁ Βαναίας, ὁ υἱὸς τοῦ Ἰωδαέ, ποὺ κατήγετο ἀπὸ τὴν Καβεσεήλ. Ἄνδρας μὲ πολλὰ καὶ θαυμαστὰ κατορθώματα. Αὐτὸς ἐσκότωσε τοὺς δύο υἱοὺς τοῦ Ἀριὴλ ἀπὸ τὴν Μωάβ. Κάποιαν ἡμέραν δὲ ποὺ ἐχιόνιζε, κατέβη αὐτὸς μέσα εἰς ἕνα λάκκον καὶ ἐσκότωσε ἕνα λιοντάρι, ποὺ εἶχε πέσει εἰς αὐτόν.
21 αὐτὸς ἐπάταξε τὸν ἄνδρα τὸν Αἰγύπτιον, ἄνδρα ὁρατόν, ἐν δὲ τῇ χειρὶ τοῦ Αἰγυπτίου δόρυ ὡς ξύλον διαβάθρας, καὶ κατέβη πρὸς αὐτὸν ἐν ράβδῳ καὶ ἥρπασε τὸ δόρυ ἐκ τῆς χειρὸς τοῦ Αἰγυπτίου καὶ ἀπέκτεινεν αὐτὸν ἐν τῷ δόρατι αὐτοῦ. 21 Ο ίδιος εκτύπησε και εφόνευσε ένα πανύψηλον Αιγύπτιον άνδρα. Εις τα χέρια του ο Αιγύπτιος εκρατούσε δόρυ μεγάλο σαν ένα ξύλο γεφύρας, το οποίον συνδέει πλοίον με την ξηράν. Ο Βαναίας επλησίασε προς αυτόν, ωπλισμένος μέ την ράβδον του μόνον, ήρπασε το δόρυ από το χέρι του Αιγυπτίου και με το ίδιο αυτό δόρυ τον εφόνευσε. 21 Ὁ ἴδιος ἐπίσης ἐσκότωσε τὸν ἄνδρα ἐκεῖνον ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον, ποὺ ἦτο ἄνθρωπος σωματώδης καὶ πανύψηλος. Τὸ δόρυ μάλιστα αὐτοῦ του Αἰγυπτίου, καθὼς τὸ ἐκρατοῦσε εἰς τὸ χέρι του, ἐφαίνετο σὰν καδρόνι γεφύρας. Κατέβη λοιπὸν ὁ Βαναίας ἐναντίον αὐτοῦ τοῦ Αἰγυπτίου μὲ ἕνα ραβδὶ καὶ ἅρπαξε τὸ δόρυ ἀπὸ τὸ χέρι τοῦ Αἰγυπτίου καὶ τὸν ἐσκότωσε μὲ τὸ δόρυ του.
22 ταῦτα ἐποίησε Βαναίας υἱὸς ᾿Ιωδαέ, καὶ αὐτῷ ὄνομα ἐν τοῖς τρισὶ τοῖς δυνατοῖς· 22 Αυτά τα κατορθώματα έκαμε ο Βαναίας, ο υιός του Ιωδαέ. Ανεδείχθη ονομαστός μεταξύ των τριών δυνατών της δευτέρας τριάδος. 22 Αὐτὰ ἦσαν τὰ ἀνδραγαθήματα τοῦ Βαναία, τοῦ υἱοῦ τοῦ Ἰωδαέ. Εἶχε δὲ ὄνομα ἔνδοξον μεταξὺ τῶν δυνατῶν «Τριῶν».
