ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Α' Ε´ 9 - 13
9 Σας έχω γράψει προηγουμένως, ότι δεν πρέπει να έχετε επικοινωνίαν και σχέσεις με πόρνους.
10 Και δεν εννοώ βέβαια γενικώς τους πόρνους του αμαρτωλού τούτου κόσμου, τους πλεονέκτας η τους άρπαγας η τους ειδωλολάτρας· διότι τότε θα είσθε κατά λογικήν συνέπειαν υποχρεωμένοι να φύγετε και να βγήτε έξω από την κοινωνίαν των ανθρώπων, μεταξύ των οποίων ζήτε.
11 Τωρα δε σας έγραψα να μη συναναστρέφεσθε και να μη έχετε επικοινωνίαν μαζή του, εάν κάποιος που, αν και έχη το όνομα του αδελφού, είνα εν τούτοις πόρνος η πλεονέκτης η ειδωλολάτρης η υβριστής η μέθυσος η άρπαξ. Με τέτοιον αδελφόν δεν πρέπει ούτε να συντρώγετε.
12 Δεν σας έγραψα, λοιπόν, δια τους μη Χριστιανούς, διότι τι δουλειά έχω εγώ να κρίνω τους απίστους, οι οποίοι είναι έξω από την χριστιανικήν Εκκλησίαν; Εγώ περιορίζομαι να κρίνω τους Χριστιανούς. Και σεις δεν κρίνετε αυτούς που είναι μέσα εις την Εκκλησίαν του Χριστού;
13 Τους δε απίστους ο Θεός τους κρίνει. Και σεις, λοιπόν, έχετε καθήκον να καταδικάσετε εις την συνείδησίν σας τον πονηρόν και φαύλον αυτόν αδελφόν σας και “να τον απομακρύνετε έξω από την κοινωνίαν σας, από το περιβάλλον σας”.
ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Α' Ϛ´ 1 - 11
1 Είπα, ότι οι πιστοί έχουν το δικαίωμα να κρίνουν τους αδελφούς. Και ερωτώ, λοιπόν· πως τολμά κάποιος από σας, όταν έχη διαφοράν και αντιδικίαν με άλλον αδελφόν, να υποβάλλη την διαφοράν αυτήν υπό την κρίσιν των αδίκων δικαστών, των ειδωλολατρών δηλαδή, που έχουν χαλαράν αντίληψιν περί δικαίου και δεν προσφεύγει εις την κρίσιν και διαιτησίαν των εμπείρων και εναρέτων αδελφών;
2 Δεν γνωρίζετε, ότι οι Χριστιανοί θα κρίνουν τους ανθρώπους, που ευρίσκονται μακράν από τον Χριστόν; Και εφ' όσον εν τω προσώπω σας και με κριτήριον την ιδικήν σας ζωήν κρίνεται και δικάζεται ο μακράν του Θεού κόσμος, σεις είσθε λοιπόν ανάξιοι και ανίκανοι να κάμετε κριτήρια και να εκφέρετε απόφασιν δι' υποθέσεις ελαχίστης σημασίας;
3 Δεν γνωρίζετε, ότι ημείς οι πιστοί θα δικάσωμεν και αυτούς άκομα τους πονηρούς αγγέλους, τον διάβολον και τα πονηρά πνεύματα; Και δεν είμεθα, λοιπόν, ικανοί να διακρίνωμεν και να αποδώσωμεν το δίκαιον εις υποθέσεις βιωτικάς;
4 Εάν, λοιπόν, έχετε τέτοιες βιωτικές διαφορές μεταξύ σας, βάζετε ως δικαστάς έστω και εκείνους, που θεωρούνται ως οι πλέον ελάχιστοι και ευτελείς μεταξύ σας, παρά τους σοφώτερους έστω εκ των εθνικών.
5 Προς εντροπήν σας τα λέγω αυτά. Τοσον, λοιπόν, δεν ευρίσκεται μεταξύ σας ούτε ένας συνετός και λογικός άνθρωπος, που θα ημπορέση να κρίνη και αποφασίση δια διαφοράν, που υπάρχει μεταξύ του ενός αδελφού και του άλλου;
6 Αλλά φθάνετε μέχρι του σημείου, ώστε αδελφός να έρχεται εις αντιδικίαν με άλλον αδελφόν εις δικαστήρια και μάλιστα εις δικαστήρια, που δικάζουν άπιστοι;
7 Και μόνον το γεγονός ότι έχετε τέτοιες δικαστικές διαφορές μεταξύ σας αποτελεί για σας μεγάλην ήτταν και φθοράν. Διατί δεν προτιμάτε μάλλον να αδικήσθε από τον αδελφόν; Διατί δεν προτιμάτε να στερηθήτε μάλλον από το δίκαιόν σας, από το συμφέρον σας, παρά να καταφύγετε εις δίκας;
8 Αλλά το φοβερόν είναι ότι σεις, καίτοι Χριστιανοί, αδικείτε τους άλλους· τους στερείτε αυτά που τους ανήκουν, δια να τα κρατήσετε εσείς. Και αυτά τα πράττετε εις βάρος αδελφών;
9 Η δεν γνωρίζετε, ότι όσοι διαπράττουν αδικίας, δεν θα κληρονομήσουν την βασιλείαν του Θεού; Μη πλανάσθε, ούτε πόρνοι ούτε ειδωλολάτραι ούτε μοιχοί ούτε θηλυπρεπείς ούτε αρσενοκοίται
10 ούτε πλεονέκται ούτε κλέπται ούτε μέθυσοι ούτε ύβρισται ούτε άρπαγες θα κληρονομήσουν βασιλείαν Θεού.
11 Και κάτι τέτοιοι υπήρξατε και σεις στο παρελθόν. Αλλ' ελουσθήκατε με το άγιον βάπτισμα και εκαθαρισθήκατε από αυτά τα αμαρτήματα. Αλλ' επήρατε τον αγιασμόν που χαρίζει το Πνεύμα το Αγιον, εγίνατε δίκαιοι εν τω ονόματι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού δια του Πνεύματος του Θεού μας.