❌
Κυριακή, 03 Δεκεμβρίου 2023

Προφήτης Σοφονίας, Άγιος Θεόδωρος Ιερομόναχος Αρχιεπίσκοπος Αλεξανδρείας, Άγιος Αγγελής ο Νεομάρτυρας γιατρός από το Άργος
† ΚΥΡΙΑΚΗ ΚϚ΄ (ΙΔ΄ ΛΟΥΚΑ). Σοφονίου προφήτου (665-605 π.Χ.). Ἀγγελῆ νεομάρτυρος τοῦ Ἀργείου τοῦ ἐν Χίῳ ἀθλήσαντος (†1813).
Ἀπόστολος
Εὐαγγέλιον
Ἑωθινόν


ΠΡΟΣ ΕΦΕΣΙΟΥΣ Ε´ 8 - 19


8 ἦτε γάρ ποτε σκότος, νῦν δὲ φῶς ἐν Κυρίῳ· ὡς τέκνα φωτὸς περιπατεῖτε· 9 ὁ γὰρ καρπὸς τοῦ Πνεύματος ἐν πάσῃ ἀγαθωσύνῃ καὶ δικαιοσύνῃ καὶ ἀληθείᾳ· 10 δοκιμάζοντες τί ἐστιν εὐάρεστον τῷ Κυρίῳ. 11 καὶ μὴ συγκοινωνεῖτε τοῖς ἔργοις τοῖς ἀκάρποις τοῦ σκότους, μᾶλλον δὲ καὶ ἐλέγχετε· 12 τὰ γὰρ κρυφῆ γινόμενα ὑπ’ αὐτῶν αἰσχρόν ἐστι καὶ λέγειν· 13 τὰ δὲ πάντα ἐλεγχόμενα ὑπὸ τοῦ φωτὸς φανεροῦται· πᾶν γὰρ τὸ φανερούμενον φῶς ἐστι. 14 διὸ λέγει· ἔγειρε ὁ καθεύδων καὶ ἀνάστα ἐκ τῶν νεκρῶν, καὶ ἐπιφαύσει σοι ὁ Χριστός. 15 Βλέπετε οὖν πῶς ἀκριβῶς περιπατεῖτε, μὴ ὡς ἄσοφοι, ἀλλ’ ὡς σοφοί, 16 ἐξαγοραζόμενοι τὸν καιρόν, ὅτι αἱ ἡμέραι πονηραί εἰσι. 17 διὰ τοῦτο μὴ γίνεσθε ἄφρονες, ἀλλὰ συνιέντες τί τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου. 18 καὶ μὴ μεθύσκεσθε οἴνῳ, ἐν ᾧ ἐστιν ἀσωτία, ἀλλὰ πληροῦσθε ἐν Πνεύματι, 19 λαλοῦντες ἑαυτοῖς ψαλμοῖς καὶ ὕμνοις καὶ ᾠδαῖς πνευματικαῖς, ᾄδοντες καὶ ψάλλοντες τῇ καρδίᾳ ὑμῶν τῷ Κυρίῳ,