23 ἐκ τῶν τριῶν ἔνδοξος, καὶ πρὸς τοὺς τρεῖς οὐκ ἦλθε· καὶ ἔταξεν αὐτὸν Δαυὶδ πρὸς τὰς ἀκοὰς αὐτοῦ. καὶ ταῦτα τὰ ὀνόματα τῶν δυνατῶν Δαυὶδ τοῦ βασιλέως· 23 Αυτός, βέβαια, ήτο ο πλέον ένδοξος μεταξύ των εκλεκτών ανδρών της δευτέρας τριάδος. Αλλά δεν έφθασεν, από απόψεως γενναιότητος και κατορθωμάτων, τους τρεις της πρώτης τριάδος. Αυτόν ο Δαυίδ τον ενέταξε μεταξύ των ανδρών, των οποίων τας συμβουλάς ήκουε. Τα δε ονόματα των τριάκοντα γενναίων ανδρών της αυλής του Δαυίδ ήσαν τα εξής· 23 Καὶ ὁ Βαναίας ὅμως, ποὺ ἦτο ἔνδοξος μεταξὺ τῶν «Τριῶν», δὲν συγκατελέγετο εἰς τοὺς πρώτους τρεῖς τοῦ «Τρίτου». Τὸν ὥρισε δὲ ὁ Δαβὶδ ἰδιαίτερον σύμβουλόν του. Τὰ δὲ ὀνόματα τῶν γενναίων ἀνδρῶν τοῦ βασιλέως Δαβίδ, ποὺ ἀνῆκαν εἰς τούς «Τριάκοντα», ἦσαν τὰ ἑξῆς:
24 ᾿Ασαὴλ ἀδελφὸς ᾿Ιωὰβ (οὗτος ἐν τοῖς τριάκοντα), ᾿Ελεανὰν υἱὸς Δουδὶ πατραδέλφου αὐτοῦ ἐν Βηθλεέμ. 24 Ο Ασαήλ, ο αδελφός του Ιωάβ. Αυτός ήτο μεταξύ των τριάκοντα γενναίων ανδρών. Ο Ελεανάν, υιός του Δουδί πατραδέλφου του εις την Βηθλεέμ. 24 Ἀσαήλ, ἀδελφὸς τοῦ Ἰωάβ (συγκατελέγετο εἰς τοὺς «Τριάκοντα»), καὶ Ἐλεανάν, ὁ υἱὸς τοῦ Δουδί, πατραδέλφου τοῦ Δαβίδ, ποὺ ἔμενεν εἰς τὴν Βηθλεέμ,
25 Σαμαΐ ὁ ᾿Αρουδαῖος, ᾿Ελικὰ ὁ ᾿Αρωδαῖος, 25 Σαμαΐ ο Αρουδαίος, ο Ελικά ο Αρωδαίος. 25 Σαμαῒ ὁ Ἀρουδαῖος καὶ Ἐλικὰ ὁ Ἀρωδαῖος,
26 Σελλὴς ὁ Κελωθί, ῎Ιρας υἱὸς ᾿Εκκὰς ὁ Θεκωΐτης, 26 Σελλής ο εκ Κελωθί, ο Ιρας ο υιός του Εκκάς από την Θεκωέ. 26 Σελλὴς ὁ Κελωθὶ καὶ Ἱράς, ὁ υἱὸς τοῦ Ἐκκάς, ἀπὸ τὴν Θεκωέ,
27 ᾿Αβιέζερ ὁ ᾿Αναθωθίτης ἐκ τῶν υἱῶν τοῦ ᾿Ασωθίτου, 27 Ο Αβιέζερ ο Αναθωθίτης από τους υιούς του Ασωθίτου, 27 Ἀβιέζερ ἀπὸ τὴν Ἀναθώθ, ἀπὸ τοὺς υἱοὺς τοῦ Ἀσωθίτου,
28 ᾿Ελλὼν ὁ ᾿Αωΐτης, Μοορὲ ὁ Νετωφαθίτης, 28 Ο Ελλών ο Αωΐτης, Μοορέ ο Νετωφαθίτης. 28 Ἐλλὼν ὁ Ἀωΐτης καὶ Μοορὲ ὁ Νετωφαθίτης,
29 ᾿Εθθὶ υἱὸς Ριβὰ ἐκ Γαβαὲθ υἱὸς Βενιαμίν, 29 Ο Εθθί, υιός του Ριβά, από την Γαβαέθ της φυλής Βενιαμίν. 29 Ἐθθί, ὁ υἱὸς τοῦ Ριβὰ ἀπὸ τὴν Γαβαέθ, μέλος τῆς φυλῆς Βενιαμίν,
