ΠΡΟΣ ΕΒΡΑΙΟΥΣ Δ´ 1 - 13
1 Παραδειγματιζόμενοι λοιπὸν ἀπὸ τὴν τιμωρίαν αὐτὴν τοῦ Ἰσραήλ, ἀφοῦ ὑπολείπεται νέα ὑπόσχεσις τοῦ Θεοῦ νὰ εἰσέλθωμεν εἰς τὴν αἰωνίαν ἀνάπαυσιν, εἰς τὴν ὁποίαν μετὰ τὴν δημιουργίαν του εἰσῆλθε καὶ αὐτός, ἂς φοβηθῶμεν, μήπως φανῇ κανεὶς ἀπὸ σᾶς, ὅτι καθυστέρησε καὶ ὡς ἒκ τούτου μείνῃ ἔξω καὶ ἀποκλεισθῇ.
2 Πρέπει δὲ νὰ ἔχωμεν τὸν φόβον αὐτόν, διότι καὶ ἡμεῖς ἔχομεν λάβει τὴν χαροποιὸν ὑπόσχεσιν τῆς καταπαύσεως, ὅπως καὶ ἐκεῖνοι εἶχον λάβει τὴν ὑπόσχεσιν διὰ τὴν γῆν τῆς ἐπαγγελίας. Δὲν ὠφέλησεν ὅμως ἐκείνους ὁ λόγος τῆς ἐπαγγελίας, ποὺ ἤκουσαν, ἐπειδὴ εἰς ἐκείνους ποὺ τὸν ἤκουσαν, δὲν ἦτο ἀναμεμιγμένος καὶ ἐνωμένος μὲ πίστιν.
3 Διότι θὰ ἔμβωμεν εἰς τὴν ἀληθινὴν κατάπαυσιν, ὅσοι ἐπιστεύσαμεν σύμφωνα μὲ ἐκεῖνο, ποὺ ἔχει εἴπει ὁ Θεός: Ὥστε ὡρκίσθην, ὅταν ἐθύμωσα ἐναντίον των, ὅτι δὲν θὰ εἴσελθουν εἰς τὴν γῆν τῆς ἀναπαύσεως, ποὺ ὑπεσχέθην. Καὶ δὲν εἰσῆλθον ἐκεῖνοι, καίτοι τὰ ἔργα τῆς δημιουργίας ἔγιναν ἐξ ἀρχῆς, ἀφ’ ὅτου ἐκτίσθη ὁ κόσμος καὶ συνεπῶς ὑπῆρχεν ἀπὸ τότε ἕτοιμος καὶ ἡ κατάπαυσις.
4 Ὅτι δὲ ἀπὸ τότε ἐτοιμάσθη καὶ ἡ κατάπαυσις, ἀποδεικνύεται ἀπὸ τὸ ὅτι ἔχει εἴπει τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον εἰς κάποιο μέρος τῆς Ἁγίας Γραφῆς διὰ τὴν ἑβδόμην ἡμέραν τὰ ἑξῆς: Καὶ κατέπαυσεν ὁ Θεὸς κατὰ τὴν ἑβδόμην ἡμέραν ἀπὸ ὅλα τὰ ἔργα του.
5 Καὶ ἔχει λεχθῇ πάλιν εἰς τὸ αὐτὸ μέρος τῆς Γραφῆς: Δὲν θὰ εἰσέλθουν εἰς τὴν κατάπαυσίν μου. Ἄρα κανεὶς ἕως τώρα δὲν εἰσῆλθεν εἰς τὴν ἐτοιμασμένην ἐξ ἀρχῆς κατάπαυσιν.
6 Ἐπειδὴ λοιπὸν ἀπομένει νὰ εἰσέλθουν κάποιοι εἰς τὴν κατάπαυσιν αὐτήν, καὶ ἐκεῖνοι, ποὺ ἔλαβαν προτήτερα τὴν χαροποιὸν ὑπόσχεσιν περὶ καταπαύσεως, δὲν ἐμβῆκαν εἰς αὐτὴν ἕνεκα ἀπειθείας,
7 πάλιν ὁ Θεὸς ὁρίζει καιρὸν καταπαύσεως. Καὶ ὁρίζει τὸν καιρὸν αὐτόν, ὅταν λέγῃ μὲ τὸ στόμα τοῦ Δαβίδ, Σήμερον. Ὁ Δαβίδ, ποὺ εἶπε τὸ Σήμερον, ἔζησε πολλοὺς χρόνους ὕστερον ἀπὸ τὸν Μωϋσῆν. Ὕστερον λοιπὸν ἀπὸ τόσους χρόνους ποὺ ἐπέρασαν, ἀφ’ ὅτου ἐπὶ Μωϋσέως ὡρκίσθη ὁ Θεὸς νὰ μὴ εἰσέλθουν οἱ Ἰουδαῖοι εἰς τὴν ἐπίγειον κατάπαυσιν, ὡρίσθη πάλιν τὸ Σήμερον, σύμφωνα μὲ ἐκεῖνο ποὺ ἐλέχθη διὰ τοῦ Δαβὶδ· Σήμερον, ἐὰν ἀκούσετε τὴν φωνὴν τοῦ Θεοῦ, μὴ κάνετε διὰ τῆς ἀπειθείας σκληρὰς τὰς καρδίας σας.