ΠΡΟΣ ΕΦΕΣΙΟΥΣ Ε´ 8 - 19


8 Σκεφθῆτε, τί ἦσθε εἰς τὸ παρελθόν. Τόσον πολὺ εἶχεν εἰσχωρήσει μέσα σας ὁ σκοτισμὸς τῆς ἁμαρτίας, ὥστε εἴχετε μεταβληθῆ εἰς σκότος. Τώρα ὅμως διὰ τῆς ἑνώσεώς σας μὲ τὸν Κύριον ἐγίνατε φῶς. Νὰ συμπεριφέρεσθε λοιπὸν σὰν παιδιὰ φωτός· σὰν ἄνθρωποι, ποὺ εἰς ὅλα των εἶναι φῶς καὶ διὰ τῆς ἀρετῆς των λάμπουν. 9 Ὀφείλετε δέ, ἀφοῦ ἐλάβατε τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, νὰ δεικνύετε διαγωγὴν φωτεινήν, διότι ὁ καρπός, ποὺ παράγει τὸ Ἅγιον Πνεῦμα εἰς τὰς ψυχὰς τῶν φωτισμένων ὑπ’ αὐτοῦ, δεικνύεται ἐξωτερικῶς μὲ κάθε καλωσύνην καὶ δικαιοσύνην καὶ φιλαλήθειαν. 10 Καὶ ἐξετάζετε νὰ μάθετε, τί εἶναι εὐάρεστον ἐνώπιον τοῦ Κυρίου. 11 Καὶ μὴ γίνεσθε μὲ τὴν ἀνοχήν σας συγκοινωνοὶ καὶ συνένοχοι εἰς τὰ ἔργα τοῦ σκότους, τὰ ὁποῖα δὲν φέρουν κανένα ὠφέλιμον καρπόν. Ἀντὶ νὰ τὰ σκεπάζετε καὶ νὰ τὰ ἀνέχεσθε, ὀφείλετε μᾶλλον νὰ ἐλέγχετε τὰ ἔργα αὐτὰ καὶ νὰ τὰ βγάζετε εἰς τὸ φῶς, ἀποδεικνύοντες πόσον ὀλέθρια εἶναι. 12 Ὁ ἔλεγχος καὶ ἡ διαφώτισις αὐτὴ εἶναι ἐπιβεβλημένη καὶ ὠφέλιμος, διότι τὰ ἔργα, ποὺ πράττουν κρυφίως οἱ ἀπειθεῖς αὐτοί, εἶναι τόσον αἰσχρά, ὥστε καὶ μόνον τὸ νὰ ὁμιλῇ κανεὶς δι’ αὐτὰ φέρει ἐντροπήν. 13 Διὰ τοῦ ἐλέγχου ὅμως τὰ ἔργα αὐτά, ποὺ γίνονται κρυφά, φανερούνται. Γίνεται δηλαδὴ γνωστὸς ὁ αἰσχρός των χαρακτὴρ καὶ αἱ ὀλέθριαι συνέπειαί των καὶ διορθοῦνται ὅσοι ἔχουν καλὴν προαίρεσιν. Καὶ παύουν πλέον νὰ κάνουν τὰ κρυφὰ καὶ ἐργάζονται εἰς τὸ ἑξῆς φανερά. Διότι κάθε τι ποὺ δὲν φοβεῖται τὸν ἔλεγχον καὶ δὲν δυσκολεύεται νὰ φανερωθῇ, εἶναι φῶς. 14 Ἐπειδὴ δὲ πράγματι ἐπέρχεται διόρθωσις διὰ τοῦ ἐλέγχου, δι’ αὐτὸ καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον χρησιμοποιεῖ τὸν ἔλεγχον καὶ φωνάζει πρὸς κάθε ἁμαρτωλὸν διὰ στόματος τῶν προφητῶν τῆς Καινῆς Διαθήκης: Σήκω ἐπάνω σύ, ποὺ κοιμᾶσαι τὸν ὕπνον τῆς ἁμαρτίας καὶ ἀναστήσου ἀπὸ τὴν νέκραν καὶ τὸν θάνατον, εἰς τὸν ὁποῖον σὲ ἔρριψεν ἡ ἁμάρτια. Καὶ θὰ σὲ φωτίσῃ ὁ Χριστός. 15 Ἐλάβατε δὲ καὶ σεῖς τὸν φωτισμὸν αὐτὸν ἀπὸ τὸν Χριστόν. Λοιπὸν προσέχετε, πῶς μὲ πᾶσαν ἀκρίβειαν νὰ συμπεριφέρεσθε ὄχι σὰν ἄσοφοι καὶ ἀσύνετοι, ἀλλ’ ὡς σοφοὶ καὶ φρόνιμοι. 16 Ἡ σύνεσις δὲ καὶ ἡ σοφία σας θὰ φαίνεται μὲ τὸ νὰ ἐπωφελῆσθε πνευματικῆς κάθε εὐκαιρίαν καὶ μὲ πᾶσαν σπουδὴν νὰ ἁρπάζετε αὐτήν. Δὲν πρέπει δὲ νὰ χάνετε καμμίαν εὐκαιρίαν, διότι αἱ ἡμέραι ἕνεκα τοῦ ἐπικρατοῦντος κακοῦ εἶναι γεμᾶται σκάνδαλα, καὶ ὡς ἐκ τούτου αἱ μὲν εὐκαιρίαι τοῦ ἀγαθοῦ παρουσιάζονται σπανιώτερον, αἱ δὲ ἀφορμαὶ πρὸς τὸ κακὸν εἶναι πολυπληθέστεροι. 17 Δι’ αὐτὸ λοιπὸν προσέχετε νὰ μὴ γίνεσθε ἀνόητοι, ἀλλὰ νὰ ἐξετάζετε καὶ νὰ κατανοῆτε, ποῖον εἶναι τὸ εἰς ἑκάστην περίπτωσιν θέλημα τοῦ Κυρίου, ὁπότε, ἐὰν συμμορφώνεσθε πρὸς αὐτό, θὰ γίνεσθε πράγματι σοφοὶ καὶ συνετοί. 18 Καὶ μὴ μεθᾶτε μὲ οἶνον. Εἰς τὴν μέθην ὑπάρχει διαφθορὰ καὶ ἀσωτία. Ἀλλὰ γεμίζετε τὸ ἐσωτερικόν σας μὲ Πνεῦμα Ἅγιον. 19 Καὶ ὁ θεῖος τότε ἐνθουσιασμός, ποὺ θὰ γεμίζῃ τὰς καρδίας σας, θὰ ἐξωτερικεύεται μὲ τὸ νὰ λαλῆτε μεταξύ σας μὲ ψαλμοὺς καὶ μὲ ὕμνους καὶ μὲ ᾠδὰς πνευματικὰς καὶ μὲ τὸ νὰ τραγουδᾶτε καὶ ψάλλετε εἰς τὸν Κύριον ὄχι μόνον μὲ τὸ στόμα σας, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν καρδίαν σας, ποὺ θὰ προσέχῃ τὰ ψαλλόμενα.