30 Βαναίας ὁ Φαραθενίτης, Οὐρὶ ἐκ Ναχαλιγαίας, 30 Βαναίας ο Φαραθενίτης, Ουρί ο από την Ναχαλιγαίαν. 30 Βαναίας ὁ Φαραθενίτης καὶ Οὐρί, ποὺ κατήγετο ἀπὸ τὴν Ναχαλιγαίαν,
31 ᾿Αβιὴλ υἱὸς τοῦ ᾿Αραβωθίτου, ᾿Αζμὼθ ὁ Βαρσαμίτης, 31 Αβιήλ ο υιός του Αραβωθίτου, ο Αζμώθ ο Βαρσαμίτης, 31 Ἀβιήλ, ὁ υἱὸς τοῦ Ἀραβωθίτου, καὶ Ἀζμὼθ ὁ Βαρσαμίτης,
32 ᾿Ελιασοὺ ὁ Σαλαβωνίτης, υἱοὶ ᾿Ιαβάν, ᾿Ιωνάθαν, 32 ο Ελιασού ο Σαλαβωνίτης, υιός του Ιαβάν, ο Ιωνάθαν, 32 Ἐλιασοὺ ὁ Σαλαβωνίτης, ἀπὸ τοὺς υἱοὺς τοῦ Ἰαβάν, καὶ ὁ Ἰωνάθαν,
33 Σαμνὰν ὁ ᾿Αρωδίτης, ᾿Αχιὰν υἱὸς ᾿Αραΐ Σαραουρίτης, 33 ο Σαμνάν ο Αρωδίτης, ο Αχιάν, υιός του Αραΐ, ο Σαραουρίτης, 33 Σαμνὰν ὁ Ἀρωδίτης καὶ Ἀχιάν, ὁ υἱὸς τοῦ Ἀραΐ, ὁ Σαραουρίτης,
34 ᾿Αλιφαλὲθ υἱὸς τοῦ ᾿Ασβίτου, υἱὸς τοῦ Μααχαθί, ᾿Ελιὰβ υἱὸς ᾿Αχιτόφελ τοῦ Γελωνίτου, 34 ο Αλιφαλέθ υιός του Ασβίτου, υιός του Μααχαθί, ο Ελιάβ ο υιός του Αχιτόφελ του Γελωνίτου, 34 Ἀλιφαλέθ, ὁ υἱὸς τοῦ Ἀσβίτου, ποὺ ἦτο ἀπόγονος τοῦ Μααχαθί, καὶ Ἐλιάβ, ὁ υἱὸς τοῦ Ἀχιτόφελ τοῦ Γελωνίτου,
35 ᾿Ασραΐ ὁ Καρμήλιος, Φαραΐ ὁ ᾿Ερχί, 35 ο Ασαραΐ ο Καρμήλιος, ο Φαραΐ, ο Ερχί, 35 Ἀσαραῒ ὁ Καρμήλιος καὶ Φαραΐ, ὁ υἱὸς τοῦ Ἐρχί,
36 Γάαλ υἱὸς Νάθαν ἀπὸ δυνάμεως, υἱὸς Γαλααδεί, 36 ο Γααλ ο υιός του Ναθαν από δυνάμεων, υιός Γαλααδεί, 36 Γάαλ, ὁ υἱὸς τοῦ Νάθαν ἀπὸ τὴν ὀχυρὰν πόλιν Σωβὰ (κατὰ τὸ ἑβραϊκόν), ποὺ ἦτο ἀπόγονος τοῦ Γαλααδεῖ,
37 ᾿Ελιὲ ὁ ᾿Αμμανίτης, Γελωραΐ ὁ Βηρωθαῖος αἴρων τὰ σκεύη ᾿Ιωὰβ υἱοῦ Σαρουΐας, 37 ο Ελιέ ο Αμμανίτης, ο Γελωραΐ ο Βηρωθαίος ο υπασπιστής του Ιωάβ, του υιού της Σαρουΐας, 37 Ἐλιὲ ὁ Ἀμμανίτης καὶ Γελωραΐ, ποὺ κατήγετο ἀπὸ τὴν Βηρὼθ καὶ μετέφερε τὰ ὅπλα τοῦ ἀρχιστρατήγου Ἰωάβ, τοῦ υἱοῦ τῆς Σαρουΐας,
38 ᾿Ιρὰς ὁ ᾿Ιεθιραῖος, Γαρὴβ ὁ ᾿Εθθεναῖος, 38 ο Ιράς ο Ιεθιραίος, ο Γαρήθ ο Εθθεναίος, 38 Ἱρὰς ὁ Ἰεθιραῖος, Γαρὴβ ὁ Ἐθθεναῖος
39 Οὐρίας ὁ Χετταῖος· οἱ πάντες τριάκοντα καὶ ἑπτά. 39 ο Ουρίας ο Χετταίος. Ολοι αυτοί ήσαν τριάκοντα επτά. 39 καὶ Οὐρίας ὁ Χετταῖος. Ἀπὸ τὸν Ἰεβοσθὲ ἕως τὸν Οὐρίαν ὅλοι αὐτοὶ ἦσαν τριάντα ἑπτά.