8 Καὶ ἂς μὴ εἴπῃ κανείς, ὅτι ὁ Ἰησοῦς τοῦ Ναυῆ ἐπέτυχεν ἔπειτα νὰ εἰσαγάγῃ τοὺς Ἰσραηλίτας εἰς τὴν γῆν τῆς ἐπαγγελίας καὶ καταπαύσεως. Ἡ κατάπαυσις ἐκείνη δὲν ἦτο ἡ αἰωνία καὶ ἀληθινή. Διότι, ἐὰν ὁ Ἰησοῦς τοῦ Ναυῆ εἶχεν ὁδηγήσει ἐκείνους εἰς τὴν ἀληθινὴν κατάπαυσιν, δὲν θὰ ὡμίλει τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ἔπειτα περὶ ἅλλου καιροῦ, κατὰ τὸν ὁποῖον ἠμποροῦν οἱ ἄνθρωποι νὰ κληρονομήσουν τὴν κατάπαυσιν.
9 Συνεπῶς ἀπομένει καὶ ἐπιφυλάσσεται εἰς τὸν ἀληθινὸν λαὸν τοῦ Θεοῦ κάποια αἰωνία καὶ ἱερὰ κατάπαυσις, ὅμοια πρὸς τὴν κατάπαυσιν τοῦ Θεοῦ κατὰ τὸ Σάββατον τῆς δημιουργίας.
10 Πράγματι δὲ πρόκειται περὶ ἱερᾶς καὶ αἰωνίας καταπαύσεως, περὶ σαββατισμοῦ. Διότι ἐκεῖνος, ποῦ ἐμβῆκεν εἰς τὴν κατάπαυσιν τοῦ Θεοῦ, καὶ αὐτὸς ἀνεπαύθη ἀπὸ τὰ ἔργα του, καθὼς ἀκριβῶς καὶ ὁ Θεὸς ἀπὸ τὰ ἴδιά του ἔργα.
11 Ἂς προσπαθήσωμεν λοιπὸν μὲ σπουδὴν καὶ ἐπιμέλειαν νὰ ἔμβωμεν εἰς ἐκείνην τὴν κατάπαυσιν, διὰ νὰ μὴ πέσῃ κανεὶς εἰς τὸ αὐτὸ παράδειγμα τῆς ἀπειθείας τῶν Ἰουδαίων καὶ ἀποκλεισθῇ ὅπως ἀπεκλείσθησαν καὶ ἐκεῖνοι.
12 Πρέπει δὲ νὰ δείξωμεν ἐπιμέλειαν καὶ σπουδήν, διότι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος περιέχει τὰς ὑποσχέσεις καὶ ἀπειλάς του, δὲν εἶναι νεκρὸν γράμμα. Εἶναι ζωντανὸς καὶ δραστικός, καὶ κοπτερώτερος ἀπὸ κάθε δίκοπον μάχαιραν καὶ εἰσχωρεῖ καὶ εὶς αὐτὰ τὰ ἀδιασπάστως ἐνωμένα βάθη τοῦ ἀνθρώπου, ἤτοι καὶ εἰς τὴν ψυχὴν καὶ εἰς τὰς ἀνωτέρας πνευματικὰς δυνάμεις τοῦ ἀνθρώπου, καὶ εἰς τὰς ἀρθρώσεις καὶ εἰς τοὺς μυελούς. Καὶ εἰς τὴν ἀνεπίδεκτον ψυχὴν προκαλεῖ πληγὰς καὶ τύψεις, εἰς τὸ τέλος δὲ καὶ σκληρύνσεις ποὺ δὲν θεραπεύονται. Καὶ ἔχει τὴν δύναμιν νὰ ἐρευνᾷ καὶ νὰ κρίνῃ καὶ αὐτὰς τὰς ἀφανεῖς σκέψεις καὶ ἰδέας τῆς καρδίας.
13 Καὶ δὲν ὑπάρχει κανὲν κτίσμα ἀφανὲς καὶ ἀόρατον ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ἀλλ’ ὅλα εἶναι γυμνὰ καὶ ξεσκεπασμένα εἰς τὰ μάτια ἐκείνου, πρὸς τὸν ὁποῖον θὰ δώσωμεν λογαριασμὸν καὶ ἀπολογίαν διὰ τὰς πράξεις μας.