ΠΡΟΣ ΕΦΕΣΙΟΥΣ Ε´ 8 - 19


8 Διότι άλλοτε ήσασθε σκοτάδι εξ αιτίας της πλάνης και της αμαρτίας, που κυριαρχούσε μέσα σας. Τωρα όμως δια του Κυρίου έχετε φωτισθή και είσθε φως. Να ζήτε, λοιπόν, και να συμπεριφέρεσθε σαν άνθρωποι, που τα πάντα εις αυτούς είναι φως αληθείας και αρετής. 9 (Εφ' όσον ελάβετε το πνευματικόν φως πρέπει να έχετε και φωτεινήν ζωήν). Διότι ο άγιος καρπός τον οποίον παράγει το Αγιον Πνεύμα μέσα εις τας καρδίας των πιστών, εκδηλώνεται με κάθε καλωσύνην και δικαιοσύνην και φιλαλήθειαν. 10 Να ερευνάτε και να διακρίνετε πάντοτε, τι είναι ευάρεστον ενώπιον του Κυρίου, 11 και να μη συμμετέχετε εις τα έργα του σκότους, που είναι άκαρπα και επιβλαβή. Ούτε καν και να τα ανέχεσθε, αλλά μάλλον να τα ελέγχετε και να τα παρουσιάζετε εις τα μάτια όλων επιβλαβή και ολέθρια. 12 Διότι όσα από τους ασεβείς και αμαρτωλούς γίνονται κρυφά και στο σκότος είναι αισχρόν και να τα αναφέρη κανένας. (Δι' αυτό ακριβώς και δεν είναι νοητόν, όχι μόνον να συμμετέχετε, αλλ' ούτε και να συζητήτε μεταξύ σας δι' αυτά. Μονον δε να τα ελέγχετε εις διόρθωσιν των αμαρτωλών και περιφρούρησιν των άλλων). 13 Ολα δε αυτά τα πονηρά έργα κάτω από το φως του ελέγχου, γίνονται φανερά πόσον ολέθρια είναι (ώστε οι μεν καλοπροαίρετοι αμαρτωλοί να μετανοήσουν, οι δε άλλοι να προφυλαχθούν). Διότι κάθε τι που φανερώνεται, είτε καλόν είτε κακόν, είναι σαν το φως, ώστε ο καθένας να κανονίση απέναντι αυτού την στάσιν του. 14 Ο έλεγχος εις φανέρωσιν του κακού και διόρθωσιν του αμαρτάνοντος πρέπει να γίνεται· δι' αυτό και το Αγιον Πνεύμα ελέγχει και φωνάζει προς κάθε αμαρτωλόν· Σηκω, συ που κοιμάσαι τον ύπνον της αμαρτίας, και πετάξου ορθός ανάμεσα από τους νεκρούς της αμαρτίας και θα σε φωτίση ο Χριστός. 15 Προσέχετε, λοιπόν, εφ' όσον έχετε φωτισθή από τον Χριστόν, πως με κάθε ακρίβειαν να συμπεριφέρεσθε, όχι σαν μωροί και ασύνετοι, αλλά σαν φρόνιμοι και συνετοί. 16 Να κερδίζετε πάντοτε και να εκμεταλλεύεσθε δια το αγαθόν τον χρόνον και τας ευκαιρίας της παρούσης ζωής, διότι αι ημέραι, εξ αιτίας της αμαρτίας που επικρατεί, είναι γεμάται πειρασμούς και πνευματικούς κινδύνους. 17 Δι' αυτό προσέχετε να μη γίνεσθε και φέρεσθε σαν ασύνετοι, αλλά να ερευνάτε και να ενοήτε καλά ποίον είναι το θέλημα του Κυρίου. 18 Και μη μεθάτε με οίνον· εις την μέθην υπάρχει πάντοτε η ασωτία και η κατάπτωσις. Αλλά γεμίζετε την ψυχήν, την καρδίαν και τον νου σας με Πνεύμα Αγιον. 19 Θα αισθάνεσθε τότε ασυγκρίτως ανώτερον και μεγαλύτερον ενθουσιασμόν από εκείνον, που δοκιμάζουν οι μέθυσοι, τον οποίον και θα εξωτερικεύετε λαλούντες μεταξύ σας με ψαλμούς και ύμνους και ωδάς πνευματικάς, άδοντες και ψάλλοντες στον Κυριον με όλην σας την καρδίαν.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα




ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΙΗ´ 35 - 43


35 Ἐγένετο δὲ ἐν τῷ ἐγγίζειν αὐτὸν εἰς Ἰεριχὼ τυφλός τις ἐκάθητο παρὰ τὴν ὁδὸν προσαιτῶν. 36 ἀκούσας δὲ ὄχλου διαπορευομένου ἐπυνθάνετο τί εἴη ταῦτα. 37 ἀπήγγειλαν δὲ αὐτῷ ὅτι Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος παρέρχεται. 38 καὶ ἐβόησε λέγων· Ἰησοῦ, υἱὲ Δαυῒδ, ἐλέησόν με. 39 καὶ οἱ προάγοντες ἐπετίμων αὐτῷ ἵνα σιωπήσῃ· αὐτὸς δὲ πολλῷ μᾶλλον ἔκραζεν· Υἱὲ Δαυῒδ, ἐλέησόν με. 40 σταθεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς ἐκέλευσεν αὐτὸν ἀχθῆναι πρὸς αὐτόν. ἐγγίσαντος δὲ αὐτοῦ ἐπηρώτησεν αὐτόν 41 λέγων· Τί σοι θέλεις ποιήσω; ὁ δὲ εἶπε· Κύριε, ἵνα ἀναβλέψω. 42 καὶ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ· Ἀνάβλεψον· ἡ πίστις σου σέσωκέ σε. 43 καὶ παραχρῆμα ἀνέβλεψε, καὶ ἠκολούθει αὐτῷ δοξάζων τὸν Θεόν· καὶ πᾶς ὁ λαὸς ἰδὼν ἔδωκεν αἶνον τῷ Θεῷ.

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΙΗ´ 35 - 43


35 Ὅταν δὲ ἐπλησίαζεν ὁ Κύριος εἰς τὴν Ἱεριχῶ, συνέβη κάποιος τυφλὸς νὰ κάθεται κοντὰ εἰς τὸν δρόμον καὶ νὰ ζητιανεύῃ. 36 Ὅταν δὲ ἤκουσε τὸν θόρυβον τοῦ λαοῦ ποὺ ἐπερνοῦσεν, ἠρώτησε, σὰν τί νὰ ἦσαν αὐτά, ποὺ ἤκουε. 37 Τοῦ ἀνήγγειλαν δέ, ὅτι ὁ Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος ἐπέρνα ἀπ’ ἐκεῖ. 38 Καὶ τότε αὐτὸς ἔβαλε φωνὴν δυνατὴν καὶ ἔλεγεν· Ἰησοῦ, ἀπόγονε ἔνδοξε τοῦ Δαβίδ, τὸν ὁποῖον προανήγγειλαν καὶ προεκήρυξαν οἱ προφῆται, ἐλέησέ με. 39 Καὶ αὐτοί, ποὺ ἐπροπορεύοντο, τὸν ἐπέπληττον καὶ τὸν ἀνάγκαζον νὰ σιωπήσῃ νομίζοντες, ὅτι μὲ τὰς φωνάς του θὰ ἠνωχλεῖτο ὁ Ἰησοῦς. Αὐτὸς ὅμως πολὺ περισσότερον ἐφώναζεν· Ἀπόγονε τοῦ Δαβίδ, ἐλέησέ με. 40 Διέκοψε δὲ τὴν πορείαν του ὁ Ἰησοῦς καὶ διέταξε νὰ τὸν φέρουν πλησίον του. Ὅταν δὲ αὐτὸς ἐπλησίασε, τὸν ἠρώτησεν ὁ Κύριος 41 καὶ τοῦ εἶπε· Τί θέλεις νὰ σοῦ κάμω; Ὁ δὲ τυφλὸς εἶπε· Κύριε, θέλω νὰ ἀποκτήσω πάλιν τὸ φῶς μου καὶ νὰ ξαναΐδω. 42 Καὶ ὁ Ἰησοῦς τοῦ εἶπεν: Ἀνάβλεψον· ἡ πίστις ποὺ ἔχεις, ὅτι εἶμαι ὁ ἀπόγονος τοῦ Δαβὶδ καὶ ὅτι ἔχω τὴν δύναμιν νὰ σοῦ δώσω τὴν ὑγείαν τῶν ματιῶν σου, σὲ ἔσωσεν ἀπὸ τὴν ἀθεράπευτον τύφλωσίν σου. 43 Καὶ τὴν ἴδια στιγμὴ ἀπέκτησε πάλιν τὸ φῶς του καὶ ἠκολούθει τὸν Ἰησοῦν δοξάζων τὸν Θεόν, ποὺ τὸν ἐθεράπευσε διὰ μέσου τοῦ Ἰησοῦ. Καὶ ὅλον τὸ πλῆθος τοῦ λαοῦ, ὅταν εἶδε τὸ θαῦμα, ἐδοξολόγησε καὶ ἀνύμνησε τὸν Θεόν.

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΙΗ´ 35 - 43


35 Καθώς δε επλησίαζε ο Κυριος εις την Ιεριχώ, ένας τυφλός εκάθητο δίπλα στον δρόμον και εζητιάνευε. 36 Οταν δε ήκουσε τον θόρυβον του λαού που επερνούσε, ερώτησε, τι τάχα είναι αυτά, που ήκουε. 37 Τον επληροφόρησαν δε ότι περνά από εκεί ο Ιησούς ο Ναζωραίος. 38 Και εφώναξε με μεγάλην φωνήν και είπε· “Ιησού, απόγονε του Δαυΐδ, ελέησέ με”. 39 Και αυτοί που επροπορεύοντο, τον επέπλητταν και του έλεγαν να σιωπήση, δια να μη ενοχλή τον διδάσκαλον. Αυτός όμως πολύ περισσότερο εκραύγαζε· “απόγονε του Δαυίδ, ελέησέ με”. 40 Εστάθη δε ο Ιησούς και έδωσε εντολήν να φέρουν τον τυφλόν πλησίον του. Οταν δε αυτός επλησίασε, τον ηρώτησε 41 λέγων· “τι θέλεις να σου κάνω;” Εκείνος δε είπε· “Κυριε, θέλω να αποκτήσω και πάλιν το φως των οφθαλμών μου”. 42 Και ο Ιησούς του είπε· “ανάβλεψε· η πίστις, που έχεις σ' εμένα, σε έσωσε από την τύφλωσίν σου”. 43 Και αμέσως απέκτησε το φως των οφθαλμών του και γεμάτος χαράν ακολουθούσε τον Χριστόν, δοξάζων τον Θεόν. Και όλος ο λαός, όταν είδε το θαύμα, έδωσε δόξαν στον Θεόν. (Οι καλοπροαίρετοι δοξάζουν τον Θεόν και δια το καλόν, που γίνεται στους άλλους).

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα




Ἦχος α´ - Ἑωθινόν Δ´
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΚΔ´ 1 - 12


1 Τῇ δὲ μιᾷ τῶν σαββάτων ὄρθρου βαθέoς ἦλθον ἐπὶ τὸ μνῆμα φέρουσαι ἃ ἡτοίμασαν ἀρώματα, καὶ τινες σὺν αὐταῖς. 2 εὗρον δὲ τὸν λίθον ἀποκεκυλισμένον ἀπὸ τοῦ μνημείου, 3 καὶ εἰσελθοῦσαι οὐχ εὗρον τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ. 4 καὶ ἐγένετο ἐν τῷ διαπορεῖσθαι αὐτὰς περὶ τούτου καὶ ἰδοὺ ἄνδρες δύο ἐπέστησαν αὐταῖς ἐν ἐσθήτεσιν ἀστραπτούσαις. 5 ἐμφόβων δὲ γενομένων καὶ κλινουσῶν τὸ πρόσωπον εἰς τὴν γῆν εἶπον πρὸς αὐτάς· Τί ζητεῖτε τὸν ζῶντα μετὰ τῶν νεκρῶν; 6 οὐκ ἔστιν ὧδε, ἀλλ’ ἠγέρθη· μνήσθητε ὡς ἐλάλησεν ὑμῖν ἔτι ὢν ἐν τῇ Γαλιλαίᾳ, 7 λέγων ὅτι δεῖ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου παραδοθῆναι εἰς χεῖρας ἀνθρώπων ἁμαρτωλῶν καὶ σταυρωθῆναι, καὶ τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστῆναι. 8 καὶ ἐμνήσθησαν τῶν ῥημάτων αὐτοῦ, 9 καὶ ὑποστρέψασαι ἀπὸ τοῦ μνημείου ἀπήγγειλαν ταῦτα πάντα τοῖς ἕνδεκα καὶ πᾶσι τοῖς λοιποῖς. 10 ἦσαν δὲ ἡ Μαγδαληνὴ Μαρία καὶ Ἰωάννα καὶ Μαρία Ἰακώβου καὶ αἱ λοιπαὶ σὺν αὐταῖς, αἳ ἔλεγον πρὸς τοὺς ἀποστόλους ταῦτα. 11 καὶ ἐφάνησαν ἐνώπιον αὐτῶν ὡσεὶ λῆρος τὰ ῥήματα αὐτῶν, καὶ ἠπίστουν αὐταῖς. 12 ὁ δὲ Πέτρος ἀναστὰς ἔδραμεν ἐπὶ τὸ μνημεῖον, καὶ παρακύψας βλέπει τὰ ὀθόνια κείμενα μόνα, καὶ ἀπῆλθε πρὸς ἑαυτὸν θαυμάζων τὸ γεγονός.

Ἦχος α´ - Ἑωθινόν Δ´
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΚΔ´ 1 - 12


1 Κατὰ τὴν πρώτην ἡμέραν τῆς ἑβδομάδος, μὲ τὰ βαθειὰ χαράματα ἦλθον αἱ γυναῖκες εἰς τὸ μνῆμα φέρουσαι τὰ ἀρώματα, ποὺ ἡτοίμασαν. Καὶ μαζί των ἦλθον καὶ μερικαὶ ἄλλαι. 2 Εὗρον δὲ τὴν πέτραν, ποὺ ἔφραζε τὸ μνημεῖον, κυλισμένην μακρὰν ἀπὸ αὐτό. 3 Καὶ ὅταν ἐμβῆκαν εἰς τὸ μνημεῖον, δὲν εὗρον τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ. 4 Καὶ συνέβη, ἐνῷ αὐταὶ εὑρίσκοντο εἰς μεγάλην ἀπορίαν διὰ τὸ συμβὰν αὐτό, καὶ ἰδοὺ δύο ἄγγελοι παρουσιάσθησαν αἴφνης εἰς αὐτὰς ὡς ἄνδρες μὲ στολάς, ποὺ ἤστραπτον ἀπὸ τὴν λαμπρότητα. 5 Ἐνῷ δὲ αὐταὶ ἔγιναν καταφοβισμέναι καὶ ἔγερναν τὸ πρόσωπόν των εἰς τὴν γῆν ἐξ εὐλαβείας, ἀλλὰ καὶ διότι δὲν ἀντεῖχον εἰς τὴν λάμψιν τῶν ἀγγέλων, εἶπον οὔτοι πρὸς αὐτάς· διατὶ ζητεῖτε μεταξὺ τῶν νεκρῶν αὐτόν, ποὺ τώρα πλέον εἶναι ζωντανός; 6 Δὲν εἶναι ἐδῶ, ἀλλ’ ἀνεστήθη. Ἐνθυμηθῆτε πῶς σᾶς ὡμίλησε καὶ τί σᾶς εἶπεν, ὅταν ἀκόμη ἦτο εἰς τὴν Γαλιλαίαν, 7 λέγων, ὅτι σύμφωνα μὲ τὸ προκαθωρισμένον σχέδιον τοῦ Θεοῦ πρέπει ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου νὰ παραδοθῇ εἰς χεῖρας ἀνθρώπων ἁμαρτωλῶν καὶ νὰ σταυρωθῇ καὶ τὴν τρίτην ἡμέραν ἀπὸ τοῦ θανάτου του νὰ ἀναστηθῇ. 8 Καὶ αἱ Μυροφόροι ἐνεθυμήθησαν τότε τοὺς λόγους τοῦ Κυρίου. 9 Καὶ ἀφοῦ ἐπέστρεψαν ἀπὸ τὸ μνημεῖον, ἀνήγγειλαν ὅλα αὐτὰ εἰς τοὺς ἕνδεκα καὶ εἰς ὅλους τοὺς ἄλλους, ποὺ ἦσαν μαζὶ μὲ τοὺς Ἀποστόλους. 10 Αἱ γυναῖκες δέ, ποὺ ἔλεγαν αὐτὰ εἰς τοὺς Ἀποστόλους, ἦσαν ἡ Μαγδαληνὴ Μαρία καὶ ἡ Ἰωάννα καὶ ἡ Μαρία ἡ μήτηρ τοῦ Ἰακώβου καὶ αἱ λοιπαί, ποὺ ἦσαν μαζί των. 11 Καὶ ἐφάνησαν εἰς αὐτοὺς σὰν φλυαρία καὶ ἐπινόησίς τῆς φαντασίας οἱ λόγοι τῶν γυναικῶν αὐτῶν καὶ δὲν τὰς ἐπίστευαν. 12 Παρὰ ταῦτα ὅμως ὁ Πέτρος ἐσηκώθη καὶ ἔτρεξεν εἰς τὸ μνημεῖον. Καὶ ἀφοῦ ἔσκυψεν ἀπὸ τὴν θύραν, βλέπει τοὺς νεκρικοὺς ἐπιδέσμους νὰ εἶναι χάμω εἰς τὸ μνημεῖον μόνοι χωρὶς τὸ σῶμα. Καὶ ἐπέστρεψε εἰς τὸ κατάλυμά του θαυμάζων αὐτὸ ποὺ ἔγινε.

Ἦχος α´ - Ἑωθινόν Δ´
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΚΔ´ 1 - 12


1 Κατά την πρώτην δε ημέραν της εβδομάδος, ενώ ήσαν ακόμη βαθειά χαράματα, ήλθον στο μνήμα οι γυναίκες με τα αρώματα, που είχαν ετοιμάσει, και μερικαί άλλαι μαζή των. 2 Ευρήκαν δε τον λίθον, που έκλειε το μνημείον, κυλισμένον πέρα από αυτό. 3 Και όταν εμπήκαν, δεν ευρήκαν το σώμα του Κυρίου Ιησού. 4 Ενώ δε ευρίσκοντο εις απορίαν δια το γεγονός αυτό και ιδού παρουσιάσθησαν έξαφνα εις αυτάς δύο άνδρες με στολάς, που άστραφταν από λαμπρότητα. 5 Ενώ δε αυτάς τας κατέλαβε μεγάλος φόβος και έγερναν το πρόσωπον των με ευλάβειαν εις την γην, είπον εκείνοι προς αυτάς· “διατί ζητείτε μεταξύ των νεκρών αυτόν που είναι ολοζώντανος; 6 Δεν ευρίσκεται εδώ, αλλά αναστήθηκε· ενθυμηθήτε, τι σας είπε, όταν ακόμη ήτο εις την Γαλιλαίαν. 7 Σας είπε ότι σύμφωνα με την βουλήν του Θεού πρέπει ο υιός του ανθρώπου να παραδοθή εις χείρας αμαρτωλών ανθρώπων και να σταυρωθή και την τρίτη ημέρα θα αναστηθή”. 8 Και θυμήθηκαν τότε τα λόγια του Κυρίου. 9 Και αφού επέστρεψαν από το μνημείον ανήγγειλαν αυτά, που είδαν και άκουσαν, στους ένδεκα και εις όλους τους άλλους μαθητάς του Κυρίου, που ευρίσκοντο εκεί. 10 Αι μυροφόροι δε γυναίκες, ήσαν η Μαρία η Μαγδαληνή και η Ιωάννα και η Μαρία η μητέρα του Ιακώβου και αι άλλαι, που ήσαν μαζή των, και όλαι έλεγαν αυτά στους Αποστόλους. 11 Και εφάνησαν στους Αποστόλους σαν παραληρήματα φαντασίας τα λόγια των γυναικών και δεν επίστευσαν εις αυτάς. 12 Ο δε Πετρος εσηκώθηκε και έτρεξεν στο μνημείον. Και αφού έσκυψεν από την είσοδον, βλέπει τις λωρίδες από σινδόνι, με τις οποίες είχε τυλιχθή το σώμα του Κυρίου να είναι κάτω στο μνημείον μόνες, χωρίς το σώμα και επέστρεψεν στο σπίτι θαυμάζων το γεγονός.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα





Πατήστε στην εικόνα για να διαβάσετε τη «Φωνή Κυρίου» της Κυριακής, έκδοση της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος